Για τη συγκρότηση του στρατού της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το πρόβλημα που ανέκυψε ήταν η ανεύρεση οπλιτών, ενώ στελέχη υπήρχαν διαθέσιμα. Οι αυθόρμητα προσερχόμενοι για κατάταξη στρατιώτες ήταν λίγοι και αυτό οφειλόταν στο ότι οι οπαδοί του Βενιζέλου σε ολόκληρη τη Μακεδονία αποτελούσαν τη μειοψηφία, όπως φάνηκε από τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915. Μία προσπάθεια που έγινε να στρατολογηθούν από τη Χαλκιδική στρατεύσιμοι δεν βρήκε ανταπόκριση, οπότε η επαναστατική Επιτροπή Θεσσαλονίκης εφάρμοσε σκληρά μέτρα εναντίον της με έκτακτα στρατοδικεία, φυλακίσεις, εκτελέσεις, ακόμη και απαγχονισμούς. Συγκεκριμένα συνέβησαν τα εξής:
Από την Επιτροπή απεστάλησαν προκηρύξεις σε όλα τα χωριά της Χαλκιδικής, με τις οποίες καλούνταν οι ικανοί να φέρουν όπλα να καταταγούν στο στρατό της Εθνικής Άμυνας. Οι προκηρύξεις αυτές έφεραν την υπογραφή του συνταγματάρχη Χριστοδούλου και τις υπογραφές των μελών της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας, Επ. Ζυμβρακάκη, Αλ. Ζάννα, Π. Γραικού και άλλων. Οι κάτοικοι όμως της Χαλκιδικής αρνούνταν να προσέλθουν, γιατί ήταν αντίθετοι με το καθεστώς που ήθελαν να επιβάλουν στη Θεσσαλονίκη. Τότε η επαναστατική Επιτροπή έστειλε στη Χαλκιδική το λοχαγό Γεώργιο Κονδύλη με ένα λόχο 200 περίπου ένοπλων εθελοντών, για να ενεργήσει βίαιη στρατολογία[1].
Αυτοί φθάνοντας στη Γαλάτιστα στις 7 Σεπτεμβρίου κατέλυσαν την εκεί αστυνομική αρχή, γιατί δεν τους ενέπνεε εμπιστοσύνη, και εγκατέστησαν στη θέση της φρουρά από είκοσι άνδρες. Στη συνέχεια ο Κονδύλης συνέλαβε και μετέφερε δέσμιους στον Πολύγυρο, αφού τους κρέμασε στην πλάτη μία πινακίδα που έγραφε «προδότης», τους προκρίτους της Γαλάτιστας γιατρό Άγγελο Ζαφειρόπουλο, κτηματία Θεμιστοκλή Ζωγράφο, κτηματία Κωνσταντίνο Γεροζάχο, δημόσιο εισπράκτορα Ζάχο Γεροζάχο, έμπορο Δημ. Παπούλια και μερικούς άλλους, τους οποίους περιέφερε στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας της Χαλκιδικής, για να τους ταπεινώσει, και κατόπιν τους έκλεισε στις φυλακές[2].
Νομός Χαλκιδικής και Άγιο Όρος
Στον Πολύγυρο, όπου ήταν η έδρα της Υποδιοίκησης (έδρα έπαρχου) , η πρώτη ενέργεια του Κονδύλη ήταν να καταλάβει το οίκημα της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Ύστερα παρέταξε το λόχο και κάλεσε τα αστυνομικά όργανα να προσχωρήσουν στο επαναστατικό κίνημα. Ο ανθυπομοίραρχος Χριστοφιλόπουλος, ο οποίος αναπλήρωνε προσωρινά τον αστυνομικό διευθυντή, λόγω απουσίας του τελευταίου στο Άγιο Όρος, αρνήθηκε να προσχωρήσει, δηλώνοντας ότι μένει πιστός στο όρκο του και το βασιλιά. Το ίδιο έπραξαν και οι λοιποί υπαξιωματικοί από την Παλαιά Ελλάδα, με εξαίρεση τον ενωμοτάρχη Κοντογιάννη, και τους χωροφύλακες, οι οποίοι έτυχε να κατάγονται όλοι από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία[3].
