Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1403. Ήταν ο τέταρτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391 -1425) και αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425- 1449), Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση γι’ αυτό και ονομάζεται και Δραγάτσης. Έζησε λίγο στην Ταυρική και μετά ήρθε στην Πελοπόννησο, στο Μιστρά, όπου μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ανέκτησαν όλες τις φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Στο Δεσποτάτο του Μυστρά, που δέσποζε τότε σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, και ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σ’ ένα δεύτερο Βυζάντιο, πιο σφριγηλό όμως και ακμαίο σπα το πρώτο; είχαν εγκατασταθεί και οι τρεις γιοι του Ανδρονίκου: Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς, Επειδή μεταξύ των αδελφών ανεφύησαν διάφορες, αποφασίστηκε ν’ ανατεθεί η διοίκηση του Δεσποτάτου στους Θεόδωρο και Θωμά και ο Κωνσταντίνος να μεταβεί στην Πόλη, για να συμπαρασταθεί στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη, που τότε αντιμετώπιζε άμεσα την τουρκική απειλή. Τον αντικατέστησε μάλιστα στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης, επικεφαλής μεγάλης πρεσβείας, μετέβη στην Ιταλία και έλαβε μέρος στην περιβόητη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβ.-1 Φεβρ. 1440). Μόλις ο Ιωάννης έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Κων/νος επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Αναγκάσθηκε άλλη μια φορά να ξαναπάει στην Πόλη, για να στηρίξει τον αδελφό του που αντιμετώπιζε το στασιαστικό κίνημα του Δημητρίου Παλαιολόγου, το οποίο υποστήριζαν οι Τούρκοι. Είναι ενδεικτικό ότι η σήψη είχε προχωρήσει τόσο βαθειά, ώστε τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έβαζαν σαν επιδιαιτητή των διαφορών τους τον Τούρκο σουλτάνο. Έτσι οι άξεστοι Τούρκοι, χωρίς να έχουν γνώση των μυστικών της διπλωματίας, εφάρμοζαν χάρη σ’ εξωμότες Έλληνες εις βάρος των Ελλήνων την τεχνική του «διαίρει και βασίλευε», Χωρίς να έχουν γνώσεις στρατιωτικής τακτικής, οργάνωσαν μεγάλους τακτικούς στρατούς χάρη σε εξωμότες Έλληνες στρατιωτικούς, όπως ο Εβρενός, που τ’ όνομά του είναι αραβική γραφή της λέξης Ουρανός. Έτσι ο Ελληνισμός αυτοκαταλύθηκε.
Κι έμειναν μόνο μερικοί Ιππότες της Αυταπαρνήσεως ν’ αγωνίζονται έως την τελευταία πνοή τους για την τιμή και την περηφάνεια του Γένους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πρώτος στους πρώτους, και ο Κωνσταντίνος.
Aπό το 1443 έως το 1449, ο Κων/νος ως δεσπότης του Μιστρά, κάνει το Δεσποτάτο δεσπόζουσα δύναμη της Βαλκανικής κι εφαρμόζει μια πολιτική, που νεώτερη έκφρασή της είναι η βαλκανική πολιτική των ετών 1912-1913. Συναισθάνεται ότι μόνοι τους οι Έλληνες, καθώς μάλιστα είναι διεσπασμένοι, δεν θα κατορθώσουν ν’ αναχαιτίσουν τους γεμάτους πολεμική ορμή Τούρκους. Πρέπει οι Βαλκάνιοι να συνενωθούν και να συνασπισθούν. Ν ‘ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που ήδη τους έχει επιβληθεί και να συναντηθούν σ’ ένα ενιαίο μέτωπο.
Προϋπόθεση όμως μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η ασφάλεια της Πελοποννήσου. Ο Κων/νος θέλησε να κάνει την Πελοπόννησο, που ήταν έδρα και βάση των εξορμήσεών του, νησίδα ασφαλείας. Ξανάχτισε το τείχος του Ισθμού, που είχε καταστραφεί με τις επιδρομές του φοβερού Τούρκου στρατηγού Τουραχάν κατά τα έτη 1422 και 1432. Το τείχος κτίσθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε διάστημα 30 ημερών! Θέλοντας μη θέλοντας όλοι οι άρχοντες της Πελοποννήσου συνέδραμαν στην ανέγερση του τείχους. Και ήταν ένα τείχος φτιαγμένο με την τελευταία λέξη της τεχνοδομής: με λίθους αλλά και ξύλα φερμένα ειδικά από τη Βενετία. Γράφει ο Λάκων ιστορικός Παν. Δούκας στο μνημειώδες έργο του «Η Σπάρτη διά μέσου των αιώνων» τα ακόλουθα: «Και δικαίως ο Κωνσταντίνος την ανάκτησιν του Ισθμού εθεώρησε αναγκαιότατης ουχί μόνον χάριν της αμύνης από νέων επιδρομών των Τούρκων, αλλά και χάριν της ανυψώσεως του καταπεπτωκότος φρονήματος των Πελοποννησίων, οίτινες θα είχαν ούτω το συναίσθημα της βεβαίας ασφαλείας» (σ. 533).
