Όσων μητροπολιτών οι επαρχίες βρίσκονταν εντός των ορίων της κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και δεν προσχώρησαν στο επαναστατικό κίνημα διώχθηκαν με διάφορα προσχήματα, αφού ασκήθηκε πρώτα ψυχολογική βία, για να υποκύψουν και να αποδεχθούν το νέο καθεστώς. Οι ιεράρχες που συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν από την Προσωρινή Κυβέρνηση και τις γαλλικές στρατιωτικές αρχές - μετά από υπόδειξη των βενιζελικών - ήταν οι παρακάτω:
(1) Ο μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης[1]. Το 1903-1904, όταν ήταν ύπατος αρμοστής της αυτόνομης Κρήτης ο πρίγκιπας Γεώργιος, είχε έλθει σε έντονη αντιπαράθεση με το Βενιζέλο. Με την ανακήρυξη της Προσωρινής Κυβέρνησης στα Χανιά (Σεπτέμβριος 1916), αν και τήρησε νομιμόφρονα στάση, εκδιώχθηκε βιαίως από την έδρα του από τους βενιζελικούς και κλείστηκε στις φυλακές του φρουρίου Χίου. Το καλοκαίρι του 1919 παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου κατηγορούμενος ότι προ δεκαπενταετίας, επί ηγεμονίας στην Κρήτη του πρίγκιπα Γεωργίου[2], είχε αφορίσει το Βενιζέλο. Μετά από εγκλεισμό 3 ετών και 7 μηνών στη φυλακή, κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης και απομόνωσης, απεβίωσε την 1η Απριλίου 1920. Αξιομνημόνευτα έργα αυτού είναι τα θρησκευτικά περιοδικά «Ποιμήν» και «Χριστιανική Κρήτη», καθώς και η αποπεράτωση του μεγάλου ναού του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο Κρήτης.
(2) Ο μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης[3]. Ευρισκόμενος στην Αθήνα κατά την εισβολή των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία (Αύγουστος 1916) έσπευσε να επιστρέψει στην έδρα του, για να βρεθεί κοντά στο ποίμνιό του. Διερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη συνελήφθη από τους οπαδούς της «Εθνικής Αμύνης», λόγω των φιλοβασιλικών του αισθημάτων και, αφού διαπομπεύτηκε κλείστηκε στις φυλακές, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία. Ο ίδιος δεν έπαψε να διαμαρτύρεται και να ζητεί να γίνει άρση της απαγόρευσης, αφενός γιατί δεν υπήρχε εις βάρος του γραπτό κατηγορητήριο και αφετέρου γιατί είχε πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι προέβαιναν σε αλλεπάλληλες θηριωδίες σε πόλεις και χωριά της επαρχίας του χωρίς να υπάρχει κάποιος για την προστασία τους. Στις συνεχείς εκκλήσεις του ουδεμία υπήρχε ανταπόκριση από την Κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ευρισκόμενος περίπου δύο χρόνια υπό περιορισμό, με επιστολή που έστειλε στο Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, στις 23 Ιουνίου 1918, ζητούσε από αυτό να ενεργήσει αρμοδίως, ώστε να του επιτραπεί η μετάβασή του στη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, για να εκτίσει εκεί το υπόλοιπο της ποινής του, μια που τύχαινε να είναι αυτή και η Μονή της Μετανοίας του. Το Ε.Α.Σ. συνηγόρησε και υπέβαλε αντίγραφο της επιστολής του στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, με την παράκληση να ικανοποιηθεί το αίτημά του και να παραμείνει στο Άγιο Όρος μέχρι πέρατος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση όμως απέρριψε το αίτημά του. Η σχετική αλληλογραφία του Ε.Α.Σ. έχει ως εξής[4]:
Αριθ. 697
Εν Θεσσαλονίκη τη 26η Ιουνίου 1918
Προς το επί των Εκκλησιαστικών κλπ. Υπουργείον. Εις Αθήνας
Περικλείστως ώδε διαβιβάζοντες αντίγραφον της από ημερομηνίαν 23 Ιουνίου ε.έ. αιτήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Δράμας κ. Αγαθαγγέλου, παρακαλούμεν όπως γένηται αύτη δεκτή και επιτραπή τη Α. Σεβασμιότητι ίνα μεταβή και παραμείνη μέχρι παύσεως του διεξαγομένου παγκοσμίου πολέμου, εν τη εν Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Εσφιγμένου, ήτις τυγχάνει και Μονή της Μετανοίας του.
