Ο Κροκόνδειλος (ή Κροκόδειλος, ή Ακροκόδυλος) Κλαδάς ήταν γιος του Θεοδώρου Κλαδά, αξιωματικού στην υπηρεσία των Δεσποτών του Μυστρά. Γεννήθηκε το 1425 και αμέσως μόλις ανδρώθηκε ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε «στρατιώτης». Η καταγωγή της οικογένειας ήταν από την Ήπειρο.
Ωστόσο πρώτη αναφορά σε Κλαδάδες στο Μωριά γίνεται το 1296. Η οικογένεια ήταν στην υπηρεσία των Παλαιολόγων Ο Κροκόνδειλος έζησε της τουρκικής κατάκτησης της Πελοποννήσου και για λίγο σταμάτησε να πολεμά. Με την έκρηξη όμως του πρώτου τουρκοενετικού πολέμου, το 1463, πήρε και πάλι τα όπλα και πολέμησε, επικεφαλής σώματος στρατιωτών, υπέρ των Ενετών και κατά των Οθωμανών.
Ο Κροκόνδειλος πολέμησε άριστα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Όταν όμως οι Ενετοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τον Μωάμεθ τον πορθητή διέταξαν και τους υπέρ αυτών πολεμήσαντες Έλληνες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.
Βάσει των όρων της συνθήκης ο βραχίωνας της Μάνης παραδιδόταν από τους Ενετούς στους Τούρκους. Όπως ήταν φυσικό ο όρος αυτός προκάλεσε οργή στους Λάκωνες, οι οποίοι είχαν ήδη αφειδώς χύσει το αίμα τους για την ελευθερία τους και τη Βενετία. Ο Κροκόνδειλος ήταν από την εποχή των Παλαιολόγων, άρχοντας του κάστρου του Αγίου Γεωργίου. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο ο ίδιος ο Μωάμεθ είχε επιχειρήσει να τον πάρει με το μέρος του, δελεάζοντας τον με παροχές γαιών.
Επανάσταση
Ο Κλαδάς τότε είχε προτιμήσει αντί των προσφορών του Τούρκου να πολεμήσει για της ελευθερία. Εντάχθηκε στον Ενετικό στρατό, στον οποίο ανακηρύχτηκε γενικός αρχηγός των “Στρατιωτών”. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας Ενετών –Τούρκων, ο Κλαδάς αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στους Τούρκους «να λερώσουν το χώμα της Μάνης»!
Στις 9 Οκτωβρίου του 1479, εγκατέλειψε την Κορώνη, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 1.600 ανδρών και βάδισε προς τη Μάνη. Μόλις έφτασε εκεί διακήρυξε την απόφαση του να συνεχίσει τον πόλεμο και κάλεσε τους Έλληνες υπό τα όπλα, υψώνοντας το λάβαρο του, σημαία γαλάζια με ολόλευκο σταυρό στη μέση, πλάι στην κόκκινη πολεμική σημαία των Παλαιολόγων με τον δικέφαλο αετό .
Πολλοί έσπευσαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα έφτασε να αριθμεί 16.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα. Για να ενισχύσει τη θέληση του λαού, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Ενετούς να ξαναρχίσουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, κήρυττε δημόσια ότι ενεργεί με τη σύμφωνη γνώμη της Βενετίας. Δεν δίστασε μάλιστα να υψώσει δίπλα στις ελληνικές σημαίες και αυτή του Αγίου Μάρκου.
Έχοντας συγκεντρώσει αρκετή δύναμη ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά προς απελευθέρωση των οχυρών της Μάνης, τα οποία οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τούρκους. Με μεγάλο ενθουσιασμό και με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», οι άνδρες του ρίχθηκαν στους Τούρκους και τους κατανίκησαν. Οι τουρκικές φρουρές στα χωριά Μάνη και Μεγαλοχώρι αφανίστηκαν, τα φρούρια του Τριγοφίλου και του Οιτύλου κατελήφθησαν και οι φρουρές τους εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν.
Οι πύργοι της Καστανιάς, της Γαστέλας, του Λεφτινιού, της Ανδρούσσας, του Βάσκου, της Πιάγας και του Παπαφίγγου κατελήφθησαν επίσης, όπως και οι ορεινές διαβάσεις του Μεγαλοβουνίου και της Μαίνας. Οι νίκες αυτές προκάλεσαν ενθουσιασμό στους Χριστιανούς, αλλά και τρόμο στον σουλτάνο. Ο μεγάλος φόβος του Μωάμεθ ήταν ότι η Βενετία βοηθούσε την εξέγερση.
Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι πολεμούσαν σκληρά και σε άλλα μέτωπα, στην Ανατολία, κατά τουρκομανικών φύλων, στην Αίγυπτο κατά των Μαμελούκων και στην Μεσοποταμία, κατά των Περσών. Άρα η έκρηξη νέου τουρκοενετικού πολέμου θα ήταν άκρως επιζήμια, ίσως και μοιραία για την οθωμανική κυριαρχία. Η Βενετία όμως, επίσης εξαντλημένη από τον προηγηθέντα μακροχρόνιο πόλεμο, ξεκαθάρισε τη θέση στον σουλτάνο, δηλώνοντας ότι ουδεμία σχέση είχε με το κίνημα και ήταν μάλιστα πρόθυμη να βοηθήσει στην κατάπνιξη του.
