Από το μεσημέρι της 5ης Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Είχε προηγηθεί στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 το τελεσίγραφο προς στην Τουρκία, της συμμαχίας των Βαλκανικών κρατών, δηλαδή Σερβίας, Μαυροβουνίου, Ελλάδας και Βουλγαρίας με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Όπως ήταν φυσικό η Τουρκία απέρριψε το τελεσίγραφο και η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Κάπως έτσι ξεκινούσε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος που επίσημα κηρύχθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ημερομηνία που εξέπνεε το τελεσίγραφο...
Οι επιστρατεύσεις όμως ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν και ο Ελληνικός στρατός ήταν παρατεταγμένος από την γέφυρα του Αράχθου και πίσω που ήταν και τα σύνορα από το 1881.
Αρχιστράτηγος ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και αρχηγός του Στρατού Ηπείρου ο Υποστράτηγος Σαπουντζάκης. Έδρα του Στρατηγείου του Στρατού Ηπείρου ήταν η Άρτα.
Την νύχτα της 5ης Οκτωβρίου λήφθηκε η απόφαση να απωθηθεί η επί του Αράχθου εχθρική δύναμη και να καταληφθεί η αμυντική γραμμή επί των υψωμάτων του Γριμπόβου. Εκδόθηκε διαταγή για τη συγκέντρωση των μονάδων επίθεσης στους καταλλήλους χώρους (θέσεις εξόρμησης) μέχρι το μεσημέρι της επομένης.
6 Οκτωβρίου: Στις 2 το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου το 7ο Τάγμα διέβαινε πρώτο την ιστορική γέφυρα της Άρτας και εγκατέστησε προγεφύρωμα δυτικά της. Υπό την προστασία του πέρασαν την γέφυρα διαδοχικά και τα υπόλοιπα τμήματα του Ελληνικού Στρατού ανενόχλητα από τον εχθρό.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις των Ελλήνων ανέρχονταν σε 11.000 στρατιώτες, έναντι 20.000 των Τούρκων. Συγκεκριμένα: Το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, τα 3ο, 7ο και 10ο Τάγμα Ευζώνων (Τσολιάδων) και το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων. Επί πλέον υπήρχαν δύο μοίρες πεδινού και ορειβατικού πυροβολικού, ένας λόχος Μηχανικού, μία ίλη Ιππικού, μονάδες εφοδιασμού και χειρουργείων. Εκτός αυτών, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε και με εθελοντικά σώματα Κρητών. Είχε προηγηθεί η μυστική προετοιμασία από το Ελληνικό Κράτος των εθελοντικών αντάρτικων σωμάτων Ηπειρωτών για την προστασία των πληθυσμών από τις Αλβανικές συμμορίες και την προετοιμασία του Αγώνα. Στην περιοχή μας οργανώθηκε το ΜΗΣ (Μικτό Ηπειρωτικό Στράτευμα υπό τον υπολοχαγό μηχανικού Δημήτριο - Τιμολέοντα Νότη Μπότσαρη.
6 μέχρι 8 Οκτωβρίου: Οι Περισσότερες Ελληνικές δυνάμεις είχαν διέλθει την γέφυρα και είχαν πάρει τις θέσεις τους σε τρεις κυριότερους τομείς ευθύνης:
1) του Γριμπόβου, με ηγέτη τον διοικητή του 15ου Συντάγματος, αντ/χη Γεώργιο Πολυμενάκο,
2) των πεδινών χωριών, με ηγέτη τον διοικητή του 3ου Τάγματος Ευζώνων, αντ/χη Αλέξανδρο Κοντούλη και
3) του Αμμότοπου, με ηγέτη τον διοικητή του 7ου Τάγματος Ευζώνων ταγματάρχη Καπετανάκη. Στο διάστημα αυτό η σύγκρουση των δύο αντιπάλων περιοριζόταν σε αναγνωριστικούς αραιούς κανονιοβολισμούς των θέσεων εκατέρωθεν.
