Πυρομαχικά πολυβόλου Βουλγαρικής κατασκευής, χρησιμοποιούμενα ύπό των κομμουνιστοσυμμοριτών, φέροντα επί του κιβωτίου των την ένδειξιν παραγωγής των (Καζανλίκ Βουλγαρίας), περιελθόντα εις χείρας του Ελληνικού στρατού την 10ην Δεκεμβρίου 1947, πλησίον του Διπλοχωρίου Δράμας.
Εκτός, όμως, των διαδοχικών αποφάσεων του Ο.Η.Ε., δια των όποιων προσδιορίζετο ο χαρακτήρ του διεξαγόμενου πολέμου εις την Ελλάδα ως συμμοριακός πόλεμος (BANDITS WARFARE), έχομεν την σειράν των πραγματικών και ιστορικώς βεβαιωθέντων γεγονότων, τα όποια αποδεικνύουν, πέραν πάσης δυνατής αμφισβητήσεως, ότι ο πόλεμος εκείνος ήτο ξενοκίνητος εισβολή ενεργούμενων του Σλαβισμού.
Επίσης, έχομεν σήμερον και τας έγγραφους ομολογίας των κομμουνιστών πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης, δια των όποιων τεκμηριούται πλήρως η θέσις, καθ’ ην ό Στάλιν χρησιμοποίησε τους κομμουνιστοσυμμορίτας ως άθυρμα, προς τον σκοπόν της, κατά τον Μάρκον Βαφειάδην, «εις βάρος μας και υπέρ των Βορείων γειτόνων μας νέας διευθετήσεως των συνόρων».
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, κατά την διάρκειαν των εργασιών της 12ης Ολομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε., της συνελθούσης υπό την προεδρίαν του, εις τας Αθήνας, την 25-27 Ιουνίου 1945, παρουσιάσθη επιφυλακτικός ως προς την άμεσον επανάληψιν του ένοπλου αγώνος.
Βιαστικός, όμως, ήτο ο Τίτο – «για τους δικούς του λόγους», όπως γράφει ο Αλέξης ‘Ελικιώτης, εις την σελίδα 1193 τού βιβλίου του «Ιστορική αναμέτρηση». Διατί, όμως, ο Τίτο ήτο βιαστικός; Μας το λέγει ο ίδιος, ό Τίτο, την 11ην Οκτωβρίου 1945, εις την ομιλία του, την οποίαν εξεφώνησεν εις τα Σκόπια, ειπών μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Υπάρχουν, όμως, ακόμη σήμερον Μακεδόνες έξω της Νοτιοσλαβικής Μακεδονίας. Είναι οι αδελφοί μας της Μακεδονίας του Αιγαίου, δια τας τύχας των όποιων δεν είναι δυνατόν να αδιαφορήσωμεν. Πιστεύομεν, όμως, ότι μίαν ημέραν θα συνενωθούν και αυτοί μαζί μας».
Εξ άλλου, δύο εβδομάδας βραδύτερον, ήτοι την 25ην Οκτωβρίου 1945, συνήλθεν εις την Πράγαν το Πανσλαυϊκόν Συνέδριον και ενέκρινε μεταξύ άλλων και το έξης ψήφισμα:
«Εδόθη μεγάλη προσοχή παρά του Συνεδρίου είς την τελικήν απελευθέρωσιν των Σλαύων της Μακεδονίας. Οι Σλαύοι εις τας ακτάς του Αιγαίου υφίστανται ακόμη τον ξενικόν ζυγόν. Και απεφασίσθη, ομοφώνως, όπως εγερθή το ζήτημα της απελευθερώσεως των Σλαύων τής Μακεδονίας του Αιγαίου».
Αλλά και ο Νοτιοσλαύος Στρατηγός Σβέτοζαρ Βουκμάνοβιτς (γνωστός ως «Τέμπο»), μετ’ ολίγας μόνον εβδομάδας, ομιλών εις το Μοναστήριον, είπε: «Είτε το θέλουν οι «Ελληνες, είτε όχι, η Μακεδονία θα γίνη αύτόνομον κράτος και θα υπαχθή εις το Γιουγκοσλαυικόν Ομοσπονδιακόν Κράτος. Εάν οι Έλληνες δεν το θελήσουν αυτό ειρηνικώς θα το επιτύχωμεν διά των όπλων».
Ο «Τίτο», λοιπόν, αυτός ό παλαιός Τροτσκιστής (1938) και πρώην Λοχίας του Αύστροουγγρικού Στρατού, Ιωσήφ Μπρόζ, ο όποιος αυτοετιτλοφορήθη «Στρατάρχης» εν μιά νυκτί, το 1942, όχι απλώς εβιάζετο, αλλά και πίεζε, φορτικώς, την ηγεσίαν του Κ.Κ.Ε. διά την έναρξιν του Συμμοριτοπολέμου, επειδή εθεώρει την εποχήν κατάλληλον και τας συνθήκας ευνοϊκάς διά την κατάληψιν της Μακεδονίας. Τούτο βεβαιώνει και ο επιφανής παράγων της Αριστεράς Δεύτερης Μαυροειδής, ο οποίος εις την σελίδα 173, του βιβλίου του «Από τον Σταλινισμό στην Περεστρόϊκα», γράφει:
« Αργότερα, ο Ζαχαριάδης θα πει ότι ο Τίτο όχι μόνο τον ενθάρρυνε, αλλά και τον ώθησε πιεστικά μάλιστα, να προχωρήσει αμέσως στην έναρξη του ένοπλου αγώνα».
Βαθμηδόν, η αρχική διστακτικότης του Νίκου Ζαχαριάδη θα υπερνικηθή και το Κ.Κ.Ε. αρχίζει πλέον, οριστικώς και διά της παροτρύνσεως των Κ.Κ. Νοτιοσλαυΐας και Βουλγαρίας, προσανατολιζόμενον προς την επανέναρξιν του ενόπλου αγώνος, αφού, ως γνωστόν, ή ηγεσία του δεν παρεδέχθη ότι ο αγών αυτός σταμάτησε μετά την ήτταν του και την συνθηκολόγησιν της Βαρκίζης.
Πράγματι, όπως μας πληροφορεί ο Νίκος Ροδίτσας, εις την σελίδα 42 του βιβλίου του «1946-1949 Τα χρόνια της κρίσης»: «Η προκαταρκτική απόφαση για την έναρξη τον ένοπλου αγώνα, που κράτησε πάνω από τρία χρόνια και έμεινε γνωστός σαν 3ος γύρος, πάρθηκε στη Βουλγαρική κωμόπολη Πετρίτσι, κοντά στα Ελληνικά σύνορα, στις 15 Δεκεμβρίου 1945. Σε σύσκεψη πού έγινε εκεί, και πού πήραν μέρος μέλη του Κ.Κ.Ε. και Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί, των Γενικών Επιτελείων των χωρών τους, αποφασίστηκε η δημιουργία του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (Δ.Σ.Ε.), στον οποίο αμέριστη θα δινόταν η βοήθεια από τις γειτονικές χώρες. Αποστολή του, η κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα».
Εις το ίδιο θέμα αναφέρεται, επίσης, και ο αρχισυμμορίτης Μάρκος Βαφειάδης, εις την γνωστή επιστολή του προς τον Νίκον Ζαχαριάδην, τον Ιανουάριον 1948, την δημοσιευομένην εις τας σελίδας 210 και 211 του βιβλίου του Εθνικού Ιδρύματος Αμύνης, «Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός- Το χρονικόν τού Συμμοριτοπολέμου». Εις την επιστολήν του αυτήν γράφει, μεταξύ πολλών άλλων:
«Διά τον λόγον τούτον συνηντήθημεν εις το Κογκρέσσον του Πέτριτς, τον Δεκέμβριον του 1945, εν όλόκληρον έτος μετά τα Δεκεμβριανά γεγονότα και απεφασίσαμεν όπως ο λαός, όστις επί εν έτος και πλέον ευρίσκετο εις φιλικάς χώρας ίνα αποφύγη, την δικαιοσύνην, ως αποτέλεσμα των διπλωματικών υποχρεώσεων του Στάλιν, ήτο ο μοναδικός δυνάμενος να πραγματοποίηση με βεβαιότητα τας μεταρρυθμίσεις εις τας οποίας απεβλέπαμεν… Από της στιγμής εκείνης, η πρώτη ομάς του Ελληνικού Δημοκρατικού Στρατού είχε σχηματισθή. Τα αρχηγεία του εγκατεστάθηκαν εις Μπούλκες της Γιονγκοσλαβίας».
Πηγή: Ιστορικές Μνήμες, Αβέρωφ