Ιωάννης Ορλάνδος, θύμα της Επιτροπής του Λονδίνου και θύτης της Επανάστασης
“Είκοσι μουρτάτες, [προδότες] βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε;” Την σχετική επιστολή στέλνει από το Λονδίνο ο Ιωάννης Ορλάνδος στις 30/6/1825. Παραλήπτης είναι ο Γ. Κουντουριώτης τον οποίο η βρετανική πολιτική ανέδειξε Πρόεδρο της προσωρινής Κυβέρνησης στην θέση του νόμιμα εκλεγμένου Π. Μαυρομιχάλη.
Ιστορικό πλαίσιο της επιστολής
Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από την δολοφονία του Οδυσσέα. Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από την σύναψη του β΄ δανείου στο Λονδίνο και την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Τον προηγούμενο χρόνο το Λονδίνο “διόρθωσε” τα λάθη του με δραστικές ουσίες, ανακλήσεις ή σφαίρες (Byron, Stanhope, Trelawny) και κατόρθωσε, εξαγοράζοντας τις χαλαρότερες επαναστατικές συνειδήσεις (α΄ εμφύλιος), να κλείσει στην φυλακή ή να θέσει στο περιθώριο τους υπερασπιστές της υπερεθνικής Επανάστασης. Ένα νέο διεθνές και εγχώριο επιτελείο προωθήθηκε από το Λονδίνο προς τον δικό του άνθρωπο, τον πρόεδρο Γ. Κουντουριώτη.
Ο Καραϊσκάκης διέφυγε της παγίδας θανάτου που μετά την περί προδοσίας “δίκη” του έστησαν οι φίλα προσκείμενοι στον Μαυροκορδάτο χριστιανοί οπλαρχηγοί από κοινού με τους Τούρκους της περιοχής. Την “προδοσία” του Καραϊσκάκη σέρβιρε στον Byron ο Μαυροκορδάτος, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου των “προδοτών-αντιπατριωτών” που περιελάμβανε δήθεν και την φυσική εξόντωση αμφοτέρων. Η δίκη στήθηκε ως αντιπερισπασμός της μετάβασης του Βύρωνα στην Αν. Στερεά, όπου θα επιβεβαιωνόταν μια νέα Κυβέρνηση που άμεσα θα διεκδικούσε την διαχείριση του α΄ δανείου. Ο λόρδος όντως κοντοστάθηκε και αμέσως μετά δηλητηριάστηκε. Τη νέα Κυβέρνηση θα αποτελούσαν πρόσωπα που φαινομενικά ήταν ουδέτερα μεταξύ των δυο συγκρουόμενων παρατάξεων. Δ. Υψηλάντης, Ανδρούτσος, Πλαπούτας, Νέγρης και κάποιοι ακόμη θα σχημάτιζαν ενωτική κυβέρνηση και θα έπαυαν την σύγκρουση Μαυροκορδάτου-Κολοκοτρώνη. Όμως, παρά την παρουσία του Νέγρη (ο οποίος βρισκόταν πια σε διάσταση με τον Μαυροκορδάτο) η “ουδετερότητα” αυτή ήταν ολοφάνερο ότι αποτελούσε ένα παρακλάδι της υπερεθνικής πλευράς του Κολοκοτρώνη που ουσιαστικά αποτελούσε τον άτυπο αρχηγό της Επανάστασης μετά την μη εμφάνιση του Αλ. Υψηλάντη στην Πελοπόννησο.
Το α΄ δάνειο είχε υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 1824. Σταδιακά, μετά τα μέσα του 1824 ο ανήμπορος διαπραγματευτής της προσωρινής κυβέρνησης Κουντουριώτη στο Λονδίνο, ο Ιωάννης Ορλάνδος έχει συνθλιβεί από την πίεση που υφίσταται. Συντελούσης της οργής του Ορλάνδου έναντι του στυγνού εκβιαστή-κερδοσκόπου Bowring, το δεύτερο δάνειο υπογράφεται στις αρχές του 1825 απευθείας με τους τραπεζίτες Ρικάρντο, χωρίς δηλαδή την μεσολάβηση της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου, γραμματέας της οποίας ήταν ο Bowring, επιστήθιος φίλος του Bentham. Αυτό, αντί να ελαφρύνει τον φιλοχρήματο Ορλάνδο, του προσθέτει επιπλέον πίεση. Τώρα, εκβιαζόμενος, φέρει αποκλειστικά στους δικούς του ώμους το βάρος της “πτώσης” των τιμών του δανείου στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου και της έμμεσης απειλής ότι ο αδελφός του πεθερού του, ο Γ. Κουντουριώτης, θα πάψει να είναι “Πρόεδρος” και ο ίδιος προνομιούχος “σωτήρας” του έθνους. Κατά συνέπεια, υπό τις νέες συνθήκες των γαλλο-βρετανικών σχέσεων που θα δούμε σε λίγο, ο Ορλάνδος στην επιστολή αυτή απηχεί το πνεύμα των απώτερων επιδιώξεων της δυτικής πολιτικής που βρίσκεται πίσω από τα δάνεια.