9 Οκτωβρίου: Το πρωί της 9ης τα Ελληνικά τμήματα στον Αμμότοπο, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων στο Γυμνότοπο και τις νοτιοδυτικές πλαγιές του Γοργομύλου, χωρίς αποτέλεσμα.
10 Οκτωβρίου: Οι Τούρκοι πραγματοποιούν σφοδρή αντεπίθεση με 3.000 άνδρες με αποτέλεσμα τα Ελληνικά τμήματα με 600 άνδρες χωρίς εφεδρείες να υποχωρήσουν δίνοντας σκληρές μάχες. Έτσι, κατά τις τρεις το απόγευμα, οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Αμμότοπο, κατέσφαξαν πολλούς κατοίκους άλλους συνέλαβαν, λεηλάτησαν και έκαψαν το χωριό. Τις βράδυνες και νυχτερινές ώρες συνέχισαν λυσσαλέα τις επιθέσεις και επεκτάθηκαν μέχρι το Κορφοβούνι. Τις βραδινές ώρες, από το χωριό Στρεβίνα, κατευθύνθηκαν προς τα υψώματα του Γριμπόβου. Με γενική επίθεση εκτοπίζουν τα Ελληνικά τμήματα από τα βόρια υψώματα του Γριμπόβου και στράφηκαν προς τα νότια. Εκεί ο στρατός μας, με ηγέτη τον Διοικητή του 15ου Συντάγματος αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Πολυμενάκο, αντιστάθηκε γενναία και ηρωικά και σταμάτησε την προέλαση. Όλη την νύχτα το Γρίμποβο αποτέλεσε πεδίο φοβερών συγκρούσεων με τους Τούρκους να προσπαθούν με λυσσαλέες επιθέσεις να διασπάσουν τη γραμμή των Ελλήνων και τους Έλληνες να αμύνονται με αυταπάρνηση, αυτοθυσία και ηρωισμό, μέχρι θανάτου.
11 Οκτωβρίου: Το πρωί της 11ης Οκτωβρίου οι θέσεις των Ελλήνων ενισχύονται και πραγματοποιούν ορμητική αντεπίθεση και μέχρι τις 10 το πρωί, εκτοπίζουν άτακτα τους Τούρκους προς τα υψώματα της Στρεβίνας (Καμπή), από τα οποία ξεκίνησαν το προηγούμενο βράδυ. Μέχρι το βράδυ τα Ελληνικά τμήματα προσπαθούσαν να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων συναντώντας όμως σθεναρή αντίσταση.
12 Οκτωβρίου: Ο Ελληνικός στρατός της περιοχής, άρχισε τις ετοιμασίες για την συνέχιση της επίθεσης. Οι εμπροσθοφυλακές δεν δέχτηκαν πυρά και διαπίστωσαν ότι οι Τούρκοι είχαν εξαφανισθεί! Είχαν φύγει την νύχτα από όλη την περιοχή χωρίς να γίνουν αντιληπτοί... Ο λόγος ήταν ότι ένα απόσπασμα 150 Ευζώνων, είχε καταλάβει το Ανώγειο!
Το μικρό αυτό τμήμα και με την συνδρομή Ανωγειατών ανταρτών που γνώριζαν καλά τα κατατόπια, οργάνωσε τον έλεγχο της περιοχής και αντιστάθηκε στις επιθέσεις των Τούρκων από διαφορετικές μεριές. Με το σούρουπο, επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Φρούριο των Πέντε Πηγαδιών. Με την είδηση αυτή, ο αρχιστράτηγος των Τούρκων Εσάτ Πασάς διέταξε την άμεση υποχώρηση του στρατού του προς τα Γιάννενα για να μην αποκοπεί και εξοντωθεί στην κοιλάδα του Λούρου και στα δύσκολα περάσματα των Πέντε Πηγαδιών.
Έτσι με την στρατηγική ενέργεια των Ελλήνων Ευζώνων στο Ανώγειο και στα «Πέντε Πηγάδια», η Φιλιππιάδα απελευθερώθηκε αναίμακτα!
Οι Έλληνες Αξιωματικοί, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Τούρκοι είχαν εξαφανισθεί, ανέφεραν αμέσως το γεγονός στο Στρατηγείο. Με εντολή του Σαπουντζάκη μια ίλη ιππικού υπό τον Υπίλαρχο Γιαννόπουλο, από τους Χαλκιάδες πέρασε την πέτρινη γέφυρα Καλογήρου το μεσημέρι της 12ης Οκτωβρίου. Ανίχνευσε την γύρω περιοχή και διαπίστωσε ότι οι πραγματικά δεν υπήρχαν πουθενά Τούρκοι στρατιώτες.
Το ανακοινωθέν του Υπιλάρχου Γιαννόπουλου είναι πλήρως κατατοπιστικό:
«Γέφυρα Καλογήρου 12 Οκτωβρίου 1912, ώρα 13.10 μ.μ. Στρατηγείον:
Η διάβασις της γέφυρας ελευθέρα, τα πολυβολεία κενά. Η γέφυρα έχει ανάγκη επιδιορθώσεως προς διάβασιν πυροβολικού, καθότι το ξύλινο κατάστρωμά της έχει καταστραφεί εις πολλά μέρη. Άφησα τμήμα τι προς φρούρησιν της γέφυρας και με το υπόλοιπο του ουλαμού βαίνω προς Φιλιππιάδα».
Αφού εγκατέστησε φρουρά στην γέφυρα, κάλπασε με την υπόλοιπη δύναμη προς την Φιλιππιάδα. Περνώντας από Ελευθεροχώρι και Νέα Φιλιππιάδα, έφτασε στην Παλαιά Φιλιππιάδα, εκδίδοντας νέο ανακοινωθέν:
«Φιλιππιάς 12 Οκτωβρίου 1912, ώρα 02.25' μ.μ. Στραγηγείον. Φιλιππιάς τελείως ελευθέρα. Ευρίσκομαι εν αυτή αναμένων διαταγάς σας».
Στην συνέχεια έφτασε τις βραδινές ώρες μετά από πεζοπορία από τους Χαλκιάδες, χωρίς καμιά ενόχληση το 2ο τάγμα υπό την διοίκηση του Ταγματάρχη Γκιταράκου, ο οποίος αφού έλαβε όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, έστειλε το ανακοινωθέν:
«Φιλιππιάς 12-10-12, ώρα 11 νυκτός. Αρχηγείον Στρατού. Εκτελούντες διαταγήν σας, κατέλαβον Φιλιππιάδα, λαβόντες παν μέτρον κατάλληλον προς εξασφάλισιν της τάξεως, θέσαντες φρουρούς εις τα δημόσια καταστήματα, αναβάλλοντες δι' αύριον την καταγραφήν των εν αυτοίς ειδών ως εκ του προκεχωρηκότος της ώρας... Εν γένει δε τα μέτρα της ασφάλειας εξετελέσθησαν τη επιβλέψει λοχαγού Αντωνιάδου».
Λίγο αργότερα και ο λοχαγός Αντωνιάδης έστελνε και αυτός στο Στρατηγείο το δικό του ανακοινωθέν:
«Φιλιππιάς 13-10-1912, ώρα 2.30' πρωίας. Αρχηγείον. Κατελάβομεν Φιλιππιάδα, Ελευθεροχώρι. Πολλά πολεμοφόδια, τρόφιμα και 12 αιχμάλωτοι εις χείρας μας. Ουλαμός κατέχει γέφυραν Καλογήρου, 6ος λόγος πρωτοφυλακή προς Παντάνασσαν, 7ος λόχος εις Ελευθεροχώρι, 8οςπρωτοφυλακή προς Πρέβεζαν».
