Το 1919, κατόπιν απόφασης του Ελ. Βενιζέλου, το Ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού (ΣΣ), με την ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ) στάλθηκαν στην τότε αποκαλούμενη Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία) για να πολεμήσουν κατά των Μπολσεβίκων, στο πλευρό γαλλικών, πολωνικών, ρουμανικών και Λευκών ρωσικών στρατευμάτων.
Οι ελληνικές δυνάμεις αποτέλεσαν τον όγκο των συμμαχικών δυνάμεων που έδρασαν στην Ουκρανία, καθώς οι λοιπές συμμαχικές δυνάμεις και ανεπαρκείς, αριθμητικά, ήσαν και ποιοτικά υστερούσαν. Δυστυχώς οι ελληνικές δυνάμεις, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, τέθηκαν υπό γαλλική διοίκηση, με τραγικά αποτελέσματα.
Η Μπερεζόφκα ήταν μια μικρή και παντελώς ασήμαντη κωμόπολη, χαμένη στην ουκρανική πεδιάδα, βορειοανατολικά της Οδησσού. Στην μεγάλη αυτή, πάλαι ποτέ, ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας είχαν αποβιβαστεί τα πρώτα ελληνικά στοιχεία, με προπομπό το περίφημο 34ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) Πειραιώς, της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ). Ανατολικά της Μπερεζόφκα βρίσκονταν η κωμόπολη Κοσλόβκα και βόρεια αυτής το Βασιλίνοβο.
Οι τρεις αυτοί, ασήμαντοι, κατά τα άλλα, κατοικημένοι τόποι βρίσκονταν ανάμεσα στα τενάγη των ποταμών Τιλιγκιούλ και Μπουγκ, σε μια υγρή και παγωμένη πεδιάδα. Η μόνη τους σημασία έγκειτο στο γεγονός ότι από αυτούς περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Οδησσό με την κεντρική Ρωσία.
Οι ελληνικές δυνάμεις θα υπάγονταν στην Συμμαχική Στρατιά του Δούναβη, έναν γαλλικής επινόησης σχηματισμό, που μόνο κατ΄ όνομα ήταν στρατιά. Επικεφαλής ήταν ο Γάλλος στρατηγός Μπερτελό (μέχρι την 4η Μαρτίου, οπότε αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Γκρατσιανί).
Οι γαλλικές δυνάμεις της στρατιάς αυτής αποτελούνταν από την 1η Ομάδα Μεραρχιών (ΟΜ), με τις 30η Γαλλική ΜΠ (διατέθηκε από τον Μάρτιο του 1919), την Γαλλική 16η Αποικιακή ΜΠ και στοιχεία της Γαλλικής 156ης ΜΠ, γαλλικό σύνταγμα ιππικού (Κυνηγοί της Αφρικής), μια Πολωνική Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ), δύο μοίρες βαρέως πυροβολικού και τρεις μοίρες αεροπλάνων. Στην στρατιά υπάγονταν επίσης και η Βρετανική 27η ΜΠ. Διοικητής της 1ης ΟΜ, υπό τις διαταγές της οποίας θα πολεμούσαν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν ο Γάλλος στρατηγός Ντ΄ Ανσέλμ.
Το βασικό πρόβλημα όμως των γαλλικών αυτών δυνάμεων ήταν ότι ουσιαστικά δεν υπήρχαν! Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κοινή γνώμη ήταν ενάντια σε κάθε μορφή στρατιωτικής επέμβασης, ενώ οι Γάλλοι στρατιώτες το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να αποστρατευτούν. Έτσι οι εν λόγω γαλλικές μεραρχίες, έχοντας αποστρατεύσει το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών τους, δεν ήταν παρά μεραρχίες φαντάσματα, που παρέτασσαν συντάγματα μεγέθους τάγματος, τάγματα μεγέθους λόχου και λόχους μεγέθους διμοιριών.
Παρόμοια δε ήταν και η κατάσταση των λοιπών συμμαχικών δυνάμεων, πολωνικών και ρουμανικών, αλλά και των αντιμπολσεβικικών ρωσικών δυνάμεων. Υπό αυτές τις συνθήκες το Ελληνικό Α’ ΣΣ αποτελούσε, με τις δύο πλήρεις σχεδόν μεραρχίες του (η Ι ΜΠ παρέμεινε στην Ελλάδα) όχι μόνο το πλέον αξιόμαχο τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων, αλλά και το πολυαριθμότερο, παρατάσσοντας περί τους 23.500 άνδρες.
Η πορεία προς τη μάχη
Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό τον Ιανουαρίου του 1919. Πρώτο αφίχθη το 34ο ΣΠ. Ακολούθησε το 7ο ΣΠ και το 1ο ΣΠ. Το 34ο ΣΠ, με την άφιξή του στην Οδησσό, τέθηκε υπό διοίκηση της Γαλλικής 156ης ΜΠ, υπό τον στρατηγό Μποριούς. Η πρώτη μονάδα που αποβιβάστηκε στην Οδησσό, την 8η Ιανουαρίου, ήταν το ΙΙ/34 Τάγμα. Το Ι/34 Τάγμα αποβιβάστηκε αργότερα και στάλθηκε στη Χερσώνα. Το ΙΙΙ/34 Τάγμα αφίχθη μόλις στις 6 Φεβρουαρίου στην Οδησσό και ανέλαβε την άμυνα της πόλης, αντικαθιστώντας το ΙΙ/34 Τάγμα που στάλθηκε στην Μπερεζόφκα.
Το μεσημέρι της 7ης Φεβρουαρίου ο διοικητής του 34ου ΣΠ, συνταγματάρχης Πέτρος Καρακασώνης, έλαβε διαταγή της 1ης ΟΜ, με την οποία συγκροτείτο μικτό απόσπασμα αποτελούμενο από το ΙΙ/34 Τάγματος (μείον Ουλαμού του 7ου Λόχου και ομάδος πολυβόλων), υπό τη διοίκηση του Ταγματάρχη Παναγιώτη Μακρή, ενός Τάγματος Ζουάβων του 1ου Γαλλικού Συντάγματος Μετόπισθεν Αφρικής, ενός ουλαμού γαλλικού ιππικού του 4ου Συντάγματος Κυνηγών Αφρικής, δύο ιλών Ρώσων εθελοντών, μιας γαλλικής πεδινής πυροβολαρχίας, ενός γαλλικού ουλαμού ορειβατικού πυροβολικού των 65mm, ενός γαλλικού ουλαμού ορειβατικού πυροβολικού των 75mm και πέντε αρμάτων μάχης τύπου FT-17.
