Μετά από τό «χαστούκι» πού έφαγε από τόν Μπότσαρη ο Μουσταή πασάς, αναγκάστηκε νά παραμείνει στό Καρπενήσι καί νά περιμένει τήν κάθοδο τού Ομέρ Βρυώνη από τό Μακρυνόρος, ώστε νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά μία κοινή πορεία πρός τό Μεσολόγγι. Η ανακήρυξη τού Κώστα Μπότσαρη ως αρχηγού τών Σουλιωτών ερέθισε τόν Ζυγούρη Τζαβέλα μέ αποτέλεσμα νά ξαναρχίσουν οι έριδες μεταξύ τών Σουλιωτών.
Ο έπαρχος Κωνσταντίνος Μεταξάς προσπάθησε νά κατευνάσει τά πνεύματα καί αφού έστειλε τόν Κώστα Μπότσαρη στού Αλάμπεη τά Γεφύρια στό Βλοχό Αιτωλοακαρνανίας, ζήτησε από τόν Τζαβέλα νά παραμείνει στή θέση του καί νά προσπαθήσει νά σταματήσει τόν Μουσταή πασά. Κάλεσε δέ από τόν Ράγκο καί τόν Ίσκο νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Σουλιώτες. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας οχύρωσε τή θέση Καλιακούδα, τοποθεσία ιδανική γιά θανατερό καρτέρι καί εκεί περίμενε τίς ενισχύσεις πού τού είχε υποσχεθεί ο Κωνσταντίνος Μεταξάς.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας ήταν τριτότοκος γιός τού Λάμπρου Τζαβέλα καί τής Μόσχως καί αδελφός τού Φώτου. Μετά τήν πτώση τού Σουλίου είχε βρεθεί στήν Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στόν ρωσικό στρατό καί αργότερα βρέθηκε νά πολεμάει στό πλευρό τού Αλή πασά καί εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων. Μετά τό θάνατο τού Αλή πήγε στό Μεσολόγγι όπου μετείχε ενεργά στήν ελληνική επανάσταση, αλλά τό άστρο του επισκιάστηκε από αυτό τού Μάρκου Μπότσαρη. Εκεί στήν Καλιακούδα, ο Ζυγούρης Τζαβέλας αποφάσισε νά πάει νά συναντήσει τόν συμπατριώτη του στόν άλλο κόσμο.
Οι ενισχύσεις πού περίμενε ο Ζυγούρης επιτέλους έφτασαν. Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί όπως ο ξακουστός Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης από τό Πατρατζίκι (Υπάτη), ο Καστανιώτης, ο Γιολδάσης από τό Σοβολάκο, ο Κώστας Σιαδήμας τού Αποκόρου, καθώς καί μερικοί μικροκαπεταναίοι από τά Κράβαρα (ορεινά χωριά τής Ναυπακτίας) έφθασαν στήν Καλιακούδα. Αλλά καί ο Μοριάς θά έδινε τό παρόν του. Ο Ανδρέας Ζαΐμης μαζί μέ τούς Ανδρέα καί Αναστάση Λόντο οργάνωσαν στρατιωτικό απόσπασμα καί ανέθεσαν στό Γεώργιο Ροδόπουλο νά τό μεταφέρει στήν Ευρυτανία, ενώ ταυτόχρονα καί οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζάς περνούσαν μέ μικρά πλοιάρια απέναντι στή Ρούμελη. Συνολικά 2500 άνδρες συγκεντρώθηκαν στήν Καλιακούδα καί οχυρώθηκαν στά υψώματά της γιά νά ελέγχουν τίς διαβάσεις από τίς οποίες θά περνούσε ο εχθρικός στρατός, στήν πορεία του γιά τό Μεσολόγγι.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας έπιασε τά ταμπούρια στό κέντρο τής άμυνας, ενώ έστειλε τόν Γιαννάκη Γιολδάση μέ 200 άνδρες βορειότερα γιά νά φυλάει τά νώτα του. Ο υπερήφανος Μουσταής πασάς δέν άκουσε τούς συμβούλους του, πού τού υπέδειξαν νά αποφύγει τή μάχη καί νά ακολουθήσει άλλο ασφαλές δρομολόγιο γιά τό Μεσολόγγι μέσω Φραγκίστας. Αποφάσισε νά περάσει από τήν Καλιακούδα. Τό πρωΐ τής 28ης Αυγούστου 1823, οι Γκέκηδες καί οι Μιρδίτες (καθολικοί Αλβανοί) τού Σκοδριανού πασά επιχείρησαν επίθεση. Ο τόπος πήρε φωτιά από τίς μπαταριές καί οι λάμες τών σπαθιών άστραψαν στόν καυτό ήλιο τού Αυγούστου. Τέσσερα γιουρούσια έκαναν οι εχθροί καί τέσσερεις φορές αναποδογύρισαν πίσω. Ο ίδιος ο Μουσταής πασάς έφιππος καί μέ τό γιαταγάνι στό χέρι φώναζε στό όνομα τού Αλλάχ: «θάνατος στούς άπιστους!»
