Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης το 429 π.Χ κατά την πολιορκία των Πλαταιών οι Σπαρτιάτες, αδυνατώντας να κάμψουν την αντίσταση των Πλαταιέων με τη χρήση πολιορκητικών κριών και φλογοφόρων βελών, αποφάσισαν να πυρπολήσουν το τείχος και την ξύλινη προέκτασή του.
Οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν μεγάλη ποσότητα ξυλείας από κωνοφόρα δέντρα. Ανάμεσα στα ξύλα έριξαν ρετσίνι και θειάφι (θείο) και άναψαν φωτιά. Η παραγόμενη φλόγα δεν είχε προηγούμενο. Ανυψώθηκε σε ύψος πολλών μέτρων, αναγκάζοντας τους Πλαταιείς υπερασπιστές να εγκαταλείψουν το τείχος για να σωθούν. Πέραν της γαλάζιας φλόγας όμως που κατέκαιγε τις ξύλινες προεκτάσεις του τείχους, οι Πλαταιείς δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν, καθώς δηλητηριώδη αέρια παραγόταν από την καύση του θείου.
Ευτυχώς για αυτούς μια ξαφνική καταιγίδα ξέσπασε και η δυνατή βροχή έσβησε τελικώς τη φωτιά. Τέσσερα έτη αργότερα, το 424 π.Χ. πάλι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Βοιωτοί χρησιμοποίησαν και πάλι μια εμπρηστική συσκευή, το πρώτο λειτουργικό φλογοβόλο της ιστορίας, κατά των Αθηναίων στο Δήλιο.
Το μηχάνημα ήταν απλό στη σύλληψη. Αποτελείτο από τρία κύρια μέρη, τον σωλήνα εκτόξευσης, το δοχείο εντός του οποίου υπήρχε το εμπρηστικό υλικό και τον μηχανισμό εκτόξευσης. Το δοχείο βρισκόταν πάνω από ισχυρή φωτιά, ώστε το εμπρηστικό υλικό – πίσσα και θειάφι – να διατηρείτε σε υγρή κατάσταση. Από το αριστερό άκρο του δοχείου ξεκινούσε ο σωλήνας εκτόξευσης. Στο άλλο άκρο υπήρχε ένα μεγάλο φυσερό.
Όταν το φυσερό λειτουργούσε το εμπρηστικό υλικό από τον σωλήνα διοχετευόταν στον σωλήνα και μέσω αυτού στις εχθρικές οχυρώσεις. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό το βεληνεκές του συγκεκριμένου όπλου ήταν πολύ μικρό και ο σωλήνας έπρεπε να βρίσκεται σε επαφή σχεδόν με τον στόχο.
Ένα παρόμοιο μηχάνημα χρησιμοποίησε και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας κατά των Αθηναίων στην πολιορκία του φρουρίου Ληκύθου στη Χαλκιδική το 423 π.Χ. Το 360 π.Χ. ο Αινείας ο Τακτικός στο σύγγραμμά του περί των πολιορκητικών επιχειρήσεων, συμβουλεύει τους αμυνομένους να κατακαίγουν τους επιτιθεμένους και τις πολεμικές μηχανές τους με υγρή πίσσα. Συμβούλευε μάλιστα να ρίχνουν κατόπιν θειάφι από πάνω, ώστε τα παραγόμενα αέρια να δηλητηριάζουν τους αντιπάλους στρατιώτες.
Ο Αινείας στο σύγγραμμά του κάνει επίσης λόγο για εμπρηστικές βομβίδες, ξύλινες και ακιδωτές, οι οποίες κατέστρεφαν τις εχθρικές πολιορκητικές μηχανές. Το περίεργο ήταν ότι οι βομβίδες αυτές, αν και ξύλινες, περιείχαν εμπρηστικές ύλες. Προφανώς τίθετο πυρ στις βομβίδες ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν την εκτόξευσή τους.
Διάφορα εμπρηστικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην περίφημη πολιορκία της Λίνδου από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 304 π.Χ. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι μόνο σε μια νύκτα οι Ρόδιοι εκτόξευσαν περισσότερα από 800 εμπρηστικά βλήματα κατά των ανδρών του Δημητρίου Πολιορκητή.
Οι Ρωμαίοι ανέλαβαν κατόπιν την σκυτάλη. Οι ιστορικοί Τάκιτος και Σίλιος ο Ιταλικός αναφέρουν την χρήση ειδικών οξυβελών καταπελτών από τον ρωμαϊκό στρατό, οι οποίοι έβαλαν μακρά βελόσχημα βλήματα, εμποτισμένα σε υγρή πίσσα και θειάφι. Οι Ρωμαίοι, ακολουθώντας τα βήματα των Ελλήνων, υιοθέτησαν και τους μονάγκονες λιθοβόλους καταπέλτες, ως μηχανές εκτόξευσης εμπρηστικών βλημάτων.
Οι βλητικές αυτές μηχανές, αντί του συνήθους λίθου, έβαλαν, πιθανώς καταλλήλως διαμορφωμένοι, «εμπρηστικές βόμβες», οι οποίες συνήθως δεν ήταν τίποτε άλλο από πήλινα δοχεία γεμάτα με εμπρηστικές ύλες. Μια σημαντική εξέλιξη αναφέρει ο θεωρητικός του πολέμου του 4ου αιώνα μ.Χ. Βεγκέτιος.
Ο Βεγκέτιος κάνει λόγο για εμπρηστικά βελόσχημα βλήματα οξυβελών καταπελτών, με κούφιο όμως ξύλινο στέλεχος, το οποίο ήταν γεμάτο με θειάφι, ρητίνη, πίσσα και εμποτισμένο σε έλαιο σχοινί, το οποίο λειτουργούσε ως φυτίλι.
Ο Αμμιανός Μαρκελίνος αναφέρει ότι τα ξύλινα στελέχη των βλημάτων αυτών ενισχύονταν με φύλλα σιδήρου, τα οποία είχαν πολλές τρύπες κατά διαστήματα, προφανώς για να παρέχεται οξυγόνο στην φωτιά. Τα βλήματα αυτά τοποθετούνταν στην βλητική μηχανή.
Κατόπιν οι «πυροβολητές» άναβαν το φυτίλι και τα εκτόξευαν. Το φυτίλι, κατά τη διάρκεια της «πτήσης» του βλήματος στον αέρα, μετέδιδε το πυρ στο «γέμισμα», το οποίο με τη σειρά του αναφλεγόταν. Αν ο πυροβολητής ήταν έμπειρος, ήταν ικανός να προγραμματίσει τον χρόνο εκτόξευσης, έτσι ώστε το βλήμα να αναφλεγεί ακριβώς την στιγμή της επαφής του με τα εχθρικά τμήματα. Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν τα βλήματα αυτά ήταν εκρηκτικά.
Θα πρέπει πάντως να μην αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο, εφόσον οι αρχαίοι γνώριζαν το θειάφι, το νίτρο και γενικότερα τα νιτρικά άλατα και το ξυλοκάρβουνο, τα βασικά συστατικά δηλαδή παρασκευής της μαύρης πυρίτιδας.
Πηγή: history-point.gr