Στόχος της γαλλικής διοίκησης ήταν η ανάπτυξη ενός δικτύου προφυλακών γύρω από την Οδησσό, η οποία αποτελούσε την κύρια βάση των συμμαχικών δυνάμεων. Ελλείψει όμως επαρκών δυνάμεων, η γαλλική διοίκηση αποφάσισε την εγκατάσταση αποσπασμάτων σε σιδηροδρομικούς κόμβους.
Η τακτική αυτή είχε όμως το μειονέκτημα ότι άφηνε τεράστια περιθώρια ελιγμών στους Μπολσεβίκους, οι οποίοι, χάρη στο πολυάριθμο ιππικό τους, μπορούσαν με ευκολία να παρακάμψουν τα συμμαχικά φυλάκια. Παράλληλα καθιστούσε τα απομακρυσμένα αυτά και αδύνατον να αλληλοϋποστηριχτούν μεταξύ τους, συμμαχικά σημεία στηρίγματος, στόχους για την εξαπόλυση συντριπτικών επιθέσεων εναντίον τους.
Το απόσπασμα που συγκροτήθηκε τελικά, τέθηκε υπό τις διαταγές του Γάλλου αντισυνταγματάρχη Ζιαί (Geay), και διατάχθηκε να αναχωρήσει σιδηροδρομικώς στις 18.00 της 6ης Φεβρουαρίου με προορισμό την Κολοσόφκα – 110 χλμ. βορειοανατολικά της Οδησσού.
Η ακριβής αποστολή του αποσπάσματος δεν ήταν γνωστή στους Έλληνες. Το απόσπασμα αναχώρησε τελικά στις 20.30 και έφθασε στην Μπερεζόφκα όπου, κατόπιν διαταγής του αντισυνταγματάρχη Ζιαί, παρέμειναν ό 6/34 Λόχος, υπό τον υπολοχαγό Κωνσταντίνου Παπαζαχαρίου, ένας γαλλικός λόχος Ζουάβων (δυνάμεως διμοιρίας περίπου) και οι δύο γαλλικοί ουλαμοί ορειβατικού πυροβολικού, με αποστολή την φρούρηση της πόλης.
Επίσης μια διμοιρία του ελληνικού 11/34 Λόχου Πολυβόλων, εγκαταστάθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό, με αποστολή την φρούρησή του. Το υπόλοιπο του αποσπάσματος συνέχισε σιδηροδρομικώς την κίνησή του και έφθασε αυθημερόν στο Βασιλίνοβο, βόρεια της Μπερεζόφκα, όπου εγκατέστησε γραμμή προφυλακών.
Το απόσπασμα Ζιαί παρέμεινε στο Βασιλίνοβο μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου, χωρίς να ενοχληθεί από τους Μπολσεβίκους. Το πρωί της 21 Φεβρουαρίου, όμως, ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, εντόπισε, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, ισχυρή δύναμη εχθρικού ιππικού.
Την επομένη στοιχεία εχθρικού πεζικού επιτέθηκαν, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, στην αριστερή πτέρυγα της γραμμής προφυλακών του αποσπάσματος. Η επίθεση αποκρούστηκε από το γαλλικό πυροβολικό και τα άρματα μάχης. Μετά το επεισόδιο αυτό το συμμαχικό απόσπασμα παρέμεινε στο Βασιλίνοβο, χωρίς περαιτέρω ενόχληση από τον εχθρό, μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν, μετά από ηρωική μάχη των εκεί ελληνικών δυνάμεων, την Χερσώνα. Μετά την εγκατάλειψη της Χερσώνας (25 Φεβρουαρίου) και την επικειμένη εκκένωση και της πόλης του Νικολάγιεφ, το απόσπασμα Ζιαί, με διαταγή της ΟΜ, αποσύρθηκε, την 26 Φεβρουαρίου από το Βασιλίνοβο και έλαβε θέσεις στην Μπερεζόφκα.
Το ΙΙ/34 Τάγμα ανέλαβε την κάλυψη της πόλης, αναπτυσσόμενο επί των ανατολικά τις σιδηροδρομικής γραμμής υψωμάτων. Δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής τάχθηκε ένας λόχος Ζουάβων. Ο γαλλικός ουλαμός ιππικού κάλυπτε την συμμαχική διάταξη, την οποία υποστήριζαν οι γαλλικές πυροβολαρχίες και τα πέντε ελαφρά άρματα μάχης. Εφεδρεία του αποσπάσματος αποτελούσε ένα μικρό τμήμα Ζουάβων. Την ίδια ώρα οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν τρεις στρατιές τους στην Ουκρανία, συνολικής δύναμης άνω των 210.000 ανδρών.
Η Γαλλική διοίκηση, έχοντας πληροφορίες για την προς Νότο καθόδου των δυνάμεων των Ερυθρών, και επιθυμώντας να ανακόψει την προέλασή τους, όσο το δυνατό πιο μακριά από την Οδησσό, αποφάσισε την ενίσχυση του αποσπάσματος Μπεροζόβκας, διαθέτοντας, για τον σκοπό αυτό, το ΙΙΙ/1 Τάγμα, δυνάμεως 21 αξιωματικών και 676 οπλιτών υπό τον ταγματάρχη Νικόλαο Βρατσάνο, το οποίο είχε αφιχθεί στην Οδησσό στις 25 Φεβρουαρίου.
Το Τάγμα αυτό αναχώρησε στις 27 Φεβρουαρίου, σιδηροδρομικώς και έφτασε την επομένη στην Μπερεζόφκα, αντικαθιστώντας τον λόχο των Ζουαβών, αναλαμβάνοντας την άμυνα στον δυτικό τομέα της πόλης. Ο 9/1 (λοχαγός Διον. Παπαδόγκωνας) και ο 10/1 (λοχαγός Γεώργιος Κατσούλης) Λόχοι, εγκαταστάθηκαν από της δυτικά της πόλης οδού, μέχρι του νεκροταφείου.
Ο λόχος των Ζουάβων τάχθηκε στο κέντρο της διάταξης, συνδέοντας τα δύο ελληνικά τάγματα. 11/1 λόχος (λοχαγός Νικόλαος Βαμβακόπουλος), αποτέλεσε την εφεδρεία. Παράλληλα άλλα τμήματα του 1ου ΣΠ αναπτύχθηκαν νοτιοανατολικά της πόλης, με σκοπό να καλύψουν τις οδεύσεις από Νικολάγιεφ. Τα τμήματα αυτά δεν ενεπλάκησαν όμως στη μάχη της Μπερεζόφκα.
