(…) Στις 26 κείνου του Σεπτέμβρη, οι τουρκικές αρχές ειδοποίησαν στην Μητρόπολη να στείλει ιερέα να μεταλάβει τον καπετάν Κώττα γιατί είχε ληφθεί απόφαση να τον απαγχονίσουν.
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Αυτό το τέλος δεν περίμεναν για τον ηρωικό αγωνιστή. Ήταν άδικο, πέρα από τους νόμους. Όλες οι προσπάθειες να αποδράσει ήταν μάταιες. Και τώρα…
Σε ποιόν θα λάχαινε το θλιβερό καθήκον; Όλοι στην Μητρόπολη καρδιοχτυπούσαν. Ο Μητροπολίτης ήταν ως το θάνατο θλιμμένος. Τέλος, πήρε απόφαση και κάλεσε τον νεαρό Αθηναγόρα.
- Εσύ καλό μου παιδί, πρέπει να πας… του είπε. Είσαι νέος, θαρραλέος, στωικός. Στάθηκες κοντά του με τις συχνές επισκέψεις σου στην φυλακή. Τόσες φορές σου έχει ανοίξει τη καρδιά του. Είσαι ο μόνος που τούτη τη στιγμή μπορείς να αναλάβεις το θλιβερό καθήκον. Να δώσεις στερνή παρηγοριά σ’ έναν Χριστιανό, έναν Έλληνα που ανδραγάθησε και χάνεται άδικα
Η ψυχή του νεαρού Διάκου πάγωσε. Πρώτη φορά θα αναλάμβανε μια τέτοια αποστολή. Μα έπρεπε να υποστεί την δοκιμασία.[1]
Πήρε την Αγία Μετάληψη και προχώρησε με βήμα αργό προς την φυλακή. Είχε πάει εκεί τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, της Παναγίας, κρατώντας το ίδιο Δισκοπότηρο, να χαρίσει θάρρος και παρηγοριά στους φυλακισμένους. Τώρα βάδιζε για να αποχαιρετήσει τον πιο αγνό, τον πιο σπουδαίο ήρωα.
Σαν έκλεισε πίσω του η πόρτα του κελιού κι έμειναν οι δυό τους μόνοι, ο Κώττας του είπε:
- Διάκο, να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου, θα εξομολογηθώ και θα μεταλάβω. Κανείς δεν ξέρει πότε θα τον καλέσει ο Κύριος γι αυτό πρέπει να είναι έτοιμος την κάθε στιγμή. Μα σε σένα το λέω. Αν οι Τούρκοι, παρά πάντα γραπτό νόμο απεφάσισαν έτσι αιφνιδιαστικά να με θανατώσουν, εγώ δεν θα τους κάνω το χατήρι να το δεχτώ. Όταν με βγάλουν έξω να με πάνε στην κρεμάλα, θα βρω τρόπο να το σκάσω. Το έκανα και άλλη φορά…
Ο Αθηναγόρας θαύμασε την λεβεντιά και το θάρρος του.
- Μακάρι… ευχήθηκε
Με συγκίνηση τον μετάλαβε. Όταν προχώρησε να φύγει, ο Κώττας του ευχήθηκε καλή αντάμωση.
Ο Αθηναγόρας επέστρεψε στη Μητρόπολη με σπαραγμένη καρδιά, αλλά και με κρυφή ελπίδα. Μόνο στη Μητρόπολη ομολόγησε όσα του είπε ο Κώττας.
- Μακάρι να πετύχει να αποδράσει, είπε ο Ιεράρχης. Είναι για όλα άξιος αυτός…
Το άλλο πρωί, όλοι στην Μητρόπολη συγκεντρώθηκαν και περίμεναν με αγωνία.
- Θεέ, ας κατορθώσει να αποδράσει… ευχόταν ο Αθηναγόρας.
Η θλιβερή συνοδεία πέρασε μπροστά από την Μητρόπολη. Στρατιώτες πάνοπλοι φύλαγαν τον κατάδικο, που προχωρούσε αριμάνειος. Κατευθυνόταν προς το Ατ – Παζάρ, που ήταν στημένη η αγχόνη.
Μα σε μια στροφή, παλικάρια Κρητικοί, που περίμεναν επίτηδες, έκαναν φασαρία. Πάνω στη φασαρία, ο Κώττας ξέφυγε. Τον κυνήγησαν. Τον έφτασαν. Αν και είχε τα χέρια δεμένα, πάλεψε εναντίον τους και μάτωσε πολλούς. Μα ο αγώνας απέβη μάταιος. Γύρω του είχε ολόκαιρη δύναμη στρατού. Διέξοδος δεν υπήρχε. Με περηφάνια και αψηφισιά δόθηκε στο μοιραίο. Ντρόπιασε τους φονιάδες. Δεν δέχτηκε να του κλείσουν τα μάτια. Ανέβηκε στο ικρίωμα, τους ατένισε και είπε:
- Είμαι Έλλην και έζησα με την περηφάνεια της μεγάλης μου φυλής. Πεθαίνω ευχαριστημένος, γιατί πεθαίνω χάριν της εθνικής μου ιδέας… Εύχομαι τα παιδιά μου να συνεχίσουν το έργο μου.
Δεν άφησε να τον εγγίσουν οι δήμιοι. Πέρασε μόνος τη θηλειά στο λαιμό και με μια κίνηση, έσπρωξε το σκαμνί κάτω από τα πόδια του και αυτοαπαγχονίστηκε, αφήνοντας όλους άλαλους.
Το πένθος άπλωσε σε κάθε ελληνική καρδιά. Σιωπηλά τα πλήθη των πιστών, θρηνώντας παρήλασαν μπροστά από τον απαγχονισμένο ήρωα, αποτίοντας ύστατο φόρο τιμής. Ύστερα οι Τούρκοι παρέδωσαν στην Μητρόπολη το σώμα για την ταφή.
Στον Μητροπολιτικό Ναό, ο Μητροπολίτης, οι ιερείς και το πλήθος των πιστών, με θρήνους ξενύχτισαν τον τιμημένο νεκρό. Την άλλη μέρα τον κήδεψαν σαν εθνικό ήρωα τον πολυλατρεμένο καπετάν Κώττα, τον θρύλο των Κορεστείων και του Ελληνισμού
[1] Χρόνια πολλά μετά ως Πατριάρχης ο Αθηναγόρας, όταν τον επισκέπτονταν από την Μακεδονία πιστοί, θυμόταν τις στιγμές αυτές και τις ανέφερε με συγκίνηση
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο της Ρούλας Παπαδημητρίου, Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας)