Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα έκαψαν! Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη την γέφυρα του ποταμού Αλιάκμονα, φοβούμενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο αδούλωτος λαός της πόλης είχε ξεσηκωθεί και κάθε σπίτι είχε και μερικά οπλισμένα παλικάρια με όπλα που είχαν κρυμμένα οι παππούδες γι αυτήν ακριβώς την μεγάλη ώρα.
Έτσι αποτραβήχτηκαν στα χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά).
Ο στρατός μας προχωρούσε μεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα μάχιμα τμήματα...
Η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αμαχητί!
Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της τουρκικής φρουράς της πόλης, εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωμιά, τρόφιμα και κρέατα από φούρνους, μαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις πόρτες τους.
Μετά την μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη! Κάποιος Αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Κοζάνης, όμως την καταστροφή απέτρεψε ο συγκρατημένος τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς, έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ μπέη.
Οι τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς την Βέροια. Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καιλαρίων.
Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τουρκικούς στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼαυτούς. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι τοποθέτησαν στο καμπαναριό την γαλανόλευκη και τον Σταυρό της Ορθοδοξίας. Αυτά όλα έγιναν το απόγευμα γύρω στις 3 με 4. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής», από τον Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών.
Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει...
Οι μέχρι εκείνη την στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους!
Ο στρατός, το υπερήφανο ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού. Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτήν του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη.
Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ' όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές.Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.
Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς, ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στον δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού.Λουλούδια βρεγμένα με δάκρυα πετάχτηκαν στους νικητές.
Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912, στις 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερινό κόμβο Θεσσαλονίκης – Αθηνών, μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε., που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.
Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από το τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του με την φράση «Παππού ήρθε το Ελληνικό!».
Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν με τα λόγια: «Τώρα ας πεθάνουμε...».
Ένας μάλιστα Κοζανίτης που ο αδερφός του είχε πεθάνει επτά μήνες πριν την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου ενθουσιασμένος από το απίστευτο γεγονός της απελευθέρωσης της Κοζάνης, έσπευσε στο νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου και αφού στάθηκε μπροστά στον τάφο του αδερφού είπε: «Αδερφέ μου κοιμήσου ήσυχος, γιατί το χώμα μας έγινε πάλι Ελληνικό».
Οι στιγμές του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από συγκίνηση στην θέα των δακρυσμένων από χαρά υπόδουλων που απολάμβαναν την ελευθερία παραμένουν απερίγραπτες...
Οι Δημοτικές και Κοινοτικές αρχές με τον Μητροπολίτη και τον Δήμαρχο συγχάρηκαν τους ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου έγινε δοξολογία.
Στο Δημαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο αρχιφαρμακοποιός Πιναρδάκης Κρης Χριστιανός και κάποιος Άραβας Αξιωματικός. Ελήφθη μέριμνα για τους 57 Τούρκους τραυματίες από τους οποίους κάποιοι ήταν Αξιωματικοί.
Την επόμενη μέρα 12 Οκτωβρίου 1912 με πανηγυρική όψη η πόλη γεμάτη σημαίες υποδέχτηκε τμήματα των Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του ιππικού καθώς και τον Αρχιστράτηγο-Διάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Μητρόπολης.
Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην Κοζάνη και ο Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος κι έμεινε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Δρίζη, που ήταν στο κέντρο της πόλης μαζί με την ακολουθία του. Από εκεί έδωσε διαταγή μια μικρή δύναμη να απελευθερώσει τα Καϊλάρια και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό στρατό, που με ραγδαία προέλαση είχε φθάσει μέχρι τον Αξιό ποταμό, που ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό πλημμυρίζοντας τον κάμπο και είχε ανακόψει την πορεία του.
Η Κοζάνη έγινε και τυπικά Ελληνική, περιλήφθηκε δηλαδή μέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδος, πεντακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πάντοτε Ελληνική σε όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία, γιατί σαν επαρχία ανήκε στην μητέρα του σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης με τους κατάλληλους χειρισμούς και χρήματα των πλούσιων Κοζανιτών εμπόρων από την ξενιτιά, είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια και τα απολάμβαναν ως την απελευθέρωσή της.
Οι πρώτες καρτ ποστάλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του ιππικού στην πόλη και ανάμεσα στα σπίτια ξεχώριζαν τούρκικα τζαμιά. Η Κοζάνη όμως, δεν είχε ούτε ένα τούρκικο τζαμί, ούτε εβραϊκή συναγωγή κι έτσι σε μια βδομάδα τυπώθηκαν νέες καρτ ποστάλ χωρίς τζαμιά, γιατί οι φαντάροι σταμάτησαν να αγοράζουν τις παλιές, καθώς διαπίστωσαν την πραγματικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της κάρτας, όταν έγραφαν στους δικούς τους...
Πηγή: Περί Πάτρης