Ο ανθυπομοίραρχος Χριστοφιλόπουλος συνελήφθη με διαταγή του Κονδύλη και στη θέση του τοποθετήθηκε προσωρινά, ως αστυνομικός διευθυντής Χαλκιδικής, ο προσχωρήσας στο κίνημα ενωμοτάρχης Κοντογιάννης.
Δεύτερο μέλημα των επαναστατών υπήρξε η κατάλυση του υποδιοικητή (έπαρχου) , του οικονομικού εφόρου, του διευθυντή του δημόσιου Ταμείου, των τηλεγραφητών και γενικά όλων των πολιτικών αρχών, καθόσον κανένας από τους προϊσταμένους των υπηρεσιών αυτών δεν δέχτηκε να προσχωρήσει στο κίνημα. Στη θέση του υποδιοικητή οι επαναστάτες εγκατέστησαν τον άλλοτε υποψήφιο βενιζελικό βουλευτή γιατρό Σέρπη, στο Ταμείο κάποιον κατώτερο υπάλληλο από τον Πολύγυρο και στη θέση του οικονομικού εφόρου ένα μαθητή γυμνασίου. Το επαρχιακό ταμείο, το οποίο περιείχε 345 χιλιάδες δραχμές σε μετρητά, όπως και το ταμείο της Αστυνομίας Χαλκιδικής κατασχέθηκε από τον συνοδεύοντα τον Κονδύλη ανθυπολοχαγό Ψαρρούλη[4]. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι δέχθηκαν να προσχωρήσουν στο κίνημα παρέμειναν στις θέσεις τους, ενώ οι διαφωνούντες υπό συνοδεία οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη[5].
Και ενώ οι επαναστάτες καταγίνονταν με την κατάλυση των επισήμων αρχών, έφθασε η πληροφορία ότι οι επίστρατοι της Γαλάτιστας συνέλαβαν και αφόπλισαν τη φρουρά που άφησε εκεί ο Κονδύλης σε αντικατάσταση της αστυνομικής αρχής.
Μαινόμενος ο Κονδύλης συγκέντρωσε το λόχο του και όσους από τον Πολύγυρο προσχώρησαν στο κίνημα και κρατώντας αιχμαλώτους τον ανθυπομοίραρχο Χριστοφιλόπουλο και τους υπαξιωματικούς της χωροφυλακής, που αρνήθηκαν να ενταχθούν, βάδισε εναντίον της Γαλάτιστας. Πριν αναχωρήσει, με υπόδειξη του ενωμοτάρχη Κοντογιάννη, προφυλάκισε για εκφοβισμό των κατοίκων τους προύχοντες της πόλης. Αυτοί απελευθερώθηκαν μετά από μερικές ημέρες, όταν επανέκαμψε από το Άγιο Όρος ο αστυνομικός διευθυντής μοίραρχος Σκουλούδης, ο οποίος είχε προσχωρήσει στο κίνημα και παρέμεινε στη θέση του.
Ο λόχος του Κονδύλη καθώς πλησίαζε στη Γαλάτιστα άρχισε μάχη με τους επιστράτους. Εν τω μεταξύ οι επαναστάτες ενισχύθηκαν και με δύναμη 200 ανδρών, που εστάλη επειγόντως από τη Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητα. Στη μάχη αυτή φονεύτηκαν 11 επίστρατοι, 4 επαναστάτες και 2 ιδιώτες. Οι επίστρατοι δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους και υποχώρησαν προς τα όρη.
Στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου συνέλαβαν στα Βασιλικά τους κτηματίες Φίλιππο Σαραφιανό, Γρ. Κοκκώνη, Γ. Πιπινίκα, Γ. Σακούδη και άλλους δέκα τους οποίους οδήγησαν στις φυλακές Θεσσαλονίκης. Στις 10 Σεπτεμβρίου φόνευσαν στη Γαλάτιστα τους επιστράτους Σπανό Σαραφιανό, Βασίλειο Κυμουρτζή και Νικόλαο Σαμαρά ή Πανέλα. Τον τελευταίο, αφού τον άφησαν ημιθανή από τα τραύματα, τον αποτελείωσαν κατόπιν οι εθελοντές της Εθνικής Άμυνας με τους υποκόπανους των όπλων τους. Την ίδια ημέρα φόνευσαν στο ίδιο χωριό τον Δημήτριο Στίνη και τη σύζυγό του. Επίσης τραυμάτισαν βαριά τον Κωνσταντίνο Κατάκαλο, πυροβολώντας και στα δύο πόδια, τον Άγγελο Καραμεσαλά θανάσιμα στο κεφάλι, το Διαμαντή Σαφουρλά στο αριστερό χέρι και τον Άγγελο Καρατζίνα στο δεξιό πόδι[6].
Συνέλαβαν το βουλευτή Ιωάννη Τραϊανό, τους Αθανάσιο Κότσανο, Βασίλειο Γιαννιό, Γ. Γιαννιό, τους οποίους φυλάκισαν στο σχολείο Πολυγύρου, όπου υπέστησαν τα πάνδεινα.
Οι έφεδροι (επίστρατοι) του Πολυγύρου και των γύρω χωριών όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα της Γαλάτιστας και με δεδομένο ότι δεν επιθυμούσαν να αντιταχθούν στη νόμιμη κυβέρνηση των Αθηνών εγκατέλειψαν τις εργασίες και τα σπίτια τους και κατέφυγαν στα όρη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Κονδύλης να αποτύχει στο θέμα της στρατολογίας, που ήταν και ηβασικήτουεπιδίωξη.Στις11 Σεπτεμβρίου1916 εξέδωσε την παρακάτω διαταγή επικήρυξης κατοίκων της Γαλάτιστας[7]
Εν Ονόματι της Πατρίδος
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ
Προς τους κατοίκους της Χαλκιδικής
Οι επίστρατοι Γαλάτιστας αντέστησαν ενόπλως κατά του Εθνικού Στρατού όστις μετ’ αξιοθαυμάστου αυτοθυσίας αγωνίζεται υπέρ της απειλουμένης ελευθερίας σας.
Η Γαλάτιστα κατελήφθη, ο αρχηγός των επιστράτων και 11 συμμορίται του εφονεύθησαν, των λοιπών προσερχομένων εις τας τάξεις των.
Εκτελούντες απόφασιν της Εθνικής Αμύνης, ημείς ο αρχηγός του Στρατού Χαλκιδικής επικηρύσσωτας κεφαλάς των πρωταιτίων:1) Θεοδώρου Ν. Κάταή ή Τσατσαρίτσα, 2) ΧριστοδούλουΑ.Καραπλιάφη, 3) ΛάμπρουΤσαμπούρη, 4) Γεωργίου Τσαμπούρη, 5) Στεργίου Σπανού, 6) Μ. Κουραμπότα.
Εις εκείνον όστις θα φονεύση ή θα καταδώση εις τον Στρατόν μας αποτελεσματικώς ένα επικηρυγμένον τούτων, θα δοθή αμοιβή δραχμών 1.000.
Οι οικίαι των επικηρυγμένων θα καταδεφισθώσιν εντός της σήμερον και η περιουσία των θα δημευθή και αι οικογένειαί των θα απελαθώσιν.
Ειδικόν απόσπασμα θα αναχωρήση προς καταδίωξιν.
Απαγορεύεται προς πάντας τους κατοίκους της Χαλκιδικής να χαιρετώσι,προστατεύωσι και τροφοδοτώσι τους επικηρυσσομένους.
Ο παραβάτης της παρούσης θα υποστή την βαρυτέραν των ποινών.
Εν Γαλατίστη την 11ηνΣεπτεμβρίου1916.
Ο έκτακτος απεσταλμένος και Πληρεξούσιος της Εθνικής Αμύνης εν Χαλκιδική.
