Οι Σουμέριοι υπήρξαν ένας άγνωστος λαός. Ακόμα και το όνομα με το οποίο είναι γνωστοί τους δόθηκε από τους αρχαιολόγους τον 19ο αιώνα. Παρόλα αυτά άφησαν πίσω τους έντονα τα σημάδια της στρατιωτικής τους τέχνης.
Από την 5η χιλιετία τουλάχιστον, ένας μεγάλος πολιτισμός ανθούσε στις όχθες των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, ο σουμεριακός. Οι Σουμέριοι ζούσαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, μεταξύ των οποίων οι πόλεμοι ήταν ενδημικά φαινόμενο. Οι στρατοί των κρατιδίων αυτών ήταν μικροί σε μέγεθος και δύο ήταν τα κύρια «συστατικό» τους, τα άρματα και το πεζικό.
Τα άρματα αποτελούσαν το στοιχείο ελιγμού και κρούσης του στρατού, ενώ το πεζικό περιοριζόταν σε πιο παθητικό ρόλο, έχοντας ως κύρια αποστολή την αναχαίτιση των εχθρικών αρμάτων και ως δευτερεύουσα την επικράτηση έναντι των αντιπάλων πεζών. Ανάλογος της αποστολής ήταν και ο οπλισμός που έφεραν οι πεζοί και αποτελείτο μόνα από ένα μακρύ δόρυ. Οι δορυφόροι αυτοί παρατάσσονταν σε πυκνή τάξη σε γραμμές βάθους έξι ζυγών και εφόσον διατηρούσαν την ψυχραιμία τους ήταν δύσκολο να διασπασθούν από μετωπική επέλαση αρμάτων.
Σουμέριοι δορυφόροι και ασπιδοφόροι.
Τα πλευρά των σχηματισμών των δορυφόρων προστατεύονταν από τμήματα ψιλών οπλισμένων με τόξα, ακόντια και σφενδόνες, Ο αμυντικός οπλισμός των δορυφόρων περιελάμβανε μόνο έναν δερμάτινο μακρύ μανδύα και δερμάτινο σκούφο ή (πιο σπάνια) κράνος. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο αμυντικός οπλισμός του Σουμέριου πεζού εξασφάλιζε στοιχειώδη μόνο προστασία από τα εχθρικό βλήματα και δόρατα.
Μερικούς αιώνες αργότερα εισήχθη και η ασπίδα στο σουμεριακό οπλοστάσιο, όμως αυτή δεν την έφερε ο ίδιος ο δορυφόρος αλλά ένας δεύτερος πολεμιστής. Οι ασπιδοφόροι τάσσονταν στον πρώτο ζυγό του σχηματισμού των δορυφόρων σχηματίζοντας ένα συνεχές τείχος ασπίδων. Πίσω από το τείχος αυτό πολεμούσαν προστατευμένοι οι δορυφόροι.
Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν ασπιδοφόροι στρατιώτες μπροστά από κάθε ζυγό δορυφόρων. Το πιθανότερο είναι ότι ασπιδοφόροι υπήρχαν μόνα μπροστά από τον πρώτο ζυγό. Η χρήση της ασπίδας επέτρεψε την απαλλαγή των στρατιωτών από τον βαρύ και δύσχρηστο δερμάτινο μανδύα και αύξησε κατακόρυφα την επιβιωσιμότητα τους. Από την άλλη πλευρά όμως η βαριά και μεγάλων διαστάσεων ασπίδα μείωσε την ευκινησία του πεζικού.
Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν σώματα Σουμέριων τοξοτών ανάλογα με τα αιγυπτιακά ή αν οι Σουμέριοι τοξότες πολεμούσαν αποκλειστικά ως ακροβολιστές. Το πιθανότερο είναι να συνυπήρχαν οι δύο τύποι, αν όχι στην πρώιμη, τουλάχιστον στην Ακκαδική περίοδο – 24ος αιώνας π.Χ. Και κατά την περίοδο αυτή ο οπλισμός του πεζικού δεν διαφοροποιείται σημαντικά, με εξαίρεση τη μαζική χρήση πελεκιδίων, εγχειριδίων και ρομφαίων (είδος κυρτής σπάθας).
Το δόρυ παραμένει τα κύριο όπλο του πεζικού, η βαριά ασπίδα όμως φαίνεται να εγκαταλείπεται. Στα γεγονός αυτό συνετέλεσε κυρίως η φύση των επιχειρήσεων που το πεζικό κλήθηκε να φέρει σε πέρας εναντίον των ελαφρά οπλισμένων και κατά συνέπεια ευκίνητων ορεσίβιων κατοίκων της περιοχής του όρους Ζάγρου. Στις επιχειρήσεις αυτές η ευκινησία ήταν ζήτημα πρωταρχικής σημασίας.
Η ασπίδα επανεμφανίστηκε στα τέλη της τρίτης χιλιετίας, Αυτή τη φορά το μέγεθός της ήταν μικρότερο και κάθε δορυφόρος έφερε τη δική του ξύλινη και επενδυμένη με δέρμα ασπίδα, αμοριτικής συνήθως προέλευσης.
Τα άρματα εντάχθηκαν στο σουμεριακό οπλοστάσιο περί το 2800 π.Χ. Τα άρματα αυτά σύρονταν από τέσσερις συνήθως όναγρους και όχι από άλογα. Τα άλογα εντάχθηκαν αρκετά αργότερα στο σουμεριακό οπλοστάσιο. Τα άρματα είχαν συνήθως πλήρωμα δύο ανδρών, ενός οδηγού και ενός πολεμιστή, εξοπλισμένου με ακόντια.
Μετά την Ακκαδική κατάκτηση οι Σουμέριοι επανέκαμψαν στα τέλη της 3ης χιλιετίας, με την 3η Δυναστεία της Ουρ (2112-2004 π.Χ.). Την περίοδο αυτή ο στρατός συνέχισε να εξοπλίζεται και να πολεμά όπως πριν, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στις εξαιρέσεις αυτές μπορούμε να εντάξουμε την αντικατάσταση μέρους των αρμάτων κρούσης με οχήματα μεταφοράς πεζικού, συρόμενα από δύο ίππους, καθώς και την στρατολόγηση μεγάλου αριθμού μισθοφόρων ελαφρών πεζών, προερχόμενων από τις γύρω ορεινές φυλές.
Μετά την κατάλυση της 3ης Δυναστείας της Ουρ, οι Σουμέριοι αποσύρθηκαν στις ελώδεις περιοχές των εκβολών του Τίγρη και του Ευφράτη. Εκεί αντιστάθηκαν στους Βαβυλώνιους και στους Ασσύριους μέχρι το 1460 π.Χ. Την τελευταία αυτή περίοδο τα άρματα κρούσης αποσύρθηκαν οριστικά λόγω έλλειψης ίππων. Υπήρχαν πλέον μόνο άρματα για τη μεταφορά των πεζών, συρόμενα επίσης από όναγρους.
Το πεζικό ήταν πιο φτωχά οπλισμένο και στις περισσότερες περιπτώσεις οι πεζοί δεν έφεραν ασπίδες, αλλά μόνο μακρά δόρατα, ή ακόντια. Επίσης υπήρχαν τμήματα ψιλών, οπλισμένων με τόξα και σφεντόνες.
Από το 1732 π.Χ. την περίοδο της λεγόμενης Δυναστείας της Θάλασσας αναπτύχθηκε και ένα υποτυπώδες ναυτικό. Με το ναυτικό αυτό οι τελευταίοι Σουμέριοι βασιλιάδες κατάφεραν να ελέγξουν τον Περσικό Κόλπο, αναπτύσσοντας εμπορικές επαφές μέχρι και με την Ινδία.
Πηγή: slpress.gr