Μετά τα ιστορικά για την περιοχή μας γεγονότα, το αρχηγείο του Στρατού Ηπείρου με δύο διαδοχικά ανακοινωθέντα ενημέρωνε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
1ο ανακοινωθέν:
«Άρτα 12-10-1912, Υπουργείον Στρατιωτικών - Αθήνας. 8ον Δελτίον. Απεσύρθη σήμερον ο εχθρός εκ Κιάφας, θέσεως εφ' ης επί τριήμερον διεξήγητο επίμονος αγών, καθ’ ον ο εχθρός υπέστη μεγάλας απωλείας. Κατόπιν αναγνωρίσεως προς Φιλιππιάδα, διέταξα όπως ανάλογον στράτευμα καταλάβη την ειρημένην πόλιν περί εσπέραν ταύτης. Περί 5ην ώραν μ.μ. της σήμερον ήρξατο η κατάβασις εκ Γριμπόβου αναλόγου δυνάμεως ημών προς κατάληψιν Στρεβίνας. Αναγνώρισις ενεργείται προς χωρίον και στενωπόν Κουμουτζάδων. Οι κάτοικοι του χωρίου Κουμουτζάδων κατά την νύχτα της προχθές καθ' ην διεξήγετο μάχη υπέστησαν κατά πληροφορίας διασωθέντος και προσελθόντος ενταύθα Χριστιανού εκ Κουμουτζάδων φρικώδη βασανιστήρια εκ μέρους των Τούρκων.
Οι νεώτεροι των ανδρών του χωρίου ανερχόμενοι εις 25 περίπου δεθέντες δια σχοινίων προσήχθησαν επί του πεδίου της μάχης, όπου τουφεκίσθησαν εκ των όπισθεν φονευθέντες άπαντες πλην δύο, οίτινες εσώθησαν προσποιηθέντες τον νεκρόν. Επίσης γυναικόπαιδα του ειρημένου χωρίου εγκλεισθέντα εν μια οικία υπέστησαν φρικώδη βασανιστήρια. Τούτων αγνοείται η τύχη. Ταύτα πάντα εγένετο τη διαταγή αυτού του διοικούντος τον εκεί Τουρκικόν στρατόν, όστις κατά θετικάς πληροφορίας ήτο αξιωματικός ανώτερος. Επίσης κατά πληροφορίας κατοίκων Φιλιππιάδος, νέοι της πόλεως ταύτης δεθέντες οδηγούνται παρά του υποχωρήσαντος στρατού εις Ιωάννινα όπως φονευθώσι».
13 Οκτωβρίου: Το 2ο Τάγμα παρέμεινε στις θέσεις του γύρω από την Φιλιππιάδα. Εκτός των άλλων περί το μεσημέρι απέστειλε Διμοιρία του 5ουλόχου στο Θεσπρωτικό, απελευθερώνοντας έτσι και τυπικά την περιοχή.
2ο ανακοινωθέν:
«Άρτα 13-10-1912. Υπουργείων Στρατιωτικών Αθήνας". 9ον Δελτίον. Χθες την 5.30 μ.μ. κατελάβομεν την Φιλιππιάδα, τον Λούρον, Ελευθεροχώρι και γέφυραν Παντανάσσης, την δε 7ην εσπερινήν ώρας κατελάβομεν την Στρεβίναν. Ο Τουρκικός στρατός φεύγων εγκατέλειψε πάμπολλα πολεμοφόδια, τρόφιμα και άλλα υλικά, ων το ποσόν θέλομεν αναφέρει άμα τη καταγραφή των. Συνελήφθησαν 12 αιχμάλωτοι, ως εις αξιωματικός. Διέταξα τα δέοντα δια την ασφάλειαν των κατοίκων των καταληφθέντων μερών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος».
Το στρατιωτικό νοσοκομείο έξω από την Φιλιππιάδα
Η Φιλιππιάδα από την ημέρα της απελευθέρωσης της στις 12 Οκτωβρίου 1912, μέχρι την ημέρα απελευθέρωσης ολόκληρης της Ηπείρου στις 21 Φεβρουαρίου 1913, αποτέλεσε σταθμό σημαντικών γεγονότων.
Σ' αυτήν μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε το Ελληνικό Στρατηγείο, ιδρύθηκε Νοσοκομείο περίθαλψης και διακομιδής τραυματιών, εγκαταστάθηκαν κέντρα εφοδιασμού του στρατού, ήρθαν και διέμεναν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Πηγή: Περί Πάτρης