Η μάχη του Βαθέος Ρύακος είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες της βυζαντινής ιστορίας. Αντίπαλοι ήταν από τη μια η Αυτοκρατορία και από την άλλη η σέχτα των Παυλικιανών, μια βασιζόμενη στον γνωστικισμό αίρεση που είχε εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει δημιουργώντας ανεξάρτητη επικράτεια στην Τεφρική, στην σημερινή Σεβάστεια της σημερινής Τουρκίας, με την συνδρομή των μουσουλμάνων.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ. οι Παυλικιανοί συμμάχησαν με τους Άραβες και συμμετείχαν σε όλες τις αραβικές εισβολές στην Μικρά Ασία, υπό τον ηγέτη τους Καρβαία και κατόπιν τον Χρυσόχειρα. Οι εικονομάχοι Παυλικιανοί είχαν διωχθεί άγρια μετά το πέρας της Εικονομαχίας. Το 863 μ.Χ. στη μάχη του Λαλακάοντος Άραβες και Παυλικιανοί συντρίφτηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα και ο Καρβαίας σκοτώθηκε.
Κατόπιν αυτού την ηγεσία τους ανέλαβε ο Χρυσόχειρ και έφτασαν στο σημείο να επιτεθούν ακόμα και στη Νίκαια και να καταστρέψουν την Έφεσο. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ προσπάθησε να απαλλαγεί από την απειλή αλλά δεν το κατόρθωσε, ο δε Χρυσόχειρ επιτέθηκε και πάλι στα αυτοκρατορικά εδάφη φτάνοντας ως την Άγκυρα.
Καταδίωξη και παγίδευση
Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί και ο Βασίλειος και διέταξε, το 872 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 878 που μάλλον είναι και το πιθανότερο), τον Δομέστιχο των Σχολών (αρχηγό της αυτοκρατορικής φρουράς) Χριστόφορο να συντρίψει τους Παυλικιανούς. Ο Χριστόφορος πράγματι κινήθηκε κατά των εχθρών καθώς αυτοί επιχειρούσαν να επιστρέψουν στην Τεφρική φορτωμένοι με λάφυρα. Ωστόσο ο Χρυσόχειρ κατάφερε να αποφύγει την βυζαντινή καταδίωξη και να περάσει στο Θέμα του Χαρισιανού.
Κατόπιν κινήθηκε προς το πέρασμα του Βαθέος Ρύακος (το σημερινό Καλινιρμάκ στη βόρεια Καππαδοκία). Στο μεταξύ ο Χριστόφορος ακολουθούσε κατά πόδας τους εχθρούς. Όταν τους πλησίασε διέταξε τους επικεφαλής των θεματικών μονάδων των Αρμενικών και του Χαρισιανού, με 5.000 άνδρες, να διατηρήσουν στενή επαφή με τους εχθρούς ενημερώνοντάς τον για τυχόν αλλαγή κατεύθυνσης πορείας τους.
Απόλυτος αιφνιδιασμός
Ο ίδιος με τον όγκο των δυνάμεων του έμεινε πιο πίσω δίνοντας στους Παυλικιανούς την εντύπωση ότι δεν καταδιώκονταν πια. Η δύναμη αυτή προσέγγισε το στρατόπεδο των Παυλικιανών τη νύκτα. Οι τελευταίοι, αισθανόμενοι ασφαλείς, είχαν στρατοπεδεύσει στην μικρή κοιλάδα ενώπιον του περάσματος.
Οι Βυζαντινοί κινήθηκαν αθόρυβα και κατέλαβαν έναν δασωμένο λόφο υπερκείμενο του εχθρικού στρατοπέδου. Οι δύο επικεφαλής των 5.000 θεματικών στρατιωτών αποφάσισαν, παρά τις διαταγές, να εκμεταλλευτούν τον εφησυχασμό των αντιπάλων τους και να επιτεθούν την αυγή.
Πράγματι οι Βυζαντινοί εφόρμησαν με ένα τμήμα 600 ανδρών, με τους υπόλοιπους να χτυπούν τις ασπίδες και τις σάλπιγγες να ηχούν προκαλώντας απίστευτο θόρυβο. Τα σαλπίσματα όμως αποτελούσαν παράλληλα σήμα προς τον στρατηγό Χριστόφορο για να κινηθεί. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Δεχόμενοι την επίθεση των 600 και σε λίγο και των υπολοίπων 4.400 Βυζαντινών της εμπροσθοφυλακής οι Παυλικιανοί τράπηκαν σε φυγή.
Έπεσαν όμως πάνω στη δύναμη του Χριστόφορου και κυριολεκτικά αφανίστηκαν. Οι Βυζαντινοί τους καταδίωξαν σε απόσταση 50 χλμ. από το πεδίο της μάχης, σφαγιάζοντάς τους ανηλεώς. Ο Χρυσόχειρ κατάφερε αρχικά να ξεφύγει με τους σωματοφύλακές του αλλά τελικά κυκλώθηκε στο λεγόμενο βουνό του Κωνσταντίνου. Εκεί ένας Βυζαντινός στρατιώτης που είχε παλαιότερα αιχμαλωτισθεί από τους Παυλικιναούς και είχε υποφέρει τα πάνδεινα, ο Πουλάδης, τον έπληξε και τον έριξε από το άλογό του.
Ο Χρυσόχειρ αιχμαλωτίσθηκε τραυματισμένος και αποκεφαλίστηκε. Το κεφάλι του στάλθηκε στον αυτοκράτορα Βασίλειο στην Κωνσταντινούπολη. Η νίκη των Βυζαντινών ήταν απόλυτη. Το 878 μ.Χ. τα αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν στην Τεφρική και ισοπέδωσαν την πρωτεύουσα των Παυλικιανών. Η μάχη τοποθετείται χρονικά στο 872 μ.Χ. από παλαιότερους ιστορικούς. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα όμως το τοποθετεί τη μάχη στο 878 μ.Χ. και την καταστροφή της Τεφρικής ως άμεσο αποτέλεσμά της.
Πηγή: history-point.gr