Εκατοντάδες τουρκικά κουφάρια σκέπασαν τό χώμα, καθώς η μάχη συνεχιζόταν μέ αμείωτο ρυθμό μέχρι πού έπεσε ο ήλιος. Οι απώλειες τών Χριστιανών ελάχιστες. Τήν επόμενη ημέρα, η επίθεση τών ανδρών τού βεζύρη τής Σκόδρας επαναλήφθηκε αλλά αποκρούστηκε πάλι μέ επιτυχία. Ώσπου, ξαφνικά οι Έλληνες άκουσαν από πίσω τους πυροβολισμούς. Οι εχθροί είχαν περάσει από τό πέρασμα πού φύλαγαν οι Σιαδήμας καί Γιολδάσης καί βρέθηκαν ψηλότερα καί στά νώτα τών αγωνιστών. Η κατάσταση άλλαξε άρδην. Τώρα οι αμυνόμενοι άρχισαν νά έχουν σημαντικές απώλειες καί μή έχοντας άλλη επιλογή ξεγύμνωσαν τά σπαθιά τους καί έκαναν κατά μέτωπο επίθεση αυτοκτονίας. Μπροστά οι Σουλιώτες καί πιό πίσω οι υπόλοιποι, εν μέσω καταιγιστικών πυρών, έκαναν γιουρούσι ξαφνιάζοντας τούς Αλβανούς τού Μουσταή καί καταφέρνοντας νά ανοίξουν δίοδο πρός τή σωτηρία. Οι απώλειες όμως ήταν βαριές καί ανάμεσα στούς νεκρούς πού έμειναν στίς πλαγιές τής Καλιακούδας ήταν ο Ζυγούρης Τζαβέλλας, ο Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης, ο Δήμος Κίτσος καί ο Καστανιώτης.
Η προδοσία εκ μέρους τών Σιαδήμα καί Γιολδάση, οι οποίοι άφησαν αφύλακτο τό μονοπάτι στά νώτα τών Ελλήνων, έφερε τήν ήττα στήν Καλιακούδα καί διέλυσε παντελώς τήν άμυνα στά ορεινά μέρη τής Δυτικής Ελλάδος. Ο Μουσταής μπορούσε ανενόχλητος πλέον νά προελάσει πρός τά πεδινά τής Αιτωλοακαρνανίας, σκορπώντας τόν τρόμο στούς κατοίκους πού εγκατέλειπαν μέ κάθε τρόπο τά χωριά τους. Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς όμως είχε προλάβει νά διώξει τά γυναικόπαιδα από τό Μεσολόγγι καί νά τά στείλει στό νησάκι Κάλαμος γιά προστασία, είχε εφοδιάσει τίς αποθήκες μέ καλαμπόκι πού τού είχε στείλει ο Σισίνης από τή Γαστούνη καί τέλος είχε οργανώσει άριστα τήν άμυνα τής πόλεως όπου μαζί μέ τούς οπλαρχηγούς Τσόγκα, Κώστα Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Δήμο Τσέλιο καί Δημήτριο Μακρή περίμενε τήν έλευση τού εχθρού.
«Οι Έλληνες ωχυρώθησαν μετά ταύτα εις Καλιακούδαν, όπου καί προσεβλήθησαν τήν 27ην Αυγούστου 1823 υπό τών Τούρκων καί τούς αντέκρουον. Αλλά κακή μοίρα ο Σαδήμας αφήνει αφύλακτον θέσιν τινά, από τήν οποίαν εφαίνετο σχεδόν αδύνατον νά εισχωρήση ο εχθρός, καί αυτόθεν παρ’ ελπίδα εισδύσαντες Τούρκοι εξαίφνης, επήραν τά νώτα τών Ελλήνων καί τούς εβίασαν ν’ αποχωρήσωσιν απομαχόμενοι. Τότε δέ εφονεύθησαν ο Ζυγούρης Τζαβέλας, ο υιός τού Μήτσου Κοντογιάννη, ο αδελφός τού Γεωργίου Κίτσιου καί άλλοι, ότε κατεδιώκοντο από τόν εχθρόν φεύγοντες. Όθεν ο Σκόδρα πασιάς προυχώρησεν εις τό Αιτωλικόν, καί συνέστησε τήν πολιορκίαν αυτού, ενώ πλοία τουρκικά είχον αποκεκλεισμένον τό Μεσολόγγι.
Εν τούτοις είχε φθάσει ο λόρδος Νοέλ Μπάυρον εις Κεφαλληνίαν καί ο Μαυροκορδάτος αποστέλλει τόν Γεώργιον Πραΐδην νά τόν προσκαλέση εις τήν Ελλάδα. Ο λόρδος ούτος θέλει νά υπάγη εις Μεσολόγγι νά συναγωνισθή μέ τούς Έλληνας υπέρ τής ελευθερίας, καί γράφων αμέσως πρός τήν κυβέρνησιν, προτείνει ότι ήθελε νά διατηρήση τό σώμα τών Σουλιωτών μέ ιδίαν δαπάνην, εάν διωρίζετο επί κεφαλής των. Τό Νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό) εδέχθη τήν πρότασίν του, νομίσας τήν έλευσιν ανδρός τοιούτου διά τήν Ελλάδα σωτήριον, καί τόν έδειξεν εις τήν πρός αυτόν απάντησίν του φιλοφροσύνην καί εμπιστοσύνην. Η κυβέρνησις εχρεώστει νά υποδέχεται φιλοφρόνως καί νά περιποιήται όλους τούς Χριστιανούς οποιουδήποτε έθνους, όσοι ήθελον προσέλθει νά βοηθήσωσι, καθ’ ότι άν ηδύνατο έκαστος, τήν Ελλάδα. Είχε δέ μεταβή ήδη εις τήν Σαλαμίνα καί τό Βουλευτικό σώμα.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου 1
Πηγή: Αγία Σοφία, Αβέρωφ