Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου της μαρτυρικής Κύπρου μας στις 27 Φεβρουαρίου 1938. Το 1949 η οικογένειά του μετακόμισε στο Κτήμα. Σαν μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθειά της να διώξει το ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι ουδέποτε θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους.
Πίστευε ακράδαντα στο δίκαιο του αγώνα της Κύπρου και η όλη πορεία του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα, στα 13 του χρόνια, από το ιστορικό Δημοψήφισμα του 1950 όπου με συντριπτικό ποσοστό οι Έλληνες της Κύπρου αξίωναν την Ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά άλλη εποχή της πολυτάραχης ιστορίας της Κύπρου δεν εμπνεύστηκαν τόσοι πολλοί και διαλεχτοί νέοι να αγωνιστούν και να πέσουν στο βωμό της ελευθερίας, γιατί το όραμα ήταν διπλό: Ελευθερία και Ένωση.
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, ο Ευαγόρας από νωρίς έγινε ένας φλογερός αγωνιστής, ένας ακατανίκητος επαναστάτης, που με τη δυναμική του προσωπικότητα ενέπνεε τους συμμαθητές του, τους συμπολίτες του, και στο τέλος όλους τους Έλληνες της Κύπρου. Ο έφηβος Ευαγόρας συχνά γεμάτος από το πάθος για ελευθερία, έβρισκε διέξοδο στην ποίηση. Το ταλέντο και η αγνότητα της ψυχής του μας έδωσαν στίχους, που αντηχούν στις ψυχές όλων των Ελλήνων αλλά και όλων των ανθρώπων που αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Την 1 Ιουνίου 1953 (15 ετών), παραμονή της στέψης της βασίλισσας των Άγγλων κατακτητών Ελισάβετ Β’, και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο Ιακώβειο Γυμναστήριο Πάφου, οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας από μαθητές.
Ο Ευαγόρας ανναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε την σημαία του κατακτητή. Τον Απρίλιο 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., ενώ στις 19 Ιουνίου 1955 έλαβε μέρος στην ανατίναξη των δικαστηρίων της Πάφου. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 συνελήφθηκε για την προσπάθειά του να προστατεύσει συμμαθητή του που δεμένο τον κτυπούσαν Αγγλοι στρατιώτες. Κατηγορήθηκε και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση μέχρι την δίκη που θα γινόταν στις 6 Δεκεμβρίου. Όμως, μια μέρα πριν τη δίκη, στις 5 Δεκεμβρίου 1955 (17 ετών), πήγε αντάρτης στα βουνά της Πάφου. Ηταν μια καλά ενέργεια, σοβαρού προβληματισμού και έντονων αισθημάτων, για τους ανθρώπουςπου αγαπούσε, για τα ιδανικά του, για την πατρίδα του, και για τη λατρεία του για την ελευθερία. Αυτό φαίνεται από τους στίχους του ποιήματος “Λευτεριά”, που άφησε ως αποχαιρετισμό στους συμμαθητές του:
“Θα πάρω μιαν ανηφοριά, Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια Που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέρφια, συγγενείς, τη Μάνα, τον Πατέρα,
μεσ’ στα λαγκάδια πέρα, και τις βουνοπλαγιές.
Ψαχνοντας για τη λευτεριά, θα ‘χω παρέα μόνη,
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ. Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια, Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά. Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι, το ξέρω θα ‘ν’ απάτη,
δε θα ‘ναι αληθινό. Μες το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ’ αυτόν. Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου,
Μονάχ’ αυτό ζητώ.
Το βάπτισμα του πυρός πήρε στην επίθεση κατά του Αστυνομικού Σταθμού Δρούσειας λίγο πριν τα Χριστούγεννα 1955, και η δράση του συνεχίστηκε για 12 μήνες στα χωριά της Πάφου, στο Κτήμα, στη Λευκωσία, στα χωριά Τάλα, Τσάδα, Λυσό, Κινούσα, και αλλού. Την νύκτα της 18 Δεκεμβρίου 1956 (18 ετών) συνελήφθηκε από τους Αγγλους μαζί με άλλους συντρόφους του μεταφέροντας οπλισμό κοντά στο χωριό Λυσός στην Πάφο. Στις 25 Φεβρουαρίου 1957, όταν κατηγορήθηκε για μεταφορά όπλου, αψηφώντας τις επιπτώσεις, λεοντόκαρδα παραδέχτηκε ενοχή καταδικαζόμενος σε θάνατο. Ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό. Εγινε αίτηση χάριτος προς τη βασίλισσα των Αγγλων κατακτητών, αλλά στην “καρδιά” της 30χρονης μητέρας και βασίλισσας του μεγαλύτερου αποικιακού κράτους δεν υπήρχε ανθρωπιά και δεν έδωσε χάρη. Βέβαια ο Ευαγόρας, η ψυχή της επαναστατημένης “διαψασμένης” για Ελλάδα Κύπρου, ποτέ δεν θα άντεχε τον οίκτο του κατακτητή, τη ντροπή της χάριτος. Ο Ευαγόρας τελικά απαγχονίστηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957. Ηταν 18 ετών μα έγινε αθάνατος. Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης, επηρεασμένος από τα νωπά γεγονότα της Ένωσης της ιδιαίτερής του πατρίδας με την Ελλάδα (1948), έγραψε ένα συγκλονιστικόποίημα-ελεγεία για τον Ευαγόρα. Αξίζει να το θυμηθούμε:
«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό, προ του 2006, βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. Δεν άρεσε στους ιθύνοντες της Παιδείας μας, που έπαψε να είναι Εθνική. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές, άλλωστε αίματα και κόκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες. Άλλωστε οι μαθητές μας σήμερα καλούνται να αξιοποιήσουν τις “νέες γνώσεις” της πολυπολιτισμικής, χρεοκοπημένης, γενικής, άνοστης και ανούσιας εκπαίδευσης που θα βγάλει ικανούς χλιαρούς πολίτες μιας παγκόσμιας “σούπας” πολιτισμών, μιας σούπας που δε θα συνάδει με ηρωισμούς και επαναστάσεις. Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» και τόσα άλλα κεντρικά αναγνώσματα “λογοτεχνίας” ή καλύτερα “λογοχρησίας, ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….απαιδευσίας. Βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία για να μπει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά. Αχ, πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, κάτω από το μανδύα της οικονομικής κρίσης και μέσα στο κρυφό ροκάνισμα αξιών της πατρίδας μας, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Λεωνίδα, σήκω Παλαιολόγε, σήκω Νικηταρά, σήκω Διάκο, σήκω Παύλε, σήκω Δαβάκη, να μας πείτε ελληνική ιστορία.