Κιβώτια βλημάτων πυροβόλου των 75 χιλ., κυριευθέντα την 2αν Ιουνίου 1948 υπό τής25ης Ελληνικής Ταξιαρχίας, εις περιοχήν Λεκάνης Νέστου, φέροντα ευκρινώς το σήμα του εργοστασίου πολεμικού υλικού της πόλεως Σόποτ Πολωνίας, καθώς και οδηγίας διά την μεταφοράν των εις την Σλαβικήν γλώσσαν.
Το σύνθημα διά την έναρξιν του «Τρίτου Γύρου» έδωσεν ο υφυπουργός εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως Ανδρέας Βισίνσκυ, από του βήματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, την 21ην Ιανουαρίου 1946. ισχυριζόμενος ότι «εις την Ελλάδα επικρατεί κατάστασις τρομοκρατίας» και ότι «κινδυνεύει ή ζωή και η ελευθερία των δημοκρατικών πολιτών». Την εποχήν εκείνην η Σοβιετική Ένωσις προσέφυγεν εις το Συμβούλιον Ασφαλείας, κατηγορούσα την Ελλάδα ως απειλούσαν την ειρήνην εις τα Βαλκάνια!
Τήν ιδίαν ημέραν, το Κ.Κ.Ε. εξέδωσεν απόφασιν ταυτόσημον προς τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς των Σοβιετικών και δι’ αυτής εζητείτο «ο σχηματισμός εθελοντικού σώματος από πιστούς δημοκράτες δοκιμασμένους στην Εθνική Αντίσταση, πού να ξεκαθαρίσει τον Τόπο από το μοναρχοφασιστικό μίασμα» και εκαλείτο ο Λαός «να οργανώση την πλατειά και την στενή αυτοάμυνα στις πόλεις και τα χωριά».
Η συκοφαντική εναντίον της Ελλάδος προσφυγή, ως ήτο φυσικόν απερρίφθη, μετά μακράς συζητήσεις, δικαιωθείσης ούτω, της Ελλάδος. Εν τούτοις, διά της προσφυγής της εκείνης ή Σοβιετική Ένωσις απέβλεπεν εις την τόνωσιν του ηθικού των αναπτυσσομένων, τότε, πρώτων κομμουνιστικών συμμοριών και εις την παρότρυνσιν των Βορείων γειτόνων της Ελλάδος διά την ενίσχυσιν των κομμουνιστοσυμμοριτών.
Παραλλήλως, όμως, έρχεται η εντολή διά την έναρξιν του ένοπλου αγώνος και εκ Μόσχας όπου ο Δημήτριος Παρτσαλίδης έχει μεταβεί προς τον σκοπόν αυτόν. Τούτο παραδέχεται και ο γνωστός κομμουνιστής Λευτέρης Μαυροειδής, ο όποιος, εις την σελίδα 174, του βιβλίου του «Από τον Σταλινισμό στην Περεστρόϊκα», γράφει:
«Όπως βλέπουμε, λοιπόν, ο Στάλιν έμεινε βασικά στη γραμμή πού είχε διαμηνύσει ο Μολότωφ στον Παρτσαλίδη από τον Φεβρουάριο του 1946: «Να πάρετε μέρος στις εκλογές και μετά τις εκλογές βλέποντας και κάνοντας. Ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης. Θα ρίχνετε το κέντρο βάρους άλλοτε στον ένοπλο αγώνα και άλλοτε στις νόμιμες μορφές πάλης…».