Από τα μέσα του 24 βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις της Γαλλικής παρέμβασης με τον Μαυροκορδάτο. Ο έτερος απεσταλμένος της κυβέρνησης Κουντουριώτη, ο Ανδρέας Λουριώτης, λίγο πριν υπογραφεί το β΄ δάνειο του Λονδίνου θα μεταβεί στο Παρίσι για λογαριασμό του πάτρονά του Μαυροκορδάτου. Θα συναντήσει τον πρωθυπουργό Villèle και θα συζητήσει για το γαλλικό πακέτο βοήθειας (αντίστοιχο με το βρετανικό) το οποίο υποστηρίζει ο Δ. Υψηλάντης.
Ο Ιμπραήμ αφού αποβιβαστεί ανενόχλητος, έχει τις πρώτες του επιτυχίες στην Πελοπόννησο. Λίγο πριν ο Παπαφλέσσας βγει για το Μανιάκι, ο Κουντουριώτης νιώθει την Μωραήτικη λαϊκή απειλή έτοιμη να ξεσπάσει στο κεφάλι του, αφού από τις αρχές του 1825 οι πρώτοι του Μωρηά βρίσκονται φυλακισμένοι στην Ύδρα ή υπό διωγμό.
Ο υπερφίαλος Ορλάνδος αποδεικνύει ότι δεν έχει την παραμικρή επίγνωση των διεθνών δυνάμεων που δρουν και του διακυβεύματος που τίθεται από την αρχή της Επανάστασης. Ο φόβος λύνει την γλώσσα του και σε μια επιστολή που είναι τραγικά προσωπική και υπηρεσιακή ταυτόχρονα, καταφέρεται κατά πάντων, μιμούμενος σε εκβιασμούς και την Επιτροπή του Λονδίνου. Η ακραία ιδιοτελής και παιδιάστικη στάση στα πιο κρίσιμα γεγονότα της Επανάστασης είναι το κεντρικό συμπέρασμα, ωστόσο τα επιμέρους θέματα είναι πολλά και άκρως σημαντικά.
Ο Ορλάνδος πιστεύει ότι οι νησιώτες και οι Ρουμελιώτες είναι οι αγαθοί πατριώτες, ενώ οι Μωραήτες είναι οι κακούργοι αντιπατριώτες. Η αλήθεια είναι ότι στην τόσο χαλαρή του συνείδηση η δικαιολογία που του προσέφεραν οι δανειστές ήταν βολική για να την υιοθετήσει και να την διαδίδει προς κάθε κατεύθυνση. Ο Ορλάνδος πιστεύει ότι η τιμή της Επανάστασης πέφτει στο Χρηματιστήριο επειδή στον ελλαδικό χώρο επικρατεί διχόνοια. Η αλήθεια είναι ότι η διχόνοια ήταν επιδίωξη του α΄ δανείου, το οποίο και εξέλεγξε τον Κουντουριώτη προσωρινό Πρόεδρο στην θέση του Π. Μαυρομιχάλη. Οι τιμές των ομολογιών χειραγωγούνται πανεύκολα, για ποσά τόσο μικρά όσο τα ελληνικά δάνεια, δημιουργώντας πανικό στους πρωτάρηδες περί τα χρηματιστηριακά παιχνίδια. Τα μέλη της Επιτροπής αγόραζαν ομολογίες προσδοκώντας κέρδη από την άνοδο των τιμών. Όταν αυτές έπεφταν, τότε πίεζαν και εκβίαζαν τους Έλληνες απεσταλμένους. Όσο για τον Ιμπραήμ, αυτός τελεί υπό την προστασία, αν όχι υπό την καθοδήγηση της Γαλλίας και της Βρετανίας, οπότε ο Ορλάνδος πάσχει πλέον από ψυχική νόσο αντιστροφής της πραγματικότητας. Κατηγορεί ψευδώς αυτούς κατά των οποίων έχει ήδη ταχθεί για προσωπικό όφελος, χωρίς να βλέπει ούτε καν την υπόδειξη του Μπένθαμ να καταργηθεί η ανεξαρτησία και η δικαιοδοσία της δικαιοσύνης, να καταπατηθεί το Σύνταγμα του Άστρους (σε άλλη επιστολή ζητά να παραμείνει ο Κουντουριώτης Πρόεδρος και μετά την λήξη της θητείας που προέβλεπε το Άστρος). Κατηγορεί τον Κολοκοτρώνη και τους περί αυτόν ως προδότες. Κάπως έτσι στήθηκαν όλες οι κατηγορίες της εθνικής νεωτερικότητας εναντίον των υποστηρικτών του οικουμενικού χριστιανισμού. Την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο, η αντιχριστιανική Δύση δολοφονεί ή επιχειρεί να δολοφονήσει τον Καραϊσκάκη, τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Π. Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Βαρνακιώτη, τον Βισβίζη κ.α., εντάσσοντας τα κακουργήματα αυτά στο θεσμικό πλαίσιο του δυτικού κράτους δικαίου. Έτσι ο κάθε Ορλάνδος γίνεται γρανάζι της μηχανής που μετατοπίζει τα πραγματικά αίτια της σύγκρουσης και διαδίδει τα ψεύδη και τις συκοφαντίες. Όμως δεν μπορεί εύκολα να κατηγορήσει κάποιος τον Ορλάνδο ότι δεν αντιλήφθηκε πως το παιχνίδι Αγγλίας-Γαλλίας ήταν στημένο σε ψηλότερο (τεκτονικό) επίπεδο, προκειμένου να μην μπορέσει η ρωσική παράταξη της Επανάστασης να σηκώσει κεφάλι. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από το όποιο αίτιο που δημιούργησε την γαλλική παρέμβαση.
Στο άλλο άκρο: τη στιγμή που ο Ορλάνδος γράφει από το Λονδίνο, ο ήδη αποφυλακισμένος Κολοκοτρώνης υπογράφει την αίτηση προστασίας προς την Αγγλία και ξεχωριστή διαβεβαίωση (τεκτονική;) προς τον Canning που την ζητά. Ίσως η μέγιστη προσφορά του Κολοκοτρώνη στην Επανάσταση είναι ότι κατάφερε να παραμείνει ζωντανός, εντός του πολιτικού παιχνιδιού και να εξασφαλίσει από την Συνέλευση της Τροιζήνας την υπογραφή της υπέρ του Καποδίστρια. Το Λονδίνο που γνώριζε τις πεποιθήσεις και τις ικανότητες του γέρου, ώθησε τον Ορλάνδο να ζητήσει -ως Σαλώμη- το κεφάλι του από τον “Ηρώδη” Κουντουριώτη. Ευτυχώς, ο τελευταίος δεν ενέδωσε. Στο πλαίσιο της ομόνοιας έναντι του Ιμπραήμ εκδόθηκε πράξη πολιτικής αμνηστίας με ειδική -φωτογραφική- εξαίρεση για τον Οδ. Ανδρούτσο.
Είπαμε πως η επιστολή γράφεται 4 μήνες μετά το β΄ δάνειο και την εμφάνιση του Ιμπραήμ. Να προσθέσουμε ότι τότε (αρχές του 25) ο Ορλάνδος έγραφε στους αδελφούς Κουντουριώτη: “Όλοι εχάρησαν εδώ ακούσαντες τον θάνατον του υιού Κολοκοτρώνη, και είπαν, η Ελλάς έχει τώρα Διοίκησιν”. Όχι τυχαία, ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζεται ως σήμερα από πολλούς “στρατιωτικός”· και αυτοί θεωρούν ότι ο α΄ εμφύλιος έγινε μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών. Όσο για τον β΄ εμφύλιο που συχνά αναφέρεται ότι έγινε από εγγενή αντιπαλότητα Ρουμελιωτών-Μωραητών, είναι ένα ακόμα θέμα που το προκάλεσε το Λονδίνο. Κρίμα στις αναλύσεις τόσων επιστημόνων που, ακολουθώντας τον Φίνλεϋ και τους άλλους νεωτερικούς της εποχής, “αποδεικνύουν” ως σήμερα τον “άγριο τοπικισμό” των γραικοχριστιανών και την ανάγκη για ένα έθνος “ευρύτερο” από το χωριό του κάθε αγωνιστή. Είναι το πολιτικό “έθνος” που προωθούσαν οι “Φίλοι του Νόμου”, υποκρινόμενοι πως δεν έβλεπαν το χριστιανικό (υπερεθνικό) έθνος των “Φίλων του Χριστού” που δημιούργησε την Επανάσταση.
