Οικογένεια των Μπούα, οι και ως Μπούιοι αναφερόμενοι. Γόνοι μιας φημισμένης ηπειρώτικης πατριάς (φάρας), που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη της ιστορίας και οι απαρχές της εντοπίζονται στα βόρεια σύνορα της σημερινής Αλβανίας. Μια πατριά με βαθιά ελληνική συνείδηση, που έβγαλε άρχοντες, πολέμαρχους και κοντοτιέρους φημισμένους, οι οποίοι τίμησαν και δόξασαν το επώνυμο Μπούας ακόμα και ως τα πέρατα της Ευρώπης.
«Η νυν σατραπεία της Σκόδρας διατέμνεται» λέγει ο Σάθας «υπό δυο ποταμών, του Δρίνου και της Μπουγιάνας. Τα περί την Μπουγιάναν εξ αμνημονεύτων χρόνων ενέμετο φυλή ιθαγενής από του ποταμού λαβούσα το επώνυμον (Μπούιοι ή Μπουγιάνοι) και υπό ομωνύμους φυλάρχους διατελούσα».
Πρώτος γνωστός γενάρχης αυτής της ηπειρώτικης πατριάς-φάρας αναφέρεται στην ιστορία, κατά το διάστημα 1333-1349, ο Νικόλαος Μπούας, σύγχρονος του Σέρβου κράλη Στέφανου Δουσάν, ο οποίος τού είχε απονείμει το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (1345-1347), έναντι υπηρεσιών που τού προσέφερε ως επικεφαλής της φάρας του.
Οι ίδιοι οι Μπούιοι καμάρωναν πως η καταγωγή των χανόταν στα βάθη των αιώνων και πως πέρναγε μέσα από τους βασιλικούς οίκους του Αντίνοου και του Πύρρου! Το οικόσημο, μάλιστα, του Πύρρου, το είχαν εντάξει σε αυτά της οικογένειάς των. «Την σημαίαν των τεσσάρων όφεων με την χείρα, παλαιότατα την εβάσταζεν ο ρε (σ.σ. βασιλιάς) Πύρρος και όλοι εκείνοι όπου ήσαν εκ της ρίζης αυτού» υποστηρίζει ο Τζάνες ο Κορωναίος, βιογράφος του πιο φημισμένου της πατριάς, Μερκούρη Μπούα.
Εντυπωσιακό, επίσης, είναι ότι μεταξύ των οικοσήμων της οικογένειάς των, οι Μπούιοι περιλάμβαναν και το λάβαρο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για το οποίο γράφει ο Κορωναίος: «Την σημαίαν του σταυρού κίτρινην μετά δυο άστρων λευκών είχε χαρίσει ο Κωνσταντίνος Βασιλεύς (σ.σ. στον Μπούα), όταν εμίσευσεν από την Ρώμην και επέρασεν εις το Τουράτζον (Τάραντα;), δια να υπάγη να κτίση την Κωνσταντινούπολιν».
Ξεριζωμός
Ο Νικόλαος Μπούας, που αναφέρεται μέχρι το 1349, άφησε διάδοχό του τον γιο του Πέτρο. Ο Πέτρος Μπούας ηγήθηκε της φάρας των Μπουίων, η οποία είχε κατεβεί, μαζί με άλλες ηπειρώτικες-αρβανίτικες φάρες στη Νότιο Ήπειρο και την Θεσσαλία μέσω Πίνδου το διάστημα 1081-1319.
Ο Πέτρος Μπούας, ως αρχηγός των Αρβανιτών της Άρτας, μαζί με τον μεγάλο του γιο Ιωάννη έπιασαν και σκότωσαν τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Β' το 1358, κυριεύοντας το Αγγελόκαστρο και τις γύρω περιοχές. Ο Πέτρος είχε δυο γιούς, τον Ιωάννη και τον Μαυρίκιο. Ο Ιωάννης, ο αποκαλούμενος στα αρβανίτικα Γκιώνης και Γκίνος, διαδέχτηκε τον πατέρα του στην περιοχή της Αιτωλίας, έχοντας ως έδρα του το Αγγελόκαστρο.
Ήταν, μάλιστα, γνωστός με το παρωνύμιο Σπάτας (άνθρωπος του σπαθιού). Ο Γκίνος Μπούας ή Σπάτας πέθανε το 1400, αφήνοντας τρεις θυγατέρες και στο "πόδι" του ένα γιό, τον Παύλο, που κληρονόμησε τη Δεσποτεία της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας. Παράλληλα, ο αδελφός του Γκίνου Σπάτα, Μαυρίκιος, ο επιλεγόμενος και Σγούρος, είχε καταλάβει την Άρτα και το 1418, μετά τον θάνατο του Δεσπότη Ησαύ Μπουοντελμόντε, τα Γιάννενα.