Γεώργιος Κονδύλης
Λοχαγός Πεζικού
Η επικήρυξη αυτή ήταν σκληρή και απάνθρωπη, διότι προέβλεπε, εκτός από το φόνο των επικηρυγμένων, την κατεδάφιση των οικιών τους, τη δήμευση της περιουσίας και την απέλαση των μελών της οικογενείας τους. Και αυτό το αποφάσισε ο Κονδύλης γιατί τα άτομα αυτά δεν ήθελαν να προσέλθουν στο στρατό της Επιτροπής «Εθνικής Άμυνας» της Θεσσαλονίκης, η οποία τη στιγμή εκείνη δεν είχε καμιά νόμιμη υπόσταση.
Λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης
Πέρα από τη διαταγή, ο Κονδύλης έδωσε προθεσμία τριών ημερών στους επιστράτους της Χαλκιδικής να προσέλθουν ενώπιόν του για κατάταξη. Η προθεσμία όμως αυτή παρήλθε άπρακτη, οπότε άρχισε συστηματική καταδίωξη των επιστράτων με καταδιωκτικά αποσπάσματα που είχαν επικεφαλής τους ανθυπολοχαγούς Αναγνωστόπουλο, Ψαρρούλη, Κοντοπόδη, Ρέντη και Πολυμενάκη. Όλοι αυτοί περιέτρεχαν τα βουνά και καταδίωκαν τους επιστράτους. Παράλληλα άρχισαν οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και οι απελάσεις ανδρών και γυναικών, συγγενών των επιστράτων.
Οι διώξεις και τα έκτροπα στη Χαλκιδική συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα από τα όργανα της Επιτροπής «Εθνικής Άμυνας» Θεσσαλονίκης.
Στον Πολύγυρο συνελήφθησαν πολλές γυναίκες, μητέρες και αδελφές των επιστράτων, τις οποίες έκλεισαν φυλακή σε σκοτεινά υπόγεια. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν: η Αναστασία χήρα Ζαμπάνη με τη θυγατέρα της Αικατερίνη, η Τριανταφυλλιά χήρα Τσακνή με τη θυγατέρα της Τασία, η Μαρία χήρα Κ. Κοτσάνη με τις θυγατέρες της Αικατερίνη και Όλγα, η Μαρία Χαλάτη, καθώς και πλήθος άλλων υπέργηρων, εγκύων και με τα βρέφη στα χέρια[8].
Μερικές γυναίκες βασανίστηκαν για να μαρτυρήσουν που κρύβονταν οι άνδρες τους. Στα Βραστά (Βράσταμα) Χαλκιδικής βασάνισαν και έδειραν την Κυβέλη Κασσάνδρου γιατί δεν ήθελε να μαρτυρήσει το κρησφύγετο του αρραβωνιαστικού της Ραφτόπουλου. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να δέσουν εντός των εσωρούχων της και ένα γατάκι για να ξεσχίζει τις σάρκες της[9].