Δεν είναι αληθές ότι οι Έλληνες τότε δεν είχαν δυνάμεις. Δεν είχαν ψυχή. Είχαν χάσει το ηθικό τους, την πίστη στον εαυτό τους. Ζητούσαν τη σωτηρία από άλλους, όχι από τους ἰδιους. Ιστορικά είναι ερμηνεύσιμο αυτό. Για τελευταία φορά που οι Έλληνες αισθάνθηκαν ασφαλείς ήταν λίγο πριν το μοιραίο 1204. Έκτοτε ο ελληνικός κόσμος τεμαχίσθηκε σε ελληνικά και φραγκικά κρατίδια. Κι αν η Βασιλεύουσα ανακτήθηκε το 1261, η Αυτοκρατορία ανέζησε σαν σκιά του παλαιού εαυτού της. Επί δύο αιώνες εσύρετο, δεν εζούσε, γιατί δεν μεγαλουργούσε. Κανένα στρατιωτικό ή πολιτικό τρόπαιο δεν σημείωσε στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων του ιστορικού επιλόγου της. Έτσι ο λαός, χωρίς ψυχή, χωρίς εσωτερικό δυναμισμό, είχε πέσει σε κατάσταση μοιρολατρίας. Μόνο τα θρησκευτικά πάθη ήταν σε έξαρση. Πάθη που δεν γεννούσαν πατριωτικό ενθουσιασμό, αλλά διχασμό. Οι Έλληνες περισσότερο μισούσαν οι μισοί τους άλλους μισούς παρά τους Τούρκους ή τους Δυτικούς. Έτσι «δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι αντάμα, προσμένανε ίσως κάποιο θαύμα», θα μπορούσαμε να πούμε παραλλάσσοντας το στίχο του Βάρναλη. Για την Πόλη ουσιαστικά ισχύει ο καταδικαστικός στίχος που έγραψε στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ο Παλαμάς: «Και περίμενε τον Τούρκο να την πάρει».
Όμως ο Κωνσταντίνος ήταν παλληκάρι. Δεν περίμενε παθητικά τη σωτηρία από τη Θεία Χάρη. Η Θεία Χάρη είναι αρωγός, όταν οι άνθρωποι αξιοποιούν και εξαντλούν το δικό τους δυναμικό. Ο Κων/νος, επωφελούμενος από τους περισπασμούς του Σουλτάνου Μουράτ κατά του ηγεμόνα της Καραμανίας στην Ανατολή και κατά των Ούγγρων και του Σκεντέρμπεη στη Βαλκανική, θέλησε να προχωρήσει πέρα από τον Ισθμό και να απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Να γιατί ο Κων/νος θεωρείται ο πρώτος των Ελλήνων. Με αυτόν άρχισε η απελευθερωτική πολιτική του Ελληνισμού. Προς εφαρμογή του σχεδίου του ορμά στη Βοιωτία, απελευθερώνει τη Θήβα φθάνει μέχρι τη Λιβαδιά, το Λιδωρίκι και το Ζητούνι (Λαμία). Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος που κατενόησε και αξιοποίησε τη δύναμη των Βλάχων της Πίνδου. Οι Βλάχοι, οι αμφισβητούμενης ελληνικάτητος, από επιτήδειους πράκτορες, Βλάχοι, συνέπραξαν με τον Κων/νο, για να διώξουν από τη Θεσσαλία τους Τούρκους. Ο Κων/νος δεν είχε μεγάλες τακτικές μονάδες στρατού. Γι αυτό χρησιμοποίησε μικρά καταδρομικά σώματα. Είναι, μετά τον αρχαίο στρατηγό Ιφικράτη, ο πρώτος που χρησιμοποίησε σώματα επιλέκτων «κομάντος». Αυτό δημιούργησε παράδοση στην περιοχή της Πίνδου. Από τα καταδρομικά σώματα του Κων/νου βγήκαν τα αρματολικά και κλέφτικα σώματα της Τουρκοκρατίας, αυτά που ο Μακρυγιάννης ονόμασε εύστοχα «Μαγιά της Λευτεριάς».
Η απελευθερωτική κίνηση του Κων/νου επεξετάθηκε μέχρι Ηπείρου. Σκοπός του ήταν να συνενωθεί με τις δυνάμεις του θρυλικού Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Παράλληλα απέσπασε από το φραγκικό δουκάτο των Αθηνών τη Λιβαδιά και την Θήβα και υποχρέωσε τον δούκα Νέριο Β’ Ατζαγιόλι να γίνει φόρου υποτελής στο Δεσποτάτο του Μιστρά.
Η δράση του Κωνσταντίνου εθορύβησε τον Μουράτ, ο οποίος από την Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα των Τούρκων, έσπευσε με στρατό 60.000 ανδρών κατά του Κων/νου, που είχε οχυρωθεί στον Ισθμό. Τη δύναμη του Κων/νου αποτελούσαν Έλληνες και Αλβανοί. Αλλ’ οι τελευταίοι στις 10 Φεβρουαρίου 1447 εγκατέλειψαν τον Κων/νο. Ίσως εκάμφθησαν από τον σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του τείχους του Ισθμού, ίσως να δελεάσθηκαν από τις υποσχέσεις ή τις παροχές του σουλτάνου. Ο Κων/νος, μετά την προδοσία των Αλβανών, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στα ενδότερα της Πελοποννήσου. Κατά την υποχώρηση υπέστη μεγάλες απώλειες. Τριακόσιοι στρατιώτες του κυκλώθηκαν στο όρος Οξύ. πάνω από τις Κεγχρεές, και σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Αλλοι εξακόσιοι, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, θυσιάστηκαν για να τιμηθεί η σκιά του πατέρα του Μουράτ.
Ο Μουράτ, μετά την υποχώρηση του Κων/νου, χώρισε το στρατό του σε τέσσερα τμήματα με σκοπό την πλήρη καθυπόταξη της Πελοποννήσου. Τότε είχαμε και την ηρωική αντίσταση της Πάτρας. Όμως ξαφνικά σταμάτησε την επιδρομική δράση. Ο Σκεντέρμπεης πίσω από την πλάτη του Σουλτάνου, κινούσε τις δυνάμεις του απειλητικά. Υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβίσει τον Μουράτ στην Πελοπόννησο και να τον αφανίσει. Έτσι ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, αφού πήρε μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους και αφού ανάγκασε τους Παλαιολόγους ν’ αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του.
Στο διάστημα αυτό ο Μιστράς είχε εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Αυτοκρατορίας: Εκκλησίες με εκπάγλου καλλονής αγιογραφίες και ψηφιδογραφίες, ανάκτορα, μέγαρα πολυτελή, κάστρα φαινομενικώς απόρθητα. Ο Μιστράς ζούσε ένα ελληνικό όραμα. Να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο. Εμψυχωτής της προσπάθειας αυτής ο ιδιόρρυθμος αλλά μεγάλος φιλόσοφος Γεμιστός ή Πληθών και ο μαθητής του Βησσαρίων. Ο τελευταίος είχε μείνει στη Δύση. Είχε πολύ αγαπήσει τη Λακωνία και τη θεωρούσε σαν μήτρα για τη γέννηση ενός νέου θαυμαστού Ελληνικού κόσμου. Συνέταξε ένα περισπούδαστο υπόμνημα και το έστειλε στον Κων/νο. Το υπόμνημα Βησσαρίωνα περιέχει ένα πλήρες πρόγραμμα πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό. Λόγου χάρη, δημιουργία τακτικού επαγγελματικού στρατού, περιστολή της πολυτέλειας, οχύρωση του Ισθμού, ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταξουργίας, αποστολή νέων στην Ιταλία για να μορφωθούν κ.λπ. Στην ίδια περίοδο ζούσε κοντά στον Κων/νο και ο Γ. Σφραντζής, ο γνωστός ιστορικός της Αλώσεως.
Ενώ ο Κων/νος συνέχιζε το ανορθωτικό έργο του στην Πελοπόννησο, έφθασε η είδηση ότι απέθανε ο Αυτοκράτορας αδελφός του, Ιωάννης Η’, στις 31 Οκτωβρίου 1448. Δημιουργήθηκε κενό εξουσίας, γιατί ο Ιωάννης ήταν άτεκνος. Ο Σουλτάνος Μουράτ, μια και ο Κων/νος ήταν φόρου υποτελής σ’ αυτόν, δεν είχε καμμία αντίρρηση για την ανάρρησή του. Έτσι πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Πελοπόννησο και προσέφερε στον Κων/νο τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Κων/νος, ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, είναι ο πρώτος βασιλιάς που εστέφθη επί του μητροπολιτικού ελληνικού εδάφους, και μάλιστα επί λακωνικού εδάφους. Να ένας ακόμη λόγος που κάνει τον Κων/νο πρώτο Έλληνα βασιλιά. Η στέψη έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Άγιο Δημήτριο, τον μητροπολιτικό ναό του Μιστρά. Και αμέσως έφυγε για την Πόλη συνοδευόμενος από τον πιστό του Γεώργιο Σφραντζή.
