Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1802 στο Μελένικο. Ο πατέρας του ήταν Σερραίος, αλλά από πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στο Μελένικο μαζί με τον μετέπειτα Μητροπολίτη Λεόντιο (αδελφό του), ο οποίος αρχιεράτευσε στο Μελένικο από το 1769 μέχρι το 1796.
Αφού περάτωσε τα μαθήματα της Σχολής του Μελενίκου οι γονείς του τον έστειλαν στην περιώνυμη Σχολή των Σερρών το 1815 για να παρακολουθήσει ανώτερα μαθήματα υπό την επίβλεψη του Μακεδόνα Σχολάρχη και διανοούμενου Μηνά Μηνωίδη. Το 1817 μετά τον θάνατο του πατέρα του μετέβη στην Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπως συνήθιζαν να κάνουν τα παιδιά των Μελενικίων. Σπούδασε Νομικά και Ιστορία στο Πανεπιστήμο της Γοτίνγκης (Γκαίτινγκεν) και στο Βερολίνο.
Διέκοψε τις σπουδές του στο Βερολίνο το 1821, όταν είχε αρχίσει η Ελληνική Επανάσταση και κατέβηκε στην Ελλάδα. Το γεγονός της κήρυξης της Επανάστασης ενθουσίασε τον Πολυζωίδη. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1821 πραγματοποίησε το παράτολμο ταξίδι προς την Ελλάδα ακολουθώντας τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι και έγινε μόνιμος γραμματέας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Με αυτήν την ιδιότητα συμμετείχε στις εργασίες της Α΄Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου, που συγκλήθηκε υπό την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Με την ιδιότητα του γραμματέα συνέβαλε στην κατάρτιση του προσωρινού Πολιτεύματος της 1ης Ιανουαρίου 1822. Αν και νεότατος τότε (μόλις 20 ετών) υπήρξε ο κύριος συντάκτης του Συντάγματος και συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου την περίφημη Διακήρυξη του 1822, με την οποία επιδίωξε να καταδείξει στην απολυταρχική Ευρώπη, ότι ο πόλεμος των Ελλήνων ήταν εθνικός και ιερός.. Αργότερα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος χαρακτήρισε την εν λόγω Διακήρυξη ως «κάλλιστον ίσως έγγραφον, εξ όσων ποτέ επί 60 έτη εξέδωκε Ελληνική Συνέλευσις ή Κυβέρνησις».
Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (1823) αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πολυζωίδη πήγε στο Λονδίνο και πέτυχε να συνάψει δάνειο για να ενισχύσει τους πολιορκούμενους. Το 1824 στην Συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας που συνήλθε στο Αιτωλικό ανακηρύχθηκε «Πολίτης» αυτής σε αναγνώριση της προσφοράς του στο αγωνιζόμενο Έθνος. Στην δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825) ο Πολυζωίδης μετέβη στην Μάλτα προς στρατολόγηση μισθοφόρων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ Πασά. Ο ίδιος συμμετείχε στην τελευταία φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου και στην Έξοδο (10 Απριλίου 1826). Ο Πολυζωίδης είναι εκείνος που μετά την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου και την καταστροφή του, σε μια επίσημη ομιλία του στο Ναύπλιο παρουσία και αρκετών αγωνιστών που σώθηκαν στην Έξοδο – ήταν και δεινός ρήτορας – ονόμασε το Μεσολόγγι «ΙΕΡΑΝ ΠΟΛΙΝ», ονομασία που επικράτησε. Το 1827 εξελέγη ως πληρεξούσιος της Συνέλευσης των παρευρισκομένων στην ελεύθερη Ελλάδα Μακεδόνων και Θετταλών και συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση που έγινε στην Τροιζήνα, όπου ψηφίστηκε το νέο Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος.
Μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου (1828) πιστεύοντας ότι η ελευθερία της Ελλάδας είχε εξασφαλιστεί πήγε στο Παρίσι και συμπλήρωσε τις νομικές σπουδές του. Όταν τελείωσε, επέστρεψε στην Ελλάδα (1830). Κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, που προσπαθούσε να νοικοκυρέψει το νέο Ελληνικό κράτος. Ο Πολυζωίδης προσχώρησε στην αντιπολιτευτική παράταξη των φιλελευθέρων συνταγματικών. Στις αρχές του 1831 κυκλοφόρησε στην Ύδρα την εφημερίδα «ΑΠΟΛΛΩΝ» της οποίας ήταν ο εκδότης. Στον υπότιτλο της εφημερίδας έγραφε: «Εφημερίς Αντιδεσποτική και Αντικαποδιστριακή»! Η συγκεκριμένη εφημερίδα ήταν αντιπολιτευτικό όργανο κατά του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και εκδιδόταν ανελλιπώς μέχρι την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια. Τότε διακόπηκε η έκδοσή της αφού εξέλιπε ο σκοπός της αποστολής της.
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Αργότερα (1832) ο Πολυζωίδης επέστρεψε στο Ναύπλιο κι έλαβε μέρος στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Η βαυαρική Αντιβασιλεία εκτιμώντας την νομική κατάρτιση του Πολυζωίδη τον διόρισε πρόεδρο στο πενταμελές δικαστήριο (Πρωτοδικείο) του Ναυπλίου. Οι ίδιοι αντιβασιλείς (Γερμανοί) Μάουερ και Άβελ επέλεξαν τον Πολυζωίδη να δικάσει (16 Απριλίου 1834) τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους αγωνιστές της Επανάστασης, πιστεύοντας ότι λόγω της έχθρας που είχε με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα θα τους καταδίκαζε εις θάνατον «επί εσχάτη προδοσία».
Πριν από την έναρξη της δίκης ο εισαγγελέας Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δύο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και απάντησε αρνητικά. Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη. Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτός από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδη, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς. Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπάθησαν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές.
Η δίκη κράτησε 40 ημέρες και έγινε στο Τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου. Για τον εισαγγελέα Εδουάρδο Μάσον γράφει ο ιστορικός Μέντελσον: «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, που υπερασπίσθηκε με πάθος τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη». Ο Μάσον κατηγόρησε με άκαμπτο πείσμα τον Κολοκοτρώνη. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας. Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα.
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Στην ερώτηση του προέδρου «Τι επάγγελμα κάνεις;» ο Γέρος του Μοριά απάντησε: «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης παραμέρησε τις διαφορές που είχε με τον Κολοκοτρώνη και αρνήθηκε να υπογράψει (μαζί με τον Γεώργιο Τερτσέτη) την καταδίκη των γενναίων αγωνιστών (Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Τζαβέλλα κ.α.). Οι χωροφύλακες του καθεστώτος με βρισιές και λασπολογίες και με προτεταμένη τη λόγχη προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον εκβίαζαν να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών. Η απάντηση του Πολυζωίδη ήταν: «Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε. Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου, αλλά δεν υπογράφω». Στο τέλος των πρακτικών της δίκης έμειναν δύο λευκά μέρη που άφησαν οι συντάκτες για να μπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, που με τη βία τους κάθισαν στις έδρες τους. «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού είναι ίσαμε και σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας», γράφει ο Δ. Φωτιάδης.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς σε έντονο ύφος κάλεσε τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνήθηκε, έμεινε «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοίταζε από το παράθυρο το πλήθος που συνωστιζόταν στην πλατεία. Ο υπουργός με παθιασμένη αυταρχικότητα φώναξε: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες όρμησαν, άρπαξαν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνθηκε, κρατιόταν από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούσαν, τον χτυπούσαν, τον έσπρωχναν, του έσκιζαν τα ρούχα και δια της βίας τον έφεραν στο κάθισμα της προεδρίας. Ο υπουργός διέταξε τον γραμματέα να διαβάσει την απόφαση, επειδή ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος, δεν ήθελε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρούσε την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δεν έδειξε ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν άκουσε την τρομερή φράση: «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρισα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη τούς οδήγησαν σε δίκη. Ήταν ένα από τα ανταλλάγματα που έθεσαν οι άλλοι τρεις αντιβασιλείς για να συμφωνήσουν με τον Όθωνα στην απονομή χάριτος (από την θανατική ποινή) του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών! Να τι είπε ο Τερτσέτης στην απολογία του: «Ζουν οι οπλαρχηγοί. Ζουν! Χαρείτε, ω Έλληνες. Ζουν! Φυλακισμένοι. Αληθινά, εις τα φρούρια, οπού προ δέκα χρόνων επήραν επί κεφαλής σας από τον εχθρόν, αλλά ζουν». Οι δύο δικαστές εκδιώχθηκαν και φυλακίστηκαν. Όταν ενηλικιώθηκε ο Όθων (20 Μαΐου 1835) και ανέλαβε τη βασιλεία, οι αγωνιστές και οι δικαστές έλαβαν χάρη, ελευθερώθηκαν και παρασημοφορήθηκαν.
Ο Πολυζωίδης κατέστη μάρτυρας και διακεκριμένη μορφή στην παγκόσμια Ιστορία της Δικαιοσύνης για την προάσπιση του κύρους και της ανεξαρτησίας της. Η προφητεία του Γεώργιου Τερτσέτη (κατά την απολογία του) επαληθεύτηκε πλήρως: «…το όνομα του Προέδρου μας (Πολυζωίδη) γνωστόν μόνον εις την Ελλάδα, έως την 26η Μαΐου, θα γίνη γνωστόν εις όλην την πλάσιν. Οπόταν μεταξύ των ανθρώπων θα γίνεται λόγος δι’ άφοβον, δια φιλοδίκαιον Πρόεδρον Δικαστηρίου, θα αναφέρεται με εγκώμια το όνομα τούτου του ανδρός». Ο κ.Κωνσταντίνος Χιώλος έγραψε: «Ο Πολυζωίδης διέπρεψε ως δικαστής, ως πολιτικός και ως άνθρωπος των Γραμμάτων. Υπήρξε υπερασπιστής του Δικαίου, άριστος νομικός, υπέροχος φιλόλογος, τέλειος άνθρωπος και μάλιστα ανώτερος χρημάτων. Αν και του παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες να πλουτίσει, εν τούτοις τις απέκρουσε και τις αντιπαρήλθε».
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης μετά την αποφυλάκισή του διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας. Το 1837 (νέος 35 ετών), διορίστηκε Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Εσωτερικών. Ως αρμόδιος Υπουργός, συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση και λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου του ελεύθερου Ελληνικού κράτους με τη σύνταξη των Διαταγμάτων “Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου” και “Περί προσωρινού κανονισμού του Πανεπιστημίου”. Πρόκειται για το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (1862), διορίστηκε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας και αργότερα αποτραβήχτηκε απ’ τη δημόσια ζωή. Πέθανε στην Αθήνα το 1873 στεναχωρημένος, απογοητευμένος, πτωχός και συντετριμμένος από τον κατατρεγμό και την αχαριστία. Η προτομή του κοσμεί τις εισόδους των δικαστικών μεγάρων ανά την Ελλάδα.
Αυτός ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ!
Πηγή: infognomonpolitics.gr