Στη Λιαριγκόβη (Αρναία) συνέλαβαν την Ασπασία Τέλιου και έθεσαν στα νύχια των χεριών της ακίδες και την τυράννησαν, γιατί δεν ήθελε να μαρτυρήσει τις κρύπτες των επιστράτων. Στο ίδιο χωριό πυρπόλησαν την οικία των αδελφών Αποστόλου και Θεοδοσίου Μάρκου. Από τα δύο αυτά αδέλφια ο Θεοδόσης φονεύθηκε από απόσπασμα των επαναστατών και ο Απόστολος τουφεκίστηκε μετά από απόφαση του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Σεπτεμβρίου μερικοί αξιωματικοί του κινήματος μαζί με 200 Κρητικούς χωροφύλακες ενήργησαν επιδρομή στο χωριό Βασιλικά και αφαίρεσαν, από τους Απ. Παπανίκα, Απ. Κούσα, Νέστορα Κλημαδά και μερικούς άλλους 14 βόδια, εκατό πουλερικά και αριθμό αιγοπροβάτων, τα οποία έσφαζαν σταδιακά για τα καθημερινά γλέντια τους.[10]
Στις 14 Σεπτεμβρίου στο χωριό Νικήτας (Νικήτη) έριξαν σε βαθιά και απόκρημνη χαράδρα τον Αθανάσιο Αναγνωσταρά και έκαψαν τις προίκες από τις δύο αδελφές του Ηρακλή Πατίκα, καθώς και όλα τα έπιπλα της οικίας του. Επίσης έκαψαν τις αποσκευές του γραμματέα του ειρηνοδικείου Γ. Τετράδη και του πρώην αστυνομικού σταθμάρχη ενωμοτάρχη Δημητρίου Μπαράλη, διότι δεν προσχώρησαν στο κίνημα και αναχώρησαν για τη Λάρισα.[11]
Με τον τρόπο αυτό καίγοντας σπίτια, τουφεκίζοντας, βασανίζοντας γυναίκες, φυλακίζοντας, δέρνοντας ανηλεώς τους κατοίκους και εκτοπίζοντας τις οικογένειες, επεδίωκαν να πετύχουν τη στρατολογία των επιστράτων της Χαλκιδικής.
Επειδή ο Κονδύλης δεν κατόρθωσε να κάμψει το φρόνημα των κατοίκων σκλήρυνε τη στάση του με φόνους και απαγχονισμούς.
Στις 18 Σεπτεμβρίου συνελήφθη ο καταγόμενος από τη Βάβδο Γρηγόριος Συνάπαλος, τον οποίο μετέφεραν στον Πολύγυρο. Την επομένη της σύλληψης οδηγήθηκε δέσμιος μπροστά στο συγκροτούμενο έκτακτο Στρατοδικείο με μέλη τους ίδιους τους διώκτες του. Εκεί, μετά από ολιγόλεπτη διαδικασία και χωρίς να προηγηθεί οιαδήποτε ανάκριση, τον κατηγόρησαν για προδοσία, επειδή χρημάτισε σύνδεσμος των αντεπαναστατών και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό. Ο απαγχονισμός έγινε την ίδια ημέρα (19 Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10:00 π. μ.) στον πλάτανο της κεντρικής πλατείας Πολυγύρου, αφού έψαλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία ενώ ήταν ακόμη ζωντανός. Ο καταδικασθείς ζήτησε να περάσει ο ίδιος το βρόγχο στο λαιμό του, πλην όμως ο Κονδύλης δεν του επέτρεψε και τον πέρασε ο ίδιος. Στη συνέχεια, κλώτσησε το σκαμνί στο οποίο πατούσε ο Συνάπαλος, για να βρεθεί αιωρούμενος[12]. Το πτώμα του παρέμεινε κρεμασμένο όλη την ημέρα στον πλάτανο της πλατείας.
Με τον απαγχονισμό αυτό οι επαναστάτες προκάλεσαν τη φρίκη και τον αποτροπιασμό των κατοίκων της περιοχής. Η σύλληψη του Συνάπαλου έγινε κάτω από τις εξής συνθήκες[13]:
Όταν οι στασιαστές της «Εθνικής Άμυνας» προσπάθησαν να επιστρατεύσουν με τη βία τους επιστράτους της Χαλκιδικής ο Γρηγόριος Συνάπαλος αποφάσισε να οργανώσει αντίσταση στην περιοχή του. Την απόφασή του αυτή την εμπιστεύτηκε στον συμπατριώτη του Αθανάσιο Μηνόπουλο, ο οποίος έσπευσε να την ανακοινώσει στο μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο. Ο μητροπολίτης, ο οποίος είχε προσχωρήσει κρυφά στο κίνημα, κάλεσε το Συνάπαλο στο γραφείο του και του «εκμυστηρεύτηκε» ότι δήθεν συμμερίζεται τις απόψεις του και παρουσία του Μηνόπουλου τον εφοδίασε με μια συστατική επιστολή προς τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιωακείμ Στρουμπή (κρυφό οπαδό του Βενιζέλου) , που είχε την έδρα του στη Γαλάτιστα, στην επισκοπή του οποίου είχε εγκαταστήσει το στρατολογικό γραφείο ο Κονδύλης. Ο Συνάπαλος, ανυποψίαστος από τη συνωμοτική ενέργεια του μητροπολίτη, λαμβάνοντας την επιστολή μετέβη μετά από δύο ημέρες στη Γαλάτιστα και την παρέδωσε στον Ιωακείμ. Εκείνος ενημέρωσε αμέσως τον Κονδύλη για όσα εις βάρος του Συνάπαλου έγραφε ο Κασσανδρείας, οπότε συνελήφθη αμέσως, δέθηκε και οδηγήθηκε μπροστά στον Κονδύλη, ο οποίος στη συνέχεια προέβη στις ενέργειες που προαναφέρθηκαν σχετικά με τον απαγχονισμό του.
Όσον αφορά για τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιωακείμ, ο συνταγματάρχης Γεώργιος Μπασακάρης, που ερεύνησε με κυβερνητική εντολή τα γεγονότα της Χαλκιδικής μετά την πτώση του βενιζελικού καθεστώτος, σε έκθεση που υπέβαλε στο Υπουργείο Στρατιωτικών, αναφέρει[14]:
Ο Επίσκοπος ούτος παρά το βαρύ αξίωμά του και τας υποχρεώσεις της υψηλής αποστολής του, απέβαλε τον μανδύαν του ιεράρχου και αντί να εξυπηρετήση το ποίμνιόν του κατά τας δυσχερείς στιγμάς της επαναστατικής θυέλλης, τουναντίον εσυκοφάντησε το πλείστον τούτου συντελέσας, ώστε αρκετοί να ριφθώσιν εις τας φυλακάς τη υποδείξει του, άλλοι να υποστώσι ποικίλλας κακοποιήσεις, άλλων να αρπαγή η περιουσία και εν γένει αντί να καταπραΰνη και να κατευνάση δια της επιβολής του και του σεβασμού ον ενέπνεεν η ιερότης του αξιώματός του την ορμήν των επαναστατών, την υπέθαλψε και την υπηρέτησε … Αναμιχθείς μετά των επαναστατών ο επίσκοπος ούτος, επί υλικώ πάντοτε ωφέλει, δεν εδίστασε να χρησιμεύση όργανον αυτών προξενήσας εις το ποίμνιόν τουτοιαύτας καταστροφάς, ώστε να αναγκασθή άμα τη εκλείψει του επαναστατικού καθεστώτος να αποχωρήση της έδρας του και να αποσυρθή εις Ελασσώνα, διότι δεν ήτο δυνατόν να διαβιώσηεν μέσω ατμοσφαίρας ήτις επυκνούτο εισέτι εκ των στεναγμών και των θρήνων των θυμάτων της συκοφαντίας του.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι επαναστάτες του Κονδύλη απαγχόνισαν στο χωριό Σταυρόςτον ηλικίας 70 ετών ιερέα του χωριού παπα-Δημήτρη και δολοφόνησαν στο χωριό Παρθενών τον αστυνομικό σταθμάρχη Ορμυλίας ενωμοτάρχη Αντώνιο Πατριαρχέα, του οποίου απέκοψαν την κεφαλή και την περιέφεραν στα χωριά, για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους[15]. Την ίδια περίοδο τουφέκισαν τον έφεδρο λοχία Σταύρο Χαρδαλιά από την Επανομή Θεσσαλονίκης.
Επίσης στις αρχές Οκτωβρίου ο υπολοχαγός Κωνσταντούλης προέβη στη σύλληψη των επιστράτων Αθανασίου Κωνσταντάρα, Σιρόπουλου, Αγκόστου και Ιωακείμ Μοσχόπουλου, από την Πορταριά Χαλκιδικής, τους οποίους δεμένους έστειλε με συνοδεία οπλιτών στο Μετόχι της Μονής Αγίου Διονυσίου. Εκεί ο λοχίας Δρόσος διέταξε να τους εκτελέσουν, πυροβολώντας από πίσω, παρά τις ικεσίες του μοναχού του Μετοχιού Μοδέστου Διονυσάτου, στον οποίο δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε εντολές των ανωτέρων του[16].