Δυστυχώς για τον ανιψιό και τον θείο του, δεν χάρηκαν για μεγάλο διάστημα τις κατακτήσεις των. Το 1405 ο Κάρολος Τόκος εισέβαλε στις επικράτειές των, τις οποίες κατέλαβε τελικά το 1420, παίρνοντας αυτός τον τίτλο του Δεσπότη. Μετά απ’ αυτό, οι γιοί του Παύλου Μπούα ή Σπάτα, Γκίνος και Αλέξιος κατέφυγαν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, που τους δέχτηκε με τιμές και τους παρεχώρησε γαίες και φρούρια στο Μοριά, όπου πήγαν και εγκαταστάθηκαν με όλη τη φάρα τους, παίρνοντας μαζί τους και συγγενείς από αυτούς που είχαν κατεβεί εκεί το 1392.
«Κι’ ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρον αφέντευσε κι’ εμπήκεν,/ κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν του το εποίκεν./ Και δυό ανεψίδια Μπούα του κυρ Μουρίκη,/ εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δεν τα βρίσκει./ Και ήγγιζέ των εκεινών νάχουν την αυθεντείαν, για τούτο τα εγύρευε με την μεγάλην βίαν./ Κι’ αυτά στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα,/ δια νάχουσι το σκέπος του, να μη φοβούνται πλέα./ Και είδε τους ο βασιλεύς με την ευγνωμοσύνην,/ κι’ αυτός καλά τους δέχτηκε με πάσαν καλωσύνην./ Και χώρες των εχάρισε, καστέλλια και χωρία,/ για νάχουν πάλ’ ευημεριάν, νάχουν παρηγορία./ Κι’ εις τον Μοριάν τους έστειλε, ως δια ν’ αφεντεύουν, και χαρισέ των άλογα, ως να καβαλικεύουν./ Μέγαν μεσάζον έκαμε σ’ εκείνη την ημέραν/ τον έναν απ’ αυτους τους δυό κι’ ώριζε τον Μορέαν» (Τζάνε Κορωνέος).
Το κάστρο της Άρτας.
Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους –πλην των κάστρων Μεθώνης, Κορώνης, Μονεμβασίας και Αργολίδας, που κατείχαν οι Ενετοί– άλλοι Μπούιοι κατετάγησαν ως μισθοφόροι στους Ενετούς και κάποιοι άλλοι πολεμούσαν με τα σώματα του Κροκόνδειλου Κλαδά τους Τούρκους. H Ιστορία κατέγραψε δύο από αυτούς, ως ιδιαίτερα διακριθέντες Κοντοτιέρους στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών. Τον Μερκούρη-Μαυρίκιο Μπούα Σπάτα από το Ναύπλιο και τον Θωμά Μπούα από το Άργος.
Το λάβαρο του Κροκόνδειλου Κλαδά.
Σχετικά τοπωνύμια
Έξι χωριά, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας έφεραν την ονομασία Μπού(γ)α. Σήμερα είναι γνωστά ως Ανεμοράχη Άρτας, Ασπροχώρι Αττικής, Καλλιρρόη Μεσσηνίας, Κοκκινοράχη Αρκαδίας, Κρυονέρι Αργολίδας, Ροδιά Φαρρών Αχαΐας. Επίσης, δύο χωριά έφεραν την ονομασία Μπουγιάτι (τόπος του Μπούα): Αλέα Αργολίδας και Λυσσαρέα Αρκαδίας και σε παραφθορά του αρχικού ονόματος άλλα τρία: Άγιος Στέφανος Αττικής (Νέο Μπογιάτι), Άνοιξη Αττικής (Παλαιό Μπογιάτι) και Ριζοβούνι Εύβοιας (Μπογιάτι). Και φυσικά, έχουμε το τοπωνύμιο Σπάτα στην Αττική, όπου δεν είναι σωστή η αναφορά του με το άρθρο «τα» αλλά «τού Σπάτα».
Να προσθέσω ότι το γάμα ενυπάρχει ανεπαίσθητα στην εκφορά του ονόματος ανάμεσα στο «ου» και το άλφα. Ο Κώστας Κρυστάλλης, στη σχετική ιστορική-λαογραφική μελέτη, από όπου άντλησα πολύτιμες πληροφορίες, αποδίδει φωνητικά το όνομα της οικογενείας ως Μπούια, ακουστικώς προσλαμβανόμενο ως Μπούγια. Γι’ αυτό και στο κείμενό μου κρατώ την απόδοση του πληθυντικού ως Μπούιοι, που χρησιμοποιεί στο κείμενό του ο Κρυστάλλης…
Πηγή: slpress.gr