Από τα μέσα του 19ου αιώνα συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, συνέρρεαν στη Μακεδονία και Θράκη, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά και εβραϊκά τσιφλίκια. Ήταν επόμενο λοιπόν οι αλλεπάλληλες και μακροχρόνιες ελληνοσλαβικές επιμιξίες να συντελέσουν στη γλωσσική και πληθυσμιακή αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Έτσι η σύνθεση του πληθυσμού της Λιγκοβάνης μετά την εγκατάσταση και των σλάβων σ’ αυτή, αποτελούνταν από Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους
Όλοι αυτοί, συμβίωναν μάλλον ειρηνικά ως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε προβλήθηκαν δυναμικά οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Ως αντίδραση στη βουλγαρική διείσδυση οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση, αρχικά γύρω από την κοινότητα, στη συνέχεια γύρω από την εκκλησία και το σχολείο και αργότερα με τον σχηματισμό αντάρτικων ομάδων.
Οι διαμάχες είχαν στην αρχή θρησκευτικό, χαρακτήρα στη συνέχεια όμως έλαβαν και εθνικό χαρακτήρα, με την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να καλλιεργήσει μαζί με την θρησκευτική και εθνική συνείδηση στο σλαβικό στοιχείο που κατοικούσε στην Λιγκοβάνη.
Ως κύριο όπλο διέθετε η Βουλγαρική προπαγάνδα την ομοιότητα του σλαβοφανούς μακεδονικού ιδιώματος με την Βουλγαρική γλώσσα[1].
Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν κυρίως στα ομιλούντα το σλαβόφωνο ιδίωμα διαμερίσματα. Είχε σκοπό την απόσχιση των διαμερισμάτων αυτών από το Πατριαρχείο και την ενίσχυση της Εξαρχίας με τη δημιουργία νέων σχισματικών εξαρχικών μητροπόλεων.
Ο Γ. Μόδης αφηγείται διάφορα απίστευτα περιστατικά, τα οποία μεταφέρω, όπως συνέβησαν στη Λιγκοβάνη αυτή την περίοδο και αποτελούν ζωντανό δείγμα του λυσσαλέου αλληλοσπαραγμού που είχε ξεσπάσει σ’ όλα τα σλαβόφωνα χωριά όπου ο βουλγαρισμός είχε παρασύρει ένα μέρος των κατοίκων.
Η Λιγκοβάνη είχε αποκτήσει βουλγαρική κοινότητα και είχε χωριστεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα απ’ το 1872. Ιδρυτής της Βουλγαρικής κοινότητας Λιγκοβάνης σύμφωνα με την κατάθεση του Ηλία Γεωργιάδη στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του 1910 ήταν ο Παπαπέτρος.[2]
«…..Αυτός ο Παππαπέτρος είνε ο ιδρύσας και εν Λυγκοβάνι την σχισματικήν κοινότητα. …….»
Από τότε, 40 χρόνια συνέχεια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς καυγάδες, συμπλοκές, φόνους, εξαφανίσεις, συκοφαντίες, ραδιουργίες !!! Παλιοί συγγενικοί δεσμοί και φιλίες πήγαν περίπατο. Μάλωναν, αλληλοβρίζονταν, αλληλοκατηγορούνταν για λογαριασμό δύο διαφορετικών εθνών στην ίδια διάλεκτο….
Ο εφημέριος του χωριού Παπαγεώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και πήγε με τους Βουλγάρους για 10 μετζήτια (λιγότερα από 2 λίρες), που του έδωσαν οι Βούλγαροι. Τον έστειλαν και σε κάποιο φροντιστήριο να μάθει και τα βουλγαρικά γράμματα. Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε το δικό του φως! Γύρισε στο χωριό θεότυφλος και περιφρονημένος, αφού ήταν άχρηστος πια και στους Βουλγάρους…. Οι χωριανοί που είδαν στο φοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαϊσμούς. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο μουχτάρης, (πρόεδρος) του χωριού Συμεών Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του: «Εδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγεώρης που πρόδωσε για δέκα μετζήτια».
Ο Συμεών Χαριζάνης, δεν κράτησε πολύ καιρό τη μουχτάρικη σφραγίδα και την εξουσία. Μια μέρα που καθόταν έξω από ένα καφενεδάκι, πέρασε ο αστυνομικός σταθμάρχης μαζί με τον Βούλγαρο μουχτάρη. Οι Τούρκοι είχαν γενικά μη στάξει και μη βρέξει τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αστυνόμος κάθισε κοντά του παρασέρνοντας και τον προστατευόμενό του Βούλγαρο. Ο Χαριζάνης αναγκάστηκε να τους κεράσει. Φιλοτιμήθηκε και ο Βούλγαρος συνάδελφος του και κέρασε και αυτός. Για να τον περιποιηθεί μάλιστα καλύτερα πήγε στον πάγκο να ετοιμάσει καλό μεζέ και ούζο. Γύρισε με ένα πιάτο μεζέδες και μεγάλα ποτήρια ούζο και έβαλε το ένα μπροστά στον Χαριζάνη, που πέθανε σε λίγες ώρες με φρικτούς πόνους στην κοιλιά!... Στους συγγενείς του φαρμακωμένου που έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν, ο λαμπρός αστυν. Σταθμάρχης είπε σταυρώνοντας τα χέρια: «Είναι δουλειά του Αλλάχ. Τι μπορώ να κάνω εγώ; …!»
Με την αποσκίρτηση και το θάνατο του Παπαγεώργη οι Λιγκοβανιώτες έμειναν χωρίς εφημέριο, ενώ οι Βούλγαροι είχαν φέρει το μορφωμένο Παπαγιοβάν που ήξερε και καλά Ελληνικά και Γαλλικά. Αναγκάζονταν να κάνουν τις κηδείες χωρίς ιερωμένο! Δεν μπορούσαν να φέρουν ξένο παπά, γιατί οι Βούλγαροι οργανωμένοι τον ξυλοφόρτωναν… Τους καταπατούσε τα οικόπεδα… Ο Νικόλαος Δημητρίου και Δαυίδ Άγγελος που έφεραν παπά απ’ άλλο χωριό για να βαφτίσει τα μωρά τους, είδαν να κόβεται στη μέση το «μυστήριο». Οι Βούλγαροι κακοποίησαν και έδιωξαν τον παπά. Η αστυνομία έμεινε ουδέτερη, έτοιμη να βοηθήσει τους ταραχοποιούς.
Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας και προύχοντας Βασίλης Βαγγέλης ενθουσιασμένος, γιατί ο Θεός τούδωσε δύο δίδυμα αγοράκια, κάλεσε τον Παπαβαγγέλη από την Μπέροβα να τα βαφτίσει. Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζής» είχε βοηθήσει και ευεργετήσει πολλούς. Ποιος θα τολμούσε να χαλάσει τα βαφτίσια του! Έβαλε και τέσσερα σφαχτά στη σούβλα. Πραγματικά κανένας δεν ενόχλησε τον Παπαβαγγέλη. Άρχισε η ιεροτελεστία με απόλυτη τάξη. Πήραν θάρρος και ήρθαν στην εκκλησία και οι φοβισμένοι και διστακτικοί. Μα ξάφνου εισόρμησε στην εκκλησία μια μεγάλη παρέα ρεμπεσκέδες οπλισμένοι με χοντρά ξύλα και μεθυσμένοι από κρασί και φανατισμό και άρχισαν τις κραυγές. Βρε τραγόπαπα, βρε τραγογένη, βρε μασκαρά τι γυρεύεις στο χωριό μας και το μαγαρίζεις;!
Ο Βασίλης τους είπε: «βρε παιδιά. Σας παρακαλώ. Εγώ τον έφερα. Να βαφτίσει τα παιδιά μου, ελάτε κάτσετε, έχω και σφαχτά στη σούβλα και μπόλικα πιοτά.» Εκείνοι εξακολουθούσαν το υβρεολόγιο του παπά. Ο τσέλιγκας ξαναφώναξε ονομαστικά «Κώστα, Στογιάννη, Στέφο, Πάνο, που είχε ευεργετήσει, Ντροπή!
Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους.» Τον άφησαν αληθινά αυτόν ήσυχο, μα πλήρωσαν τα γένια του παπά !…
Αναγκάστηκε τότε να σηκώσει κι αυτός την γκλίτσα του. Και μαλλιά κουβάρια έγιναν στην εκκλησία. Άντρες, γυναίκες ρίχτηκαν στους ιεροσύλους με μπαστούνια, γροθιές και νύχια. Ο Παπαβαγγέλης ξέφυγε χωρίς παπούτσια με τ’ άμφια ξεσχισμένα και τα γένια αραιωμένα… Σαν τους πέταξαν έξω από την εκκλησία κακήν κακώς με τα ξεροκέφαλά τους σπασμένα και γύρισαν να ιδούν τα δύο μωρά, τα βρήκαν νεκρά. Είχαν πνιγεί στην κολυμπήθρα….[3]
Η τουρκική αστυνομία έμεινε πάλι θεατής.
Ο Δήμος Μπάλιος ύστερα από το πάθημα του αρχιτσέλιγγα πήγε να βαφτίσει το μωρό του στη Μπέροβα. Ήταν η συνήθεια του χωριού να βαφτίζουν το νεογέννητα την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Καβαλίκεψε το άλογο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά και ξεκίνησε. Στο δρόμο μερικοί χωριανοί του, Βούλγαροι, που είχαν βγεί τάχα για κυνήγι, θέλησαν να τον σταματήσουν.
- Για πού, ώρα καλή, Δήμο:
- Στη Μπέροβα, στους συμπεθέρους.
- Δε μας δίνεις τη ταμπακέρα σου να στρίψουμε κανένα τσιγάρο: Ξεχάσαμε να πάρουμε καπνό μαζί μας.
- Δεν πήρα κι εγώ μαζί μου.
- Μα στάσου. Τι κάνεις έτσι;
- Βιάζομαι.
- Κάτι θα σου πούμε για τη Μπέροβα.
Και χίμηξαν ν’ αρπάξουν το άλογο από τα χαλινάρια. Ο Δήμος το σπιρούνιασε και ξέφυγε. Άρχισαν τότε τις τουφεκιές. Το ξανασπιρούνιασε και τόβαλε στα τέσσαρα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν γερό το άλογο και αυτός περίφημος καβαλάρης. Μα όταν έφτασε στην Μπέροβα το μωρό απ΄ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!..
Έστειλαν μια επιτροπή απ’ τον Αναστάσιο Βαμπερτζή και Λάζαρο Λίμο στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ. Του διεκτραγώδησαν τούρκικα, γιατί δεν ήξεραν αρκετά ελληνικά, τη φοβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο χωριό. Ο Ιωακείμ ήρθε αμέσως στη Λιγκοβάνη. Ιερούργησε και χειροτόνησε εφημέριο τον καλό και φτωχό Χριστόφορο. Στην έξοδο όμως απ’ την εκκλησία το κακό ξέσπασε πάλι. Πολλά κεφάλια γέμισαν αίματα και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν καλοπέρασε.
Γύρισε αμέσως αγανακτισμένος στη Θεσσαλονίκη κι έστειλε τηλεγράφημα στο Πατριαρχείο και εντονότατο «τσακίρι» στον Βαλή για την ανήκουστη ασυδοσία των κακοποιών της Λιγκοβάνης.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατάξουν οι Τούρκοι να λειτουργούν στην εκκλησία τη μια εβδομάδα οι «ρούμ» (Έλληνες) και την άλλη οι «Μπουλγκάρ»…
Οι Βούλγαροι όμως με την πλάτη πάντοτε των Τούρκων δεν πολυσεβάστηκαν την Τουρκική διαταγή. Πήγαιναν και έπιαναν νύχτα την εκκλησία και όταν δεν ήταν η δική τους σειρά.
Την 25η Μαρτίου 1883 είχαν καταλάβει την εκκλησία απ’ τα μεσάνυκτα από χριστιανική υπερευλάβεια. Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεός και πήγαν οι δικοί μας να εκκλησιαστούν, βρήκαν βουλγαρική λειτουργία! Πλησιάζει οΧρήστος Μόσχος τον Βούλγαρο ψάλτη και του λέει να σταματήσουν, γιατί ήταν Ελληνική η σειρά και η γιορτή του Ευαγγελισμού «ανήκε θεόθεν στους Γραικούς». Οι Βούλγαροι όμως εξηκολούθησαν τον χαβά τους …. Βρέθηκαν στο τέλος έξω απ’ την εκκλησία με πολλά αδιόρθωτα κεφάλια σπασμένα. Έμεινε όμως μέσα νεκρός ο Χρήστος Μόσχος! Τον έβαλαν σε μια άκρη και άρχισαν εξαρχής την Ελληνική λειτουργία…
Την «Ανάσταση» (Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου) της ίδιας χρονιάς, ήταν πάλι η σειρά των δικών μας. Ιερουργούσε ο παπά Χριστόφορος. Τη στιγμή του έβγαινε στην Ωραία Πύλη με τα τρίκερα και το Άγιο Φως του ζήτησαν οι Βούλγαροι να τραβηχτεί και να φέρει το Άγιο Φως ο δικός τους παπάς, που ήξερε πολλά γράμματα και ήταν περισσότερο φωτισμένος και, επειδή αρνήθηκε, του ξερίζωσαν πολλά μαλλιά μαζί με το δέρμα!... Μαγκούρες, μανουάλια, γροθιές μπήκαν πάλι σε ενέργεια και η εκκλησία του Θεού της αγάπης γέμισε αίματα.
Ασχολήθηκαν τότε οι Βούλγαροι με τον Παπαχριστόφορο. Τούκλεψαν όλα τα ιερά άμφια. Επειδή ήταν πολύ φτωχός για να ξαναφτιάξει καινούργια και ήξερε ότι και εάν έφτιαχνε θα του τα ξανάκλεβαν, έκανε το ζωνάρι του «πετραχήλι» και το ράσο «φελόνι», αφού του έραψε από μέσα ένα σταυρό… Έτσι δεν είχε κανένα κίνδυνο να του τα κλέψουν[4]».
Τέτοιες τραγωδίες η Λιγκοβάνη πολλές έχει να επιδείξει.
Ενώ η αρχική εμφάνιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί, σε λίγο άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά έδαφος, κυρίως στη Ζάροβα (Νικόπολη), η οποία είχε εκβουλγαριστεί εξ ολοκλήρου.
Οι Λιγκοβανιώτες μετά τα πιο πάνω τραγικά γεγονότα προέβηκαν σε αντίποινα. Ο Μήτρος Τάντσουφ πήγε να δουλέψει στο Όρλιακο και εξαφανίστηκε. Ο Λάζαρος Μπίκουφ πήγε στο παζάρι της Νιγρίτας και δεν γύρισε.
Οι τούρκικες αρχές πάντα μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων. Η μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων στάση των τουρκικών αρχών επέδρασε καταλυτικά στον ελληνικό πληθυσμό της Λιγκοβάνης και άρχισαν να φαίνονται σημάδια εκβουλγαρισμού. Μάταια οι αδελφοί Κων/νος και Σωτήριος Χαριζάνης, Κιουτσούκ Άγγελος και Αμπάκοςπροσπάθησαν να ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο. Οι Βούλγαροι τοποθέτησαν απέναντί τους τον Παπαηλία, ιερέα, γνώστη της ελληνικής, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας με τα πρωτοπαλήκαρά του, Κόλε, Ζάχωφ, Μπίκωφ,Καραδαλίφ κ.α..
Το ελληνικό στοιχείο για να προλάβει τα χειρότερα κάλεσε τον (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ από τις Σέρρες, για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο που και αυτό ήταν κλειστό για τους ίδιους λόγους με την εκκλησία. Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του Σ. Κινέ ήταν πολύ μεγάλη. Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον καταδιώκουν και με δόλο τον κατηγόρησαν στην Τουρκική εξουσία η οποία τον παρέπεμψε σε δίκη παρωδία στην οποία όμως αθωώθηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό οι Βούλγαροι τον σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο.
Ο Κινές ήταν ένα ορφανό παιδί της Λιγκοβάνης. Σε κάποιον διερχόμενο έμπορο από τις Σέρρες έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του και τον πήρε στις Σέρρες. Εκεί ο Κινές εργαζόταν και φοιτούσε στο σχολείο. Όταν αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος μέσα στις Σέρρες. Δεν ξέχασε όμως το χωριό του, που στο μεταξύ το βουλγαρικό κομιτάτο προσπαθούσε να το εκβουλγαρίσει.
Έρχεται πίσω στο χωριό. Με τη χρήση του όπλου πήρε πίσω την εκκλησία, άνοιξε το σχολείο, ανήγειρε νέο διδακτήριο και ενθάρρυνε τους συγχωριανούς του. Κήρυξε τον πόλεμο κατά κάθε βουλγαρικού και κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό τους. Οι Βούλγαροι αναταράχθηκαν και οι φοβισμένοι Έλληνες αναθάρρησαν. Τα όσα είχαν κατορθώσει οι Βούλγαροι σε μια εικοσαετία με τις αλογάριαστες λίρες τους, με τη χατζάρα, τα περίστροφα, τους δυναμίτες, ο Κινές τα διασκόρπισε!
Άρχισαν λοιπόν να τον διαβάλλουν στον Τούρκο αστυνόμο, ότι κηρύττει την επανάσταση και δεν υπακούει στους τούρκικους νόμους. Οι Βούλγαροι Μήτρος Ίντζουφ, Νικόλα Καμπάκουφ και Μήτρη Τουσίνουφ καταγγέλουν στον Τούρκο αστυνόμο ότι ο Κινές καταφέρεται υβριστικά για το πρόσωπο του σουλτάνου. Ο αστυνόμος τον συλλαμβάνει και τον στέλνει σιδηροδέσμιο στις Σέρρες προκειμένου να δικαστεί. Με την επέμβαση όμως των ομογενών και του μητροπολίτη Σερρών απαλλάσσεται των κατηγοριών. Ξαναδιορίζεται με την επέμβαση του μητροπολίτη στο χωριό Σεκάφτσα του Στρυμώνα.
Το 1897 οι Βούλγαροι αποφασίζουν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου. Επειδή όμως δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν παλικαρίσια, κατέφυγαν στο δόλο. Έτσι παρουσιάστηκε στο σπίτι του κάποιοςΘόδωρος, παλιός φίλος του από τις Σέρρες. Χωρίς να ξέρει ο Κινές ότι είχε εξαγοραστεί στο μεταξύ από τους Βουλγάρους, με το πρόσχημα ότι τον έστειλε ο μητροπολίτης Σερρών να τον πάρει στις Σέρρες για κάποια σπουδαία υπόθεση. Πείστηκε ο Κινές και ξεκίνησαν μαζί για τις Σέρρες.