Παρατίθενται δύο τηλεγραφήματα οικογενειών, που εστάλησαν στις 20.9.1916 στην Αθήνα, με τα οποία παρακαλούν τα παιδιά τους, να επιστρέψουν στη Χαλκιδική και να παρουσιαστούν στο στρατό γιατί κινδύνευαν να απελαθούν[17].
1ο τηλεγράφημα
Αριθ. 5346
Πολύγυρος 20 Σεπτεμβρίου
Γεώργιον Σφυρίδην δια ΑνδρέανΣφυρίδην
Αθήνα
Κρατούμεθα φυλακάς μετά μητρός μας. Σπεύσον ενταύθα ίνα έλθης εντός δέκα ημερών ίνα καταταχθής εις τας τάξεις στρατού, άλλως απελαυνόμεθα.
Νικόλαος Σφυρίδης
2ο τηλεγράφημα:
Πολύγυρος 20 Σεπτεμβρίου
Γεώργιον Σφυρίδην δια Κωνσταντίνον Γιαννιόν
Δεκαήμερος προθεσμία εδόθη προσέλθης κατάταξιν στρατόν, άλλως απελαυνόμεθα.
Απαντήσατε.
Αδελφοί Βασίλειος-Γεώργιος
__________________________
[1] Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ. 209-210 και εφ. «Νέα Ημέρα» 1.10.1920 (ανακοινωθέντα από το Γραφείο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης σχετικά με τα έκτροπα της Χαλκιδικής) . Το Γραφείο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης μετά την άρση της λογοκρισίας και του στρατιωτικού νόμου από το βενιζελικό καθεστώς, λόγω προκήρυξης εκλογών, άρχισε στις 30 Σεπτεμβρίου 1920 τη δημοσίευση των διαπραχθέντων στη Χαλκιδική.
[2] Εφ.«Σκριπ»24 και 30.10.1916 και εφ. «Νέα Ημέρα» 7.10.1916, 1.10.1920 και7.10.1920.
[3] Εφ. «Νέα Ημέρα»7.10.1916.
[4] Ό. π.
[5] Εφ. «Νέα Ημέρα» 1.10.1920.
[6] Εφ.«Σκριπ»24 και 30.10.1916.
[7] Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ. 210.
[8] Εφ. «Νέα Ημέρα» 7.10.1920 (ανακοίνωση Ηνωμένης Αντιπολίτευσης για τη βενιζελική τρομοκρατία) .
[9] Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ.211 και Εφ.«ΝέαΗμέρα»7.10.1920.
[10] Εφ.«Σκριπ»24 και30.10.1916 και Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ. 211 και 212.
[11] Ό. π.
[12] Ό. π.
[13] Εφ.«Σκριπ»30.10.1916.
[14] Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ. 219.
[15] Εφ.«Σκριπ»24και30.10.1916 και Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ. 212.
[16] Γερακάρη Ν., Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, Αθήνα 1936, σελ.217, έκθεση συνταγματάρχη Γεωργίου Μπασακάρη για τα γεγονότα της Χαλκιδικής 1916-17.
[17] Εφ.«Σκριπ»24.9.1916.
Πηγή: (Από το βιβλίο του υποστράτηγου Χρήστου Βήττου, Ο Εθνικός διχασμός και η Γαλλική κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος)
Σχόλιο Τ.Ι.: Μετά από καιρό, ο άλλοτε Μακεδονομάχος Γεώργιος Κονδύλης, αντιλαμβανόμενος το λάθος του και την αντεθνική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήρθε σε συναίσθηση, στράφηκε εναντίον του τελευταίου και προσπάθησε να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Ίσως και γι’ αυτό τον λόγο και ο Άγιος Παΐσιος τον απεκάλεσε ήρωα και θερμό πατριώτη.