Στην Πόλη έγινε δεκτός με θερμή υποδοχή. Ο θρύλος των κατορθωμάτων του είχε φθάσει μέχρι εκεί. Αμέσως άρχισε αθορύβως την οργάνωση για την άμυνα. Υποσχέσεις από τη Δύση για βοήθεια πολλές. Ανταπόκριση περιορισμένη. Ο Κων/νος αντιλήφθηκε ότι πρέπει να στηριχθεί σε δικές του δυνάμεις. Αλλά η δύναμη της πόλης ήταν περιορισμένη. Και οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι στα πολεμικά έργα. Ο Κων/νος παρέκαμψε όλα τα εμπόδια. Στην Πόλη άρχισε να πνέει ένας άνεμος παλληκαριάς. Η Πόλη ξαναζούσε. Όλα αυτά μέχρις ότου στο σουλτανικό θρόνο ανήλθε ο Μωάμεθ Β’. Ο Κων/νος κατάλαβε πως ήρθε η στιγμή της αλήθειας. Αγνόησε το θλιβερό παρόν, αδιαφόρησε για τον εαυτό του και ατένισε προς το ένδοξο παρελθόν. Έπρεπε να σταθεί αντάξιος των πιο ένδοξων προκατόχων του. Αυτό που είχε, αυτό που ήταν δεν ήταν δικά του, ανήκαν στο Γένος. Και το γένος απαιτούσε, θυσία, όχι παράδοση. Ο Κων/νος εν πολέμησε για να νικήσει, πολέμησε για να μην ηττηθεί η αξιοπρέπεια και η τιμή της Πόλης. Ο Αυτοκράτωρ πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Και αυτή η στάση ήταν εγγραφή ελευθερίας. Το Γένος δεν θα το έσωζε μία νίκη, θα το έσωζε μια θυσία. Ο Κων/νος και τα παλληκάρια του με το αίμα τους ξέπλυναν όλες τις προηγούμενες ντροπές της αυτοκρατορίας. Η Πόλη πέφτοντας στρατιωτικά, ανυψώθηκε ηθικά. Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες της πολιορκίας, που άλλωστε είναι γνωστές. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Κων/νος στάθηκε άγρυπνος , ακαταπόνητος, ακατάβλητος. Ενέπνεε με τα λόγια και το παράδειγμα του. Υπερασπίστηκε με πάθος την πόλη, που ήταν όπως ο έλεγε ο ίδιος, «η ελπίς και η χαρά παντών των Ελλήνων». Ο Κων/νος είχε πέρα για πέρα Ελληνική συνείδηση. Είχε επίγνωση της ιστορικής αποστολής του. Με την τελευταία ομιλία του, το απόγευμα της 28ης Μαίου, την παραμονή της αλώσεως με εναν εμπνευσμένο Λογο προς τους στρατιώτες και αξιωματικούς του, καθόρισε με λακωνική επιγραμματικότητα την αποστολή αυτή, που έκτοτε έγινε ιερά παρακαταθήκη του Γένους:
«Παρακαλώ ημάς, ινα στήτε γενναίος. Καλώς ουν οϊδατε. αδελφοί, ότι δια τέσσερά τινα οφείλεται κοινώς έσμιέν πάντες, ϊνα προτιμησωμεν άποθανειν μάλλον ή ζην. πρώτον μεν υπέρ τής πίστεως ημών και εϋσεβειας, δεύτερον δέ ΰπέρ πατρίδος, τρίτον δέ υπέρ του βασιλέως, ώς χριστού κυρίου, και τέταρτον ύπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως… πατρίδα περίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και τήν έλευθερίαν ημών, βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, vυv δε τεταπεινωμένην καί έξουθενωμένην άπωλεσαμεν» (Λεονάρδου Επ. παρ. 37).
Και έρχεται η ώρα της τελικής αναμετρήσεως. Ο Κων/νος αποχαιρετά στο παλάτι τους φίλους και συγγενείς και πάει να πάρει θέση ως πολεμιστής πάνω στις επάλξεις. Γράφει ο Σφραντζής που ήταν αυτόπτης: «Εν τήδε τή ώρα τις διηγησεται τους τότε κλαυθμούς καί θρήνους τους εν τω παλατίω: Ei και από ξύλου άνθρωπος n έκ πέτρας ην, ούκ ήδύνατο μή θρηνήσαι». Έχουν και οι ήρωες τις ανθρώπινες στιγμές τους. Η μάχη πάνω στα τείχη άρχισε. Ο Κων/νος, όπως ο Διάκος, πολεμούσε με σπασμένο σπαθί. Γύρω του πολεμούσαν εκλεκτοί και αφοσιωμένοι. Ένας από αυτούς, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας τον αυτοκράτορα κυκλωμένο, όρμησε ανάμεσα στους Τούρκους κραυγάζοντας: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Και σκοτώθηκε. Όπως σκοτώθηκαν όλοι οι γενναίοι, «μή ανεχόμενοι επιδείν σφίσι τήν πατρίδα δεδουλωμένην», όπως λέει ο Σφραντζής. Ο Κων/νος κάποια στιγμή ένοιωσε ότι ήταν μόνος, ότι πολεμούσε μόνος. Οι γενναίοι είχαν πέσει. Οι άλλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Και τότε με παράπονο ανέκραξε: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;». Ίσως η επίκληση αυτή του Κων/νου να δημιούργησε την κλεφταρματολική παράδοση να παίρνουν τα παλληκάρια την κεφαλή του καπετάνιου, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο και άλλος από τα νώτα. Ο Κων/νος έπεσε από το άλογο και ξεψύχησε ανάμεσα στους σκοτωμένους στρατιώτες του. Αργότερα, λένε, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια. Το κεφάλι του κόπηκε και στήθηκε πάνω σε πορφυρά στήλη στην Πλατεία Αυγουσταίου. Μέχρι το 1930 στην αυλή ενός ταπεινού τουρκικού σπιτιού μπορούσε ο επισκέπτης να δει μια μαρμάρινη πλάκα, που κατά μία παράδοση σκέπαζε το σεμνό σκήνωμα του Αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που μας έδωσε το 1890 την καλύτερη περιγραφή της άλωσης και που γνώριζε όσο κανείς την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης γράφει: «Εν τω στενώ τούτω περιβάλω, μάνδρα την σήμερον προβάτων, ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασιλεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμένος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν» (σ. 156).
Η πόλη έπεσε αλλά η Κολώνα μένει…
Το πτώμα του Παλαιολόγου, γράφει ο Πασπάτης, ουδέποτε βρέθηκε. Αλλά κι αυτό που βρέθηκε, σκυλευμένο από τους Τούρκους, δεν θεωρήθηκε βασιλικό σκήνωμα. Ο λαός έθαψε το βασιλιά στην ψυχή του. Και τον ανέστησε. Έτσι αναστήθηκε και το Γένος. Ο Κων/νος έγινε το πτηνό Φοίνικας, που αναγεννάται από την τέφρα του. Η αναγέννηση του Κων/νου μέσα στη λαϊκή ψυχή δίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή νέα πνοή στο Γένος. Γιατί, όπως λέει ο Σφραντζής, ο Κων/νος «εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μή θελήσας προδούναι τους ανόμοις τά βασίλεια, μήτε θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Αυτό ήταν μια κατ’ εξοχήν ελληνική στάση. Γι’ αυτό ο λαός θεώρησε τον Κων/νο όχι Ρωμαίο βασιλιά, όπως απαιτούσε η αυτοκρατορική παράδοση, αλλ’ Έλληνα. Ένα ποντιακό τραγούδι τον ονομάζει Έλληνα. Λέει: «Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνος». Ο Έλλεν, δηλαδή, ο Έλλην, ο Έλληνας. Κι ακόμη ο λαός ποτέ δεν πίστεψε στο θάνατο του. «Πεθαίνει ο άνεμος;», έλεγαν οι Μεξικανοί αγρότες για τον Αιμιλιανό Ζαπάτα. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται με τη θυσία του ιδέα και σύμβολο, ασφαλώς δεν πεθαίνει. Ο άγνωστος στιχουργός του «Θρήνου της Πόλης» εκφράζει παραστατικά το λαϊκό αίσθημα: «Ω Κωνσταντίνε βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμιν ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι· εχάθης; εκρυβήθης; ή ζης ή καί απέθανες επάνω στο σπαθί σου;» Ο Κων/νος πέθανε επάνω στο σπαθί του. Γι’ αυτό ζη και θα ζη, όσο το έθνος θα τον αναζητεί και θα λέει, «ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι;»