Οι Μύριοι δεν ήταν παρά ένα μισθοφορικό σώμα. Στρατολογήθηκαν από τον αδερφό του Πέρση βασιλιά, Κύρο, για να χρησιμοποιηθούν στην απόπειρά του να καταλάβει τον θρόνο των Αχαιμενιδών. Μετά τον θάνατο του Κύρου στη μάχη στα Κούναξα, οι Πέρσες παραπλάνησαν τους Έλληνες στρατηγούς και τους σκότωσαν, μαζί και με άλλους αξιωματικούς. Ένας λοχαγός με τα εντόσθια στα χέρια κατάφερε να φτάσεις το ελληνικό στρατόπεδο και να μεταφέρει την είδηση της σφαγής πριν ξεψυχήσει.
Ο αποκεφαλισμός του στρατεύματος προκάλεσε όπως ήταν φυσικό την πλήρη αποθάρρυνση των ανδρών. Μέσα στο κλίμα της αποθάρρυνσης ένας νέος ηγέτης φάνηκε. Ήταν ο Ξενοφών ο Αθηναίος ο οποίος ακολουθούσε τους Μυρίους ως παρατηρητής.
«…όσοι μεν επιδιώκουν να σώζουν με κάθε τρόπο τη ζωή τους στον πόλεμο ως επί το πλείστον άνανδρα και άδοξα πεθαίνουν, όσοι δε για τον θάνατο έχουν την άποψη ότι είναι κοινός και αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους και για έναν ένδοξο θάνατο αγωνίζονται, αυτοί βλέπω ότι συνηθέστερα φτάνουν στα γηρατειά και ζουν ευτυχισμένοι», είπε ο Ξενοφών, κατορθώνοντας να αναπτερώσει το ηθικό των Ελλήνων.
Αμέσως ο ενθουσιασμός επανήλθε. Οι Έλληνες ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Πριν προλάβουν όμως εμφανίστηκε ο Πέρσης στρατηγός Μιθριδάτης – πρώην πιστός του Κύρου. Ο Πέρσης ζήτησε να μάθει τα σχέδια των Ελλήνων, “ως φίλος τους που ήταν, για να σωθεί και αυτός μαζί τους”. Οι Έλληνες, μέσω του Σπαρτιάτη στρατηγού Χειροσόφου, απάντησαν ότι σκόπευαν να φύγουν για την πατρίδα τους.Ο Μιθριδάτης τους ανταπάντησε ότι ήταν αδύνατο να ξεφύγουν χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά.
Η πρώτη δυσάρεστη σύγκρουση και τα αντίμετρα
Οι Έλληνες αδιαφόρησαν και άρχισαν και πάλι να πορεύονται. Έξαφνα όμως εμφανίστηκε ο Μιθριδάτης έχοντας υπό τις διαταγές του 200 ιππείς (ιπποτοξότες) και ως 400 ψιλούς τοξότες και σφενδονήτες. Αρχικά ο Μιθριδάτης και οι άνδρες του προσποιήθηκαν τους φίλους. Όταν όμως πλησίασαν σε απόσταση βολής, άρχισαν να βάλλουν μαζικά κατά των Ελλήνων, προκαλώντας αρκετές απώλειες.
Ιδιαίτερα αρνητικό ήταν το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ανταποδώσουν τα πλήγματα διότι οι ψιλοί Κρήτες τοξότες και πίσω από τους οπλίτες βρίσκονταν και αρά μόνο υπερκείμενη βολή μπορούσαν να εκτελέσουν και τα τόξα τους είχαν μικρότερο των περσικών βεληνεκές. Για να ανακουφιστούν λίγο οι Έλληνες της οπισθοφυλακής εξόρμησαν κατά των εχθρών οι οποίοι παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι υποχωρούσαν και επέστρεφαν πάλι εκμεταλλευόμενοι την ταχύτητά τους.
Λόγω της παρενόχλησης των εχθρών οι Έλληνες μόλις 5 χιλιόμετρα κατόρθωσαν να διανύσουν εκείνη την ημέρα.
Μελετώντας την κατάσταση οι Έλληνες στρατηγοί αποφάσισαν να συγκροτήσουν τμήματα σφενδονητών, από τους υπηρετούντες στο στράτευμα Ρόδιους – οι Ρόδιοι ήταν οι καλύτεροι σφενδονήτες του αρχαίου κόσμου – και ένα τμήμα ιππέων.
Έτσι συγκροτήθηκε ένα σώμα 200 Ροδίων σφενδονητών και 50 ιππέων. Διοικητής των τελευταίων ορίστηκε ο Λύκιος ο Αθηναίος. Κατόπιν, αφού αναπαύτηκαν για μια ημέρα συνέχισαν την πορεία τους. Αφού διέσχισαν γρήγορα μια χαράδρα αναπτύχθηκαν και πάλι σε σχηματισμό τετραγώνου. Μόλις οι Έλληνες πέρασαν τη χαράδρα ενεφανίσθη ο Μιθριδάτης με 1.000 ελαφρούς ιππείς και 4.000 ελαφρούς πεζούς – τοξότες και σφενδονήτες ψιλούς.
Υπερβολική σιγουριά και απάντηση του Ξενοφώντα
Μετά από την προηγούμενη επιτυχία του, με ακόμα μικρότερες δυνάμεις, ο Πέρσης στρατηγός πίστευε πως δεν θα δυσκολευόταν, εκμεταλλευόμενος την ταχύτητα και την ευελιξία των ελαφρών τμημάτων του, να εξαναγκάσει τους Έλληνες σε παράδοση. Από υπερβολική σιγουριά ο Μιθριδάτης έκρινε σκόπιμο να ακολουθήσει τους Έλληνες κατά πόδας, διασχίζοντας τη χαράδρα.
Οι Έλληνες είχαν προχωρήσει περί τα 1.500μ. στο άλλο άκρο της χαράδρας όταν οι Πέρσες τους επιτέθηκαν. Οι Έλληνες στρατηγοί όμως είχαν προβλέψει μία τέτοια εξέλιξη και είχαν συγκροτήσει ειδικά τμήματα καταδίωξης, αποτελούμενα από οπλίτες – ελαφρύτερα οπλισμένους «εκδρόμους» – ψιλούς, πελταστές και τους λιγοστούς ιππείς. Ο Ξενοφών, ως διοικητής της οπισθοφυλακής αμέσως τους επιτέθηκε με το ιππικό σε πρώτο κλιμάκιο και τους πεζούς σε δεύτερο.
Διωκόμενοι όμως εντός της χαράδρας, οι Πέρσες, ιδίως οι ιππείς, αφανίστηκαν, καθώς δεν είχαν χώρο να ελιχθούν. Όσοι δεν σκοτώθηκαν ή δεν ποδοπατήθηκαν μεταξύ τους διασκορπίστηκαν. Επρόκειτο για μεγάλη και χρήσιμη νίκη των Ελλήνων, η οποία τους απάλλαξε από την καταδίωξη και την παρενόχληση των εχθρών. Ήταν η πρώτη νίκη των Μυρίων στην πορεία τους προς τα άγια χώματα της Πατρίδας. Οι νικητές Έλληνες κομμάτιασν τα πτώματα των νεκρών εχθρών στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στους επόμενους Πέρσες που θα επιχειρήσουν να τους επιτεθούν.
Πηγή: history-point.gr