Ως δείγμα καλής θέλησης απέναντι στον Μωάμεθ, ο Ενετός διοικητής της Κορώνης Νικολό Κονταρίνι, συνέλαβε την σύζυγο και τα παιδιά του Κλαδά, τα οποία ο Έλληνας “Στρατιώτης” είχε αφήσει για ασφάλεια εκεί. Κατόπιν εξέδωσαν προκήρυξη, με την οποία αποκήρυσσαν τον Κλαδά και απαγόρευαν, με την ποινή του θανάτου, στους Έλληνες υπηκόους της «γαληνοτάτης», να πολεμούν υπέρ του Κλαδά. Οι Ενετοί δεν περιορίστηκαν όμως σε αυτά, αλλά επικήρυξαν τον Κλαδά.
Η επίθεση του Αλή Βούμικου
Έχοντας ησυχάσει από την «ενετική» απειλή, ο Μωάμεθ αποφάσισε να καταστείλει μόνος τους την εξέγερση. Για τον σκοπό αυτό διέταξε τον μπεηλέρμπεη Αλή Βούμικο να εκστρατεύσει κατά του Κλαδά. Ο Αλή Βούμικος αφού συγκέντρωσε 6.000 επιπλέον άνδρες- οι πηγές δεν αναφέρουν τον ακριβή αριθμό του στρατού του Βούμικου – κίνησε από τον Μυστρά για τη Μάνη.
Στις 16 Ιανουαρίου 1481 ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Μάνη και επιτέθηκε κατά του πύργου του Τριγοφίλου. Τον πύργο υπεράσπιζαν τρεις μόνο στρατιώτες, ενώ εντός του είχαν βρει καταφύγιο και 16 άμαχοι, οι οποίοι φυσικά βοήθησαν στην άμυνα. Οι λιγοστοί αμυνόμενοι αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν, αλλά στο τέλος ο πύργος κυριεύθηκε και όλο οι εν αυτό κατακόπηκαν σε μικρά μικρά κομμάτια.
Κατόπιν της “μεγάλης” του νίκης, ο Βούμικος κινήθηκε στα ενδότερα της Μάνης και στις 19 Ιανουαρίου προσέγγισε το Οίτυλο. Ο Κλαδάς όμως είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και δεν δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους, έως τότε, Οθωμανούς.
Προστατευμένοι στο ορεινό έδαφος, οι πεζοί του Κλαδά, τοξότες στην πλειοψηφία τους, θέρισαν τους σπαχήδες του Βούμικου. Έτσι όταν οι ιππείς “Στρατιώτες” τους Κλαδά αντεπιτέθηκαν, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων έναντι του κατακτητή, από την άλωση της Πόλης.
Ταπεινωμένος ο οθωμανικός στρατός σταμάτησε τη φυγή του, όταν έφτασε στα τείχη του Μυστρά. Στο μεταξύ οι Ενετοί, σε μια αναλαμπή ανθρωπισμού, απέρριψαν την πρόταση του Μωάμεθ περί παραδόσεως σε αυτόν της οικογενείας του Κλαδά, αλλά την έστειλαν στη Βενετία, όπου και έκλεισαν τα μέλη της στη φυλακή. Παράλληλα οι Ενετοί, για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα δημιουργούντο ζητήματα με τον Μωάμεθ, αποφάσισαν να αποστρατεύσουν τους περισσότερους από τους Έλληνες αρματολούς που είχαν στην υπηρεσία τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Μπούας, πατέρας του διάσημου Μερκούριου Μπούα.
Ο Μπούας θυμωμένος από τους Ενετούς, εγκατέλειψε το Ναύπλιο, επικεφαλής 60 στρατιωτών, με σκοπό να ενωθεί με τον Κλαδά. Αντί όμως να βαδίσει κατευθείαν προς τη Μάνη, πήγε πρώτα στο Άργος. Εκεί έστησε ενέδρα σε τουρκικό απόσπασμα, το οποίο και εξουδετέρωσε. Από τους Τούρκους, οι τρεις σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι 27 παραδόθηκαν.
Νέα τουρκική εισβολή
Παρά την συντριβή του στρατού, ο Μωάμεθ θύμωσε μεν, δεν απογοητεύτηκε δε. Ανέθεσε τη διοίκηση νέας στρατιάς στον σαντζάκμπεη Αχμέτ, στον οποίο διέθεσε και επίλεκτους γενίτσαρους και ατάκτους αζάπηδες. Στις 16 Φεβρουαρίου 1481 ο Αχμέτ είχε στρατοπεδεύσει στον Μυστρά, έχοντας συγκεντρώσει τουλάχιστον 10.000 άνδρες. Από την άλλη πλευρά η θέση του Κλαδά εξασθενούσε.
Πρώτα από όλα την επανάσταση έβλαψε ιδιαιτέρως η διαμάχη μεταξύ του Κλαδά και του Μπούα και η αποχώρηση του τελευταίου από τη Μάνη. Αλλά και η στάση της Βενετίας είχε επηρεάσει πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι έβλεπαν αδύνατη την επιτυχία τους χωρίς τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Έτσι σιγά-σιγά η δύναμη του Κλαδά εξασθενούσε. Ο Αχμέτ παρόλα αυτά εν αποτόλμησε επίθεση, παρά μόνο στις 4 Απριλίου, όταν κατέπλευσε στα ύδατα της Μάνης και μια τουρκική γαλέρα.
Η εμφάνιση της έριξε ακόμα περισσότερο το ηθικό των επαναστατών, με συνέπεια να μειωθεί ακόμα περισσότερο ο στρατός του Κλαδά. Ο τελευταίος μπορούσε πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στους δικούς του Στρατιώτες, ελαφρούς ιππείς και στους «ζαγραδόρους» (παραστάτες των εφίππων στρατιωτών) πεζούς τους. Με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να αντιμετωπίσει τον Αχμέτ μπέη.
Ο Τούρκος όμως έκανε το λάθος να διαχωρίσει τις δυνάμεις του και να επιτεθεί μόνο με 2.000 γενιτσάρους και ιππείς κατά του χωριού Καστανιά. Ο Κλαδάς αντεπιτέθηκε στο τουρκικό αυτό σώμα, παρά το γεγονός ότι ακόμα και απέναντι σε αυτό οι δυνάμεις του υστερούσαν δραματικά σε αριθμό, και κατόρθωσε να το νικήσει. Οι Τούρκοι εκτόξευσαν και νέες επιθέσεις. Η μάχη στο χωριό μαίνονταν για ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Στο τέλος οι λιγοστοί άνδρες του Κλαδά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Βρέθηκαν όμως αποκλεισμένοι από παντού, καθώς ένα ακόμα τουρκικό σώμα, με επικεφαλής τον βοεβόδα της Καλαμάτας, είχε κινηθεί στα νώτα των Ελλήνων. Ακολούθησε πανικός και ο επαναστατικός στρατός διαλύθηκε. Οι περισσότεροι πάντως άνδρες του διεσώθησαν, αφού κατόρθωσαν διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό με μια απελπισμένη έφοδο. Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ο Κλαδάς, ο οποίος κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει 50 μόλις άνδρες του. Οι υπόλοιποι Μανιάτες έσπευσαν προς τα χωριά τους για να τα υπερασπίζουν από τους εισβάλλοντες Τούρκους.
Διάσωση και ηρωικό τέλος
Τις επόμενες μέρες η στρατιά του Αχμέτ προέλασε χωρίς να αντιμετωπίζει οργανωμένη αντίσταση. Πολλά χωριά ξεθεμελιώθηκαν και οι κάτοικοι ανασκολοπίστηκαν. Ο Κλαδάς στο μεταξύ, πολιορκείτο με τους λιγοστούς άνδρες τους σε έναν πύργο. Για καλή του τύχη όμως είχαν φτάσει εκείνες τις μέρες στη Μάνη τέσσερις (κατ’ άλλους τρεις) γαλέρες του βασιλιά των Δύο Σικελιών Φερδινάνδου, φανατικού εχθρού των Τούρκων. Επικεφαλής δε του στολίσκου ήταν ένας καλός φίλος του Κλαδά, ο επιλεγόμενος Γιάγκος.
Αυτός βλέποντας τη δυσχερή θέση του Κλαδά έστειλε μήνυμα, προτείνοντας του να επιβιβαστεί με τους άνδρες του στα πλοία. Ο Κλαδάς, δεν είχε άλλωστε και άλλη επιλογή, δέχθηκε. Πριν όμως αποχωρήσει αποφάσισε να δώσει μια τελευταία μάχη με τον Αχμέτ. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13ης Απριλίου 1481, οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των πολιορκητών Τούρκων και κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς, μέσα στη σύγχυση και στον πανικό που προκλήθηκε.
Αμέσως μετά διέσχισαν τις τουρκικές θέσεις και έσπευσαν στο Πόρτο Κάγιο, εκεί όπου είχαν αγκυροβολήσει οι ιταλικές γαλέρες. Την επομένη επιβιβάστηκαν σε αυτές και αναχώρησαν για τη Νεάπολη της Ιταλίας.
Ο Κλαδάς πέρασε στη υπηρεσία του βασιλιά της Νεαπόλεως και πολέμησε στην Βόρεια Ήπειρο. Το 1490 έπεσε στα χέρια των Τούρκων που τον σκότωσαν «με θάνατο δια κατακερματισμού, καθιστώντας τον όμως έτσι όχι μόνο πρόμαχο της ελευθερίας αλλά και πρωτομάρτυρα του γένους των Ελλήνων.
Πηγή: history-point.gr