Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η Ανατολή βρισκόταν υπό το σκήπτρο του Μέγα Βασιλιά των Περσών. Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα ενός πραγματικά μεγάλου ανδρός του Κύρου, ο οποίος από υποτελής στους Μήδους βασιλιάς κατέληξε αυτοκράτορας της Ανατολής.
Οι Πέρσες και οι Μήδοι ήταν, παρά την ταύτισή τους από τους Έλληνες, διαφορετικοί λαοί, κοινής όμως καταγωγής. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Κύρος και εξεγέρθηκε κατά του Μήδου βασιλιά Αστυάγη, διακηρύσσοντας ότι δεν επρόκειτο για εξέγερση υποτελών αλλά ομοφύλων υπηκόων.
Οι Μήδοι πείστηκαν και δεν αντέδρασαν. Έτσι ο Κύρος κατέλαβε εύκολα την εξουσία συγκροτώντας ένα Περσομηδικό κράτος. Έως και την κατάλυσή της από τον Αλέξανδρο τα έθνη των Περσών και των Μήδων ήταν οι πυλώνες της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την υποταγή των Μήδων ο Κύρος στράφηκε κατά των άλλων αυτοκρατοριών που γειτνίαζαν με το κράτος του. Κατ’ αρχάς στράφηκαν κατά των Λυδών του περίφημου βασιλιά Κροίσου. Ο Κύρος με συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις, αλλά και με τη χρήση «μυστικών» όπλων (χρησιμοποίησε καμήλες για να τρομάξει τους ίππους του αντιπάλου ιππικού) κατανίκησε το περίφημο λυδικό ιππικό και κατέλαβε την πρωτεύουσα του βασιλείου Σάρδεις.
Στην συνέχεια ο Μήδος στρατηγός του Κύρου Άρπαγος κατέλαβε και τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Στη σύγκρουση αυτή λοιπόν βρίσκονται και τα σπέρματα της Ελληνοπερσικής σύγκρουσης.
Κατόπιν ο Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο, δημιουργώντας την μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε έως τότε δει η οικουμένη. Ο ίδιος ο Κύρος όμως σκοτώθηκε όταν επιχείρησε να υποτάξει τους αδούλωτους Μασσαγέτες Σκύθες. Τον διαδέχθηκε ο παρανοϊκός υιός του Καμβύσης, ο οποίος παραλίγο να διαλύσει την αυτοκρατορία εν τη γενέσει της.
Τελικά το 521 π.Χ. τα ηνία της αυτοκρατορίας ανέλαβε ο ευγενής στρατηγός Δαρείος. Χρειάστηκε όμως να πολεμήσει εναντίον διαφόρων ανταπαιτητών του θρόνου και κατά των εξεγερθέντων Βαβυλωνίων. Ο Δαρείος κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, αλλά και των Βαβυλωνίων. Στη Βαβυλώνα μάλιστα σταύρωσε 3.000 άνδρες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι της εξεγέρσεως.
Το 517 π.Χ. Η απέραντη αυτοκρατορία του εκτεινόταν από τις ιωνικές ακτές έως τις παρυφές της Ινδίας. Από τις υποτελείς χώρες έφταναν κάθε χρόνο στην πρωτεύουσά του, τα Σούσα, αμύθητοι θησαυροί. Οι ανατολικές επαρχίες απέδιδαν φόρο 5.000 τάλαντα. Άλλα 1.000 τάλαντα έστελνε η Βαβυλώνα.
Η Αίγυπτος έστελνε 700 τάλαντα και σιτάρι ικανό να διαθρέψει 120.000 ανθρώπους. Η Αρμενία και η Ασσυρία έστελναν στο Μέγα Βασιλιά 30.000 ίππους και η Μικρά Ασία 1.760 τάλαντα. Στήριγμα της απόλυτης εξουσίας του Βασιλιά ήταν ο στρατός του.
Εν καιρό ειρήνης ο στρατός ήταν ολιγάριθμος και περιοριζόταν στην βασιλική φρουρά των 10.000 Αθανάτων και στις κατά τόπους φρουρές. Εν καιρώ πολέμου όμως ο εκάστοτε Πέρσης βασιλιάς μπορούσε να κινητοποιήσει τεράστιες δυνάμεις. Η στρατολογία ήταν υποχρεωτική για κάθε Πέρση και Μήδο, ικανό να φέρει όπλα, άρρενα.
Από τους υποτελείς ο Πέρσης αυτοκράτορας απαιτούσε συνήθως τη συμμετοχή στρατιωτικών αποσπασμάτων συγκεκριμένης δυνάμεως. Ο στρατός της αυτοκρατορίας αποτελείτο από πανσπερμία ανδρών, όπλων και τακτικών. Τον σκληρό πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι μονάδες των Περσών και των Μήδων. Αυτοί συγκροτούντο σε μονάδες 10, 100, 1000 και 10.000 ανδρών.
Οι Πέρσες είχαν υιοθετήσει τα ασσυροβαβυλωνιακά πρότυπα και πολεμούσαν σε μικτούς σχηματισμούς δορυφόρων και τοξοτών – σπαραμπάρα. Σε κάθε τέτοιο σχηματισμό ο πρώτος ζυγός συγκροτείτο από δορυφόρους οπλισμένους με κοντά σχετικώς δόρατα και μεγάλες ποδήρεις ασπίδες. Όλοι οι υπόλοιποι μαχητές, από τον δεύτερο έως και τον 100ο μερικές φορές ζυγό, έφεραν μόνο δόρατα και τόξα.
Όλοι δε ήταν οπλισμένοι με ένα κοντό εγχειρίδιο, τον «ακινάκι». Όπως γίνεται αντιληπτό το περσικό πεζικό πολεμούσε περισσότερο με τη «χρήση πυρός», επιχειρώντας να δημιουργήσει μια ζώνη θανάτου ενώπιον του μετώπου του, παρά με την κίνηση και τον ελιγμό.
Τα τεράστια περσικά τετράγωνα – μυριαρχίες με μέτωπο 100 και βάθος 100 ανδρών – ήταν εκ των πραγμάτων βραδυκίνητα, διαθέτοντας περιορισμένες δυνατότητες εκτελέσεως τακτικών ελιγμών, κάτι που όμως δεν ενοχλούσε τους Πέρσες ηγέτες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικώς το ιππικό ως όπλο ελιγμού, ενώ το πεζικό περιοριζόταν σε αποστολές κατοχής εδάφους.
Τα «εθνικά» τμήματα των υποτελών που συμπολεμούσαν με τους Πέρσες διατηρούσαν κατά περίπτωση τον εθιμικό τους τρόπον του μάχεσθαι. Το περσικό ιππικό ήταν ως επί το πλείστον άτακτο. Διακρινόταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το τακτικό ιππικό αποτελούσε μέρος της βασιλικής φρουράς, αλλά ήταν ολιγάριθμο.
Το άτακτο βαρύ ιππικό συνήθως συγκροτείτο από ευγενείς, όπως περίπου οι φεουδαρχικοί ιππότες του Μεσαίωνα. Το ελαφρύ ιππικό ήταν στο σύνολο του άτακτο και αποτελείτο από τμήματα υποτελών με παράδοση στην τακτική του εφίππου ακροβολισμού.
Οι άνδρες του περσικού βαρέως ιππικό ήταν οπλισμένοι με δύο συνήθως ακόντια και με σπαθί. Δεν έφεραν ασπίδα. Έφεραν όμως θώρακες, τους οποίους φορούσαν κάτω από τους χιτώνες τους. Αντί κράνους έφεραν την παραδοσιακή τιάρα.
Πηγή: history-point.gr