Στις 2 Μαρτίου η γαλλική διοίκηση αποφάσισε την περαιτέρω ενίσχυση των δυνάμεων της Μπερεζόφκα, αποστέλλοντας εκεί τη διοίκηση του 1ου ΣΠ (αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρόκας), μαζί με το Ι/1 Τάγμα, μείον λόχου. Το Τάγμα παρέτασσε συνολικά 603 άνδρες. Οι δυνάμεις αυτές αναχώρησαν το βράδυ της 2ας Μαρτίου από την Οδησσό.
Την 3η Μαρτίου ο Γάλλος αποσπαματάρχης αποφάσισε να ενεργήσει αναγνώριση σε βάθος για να διαπιστώσει τις θέσεις και να εξακριβώσει τις προθέσεις των Μπολσεβίκων. Έτσι σχημάτισε εκ των ενόντων ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από τον ελληνικό 11/1 Λόχο, ενισχυμένο με δύο πολυβόλα, υπό τον λοχαγό Βαμβακόπουλο, τριών διμοιριών Ζουάβων ενός ουλαμού γαλλικού ορειβατικού πυροβολικού και αριθμού Γάλλων και Ρώσων ιππέων.
Το απόσπασμα αυτό, τέθηκε υπό τη διοίκηση του Γάλλου ταγματάρχη Ζεϊρέ με αποστολή την εκτέλεση αναγνώρισης προς Κολοσόφκα. Όμως οι Ζουάβοι, αρνήθηκαν να κινηθούν και αποσύρθηκαν στην Μπερεζόφκα, χωρίς οι διοικητές τους να κατορθώσουν να επιβάλουν το κύρος τους επ’ αυτών. Η υπόλοιπη δύναμη κινήθηκε από τις 07.00 προς Κολοσόφκα, ακολουθώντας πορεία μεταξύ της σιδηροδρομικής γραμμής και της κύριας αμαξιτής οδού, με θερμοκρασία 25 βαθμών υπό τo μηδέν.
Αφού προχώρησαν σε απόσταση 3 χλμ. από την Μπερεζόφκα, οι Ρώσοι ιππείς που δρούσαν ως προπομποί του αποσπάσματος ανέφεραν την εμφάνιση ισχυρών μπολσεβικικών δυνάμεων, υποστηριζόμενων από εφοδιασμένους με πυροβόλα συρμούς. Λίγα λεπτά αργότερα το απόσπασμα δέχτηκε πυρά πολυβόλων και πυροβόλων των εχθρών, από απόσταση 2 χλμ. Παρόλα αυτά το απόσπασμα συνέχισε την κίνησή του και αναπτύχθηκε σε απόσταση 500 μέτρων από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολοσόφκα και απάντησε στα εχθρικά πυρά.
Ο υποστηρίζον το απόσπασμα γαλλικός ουλαμός πυροβολικού, αφού έβαλλε 15 βολές, εγκατέλειψε τον ελληνικό λόχο και υποχώρησε στην Μπερεζόφκα. Ο 11/2 Λόχος, υποστηριζόμενος μόνο από δύο πολυβόλα, παρέμεινε, παρόλα αυτά, στις καταληφθείσες θέσεις, για πολλές ώρες. Υποχώρησε δε μόνο αφού έλαβε διαταγή και επέστρεψε στην Μπερεζόφκα, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς. Άλλοι δύο Έλληνες μαχητές τραυματίστηκαν και διακομίστηκαν.
Την ώρα που συνέβαιναν αυτά έφτανε στην Μπερεζόφκα η διοίκηση του 1ου ΣΠ, μαζί με το Ι/1 Τάγμα.
Αμέσως μόλις αφίχθη στην Μπερεζόφκα, ο διοικητής του 1ου ΣΠ Νικόλαος Ρόκας, ήρθε σε επαφή με τον Γάλλο επικεφαλής, αντισυνταγματάρχη Ζιαί, προκειμένου να ενημερωθεί από αυτόν και να αναλάβει τη διοίκηση, εφόσον ήταν επικεφαλής του ισχυρότερου συμμαχικού αποσπάσματος. Ήδη οι ελληνικές δυνάμεις στην Μπερεζόφκα ανερχόταν σε τρία τάγματα με συνολική δύναμη 1.900 περίπου ανδρών, έναντι μόλις 600 Γάλλων και Ρώσων. Κάτι τέτοιο όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη και ο ανεπαρκής, όπως αποδείχτηκε, Ζιαί, συνέχισε να διοικεί το απόσπασμα Μπερεζόφκα.
Η πρώτη διαταγή του Ζιαί ήταν τα νεοαφιχθέντα ελληνικά τμήματα να αναπτυχθούν στο αριστερό της παράταξης, αντικαθιστώντας τα γαλλικά τμήματα. Ο Ρόκας συμφώνησε, αλλά λόγω της προχωρημένης ώρας και της εγγύτητας του εχθρού, αποφασίστηκε η αντικατάσταση των γαλλικών τμημάτων γίνει την επομένη. Ωστόσο ο διοικητής του 34ου ΣΠ, αναφέρει, στα απομνημονεύματά του, ότι ο 3/1 Λόχος, αναπτύχθηκε άμεσα στο άκρο δεξιό της παράταξης, δεξιά του ΙΙ/34 Τάγματος. Ο διοικητής του 1ου ΣΠ, μαζί με τον διοικητή του ΙΙ/34 Τάγματος, ταγματάρχη Μακρή, προέβησαν σε αναγνώριση της αμυντικής γραμμής, διαπιστώνοντας ότι το ανάπτυγμά της ξεπερνούσε τα 8 χλμ.
Σε λίγο έπεσε η νύκτα επιτείνοντας το δριμύ ψύχος.