Το Εκκλησιαστικόν Αρχιερατικόν Συμβούλιον
Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης
Μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγαθαγγέλου να μην μείνει τελείως παραμελημένη η Μητρόπολη Δράμας, αποφασίστηκε τον Οκτώβριο του 1918, μετά από γνωμοδότηση του Εκκλησιαστικού Αρχιερατικού Συμβουλίου και πρόταση του αρμοδίου υπουργού, να μετατεθεί ως τοποτηρητής αυτής ο επίσκοπος Θεουπόλεως Γεννάδιος[5].
Όταν τον Ιούνιο του 1919 (μετά δύο έτη και δέκα μήνες εγκλεισμό) ο Αγαθάγγελος αποφυλακίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος του απαγόρευσαν να επανέλθει στην έδρα του και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε στη Μητρόπολη Δράμας μετά την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
(3) Ο μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος Μανιάτης. Όταν άρχισε ο Διχασμός ήταν 76 ετών και παρ’ όλα αυτά κλείστηκε στις φυλακές και εξορίστηκε δύο φορές.
Την πρώτη, το Δεκέμβριο του 1916 γιατί δεν συμμορφώθηκε με τις εντολές του Γενικού Διοικητή Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννη Ηλιάκη να παύσει να μνημονεύει τα ονόματα των «αιμοσταγών και Ελληνοκτόνων» Βασιλέων και της οικογενείας τους[6]. Τότε, χωρίς να δικαστεί κλείστηκε αρχικά στις φυλακές Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια εξορίστηκε στην Αίγινα. Μετά τη μεσολάβηση μερικών κληρικών αφέθηκε ελεύθερος μετά από ένα χρόνο και επέστρεψε στην έδρα του στις 15 Δεκεμβρίου 1917. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του τοποθετήθηκε τοποτηρητής (επόπτης) της Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης ο προσκείμενος στη βενιζελική παράταξη μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος Ανθουλίδης.
Τη δεύτερη φορά εξορίστηκε, όταν καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση από το Στρατοδικείο Κοζάνης, τον Ιούνιο του 1918, κατηγορούμενος «επί δυσμενεία κατά του καθεστώτος». Λεπτομέρειες για το θέμα αυτό αναφέρονται στην αντίστοιχη χρονική περίοδο μαζί με άλλα γεγονότα που έλαβαν χώρα τότε στην Κοζάνη.
Ο μητροπολίτης Φώτιος Μανιάτης γεννήθηκε στη νήσο Πρίγκηπο το 1840. Αποφοίτησε με άριστα από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1864. Ήταν πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το Δεκέμβριο του 1889 μέχρι τον Ιούλιο του 1906 είχε διατελέσει μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως. Τότε ευρισκόμενος με άδεια στην Κωνσταντινούπολη εξερράγη στη Βουλγαρία το ανθελληνικό κίνημα και λεηλατήθηκε υπό του βουλγαρικού όχλου η Μητρόπολη, καθώς και όλες οι εκκλησίες και τα ευαγή ιδρύματα της ελληνικής κοινότητας. Έκτοτε δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην έδρα του, την οποία διηύθυνε ο ανεψιός του αρχιμανδρίτης και κατόπιν οικουμενικός πατριάρχης Φώτιος Μανιάτης (θείος και ανεψιός φέρουν το ίδιο ονοματεπώνυμο) και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Αύγουστο του 1910 που μετατέθηκε στη Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης.
