Η Βουλγαρική Εξαρχία (βουλγαρικά: Българска екзархия, προφέρεται Bâlgarska ekzarkhia) συστάθηκε ως αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία με σουλτανικό φιρμάνι, κατά παράβαση των χριστιανικών διατάξεων και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 28 Φεβρουαρίου (γρηγοριανό ημερολόγιο) / 12 Μαρτίου 1870, έχοντας ως έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το φιρμάνι αυτό αναγνώριζε ουσιαστικά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή της μετέπειτα Βουλγαρίας μετά τη βαθμιαία αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού που είχε αρχίσει να εμφανίζεται περί το 1840 και την εκδίωξη αργότερα των Ελλήνων κληρικών από την περιοχή μετά την επάνδρωσή της με Βούλγαρους ιεράρχες.
Η σύσταση της Εξαρχίας αυτής αποτέλεσε αφενός μεν το «δούρειο ίππο» του ρωσικού πανσλαβισμού στη Βαλκανική, αφετέρου δε τη μείωση της ισχύος του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και βέβαια το κύριο εργαλείο και μέσον τόσο της βουλγαρικής ανεξαρτησίας όσο και της εκδήλωσης του άκρατου φυλετικού μίσους κατά των Σέρβων, Ρουμάνων και ιδιαίτερα των Ελλήνων, που διατηρήθηκε μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το φιρμάνι υπογράφτηκε έπειτα από σύμφωνη πρόταση των πρεσβευτών Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας. Το κείμενο του φιρμανιού έχει συντάξει ο Ρώσος Κόμης Ιγνάτιεφ και είχε ως εξής:
Άρθρον 1ον
Υπό τον τίτλον Βουλγαρική Εξαρχία ιδρύεται χωριστή εκκλησιαστική διοίκησις, περιλαμβάνουσα τας κατωτέρω αναφερομένας Αρχιεπισκοπάς και Επισκοπάς, ως καί τινα άλλα μέρη. Η διεύθυνσις των θρησκευτικών και πνευματικών υποθέσεων των διοικητικών τούτων διαμερισμάτων επιφυλάσσεται αποκλειστικώς διά την Εξαρχίαν ταύτην.
Άρθρον 2ον
Ο ιεραρχικός πρεσβύτερος Αρχιεπίσκοπος, προσλαμβάνει τον τίτλο του Εξάρχου και περιβάλλεται διαρκώς την νόμιμον προεδρείαν επί της παρεδρευούσης αυτώ Βουλγαρικής Συνόδου.
Άρθρον 3ον
Πάσαι αι εις την εσωτερικήν εκκλησιαστικήν διοίκησιν της Εξαρχίας ταυτης αφορώσαι επίσημοι πράξεις δέον να υποβάλλωνται τη Αυτοκρατορική ημών Κυβερνήσει προς εξέλεγξιν και έγκρισιν. Η σχέσις αύτη θα κανονισθή δι’ οργανικού νόμου, όστις θ’ ανταποκρίνηται υφ’ όλας τας απόψεις εις τους υφισταμένους νόμους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τους Ιερούς αυτής κανόνας. Ο οργανικός νομός θα συνταχθή ούτως ώστε εν τη διεκπεραιώσει των εκκλησιαστικών υποθέσεων και ιδιαίτατα εν τη εκλογή του Εξάρχου και Επισκόπων, θ’ αποκλείεται πάσα άμεσος ή έμμεσος επίδρασις του Πατριαρχείου. Συντελούμενης της εκλογής του Εξάρχου, η βουλγαρική Σύνοδος θα διακοινοί αυτήν τω Πατριάρχη, όστις θα εκδίδη άνευ αναβολής τα σύμφωνα προς τους εκκλησιαστικούς νόμους επικυρωτικά γράμματα.
Άρθρον 4ον
Ο Έξαρχος διορίζεται δι’ Αυτοκρατορικού βερατίου. Υποχρεούται συμφώνως προς τους εκκλησιαστικούς νόμους να μνημονεύη το όνομα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Η εκλογή του Εξάρχου δέον προ της εκκλησιαστικής αυτού χειροτονίας να εκλέγηται και να αναγνωρίζηται ως νόμιμος υπό της Αυτοκρατορικής ημών Κυβερνήσεως.