Επιστολή προς τον Γ. Κουντουριώτη
Λονδίνο, 18/30 Ιουνίου 1825
Το αδελφικόν μου τούτο χρησιμεύει να σε φανερώσω, το οποίον πολλάκις σε είπα, το να γράφη δηλ. η Διοίκησις τακτικά προς την εδώ αποστολήν· ότι από την έλλειψιν τούτου θα καταντήσωμεν να μην έχωμεν τα μέσα. Μην γυρεύης τι εδοκίμασα τούταις ταις ημέραις με τον Ρικάρδον δανειστήν μας, όστις δια τας φημιζομένας κακάς ειδήσεις και τον εκ τούτων ξεπεσμόν του δανείου εις τα 13%, εζητούσε να υποχρεώση την αποστολήν να αγοράση το τέταρτον του δανείου. Τι θέλεις; Σχεδόν επιάσθηκα. Έχουν και τα δίκαιά των· άπειρα χάνουν με αυτόν τον κατεβασμόν των φόντων, [κεφαλαίων] καθώς και πέρυσι με το άλλο· από τον Φεβρουάριον οπού υπεγράφη το συμφωνητικόν έως σήμερον, τριακόσιες χιλιάδες λίρες χάνουν οι κρατούντες τα σκρίτα, [ομόλογα] και πόσα πέρυσι, και εκ τούτου μικροψυχούσι, και δεν έχει υπόληψιν το δάνειόν μας, επειδή μη να έχη τινάς γράμματά σας να τους ησυχάζη τας υποψίας των, από το άλλο μέρος ακούοντες ότι εσυγχωρήθησαν οι αποστάται, ενεκρώθησαν διόλου, λέγοντες, ότι εις την Ελλάδα δεν είναι Διοίκησις. Αδελφέ! Τέτοια σκυλιά τα φυλάττετε ακόμη; Κρίσιν θέλουν αυτοί; Και τι κακόν άφησαν να μην το κάμουν; Αν τα πράγματα της Ελλάδος έμειναν οπίσω, είναι αυτοί, οι μυριάκις χειρότεροι των Τούρκων, η αιτία· είκοσι μουρτάτες, [αποστάτες] βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε, οπού εσήκωσαν τα άρματα κατά της Διοικήσεως, οπού έφαγαν τέσσαρας χρόνους τον Μωρέαν τον Ελληνικόν και έκαμαν παντός είδους κακόν; Ιδού τα αίτια της καταδίκης των· τι εννεαμελής επιτροπή; Τι κρίσις; Ιδού τι τους καταδικάζει εις μύριους θανάτους· αλλ’ όταν Πανούτζος, Τρικούπης, Λόντος και τόσοι άλλοι είναι πάλιν βουλευταί, είναι βέβαιον ότι ούτως ήθελε γένει το πράγμα ούτε με τόσα μέσα χρηματικά, ούτε με τόσας νίκας θαλασσίους δυνάμεθα να στερεώσωμεν Διοίκησιν· αλλοίμονον εις ημάς οπού εχάθημεν! Έμαθες πως από την Δυτικήν Ελλάδα έστειλαν τον Ρούπενταλ εδώ με γράμματα πληρεξουσιότητος να πραγματευθώσι δύο μιλλιουνίων ταλλήρων δάνειον, και είδαμεν και πάθαμεν να το ρίψωμεν κάτω, κοντεύσαντες να χάσωμεν το εθνικόν; Αλλοίμονον! Έτζι θα πάμε εμπρός; Μας δανείζουν πλέον; Μας εμπιστεύονται; Αχ καϋμένοι ’μεις νησιώται! Από ολίγους κοτζαμπασήδες Μωραΐτες και Φαναριώταις χανόμεθα! Είδες τι έγραφεν ο βρωμο-Υψηλάντης εις τα Παρίσια· τι τον φυλάττετε, αδελφέ; Δεν καθαρίζετε την Ελλάδα από τέτοιαις βρώμαις; Τώρα οπού έχουν ανάγκην οι στεριανοί από το ναυτικόν μας, αν δεν κυτάξωμεν να ωφεληθώμεν, να λάβωμεν την δύναμιν και εξουσίαν εις χείρας, αύριον μια ησυχία, addio περίστασις, πετά και φεύγει· πρόσεχε μην αφεθής από τα πράγματα, πρόσεχε καλά, άνοιξε τα μάτια σου. Γιατί να συγχωρήσης να γένη επιτροπή δανείου; Εγώ τα στέλνω σε σένα τα χρήματα· τα κονοσιμέντα, οι μάρκες, γίνονται εις το όνομά σου· γιατί να τα παραιτήσης; Και δεν γνωρίζεις ότι εις τα χρήματα είναι η δύναμις; Πρόσεχε από κάθε λογής ξένον· αρχοντιαίς και μακρυά, και μάλιστα από Φαναριώταις και Φραντζέζους. Τώρα, τώρα είναι ο καιρός να ωφεληθώμεν από την δύναμιν του ναυτικού μας και μην αφήσης να πετάξη το πουλί. Δια να λάβης δύναμιν, σου χρειάζεται τακτικόν στρατιωτικόν, οπού υπακούει· κράξε τον κολονέλ Νάπιερ από την Κεφαλληνίαν· αυτός είναι τίμιος, άξιος και παλλικάρι· εις τρεις μήνας κατά το σύστημά του δύναται να οργανίση δέκα χιλιάδες στράτευμα. Αυτά οπού σε γράφω μην τα υπολαμβάνης παιχνίδια· είναι λόγια παστρικά· άκουσέ με· θυσίασε ό,τι θυσιάσης, και κράξε τον το ογληγορώτερον· είναι ο μόνος, αν θέλετε να κάμετε τακτικόν· έχει πολλήν υπόληψιν εδώ· είναι από λαμπράν φαμίλιαν και ένας των περιφήμων στρατιωτών της Ευρώπης· αυτό άκουσέ με και κάμε το, και μην προσμένης από την Αμερικήν και από τον άξιον Καλλέργην, όχι πως θα κοστίση ο καθένας έναν θησαυρόν, αλλά δεν το πιστεύω να συγχωρηθή η έξοδός των· έπειτα είναι ξένοι, και μην ακούης τα κουράφαλα του Λουριώτη· τούτος ό,τι τον έρθη από τον κώλον, αυτό γράφει· δεν βλάπτει, εξοδεύει κάμποσα, και εγλεντά ο άξιος φίλος του Καλλέργης.
Εγώ είμαι, αδελφέ, βασγεστισμένος [απογοητευμένος] από τον Λουριώτην· τούτος είναι ένας δόλιος άνθρωπος· ψεύστης, καλπουζάνος, κενόδοξος εις το άκρον· η ανάγκη της Ελλάδος μ’ έκαμε να υποφέρω από τούτον πολλά· δεν ηξεύρω τι μέλλει γενέσθαι με τούτον τον Πρωτέα· μ’ υποσχέθη προ 4 μήνες ότι ήθελ’ αλλάξει σύστημα, το οποίον και σας έγραψα, πλην του κακού, έγινε χειρότερος· μην νομίζετε πως αξίζει και τίποτε· εις την δουλειάν γνωρίζεται ο άνθρωπος· αν με γνωρίζετε ικανόν, αν μ’ εμπιστεύεται το έθνος, ας μ’ αφήση μοναχόν· ειδέ στείλε μου την ανάκλησίν μου, ότι ευθύς οπού τελειώση το δάνειον τούτο, θέλει επιστρέψω και τότε θέλει γνωρίσετε τι άξιζεν ο Ορλάνδος· ας μην ήμουν εγώ, και ήθελ’ ιδήτε. Προσμένω από πρώτον σου γράμμα να μη ησυχάσης, ότι δεν εμπορώ να υποφέρω πλέον τούτον τον απατεώνα, τον Ιταλόν, τον αδιάντροπον, τον κόλακα εν ανάγκη, τον πάντα ποιούντα έως να κατορθώση την δουλειά του· ας μην είχε τύχει τούτη η αποστολή, και ήθελ’ ίδω τι κοιλιαίς ήθελε να παστρεύη εις το Λιβούρνον· αβαντουριέρηδες [τυχοδιώκτες] είναι, αγαπητέ, και ημείς τίμιοι, και απατώμεθα με την ψευτομετάνοιά τους· έπειτα είναι από την Άρταν, και οι Αρτινοί φημίζονται οι πρωτοσερέτηδες [πιο δύστροποι] του κόσμου· όλους φίλους τους έχει, και κανένα δεν αγαπά· όλων ψεύματα λέγει, αλήθειαν δεν ηξεύρει, ούτ’ εσυνήθισε να λέγη· δια τα τέλη του τα άθλια όλους τους πεσκεσάρει, αν πέση τούτος νάχη τον άλλον, καθώς και το είδες εμπράκτως, και ούτως το φρονούσε· είναι κατά το λεγόμενον εις την νήσον μας «αγ τζι πλάσουι»· [Σατανάς] τώρα άρχισε να πληρώνη τα χρέη του οπού εχρεώνετο και έτρωγε εις την Ελλάδα των Μπουτουρέων και τόσων άλλων· οι λεγόμενοι θείοι του εις Λιβόρνον, θείοι από έκτην και εβδόμην γενεάν, ούτ’ εν σολδί δεν τον έδιδαν, και μάλιστα ο Γιαλιάς· ας μην είσθε σεις και εγώ, ήθελε ιδώ αν εκατώρθωνε ή το πρώτον ή τούτο το δεύτερον, να έλθη εδώ· αλλ’ όλα καθώς πάτησε το καΐκι τα λησμόνησε· ας τελειώση η πληρωμή του δανείου τούτου να φύγω, και τότε βλέπετε τι άξιζα εγώ, και πόσην υπόληψιν και βάρος έδιδα εις την αποστολήν, και πώς εφρόντιζα και εφύλαττα τα πάντα. Αν θελήσω να σε τα γράψω όλα, και ’σένα θέλει βαρύνω, κ’ εμένα ο καιρός θέλει με λείψει· αλλά σε λέγω ως αδελφός, ότι αν δεν γίνεται να μείνω μόνος, φρόντισον έναν άνθρωπόν σας, ότι είναι ανάγκη, και ανάγκη μεγάλη, να έχη το σπήτι σας άνθρωπον χωρίς άλλο εδώ, ότι εγώ αναχωρώ εξάπαντος· με τούτον τον πλάνον δεν καταδέχομαι να μένω· εντρέπομαι πώς σας έγραψα υπέρ αυτού, πλην το ομολογώ πως μ’ υπεσχέθη και με γέλασε.
Ηκούσθη σήμερον εδώ από Τεργέστης η πτώσις του Νεοκάστρου, και ότι είναι πάλιν διχόνοιαι· παραταύτα τα φόντα μας [κεφάλαια] εξέπεσαν, και άρχισαν να βλασφημούν τας καθημερουσίας διχονοίας μας. Μ’ αυτάς τας ολημερινάς διχονοίας και τούτο το δάνειον θα χάσωμεν, και άλλο, αν λάβωμεν ανάγκην, δεν θα δυνηθώμεν να κάμωμεν και ο Θεός να γένη ίλεως.
Η μαρτυρία των αποστατών είναι τα άρματα οπού φέρουν εις χείρας κατά της πατρίδος, και αύτη μόνη τους καταδικάζει· έπειτα εις τας επαναστάσεις δεν χρειάζεται άργητα, επειδή αι περιστάσεις αλλάσσουν από την μίαν ώραν εις την άλλην.
Ο σεβαστός γέρων κύριος Κοραής από το Παρίσι σ’ ασπάζεται, και με έγραψε να σε είπω, ότι από τα φράγκα 1500 οπού σ’ έστειλε να μοιράσης των πυρπολιστών ναυτών των τολμηροτέρων εις την προσκόλλησιν των εμπρηστηρίων, να μην λησμονήσης και τον άξιον Κανάριον.
Την έσωθεν, αφ’ ου την αναγνώσης, την στέλνεις τον ακριβόν μας κύριον Λάζαρον εις Ύδραν.
Δυο φρεγάται της πρώτης τάξεως εις την Νέαν Υόρκ της Αμερικής ετοιμάζονται υπό την επιστασίαν του αξίου στρατηγού Λαλεμάνδ· δυο άλλαι εδώ, εξ ων η μια είναι έτοιμη, μια εις την Γαλλίαν, και άλλη εις την Σουηδίαν, και το ατμοκίνητον· δι άλλας δεν δυνάμεθα, ότι δεν μένουν χρήματα δια τας ανάγκας της Διοικήσεως, και ούτως εν διχονοίαις τρέχοντες δεν ηξεύρω αν μας δανείζωσιν άλλα, και προς είδησίν σου.
Χθες έλαβον γράμμα από τον καλόν μας και ενάρετον αδελφόν κύριον Λάζαρον, ο οποίος προς τοις άλλοις με ομιλεί και περί της στενοχωρίας την οποίαν δοκιμάζει η φαμιλία μου δια την απουσίαν μου, προσθέτων ακόμη, αν ήτον δυνατόν, όταν διευθετηθώσι τα του δανείου, να επιστρέψω να με ιδή η φαμιλία μου, και πάλιν, αν η ανάγκη το καλέση, να ξαναγυρίσω· το επιθυμούσα κ’ εγώ πολλά, μα πώς γίνεται; ευθύς όπου ακουσθή εδώ, όλα ανατρέπονται· τόσαις μεγάλαις και πολλαίς δουλειαίς, αι πληρωμαί του δανείου ακόμη όλαι δεν έγιναν· αυταί τελειώνουν τον 8βριον, αν δεν τύχη τι απευκταίον· είναι αι φρεγάται, τόσαι άλλαι δελικάται υποθέσεις χρήζουσαι της παρουσίας μου, και εις τίνα να εμπιστευθώ (αν ημπορούσε να γένη;) εις τον Λουριώτην; αλλοίμονον! Τι να σε ειπώ; εις μίαν εβδομάδα τα σκορπούσε όλα κατά το χέρι και τον πόνον δια την Ελλάδα οπού έχει. Και τι έχει να χάση τούτος εις την Γραικίαν; τούτος είναι Ιταλός· ό,τι τύχη (ο μη γένοιτο) της Ελλάδος, δίπορτο τώχει· πάγει εις τους λεγομένους θείους του εις το Λιβόρνον· αν δεν ήτον να έλθη εδώ, εις την Ελλάδα ήθελε μείνει; και τι να κάμη; τι να φάγη πρώτον; πάλιν αλλοίμονον!
Λοιπόν συ κύταξε να ησυχάσης την φαμιλίαν μου, αδελφέ, με τον τρόπον οπού κρίνεις φρόνιμον· εις την αγάπην σου και την φρονιμάδα σου αφιερώνομαι, και καθώς εγώ θυσιάζομαι δια το σπήτι σας, ούτω και σεις πρέπει να στοχάζεσθε την εδικήν μου φαμιλίαν, καθώς διόλου δεν αμφιβάλλω.
Πρόσεχε από τους Γάλλους· σέβου τους Άγγλους οπού μας βοήθησαν και θέλει μας βοηθήσουν· μην απατάσαι με το όνομα των κομιτάτων· είναι όλο λόγια· να γνώριζες τι πράγμα είναι αυτά τα κομιτάτα! Και όταν συσταίνονται έτζι αργά, και ποία είναι τα αίτια της συστάσεώς των! Όσα προσπαθούν οι Γάλλοι, τα ηξεύρουν εδώ οι Άγγλοι όλα, και πρόσεχε καλά. Μη δος ετέρω την δόξαν σου· να χυθούν, αδελφέ, τόσα αίματα, να εξοδευθούν τόσα πλούτη, τόσοι ίδρωτες δια έναν ………… [αποσιωπητικά] και να ιδούμεν τι λέγουν αι άλλαι Δυνάμεις, δεν κάμνουν τίποτε, σκάπτουν μόνον τον λάκκον μας.
Περί των όσων σ’ έγραψα μην βαρυνθής, παρακαλώ, να μ’ αποκριθής όσον ταχύτερα δια να κυβερνηθώ. Χαιρέτα μου την αγαπητήν φαμιλίαν σου. Πρόσφερε εις τους φίλους όλους τα πρέποντά μου.
Μεγάλην ζημίαν θα λάβουν από το κάμβιον [συναλλαγματική διαφορά] εκείνοι οπού εστάλησαν εις την Μάλταν, και τα είδη θα τ’ αγοράσουν ακριβά.
Υγίαινε και αγάπα τον σεβόμενον και αγαπώντα σε
αδελφόν σου
Ιω. Ορλάνδον
Πηγή: Καραβάκι της Ιστορίας , Αβέρωφ