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, όμως. απέρριψε την «συμβουλή» του Μολότωφ και απεφάσισεν όπως το Κ.Κ.Ε. απόσχη των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946, δι’ ανάδειξιν Αναθεωρητικής Βουλής. Τούτο ομολογεί ο ίδιος. ενώπιον της 7ης «Ολομελείας του Κ.Κ.Ε., τον Μάϊον 1950. Επιθυμών, εν τούτοις, να απόδειξη εις τον Στάλιν, προ της μετ’ αυτού συναντήσεως του, κατά τας αρχάς Απριλίου 1946, ότι το Κ.Κ.Ε. είναι ετοιμοπόλεμον – προκειμένου να εξασφάλιση ούτω, την βοήθειάν του – εγκρίνει προ της αναχωρήσεως του. εκ Θεσσαλονίκης, διά Βελιγράδιον, Πράγαν και Μόσχαν, την γενομένην βάσει των ληφθεισών αποφάσεων της 2ας Όλομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. «για άμεση ένοπλη εξέγερση», εισήγησιν του Μάρκου Βαφειάδη διά την επίθεσιν, την νύκτα της παραμονής των εκλογών, εναντίον του Λιτόχωρου Πιερίας. Αυτή ήτο ή πρώτη καλώς οργανωμένη ένοπλος εμφάνισις των ληστοσυμμοριτών και θεωρείται υπό πολλών ως η επίσημος έναρξις του Συμμοριτοπολέμου.
Την επιχείρησιν εναντίον του Λιτόχωρου κατέστρωσαν από κοινού (όπως αναφέρει ο Μάρκος Βαφειάδης εις τας σελίδας 93,94 και 138 του βιβλίου του «Απομνημονεύματα») γνωστά ονόματα αρχισυμμοριτών, όπως οι Γ. Πρωτόπαππας ή «Κικίτσας», Άθαν. Γκένιος ή «Λασσάνης» κ.ά., ως και δύο επίορκοι εκ μονίμων προερχόμενοι στρατιωτικοί, οι Ιωάννης Μουστεράκης και Ιωάννης Παλάσκας. Η εκτέλεσις της τρομοκρατικής επιθέσεως εναντίον του Λιτόχωρου, κατά την οποίαν εφονεύθησαν ένδεκα Χωροφύλακες και Στρατιώται, ανετέθη εις τους γνωστούς αρχισυμμορίτας Ρόσιον Αλέξανδρον («Υψηλάντην») και Καπετάνον Εύριπίδην («Πάνον»). Εις αυτήν φέρεται συμμετασχών και ο λυμαινόμενος την περιοχήν Έλασσώνος – Δεσκάτης – Βερμίου λήσταρχος Θωμάς Λιόλιος ή «καπετάν Μπαρούτας», όστις εφονεύθη την 18ην Ιουλίου 1946. εις συμπλοκήν μετά αποσπάσματος Χωροφυλακής, εις την περιοχήν Κάτω Βερμίου.
Την ιδίαν εποχήν, η ηγεσία του Κ.Κ.Ε., λαμβάνει και το σχετικόν μήνυμα εκ Βελιγραδίου. Ο Τίτο αξιώνει, πλέον, την άμεσον έναρξιν του Συμμοριτοπολέμου. Έπ’ αυτού, ο Αλέξης Ελικιώτης. εις την σελίδα 445 τού βιβλίου του «Ιστορική Αναμέτρηση», γράφει:
«Κι έτσι, μόλις επέστρεψε ο Π. Ρούσσος από το Βελιγράδι, όπου τον είχε στείλει προς συνάντηση του Τίτο ο Ζαχαριάδης, και εκόμισε το μήνυμα του Τίτο, πού αξίωνε την άμεση έναρξη της νέας επιθέσεως, υποσχόμενος αμέριστη υποστήριξη, στις 12 Φεβρουαρίου 1946, η Δεύτερη «Ολομέλεια κατέληξε στη γνωστή απόφαση της».
Και πράγματι, ο Νίκος Ζαχαριάδης, παραδέχεται ότι: «Η απόφαση για την επανάληψη του ένοπλου αγώνα πάρθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1946, επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, με ρητή επίσημη βεβαίωση του Τίτο ότι θα μας δώσει ουσιαστική συμπαράσταση. Αυτό αποτέλεσε σημαίνοντα παράγοντα για την απόφαση. Χωρίς την υπόσχεση αυτή δεν θα καταφεύγαμε στον ένοπλο αγώνα».
Τρεις, επίσης, ημέρας, προ της συγκλήσεως της 2ας «Ολομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε., ήτοι την 9ην Φεβρουαρίου 1946, ο Στάλιν εξεφώνησε λόγον, ο όποιος και απετέλεσε την απαρχήν του «ψυχρού πολέμου», μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Ό Σοβιετικός δικτάτωρ υπεστήριξεν ότι «είναι πλέον αδύνατος η ειρηνική διεθνής εξέλιξις μετά των καθεστώτων της καπιταλιστικής οικονομίας».Δηλαδή, εδίδετο εμμέσως, πλην σαφώς, το πράσινον φως προς την ηγεσίαν του Κ. Κ. Ε. διά την προσφυγήν εις τον ένοπλον αγώνα.
