Επειδή κατά τη διάρκεια του Διχασμού πολλές από τις σημερινές μητροπόλεις αναφέρονται ως επισκοπές, διευκρινίζουμε ότι όλες οι επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάστηκαν μητροπόλεις και οι επίσκοποι μητροπολίτες το καλοκαίρι του 1922 με το Β. Διάταγμα της 21 Ιουλίου 1922 (Νόμος 2891). Επομένως, μέχρι την ημερομηνία αυτή έχουμε στην Παλιά Ελλάδα μόνο επισκοπές, πλην των Αθηνών και Λάρισας που ήταν Μητροπόλεις. Επίσης με το ίδιο διάταγμα ορίστηκε για πρώτη φορά ο μητροπολίτης Αθηνών να προσαγορεύεται «Μακαριώτατος, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης της Ελλάδος», ενώ ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος» του απονεμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, με τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας του 1923.
Οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι που καταδικάστηκαν από το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο ήταν συνολικά 24, όπως φαίνονται στον παρακάτω πίνακα[1]: Οι περισσότεροι από αυτούς τιμωρήθηκαν για τη συμμετοχή τους στο «ανάθεμα».
Α/Α |
Μητροπολίτης ή Επίσκοπος |
Ποινή που επιβλήθηκε από το Α.Ε.Δ. |
Παρατηρήσεις |
1 |
Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος (έδρα Αθήνα) |
Καθαίρεση από το υψηλό αξίωμα της Αρχιερωσύνης, απογυμνούμενος από κάθε ιερατικό βαθμό, τίτλο και επισκοπική εξουσία. Εκτόπιση επί διετία στην Ιερά Μονή Θεοτόκου - Κορώνης της Επισκοπής Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος. |
Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου |
2 |
Μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος Αφεντούλης (έδρα Λάρισα) |
Καθαίρεση από το υψηλό αξίωμα της Αρχιερωσύνης, απογυμνού-μενος από κάθε ιερατικό βαθμό, τίτλο και επισκοπική εξουσία. Εκτόπιση επί διετία στην Ιερά Μονή Χοζοβιωτίσσης Αμοργού της Επισκοπής Θήρας. |
Δεύτερος στην ιεραρχία της Ιεράς Συνόδου πριν την εκθρόνιση |
3 |
Επίσκοπος Ηλείας Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος (έδρα Πύργος) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο και τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία. |
Συνοδικός πριν την εκθρόνιση |
4 |
Επίσκοπος Φωκίδος Αμβρόσιος Τσάπος (έδρα Άμφισσα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο. |
Συνοδικός πριν την εκθρόνιση |
5 |
Επίσκοπος Κεφαλληνίας Δαμασκηνός Πολυδώρου (έδρα Αργοστόλι) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο. |
Συνοδικός πριν την εκθρόνιση |
6 |
Επίσκοπος Αργολίδος Αθανάσιος Λάσκαρης (έδρα Ναύπλιο) |
Εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
7 |
Επίσκοπος Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιος (έδρα Λεβαδιά) |
Τρίμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
8 |
Επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιος Νικολαΐδης (έδρα Ναύπακτος) |
Τρίμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
9 |
Επίσκοπος Πατρών Αντώνιος Παράσχης (έδρα Πάτρα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο. |
|
10 |
Επίσκοπος Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος Γερμανός Τρωϊάνος (έδρα Σπάρτη) |
Εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία με ισόχρονο σωματικό περιορισμό στην Ιερά Μονή Γηροκομείου της Επισκοπής Πατρών. |
|
11 |
Επίσκοπος Γυθείου και Οιτύλου Διονύσιος Δάφνος (έδρα Γύθειο) |
Αργία ενός μηνός |
|
12 |
Επίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός Μεταξάς (έδρα Τρίπολη) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο και εξάμηνο αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
13 |
Επίσκοπος Λευκάδος και Ιθάκης Δανιήλ Σουλίδης (έδρα Λευκάδα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο. |
|
14 |
Επίσκοπος Τριφυλίας και Ολυμπίας Γαβριήλ Παπαϊωάννου (έδρα Κυπαρισσία) |
Εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία και ισόχρονος περιορισμός στη Μονή Νεμέας. |
|
15 |
Επίσκοπος Άρτης Σπυρίδων Γκινάκας (έδρα Άρτα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο και εξάμηνο αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
16 |
Επίσκοπος Μεσσηνίας Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (έδρα Καλαμάτα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο και εξάμηνο αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
17 |
Επίσκοπος Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος Καραμάνος (έδρα Ύδρα) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο. |
|
18 |
Επίσκοπος Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος Αναστασίου (έδρα Α ίγιο) |
Έκπτωση από τον Επισκοπικό Θρόνο και εξάμηνο αργία από κάθε ιεροπραξία με ισόχρονο περιορισμό στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αίγινας |
|
19 |
Επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης (έδρα Βόλος) |
Αργία 40 ημερών |
|
20 |
Επίσκοπος Μηθύμνης Βασίλειος Κομβόπουλος (έδρα Καλλονή Λέσβου) |
Αργία και υπερορία622[2] στο Άγιο Όρος μέχρι τέλος του πολέμου |
Δικάστηκε ερήμην στις 5 Οκτωβρίου 1917. Υπαγόταν στο Οικ. Πατριαρχείο |
21 |
Επίσκοπος (τιτουλάριος) Τρωάδος Νεόφυτος Λαμπαδαρίου |
Το Νοέμβριο του 1917, Αργία και υπερορία στο Άγιο Όρος μέχρι λήξεως του μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και των άλλων Κρατών υφισταμένου πολέμου, υπογραφής της οριστικής ειρήνης και επικοινωνίας μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τον Οκτώβριο του 1919, τρίμηνη αργία. |
Υπαγόταν στο Οικ. Πατριαρχείο |
22 |
Αρχιεπίσκοπος Κορινθίας Βαρθολομαίος Γεωργιάδης (έδρα Κόρινθος) |
Τρίμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία. |
|
23 |
Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Δελβίνου Βασίλειος Παπαχρήστου ή Χρηστίδης (έδρα Αργυρόκαστρο) |
Εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία. |
Υπαγόταν στο Οικ. Πατριαρχείο. Δικάστηκε ερήμην στις 6 Οκτωβρίου 1917. |
24 |
Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός Αναστασιάδης (έδρα Κορυτσά) |
Αργία ενός μηνός |
Υπαγόταν στο Οικ. Πατριαρχείο |
Σημειώνεται ότι οι δύο αρχιερείς που καταδικάστηκαν με καθαίρεση και οι δέκα με έκπτωση, ρίχτηκαν κυριολεκτικά στο δρόμο, αφού η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν τους έδινε κανένα επίδομα για να αντιμετωπίσουν τις στοιχειώδεις βιοτικές τους ανάγκες, οπότε, για να συντηρηθούν είτε πουλούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα (άμφια κ.λπ.) είτε τρέφονταν από τους συγγενείς τους[3].
Αναλυτικά οι ποινές που επιβλήθηκαν στους πιο πάνω ιεράρχες από το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) και οι τυχόν τροποποιήσεις που επήλθαν στην αρχική ποινή έχουν ως εξής:
(1) Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Του επιβλήθηκε η ποινή της καθαίρεσης από το υψηλό αξίωμα της Αρχιερωσύνης, απογυμνούμενος από κάθε ιερατικό βαθμό, τίτλο και επισκοπική εξουσία και διετής περιορισμός στη Μονή Κορώνης της Επισκοπής Φαναρίου Θεσσαλιώτιδος[4].
