Άρθρο του Ελευθέριου Σφακτού
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821, ο Σουλτάνος πίστεψε ότι μπορούσε να καταστείλει τον ξεσηκωμό το έθνους, χρησιμοποιώντας τον Στόλο του και μόνο. Με την υπεροψία της μεγάλης δύναμης, ο αγώνας των Ελλήνων, κατ΄αυτόν,θα ήταν άνισος. Δεν είχε μετρήσει όμως, ούτε είχε γνωρίσει ακόμη, ότι οι κατατρεγμένοι αλλά αδούλωτοι ραγιάδες είχαν σαν μοναδικό τους όπλο τη δύναμη της ψυχής και την πίστη στο δίκαιο του αγώνα για τη λευτεριά. Οι δε ωμότητες που ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μετά την έναρξη της επανάστασης, (σφαγές Ελλήνων, απαγχονισμός Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ κ.α.) τους επηρέασαν αποφασιστικά και ο πόθος και το πάθος για λευτεριά έγιναν αδάμαστη θέληση και δρόμος χωρίς γυρισμό.
23 Μαΐου. Ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον ναύαρχο Τομπάζη αποτελούμενος από 57 πλοία Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, αποπλέει από τα Ψαρά για περιπολία στα νερά της Μυτιλήνης προς εντοπισμό του τουρκικού στόλο. Αντικειμενικός στόχος, η αποτροπή εφοδιασμού των φρουρίων των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Την αυγή της άλλης ημέρας φάνηκαν τρία πλοία προερχόμενα από τα στενά των Δαρδανελλίων. Ήτανε δύο μπρίκια με ρώσικη σημαία κι ένα μεγάλο δίκροτο με δύο σειρές πυροβόλων σε κάθε του πλευρά, γίγαντας της εποχής εκείνης με 84 κανόνια στο σύνολο. Το δίκροτο δεν είχε σημαία. Το γνώρισαν όμως ότι ήτανε τούρκικο και προφανώς ήταν η προφυλακή του στόλου του Ριαλά-Μπέη.
Το δίκροτο ήταν το «Μπεχτάς Καπτάν» ( Κινούμενο όρος), ένα πλοίο γραμμής ¨Ντε-λιν¨, κατά την ναυτική ορολογία της εποχής, από τον αντίστοιχο γαλλικό όρο “vaisseau de ligne ” (βεσώ ντε λιν),¨ Ντελίνι ¨ κατά την ελληνική παραφθορά. Κατά τη ναυμαχία, η θέση αυτής της κλάσης του πλοίου ήταν στο κέντρο της παράταξη (μεσοπορεία) όπου μπορούσε να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο βάρος της ναυτικής επιχείρησης, είτε σε άμυνα είτε σε επίθεση. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο ονομαστός πειρατής Οσμάν Γκέκας ή ¨ Βεκτασή Αρναούτ¨.
Η αρχική πορεία του δίκροτου ήταν προς τα στενά της Χίου. Βλέποντας όμως τον Ελληνικό στόλο άλλαξαν κατεύθυνση και αγκυροβόλησε στον όρμο της Ερεσσού, δυτικά της Λέσβου όπου αποβίβασε ναυτικό απόσπασμα στην ξηρά, προστατευόμενο συγχρόνως από το πυροβολικό της ξηράς. Οι Έλληνες χωρίς χρονοτριβή αποφάσισαν να «τρακάρουν όλα τα καράβια το βατσέλο και να κάνουν ρεσάλτο». Πρώτος δοκίμασε να πλησιάσει ο ναύαρχος Τομπάζης με την γολέτα του «Τερψιχόρη» η οποία διέθετε ισχυρό πυροβόλο των 48 λίτρων. Η απόσταση από το εχθρικό πλοίο ήταν μεγάλη κι έπρεπε να πλησιάσει. Επικρατούσε όμως νηνεμία για τούτο έδωσε διαταγή να κατεβάσουν τις βάρκες και κωπηλατώντας να ρυμουλκήσουν το πλοίο. Έτσι κι έγινε! Τα κανόνια της Τερψιχόρης έβαλαν επί ώρες κατά του θεόρατου πλοίου χωρίς θετικό όμως αποτέλεσμα. Η απόλυτη νηνεμία δεν επέτρεπε σωστούς χειρισμούς προσέγγισης . Στη συνέχεια η γρήγορη Νάβα «Αχιλλεύς» του Ζάκα τόλμησε να πλησιάσει κι άρχισε να βάλλει κι αυτή, χωρίς αποτέλεσμα . Γρήγορα αποσύρθηκε με τρεις νεκρούς κι έναν τραυματία.
Αντώνης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννος)
Ο ναύαρχος Τομπάζης επιμένει. Πλησιάζει τα καράβια του σε γραμμή μάχης κι επιτίθεται και πάλι. Η γολέτα «Τερψιχόρη» με το μεγάλο της πυροβόλο των 48 λίτρων έβαλε πρώτη κι ακολουθούν όλα μαζί τα κανόνια του ελληνικού στόλου, βρυχώνται, ξερνούν φωτιά και σίδερο μετατρέποντας τη θάλασσα της Ερεσσού σε κόλαση. Μα και πάλι δεν γίνεται τίποτα !
Οι δυνατές μπαταριές του Ντελίνι (μεγαλύτερης ισχύος και βεληνεκούς των ελληνικών) κρατούν σε απόσταση τα ελληνικά πλοία, που μόνο φλόγες, καπνό και θόρυβο προξενούν και τίποτα περισσότερο.
24 Μαΐου. Ο Αρχηγός στόλου Ναύαρχος Τομπάζης μετά από σύσκεψη των πλοιάρχων, αποφασίστηκε, με πρόταση του ναυάρχου Νικολή Αποστόλη, να γίνει για πρώτη φορά χρήση πυρπολικών διότι ήταν αδύνατον να νικηθεί ο πανίσχυρος εχθρός με το βεληνεκές που διέθεταν τα Ελληνικά πλοία. Έως τότε, οι Έλληνες τα πυρπολικά δεν τα είχαν στον σχεδιασμό του στόλου τους. Είχαν «ακούσει» γι΄ αυτά, όταν οι Ρώσοι έκαψαν τον Τούρκικο στόλο στο όρμο του Τσεσμέ (7 Ιουλίου 1770, γνωστή περίοδος ως Ορλωφικά), χρησιμοποιώντας μάλιστα Ψαριανούς ναυτικούς για την επάνδρωση τους.
Από τους μαστόρους που γνώριζαν σχετικά περί των πυρπολικών, ξεχώριζε ο Γιάννης Δημουλίτσας ή Πατατούκος, από την Πάργα. Είχε εγκατασταθεί στα Ψαρά και εργαζόταν στο πλοίο του Νικολή Αποστόλη. Σύντομα μετασκεύασε ένα μικρό πλοίο σε πυρπολικό. Η πρώτη προσπάθεια πυρπόλησης του Δίκροτου με επικεφαλής τον Υδραίο Θεοχάρη απέτυχε. Το πυρπολικό στην προσπάθειά του να πλησιάσει το δίκροτο από την πρύμη, «επήρε στεριά» (ευθεία πορεία), αλλά έγινε αντιληπτό από τη φρουρά της στεριάς δεχόμενο πυροβολισμούς, ενεργοποιώντας συγχρόνως και τη βάρδια του πλοίου που έως τότε δεν είχε αντιληφθεί την προσέγγιση του πυρπολικού.
Την Δεύτερη προσπάθεια και με παρότρυνση του Τομπάζη, ανέλαβε να την φέρει σε πέρας ο άγνωστος μέχρι τότε Παπανικολής που ξεχώριζε για την τόλμη του , την ικανότητά του και το πείσμα του.
Ο “Πατατούκος” σύντομα μετέτρεψε σε πυρπολικό ένα μικρό πλοίο, (Λήμνιον), που προσέφερε ο Υδραίος πλοίαρχος Χατζηθεοδώρου, ενώ παράλληλα κατέπλευσε από τα Ψαρά, και δεύτερο που το διεύθυνε ο Γεώργιος Καλαφάτης. Ο Παπανικολής σε συγκέντρωση, ζήτησε εθελοντές για την τολμηρή και επικίνδυνη αυτή επιχείρηση. Πρώτος δήλωσε ο Γιάννης Θεοφιλόπουλος από τα Λαγγάδια της Γορτυνίας, τον οποίο και όρισε τιμονιέρη στο πυρπολικό του. Τελικά ο Παπανικολής επέλεξε 21 συντρόφους από τους εθελοντές,
Ιωάννης Δημουλίτσας (Πατατούκος)
27 Μαΐου. Ημέρα Παρασκευή και ώρα 0830 πρωινή όταν ξεκίνησαν τα δύο πυρπολικά με επικεφαλής τον Παπανικολή και τον Καλαφάτη, ακολουθούμενα από δύο λέμβους διαφυγής Και τα δύο κατευθύνθηκαν κατά του δίκροτου που το έλουζε ο ήλιος. Πριν ξεκινήσουν τα πυρπολικά, τα Ελληνικά πλοία για αντιπερισπασμό άρχισαν να κανονιοβολούν το εχθρικό πλοίο. Αυτό ανταπέδωσε αμέσως τα πυρά, έτσι η περιοχή γέμισε καπνούς. Αυτό βοηθούσε το τόλμημα των ατρόμητων θαλασσομάχων διότι δημιουργήθηκε ένα ¨προπέτασμα καπνού¨ που περιόριζε την ορατότητα.
Είχε αποφασισθεί ο Καλαφάτης να κολλήσει στη μέση του δίκροτου το πυρπολικό του και στην πλώρη ο Παπανικολής, όπως και έγινε. Πριν όμως μεταδοθεί η φωτιά στο μεγάλο πολεμικό από το πυρπολικό του Καλαφάτη, οι τούρκοι κατάφεραν να το ξεκολλήσουν με αποτέλεσμα αυτό να απομακρυνθεί καιόμενο.
Ο Παπανικολής ύστερα από επιδέξιες μανούβρες του Θεοφιλόπουλου, κόλλησε το πυρπολικό του στην πλώρη του κολοσσού και η φωτιά άρχισε να μεταδίδεται στα κατραμωμένα ξύλα της πλώρης του τουρκικού πολεμικού. Ο άνεμος εν τω μεταξύ είχε κάνει την εμφάνισή του κι αυτό βοηθούσε το έργο των θαρραλέων Ελλήνων, που δεν έλεγαν να ξεμακρύνουν αν δεν έβλεπαν ότι ο σκοπός τους θα είχε αίσιο πέρας.
Μάταια οι Τούρκοι τουφέκιζαν από το κατάστρωμα και τις μπουκαπόρτες πασχίζοντας συγχρόνως να σβήσουν τις φωτιά που άρχισε να εξαπλώνεται στο πλοίο. Η μοίρα όμως του πλοίου είχε προδιαγραφεί. Οι φλόγες όλο και δυνάμωναν, οι καπνοί τύφλωναν το πλήρωμα του Δίκροτου, και ο πανικός άρχισε να μεταδίδεται σε αξιωματικούς και ναύτες που πανικόβλητοι έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση. Όσοι προσπάθησαν να κατεβάσουν βάρκες δεν τα κατάφεραν διότι τα σχοινιά είχαν αρχίσει να καίγονται. Ο ναύαρχος Αρναούτ φώναζε απεγνωσμένα να του κατεβάσουν μια βάρκα για να φύγει. Λέγεται ότι, ένας Αξιωματικός βλέποντάς τον να φροντίζει μόνο για τον εαυτό του τον τραυμάτισε με μαχαίρι στο λαιμό. Σύντομα οι πάντες άρχισαν να πηδούν στη θάλασσα προκειμένου να σωθούν, μεταξύ αυτών και ο πλοίαρχος Οσμάν Γκέκας.
Όλος ο ελληνικός στόλος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα το τολμηρό εγχείρημα των συντρόφων τους. Οι βάρκες των Ελληνικών πλοίων που είχαν καθελκυστεί, αποτρέπουν όσους προσπαθούσαν να επιβιβαστούν σε αυτές, χρησιμοποιώντας τα κουπιά ή κάνοντας χρήση του βραχύκαννοι όπλου, γνωστό ως ¨τρομπόνι¨ Γλύτωσαν όσοι κολύμπησαν προς τα ενδότερα της νήσου Μυτιλήνης.
Εν τω μεταξύ, η φωτιά έχει εξαπλωθεί στα περισσότερα διαμερίσματα του πλοίου και τα κανόνια από την υπερθέρμανση εκρήγνυνται με εκκωφαντικό θόρυβο μεγαλώνοντας τον πανικό. Η φωτιά δεν άργησε να φτάσει και στην μπαρουταποθήκη του πλοίου. ‘Ένας τρομαχτικός κρότος ακούστηκε που ταρακούνησε ολόκληρο το νησί, ενώ ο θαλασσινός γίγαντας τινάχτηκε στον αέρα διαλυμένος σε χιλιάδες κομμάτια. Άνθρωποι, ζώα, ξύλα, μέταλλα, αφού υψώθηκαν ψιλά στον ουρανό, έπεσαν φλογισμένα με πάταγο στο νερό τραυματίζοντας ή και σκοτώνοντας αρκετούς από όσους προσπαθούσαν να γλιτώσουν κολυμπώντας. Η πυρπόληση του δίκροτου διήρκησε περίπου 35 λεπτά.
Οι Έλληνες γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε μετά την εξάπλωση της φωτιάς, είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το καιόμενο πλοίο και κατάφεραν να βγουν όλοι σώοι έχοντας περιμαζέψει και λίγους ναυαγούς, που ανάμεσα τους ήταν και μερικοί χριστιανοί που εργαζόντουσαν στον Οθωμανικό στόλο είτε δια της υποχρεωτικής προσφοράς ναυτών από συγκεκριμένες ναυτικές περιοχές της Ελλάδας ή δια της βίαιης ναυτολόγησης. Όταν η σκαμπαβία, (μεγάλη ελαφρά λέμβος) που συνόδευε τα πυρπολικά έφτασε στο καράβι του Νικολή Αποστόλη, οι μπουρλοτιέρηδες γίνονται δεκτοί με ουρανομήκης ζητωκραυγές, τους αγκαλιάζουν τους φιλούν και τους συγχαίρουν για πρώτο μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα του Ελληνικού στόλου.
Κατά τους χρονογράφους της εποχής, χίλια εκατό μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους ακολουθώντας στο βυθό της θάλασσας το ¨Ντελίνι¨.
Από τους τρείς πρωταγωνιστές, Παπανικολή, Πατατούκου και Θεοφιλόπουλου, τον πρώτο το πήρε στα φτερά της η φήμη και η Ιστορία και τον έγραψε με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της. Ο κατασκευαστής των πυρπολικών Παργιανός κι ο επιδέξιος τιμονιέρης Λαγκαδιανός ή Καραβόγιαννης όπως τον έλεγαν, έμειναν στη σκιά της ιστορίας, όπως και τόσοι άλλοι ισάξιοί τους πρόμαχοι της Λευτεριάς. Η γενέτειρα του Θεοφιλόπουλου για να τιμήσει το τέκνο της, του έστησε προτομή που στη βάση του έγραψαν τους στίχους του ποιητή:
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα ,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήτανε πιο μεγάλα».
Επίσης και για τον «Πατατούκο» οι Παργιανοί του έστησαν ανδριάντα στη Πάργα.
Η πρώτη αυτή μεγάλη ναυτική επιτυχία με την έναρξη του αγώνα, δόνησε τις ψυχές όλων των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ξέφρενος ενθουσιασμός συνεπήρε τα επαναστατημένα νησιά κι ολόκληρη την Ελλάδα. Παντού έγιναν δοξολογίες δοξάζοντας τον ύψιστο, και οι δημογέροντες των τριών νησιών έστελναν στο στόλο τους τους πιο συγκινητικούς χαιρετισμούς. Για το ναυτικό όσο και στρατηγικό αυτό κατόρθωμα των Ελλήνων, οι Οθωμανοί, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, ξέσπασαν σε φρικιαστικά αντίποινα στον ελληνικό πληθυσμό των Κυδωνιών του Αϊβαλή.
Μετά τον θρίαμβο της Ερεσσού, η χρήση του πυρπολικού γενικεύθηκε και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Οθωμανών. Μετά τον Παπανικολή, εξ ίσου γενναίοι «μπουρλοτιέρηδες», Κανάρης, Ματρώζος, Πιπίνος, Βατηκιώτης, Θεοχάρης έγραψαν την δική τους Ιστορία.
Βιβλιογραφία :
1.-Υδραίοι πρόδρομοι και ναυμάχοι του 1821 Αντιν/ρχου ε.α Α. Λισμάνη.
2.-Απομνημονεύματα ναυμαχιών του Ελληνικού στόλου Κ.Νικοδήμου.
3.-Ναυτική Επιθεώρηση τεύχος 498
4.-Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια.
5.-Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως Δ. Κόκκινου
6. Εικόνες διαδίκτυο
Πηγή: navalhistory.gr, Αβέρωφ