Η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ έπεσε στους -28 βαθμούς Κελσίου. Ξαφνικά, γύρω στις 20.00 οι παρατηρητές ανέφεραν ότι εχθρικός συρμός πλησίαζε με ταχύτητα τον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπερεζόφκα. Τα ελληνικά τμήματα άνοιξαν πυρ κατά του ενός, όπως αποδείχτηκε, υδροφόρου σιδηροδρομικού οχήματος, το οποίο είχε αφεθεί από τους Μπολσεβίκους να κυλήσει προς την Μπερεζόφκα, για να διαπιστωθεί αν οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν καταστρέψει την σιδηροδρομική γραμμή, βόρεια της πόλης. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί ο Ζιαί είχε διαβεβαιώσει τον Ρόκα ότι τα γαλλικά τμήματα είχαν καταστρέψει την σιδηροδρομική γραμμή, 2 χλμ. βόρεια της Μπερεζόφκα.
Η καταστροφή όμως, όπως προφανώς αποδείχτηκε, δεν είχε εκτελεστεί. Έτσι οι Μπολσεβίκοι ήταν σε θέση, όχι μόνο να πλησιάσουν την συμμαχική περίμετρο και να την πλήξουν από κοντινή απόσταση με τα πυροβόλα των αμαξοστοιχιών τους, αλλά και να μεταφέρουν τμήματα πεζικού τους κυριολεκτικά μέχρι τις παρυφές της συμμαχικής αμυντικής τοποθεσίας.
Η 4η Μαρτίου διένυε μόλις τα πρώτα 30 λεπτά της όταν ξαφνικά οι Μπολσεβίκοι εκδήλωσαν σφοδρή επιθετική ενέργεια κατά του κέντρου και του ανατολικού (δεξιού) τομέα της συμμαχικής περιμέτρου. Ιδιαίτερα πιέστηκε το ΙΙ/34 Τάγμα και ο 10/1 Λόχος του Ι/1 Τάγματος. Τελικά η εχθρική επίθεση αποκρούστηκε με σοβαρές για τους Μπολσεβίκους απώλειες, ύστερα από αγώνα δύο περίπου ωρών.
Σύμφωνα με πληροφορίες από αιχμαλώτους η νυκτερινή επίθεση είχε εκτελεστεί από ένα σύνταγμα Μπολσεβίκων, δυνάμεως 3.000 ανδρών, υποστηριζόμενου από τρείς πεδινές και μια βαριά πυροβολαρχία και ενός θωρακισμένου σιδηροδρομικού συρμού. Οι ελληνικές απώλειες από τη νυκτερινή μάχη έφτασαν τους τέσσερις νεκρούς και τους οκτώ τραυματίες.
Η μέρα της 4ης Μαρτίου κύλησε ήσυχα. Από τις περιπόλους που εκπέμφθηκαν έγινε αντιληπτό ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν αποσυρθεί στην Κολοσόφκα. Ακολούθησε σύσκεψη του Ζιαί με τον Ρόκα. Ο Ζιαί αποφάσισε να αναβληθεί η αντικατάσταση των γαλλικών τμημάτων από ελληνικά, καθώς οι ενδείξεις ότι οι Μπολσεβίκοι προετοιμάζονταν για μεγάλης κλίμακας επίθεση πλήθαιναν επικίνδυνα. Για άγνωστους λόγους ο Ζιαί θεωρούσε, φαίνεται, τα γαλλικά τμήματα πιο αξιόμαχα των ελληνικών.
Ο Ρόκας επεσήμανε στον Γάλλο διοικητή το ούτως ή άλλως αδύνατο της τήρησης της τοποθεσίας με τις υπάρχουσες δυνάμεις, έναντι των ολοένα αυξανόμενων, απέναντι τους, δυνάμεων των αντιπάλων. Ο Ζιαί αποφάσισε τότε να ζητήσει ενισχύσεις. Η γαλλική διοίκηση της Οδησσού υποσχέθηκε να τις αποστείλει, αλλά τελικά δεν έστειλε καμία, αφού το Ι/34 Τάγμα που προορίζονταν για την αποστολή αυτή, είχε ήδη δοκιμαστεί σοβαρά στη Χερσώνα και δεν είχε προλάβει να αναλάβει. Το δε ΙΙΙ/34 Τάγμα δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την Οδησσό πριν αντικατασταθεί από γαλλικές δυνάμεις.
Η μάχη αρχίζει
Η νύκτα πέρασε χωρίς επεισόδια. Η 5η Μαρτίου ξημέρωσε επίσης χωρίς επεισόδια. Οι ελληνικές δυνάμεις στην Μπερεζόφκα αποτελούνταν από την ομάδα διοίκησης του 1ου ΣΠ με το Ι/1 Τάγμα (μείον λόχος), συνολικής δυνάμεως 23 Αξιωματικών και 580 οπλιτών και το ΙΙΙ/1 Τάγμα, δυνάμεως 21 Αξιωματικών και 676 οπλιτών, το ΙΙ/34 Τάγμα, (μείον δύο διμοιρίες και ομάδα πολυβόλων), δυνάμεως 25 αξιωματικών και 620 οπλιτών – συνολικά 1945 άνδρες.
Οι γαλλικές και ρωσικές δυνάμεις αριθμούσαν μόλις 600 άνδρες, συνολικά, συγκροτημένες σε ένα τάγμα Ζουάβων του 1ου Αφρικανικού Συντάγματος Μετόπισθεν, δύο ρωσικές ίλες ιππικού, μια πεδινή πυροβολαρχία των 75mm, με τέσσερα πυροβόλα, ένας ουλαμός ορειβατικού πυροβολικού των 75mm, με δύο πυροβόλα, και ένας ουλαμός ορειβατικού πυροβολικού των 65mm, με δύο επίσης πυροβόλα, ένας γαλλικός ουλαμός ιππικού και πέντε άρματα μάχης.
Οι δυνάμεις αυτές αναπτύχθηκαν ως εξής : Αριστερός τομέας : ΙΙΙ/1 Τάγμα – 9/1 Λόχος (λοχαγός Διον. Παπαδόγκωνας), καλύπτοντας μήκος μετώπου 2 χλμ., ο 10/1 Λόχος (λοχαγός Γεώργιος Κατσούλης), καλύπτοντας μέτωπο μήκους 1.500 μ.. Ο 11/1 Λόχος (λοχαγός Νικόλαος Βαμβακόπουλος) αποτελούσε την εφεδρεία του τάγματος, με μια ομάδα να φρουρεί την επί του ποταμού Τιλιγκιούλ, νότια της πόλης, γέφυρα.