Άρθρον 5ον
Εν απάσαις ταις εκκλησιαστικαίς υποθέσεσι των μερών εκείνων, των κειμένων εντός της διοικητικής αυτού περιφερείας, εν ή οι νόμοι και το καταστατικόν επιτρέπουσιν αυτώ να τελή τας επισήμους αυτού πράξεις, δύναται ο Έξαρχος να εξαιτήται αμέσως των τοπικών αρχών και αυτής της Υψηλής Πύλης ημών. Εν τούτοις τα διά τον βουλγαρικόν Κλήρον βεράτια θα εκδίδωνται μόνον τη αιτήσει του Εξάρχου.
Άρθρον 6ον
Εν άπασι τοις ζητήμασι του ορθοδόξου δόγματος, τοις απαιτούσιν αμοιβαίαν συνεννόησιν και υποστήριξιν, οφείλει η Σύνοδος του Εξάρχου να απευθύνηται προς τον Πατριάρχην και την Σύνοδον αυτού. Ούτοι όμως οφείλουσι να σπεύδωσιν όπως παρέχωσι την αναγκαίαν συνδρομήν και τας απαντήσεις εις τα προβαλλόμενα αιτήματα και ερωτήματα.
Άρθρον 7ον
Η βουλγαρική Σύνοδος οφείλει να εξαιτείται παρά του Πατριάρχου το Άγιον Μύρον.
Άρθρον 8ον
Οι Επίσκοποι, οι Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται του Πατριαρχείου δύνανται να περιοδεύωσιν ανενόχλητοι εις την διοικητικήν περιφέρειαν της Εξαρχίας και τ’ ανάπαλιν οι Επίσκοποι και οι Μητροπολίται της Εξαρχίας εις τας περιφερείας του Πατριάρχου. Προς διεξαγωγήν των υποθέσεων αυτών δύνανται να διατρίβωσι κατ΄ αρέσκειαν εν ταις πρωτευούσαις των βιλαετίων και εν ταις άλλαις εδραις των Κυβερνητικών άρχων. Αλλ’ εκτός των επαρχιών και του διαμερίσματος αυτών, δεν δικαιούνται ούτε συνοδούς να συγκαλώσιν, ούτε να αναμιγνύωνται εις υποθέσεις Χριστιανών, μη υποκειμένων εις την εκκλησιαστικήν αυτών δικαιοδοσίαν, ούτε να τελώσιν επίσημον πράξιν άνευ αδείας του αρμοδίου επισκόπου.
Άρθρον 9ον
Ως το, εν Φαναρίω, Μετόχιον των Αγίων Τόπων υπάγεται εις τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, ούτω και το βουλγαρικόν Μοναστήριον και η βουλγαρική εκκλησία του Φαναρίου θα υπάγωνται εις την δικαιοδοσίαν του Εξάρχου.
Οσάκις ο Ιεράρχης ούτος αναγκάζηται να έρχηται εις Κωνσταντινούπολην, δικαιούται να κατοική εν τω βουλγαρικώ μετοχίω, θα υπόκειται τότε εις τους κανόνας και τα έθιμα, οις ακολουθουσιν οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας οσάκις επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολιν.
Άρθρον 10ο
Ή Εξαρχία περιλαμβάνει τας έξης πόλεις και διαμερίσματα:
Ρουστσούκιον, Σιλίστριαν, Σούμλαν, Τύρνοβον, Σόφιαν, Σάρκιοΐ, Κιουστενδήλ, Σαμάκοβον, Βελεσσα, (εξαιρουμένων είκοσι κωμών παρά την Μαύρην Θάλασσαν μεταξύ Βάρνης, Μεσημβρίας και Αγχιάλου), Βράτσαν, Λόφτσαν, Βιδίνιον, Νύσσαν, το Σαντσάκιον Σλίμνου (εξαιρουμένων 11 κωμών της παραλίας) το διαμέρισμα Σωζουπόλεως, την πόλιν Φιλιππούπολιν, Στενήμαχον (εξαιρουμένων των μερών Σαράντα Εκκλησιών, Βοδενών, Αρναούτκιοϊ, Νόβο Σέλο, Λεσκόβου, Αχλάν, Βρατσόβου, Βελαστίτσης) προσέτι την Αρχιεπισκοπήν Φιλιππουπόλεως (εξαιρέσει των Μονών Βατσκόβου, Aγίων Αναργύρων, Αγίας Παρασκευής και Αγίου Γεωργίου).
Η ενορία της Παναγίας εν Φιλιππουπόλει υπάγεται τη Εξαρχία, αλλά οι βουλόμενοι και οι δηλούντες τούτο ρητώς δύνανται ν’ αποσπασθώσιν αυτής. Αι λεπτομέρειαι δέον να κανονίζωνται συνωδά ταις εκκλησιαστικαίς διατάξεσι διά συννενοήσεως μεταξύ του Πατριάρχου και του Εξάρχου.
Εις άλλα μέρη έκτος των άνω αριθμουμένων, εάν η ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 των κατοίκων επιθυμώσι να υπαχθώσι τη Εξαρχία και αφού αι σχετικαί αιτήσεις αυτών, αρμοδίως εξελεχθώσι και εγκριθώσι, θα επιτρέπεται αυτοίς να προσχωρήσωσι εις την Εξαρχίαν, προϋποτιθεμένου ότι η ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 του πληθυσμού εισίν σύμφωνα καθ’ όλα εν τούτω. Εάν όμως τις ήθελε λάβει τούτο ως πρόφασιν όπως σπείρη ζιζάνια και σύγχισιν παρά τω πληθυσμώ, οι ένοχοι τοιούτων πράξεων θα τιμωρούνται συμφώνως τω νόμω.
Άρθρον 11ov
Αι Μοναί αι κείμεναι εντός των ορίων της Εξαρχίας, αλλ’ αμέσως τω Πατριάρχη υπαγόμεναι, θα εξακολουθώσιν υποκείμεναι εις τας αυτάς, ως και εν τω παρελθόντι, διατάξεις.
__________________________________
Σύνοψη των ιστορικών συνθηκών
Στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Βούλγαροι έκαναν αρκετούς αγώνες ανεξαρτησίας πλην όμως λόγω κυρίως έλλειψης συντονισμού δεν καρποφόρησαν με συνέπεια να υποστούν τεράστιες διώξεις από τους Τούρκους.
Ως χριστιανικός λαός και αυτοί είχαν υποστεί παιδομάζωμα και όλη τη βαριά φορολογία που είχαν υποστεί και οι Έλληνες. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα κυρίαρχη γλώσσα στη περιοχή ήταν η ελληνική. Κατά συνέπεια οι κληρικοί που στέλνονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν κυρίως Έλληνες, ή και Βούλγαροι που είχαν σπουδάσει ελληνικά όπως υπήρξε ο επίσκοπος της Βράτσα Στάικο Βλαδισλάβοφ που έφερε το όνομα Σωφρόνιος και ο οποίος φέρεται να ήταν ο πρώτος που δημιούργησε εθελοντικό σώμα Βουλγάρων που πολέμησε στο πλευρό των Σέρβων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζητώντας ταυτόχρονα, ως πρόεδρος επιτροπής, τη βοήθεια του Τσάρου της Ρωσίας για την απελευθέρωση των ομοεθνών του κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 – 1812.
Από τότε αρχίζει και η έντονη παρουσία της Ρωσίας στη Βαλκανική ως «προστάτιδα δύναμη» των ορθοδόξων χριστιανών.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε επηρεάσει ιδιαίτερα τους Βουλγάρους όπου και οι πλέον ενθουσιώδεις εξ αυτών έσπευσαν και εντάχθηκαν στη δύναμη του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Βλαδιμηρέσκου, ενώ πολλοί κατέβηκαν ακόμα και στην Πελοπόννησο, το Μεσολόγγι, την Αττική κ.α.
μαχόμενοι τους Οθωμανούς. Παρά τις προσπάθειες όμως της Ρωσίας να συντονίσει τη δράση των Βουλγάρων, λόγω του κατακερματισμού τους σε πολλές παροικίες, ένεκα των διώξεων που είχαν υποστεί, δεν κατέστη δυνατή η εθνική αφύπνιση, έναντι της οποίας εντατική θέση έλαβε ο πανσλαβισμός, ο οποίος με τη σειρά του άρχισε να παραγκωνίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα με κάποιες πολιτικές κινήσεις των Βουλγάρων και με Φαναριώτες για ανεξαρτησία, «συνέπεσε» τότε και η τοποθέτηση του Ρώσου στρατηγού Νικολάι Ιγνάτιεφ ως πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος, επ’ ωφελεία πρωτίστως των ρωσικών σχεδίων για την περιοχή, άρχισε να επιδίδεται έντονα στην βουλγαρική εθνική αφύπνιση διά του πανσλαβισμού. Οργανώνοντας προηγουμένως βουλγαρικό εθελοντικό σώμα, για την καταστολή της κρητικής επανάστασης του 1866-1869, απαίτησε στη συνέχεια από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ τη δημιουργία ανεξάρτητης βουλγαρικής εξαρχίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ προκειμένου να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία δέχθηκε αρχικά το «ρωσικό» αίτημα των Βουλγάρων πλην όμως το κράτησε υπό εξέταση. Το αίτημα περιελάμβανε αρχικά πλήρη ανεξαρτησία της υπό ίδρυση βουλγαρικής εξαρχίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διοικητική περιφέρεια που περιελάμβανε περίπου τριάντα επισκοπικές περιφέρειες σε σχεδόν ισάριθμους καζάδες = επαρχίες, τεσσάρων βιλαετίων = νομών, από της Ρωμυλίας μέχρι του Μοναστηρίου. Σε μια τόση μεγάλη έκταση ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν πράγματι κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι, αφού τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων.[εκκρεμεί παραπομπή]
Τη διευθέτηση του ζητήματος ανέλαβε κατ’ εντολή του Σουλτάνου ο Μέγας Βεζίρης Μεχμέτ Εμίν Ααλή Πασάς ο οποίος προσπάθησε αρκετές φορές να φέρει τις αντιμαχόμενες πλευρές σε συνεννόηση με αρκετές προτάσεις, πλην όμως το Πατριαρχείο παρέμενε άκαμπτο στις υπέρμετρες αξιώσεις εδαφικών ορίων της αδιάλλακτης μερίδας των Βουλγάρων.
Τελικά το εν λόγω φιρμάνι, περί της ίδρυσης Βουλγαρικής Εξαρχίας εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ (την επομένη της υπογραφής του) στις 28 Φεβρουαρίου του 1870, κατά το ισχύον τότε παλαιό ημερολόγιο, με πάρα πολλούς όμως περιοριστικούς όρους σε σχέση με το αίτημα. Σύμφωνα με αυτό, η υπό σύσταση Εξαρχία παρέμενε υπό τον έλεγχο και υπαγωγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχοντας έδρα στην Κωνσταντινούπολη, με πρόβλεψη δημιουργίας δεκατριών αρχιερατικών περιφερειών, αντί των περίπου τριάκοντα αιτουμένων, που δεν περιελάμβαναν όμως μεγάλες πόλεις εκτός της Σόφιας, ενώ τρεις επαρχίες (της Φιλιππούπολης, της Βάρνας και της Αγχιάλου) διαμοιράζονταν μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας κατόπιν κοινής συμφωνίας.
Το βασικότερο όμως και πλέον επίμαχο σημείο του εν λόγω φιρμανιού ήταν το άρθρο 10 που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας και σε άλλες επαρχίες για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον «το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν». Αυτός ο όρος ήταν τελικά η αιτία να ακολουθήσουν στη συνέχεια βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος ομόθρησκων λαών, Ελλήνων και Σέρβων, ειδικότερα σε χωριά της Μακεδονίας στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν δηλώσεις των δύο τρίτων των κατοίκων ότι είναι «Εξαρχικοί», αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό το φρόνημα των κατοίκων. Έτσι φτάσαμε στον Μακεδονικό Αγώνα.
Η Εξαρχία απέκτησε τις πρώτες της επισκοπές σε όλη τη σημερινή Βουλγαρία, μεταξύ των οποίων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Ρουστουκίου, Σιλιστρίας, Σούμλας, Τυρνόβου, Σόφιας, Βράτσας, Λοφτσού, Βιδινίου, Νύσσας, Νυσσάβας, Κιουστεντηλίου, Σαμοκοβίου, Βελεσσών, Βάρνας (έκτος της πόλεως), Σλίβεν, (εκτός της Μεσσημβρίας), Σωζοπόλεως και Φιλιππουπόλεως (έκτος πόλεως και της Στενημάχου) καθώς και στην περιοχή των Σκοπίων και της Αχρίδας, των οποίων οι κάτοικοι επέλεξαν με ψηφοφορία την προσχώρησή τους σε αυτήν.
Εικόνα 1: Το φιρμάνι σύστασης της Βουλγαρικής Εξαρχίας.
Εικόνα 2: Η αρχική ξύλινη βουλγαρική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στον κεράτιο κόλπο στο Φανάρι (ο ναός της βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη).
Εικόνα 3: Καρτ ποστάλ με τη μεταγενέστερη σιδερένια εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (ο αρχικός ξύλινος ναός καταστράφηκε από φωτιά) και πίσω του στα δεξιά η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Εικόνα 4: Ο ανακαινισμένος σήμερα ναός (2018)
Πηγή: Αντίβαρο