Με την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης Βενιζέλου (Ιούνιος 1917) διώχθηκε με τη βία από τη Μητρόπολη Αθηνών και εκτοπίστηκε στην Αίγινα χωρίς δικαστική απόφαση. Μετά τη δίκη στο Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο και την καθαίρεση από το αξίωμά του κλείστηκε αρχικά σε σκοτεινό και υγρό κελί στις φυλακές Συγγρού και κατόπιν, αντί να μεταφερθεί στη Μονή Κορώνης, όπως είχε αποφασίσει το δικαστήριο, εξορίστηκε στη Μονή «Πρέβελη» της Κρήτης[5], όπου κρατήθηκε αυθαίρετα και μετά τη συμπλήρωση του διετούς περιορισμού. Ύστερα μεταφέρθηκε και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Γοργοεπηκόου της Αρκαδίας[6] χωρίς δικαστική απόφαση.
(2) Μητροπολίτης Λάρισας Αρσένιος[7], συνοδικός. Του επιβλήθηκε η ποινή της καθαίρεσης από το υψηλό αξίωμα της Αρχιερωσύνης, απογυμνούμενος από κάθε ιερατικό βαθμό, τίτλο και επισκοπική εξουσία και διετής περιορισμός στη Μονή Χοζοβιωτίσσης Αμοργού[8] της Επισκοπής Θήρας. Με την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης Βενιζέλου, τον Ιούνιο του 1917, εκτοπίστηκε χωρίς δικαστική απόφαση στην Αίγινα. Μετά τη δίκη του Οκτωβρίου 1917 και την καθαίρεση από το βαθμό του κρατήθηκε για αρκετές ημέρες στα κρατητήρια της Αστυνομίας Αθηνών και από εκεί με στρατιωτική συνοδεία μεταφέρθηκε στη Μονή Χοζοβιωτίσσης της Αμοργού. Μετά τη λήξη του διετούς περιορισμού μεταφέρθηκε και τέθηκε υπό περιορισμό σε κάποια Μονή της Ζακύνθου[9].
(3) Επίσκοπος Ηλείας Δαμασκηνός, συνοδικός. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο και τριετής αργία από κάθε ιεροπραξία[10]. Αν και ήταν ασθενής τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Ταξιαρχών του Αιγίου. Απεβίωσε τον Ιούλιο του 1918.
(4) Επίσκοπος Φωκίδος Αμβρόσιος, συνοδικός. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο[11]. Στη χηρεύουσα Μητρόπολη διορίστηκε Επισκοπική Επιτροπή[12], για να επιλαμβάνεται των πνευματικών θεμάτων αυτής, αποτελούμενη από τον αρχιμανδρίτη Χριστόδουλο Στασινό, τον οικονόμο Γεώργιο Μπακάλη και το σκευοφύλακα Νικόλαο Αναγνωστόπουλο.
(5) Επίσκοπος Κεφαλληνίας Δαμασκηνός, συνοδικός. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο[13].
(6) Επίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο και εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία[14]. Συνελήφθη αυθαίρετα και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Βελανιδιάς Μεσσηνίας, αλλά λόγω ασθενείας του επετράπη να μεταβεί στην Αθήνα για θεραπεία υπό αστυνομική επιτήρηση.
(7) Επίσκοπος Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο και εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία με ισόχρονο περιορισμό στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αίγινας[15].
(8) Επίσκοπος Αργολίδος Αθανάσιος. Του επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης αργίας από κάθε ιεροπραξία[16]. Μετά την έκτιση της ποινής επέστρεψε στην επαρχία του, αλλά διώχθηκε με τη βία από τις βενιζελικές Αρχές και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή «Καρακαλά» Αργολίδος, από όπου, λόγω ασθενείας του επετράπη να μεταβεί στην Αθήνα για θεραπεία. Με εντολή του βουλευτή του νομού Αργολίδος και Κορινθίας και υπουργού Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρέπουλη απαγορεύτηκε η επάνοδος στην επαρχία του637[17].
(9) Επίσκοπος (τιτουλάριος) Τρωάδος Νεόφυτος. Του επιβλήθηκαν δύο ποινές. Η πρώτη το Νοέμβριο του 1917 που αφορούσε περιορισμό στο Άγιο Όρος μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η δεύτερη τον Οκτώβριο του 1919 που αφορούσε τρίμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία[18].
(10) Επίσκοπος Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιος. Του επιβλήθηκε η ποινή τριμήνου αργίας από κάθε ιεροπραξία[19]. Τέθηκε αυθαίρετα υπό περιορισμό στη Μονή «Σαγματά» Θηβών. Αργότερα του επετράπη να επιστρέψει στην επισκοπή του.
(11) Επίσκοπος Πατρών Αντώνιος. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο[20]. Η καταδίκη του οφείλεται στην ψήφο του επισκόπου Σύρου, ο οποίος αν και είχε αρχικά αντίθετη γνώμη, σύμφωνα με την ομολογία του ιδίου, υπέκυψε στην πίεση που του ασκήθηκε από τον υπουργό Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, ο οποίος τον επισκέφθηκε και τον απείλησε τα μεσάνυχτα στο σπίτι του[21].
(12) Επίσκοπος Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος Γερμανός. Του επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης αργίας από κάθε ιεροπραξία με ισόχρονο σωματικό περιορισμό στη Μονή Γηροκομείου της Επισκοπής Πατρών[22]. Το δικαστήριο απέρριψε ένσταση του κατηγορουμένου, που ζητούσε την εξαίρεση του επισκόπου Δημητριάδος Γερμανού[23]. Εκτοπίστηκε στην Κρήτη και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Πρέβελη του νομού Ρεθύμνης και μετά την έκτιση της ποινής κλείστηκε στις φυλακές του φρουρίου «Ιτζεδίν» Χανίων περισσότερο από ένα εξάμηνο, όπου αρρώστησε σοβαρά. Έλαβε άδεια και μεταφέρθηκε με στρατιωτική συνοδεία στην Αθήνα για νοσηλεία, όπου έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα προφυλακισμένος. Δικάστηκε για δεύτερη φορά από το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο μετά από καταγγελίες του βουλευτή Λακωνίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων Γεωργίου Φικιώρη και αθωώθηκε παμψηφεί. Αλλά και πάλι συνελήφθη με ενέργειες του ίδιου βουλευτή και μεταφέρθηκε στην Καλαμάτα για να δικαστεί για έσχατη προδοσία υπό του εκεί Στρατοδικείου, το οποίο τον απάλλαξε με βούλευμα από κάθε κατηγορία. Παρ’ όλα αυτά δεν του επετράπη να επανέλθει στην επαρχία του, κατ’ αξίωση του παραπάνω βουλευτή[24].
(13) Αρχιεπίσκοπος Κορινθίας Βαρθολομαίος. Ασθενής και ετοιμοθάνατος, ηλικίας μεγαλύτερης των 80 ετών, δεν κατέστη δυνατόν να παραβρεθεί στο δικαστήριο. Του επιβλήθηκε η ποινή της τρίμηνης αργίας από κάθε ιεροπραξία[25]. Μετά από λίγο πέθανε από συγκίνηση.
(14) Επίσκοπος Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος. Κυνηγημένος από τους βενιζελικούς παράγοντες της Ύδρας, για να αποφύγει τις περιπέτειες από την απέλασή του στη Μύκονο, όπου επρόκειτο να μεταφερθεί με ένοπλη συνοδεία σαν κοινός κρατούμενος των φυλακών, αναγκάστηκε να κρυφθεί επί 15 περίπου μήνες. Συνελήφθη και με την υπ’ αριθ. 780/5.7.1919 απόφαση του Α.Ε.Δ. καταδικάστηκε με έκπτωση από τον επισκοπικό θρόνο[26].
(15) Επίσκοπος Λευκάδος και Ιθάκης Δανιήλ. Συνελήφθη όταν καταλήφθηκε η Λευκάδα υπό των επαναστατών και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου φυλακίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μεταφέρθηκε κατόπιν στην Αθήνα, όπου του επιβλήθηκε υπό του Α.Ε.Δ. η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο[27]. Μεταφέρθηκε αυθαίρετα και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Βλαχερνών Κυλλήνης Ηλείας και αργότερα στη Ζάκυνθο.
(16) Επίσκοπος Τριφυλίας και Ολυμπίας Γαβριήλ. Του επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης αργίας από κάθε ιεροπραξία με ισόχρονο περιορισμό στη Μονή Νεμέας[28]. Τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή «Βουλκάνου» της Μεσσηνίας. Αργότερα του επετράπη η επάνοδος στην επαρχία του, όπου το 1920 απεβίωσε.
(17) Επίσκοπος Άρτας Σπυρίδων. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο και εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία[29]. Αν και έπασχε σοβαρά από πρόσφατη εγχείριση, μεταφέρθηκε με τη βία στη Μονή Γηροκομείου Πάτρας. Αργότερα του επετράπη η διαμονή του για θεραπεία μέσα στην πόλη των Πατρών υπό αστυνομική επιτήρηση. Κάποια ημέρα του Μαΐου του 1919 συνελήφθη χωρίς συγκεκριμένο λόγο και κρατήθηκε στα κοινά κρατητήρια της εκεί Αστυνομίας, όπου διανυκτέρευσε μετά κοινών γυναικών, οι οποίες ενώπιόν του ασχημονούσαν με τους χωροφύλακες[30].
(18) Επίσκοπος Μεσσηνίας Μελέτιος. Του επιβλήθηκε η ποινή της έκπτωσης από τον επισκοπικό θρόνο και εξάμηνη αργία από κάθε ιεροπραξία[31]. Τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Λακωνίας, υπό αστυνομική επιτήρηση.
(19) Επίσκοπος Μηθύμνης Βασίλειος. Δικάστηκε ερήμην στις 5 Οκτωβρίου 1917 και του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας και του περιορισμού στο Άγιο Όρος μέχρι το τέλος του πολέμου[32], γιατί τέλεσε στην Κηφισιά το ανάθεμα. Για να αποφύγει τα δεινά της εξορίας κρυβόταν περισσότερο από δύο χρόνια, υφιστάμενος πολλές στερήσεις[33].
(20) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως και Δελβίνου Βασίλειος (έδρα Αργυρόκαστρο). Στις 22 Σεπτεμβρίου 1916 με συνοδεία καραμπινιέρων απελάθηκε από τις ιταλικές αρχές Αργυροκάστρου «ως επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν, καθ’ ο αντιδράσας ποικιλοτρόπως κατά της ιταλικής προπαγάνδας εν Αυλώνι και Αργυροκάστρω από του έτους 1902, ότε ήτο μητροπολίτης Βελεγράδων, και μέχρι καταλήψεως του Αργυροκάστρου υπό των Ιταλικών στρατιωτικών αρχών»[34]. Ευρισκόμενος το Δεκέμβριο του 1916 στην Αθήνα παρέστη ως απλός θεατής στην τέλεση του αναθέματος στο Πεδίο του Άρεως. Δικάστηκε ερήμην υπό του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 1917 και του επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης αργίας από κάθε ιεροπραξία[35]. Μετά τη λήξη της ποινής δεν του επετράπη η επάνοδος στην επαρχία του κατ’ αξίωση του Βορειοηπειρώτη πολιτευτή Σπυρομήλιου.
(21) Επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιος. Του επιβλήθηκε η ποινή τριμήνου αργίας από κάθε ιεροπραξία[36]. Επειδή είχε την προστασία του υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Δημητρίου Δίγκα, με τον οποίο γνωριζόταν αφότου ήταν βοηθός επίσκοπος Σερρών, μόλις έληξε η τρίμηνη αργία διορίστηκε μέλος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και τοποτηρητής της επισκοπής Αιτωλοακαρνανίας. Από το 1918 και επί τρία συνεχή έτη εκλεγόταν από την κυβέρνηση ως συνοδικός[37].
(22) Επίσκοπος Γυθείου και Οιτύλου Διονύσιος. Ήταν ο μόνος από τους επισκόπους που τέλεσε το ανάθεμα περιβεβλημένος με τα αρχιερατικά του άμφια. Παρ’ όλα αυτά με την ισχυρή παρέμβαση ενός μέλους της Τριανδρίας τιμωρήθηκε μόνο με ένα μήνα αργία[38]. Μετά την έκτιση της ποινής διορίστηκε μέλος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και επί τρία συνεχή έτη εκλεγόταν συνοδικός.
(23) Επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός. Αν και τέλεσε το ανάθεμα καταδικάστηκε μόνο με 40 ημέρες αργία[39], μετά την παρέλευση της οποίας διορίστηκε μέλος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και συνοδικός. Λέγεται γι’ αυτόν ότι συνετέλεσε με την κατάθεσή του να συλληφθούν ως βασιλόφρονες και να σταλούν υπό των Γάλλων στο στρατόπεδο κρατουμένων Μυτιλήνης ο ιεροκήρυκας της επαρχίας του Ζάχος και ο εφημέριος Βόλου παπα-Αλέξιος Γραμματικός[40].
(24) Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός. Είχε προσκληθεί το Δεκέμβριο του 1916 από τον επίσκοπο Πατρών Αντώνιο και παρέστη στο εκεί ανάθεμα. Επίσης όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κορυτσά εγκατέλειψε την έδρα του, για να μη συλληφθεί και φυλακιστεί, λόγω των φιλοβασιλικών του αισθημάτων. Ενώ διατελούσε υπόδικος υπέβαλε υπόμνημα, με το οποίο ενίστατο κατά της αρμοδιότητας του Α.Ε.Δ. Μετά όμως παρέστη ενώπιον του Δικαστηρίου αποκήρυξε το υπόμνημά του και καταδικάστηκε στις αρχές Νοεμβρίου 1917 σε μηναία αργία[41]. Δεν του επετράπη όμως να επανέλθει στην επαρχία του, την οποία ποίμανε με επιτροπή ο απελαθείς από τους Ιταλούς από τη δική του επαρχία μητροπολίτης Δυρραχίου. Όταν ο μητροπολίτης Γερμανός διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε πρόθεση στην κυβέρνηση να τον επαναφέρει στην έδρα του έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και διέμεινε εκεί.
(25) Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος. Ούτε ανάθεμα τέλεσε, ούτε παρέστη σε τέλεση αναθέματος, και μάλιστα κατά τα «Νοεμβριανά» υπεράσπισε καταδιωκόμενους του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να κατηγορηθεί και δικαστεί, από το 1917-1920 βρισκόταν εκτοπισμένος στην Αθήνα, διότι ήθελε την απομάκρυνσή του ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου Αριστείδης Στεργιάδης[42]. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης διόρισε αυθαίρετατοποτηρητή στην επαρχία του κάποιον επίσκοπο Δωδώνης, παραβιάζοντας κατάφωρα τους Ιερούς Κανόνες[43].
(26) Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Αγαθάγγελος. Διώχθηκε από τους επαναστάτες με τη βία από την επισκοπή του και εκτοπίστηκε στη Χίο, από όπου, λόγω ασθενείας, του επετράπη το 1918 να μεταβεί στην Αθήνα για θεραπεία. Το 1920 του επετράπη να επιστρέψει στην επαρχία, αφού σταμάτησε η εναντίον του δίωξη από κάποιο τοπικό βουλευτή[44].
Εκτός από τους παραπάνω, που τιμωρήθηκαν με διάφορες ποινές, έχουμε και τρεις περιπτώσεις μητροπολιτών, οι οποίοι ενώ τέλεσαν το ανάθεμα αθωώθηκαν από το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Και αυτό έγινε, αφενός για να υπάρχουν μερικοί ιεράρχες που δεν θα είχαν κάτι επιβαρυντικό εις βάρος τους, προκειμένου να συγκροτήσουν την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας και αφετέρου γιατί είχαν ισχυρούς προστάτες στην κυβέρνηση, που επεδίωξαν την αθώωσή τους. Οι μητροπολίτες αυτοί ήταν[45]:
1) Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Ιωακείμ, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μολονότι τέλεσε πανηγυρικά στην επαρχία του το ανάθεμα, αθωώθηκε από το Δικαστήριο, στο οποίο παρέστη αυτοπροσώπως. Οι δικαιολογίες που πρόβαλε απολογούμενος ήταν666[46]:
«…Κατεδιώχθην υπό των εθνικοφρόνων, οίτινες εφρόνουν ότι η Μητρόπολίς μου ήτο κέντρον των Φιλελευθέρων. Συμμετέσχον εις το ανάθεμα βία και απειλαίς των εθνικοφρόνων και έπραξα τούτο, όπως σώσω το ποίμνιόν μου και αποφύγω τους αλληλοσπαραγμούς, ιδία τον διωγμόν των προκρίτων μου, διότι οι επίστρατοι διέδιδον ότι παρ’ αυτών εκωλυόμην να συμμετάσχω…».
2) Μητροπολίτης Παραμυθίας Νεόφυτος, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τους πρώτους έσπευσε να προτείνει στην Ιερά Σύνοδο την τέλεση του αναθέματος. Αθωώθηκε από το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο.
3) Επίσκοπος Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπος, της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Κηρύχτηκε αθώος με τη μεσολάβηση ισχυρών παραγόντων της κυβέρνησης, παρότι τέλεσε αποδεδειγμένα στην έδρα του το ανάθεμα.
Από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα παρατηρούμε ότι ιεράρχες όπως οι Δράμας, Ιωαννίνων, Δρυϊνουπόλεως, Θήρας, Ύδρας, Ζακύνθου, Παροναξίας, αν και δεν είχαν συμμετοχή στο ανάθεμα, καταδιώχθηκαν με σκληρά μέτρα, ενώ άλλοι, που τέλεσαν το ανάθεμα,, όπως οι Πρεβέζης, Παραμυθίας, Τρίκκης, Γυθείου, Ναυπακτίας, Δημητριάδος κ.λπ., όχι μόνο αθωώθηκαν ή τιμωρήθηκαν με «ελαφρές» ποινές, αλλά χρημάτισαν και δικαστές των άλλων, ως μέλη του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου[47].
Εξόριστοι στην Αμοργό το 1918
Καθιστοί: αριστερά ο Φίλιππος Δραγούμης, στη μέση ο μητροπολίτης Λάρισας Αρσένιος και δεξιά ο Β. Κριμπάς. Πίσω από αριστερά Λ. Γιαννακόπουλος, Αραπάκης και Ηλ. Χαρμαντάς
[Πηγή: Φιλίππου Δραγούμη, «Διχασμός 1916-1919»]
______________
[1] Β. Δ. 31.10.1917, Β.Δ. 18.11.1917, Β.Δ. 27.11.1917, Β.Δ. 30.9.1919 και αρχιμανδρίτη Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 744-753
[2] Υπερορία σημαίνει απέλαση προσώπου έξω από τα σύνορα της χώρας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και για όσους κληρικούς τέθηκαν σε περιορισμό στο Άγιο Όρος, επειδή αυτό διέπεται από ειδικό προνομιακό καθεστώς και θεωρείται αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους.
[3] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[4] Β.Δ. της 31 Οκτωβρίου 1917.
[5] Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 13.7.1919. Η Μονή Πρέβελη βρίσκεται στις νότια πλευρά του Νομού Ρεθύμνης και υπάγεται στη Μητρόπολη Λάμπης και Σφακίων.
[6] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[7] Μητροπολίτης Αρσένιος Αφεντούλης. Γεννήθηκε στον Πλάτανο Μυριοφύτου Θράκης το 1871. Σπούδασε στην Εμπορική και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε αριστούχος το 1894. Το 1910 προβιβάστηκε σε μητροπολίτη Στρωμνίτσης και Τιβεριουπόλεως (Ιούνιος 1910-Αύγ. 1914). Λόγω της εθνικής δράσης που ανέπτυξε στην επαρχία του διώχθηκε από τους Βουλγάρους και κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου με σύσταση του βασιλιά Κωνσταντίνου εκλέχτηκε από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Λάρισας το 1915. Επειδή αναμίχθηκε ενεργά στο κατά του Βενιζέλου ανάθεμα καθαιρέθηκε με την υπ’ αριθ. 26/3-10-1917 απόφαση του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και εξορίστηκε στην Αμοργό. Αποκαταστάθηκε αρχικά το 1920, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, και τελικά με την υπ’ αριθ. 10/9-1-1923 πράξη της συνελθούσης στην Αθήνα Μείζονος Συνόδου. Απεβίωσε από εγκεφαλική αιμορραγία στις 26 Δεκεμβρίου 1934.
[8] Β.Δ. της 31 Οκτωβρίου 1917.
[9] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[10] Β.Δ. της 31 Οκτωβρίου 1917.
[11] Ό.π.
[12] Ό.π.
[13] Ό.π.
[14] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 746 και εφ. ««Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[15] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 748. Εφ. ««Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[16] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917 .
[17] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[18] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917 και Β.Δ. της 30 Σεπτεμβρίου 1919, με το οποίο εγκρίνεται η υπ’ αριθ. 5/779 από 31 Ιουλίου 1919 απόφαση του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου για την τρίμηνη αργία κ.λπ. Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως της 13.7.1919
[19] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917.
[20] Ό.π.
[21] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[22] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917.
[23] Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3.8.1919.
[24] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[25] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917.
[26] Β.Δ. της 30 Σεπτεμβρίου 1919, Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3.8.1919 και εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[27] Β.Δ. της 27 Νοεμβρίου 1917 και εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[28] Β.Δ. της 27 Νοεμβρίου 1917.
[29] Ό.π.
[30] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[31] Β.Δ. της 27 Νοεμβρίου 1917.
[32] Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως της 13.7.1919.
[33] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[34] Βοβολίνη Κ., Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας, Αθήνα 1952, σελ. 213.
[35] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 745 και «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[36] Β.Δ. της 18 Νοεμβρίου 1917
[37] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[38] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 749 και εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[39] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 751.
[40] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[41] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 751 και εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[42] Αριστείδης Στεργιάδης του Στεργίου, δικηγόρος από την Κρήτη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1861. Συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου στην επανάσταση της Θερίσου το 1905. Όταν ο Ελ. Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός τον χρησιμοποίησε για τη σύνταξη διαφόρων νομοσχεδίων (περί δήμων και κοινοτήτων κ.λπ.) και το 1917 τον διόρισε γενικό διοικητή Ηπείρου. Μετά την κατάληψη της Σμύρνης υπό του ελληνικού στρατού διορίστηκε υπουργός – ύπατος αρμοστής αυτής, διατηρώντας τη θέση του μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Για την όχι και τόσο καλή συμπεριφορά του έναντι των Ελλήνων της Σμύρνης είχε τη γενική κατακραυγή του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα να μην επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί στη Γαλλία.
[43] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
[44] Ό.π.
[45] Ό.π.
[46] Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 752.
[47] Εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις» 19.9.1920.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Υποστράτηγου Βήττου Χρήστου, Ο Εθνικός Διχασμός και η Γαλλική κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος)