O Πόλεμος της Κορέας ξεκίνησε ως πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο κρατών της διηρημένης Κορέας, που ξεκίνησε την 25 Ιουνίου 1950 αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε σύγκρουση των δύο κόσμων της εποχής, της Ανατολής με τη Δύση. Η γραμμή διαίρεσης της Κορέας σε Βόρειο και Νότιο ήταν ο 38ος παράλληλος της Κορεατικής Χερσονήσου. Η παραβίαση των συνόρων και η εισβολή της Βόρειας Κορέας στα εδάφη της Νότιας Κορέας προκάλεσε την υποχώρηση των δυνάμεων της δεύτερης και την έναρξη του πολέμου, ο οποίος διήρκησε μέχρι την 27 Ιουλίου 1953.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα
Η Ελλάδα, το 1950, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), απέστειλε στη χερσόνησο της Κορέας μία στρατιωτική δύναμη, ειδικής συνθέσεως, η οποία ονομάστηκε Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ). Το ΕΚΣΕ αποτελούσε την πρώτη ελληνική αποστολή στo πλαίσιο του ΟΗΕ και περιελάμβανε δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας.
Η αρχική δύναμη του ΕΚΣΕ ήταν περίπου 1000 ανδρών και αποτελούνταν από το Επιτελείο – τη Διοίκηση και το Τάγμα Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος, καθώς και σμήνος της αεροπορίας δύναμης 67 ατόμων και 7 αεροσκαφών C-47. Ως επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Δασκαλόπουλος Ιωάννης, ενώ διοικητής του τάγματος ήταν ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Αρμπούζης Διονύσιος.
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (15 Νοεμβρίου 1950) το ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς (από την περιοχή στρατωνισμού στο Ρουφ) στον Πειραιά όπου επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν» και ύστερα από διάπλου 24 ημερών, κατέπλευσε την 09 09:00 Δεκεμβρίου 1950 στο λιμένα Πουσάν (Pusan) της Νοτίου Κορέας. Η δύναμη του ΕΚΣΕ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν 840 άτομα.
Κατά το αρχικό χρονικό διάστημα παραμονής στην συμμαχική περίμετρο του Πουσάν στη Νότια Κορέα συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις σε επιχειρησιακά υλικά, (οχήματα, ασύρματοι, οπλισμός, πυρομαχικά, υλικά διαβίωσης και μέσα ΔΜ). Την 14 Δεκ 1950 το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε στην περιοχή της Σουβόν (Suwon) σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων νοτίως της Σεούλ (Seoul) – η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή – και παρέμεινε μέχρι την 30 Δεκεμβρίου 1950, οπότε και μετακινήθηκε για να εισέλθει στον αγώνα. Σε όλο το χρονικό διάστημα παραμονής στη Σουβόν το τάγμα ασχολούταν με επιχειρησιακή εκπαίδευση.
Είσοδος του ΕΚΣΕ στον Αγώνα
Από την 18 Δεκεμβρίου 1950 το ΕΚΣΕ υπήχθη υπό το 7ο Αμερικανικό Σύνταγμα Ιππικού της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Ιππικού, ως το τέταρτο τάγμα του 7ου Συντάγματος Ιππικού. Συνέβαλε αποφασιστικά στην σταθεροποίηση του μετώπου, ενήργησε επιθετικές αναγνωρίσεις στην περιοχή Σαγιόν-Νι και το ύψωμα 406 βόρεια της πόλης Ικτσόν όπου και είχε τις πρώτες απώλειες από εχθρικά πυρά, απέκρουσε στο ύψωμα 381, κοντά στο Ικτσόν, ισχυρή επίθεση κινεζικού συντάγματος μετά από σθεναρή άμυνα, πραγματοποιώντας την πρώτη του μεγάλη πολεμική επιχείρηση.
Οι μάχες στις οποίες συμμετείχε το ΕΚΣΕ ήταν σκληρές και αιματηρές, διεξάγονταν σε άγνωστο έδαφος και σε ιδιαίτερα δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες, με δριμύ ψύχος και χιόνια το χειμώνα και συνεχείς βροχές την άνοιξη, που μετέβαλαν την περιοχή επιχειρήσεων σε ιδιαίτερα δύσβατο έδαφος. Παρά τις δύσκολες συνθήκες και τον πολυαριθμότερο εχθρό που αντιμετώπιζε, το ηθικό των ανδρών του ΕΚΣΕ ήταν ακμαίο και η μαχητικότητά του σε υψηλό επίπεδο, με κύριο χαρακτηριστικό την θέληση και το πείσμα για την νίκη.
Οι συνεχείς επιτυχίες στο πεδίο της μάχης προκάλεσαν τον θαυμασμό των συμμάχων: «Το Ελληνικό τμήμα, πρωτοπόρον μεταξύ των ενεργούντων Συμμαχικών Στρατευμάτων εις τον κεντρικό τομέα του μετώπου, ως αιχμή εμβόλου επιθετικής μάζης, κερδίζει αποφασιστικήν νίκη και ανοίγει τον δρόμον εις τα Συμμαχικά στρατεύματα προς Χοκτσόν – Τσουνγκτσόν, σπουδαιότατο κόμβο της Νοτίου Κορέας» (Συμμαχικό Ανακοινωθέν – Αρχείο ΔΙΣ/Φ.161/18/Α/4).
Μάχη του Υψώματος Χάρρυ (Νύχτα 17/18 Ιουνίου 1953)
Μία από τις σκληρότερες μάχες του πολέμου πραγματοποιήθηκε στο θρυλικό ύψωμα «Χάρρυ», λίγες μόνο εβδομάδες πριν την υπογραφή ανακωχής και τον τερματισμό του πολέμου στην Κορεατική Χερσόνησο.
Την 17 Μαΐου 1953 το Τάγμα του Εκστρατευτικού Σώματος, κατόπιν διαταγής του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος, στο οποίο είχε υπαχθεί, κινήθηκε προς την γραμμή «Μιζούρι» όπου και εγκαταστάθηκε αμυντικώς. Την 16 Ιουνίου μετακινήθηκε στην αμυντική τοποθεσία του 2ου Αμερικανικού Τάγματος, στον τομέα του οποίου ήταν το ύψωμα «Χάρρυ». Στη νέα τοποθεσία ασχολήθηκε κυρίως με την βελτίωση της οργάνωσης του εδάφους, και την εγκατάσταση ενεδρών και ακροαστικών φυλακίων σε επίκαιρα σημεία.
Λόγω της επικείμενης ανακωχής η οποία θα προέβλεπε ως γραμμή διαχωρίσεως των δύο αντιπάλων, την κατεχόμενη εκατέρωθεν τοποθεσία κατά την στιγμή υπογραφής της ανακωχής, αμφότεροι οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν όσο μπορούσαν πιο ευνοϊκά την κατάσταση. Δεδομένου ότι με την ανακωχή, οι αντίπαλοι θα υποχωρούσαν ο καθένας δυο χιλιόμετρα από την γραμμή επαφής, για να δημιουργηθεί η αποστρατικοποιημένη ζώνη, πάσχιζαν να διατηρούν ισχυρά φυλάκια σε υψώματα τακτικής σημασίας που δέσποζαν κατά μήκος του μετώπου και παρείχαν το πλεονέκτημα της παρατήρησης σε βάθος εντός της αντίπαλης τοποθεσίας.
Αυτό σήμαινε, ότι ο αντίπαλος που μειονεκτούσε σε έδαφος, έπρεπε να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο για να καλύψει τις δυνάμεις του από παρατηρούμενα πυρά πυροβολικού και να οργανώσει την άμυνά του στα πρώτα κατάλληλα υψώματα. Οι Κινέζοι λοιπόν, που είχαν κενά στη διάταξή τους, προσπαθούσαν να καταλάβουν ή να ανακαταλάβουν τέτοια υψώματα που διατηρούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις όσο μπορούσαν πιο γρήγορα με επανειλημμένες επιθετικές ενέργειες.
Ένα τέτοιο ύψωμα, μεταξύ των άλλων, ήταν το ύψωμα με την κωδική ονομασία «Χάρρυ» (Harry). Το ύψωμα το κατείχαν από τις αρχές Ιουνίου οι Πορτορικανοί του 2ου Τάγματος του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος. Από τις 10 μέχρι τις 13 Ιουνίου το 15ο Σύνταγμα κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης του «Χάρρυ» από τους Κινέζους, χρησιμοποίησε για την άμυνά του περιοδικά και τα τρία (3) οργανικά αμερικανικά τάγματά του, με συνολικές απώλειες πλέον των 250 νεκρών και 400 τραυματιών. Λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως στην οποία είχε περιέλθει το αμερικανικό τάγμα αποφασίσθηκε την 13 Ιουνίου 1953, όπως αντικατασταθεί από το ελληνικό τάγμα.
Με υψόμετρο γύρω στα 350 μέτρα, το ύψωμα «Χάρρυ», βρισκόταν περίπου 400 μέτρα μπροστά από το Πρόσθιο Όριο Τοποθεσίας (ΠΟΤ) των συμμαχικών στρατευμάτων και ήταν το ψηλότερο ύψωμα που κατείχαν οι σύμμαχοι, σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Από αυτό μπορούσαν να ελέγχουν όλες τις προσβάσεις προς την αμυντική τους γραμμή. Αποτελούσε τη νότια απόληξη ενός μεγαλύτερου ορεινού όγκου με ψηλότερο σημείο το ύψωμα “Σταρ” (Star) που το κατείχαν εκείνη την περίοδο οι Κινέζοι. Η απόσταση μεταξύ των δύο υψωμάτων δεν ξεπερνούσε σε ευθεία γραμμή τα 300 μέτρα.
Οι εχθρικές ενέργειες κατά του υψώματος «Χάρρυ» αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επιθετικής δράσης που απέβλεπε στη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας της 3ης Αμερικανικής Μεραρχίας. Με την κατάληψη του υψώματος η άμυνα επί της τοποθεσίας θα ήταν δυσχερής και ο εχθρός θα μπορούσε να ελέγχει με πυρά το οδικό δίκτυο σε μεγάλη έκταση και σε βάθος 10 χιλιομέτρων. Γι’ αυτό το λόγο το ύψωμα «Χάρρυ» αποτελούσε στρατηγικό στόχο καθώς άνοιγε τον δρόμο προς της Σεούλ πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας.
Το ελληνικό τάγμα χωρίς καμιά χρονοτριβή και με άκρα μυστικότητα και μεθοδικότητα, ξεκίνησε την οργάνωση εδάφους με ταυτόχρονη αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκληθεί από τη σφοδρότητα των βομβαρδισμών του εχθρού. Έτσι το πρωί της 16 Ιουνίου είχε ολοκληρώσει την εγκατάστασή του στο ύψωμα. Ο διοικητής του τάγματος τροποποίησε το σχέδιο πυρός και άλλαξε τη διάταξη κατοχής της τοποθεσίας, μελέτησε και οργάνωσε ισχυρές αντεπιθέσεις από συγκρότημα πεζικού και αρμάτων μάχης, τα οποία το τάγμα ζήτησε και έλαβε άμεσα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον δικαίωσαν πλήρως.
Η κινεζική επίθεση
Την νύχτα της 17/18 Ιουνίου άρχισε η προσπάθεια από τους Κινέζους για την κατάληψη του, με σφοδρό βομβαρδισμό σε όλο το μέτωπο του ελληνικού τάγματος. Οι Κινέζοι όπως και τις προηγούμενες νύκτες, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού εκτέλεσαν έφοδο κατά κύματα, πιστεύοντας ότι ο μεγάλος αριθμός των πεζών τους θα καταφέρει καίριο αποτέλεσμα. Τα πυρά των αμυνομένων ήταν καταιγιστικά, οι φραγμοί πυροβολικού και όλμων ενεργοποιήθηκαν αλλά δεν σταμάτησαν την επιθετική ορμή.
Τα πτώματα των Κινέζων συσσωρεύονταν, αλλά παρά τις σοβαρές απώλειες, έστειλαν νέο κύμα. Οι αμυνόμενοι εκτελούσαν πυρά κατά βούληση, στον προκαθορισμένο τομέα τους ενώ τα ομαδικά όπλα έβαλλαν σύμφωνα με το σχέδιο πυρός. Οι χειροβομβίδες απασφαλίζονταν και αφήνονται να κυλούν προς την κατηφόρα διαδοχικά, αποδεκατίζοντας όσους συναντούσαν κατά την έκρηξή τους. Οι Κινέζοι έχοντας πλησιάσει τα βόρεια ορύγματα και ετοιμάζονταν για το τελευταίο άλμα, αρχίζοντας την εκσφενδόνιση χειροβομβίδων. Τότε οι Έλληνες εφόρμησαν με “εφ’ όπλου λόγχη” και ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα.
Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, οι Κινέζοι αιφνιδιάστηκαν από αυτή την ξαφνική αντεπίθεση των Ελλήνων, που κατέβαιναν με τις ξιφολόγχες τους την πλαγιά με ορμή μέσα στο σκοτάδι, και υποχώρησαν, ανοίγοντας την απόσταση από την αμυντική τοποθεσία και δίνοντας έτσι την ευκαιρία στο πυροβολικό να τους κτυπά ανελέητα στις προκαθορισμένες συγκεντρώσεις.Οι Κινέζοι παρά τις συντριπτικές απώλειες δεν το έβαλαν κάτω.
Μετά από λίγη ώρα επανέλαβαν μια πιο μαζική επίθεση στα βόρεια ορύγματα. Μπήκαν μέσα στις πρώτες θέσεις και με το πυροβολικό τους προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα δακτύλιο ασφαλείας για να σταθεροποιηθούν.
Τότε ο Έλληνας διοικητής αποφάσισε να εμπλέξει την εφεδρεία του, ένα ελληνικό λόχο και ένα αμερικανικό ουλαμό αρμάτων, που πλευροκόπησαν τα κινεζικά τμήματα και τα ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις που είχαν καταλάβει. Το ξημερώματα της 18 Ιουνίου, οι Κινέζοι ηττημένοι οριστικά, και έχοντας τεράστιες απώλειες, υποχώρησαν και εγκατέλειψαν κάθε άλλη προσπάθεια για κατάληψη του Υψώματος «Χάρρυ».
Οι Έλληνες κράτησαν και άρχισαν να μετράνε τις πληγές τους. Όλοι περίμεναν μεγάλες απώλειες και ειδικά οι Αμερικανοί που είχαν δει τους λόχους τους να αποδεκατίζονται. Οι ελληνικές απώλειες κατά την παραμονή του ΕΚΣΕ στην Κορέα ήταν 6 νεκροί (1 Αξιωματικός και 5 οπλίτες) και 19 τραυματίες. Οι συνολικές απώλειες των συμμάχων κατά τη διεξαχθείσα μάχη του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος και του Ελληνικού Τάγματος ήταν 102 νεκροί και 553 τραυματίες.
Από πλευράς εχθρού οι συνολικές απώλειες από 10 μέχρι 18 Ιουνίου ήταν 223 νεκροί καταμετρηθέντες, 1450 νεκροί κατά υπολογισμό και 3800 τραυματίες κατά υπολογισμό. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας ανακωχής την 27 Ιουλίου 1953, το ύψωμα, χαρακτηρίστηκε «ουδέτερο», εξαιρέθηκε της κατοχής, και οι δύο πλευρές αποχώρησαν από εκεί. Παρόλα αυτά, η θυσία δεν ήταν τελείως άσκοπη και είχε έμμεσα αποτελέσματα όπως φάνηκε αργότερα. Εξ αιτίας αυτής της αντίστασης, η εύφορη κοιλάδα Κουμ-Χουά, παρέμεινε στα χέρια των Νοτιοκορεατών.
Επίλογος
Για το πολεμικό έργο που συντέλεσε το ΕΚΣΕ του απονεμήθηκαν ιδιαίτερες τιμητικές διακρίσεις, ελληνικές και συμμαχικές. Επίσης πολλοί Αξιωματικοί και οπλίτες τιμήθηκαν με προαγωγές επ’ ανδραγαθία και απονομές ελληνικών, αμερικανικών, νοτιο-κορεατικών, βελγικών, κολομβιανών και του Ο.Η.Ε. παρασήμων, μεταλλίων και εύφημων μνειών. Με τις διακρίσεις αυτές αναγνωρίσθηκε πλέον και επισήμως η υπό του ΕΚΣΕ αντιπροσώπευση του Ελληνικού Στρατού στο διεθνή στίβο του αγώνα για την ελευθερία, κατά τις επιχειρήσεις στην Κορέα.
Αργότερα η Νότια Κορέα για να δείξει την ευγνωμοσύνη της ανέγειρε στην τοποθεσία Γιοντζού Κυούν Τζι Ντο (την περίφημη Κοιλάδα των Ηρώων), κοντά στη Σεούλ μεγαλοπρεπές μνημείο των πεσόντων Ελλήνων μαχητών, σε μια πλάκα του οποίου υπάρχει η επιγραφή: “Οι γενναίοι αυτοί στρατιώται της Ελλάδος, ενεσάρκωσαν το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ΄ελεύθερον το εύψυχον. Τιμή και δόξα τοις πεσούσι πολεμισταίς!».
Πηγή: (Γ.Ε.Σ.), history-point.gr