Κατόπιν όλων αυτών, η τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε.. συνήλθε, την 12ην Φεβρουαρίου 1946 και έλαβε, οριστικώς, την τελικήν άπόφασιν διά την έναρξιν του Συμμοριτοπολέμου. Εις την παράγραφον, ή οποία άνεφέρετο εις την έναρξιν του πολέμου τούτου, ανεγράφετο: «Η δεύτερη Ολομέλεια, αφού στάθμισε εσωτερικούς παράγοντες, βαλκανική και διεθνή κατάσταση, αποφάσισε να προχωρήσει στην οργάνωση της νέας ένοπλης πάλης ενάντια στο μοναρχοφασιστικό αφανισμό».
Χαρακτηριστικόν είναι, ότι η απόφασις της 2ας Ολομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. δεν ομιλεί περί ενάρξεως, αλλά περί αναπτύξεως του ένοπλου αγώνος, διά να υποδήλωση ότι ο ένοπλος άγων ουδέποτε εσταμάτησε, άλλ’ απλώς ανεστάλη διά της Συμφωνίας της Βαρκίζης, εν όψει ευνοϊκότερων συνθηκών. Πράγματι, η Κεντρική Επιτροπή τού Κ.Κ.Ε., απευθυνόμενη το 1956 προς τα μέλη του Κόμματος, γράφει: «Το Φλεβάρη του 1946 η καθοδήγηση του Κόμματος πήρε στη 2η Ολομέλεια της Κ.Ε. απόφαση για προσανατολισμό προς την ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα».
Την διαπίστωσιν, ότι ή ηγεσία του Κ.Κ.Ε. εθεώρει ότι ο ένοπλος άγων ουδέποτε εσταμάτησε, άλλ’ απλώς ανεστάλη δια της Συμφωνίας της Βαρκίζης, ομολογεί ο ίδιος ο Αρχηγός του Κ.Κ.Ε., Νίκος Ζαχαριάδης, ο όποιος εις το υπόμνημά του, της 13ης Μαΐου 1947, προς τον Στάλιν, αναφέρει:
«Στην ουσία, όπως έδειξαν τα γεγονότα, η Βάρκιζα υπήρξε μόνο μια ανάπαυλα. Το Κ.Κ.Ε. υπογράφοντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας έκανε αναμφίβολα περισσότερες υποχωρήσεις απ’ ότι έπρεπε για να κερδίσει χρόνο». Ο ίδιος, επίσης, εδήλωσεν ενώπιον της 6ης Ολομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε., την 9ην Οκτωβρίου 1949. ότι: «Ύστερα από τη στρατιωτική ήττα, το Δεκέμβρη του 1944, η Συμφωνία της Βάρκιζας στάθηκε ένας απαραίτητος ελιγμός για την ανασύνταξη των Λαϊκών Δημοκρατικών Δυνάμεων».
Τώρα, πλέον, δεν έμενε τίποτε άλλο, παρά μόνον να ρυθμισθούν, προσωπικώς μετά του Στάλιν, αι λεπτομέρειαι του πολέμου, ήτοι αφ’ ενός μεν ο τρόπος και ή έκτασις της ειςπολεμικόν κυρίως υλικόν βοηθείας και το ύψος της χρηματοδοτήσεως προς το Κ.Κ.Ε., ως και τα ανταλλάγματα διά την παρασχεθησομένην υπό των Σλαβικών κρατών πάσης φύσεως βοήθειαν. Αφ’ έτερου δε, έπρεπε να εξασφαλισθή η εντολή του ίδιου του Στάλιν προς τας ηγεσίας των Κομμουνιστικών κομμάτων των Βαλκανικών Κρατών, διά την υλικήν και ηθικήν υποστήριξιν του αρχομένου ενόπλου αγώνος.
Πηγή: Ιστορικές Μνήμες, Αβέρωφ