Οι λόχοι πολυβόλων των δύο ταγμάτων του 1ου ΣΠ (Λόχος Πολυβόλων Ι/1 Τάγματος λοχαγός Σωτ. Στεριόπιουλος, Λόχος Πολυβόλων ΙΙΙ/1 Τάγματος, λοχαγός Βασίλειος Βραχνός) είχαν διατεθεί ανά ομάδες στους λόχους της πρώτης γραμμής του ΙΙΙ/1 Τάγματος. Δεξιά του Ι/1 Τάγματος, επί ενός λοφίσκου που βρίσκεται περίπου 1 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης, είχαν εγκατασταθεί δύο διμοιρίες Ζουάβων, καλύπτοντας μέτωπο 600 μέτρων και αποτελώντας τον σύνδεσμο με τον δεξιό τομέα.
Δεξιός τομέας : Ι/1και ΙΙ/34 Τάγματα – ο 7/34 Λόχος (λοχαγός Χρ. Ζυγούρης) μείον δύο διμοιρίες, επί μετώπου 700 περίπου μέτρων, σε επαφή με τους Ζουάβους, ο 6/34 Λόχος (λοχαγός Κων. Παπαζαχαρίου), επί μετώπου 800 μέτρων περίπου, ο 5/34 Λόχος (λοχαγός Αγαμ. Μεταξάς), επί μετώπου 1.100 μέτρων περίπου, ο 3/1 Λόχος (λοχαγός Παναγ. Παπαγιαννάκος), στο άκρο δεξιό της παράταξης. Ο Λόχος Πολυβόλων του ΙΙ/34 Τάγματος είχε διαμοιράσει τα πολυβόλα του, ανά διμοιρία, στους λόχους του ΙΙ/34 Τάγματος. Πίσω από τον 3/1 Λόχο είχε ταχθεί ένας λόχος Ζουάβων.
Τα άρματα μάχης και η πεδινή πυροβολαρχία είχαν ταχθεί στο ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης. Οι ουλαμοί των ορειβατικών πυροβόλων είχαν ταχθεί πίσω από τον 6/34 Λόχο, παρέχοντας άμεση υποστήριξη στο ΙΙ/34 Τάγμα. Οι εφεδρείες αποτελούνταν από μια διμοιρία του 7/34 Λόχου, τον 2/1 Λόχο (λοχαγός Γεώργιος Λάβδας), με διμοιρία πολυβόλων, 80 περίπου οπλίτες του λόχου στρατηγείο του 1ου ΣΠ και έναν λόχο Ζουάβων. Ο αντισυνταγματάρχης Ρόκας έταξε τον σταθμό διοίκησής του επίσης στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου εγκαταστάθηκε και ένα πρόχειρο νοσοκομείο, υπό τον γιατρό του συντάγματος, Νικόλαο Πιττή.
Ταγμένα με τον τρόπο αυτό τα συμμαχικά τμήματα είχαν κάποιες πιθανότητες να αποκρούσουν τον αντίπαλο, αξιοποιώντας και τις εφεδρείες τους και ιδίως τα άρματα μάχης, έναντι των οποίων οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν τίποτα να αντιτάξουν. Από την ανάπτυξη των δυνάμεων καθίσταται φανερό ότι ο Ζιαί είχε ισχυροποιήσει το δεξιό του, αφήνοντας εκτεθειμένο το αριστερό του πλευρό. Υπολογίζοντας ότι οι Μπολσεβίκοι να επιτίθονταν από την κατεύθυνση της Κολοσόφκα. Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση, σε συνδυασμό με τον τραγικό τρόπο με τον οποίο διεύθυνε τη μάχη δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα.
Γύρω στις 10.00 το πρωί της 5ης Μαρτίου, με την εχθρική επίθεση να αναμένεται, ο αντισυνταγματάρχης Ζιαί, διέταξε την εκκένωση των σιδηροδρομικών οχημάτων όπου βρίσκονταν το υλικό του 1ου ΣΠ και που χρησιμοποιούνταν και ως καταλύματα των ανδρών. Ο Ζιαί είπε ότι χρειαζόταν ο συρμός για να μεταφερθούν ενισχύσεις από τη Οδησσό. Αυτό φυσικά δεν ίσχυε καθώς στον σταθμό υπήρχαν άλλες εννέα ατμομηχανές και πάνω από 60 βαγόνια που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό.
Παράλληλα, ο τραγικός αυτός Γάλλος διοικητής, αποφάσισε πως η ώρα ήταν κατάλληλη για να πραγματοποιηθεί η αντικατάσταση των γαλλικών από ελληνικά τμήματα, την οποία ο ίδιος είχε νωρίτερα αναβάλει. Σκόπευε μάλιστα να αναχωρήσει το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου για την Οδησσό, μαζί με όλους τους Γάλλους στρατιώτες.
Την ίδια ώρα όμως έφτασαν καλπάζοντας Ρώσοι ιππείς που περιπολούσαν, οι οποίοι ανέφεραν την προσέγγιση δύναμης Μπολσεβίκων επιπέδου μεραρχίας, κινούμενης σε πέντε κύριους άξονες, με το κέντρο βάρους τους συγκεντρωμένο έναντι του συμμαχικού, αδύνατου, αριστερού πλευρού. Ακόμα και η πληροφορία αυτή όμως δεν επηρέασε κατ΄ ελάχιστο τον Ζιαί, ο οποίος επέμεινε στην εκκένωση του ελληνικού συρμού και στην πραγματοποίηση της αντικατάστασης, με τους αντιπάλους να προσεγγίζουν!
Γύρω στις 11.00 το υλικό του 1ου ΣΠ βρίσκονταν πεταμένο στο χώμα και ο διοικητής του Ι/1 Τάγματος, ταγματάρχης Κωνσταντίνου, επιχειρούσε την αντικατάσταση των τμημάτων των Ζουάβων. Την ίδια στιγμή το γαλλικό πυροβολικό άνοιξε πυρ κατά των αντιπάλων.
Μέχρι τις 13.00 είχε πραγματοποιηθεί η αντικατάσταση ων γαλλικών τμημάτων από ελληνικά, πλην των δύο διμοιριών που κατείχαν τον λοφίσκο στο κέντρο της παράταξης. Τις δύο αυτές διμοιρίες θα αντικαθιστούσε ο 2/1 Λόχος με την προσκολλημένη σε αυτόν διμοιρία πολυβόλων. Την ώρα όμως που θα άρχιζε η αντικατάσταση οι Μπολσεβίκοι, μετά από σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού, επιτέθηκαν κατά του δεξιού και του κέντρου της συμμαχικής παράταξης.
Η επίθεση αυτή, παρά την σφοδρότητά της, δεν ήταν παρά αντιπερισπασμός, που είχε σκοπό να «πείσει» την συμμαχική διοίκηση ότι σκοπός των Μπολσεβίκων ήταν η διάσπαση του συμμαχικού δεξιού και η αποκοπή της σιδηροδρομικής γραμμής, ανατολικά της πόλης. Η επίθεση αυτή άλλωστε έπεισε τον Ζιαί για την ορθότητα των απόψεών του και τον οδήγησε στο συμπέρασμα να καθηλώσει τις εφεδρείες του και τα πολύτιμα άρματα μάχης στον δεξιό του τομέα.
Μέχρι τις 15.30, η εχθρική επίθεση κατά του συμμαχικού δεξιού συνεχίστηκε με σφοδρότητα. Κατόπιν όμως οι απέναντι δυνάμεις των Μπολσεβίκων περιορίστηκαν σε κινήσεις επιδείξεως, επιδιώκοντας προφανώς να καθηλώσουν τις απέναντι συμμαχικές δυνάμεις. Παράλληλα, στις 16.15, ο λοχαγός Παπαδόγκωνας, του 9/1 Λόχου, ανέφερε στην διοίκηση του οικείου τάγματος (ΙΙΙ/1) και του 1ου ΣΠ ότι εχθρική δύναμη δύο ταγμάτων – περί τους 1.500 άνδρες – ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο υπερεκτεταμένο μέτωπο του λόχου. Πίσω από το πρώτο αυτό κλιμάκιο, ανέφερε ο διοικητής του λόχου, αναπτύσσονταν και τρίτο εχθρικό τάγμα.
Ήταν εμφανές ότι οι Μπολσεβίκοι ετοίμαζαν σοβαρή επίθεση κατά του άκρου αριστερού της συμμαχικής διάταξης, με σκοπό να την διασπάσουν, να καταλάβουν την πόλη από τα δυτικά και να αποκόψουν την οδό υποχώρησης των συμμαχικών δυνάμεων, καταλαμβάνοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό. Αμέσως η διοίκηση του ΙΙΙ/1 Τάγματος διέταξε τον εν εφεδρεία 11/1 Λόχο να σπεύσει να ενισχύσει τον 9/1.
Παράλληλα ο αντισυνταγματάρχης Ρόκας ενημέρωσε τον αντισυνταγματάρχη Ζιαί «Ισχυραί εχθρικαί φάλαγγες, κατευθύνονται αριστερά της παρατάξεώς μας. (ΙΙΙ Τάγμα). Καταδηλούται πλέον πασιφανώς, ότι η κυριά επίθεσις του εχθρού κατευθύνεται προς το αριστερόν κέρας. Παρακαλώ, είναι ανάγκη να διατεθή Λόχος Ζουάβων πρός ενίσχυση και τρία άρματα», ανέφερε το μήνυμα του Έλληνα αντισυνταγματάρχη προς τον Γάλλο ομοιόβαθμό του.
Ο Ζιαί όμως δεν πείστηκε. Θεώρησε απλώς ότι οι Έλληνες τρομοκρατήθηκαν, αφού ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι οι Μπολσεβίκοι θα έριχναν το βάρος τους στο δεξιό πλευρό του. Για αυτό απήντησε ότι τούς Ζουάβους και τα άρματα προόριζε για ενίσχυση του δεξιού και συνεπώς, δεν μπορούσε να διαθέσει για ενίσχυση του αριστερού πλευρού.
Ύστερα από την απάντηση αυτή ο Ρόκας ειδοποίησε το ΙΙΙ/1 Τάγμα ότι μπορούσε να υπολογίζει μόνο στις δικές του δυνάμεις. Έτσι, χάρη στην γαλλική ανοησία ένας ελληνικός λόχος κλήθηκε να αντιμετωπίσει 2.000 αντιπάλους, ενισχυμένους και με πυροβολικό. Επρόκειτο για μια απολύτως άνιση σύγκρουση, στην οποία οι Μπολσεβίκοι υπερείχαν 20 : 1 σε άνδρες. Ακόμα και αν ο 11/1 Λόχος προλάβαινε να φτάσει η αναλογία θα έπεφτε στο 10:1.
Στις 16.40′, ο Ρόκας έστειλε και νέο αγωνιώδες μήνυμα στον Γάλλο διοικητή : «Ο εχθρός, αλλάξας κατεύθυνσιν εκ του δεξιού, φαίνεται βαδίζων προς την χαράδραν της σιδηροδρομικής γραμμής. Νομίζω ότι θα ήτο επάναγκες να διατεθώσι δύο άρματα πρός τήν κατεύθυνσιν εκείνην», του έλεγε, καθώς βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα τμήματά του, μέσω τηλεφώνου ή αγγελιοφόρων και γνώριζε επακριβώς τις κινήσεις του εχθρού. Στον τομέα του 9/1 Λόχου οι εχθροί πλησίαζαν στο άκρο αριστερό, μεταξύ των θέσεων του λόχου και της όχθης του ποταμού Τιλιγκιούλ, που καλύπτονταν από ένα αραχνοΰφαντο προπέτασμα τυφεκιοφόρων.
Και πάλι όμως ο Ζιαί δεν άκουγε τίποτα. Είχε άλλωστε πληροφορηθεί από γαλλικό έφιππο περίπολο ότι εναντίον των Ελλήνων του 9/1 Λόχου βάδιζαν, το πολύ, δύο λόχοι μπολσεβίκων! Φυσικά η πληροφορία αυτή δεν ήταν ακριβής. Φαίνεται πως οι Γάλλοι έφιπποι ανιχνευτές δεν έδωσαν και μεγάλο σημασία στην αποστολή τους.
Την ίδια ώρα στο κέντρο, στον λοφίσκο που δέσποζε της όλης διάταξης, ο Γάλλος διοικητής των δύο διμοιριών Ζουάβων που τηρούσαν την τοποθεσία, ζήτησε από τον 2/1 Λόχο του λοχαγού Λάβδα, να αναπτυχθεί επίσης στον λόφο. Ο λόχος αυτός που υποτίθεται ότι θα αντικαθιστούσε τους Ζουάβους, αδυνατώντας να το πράξει λόγω της πρώτης εχθρικής επίθεσης, είχε αναπτυχθεί πίσω από τους Γάλλους, ως εφεδρεία αυτών.
Ο λοχαγός Λάβδας ενημέρωσε τον διοικητή του και διατάχθηκε να συμμορφωθεί με το αίτημα του Γάλλου λοχαγού. Μόλις όμως οι Έλληνες ανέβηκαν στον λόφο και τάχθηκαν σε θέσεις μάχης, οι Γάλλοι απλά αποχώρησαν ! Αρχικά σταμάτησαν την φυγή τους στους νότιους πρόποδες του λοφίσκου, αλλά αμέσως μετά υποχώρησαν και πάλι προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η φυγή των Γάλλων είχε επίπτωση επί των ανδρών του 2/1 Λόχου, αλλά χάρη στην επαγρύπνηση του λοχαγού Λάβδα οι άνδρες παρέμειναν στις θέσεις τους.
Στις 17.00, οι Μπολσεβίκοι, υποστηριζόμενοι από το πυροβολικό, επιτέθηκαν κατά μάζες, κατά του 9/1 Λόχου. Οι Έλληνες πολέμησαν μανιασμένα, αλλά ήταν αδύνατον να συγκρατήσουν τόσο μεγάλο όγκο αντιπάλων. Ιδιαίτερα πιέστηκε η διμοιρία που κατείχε το άκρο αριστερό της παράταξης του λόχου, εκεί που ο Ρόκας είχε ζητήσει από τον Ζιαί να διαθέσει δύο-τρία άρματα. Αν τα άρματα αυτά υπήρχαν στην εν λόγω θέση, εκείνη τη στιγμή, η εχθρική επίθεση θα είχε αναμφίβολα συντριβεί.
Τώρα όμως η πίεση του εχθρού δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί. Η στο άκρο αριστερό διμοιρία του 9/1 Λόχου άρχισε σταδιακά να κάμπτεται, παρά το γεγονός ότι οι άνδρες της αμύνθηκαν με κάθε τρόπο, με τις χειροβομβίδες, τις ξιφολόγχες, ακόμα και με τα χέρια. Ίδιες σκηνές επαναλήφθηκαν άλλωστε ενώπιον του μετώπου και των λοιπών διμοιριών του 9/1 Λόχου. Οι Έλληνες στρατιώτες πολεμούσαν ηρωικά, αλλά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την εχθρική πλημμυρίδα.
Σε λίγο ο Παπαδόγκωνας υποχρεώθηκε να διατάξει την σύμπτυξη του λόχου εντός της πόλης. Εκεί όμως οι Έλληνες άρχισαν να δέχονται πυρά και από τα οικήματα. Έτσι ο λόχος υποχώρησε ξανά και κατέφυγε στην, νότια της πόλης, γέφυρα, πλην μιας διμοιρίας υπό τον ανθυπασπιστή Κουρκούτη, η οποία αποκόπηκε από τον εχθρό, αλλά διασώθηκε από τον 11/1 Λόχο που, όπως αναφέρθηκε, είχε διαταχθεί να ενισχύσει τον 9/1, αλλά δεν είχε προλάβει να φτάσει πριν διασπαστεί η τοποθεσία.
Ο 11/1 Λόχος, μαζί με τη διμοιρία Κουρκούτη, πιεζόμενος με τη σειρά του, κατέλαβε θέσεις στην δυτική παρυφή της πόλης, καλύπτοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί απέκρουσε όλες τις εχθρικές εφόδους, με άγριο αγώνα εκ του συστάδην, όπου η ελληνική λόγχη θαυματούργησε.
Η υποχώρηση όμως του 9/1 Λόχου είχε ως συνέπεια να υπερφαλαγγιστεί και ο 10/1 Λόχος, ο οποίος ταγμένος δεξιά του πρώτου, βρέθηκε να πιέζεται από συντριπτικά υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και κατά μέτωπο και στο ακάλυπτο αριστερό του πλευρό. Ο διοικητής του λόχου Γεώργιος Κατσούλης τραυματίστηκε θανάσιμα, μαχόμενος ηρωικά ανάμεσα στους άνδρες του. Ενώπιον αυτής της κατάστασης το ΙΙΙ/1 Τάγμα διέταξε την απαγκίστρωση και του 10/1 Λόχου.
Ο λόχος πράγματι απαγκιστρώθηκε υποδειγματικά και έλαβε νέες θέσεις βορειοδυτικά του σιδηροδρομικού σταθμού, αφήνοντας πίσω τον 11/1 Λόχο. Μέσα στη σύγχυση της μάχης ο 11/1 Λόχος και η διμοιρία Κουρκούτη αποκόπηκαν από μεγάλες δυνάμεις Μπολσεβίκων, οι οποίες κυρίευσαν την πόλη. Αν και κυκλωμένοι από παντού, πάντως, οι άνδρες αυτοί άντεξαν στην εχθρική πίεση.
Η αντίστασή τους δε, έδωσε την ευκαιρία στον ταγματάρχη Κωνσταντίνου να κινηθεί με τους 80 περίπου διαθέσιμους άνδρες του. Ο ταγματάρχης κατά την προχώρησή του συνάντησε τον υποχωρούντα 10/1 Λόχο, τον οποίο διέταξε να συνδεθεί με τον σκληρά, επίσης, αγωνιζόμενο, στον λοφίσκο 2/1 Λόχο, σχηματίζοντας νέο μέτωπο.
Ωστόσο η κατάσταση δεν μπορούσε να ανατραπεί εφόσον οι Μπολσεβίκοι είχαν ήδη καταλάβει την πόλη. Μόνο μια δραστήρια επέμβαση των εφεδρειών και ειδικά των αρμάτων μάχης θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση. Ο Ζιαί όμως ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτος.
Ο αντισυνταγματάρχης Ρόκας, στο μεταξύ, μετά από επαφή με τον ταγματάρχη Κωνσταντίνου, κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας της γέφυρας νότια της πόλης, η κατάληψη της οποίας από τους αντιπάλους θα σήμαινε την εκμηδένιση της συμμαχικής δύναμης.
Στο μεταξύ η μάχη στο χωρίο και στον λοφίσκο είχε λάβει επικές διαστάσεις. Έλληνες και Μπολσεβίκοι είχαν εμπλακεί σε μια άγρια, άνευ προηγουμένου, εκ του συστάδην συμπλοκή, με κάθε διαθέσιμο όπλο. Ωστόσο οι λιγοστοί Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιπαλέψουν εσαεί το πλήθος των αντιπάλων. Μοιραία οι θέσεις τους διασπάστηκαν. Ο 2/1 Λόχος έχασε τον λοφίσκο, αλλά κατάφερα να υποχωρήσει συντεταγμένα, μαχόμενος.
Ο ταγματάρχης Κωνσνταντίνου με 50 άνδρες αποκόπηκε εντός του νεκροταφείου, αλλά κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό, με επίθεση με την λόγχη και να διασώσει τους περισσότερους άνδρες του, φτάνοντας, γύρω στις 21.10, στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα τμήμα 40 περίπου ανδρών, των μαγείρων, γραφέων και ημιονηγών του 1ου ΣΠ, οργανώθηκε βιαστικά και συμμετείχε ισάξια στον αγώνα.
Στο μεταξύ ο κυκλωμένος 11/1 Λόχος και η διμοιρία Κουρκούτη συνέχιζαν να πολεμούν. Κάποτε όμως τα πυρομαχικά τους εξαντλήθηκαν. Τότε κάποιοι έκαναν λόγο για παράδοση. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε και αποφασίστηκε έξοδος με την λόγχη προς διάσπαση του κλοιού.
Έτσι οι Έλληνες εξόρμησαν, χωρίς σφαίρες στις θαλάμες των τυφεκίων, αλλά με περισσό θάρρος στις καρδιές και με την ιαχή «Αέρα» τσάκισαν την αντίσταση των Μπολσεβίκων και διασώθηκαν, όλοι πλην 14 που σκοτώθηκαν και επτά που τραυματίστηκαν και περισυνελέγησαν μεν, αλλά χάθηκαν αργότερα. Ο 11/1 Λόχος κατάφερε να φτάσει στην γέφυρα, όπου συνάντησε και τον 9/1 Λόχο.
Ένδοξη υποχώρηση
Η κατάρρευση του συμμαχικού αριστερού δεν επέτρεπε ψευδαισθήσεις σχετικά με την εξέλιξη της μάχης. Έχοντας επικρατήσει εκεί, οι Μπολσεβίκοι, επιτέθηκαν τώρα μαζικά και κατά του συμμαχικού δεξιού. Το γαλλικό πυροβολικό τους προκάλεσε σοβαρές απώλειες, αλλά όταν αυτοί πλησίασαν στην γραμμή μάχης του ελληνικού πεζικού, οι Γάλλοι πυροβολητές εγκατέλειψαν τα πυροβόλα τους και τράπηκαν σε φυγή! Ο Ζιαί είχε φυσικά δώσει το παράδειγμα. Μαζί με όσους άνδρες του είχαν συγκεντρωθεί, επιβιβάστηκε σε έναν συρμό και έφυγε!
Ευτυχώς τόσο ο αντισυνταγματάρχης Ρόκας, όσο και ο ταγματάρχης Μακρής, μετά την κατάρρευση του αριστερού, είχαν την πρόνοια να διατάξουν την υποχώρηση των δυνάμεων του ΙΙ/34 Τάγματος προς τον σιδηροδρομικό σταθμό αρχικά. Εκεί ο ταγματάρχης Μακρής ανέλαβε αγόγγυστα την αποστολή να αγωνιστεί με τους Πειραιώτες του στον άγνωστο αυτό σιδηροδρομικό σταθμό, στη μέση του πουθενά, για να σώσει τους συναδέλφους του.
Το ΙΙ/34 Τάγμα ήταν άλλωστε η μόνη μονάδα που δεν είχε υποστεί, μέχρι τότε, σημαντική φθορά. Και πράγματι οι άνδρες του ΙΙ/34 πολέμησαν ηρωικά, υποστηριζόμενοι από την διμοιρία πολυβόλων του έφεδρου ανθυπολοχαγού Κατράκη. Αντιμετώπισαν τα στίφη των αντιπάλων με αυταπάρνηση, για ώρες, δίνοντας χρόνο στις λοιπές ελληνικές δυνάμεις να αποσυρθούν.
Στις 20.45′, διατάχτηκε η υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων. Σχηματίσθηκαν δύο φάλαγγες. Η μεν πρώτη, υπό τον ταγματάρχη Παναγιώτη Μακρή και τον ταγματάρχη Βρατσάνο, μετά από δεκάωρη πορεία έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σέρμπας, 20 χλμ. νοτιοδυτικά της Μπερεζόφκας και από εκεί έφτασε, σιδηροδρομικά, στην Οδησσό.
Η δεύτερη φάλαγγα, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ρόκα και τον Ταγματάρχη Κωνσταντίνου, κινήθηκε προς νότο, μαζί με έφιππο τμήμα Ρώσων. Την υποχώρηση κάλυψαν οι άνδρες του ταγματάρχη Κωνσταντίνου τμήματα, πολεμώντας μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό, από βαγόνι σε βαγόνι. Μετά πεντάωρη πορεία η φάλαγγα έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Ραούχκοβα. Από εκεί, σιδηροδρομικώς, τα τμήματα επέστρεψαν στην Οδησσό. Όσον αφορά την διμοιρία πολυβόλων του έφεδρου ανθυπολοχαγού Κατράκη, επίσης διασώθηκε μετά από επική πορεία.
Σφαγή
Η φοβερότερη ίσως πτυχή της μάχης της Μπερεζόφκα αφορά την τύχη των Ελλήνων τραυματιών, οι οποίοι αφέθηκαν, κυριολεκτικά στη τύχη τους, από τους Γάλλους. Φεύγοντας ο Ζιαί θα μπορούσε να τους έχει διακομίσει. Δεν το έπραξε όμως και κατά την υποχώρησή τους οι ελληνικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να τους πάρουν μαζί τους, αφού δεν υπήρχε τραίνο για να τους μεταφέρει.
Έτσι, μοιραία, εγκαταλείφθηκαν. Στους αποχωρούντες από τον σιδηροδρομικό σταθμό συναδέλφους τους, οι επί των σιδηροδρομικών οχημάτων τραυματίες, έλεγαν απλά: «Παιδιά θα μας σφάξουν. Καλή Πατρίδα»! Δυστυχώς η πρόβλεψή τους επαληθεύτηκε. Όλοι τους κατακρεουργήθηκαν από τους νικητές. Ακόμα και ο ηρωικός γιατρός του 1ου ΣΠ Νικόλαος Πιττής, που παρέμεινε μαζί τους μέχρι το τέλος, δεν είχε καλύτερη τύχη.
Πηγή: defence-point.gr