Για την ευρεία μόρφωση και τη μεγάλη εθνική προσφορά του, κυρίως την εποχή που ήταν μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως του αφιερώθηκε ο ΣΤ΄ τόμος του Πανελλήνιου Λευκώματος της Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921 (Η χρυσή βίβλος του Ελληνισμού). Ο τόμος αυτός, που αναφέρεται στην Εκκλησία και τον Κλήρο, είναι αφιερωμένος στην Ορθόδοξη Ελληνική Ιεραρχία και στο διαπρεπή ιεράρχη Φώτιο Μανιάτη, για τους κατά των Βουλγάρων αγώνες του. Την επίσημη αλληλογραφία που είχε συνάψει ως μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Βουλγαρίας τη δημοσίευσε δύο φορές το Υπουργείο των Εξωτερικών (Αθήνα 1907, β΄ έκδοση 1919). Το σχετικό κείμενο που είναι γραμμένο στην αρχή του ΣΤ΄ τόμου και αφορά την αφιέρωση στο μητροπολίτη Φώτιο αναφέρει τα εξής:
ΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
ΤΗ ΑΓΩΝΙΣΘΕΙΣΗ, ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΗ
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΤΩ ΔΙΑΠΡΕΠΗ ΙΕΡΑΡΧΗ
ΦΩΤΙΩ ΜΑΝΙΑΤΗ
ΠΡΩΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΝΥΝ ΔΕ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ
αφιερούται ο τόμος ούτος
Στην αμέσως επόμενη σελίδα υπάρχει η φωτογραφία του Φωτίου και κάτωθεν αυτής η σημείωση:
«Φώτιος Μανιάτης, ο διαπρεπής Μητροπολίτης πρώην Φιλιππουπόλεως και ήδη Σερβίων και Κοζάνης, ο συναρπάσας δια του γλαφυρού κηρύγματός του παντού όπου εκήρυξεν. Ο επί εικοσαετίαν αγωνισθείς εν Φιλιππουπόλει υπέρ των Ελληνικών δικαίων και του οποίου την ογκώδη επίσημον αλληλογραφίαν δις εξέδωκε το Υπουργείο των Εξωτερικών».
Μητροπολίτης Κοζάνης Φώτιος Μανιάτης (1910-1923)
Ο Φώτιος επέστρεψε στην έδρα του μετά την ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
Το Μάρτιο του 1923 υπέβαλε παραίτηση λόγω γήρατος, η οποία έγινε δεκτή από το Πατριαρχείο[7]. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο μητροπολίτης Μετρών Ιωακείμ Αποστολίδης, γνωστός αργότερα (1943-1944) από την ενεργό συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ).
Ο Φώτιος έζησε το υπόλοιπο του βίου του στην Αίγινα, όπου στις 23 Μαρτίου 1925 απεβίωσε. Το 1937 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του από την Αίγινα στην Κοζάνη με όλες τις προβλεπόμενες τιμές.
Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935)
(4) Ο επίσκοπος Ειρηνουπόλεως Φώτιος Μανιάτης, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός ως Φώτιος Β΄. Συνελήφθη στην Κοζάνη το Δεκέμβριο του 1916, την ίδια ημέρα με το θείο του μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Φώτιο.
Πριν έλθει στην Κοζάνη εκτελούσε καθήκοντα πρωτοσύγκελου στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως, στην οποία ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα. Η προσφορά του αυτή αναγνωρίστηκε και διορίστηκε τότε πατριαρχικός επίτροπος για τη διοίκηση των επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Ρωμυλία, που έμειναν αποίμαντες μετά τη βίαιη απομάκρυνση των αρχιερέων από τους Βουλγάρους της περιοχής.
Μετά την απομάκρυνσή του από τη Βουλγαρία ο θείος του τον έφερε στη Μητρόπολη Κοζάνης και του απένειμε τον τίτλο του επισκόπου Ειρηνουπόλεως. Η χειροτονία έγινε στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου στις 12 Ιουνίου 1915. Τιμωρήθηκε από τους βενιζελικούς χωρίς να εκκρεμεί κάτι εις βάρος του, επειδή ήταν ανεψιός του μητροπολίτη Φωτίου. Οδηγήθηκε στις φυλακές Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα[8]. Από εκεί απελάθηκε και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Μετά από δήλωσή του ότι παραιτείται από τα θρησκευτικά του καθήκοντα αφέθηκε ελεύθερος και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε την προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1924 εκλέχτηκε μητροπολίτης Φιλαδέλφειας. Το 1925 μετατέθηκε στην παλαιά μητρόπολη Δέρκων και στις 7 Οκτωβρίου 1929 εκλέχτηκε παμψηφεί Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1929-35).
Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Δάγγουλας
(1911-1920, 1922-1924)
(5) Ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Β΄ Δάγγουλας[9]. Στις 4 Ιανουαρίου 1917 συνελήφθη από τις γαλλικές στρατιωτικές αρχές της ουδέτερης ζώνης μετά από μήνυση ρουμανίζοντος των Γρεβενών και δέσμιος οδηγήθηκε στην Κοζάνη και από εκεί στις φυλακές Θεσσαλονίκης στις 11 Ιανουαρίου 1917, με την κατηγορία ότι την Πρωτοχρονιά επέτρεψε να ψαλεί στο μητροπολιτικό ναό Γρεβενών το καθιερωμένο «Πολυχρόνιο»[10]. Και αυτό συνέβη σε μια πόλη που δεν υπαγόταν στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Η σύλληψη και φυλάκιση ενός ιεράρχη της ουδέτερης ζώνης από τις γαλλικές αρχές, για θέματα που αφορούσαν τη βενιζελική παράταξη, επιβεβαιώνει ότι η ζώνη αυτή στην πραγματικότητα αποτελούσε προέκταση του κράτους της Θεσσαλονίκης.
Ο Αιμιλιανός, μετά τη μεσολάβηση διαφόρων κληρικών, αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στην έδρα του την άνοιξη του 1918. Το Σεπτέμβριο όμως του ίδιου έτους συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε με τη βία στη Μονή Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας, όπου τέθηκε υπό περιορισμό, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία. Λεπτομέρειες αναφέρονται στα γεγονότα έτους 1918.
(6) Ο αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Γρεβενών Ευγένιος Ευγενίδης. Μετά τη σύλληψη του μητροπολίτη Αιμιλιανού Δάγγουλα ανέλαβε αρχιερατικός επίτροπος της Μητρόπολης Γρεβενών. Πριν προλάβει όμως να συμπληρώσει μία εβδομάδα στη νέα του θέση, συνελήφθη από τη γαλλική Αστυνομία στις 10 Ιανουαρίου 1917 και εκτοπίστηκε σε άγνωστο μέρος. Όπως έχει προαναφερθεί (σελ. 166) η μητέρα του, Δήμητρα Ευγενίδου, μη γνωρίζοντας την τύχη του γιου της, ζήτησε τον Απρίλιο του 1917 από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της κυβέρνησης των Αθηνών να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τον εντοπισμό του.
Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄ (1948-1972)
(7) Ο αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Πελαγονίας Αθηναγόρας Σπύρου [αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας Α΄ (1948-1972)]. Απελάθηκε από τη μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστηρίου) από τις γαλλικές στρατιωτικές αρχές και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Αρχιερατικού Συμβουλίου Γεννάδιος, εκτιμώντας την προσωπικότητά και τα προσόντα του δεν τον έθεσε σε διαθεσιμότητα, αλλά τον χρησιμοποίησε σε διάφορες εκκλησιαστικές αποστολές.
(8) Ο επίσκοπος Παροναξίας Ιερόθεος Παρασκευόπουλος, υπαγόμενος στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας. Στην αρχή προσχώρησε στο κίνημα, αλλά από το Μάιο του 1917 δεν συγκατατέθηκε να μετάσχει των συνεδριάσεων του Εκκλησιαστικού Αρχιερατικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, χωρίς να έχει την έγκριση της προϊσταμένης του αρχής, δηλαδή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας[11]. Για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Θεσσαλονίκη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αργότερα διατυπώθηκε κατ’ αυτού η κατηγορία ότι τήρησε αμφίβολη στάση στη συνέλευση των ιεραρχών της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό στη συνεδρία του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Αθηνών της 19ης Ιουνίου 1919 καταδικάστηκε σε σωματικό περιορισμό ενός έτους στη Μονή Σκαφιδιάς Ηλείας[12].
(9) Ο αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Διονύσιος Πλέσσας, υπαγόμενος στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας. Συνελήφθη το Μάρτιο του 1917 από τους επαναστάτες που κατέλαβαν τη Ζάκυνθο και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου διαπομπεύτηκε και κλείστηκε στις φυλακές, μαζί με τον επίσκοπο Παροναξίας Ιερόθεος[13]. Αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο του 1918 μετά από παρέμβαση ισχυρών παραγόντων του κυβερνώντος κόμματος και επανήλθε στην έδρα του.
(10) Ο επίσκοπος Θήρας Αγαθάγγελος, υπαγόμενος στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας. Ηλικιωμένος 70 ετών, απολαμβάνοντας του σεβασμού και αυτών των καθολικών, συνελήφθη από τους επαναστάτες που κατέλαβαν τη Θήρα, και, αφού τον έβρισαν και τον έδειραν, τον μετέφεραν με «νυκτική περιβολή» εντός μικρού πλοίου στη Σύρο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη, όπου φυλακίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα604[14]. Αργότερα απελάθηκε στη Μύκονο, από όπου μετά μακρά διαμονή αφέθηκε ελεύθερος, χωρίς να του επιτραπεί η επάνοδος στην επισκοπή του, διότι αυτό αξίωνε ο βενιζελικός βουλευτής Κυκλάδων Δημήτριος Ζαμάνος.
(11) Ο μητροπολίτης Καστορίας Ιωακείμ Λεπτίδης[15]. Στις 7 Οκτωβρίου 1917 καταδικάστηκε ερήμην, από το βενιζελικό Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, σε καθαίρεση από το αξίωμα και περιορισμό στα Μετέωρα, με την κατηγορία ότι εγκατέλειψε το ποίμνιό του σε κρίσιμες στιγμές και είχε ανάμιξη στην πολιτική. Ως ανάμιξη στην πολιτική θεωρήθηκε το γεγονός ότι ευρισκόμενος στην Αθήνα παρακολούθησε από μακριά, καθήμενος πάνω σε άμαξα, το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου που έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 1916 στο Πεδίο του Άρεως. Επίσης επιλήψιμο θεωρήθηκε από το δικαστήριο το γεγονός ότι είχε φιλικό δεσμό με το μητροπολίτη Λάρισας Αρσένιο Αφεντούλη, μέλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και γνωστό «φιλοβασιλικό».
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Ιωακείμ ήταν ιεράρχης των Νέων Χωρών και ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οπότε και να ήθελε να έχει ενεργό συμμετοχή στο «ανάθεμα» του Πεδίου του Άρεως δεν θα μπορούσε, γιατί ήταν μια εκδήλωση στην οποία λάμβαναν μέρος μόνο οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο μητροπολίτης Ιωακείμ εγκατέλειψε την έδρα του όταν μπήκαν στην Καστοριά τα γαλλικά στρατεύματα (αρχές Σεπτεμβρίου 1916), γιατί θεώρησε βέβαιο ότι θα φυλακιστεί και εκτοπιστεί όπως οι μητροπολίτες Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος Μανιάτης και Γρεβενών Αιμιλιανός Δάγγουλας, επειδή μνημόνευε το βασιλιά.
Μητροπολίτης Μογλενών και Φλωρίνης Πολύκαρπος Σακελλαρόπουλος,
τοποτηρητής της Μητρόπολης Καστοριάς (Οκτ. 1916 - Σεπ. 1919)
Τοποτηρητής στη μητρόπολη Καστορίας, τοποθετήθηκε τότε ο μητροπολίτης Μογλενών και Φλωρίνης Πολύκαρπος Σακελλαρόπουλος[16]. Κατά τη διάρκεια που γινόταν η δίκη του Ιωακείμ Λεπτίδη ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος Ανθουλίδης, ο οποίος ήταν ένα από τα μέλη του δικαστηρίου, είπε τα εξής[17]:
Ο Άγιος Καστορίας παρέμεινεν εις την επαρχίαν του εφ’ όσον ήσαν οι Βούλγαροι, την παραμονήν των οποίων εκεί και ηυνόει[18]. Ανεχώρησεν εκ Καστορίας άνευ ουδεμιάς ανάγκης ή βίας, την επομένην της εις την πόλιν εκείνην είσοδον των Γάλλων, εκδιωξάντων τους Βουλγάρους, και της αυθημερόν κηρύξεως του Εθνικού κινήματος εις ένδειξιν δυσαρεσκείας. Προσήλθον παρ’ αυτώ οι Χριστιανοί του και προσεπάθουν να συγκρατήσουν αυτόν εκεί, ανέλαβον δε και να τον ενισχύσουν, εάν εφοβείτο, αλλ’ ούτος ενέμενεν εις την απόφασιν της αναχωρήσεώς του.
Με τη μεσολάβηση του βενιζελικού βουλευτή Φλώρινας – Καστοριάς Ιωάννη Βαλαλά, τον οποίο ο μητροπολίτης είχε υποστηρίξει να εκλεγεί το Μάιο του 1915 με το κόμμα του Δ. Γούναρη, όχι μόνο δεν εκτελέστηκε η ποινή της καθαίρεσης από το αξίωμα, αλλά αργότερα επιτεύχθηκε να εκδοθεί και ειδικό νομοθετικό διάταγμα αναθεώρησης της καταδικαστικής απόφασης από το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου παρέστη αυτοπροσώπως και αποκήρυξε τα προηγούμενα δύο υπομνήματά του περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου. Το δικαστήριο τον αθώωσε και επέστρεψε στην επαρχία του μαζί με το Γενικό Διοικητή Κοζάνης – Φλώρινας Ιωάννη Ηλιάκη, στον οποίο υποσχέθηκε ότι θα υποστήριζε στο εξής τη βενιζελική παράταξη[19]. Για τυπικούς και μόνο λόγους τιμωρήθηκε με τρίμηνη αργία, επειδή ομολόγησε ότι στη σκηνή του «αναθέματος» παραβρέθηκε και αυτός πάνω σε άμαξα, κινούμενος από περιέργεια ως θεατής[20]
________________
[1] Γεννήθηκε το 1850 στην Κωνσταντινούπολη, από γονείς που κατάγονταν από τα Σφακιά Κρήτης. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1875. Διορίστηκε στην αρχή καθηγητής στο γυμνάσιο Χανίων. Το 1880 προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Εκεί δίδαξε μέχρι το 1886, όταν εκλέχτηκε επίσκοπος της μικρής επισκοπής Λάμπης και Σφακίων στην Κρήτη (χειροτονήθηκε 28.12.1886). Το 1897 εκλέχτηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπολίτης Κρήτης.
[2] Δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Όλγας και αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄.
[3] Ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1864 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1886. Από το 1892 έως το 1896 σπούδασε με υποτροφία στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού και στη συνέχεια μετέβη στο Λονδίνο για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Από το Λονδίνο προσκλήθηκε τον Οκτώβριο του 1896, για να αναλάβει καθηγητής των Νομικών στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την εκλογή του ως μητροπολίτης Γρεβενών τον Οκτώβριο του 1901. Διατέλεσε διαδοχικά μητροπολίτης Γρεβενών (1901-1910), Δράμας (1910-1922), Νεοκαισαρείας (1922 - 1924), Πριγκιποννήσων (1924-1927) και Χαλκηδόνος (1927-1932). Τον Ιούνιο του 1932 υπέβαλε παραίτηση για λόγους υγείας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απένειμε τιμητικά τον τίτλο του μητροπολίτη Εφέσου. Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 1935 στη Χάλκη, όπου και ενταφιάστηκε.
[4] Στράγκα Θεοκλήτου, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 799.
[5] Β.Δ. της 5 Οκτωβρίου 1918. Η μετάθεση του επισκόπου Γενναδίου έγινε από τη Μητρόπολη Ελασσόνας.
[6] Πρόκειται για την επιστολή που έστειλε ο Ηλιάκης στους μητροπολίτες της Δυτικής Μακεδονίας στις 30 Νοεμβρίου 1916, για την οποία έχει γίνει λόγος προηγουμένως (μετά τα Νοεμβριανά), με την οποία απαγόρευε να μνημονεύουν το βασιλιά και την οικογένειά του.
[7] Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως της 31.3.1923, σελ. 87.
[8] Πολιτική Επιθεώρηση 19.9.1920, άρθρο βουλευτή Κοζάνης Γ. Μπούσιου και εφ. «Σκριπ» 20.09.1920.
[9] Ο μητροπολίτης Αιμιλιανός Δάγγουλας γεννήθηκε το 1866 στην Αρτάκη της Μ. Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1899 με το βαθμό «άριστα» και τον τίτλο του δασκάλου της Ορθοδόξου Θεολογίας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1906 εξελέγη μητροπολίτης Μελενίκου (Σιδηροκάστρου). Στις 8 Δεκεμβρίου 1911 μετατέθηκε στη μητρόπολη Γρεβενών, για να καλύψει τη χηρεύουσα θέση μετά τη δολοφονία του εθνομάρτυρα μητροπολίτη Αιμιλιανού Λαζαρίδη. Τιμήθηκε με διάφορα μετάλλια των Βαλκανικών πολέμων. Στις 13 Μαρτίου 1924 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1927.
[10] Ι.Α.Υ.Ε., φ. Α/4 Χ (8) έτους 1917
[11] Εβδομαδιαία εφημερίδα «Πολιτική Επιθεώρησις» της 19.9.1920, άρθρο του βουλευτή Κοζάνης Γεωργίου Μπούσιου με τίτλο «Διωγμός ιεραρχών και κατάπτωσις Εκκλησίας».
[12] Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3.8.1919.
[13] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[14] Ό. π.
[15] Ο μητροπολίτης Καστορίας Ιωακείμ Λεπτίδης γεννήθηκε το 1871 στην κωμόπολη Κέλβερι (Κελίβαρα) του νομού Ικονίου της Μ. Ασίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης, και ανακηρύχτηκε δάσκαλος της Θεολογίας το 1902. Το Νοέμβριο του 1902 χειροτονήθηκε στον πατριαρχικό ναό της Κωνσταντινούπολης επίσκοπος Ερυθρών, με έδρα τη Μαγνησία, της Μητρόπολης Εφέσου. Στις 17 Ιουλίου 1909 προήχθη σε μητροπολίτη Πρεσπών και Αχριδών με έδρα το Κρούσοβο. Στις 2 Αυγούστου 1911 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Καστορίας, παραμένοντας εκεί μέχρι το θάνατό του, στις 6 Δεκεμβρίου 1931.
[16] Β.Δ. της 31 Οκτωβρίου 1917. Ο μητροπολίτης Πολύκαρπος Σακελλαρόπουλος γεννήθηκε στην Τσαρίτσανη Ελασσόνας το 1878. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία έλαβε δίπλωμα Θεολογίας το 1898. Υπηρέτησε ως καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Τσαριτσάνης (1901) και μετά ανέλαβε διευθυντής του ημιγυμνασίου Λιβαδίου (1901-1904) της επαρχίας Ελασσόνας. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1901 και αμέσως μετά πρεσβύτερος. Το 1904 προβιβάστηκε σε πρωτοσύγκελο και αρχιερατικό επίτροπο της Μητρόπολης Ελασσόνας μέχρι το 1910. Το 1910 κλήθηκε ως πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Αδριανουπόλεως και το 1911 προβιβάστηκε σε επίσκοπο υπό τον τίτλο Πέτρας, ως βοηθός του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Στις 28 Ιουνίου1912 προβιβάστηκε σε μητροπολίτη Μογλενών και Φλωρίνης. Ήταν από τους πρώτους μητροπολίτες που προσχώρησαν στο κίνημα του Βενιζέλου, το Σεπτέμβριο του 1916. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή διορίστηκε μητροπολίτης Βέροιας και Νάουσας.
[17] Στράγκα Θεοκλήτου, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 745.
[18] Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Καστοριά Βούλγαροι τον Αύγουστο του 1916.
[19] Πολιτική Επιθεώρηση της 19.9.1920, άρθρο του βουλευτή Κοζάνης Γ. Μπούσιου.
[20] Εκκλησιαστική αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3.8.1919.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Υποστρατήγου Βήττου Χρήστου, Ο Εθνικός διχασμός και η γαλλική κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος)