Η νίκη στους Περσικούς Πολέμους είχε καταστήσει την Αθήνα τη δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στον ελληνικό κόσμο. Για τα επόμενα εβδομήντα πέντε χρόνια, η πόλη επρόκειτο να κυριαρχήσει στο Αιγαίο, χρησιμοποιώντας επιτυχώς το κύρος, τον πλούτο, και τη ναυτική της δύναμη για να αποτρέψει μια αναβίωση της περσικής ισχύος και, κάνοντας το αυτό, να εδραιώσει ταυτόχρονα μια αυτοκρατορία, την οποία συγκροτούσαν μέχρι και 150 μικρότερες ελληνικές πόλεις. Στη γενέτειρα πόλη τους, οι Αθηναίοι επρόκειτο να δημιουργήσουν μια εξαιρετικά σύνθετη μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης, ένα πολίτευμα στο οποίο οι ικανοί πολίτες συμμετείχαν άμεσα τόσο ως «κοινοβουλευτικά» μέλη της λαϊκής συνέλευσης - της Εκκλησίας του Δήμου - όσο και ως ασκούντες διοίκηση και δικαστική εξουσία1. Η πόλη ήταν επίσης μείζον πολιτιστικό κέντρο, έδρα του μεγαλύτερου οικοδομικού προγράμματος επί ι της Ακρόπολης, λίκνο του δυτικού θεάτρου, και φυτώριο ανάπτυξης της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης.
Όπως σημειώσαμε στις πρώτες σελίδες του ανά χείρας βιβλίου, η Αθήνα είχε εξιδανικευθεί από μεταγενέστερες γενεές, και όχι άνευ λόγου. Τα επιτεύγματα της πόλης ήταν σημαντικά. Υπήρχαν, εντούτοις, πολλά παράδοξα στο «επίτευγμά» της. Το αθηναϊκό δημοκρατικό σύστημα βασιζόταν στη δουλεία και, σε ένα ορισμένο μέτρο, στις προσόδους του από μια αυτοκρατορία. Δημοκρατική διακυβέρνηση δεν σημαίνει απαραιτήτως ήπια ή ανεκτική εξουσία. Διατάγματα της λαϊκής «κοινοβουλευτικής» συνέλευσης περιλάμβαναν τα ψηφίσματα εκείνα τα οποία διέτασσαν τη σφαγή ολόκληρου του άρρενος πληθυσμού ενός άλλου ελληνικού νησιού και τη μαζική υποδούλωση των γυναικοπαίδων του. Ο Περικλής παροχέτευε άνευ ηθικών ενδοιασμών τους φόρους υποτέλειας που συνέλεγε η αυτοκρατορία (υποτίθεται για κοινή άμυνα) για την υλοποίηση του οικοδομικού του προγράμματος στην Ακρόπολη. «Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να το θεωρήσει αυτό ως μια ανυπόφορη προσβολή», είπαν οι επικριτές του, ότι, δηλαδή, θησαυροί που παρέχονταν για υπεράσπιση της Ελλάδας ενάντια στους Πέρσες μπορούν να «διασπαθίζονται ανήθικα αναλωνόμενοι στη δική μας πόλη, για να την υπερεξωραΐσουμε παντού ως να ήταν μια ματαιόδοξη θηλύκια που τριγυρίζει στολισμένη με πολύτιμους λίθους»2. Η πόλη η οποία είχε προσδιορίσει και στηρίξει την έννοια της εξουσιαστικής κυριαρχίας της ελληνικής πόλης ενάντια στην επιδρομή των Περσών παραβίαζε η ίδια, ακόμη και κατέλυε, την ανεξαρτησία άλλων ελληνικών πόλεων. Έχοντας κατά νου αυτά τα παράδοξα, πρέπει να διερευνηθούν τα επιτεύγματα της κλασικής Αθήνας.
Τα πολιτισμικά και πολιτικά επιτεύγματα της Αθήνας συνδέονταν μεταξύ τους. Οι θεατρικές γιορτές αποτελούσαν θεμελιώδες μέρος της δημοκρατικής διαδικασίας, και ήταν η βιωματική εμπειρία της πολιτικής και της κοινωνικής αναταραχής που στήριξε την ανάπτυξη και εξέλιξη της φιλοσοφίας. Εντούτοις, προκειμένου να διερευνηθεί λεπτομερώς κάθε στοιχείο της αθηναϊκής εμπειρίας τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., το υλικό εδώ διαιρείται, κατά κάποιο τρόπο αυθαιρέτως, σε τέσσερα Κεφάλαια. Στο Πρώτο, περιγράφεται πώς δημιουργήθηκε η αίγλη και πώς εδραιώθηκε η έπαρση της Αθήνας στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά και πώς, στη συνέχεια, η πόλη ταπεινώθηκε λόγω της ήττας της από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στο Δεύτερο, διερευνάται το αθηναϊκό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και τα μέσα με τα οποία επετεύχθητε και διατηρήθηκε η εσωτερική συνοχή της πόλης. Τέλος, το Δωδέκατο Κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο θέατρο, ενώ το Δέκατο Τρίτο Κεφάλαιο στη φιλοσοφία.
Η Περσία μπορεί να είχε ταπεινωθεί από τις ήττες της του 490 και του 480-79 π.Χ., αλλά μια Αυτοκρατορία του δικού της μεγέθους είχε πάντοτε τους πόρους να μπορέσει να ξεκινήσει μια καινούργια επίθεση και οι πόλεις-κράτη του Αιγαίου, ιδιαίτερα εκείνες των ασιατικών παραλίων, γνώριζαν ότι είναι εξαιρετικά ευάλωτες. Σύντομα μετά τον Πόλεμο του 480-79 π.Χ., πρεσβευτές από πολλά κράτη προσέγγισαν την Αθήνα για παροχή προστασίας και η πόλη ήταν πανευτυχής να ανταποκριθεί στο αίτημά τους. Όποιοι κι αν ήταν οι συναισθηματικοί ή πολιτισμικοί δεσμοί της με τους Ίωνες Έλληνες της Μικράς Ασίας, η Αθήνα είχε ατράνταχτους λόγους να θέλει να διατηρήσει μια παρουσία στο Αιγαίο. Καθώς η πόλη μεγάλωνε, χρειαζόταν ασφαλείς εμπορικούς δρόμους και βάσεις σε όλη τη θαλάσσια περιοχή για να μπορούν να έρχονται προμήθειες σιτηρών μέσω Ελλησπόντου και ξυλείας (για τη ναυπήγηση πλοίων), όπως επίσης ορυκτών μεταλλευμάτων από την ακτή του βόρειου Αιγαίου. Υπάρχει μεγάλη αντιγνωμία ως προς το βαθμό εξάρτησης της Αθήνας από εισαγόμενες προμήθειες σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά μια πρόσφατη μελέτη των μαρτυριών που υπάρχουν από τον Μάικλ Γουίτμπι (Michael Whitby) θεωρεί ότι, σε ένα μέσο κανονικό έτος, το ήμισυ της συνολικής ποσότητας δημητριακών της Αθήνας εισαγόταν από το εξωτερικό, κυρίως από τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Γουίτμπι υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι οι Αθηναίοι ήταν πάντα έτοιμοι να εισάγουν περισσότερα από όσα χρειάζονταν, δεδομένου ότι ένα πλεόνασμα σιτηρών κρατούσε χαμηλές τις τιμές στην Αθήνα και θα μπορούσε ακόμη και να αφήσει κάποιο υπόλοιπο για επικερδή επανεξαγωγή του σε άλλες πόλεις. Ο δρόμος μέσω Ελλήσποντου απέκτησε μεγάλη συναισθηματική σημασία, αντίστοιχη ενδεχομένως με αυτήν της Διώρυγας του Σουέζ για τη Βρετανία, στη δεκαετία του 1950. Αν γίνει δεκτή η ανάλυση του Γουΐτμπι, είναι εύκολα κατανοήσιμο ότι η Αθήνα ήταν φυσικό να καλοδέχεται κάθε πρόφαση και ευκαιρία για επέκταση των ενδιαφερόντων και συμφερόντων της ανά το Αιγαίο.
Η «φυσική» έκφραση της αθηναϊκής ισχύος βρίσκεται στις τριήρεις της. Έχοντας ποντάρει επιτυχώς στη ναυπήγηση ενός μεγάλου ναυτικού στόλου και χρησιμοποιώντας τον με επίσης εξαιρετική επιτυχία στη Σαλαμίνα, η πόλη είναι πλέον μια μείζων και συνεχώς αναπτυσσόμενη ναυτική δύναμη, διατηρώντας 180 τριήρεις το 480 π.Χ.3, που έφτασαν τις 300 μέχρι το 431 π.Χ. Επρόκειτο για τεράστια ναυτική δύναμη σε μια εποχή που ελάχιστες πόλεις μπορούσαν να εξασφαλίσουν τους 400 υγιείς και γεροδεμένους νεαρούς άνδρες που απαιτούνταν για την επάνδρωση έστω και δύο μόνο πολεμικών πλοίων. Το τεράστιο κόστος, το οποίο συμπεριλάμβανε την πληρωμή περίπου 60.000 ανδρών, πολλοί από τους οποίους είναι μισθοφόροι ή ξενοτοπίτες που ζουν ως μέτοικοι στην Αθήνα, αντιμετωπίστηκε με.. τα πλούτη των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και, από τη δεκαετία του 440 π.Χ. και μετά. από τους συλλεγόμενους φόρους μιας αυτοκρατορίας του Αιγαίου. Ευπορότεροι πολίτες εθεωρείτο επίσης . αναμενόμενο να υιοθετούν χορηγικά ένα συγκεκριμένο πλοίο* και να πληρώνουν για τον εξοπλισμό του. Το επίπεδο εκπαίδευσης μοιάζει να ήταν εξαιρετικό. Δυνάμεις αθηναϊκών τριήρεων κατάφερναν πάντοτε να υπερισχύουν κάθε αντιπάλου τους στη ναυμαχία με τους επιδέξιους ναυτικούς ελιγμούς τους. Η ηγεσία ήταν επίσης καλή, το σύστημα το οποίο επέτρεπε στους εκλεγόμενους στρατηγούς (οι οποίοι είχαν το πρόσταγμα τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά) να είναι υποψήφιοι για επανεκλογή σε ετήσια βάση σήμαινε ότι μπορούσαν να παραμείνουν οι πλέον αποτελεσματικοί και να κερδίσουν σε εμπειρία από τη μια επιχείρηση στην άλλη.
Μέσα στον ελληνικό κόσμο, μια πρόκληση απέναντι σ’ αυτήν τη νέα δύναμη θα μπορούσε να προέλθει από τη Σπάρτη, την ισχυρότερη ελληνική πόλιν του 6ου αιώνα π.Χ. και μάλιστα μία πόλη η νίκη της οποίας στις Πλαταιές επιβεβαίωσε ότι οι δυνάμεις των οπλιτών της παρέμεναν οι καλύτερα εκπαιδευμένες και πλέον αποτελεσματικές στον ελληνικό κόσμο. Ωστόσο, η Σπάρτη ήταν πάντοτε περιορισμένη λόγω της γεωγραφικής θέσης της. Η πόλη ήταν οικονομικά αυτάρκης, ελέγχοντας τις πλέον εκτεταμένος \εδαφικές κτήσεις από κάθε άλλο κράτος της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι κρατούσε υπό αυστηρό έλεγχο τον αποτελούμενο από είλωτες πληθυσμό των εύφορων περιοχών Μεσσηνίας και Λακωνίας. Στην Πελοπόννησο ως σύνολο, η επιρροή της Σπάρτης παρέμενε επίσης εξίσου επισφαλής. Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ανανεούμενες συμπλοκές με τον παλαιότερο εχθρό της, το Άργος, καθώς και με τις πόλεις της Αρκαδίας, στα χρόνια που ακολούθησαν τους Περσικούς Πολέμους. Κάθε μεγάλη επιθετική επιχείρηση εκτός των γεωγραφικών συνόρων της περιοχής ενείχε πάντοτε κινδύνους (εκτός αν, όπως στην περίπτωση των Πλαταιών, συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτή μεγάλος αριθμός ειλώτων) και ήταν βέβαιον ότι η Σπάρτη δεν θα είχε τη δυνατότητα να συντηρεί παράλληλα ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις. Κατά παράδοση επίσης, μόνον οι κληρονομικώ δικαιώματι βασιλείς μπορούσαν να ηγηθούν πολεμικών εκστρατειών «εκτός περιοχής», έτσι ώστε η ποιότητα της στρατιωτικής της ηγεσίας ήταν, λίγο ως πολύ, σχετική. Συντηρητική, εσωστρεφής, και, όπως συμβαίνει συχνά με απομονωμένες ισχυρές δυνάμεις, αδέξια στις εξωτερικές της σχέσεις, η Σπάρτη ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει την αθηναϊκή επέκταση στο Αιγαίο. Αμέσως μετά τη νίκη, είχε υπάρξει μια εκστρατευτική δύναμη στο Αιγαίο αποτελούμενη από 20 τριήρεις υπό την ηγεσία του Παυσανία, του Σπαρτιάτη πολέμαρχου στις Πλαταιές (γιος βασιλιά ο ίδιος και ενεργώντας ως αντιβασιλιάς την εποχή της στρατιωτικής αρχηγίας του), αλλά εκείνος συμπεριφέρθηκε τόσο αλαζονικά, που απομάκρυνε διά παντός κάθε πιθανότητα να κερδίσει φίλους για τη Σπάρτη. Όταν οι Σπαρτιάτες διαμαρτυρήθηκαν για την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης της Αθήνας, η Αθήνα απλώς αγνόησε τη διαμαρτυρία.
Εντούτοις, η συμμαχία ανάμεσα στις δύο πόλεις, τόσο επιτυχής στην απόκρουση των Περσών, διατηρήθηκε. Η κυριαρχούσα προσωπικότητα στην Αθήνα, μετά το 480 π.Χ., ήταν ο Κίμωνας το κύρος του οποίου οφείλετο εν μέρει στο γεγονός ότι ο Μιλτιάδης, ο νικητής στρατηγός της μάχης του Μαραθώνα, ήταν πατέρας του, αλλά και του οποίου το προσωπικό όραμα, η ενεργητικότητα και οι ικανότητες του ως πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη τον κατέστησαν αυτοδίκαια μια ιδιαίτερα αξιοσέβαστη και ανυπέρβλητη μορφή. Σεβάστηκε τη Σπάρτη για το ρόλο που είχε παίξει στους Περσικούς Πολέμους και ήταν πάντα διατεθειμένος, αντίθετα με άλλους Αθηναίους, να της αποδώσει εύσημα για το ρόλο της στην ανατροπή και εκδίωξη των Πεισιστρατιδών. Συνειδητοποιούσε επίσης ότι μια αδρανής Σπάρτη θα επέτρεπε στην Αθήνα ελευθερία δράσης στο Αιγαίο και, έτσι, διατήρησε τη συμμαχία σε ισχύ. Οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, έστω και απρόθυμα, το ρόλο της Αθήνας ως θαλασσοκράτειρας και εποπτεύουσας αργής στο Αιγαίο.
Η Αθήνα έπρεπε τώρα να βρει ένα θεσμικό «όχημα» μέσω του οποίου θα μπορούσε να επεκτείνει την ισχύ της στο Αιγαίο. Το 478 π.Χ. σχεδίασε ευφυώς ένα συνασπισμό κρατών, την αποκαλούμενη «Δηλιακή Συμμαχία», της οποίας ο δημόσια διακηρυχθείς κοινός σκοπός ήταν η εδραίωση μιας αμυντικής και επιθετικής συμμαχίας κατά της Περσίας Ο αριθμός των πόλεων που συμμετείχαν εξ αρχής σ’ αυτόν τον πολιτικό συνασπισμό δεν είναι γνωστός. (Περί το 450 π.Χ., κατάλογοι καταβαλλόμενων φόρων που διασώθηκαν χαραγμένοι σε πέτρινες πλάκες στην Αθήνα αφήνουν να εννοηθεί ότι υπήρχαν περί τα 150 μέλη.)4. Προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις ιωνικές πόλεις των ακτών της Μικράς Ασίας, αλλά και άλλες, όπως η δωρική πόλη του Βυζάντιου και το αιολικό νησί της Λέσβου ήταν επίσης μέλη της. Έπρεπε να βρεθεί ένας κεντρικός τόπος συνάντησης και επελέγη γι’ αυτό ένα παραδοσιακό λατρευτικό κέντρο για τους Ίωνες, η γενέτειρα του Απόλλωνα, το νησί της Δήλου (εξ ου και το επίθετο «Δηλιακή»). Η Αθήνα παρείχε τους θησαυροφύλακες της Συμμαχίας καθώς και τον κύριο όγκο των ναυτικών δυνάμεων, και τα μέλη συμφώνησαν να συνεισφέρουν είτε σε πλοία είτε σε χρήμα. Με τον καιρό, τα περισσότερα μέλη προτίμησαν ν« πληρώνουν σε ρευστό και, περί το 431 π.Χ., μόνον η Χίος και η Λέσβος συνέχισαν να τηρούν τη δέσμευσή τους για συνεισφορά σε πλοία. Παρότι τα μέλη είχαν ισότιμη «φωνή» στο συμβούλιο της Συμμαχίας, κανένα δεν ήταν δυνατόν να ανταγωνιστεί ή αμφισβητήσει την ισχύ της Αθήνας, οπότε στην πραγματικότητα οι συμμαχικές εκστρατείες ήταν υπό αθηναϊκή ηγεσία και αυτό έδωσε στην Αθήνα την ευκαιρία που είχε ελπίσει να έχει εξ αρχής: να διαμορφώνει τις δραστηριότητες της Συμμαχίας με γνώμονα το δικό της συμφέρον.
Μία από τις πρώτες επιδρομές που επιχείρησαν οι δυνάμεις της συμμαχίας ήταν να εκδιώξουν από την Ηιόνα*, στις εκβολές του ποταμού Στρυμώνα, μια στρατωνισμένη περσική φρουρά κατοχής. Η εκδίωξη των Περσών από τα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν αναμφισβήτητα από τους αρχικούς στόχους της Συμμαχίας, ωστόσο φαίνεται πως οι αθηναϊκές στρατιωτικές δυνάμεις συνέχισαν μαχόμενες ανοίγοντας δρόμο προς την ενδοχώρα, με την ελπίδα, η οποία αποδείχτηκε φρούδα, να ιδρύσουν μια αποικία σε μια περιοχή πλούσια σε ξυλεία. Σύντομα ύστερα από την προαναφερθείσα ενέργεια, μια εκκαθαριστική επιχείρηση για να απαλλαγεί το νησί της Σκύρου από πειρατές κατέληξε σε κάτι πολύ περισσότερο, όταν οι Αθηναίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί και υποδούλωσαν τους κατοίκους του. Η θέση του νησιού στο δρόμο των σιτηρών προς τον Ελλήσποντο ήταν, αναμφίβολα, η αιτία αυτής της κατάληψης. Ο αδίστακτος χαρακτήρας των ενεργειών των Αθηναίων έγινε σαφέστατος το 470 π.Χ., όταν το νησί της Νάξου επιχείρησε να εγκαταλείψει τη Συμμαχία και υποχρεώθηκε διά της βίας να επιστρέφει στους κόλπους της. Πέντε χρόνια αργότερα, μια άλλη νησιωτική πόλη-κράτος, η Θάσος, επιχείρησε να αποσκιρτήσει, λόγω μιας διαφωνίας γύρω από τους ορυκτούς και τους υλοτομικούς πόρους της, αλλά μετά από διετή πολιορκία, επανήλθε και πάλι υπό αθηναϊκή επιρροή. Οι αρχικοί στόχοι της συμμαχίας υλοποιήθηκαν περισσότερο άμεσα, όταν ο Κίμωνας κατέστρεφε έναν περσικό στόλο στον Ευρυμέδοντα Ποταμό (στην Παμφυλία), το 467 π.Χ. Η ποσότητα των λαφύρων ήταν τεράστια (περιελάμβαναν 20.000 δούλους). Ωστόσο. η συνολική εικόνα της Δηλιακής Συμμαχίας ήταν ότι οι δραστηριότητές της κινούνταν μέσα στο πλαίσιο τη; εξυπηρέτηση; αθηναϊκών συμφερόντων. Εμπορικοί δρόμοι παγιώθηκαν, αναζητήθηκαν πηγές ακατέργαστων πρώτων υλών, και οι αθηναϊκές δυνάμεις συνήθιζαν να συντρίβουν κάθε άλλη πόλη-κράτος που επιχειρούσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η πίστη τη; Αθήνα; στη δική τη; υπεροχή ω; η μόνη γνήσια ελληνική πόλη μεταφραζόταν σε μια ιδεολογία, η οποία νομιμοποιούσε το κυριαρχικό δικαίωμά της ως ηγεμονίδα;5.
Το 465 π.Χ., παρουσιάστηκε μια απόκλιση από τον πρωταρχικό στόχο της Αθήνας να ηγεμονεύσει στο Αιγαίο. Ένας καταστροφικός σεισμός στη Σπάρτη (καταστροφικός εν μέρει επειδή, πιθανόν, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί Σπαρτιάτες οπλίτες) συνοδεύτηκε από μια εξέγερση ειλώτων. Ο Κίμωνας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την κρίση αυτή για να παγιώσει τη Συμμαχία του με τη Σπάρτη. Συγκέντρωσε στην Αθήνα μια δύναμη 4.000 οπλιτών και ξεκίνησε για την Πελοπόννησο για να παράσχει βοήθεια στην καταστολή της εξέγερσης. Εντούτοις, μόλις οι οπλίτες έφτασαν εκεί, φάνηκαν να έχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το ρόλο τους στο να καταστείλουν και να καταπιέσουν συμπατριώτες Έλληνες, οπότε και οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν πίσω. Ήταν μια φοβερή ταπείνωση για τον Κίμωνα, ο οποίος εξορίστηκε από την πόλη του για δέκα χρόνια μέσα στη ζέση της αποκαλούμενης «δημοκρατικής επανάστασης» του 461 π.Χ. Το γεγονός αυτό μετατόπισε την ισνύ από του; αριστοκρατικούς θεσμούς ηγεσίας της πόλης προς τη λαϊκή συνέλευση, η οποία γίνεται τώρα το αθηναϊκό κέντρο παραγωγής πολιτικής. Ο ιθύνων νους πίσω από την επανάσταση αυτή ήταν ένα νεαρός αριστοκράτη;, ο Περικλής, και είναι αυτός ο οποίος γίνεται η δεσπόζουσα προσωπικότητα στην πόλη στα χρόνια που ακολουθούν.
Η δημοκρατική επανάσταση σήμαινε κατάλυση της συμμαχίας με τη Σπάρτη, γνωστή υπέρμαχο της ολιγαρχίας, και φίλη του έχοντα περιπέσει σε δυσμένεια Κίμωνα. Η αθηναϊκή εξωτερική πολιτική άλλαξε προσανατολισμό αμέσως για να περιορίσει το νέο εχθρό. Πρώτα, συνάφθηκε μια συμμαχία με την παλιά αντίπαλο της Σπάρτης, το Άργος. Κατόπιν, όταν η γειτονική πόλη των Μεγάρων ζήτησε βοήθεια από την Αθήνα για να αντιμετωπίσει τις φιλοδοξίες της Κορίνθου, οι Αθηναίοι απλώς έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα Μέγαρα και, έτσι, κέρδισαν τον έλεγχο πρόσβασης στον Ισθμό, τον οποίο θα έπρεπε να διασχίσει ο στρατός της Σπάρτης για να περάσει στην κεντρική Ελλάδα. Μια αντεπίθεση από την Κόρινθο κατατροπώθηκε και, έτσι, ξεκίνησε η ένταση μεταξύ της Αθήνας και της Κορίνθου, η οποία εξακολουθούσε να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στην Ελλάδα, γεγονός που επρόκειτο να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Το 458 π.Χ., το νησί της Αίγινας, ένας εμπορικός αντίπαλος αιώνων, πολιορκήθηκε και πειθαναγκάστηκε να ενωθεί με τη Συμμαχία.
Το ίδιο έτος οι Αθηναίοι συγκρούστηκαν απευθείας με τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες είχαν στείλει βόρεια μια στρατιωτική δύναμη για να στηρίξει τη μητέρα πόλη της Λωρίδας (προφανώς διά θαλάσσης, καθώς ο Ισθμός ήταν αποκλεισμένος), αλλά στην Αθήνα κυκλοφορούσαν φήμες ότι η δύναμη αυτή ενδιαφερόταν επίσης να συνεργαστεί με εντός Αθήνας συμπαθούντες της Σπάρτης, με σκοπό να ανατρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλης και να ξανακερδίσουν τη φιλία της φιλο-ολιγαρχικής Αθήνας. Οι Αθηναίοι δεν θέλησαν να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο και διέσχισαν τα σύνορα της Αττικής για να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες στην Τανάγρα. Οι Σπαρτιάτες μοιάζει να είχαν το επάνω χέρι κατά τη σύγκρουση, αλλά περιορίστηκαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους μετά τη μάχη. (Δεν εμφανίζονται ποτέ να είχαν σοβαρό ενδιαφέρον να επιτεθούν στην Αθήνα.) Έτσι η Αθήνα έμεινε ελεύθερη να συνεχίσει και να καταλάβει την πεδιάδα της Βοιωτίας, υποχρεώνοντας τις πόλεις της να συνάψουν συμμαχία μαζί της.
Η Αθήνα έδειχνε τώρα να έχει την υπεροχή στην κεντρική Ελλάδα όπως και στο Αιγαίο, αλλά η πόλη είχε υπερεκτιμήσει τα όρια αντοχής της. Η επεκτατική πολιτική του Κίμωνα στο Αιγαίο είχε υπάρξει επιτυχής, επειδή όλοι οι πόροι της πόλης είχαν διοχετευθεί σ’ αυτήν. Δεν μπορούσε να συνεχιστεί τώρα πλέον, που η Σπάρτη είχε καταστεί εχθρός. Αυτό έγινε σαφώς κατανοητό στην Αθήνα, το 454 π.Χ., όταν μια μεγάλη ναυτική δύναμη, πιθανόν άνω των 200 τριήρεων, οι οποίες είχαν σταλεί να βοηθήσουν μια αιγυπτιακή ανταρσία κατά της Περσίας το 459 π.Χ., υπέστη σοβαρή ήττα. Η αθηναϊκή πολεμική δραστηριότητα κατά της Περσίας και ταυτόχρονα κατά των πόλεων της κεντρικής Ελλάδας μοιάζει να ανακόπτεται αναγκαστικά. Μολονότι υπήρξε μια νίκη στην Κύπρο, το 451 π.Χ., εναντίον Κυπρίων και Φοινίκων, υποτελών της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Κίμωνας, ο οποίος είχε ανακληθεί από την εξορία για να ηγηθεί της στρατιωτικής επιχείρησης, πέθανε εκεί και ο θάνατός του σηματοδότησε την κατάρρευση της εκστρατείας εναντίον των Περσών. θα πρέπει να έδειχνε λογικό να συναφθεί ειρήνη με την Περσία. Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες, αλλά μια ειρηνευτική συμφωνία η αποκαλούμενη «Ειρήνη του Καλλία», φαίνεται ότι είχε γίνει περί το 449 π.Χ. και δεν υπήρξε μετωπική σύγκρουση με την Περσία για αρκετό διάστημα στη συ νέ γεια.
Η ειρήνη δεν έλυσε τα προβλήματα της Αθήνας. Το 446 π.Χ., ο έλεγχος της πόλης στην ηπειρωτική χώρα βρισκόταν επίσης εν κινδύνω. Η ήττα μιας αθηναϊκής στρατιωτικής δύναμης από μια προσωρινή συμμαχία πόλεων της Βοιωτίας στη μάχη της Κορώνειας έχει ως επακόλουθο την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας των πόλεων της. Οι Κορίνθιοι βοήθησαν τα Μέγαρα να αποδεσμευτούν από την αθηναϊκή ηγεμονία, ενόσω οι αθηναϊκές δυνάμεις ήταν απασχολημένες με το να καταστείλουν μια εξέγερση στην Εύβοια και μια σπαρτιατική δύναμη, ικανή τώρα να διασχίσει τον Ισθμό, κατάφερε ακόμη και να εισχωρήσει και να επιφέρει καταστροφές στην ίδια την Αττική. Η Σπάρτη είχε ανακτήσει την ελευθερία της να επιχειρεί στην ηπειρωτική χώρα και η Αθήνα υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη μαζί της το 446-5 π.Χ. Η Αθήνα εμφανίζεται να έχει υποσχεθεί να μη διατηρήσει τη συμμαχία της με το Άργος και να παραδώσει τα δύο λιμάνια των Μεγάρων. Συμφωνήθηκε ότι καμιά πλευρά δεν θα επιτίθετο άμεσα εναντίον της άλλης, χωρίς πρώτα να αναζητηθεί επιδιαιτησία. (Αυτή η περίοδος περιστασιακών μόνον αψιμαχιών μεταξύ των δύο δυνάμεων και των συμμάχων τους είναι γνωστή ως «Α΄ Πελοποννησιακός Πόλεμος».)
Παρότι η Αθήνα εμφανίστηκε ως η ηττημένη του πολέμου, η συμφωνία αυτή υποδηλώνει ότι η Σπάρτη αποδέχτηκε την κυριαρχία της στο Αιγαίο. Σε κατάσταση ειρήνης τόσο με την Περσία όσο και τη Σπάρτη, η Αθήνα μπορούσε τώρα να επικεντρωθεί στα άμεσα ενδιαφέροντά της στο Αιγαίο και το έπραξε αυτό με μεγάλη αποφασιστικότητα. Ο αντίκτυπος του σοκ από την ήττα στην Αίγυπτο είχε οδηγήσει στη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στην Αθήνα. Η Αθήνα ως ηγεμονίδα ήταν τώρα σε θέση να συλλέγει άμεσα τους φόρους υποτελείας και μέρος των χρημάτων του ταμείου αυτού διοχετεύθηκε χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς στα μεγάλα οικοδομικά σχέδια της πόλη; τη; δεκαετία; του 440 π.Χ. Πολλοί από αυτούς τους καταλόγους εισφορών (εγχάρακτοι σε πέτρινες πινακίδες) διασώθηκαν και ο αριθμός των κρατών που συνεισέφεραν, καθώς και οι συνολικές καταβολές τους μπορούν να υπολογιστούν. Δείχνουν τη μετατόπιση της αθηναϊκής ενέργειας μετά τη σύναψη συμφωνίας ανακωχής με την Περσία. Οι φόροι συνελέγησαν καθ’ ολοκληρίαν το 449 π.Χ., ενώ την επόμενη χρονιά το ποσό των φόρων που συνελέγησαν ήταν μηδενικό. Το 447 π.Χ. οι πληρωμές ξαναρχίζουν, αλλά τό σύνολο των εισπράξεων είναι μικρότερο του ποσού που είχε συλλεγεί το 449 π.Χ., Το 446 π.Χ. συγκεντρώθηκε ολόκληρο το «οφειλόμενο» ποσό. Τα νούμερα μπορούν να αναγνωστούν ως υποδηλώνοντα ότι, μετά την ειρήνη με την Περσία, μέλη της Συμμαχίας θεώρησαν ότι μπορούσαν να σταματήσουν να πληρώνουν οτιδήποτε στη Συμμαχία (448 π.Χ.), αλλά ότι, μέσα σε δύο χρόνια, η Αθήνα τα είχε υποχρεώσει και πάλι να καταβάλουν απευθείας στην πόλη τα αρχικά ορισθέντα ποσά. Δεν γίνεται τώρα πλέον καμιά αναφορά περί συμμαχίας. Αντίθετα, υπάρχει μια πηγή της δεκαετίας του 440 π.Χ. η οποία μιλά για «τις πόλεις τις οποίες ελέγχουν οι Αθηναίοι». Το 446 π.Χ., όταν καθυποτάχθηκε η ευβοϊκή πόλη της Χαλκίδας, η τελευταία υποσχέθηκε πίστη στην Αθήνα και μόνο, χωρίς καμιά απολύτως μνεία της Συμμαχίας. Το συμβούλιο της Συμμαχίας σταμάτησε να συνέρχεται εκείνα τα χρόνια. Μια συμμαχία υποτιθέμενα ίσων και ανεξάρτητων κρατών (αν και στην πράξη ουδέποτε υπήρξε κάτι τέτοιο) είχε μεταμορφωθεί σε μια αθηναϊκή αυτοκρατορία.
Ο σκοπός αυτής της αυτοκρατορίας6, τώρα που η Περσική Αυτοκρατορία είχε αδρανοποιηθεί, ή\αν να διατηρήσει την οικονομική, πολιτισμική και πολιτική υπεροχή της Αθήνας. Η Αθήνα προσέγγισε την επιδίωξή της αυτή με κάτι από τη ζέση Αμερικανών μαχητών του Ψυχρού Πολέμου, τη δεκαετία του 1950, στα μέσα του 20ού αιώνα. Ο Θουκυδίδης παραθέτει τα λόγια του πολιτικού της πόλης Περικλή: «Εμπνέουμε τώρα δέος και θα συνεχίσουμε και στο μέλλον [... ] γιατί υποχρεώσαμε κάθε θάλασσα και κάθε ξηρά να δώσουν πρόσβαση στην τόλμη μας' και έχουμε αφήσει σε κάθε τόπο παντοτινά μνημεία του κακού που επιφέραμε στους εχθρούς μας και του καλού που κάναμε στους φίλους μας». Όπως στις περισσότερες αυτοκρατορίες, οι μέθοδοι άσκησης ελέγχου από την αυτοκρατορική δύναμη ποίκιλαν από σχετικά ήπιες και διακριτικές μέχρι κτηνώδεις. Μια από κοινού αίσθηση συναδελφοσύνης διατηρήθηκε μέσω της αθηναϊκής επιμονής ότι όλες οι υποτελείς πόλεις, όχι μόνον οι ιωνικές, όφειλαν να προσέρχονται στον εορτασμό των Μεγάλων Παναθηναίων, προσκομίζοντας μία αγελάδα και μία πανοπλία και συμμετέχοντας στη σχετική πομπή. Ένα αθηναϊκό διάταγμα υποχρέωσε την πόλη της Βρέα στη Θράκη (η οποία ήταν στην πραγματικότητα μια εδραιωμένη αθηναϊκή αποικία) να φέρνει ένα ομοίωμα φαλλού και πολίτες της να παρελαύνουν με αυτό κάθε χρόνο στην πομπή της γιορτής του Διονύσου.
Είναι δύσκολο να αναπλάσει κανείς την ατμόσφαιρα της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας και τις δυνάμεις οι οποίες την κρατούσαν αρραγή. Υπήρχε αναμφισβήτητα ένα στοιχείο εξαναγκασμού στον ασκούμενο έλεγχο της Αθήνας. Υποβόσκουσα απώτερη επιδίωξη της αθηναϊκής ηγεμονίας ήταν η καταβολή φόρου υποτελείας, όπως είχε διαμορφωθεί πλέον ο χαρακτήρας της συνεισφοράς στους πόρους της κοινής Συμμαχίας. Τα ποσά καθορίζονταν επισήμως, τριάντα τάλαντα ετησίως για μια εύπορη πόλη-κράτος, όπως η Θάσος, για παράδειγμα. Τα ποσά αυτά δεν ήταν υπερβολικά (τριάντα τάλαντα αρκούσαν για την πληρωμή των ανδρών ενός στόλου 20 τριήρεων επί τρεις μήνες) και παρέχονταν συχνά κατ’ εξαίρεση απαλλαγές για να εξαγορασθεί η πίστη μιας πόλης σε περίοδο κρίσης ή ως αντάλλαγμα για να επιτραπεί η εγκατάσταση μιας αθηναϊκής στρατιωτικής φρουράς, αλλά ο φόρος υποτελείας εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται με δυσφορία ως ένα σύμβολο της αθηναϊκής ισχύος. Επιθεωρητές (επίσκοποι) συνέλεγαν τα χρήματα κάθε χρόνο, τα σφράγιζαν με τα διακριτικά στοιχεία της αντίστοιχης πόλης, και κατόπιν τα κατέθεταν στη Βουλή των Πεντακοσίων στην Αθήνα. Επιβεβαίωση ότι κάθε «υποκείμενη» πόλη έχει πληρώσει, ή ότι παρέλειψε να πληρώσει, γινόταν μια φορά το χρόνο σε μια συνάντηση της Εκκλησίας του Δήμου7.
Στις ίδιες τις «υπήκοες» πόλεις, τα αθηναϊκά ενδιαφέροντα αντιπροσωπεύονταν από έναν πρόξενο, έναν εξέχοντα πολίτη της συγκεκριμένης πόλης, ο οποίος συμφωνούσε να ενεργεί για λογαριασμό των Αθηναίων οι οποίοι την επισκέπτονταν, να τους εκπροσωπεί στο δικαστήριο, αν παρίστατο ανάγκη και ούτω καθεξής (από εδώ προέρχεται και η αγγλική λέξη proxy*). Ορισμένοι ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να επιχειρούν να επηρεάσουν τις υποθέσεις της πόλης τους προς όφελος της Αθήνας. Ήταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Ενώ ένας πρόξενος μπορούσε να διαθέτει κύρος στα μάτια της Αθήνας (και να αναγνωρίζεται ο ρόλος του με ειδικό ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου, στα μάτια των συμπολιτών του θεωρείτο συχνά ως δωσίλογος συνεργάτης του εχθρού. Ένας πρόξενος, ο Πειθίας της Κέρκυρας, οδηγήθηκε σε δίκη από τους συντοπίτες του με την κατηγορία ότι τους υποδούλωσε στην Αθήνα. Αργότερα τον λιντσάρισαν.
Μια πολύ πιο επεκτατική μορφή ελέγχου ήταν η κληρουχία. Ένας κληρούχος ήταν ένας Αθηναίος πολίτης στον οποίο επιτρεπόταν να εγκατασταθεί στο «εξωτερικό», χωρίς να χάσει την ιθαγένεια και τα πολιτικά του δικαιώματα στη γενέτειρά του. Οι κληρουχίες ήταν αποικίες που εγκαθίσταντο σε εδάφη τα οποία καταλαμβάνονταν γι’ αυτόν το σκοπό, ενίοτε από πόλεις οι οποίες είχαν στασιάσει. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η πόλη της Ιστιαίας στην Εύβοια, ένας σημαντικός σταθμός έλεγχου και στρατιωτικής ανασυγκρότησης καθ’ οδόν προς τον Ελλήσποντο, η οποία στασίασε μαζί με άλλες ευβοϊκές πόλεις το 446 π.Χ. Η περιοχή της πόλης ξεκαθαρίστηκε τελείως από τους κατοίκους της και, στη συνέχεια, επανοικήθηκε με την εκεί εγκατάσταση Αθηναίων αποίκων. Οι κληρουχίες αυτέ; μπορούσαν να χρησιμοποιούνται cog αθηναϊκές στρατιωτικές βάσεις αλλά ήταν επίσης και ένας τρόπος εγκατάστασης φτωχότερων Αθηναίων πολιτών εκτός Αθήνας - ορισμένες κληρουχίες σχηματίστηκαν μόνον από ακτήμονες ή φτωχότερες ομάδες πολιτών. Εδώ, οι κοινωνικές ανάγκες μιας πληθυσμιακά ιδιαίτερα κοσμοβριθούς πόλης και ot στρατηγικές απαιτήσεις για τη διατήρηση μιας εκτός Αθήνας παρουσίας συνέπιπταν απολύτως. Ο Τζ. Κ. Ντέιβις (J.K. Davies) διευρύνει την ανάλυσή του μέχρι σημείου να πει ότι, ουσιαστικά, «η αθηναϊκή παρουσία στο Αιγαίο συνίσταται σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη καταπάτηση και αρπαγή γης, η \οποία υλοποιήθηκε και προστατεύθηκε από αθηναϊκές ναυτικές δυνάμεις, προς όφελος Αθηναίων πολιτών όλων των κοινωνικών τάξεων».
Μολονότι η Αθήνα δύσκολα μπορούσε ,να θεωρηθεί μια τόσο «εκμεταλλευτική» ηγεμονίδα όσο κάποιες μεταγενέστερες αυτοκρατορίες (οι Ρωμαίοι, στη χειρότερη έκφανση της επεκτατικής πολιτικής τους υπήρξαν αποτρόπαιοι άρπαγες των αυτοκρατορικών κτήσεών τους), δεν έπαυε ωστόσο να είναι μια αυτοκρατορία που λειτουργούσε με γνώμονα τα ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα της Αθήνας. Ένα διάταγμα (πιθανόν των αργών της δεκαετίας του 440 π.Χ.) επιβάλλει σε όλες τις υποτελείς πόλεις της αυτοκρατορίας να χρησιμοποιούν αθηναϊκά νομίσματα, μέτρα, και σταθμά και απαγορεύει την κοπή δικών τους νομισμάτων. Το διάταγμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύμβολο της αθηναϊκής κυριαρχικής επιβολής, αλλά έχει επίσης και το πρακτικό αποτέλεσμα να κάνει ευκολότερη την καταβολή του φόρου υποτελείας. Υπάρχουν ακόμη στοιχεία που μαρτυρούν πως όταν όλα τα διάφορα νομίσματα με τα οποία είχαν πληρωθεί οι εισφορές στο συμμαχικό ταμείο στο πλαίσιο της Δηλιακής Συμμαχίας μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, τα έλιωσαν και τα ξαναέκοψαν ως αθηναϊκά νομίσματα, ώστε να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για να πληρωθούν κωπηλάτες, αξιωματούχοι, και μισθοφόροι.
Καθώς τα προβλήματα με αρχικά μέλη της αυτοκρατορίας είχαν επιλυθεί, η Αθήνα επιχείρησε να επεκταθεί περαιτέρω, ώστε να ενισχύσει τα οικονομικά της. Τα οικονομικά της ενδιαφέροντα είχαν διευρυνθεί κατά πολύ, καθώς αυξάνονταν οι ανάγκες της πόλης για ακατέργαστες πρώτες ύλες. Το 437 π.Χ., μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, μια αποικία, η Αμφίπολη, εδραιώθηκε εντέλει στον ποταμό Στρυμώνα. Βρισκόταν στον παράκτιο δρόμο προς τον Ελλήσποντο και, ως εκ τούτου, είχε στρατηγική αξία, αλλά χρησίμευε επίσης ως διαμετακομιστικό εμπορικό κέντρο για αγαθά τα οποία έρχονταν από τον ποταμό, για χρυσό και ασήμι από τα μεταλλεία του Παγγαίου Όρους και για ξυλεία. Αποτελούμενη από έναν ανάμεικτο πληθυσμό (Αθηναίους και άλλους) περίπου 10.000 αποίκων, κατέληξε να έχει την ίδια περίπου συναισθηματική και εμπορική σημασία για τους Αθηναίους, όπως η Σιγκαπούρη για τους Βρετανούς. Λίγο αργότερα, η πραγματικότητα της αθηναϊκής ισχύος έγινε πλήρως αντιληπτή από τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, όταν ο Περικλής οδήγησε ένα ναυτικό στόλο κατά μήκος των παραλίων της. Μια ένδειξη των διευρυνόμενων αθηναϊκών ενδιαφερόντων και συμφερόντων παρουσιάστηκε με την εγκατάσταση μιας αθηναϊκής αποικίας στους Θούριους, στη νότια Ιταλία, το 443 π.Χ.
Εντούτοις, υπήρχε πάντοτε μια θεμελιώδης στρατηγική αδυναμία της αυτοκρατορίας: μια συντονισμένη εξέγερση θα ήταν αδύνατον να κατασταλεί, ιδιαίτερα αν εμπλέκονταν σ’ αυτή διάσπαρτες πόλεις. Κατά πρώτον, η καταστολή κόστιζε ακριβά. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η τριετής πολιορκία της Ποτίδαιας και ορισμένων γειτονικών της πόλεων (432-0 π.Χ.), κόστισε περίπου δύο χιλιάδες τάλαντα ή, περίπου, εξακόσια πενήντα τάλαντα το χρόνο. Η ετήσια πρόσοδος από τους φόρους υποτελείας από ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν μόνον εξακόσια τάλαντα (αν και συγκεντρώνονταν τουλάχιστον άλλα τόσα από διαφορετικές πηγές). Η αδυναμία, ωστόσο, αποτελεσματικής ανταπόκρισης στην εξέγερση της Ποτίδαιας, θα είχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα στασιαστικές εκρήξεις σε άλλες περιοχές και σε σύντομο χρονικό διάστημα τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Αν στασίαζαν οι μεγαλύτερες πόλεις, υπήρχε πραγματικό πρόβλημα. Το 440 π.Χ., για παράδειγμα, η Σάμος, μια σημαντική πόλη-κράτος με μεγάλη ναυτική δύναμη, εξεγέρθηκε. Η Αθήνα κατέστειλε την εξέγερση αυτή, αλλά μόνο ως συγκυριακό αποτέλεσμα ενός αριθμού ευτυχών συμπτώσεων: οι Πέρσες δεν τη θεώρησαν ως μια ευκαιρία αντεπίθεσης και ότι η Λέσβος και η Χίος αποφάσισαν να στείλουν επαρκή αριθμό πλοίων για να στηρίξουν την Αθήνα. Εν ολίγοις, ο αθηναϊκός έλεγχος ήταν ηγετικά επισφαλής και πολύ πιο ευάλωτο; απ’ όσο φαινόταν. Ο Περικλής, οποίος δεν έτρεφε αυταπάτες περί τη; θέση; τη; πόλη; του, διέκρινε την παγίδα στην οποία ήταν πιασμένη η Αθήνα. «Τώρα πλέον η αυτοκρατορία που κατέχετε μοιάζει με τυραννία», είπε στου; Αθηναίου; οι οποίοι είχαν συρρεύσει στην πόλη με την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.)· «μπορεί να δείχνει λάθος που τη δημιουργήσατε, αλλά είναι σίγουρα επικίνδυνο να την αφήσετε να διαλυθεί γιατί είστε μισητοί σ’ εκείνους τους οποίους εξουσιάσατε».
Εντούτοις, παρ’ όλες αυτές τις παρενοχλήσεις, η αθηναϊκή αυτοκρατορία επέζησε μέχρι την ήττα της πόλης από τη Σπάρτη, το 404 π.Χ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι υπήρχαν υποκείμενα οφέλη τα οποία αντιστάθμιζαν τις απαιτήσεις. Είναι πιθανόν ότι η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς της Περσίας και, ενδεχομένως, η απειλή επίθεσης από άλλες πόλεις να βοήθησε τις υποτελείς πόλεις να συγκατατεθούν στον αθηναϊκό έλεγχο. Η Αθήνα δείχνει επίσης να είχε χρησιμοποιήσει τη δημοκρατική ιδεολογία της για να προσφύγει στους δήμους των πόλεων στρέφοντάς τους ενάντια στις ολιγαρχίες που διοικούσαν τις περισσότερες εξ αυτών. Τα υπάρχοντα στοιχεία, αν και πολύ αποσπασματικά, μαρτυρούν ότι εν δυνάμει εξεγέρσεις υποκινούμενες από ολιγαρχικούς ηγέτες κατά της Αθήνας αποσοβήθηκαν από την άρνηση φιλο-Αθηναίων δημοκρατών να συμμετάσχουν σ’ αυτές. (Αυτός, ενδεχομένως, να υπήρξε ένας ακόμη λόγος για την ήττα της ολιγαρχικής ηγεσίας στη Σάμο.)
Ενδεχομένως, η μεγαλύτερη απειλή για την αυτοκρατορία να προερχόταν από τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης εκ των έξω. Η επέκταση των αθηναϊκών συμφερόντων ήταν επόμενο να προκαλέσει την καχυποψία των ελεύθερων κρατών, ιδιαίτερα αυτών της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Όταν στασίασε η Σάμος, τα μέλη της Συμμαχίας συνήλθαν για να συσκεφθούν περί του αν θα έπρεπε να μεσολαβήσουν για να ενισχύσουν το νησί. Το σπαρτιατικό συμβούλιο ψήφισε υπέρ του πολέμου, αλλά ο συνασπισμός ως σύνολο συγκρατήθηκε από μια αρνητική ψήφο της Κορίνθου, η οποία ήταν απρόθυμη να στηρίξει μια εξέγερση τόσο μακριά από τη Σπάρτη. Η στάση της Κορίνθου μεταβλήθηκε, καθώς οι Αθηναίοι εισέβαλαν με επιτεινόμενη θρασύτητα στα δυτικά. Το 433 π.Χ., οι Αθηναίοι προσέγγισαν την κορινθιακή αποικία της Κέρκυρας, ένα ζωτικό κέντρο ελέγχου και ανασυγκρότησης στρατιωτικών δυνάμεων καθ’ οδόν προς τη Δύση και το κράτος με το δεύτερο σε μέγεθος στόλο στην Ελλάδα, προσφέροντάς της την υποστήριξή τους προκειμένου να αποσπαστεί από την Κόρινθο. Ένας μικρός αθηναϊκός στόλος, αποτελούμε- νος από 10 τριήρεις, συγκρούσθηκε πράγματι με τον κορινθιακό στόλο, ο οποίος υποχώρησε όταν πρόσθετες αθηναϊκές δυνάμεις έφτασαν ως ενίσχυση. Οι Αθηναίοι είχαν προασπίσει την Κέρκυρα, ωστόσο τώρα υπήρχε πλέον μια ανοιχτή εχθρική αντιπαράθεση μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Προβλήματα ανεφύησαν στη συνέχεια στην κορινθιακή αποικία της Ποτίδαιας, η οποία ήταν μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας και, ως εκ τούτου, είχε απορροφηθεί στην αθηναϊκή αυτοκρατορία. Η Αθήνα ανησυχούσε για την πίστη της πόλης απέναντι της και απαίτησε την απόλυση των Κορίνθιων δικαστικών αξιωματούχων της. Οι Ποτιδαιάτες απευθύνθηκαν, όπως ήταν επόμενο, για βοήθεια στην Κόρινθο και στη Σπάρτη και τότε ξέσπασε μια ανταρσία στην οποία συνενώθηκαν αρκετοί από τους γείτονές τους (432 π.Χ.). Συνολικά, χρειάστηκε να σταλούν 70 αθηναϊκές τριήρεις, με σκοπό να κατασταλεί η εξέγερση, ενώ οι Κορίνθιοι ανταπέδωσαν στέλνοντας μια δύναμη 2.000 οπλιτών. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να εμπλακούν σε μια τρίχρονη πολιορκία.
Τα προαναφερθέντα γεγονότα αποτελούσαν συμπτώματα μιας κατάστασης που ολοένα επιδεικνυόταν. Η Κόρινθος ήταν τώρα σε πλήρη αντίθεση με την Αθήνα και οδηγούνταν προς την πλευρά της Σπάρτης, η οποία, όπως καθιστά σαφές ο Θουκυδίδης, κόχλαζε από δυσφορία για τη συνεχιζόμενη αθηναϊκή επέκταση την οποία, από μόνη της, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να την αποτρέψει. Εδώ, επιτέλους, παρουσιαζόταν μια ευκαιρία για εκδίκηση. Οι αθηναϊκές δυνάμεις βρίσκονταν στην Ποτίδαια, ο κορινθιακός στόλος ήταν διαθέσιμος, και παρεχόταν στήριξη από τα στρατηγικής θέσης Μέγαρα, τα οποία έδειχναν να έχουν υποστεί ένα είδος εμπορικού αποκλεισμού από την Αθήνα. Η Σπάρτη μπορούσε πλέον να εμφανιστεί ως απελευθερώτρια των υποτελών πόλεων της αυτοκρατορίας. Όλα αυτά ήταν παράγοντες οι οποίοι ανέτρεψαν την υφιστάμενη ισορροπία. Ωστόσο, έπρεπε να δημιουργηθεί μια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας, και αυτό επιτεύχθηκε με τη Σπάρτη να ενθαρρύνει τη Θήβα, μία από τις συμμάχους της, να επιτεθεί εναντίον των Πλαταιών, σύμμαχο της Αθήνας ήδη από τις ένδοξες ημέρες του Μαραθώνα. Η παραβίαση των ιερών κανόνων που διείπαν τις πολεμικές αναμετρήσεις ήταν κατάφωρη, ωστόσο εκτόνωσε την ένταση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-4 π.Χ.), ουσιαστικά ο δεύτερος Πόλεμος με το ίδιο όνομα, είχε ξεκινήσει.
Υπάρχει μια εξαίρετη, σύγχρονη της εποχής, Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, γραμμένη από το Θουκυδίδη, έναν Αθηναίο αριστοκράτη ο οποίος συνδεόταν με την οικογένεια του Κίμωνα. Ο Θουκυδίδης είχε βρεθεί στο επίκεντρο των γεγονότων, έχοντας επιζήσει ο ίδιος του καταστροφικού λοιμού του 430 π.Χ. στην Αθήνα και όντας στρατηγός στο βόρειο Αιγαίο το 424 π.Χ. Όταν απέτυχε να σώσει το εμπορικό κέντρο της Αμφίπολης από τους Σπαρτιάτες το ίδιο εκείνο έτος, εκτοπίστηκε και πέρασε είκοσι χρόνια εξόριστος μέχρι το θάνατό του εκτός Αθήνας8. Διατηρούσε σχετικές επαφές, αλλά τώρα ήταν ελεύθερος να ταξιδέψει στην Πελοπόννησο και να συλλέξει στοιχεία για την Ιστορία του Πολέμου από τη σπαρτιατική πλευρά. Η ιστορική καταγραφή του, την εποχή που πέθανε ο ίδιος περί το 400 π.Χ., είχε φτάσει μέχρι το έτος 411 π.Χ.
Μόλις άρχισε ο Πόλεμος, ο Θουκυδίδης συνειδητοποίησε αμέσως τη σημασία του σε σχέση με προγενέστερους πολέμους της ελληνικής Ιστορίας (είχε δίκιο· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν για την ελληνική Ιστορία ό,τι ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος για την ευρωπαϊκή) και αποφάσισε να γράψει μια τεκμηριωμένη Ιστορία των γεγονότων, καθώς αυτά εξελίσσονταν. Έπαιρνε σοβαρά τον εαυτό του και την τέχνη του9, αντιδιαστέλλοντας τον εαυτό του από τον Ηρόδοτο, τον οποίο «χλεύαζε» για την ελευθεριάζουσα χρήση πηγών και ανακριβειών. Ο ίδιος, επέμενε, ήταν ένας ιστορικό; διαφορετικού διαμετρήματος καταγράφοντας αυτό που συνέβη πραγματικά, όχι ως ένας ποιητής (και ένας Ηρόδοτος) που προσπαθεί να «αιχμαλωτίσει τα συναισθήματα του αναγνώστη, αλλά ως κάποιος που λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, καταγράφοντας πραγματικά γεγονότα μιας και διά παντός. Η δική του είναι μια πολύ πιο αυστηρά ελεγχόμενη ιστορική αφήγηση από αυτήν του Ηρόδοτου, πολύ πιο επιστημονική στην προσέγγισή της και εστιάζει με ακρίβεια στο θέμα της. Εδώ, δεν υπάρχει καμία από τις γεμάτες χρώμα αφηγηματικές παρεκβάσεις του Ηρόδοτου. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η δουλειά του Θουκυδίδη στερείται συναισθηματικής δύναμης και αντίκτυπου, όπως ανακαλύπτει κάθε αναγνώστης της ιδιαίτερα παραστατικής περιγραφής του φρικιαστικού τέλους της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία. Με τη διεισδυτικότητά του στον πυρήνα των ανθρώπινων κινήτρων, τη σταθερή ματιά του προσηλωμένη στη φρίκη του Πολέμου, την υπέροχη αφηγηματική του δύναμη, ο Θουκυδίδης αξιολογείται ως ένας από τους μείζονες ιστορικούς της Ευρώπης10 .
Γενικά, ο Θουκυδίδης θεωρείται αξιόπιστος σε ό,τι λέει και η αλήθεια και ακρίβεια των γραφομένων του έχουν γίνει, σε γενικές γραμμές, αποδεκτές. Δεν θα πρέπει πάντως να αποκρύπτεται το γεγονός ότι αυτά τα οποία επέλεξε να περιγράφει ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικά (και καθώς άλλες πηγές περί του Πολέμου, μεταξύ αυτών και σχετικά επιγράμματα, συνεχίζουν να αποκαλύπτονται, δημιουργείται μια ολοένα αυξανόμενη αμφισβήτηση της ακρίβειας των γραπτών του). Αντίθετα με τον Ηρόδοτο, για παράδειγμα, ο Θουκυδίδης δεν ενδιαφέρεται για το πολιτισμικό υπόβαθρο των κοινωνιών οι οποίες συμμετείχαν στον Πόλεμο, ούτε, όπως θα έκανε ένας μοντέρνος ιστορικός, για το πώς κάθε πλευρά εξασφάλιζε πόρους για να τον διεξάγει. Είναι περισσότερο αυτά καθαυτά τα γεγονότα του Πολέμου που τον ενδιαφέρουν. Μολονότι ο Θουκυδίδης δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει όταν άρχισε να γράφει, τα γεγονότα αυτά απηύθυναν το δικό τους μήνυμα. Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι η ιστορία ταπείνωσης της Αθήνας, κυρίως ως αποτέλεσμα των δικών της παραπτωμάτων. Ορισμένοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης διαμόρφωσε εσκεμμένα την αφήγησή του έτσι, τονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η βαναυσότητα και αλαζονεία που επέδειξαν οι Αθηναίοι στο σφαγιασμό των ανδρών της Μήλου, ενός νησιού με φιλο-σπαρτιατικές συμπάθειες το 416 π.Χ., ή το σχέδιο κατάληψης ολόκληρης της Σικελίας, για παράδειγμα, «ξεπληρώθηκαν» από τη συντριβή της ίδιας της πόλη; (με τον ίδιο τρόπο που ο δραματουργός Αισχύλος υποστήριζε ότι η αλαζονεία του Πέρση βασιλιά Ξέρξη προσέβαλε του; θεού; και γι’ αυτήν του την ύβριν τιμωρήθηκε από αυτού; μέσω της εξευτελιστικής ήττας του). Ενδεχομένως να υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό αλλά, κατά βάση, ο Θουκυδίδης ήταν δέσμιος των εκτυλισσόμενων γεγονότων. Η αφήγησή του ήταν εξαρτημένη από όσα συνέβαιναν πραγματικά γύρω του.
Αυτό που δείχνει να συναρπάζει τον Θουκυδίδη δεν ήταν απλώς και μόνο τα γεγονότα του Πολέμου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι ανθρώπινες υπάρξεις αντιδρούσαν στις πιέσεις τις οποίες προκαλούσαν αυτά τα γεγονότα. Εδώ, ο Θουκυδίδης συμμερίστηκε μια από τις ανησυχίες της εποχής του, το έντονο κριτικό ενδιαφέρον απέναντι στην ανθρώπινη φύση. Από τι εξαρτάτο ο τρόπος συμπεριφοράς των ανθρώπινων όντων; Υπήρχαν ανθρώπινα ένστικτα τα οποία ήταν ευρέως αναγνωρίσιμα και εγγενή σε κάθε κοινωνία ή η κοινωνία ήταν αυτή η οποία διαμόρφωνε τη συμπεριφορά μέσω συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς και εθίμων; Ήταν προβλέψιμος ο τρόπος εκδήλωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως έδειχναν να είναι ποικίλα φυσικά φαινόμενα; Οι απαντήσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να βρεθούν μέσω παρατήρησης και, υπ’ αυτή την άποψη, η αποστασιοποιημένη αφήγηση του Θουκυδίδη ενεργεί ως εργαστήριο ανατομίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η περιγραφή των ανθρώπινων όντων από τον Θουκυδίδη είναι διανθισμένη με κυνισμό: «Και τόσα. πολλά τρομερά πράγματα συνέβησαν σε πόλεις λόγω εμφύλιας σύγκρουσης, πράγματα τα οποία συμβαίνουν και πάντα θα συμβαίνουν, εφόσον η φύση των ανθρώπων είναι η ίδια»·, έτσι ξεκινά την ανάλυσή του για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα. Γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς στοχαστές του 5ου αιώνα π.Χ., οι ανθρώπινες υπάρξεις υπάρχουν αυτόνομα, ανεξάρτητες από κάθε θεϊκή ή ηθική δύναμη και δρουν με ιδιοτέλεια, συχνά με απόλυτη έλλειψη κάθε ηθικού ενδοιασμού και αναστολής. «Οι ισχυροί κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, οι αδύναμοι αποδέχονται ό,τι πρέπει να αποδεχτούν», λέει ένας Αθηναίος αντιπρόσωπος, καθώς επιβάλλει τη θέληση της πόλης του στους κατοίκους της Μήλου, μέσω σφαγιασμού του ανδρικού πληθυσμού και υποδούλωσης των γυναικόπαιδών της. Εκείνοι που διαθέτουν ισχύ οικοδομούν τον κόσμο με τον τρόπο που επιθυμούν οι ίδιοι. Ο πραγματισμός υπερισχύει κάθε αίσθησης ηθικότητας ή τίμιου παιχνιδιού. Όταν οι άνδρες των Πλαταιών παραδίδονται στους Σπαρτιάτες το 427 π.Χ., εκτελούνται, αποκλειστικά, φαίνεται, για να εντυπωσιαστεί η σύμμαχος της Σπάρτης, η Θήβα. Η θηριωδία τρέφει τη θηριωδία, όπως στον εμφύλιο πόλεμο του 427 π.Χ. στην Κέρκυρα, όταν οι αντιμαχόμενες φρατρίες της πόλης διαπράττουν αγριότητες που προκαλούν, ως αντίποινα, άλλες αγριότητες. Ο κόσμος του Θουκυδίδη είναι ένας ζοφερός κόσμος, ο οποίος γίνεται ακόμη ζοφερότερος από τη διεστραμμένη φύση του Πολέμου που περιγράφει. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ένας πόλεμος αμφίπλευρων φρικαλεοτήτων, ένας Πόλεμος στη διάρκεια του οποίου ολόκληρες πόλεις καταστράφηκαν και οι κάτοικοί τους εξανδραποδίστηκαν ή σφαγιάστηκαν.
Όταν ξεκίνησε ο Πόλεμος, το 431 π.Χ., ο Περικλής11 ήταν ήδη για περισσότερα από είκοσι χρόνια μια ηγετική πολιτική φυσιογνωμία στην Αθήνα, ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα σε μια πόλη την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της οποίας είχε μία ασταθής, ως προς τις αποφάσεις της, συνέλευση πολιτών. Είναι ο ήρωας του Θουκυδίδη και περιγράφεται ως έχων μια διορατική και ρεαλιστική ιδέα περί των δυνάμεων και αδυναμιών της πόλης του. Αυτό που ήταν θεμελιωδώς απαραίτητο, υποστήριζε ο Περικλής, ήταν να διατηρηθεί άθικτος ο στόλος, οι εμπορικοί δρόμοι ασφαλείς, και η σταθερότητα στην αυτοκρατορία. Τα Μακρά Τείχη, που οικοδομήθηκαν το 458 π.Χ. γύρω από την πόλη και επεκτάθηκαν νότια για να συμπεριλάβουν τον Πειραιά, την είχαν καταστήσει απόρθητη από ξηράς και της επέτρεπαν να εξασφαλίζει τις προμήθειες της διά θαλάσσης. Αυτό σήμαινε ότι η αττική ύπαιθρος μπορούσε να εγκαταλειφθεί χωρίς να χαθεί η ίδια η Αθήνα και ο Περικλής διέταξε όσους ζού- σαν εκεί να μεταφερθούν μέσα στην πόλη. Δεν υπάρχει καλύτερη μαρτυρία της ισχύος της κοινοτικής ζωής σε επίπεδο αθηναϊκών δήμων από τα πικρά παράπονα των χωρικών τα οποία επακολούθησαν. Δεν ήταν μόνο τα σπίτια και οι αγροί τους αυτά που είχαν εγκαταλείψει, αλλά η βαθιά ριζωμένη συμβατική αντίληψη περί ελληνικού πολέμου: «Ποτέ μην παραδώσεις αμαχητί μια περιοχή σε έναν εισβολέα». Περαιτέρω πιέσεις ήρθαν να προστεθούν, όταν ο λοιμός εξαπλώθηκε ραγδαία στην Αθήνα το 430 π.Χ., θανατώνοντας ίσως μέχρι και το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Αυτοί που είχαν έρθει μέσα στην πόλη και είχαν εγκατασταθεί σε στριμωγμένα και κοσμοβριθή παραπήγματα ήταν αυτοί που επλήγησαν περισσότερο. Ο Θουκυδίδης περιγράφει το λοιμό σε ένα από τα καλογραμμένα κομμάτια του, αναλύοντας τα συμπτώματα της πανώλης με επιστημονική ακρίβεια, αλλά μην κάνοντας καμιά προσπάθεια να κρύψει τη συναισθηματική καταστροφή την οποία επέφερε.
Ο Πόλεμος σύντομα οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Δεν φαινόταν να υπάρχει προφανής τρόπος για καμία από τις δύο πλευρές να διασφαλίσουν μια αποφασιστική νίκη. Η Αθήνα δεν διέθετε επαρκείς χερσαίες δυνάμεις για να νικήσει τη Σπάρτη, η Σπάρτη δεν διέθετε τις απαραίτητες ναυτικές δυνάμεις για να καταστρέψει την Αθήνα. Οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τακτικά την Αττική κατά τη δεκαετία του 420 π.Χ., αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουν να αποδυναμώσουν σοβαρά την πόλη κάνοντάς το αυτό. Οι Αθηναίοι αντεπιτίθονταν στην πελοποννησιακή ακτή. Μια αποτυχία του Περικλή να καταλάβει την Επίδαυρο (στη βορειοανατολική Πελοπόννησο), το 430 π.Χ., ήρθε να προστεθεί στις τεράστιες απογοητεύσεις που προκλήθηκαν από την αμυντική πολιτική του στο πάτριο έδαφος, και οδήγησε στο να του επιβληθεί πρόστιμο και να κηρυχθεί προσωρινά έκπτωτος του αξιώματος του. Αποκαταστάθηκε και πάλι στο αξίωμα του στρατηγού, και πέθανε το 429 π.Χ. Ο Θουκυδίδης σημειώνει ότι, μετά το θάνατο του Περικλή, η πολιτική διακυβέρνηση περιέπεσε στα χέρια περισσότερο αδίστακτων και άνευ ηθικών αναστολών ηγετών μη αριστοκρατικής προέλευσης και συνδέει το γεγονός αυτό με μια περισσότερο ευμετάβλητη εξωτερική πολιτική. Ο Κλέωνας, για παράδειγμα, ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου, έπεισε τη λαϊκή συνέλευση να διατάξει την εκτέλεση όλων των ανδρών της Μυτιλήνης και την υποδούλωση των γυναικοπαίδων της μετά την εξέγερση της πόλης το 428 π.Χ. (Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, η συνέλευση αναθεώρησε εντέλει την απόφασή της.) Εντούτοις, το 425 π.Χ., η Αθήνα γνώρισε μιαν αναπάντεχη καλοτυχία, όταν 292 Σπαρτιάτες* στο νησί της Σφακτηρίας, στα ανοιχτά της δυτικής Πελοποννήσου, αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν ως όμηροι στην Αθήνα. Μια τέτοια δημόσια «υποταγή» ήταν βαθύτατα ταπεινωτική για τη Σπάρτη και η απώλεια ακόμη και μιας τόσο μικρής δύναμης εξαίρετα εκπαιδευμένων άντρων ήταν σημαντική, όταν το ανθρώπινο δυναμικό της Σπάρτης μοιάζει να φθίνει. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, με την αθηναϊκή κατάληψη του νησιού των Κυθήρων, αρκετά κοντά στη Σπάρτη, ανάγκασαν τους Σπαρτιάτες να ανησυχούν ότι η εκεί αθηναϊκή παρουσία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια εξέγερση ειλώτων. (Αν η Αθήνα είχε επιλέξει ως προτεραιότητα της την πρόκληση μιας ανταρσίας ειλώτων, θα μπορούσε να έχει κερδίσει εύκολα τον Πόλεμο.) Η υπόληψη της Σπάρτης διασώθηκε μερικώς τον επόμενο χρόνο, όταν ένας Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Βρασίδας, ηγήθηκε μιας εκστρατείας στο βόρειο Αιγαίο και κατέλαβε την εμπορική πόλη της Αμφίπολης και αρκετές άλλες, πριν σκοτωθεί, το 422 π.Χ. (Ο Κλέωνας, ο οποίος ηγείτο της αθηναϊκής εκστρατείας εναντίον του σκοτώθηκε συγχρόνως και ο ίδιος.) Και οι δύο πλευρές ήταν τώρα ευτυχείς να συνάψουν μια συμφωνία ειρήνης (την Ειρήνη του Νικία, το 421 π.Χ.). