Ευστράτιος Ευστρατιάδης
Ο πρώτος Έλληνας δημοσιογράφος που περιόδευσε στη Μακεδονία και τροφοδότησε τον μεγάλο Αγώνα
Υπάρχουν μαχητές που δίνουν τον νυν υπέρ πάντων αγώνα έχοντας ως όπλα τις ακατάβλητες ψυχικές τους δυνάμεις και την πένα τους. Το πνεύμα τους πλανιέται πάντα στην πρώτη γραμμή του πυρός και το ανάστημά τους ξεπερνά εκείνο κάθε επίβουλου.
Ένας εξ αυτών, στη νεότερη ελληνική ιστορία, υπήρξε ο Ευστράτιος Ι. Ευστρατιάδης (1872-1953). Εγκατέλειψε την ησυχία και την καλοπέραση των Αθηνών, σε μια εποχή (1903) κατά την οποία ο αδελφός του, ο Γρηγόριος Ι. Ευστρατιάδης, γινόταν διευθυντής μιας από τις εφημερίδες με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ελλάδα, του «Σκριπ»[1]. Πήγε στη Μακεδονία για να περιγράψει τι υπέφεραν οι Έλληνες, να ευαισθητοποιήσει τις ελληνικές Αρχές, να ενημερώσει και να ξεσηκώσει το κοινό.
Σεμνός, ήρεμος και συνεσταλμένος, παρά το γεγονός ότι άφησε βαθύ στίγμα στη λογοτεχνία μας, δεν ευτύχησε να απολαύσει την αναγνώριση και τη θέση που του άξιζαν στην ελληνική βιβλιογραφία. Αναφέρονται λανθασμένες ακόμη και οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του! Είναι ίσως το τίμημα της αφοσίωσής του στο καθήκον με αξιοπρέπεια και στην πατρίδα με φανατισμό. Ο χαριτωμένος και ευγενής χρονογράφος της εφημερίδας «Σκριπ» έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Βρέθηκε και τότε στο μέτωπο, κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο την πένα.
Το βιβλίο του «Εντυπώσεις εκ του πολέμου του 1897», το οποίο κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα (1912), είναι αποκαλυπτικό για τη στρατιωτικοοικονομική κατάσταση της χώρας, το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών, τα λάθη της πολιτικής ηγεσίας και τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις των αποκαλούμενων «Μεγάλων Δυνάμεων»[2].
Εξώφυλλο του βιβλίου του.
Από την πρώτη ημέρα έκδοσης της εφημερίδας «Σκριπ» βρέθηκε στο βασικό επιτελείο των δημοσιογράφων που στήριξαν τον εκδότη της Ευάγγελο Κουσουλάκο, ο οποίος ήταν και συγγενής του. Τον Ιανουάριο 1903 έφυγε από τη ζωή ο Ευ. Κουσουλάκος, η ιδιοκτησία της εφημερίδας περιήλθε στον δικηγόρο Αθηνών Γρηγόριο Κουσουλάκο και τρεις άνθρωποι ανέλαβαν την έκδοσή της: οι Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Δημήτριος Χατζόπουλος και Ευστρ. Ευστρατιάδης.
Ο τελευταίος αποφασίζει να βρεθεί στη Μακεδονία, όπου δρούσαν σχεδόν ανενόχλητοι και καταπιέζοντας τον ελληνικό πληθυσμό οι Βούλγαροι. Φόνοι, λεηλασίες, δηώσεις, βιασμοί, εμπρησμοί ήταν στο καθημερινό ειδησεογραφικό δελτίο. Ο 31χρονος Ευστρατιάδης γυρίζει όλη τη Μακεδονία. Στέλνει ανταποκρίσεις, περιγράφει την κατάσταση, αποκαλύπτει την ακηδία των πολιτικών και τις πάσης φύσεως εξαρτήσεις τους, βρίσκεται κοντά στον Έλληνα αγρότη.
Τα κείμενά του συζητούνται, προκαλούν αντιδράσεις και πλημμυρίζουν με αγανάκτηση ψυχές, όπως του Παύλου Μελά. Μεταφέρει κραυγές αγωνίας, περιγράφει το μεγαλείο του Μακεδονικού Ελληνισμού, την ακμή και την εργατικότητά του. Ακούραστος, βαδίζει περνώντας απ’ άκρου εις άκρον όλη τη Μακεδονία. Καταγράφει, εμψυχώνει, σταυροκοπιέται, συνεχίζει και ξεσηκώνει. Επιστρέφοντας, εκδίδει τις ανταποκρίσεις του σε ιδιαίτερη έκδοση υπό τον τίτλο «Μακεδονία»[3]. Ήταν η πρώτη περιοδεία Έλληνα δημοσιογράφου που πυροδότησε τους αγώνες που ακολούθησαν.
Λαϊκή εικόνα
«Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει εις την ιστορίαν ωραιοτέρα νίκη απ’ αυτήν, την οποία κερδίζει ασφαλώς και ατρομήτως ο εθνισμός μας εις εκείνους τους απορθήτους προμαχώνας του εις τας μακεδονικάς πόλεις και χωρία» συμπέρανε, στέλνοντας το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση[4]. Ψύχραιμος, οξυδερκής αλλά και δυναμικός, έδωσε την απάντησή του για το πως πρέπει να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα και όσοι επιβουλεύονται την ελληνική Μακεδονία.
«Διά την αντιμετώπισιν της καταστάσεως δεν βλέπω άλλο μέσον τελεσφόρου ενεργείας του Ελληνισμού κατά των δολοφόνων του, παρά την ένοπλον αντίστασιν. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού»[5]! Ποτέ δεν ζήτησε να εξαργυρώσει την προσφορά του. Συνέχιζε να δημοσιογραφεί, εξελίχθηκε σε άριστο χρονογράφο, μεταφραστή και διηγηματογράφο που βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο 1953 και παρέμειναν ανέκδοτα πολλά θεατρικά έργα και μυθιστορήματά του.
Πηγή: taathinaika.gr, newsbreak, Ακτίνες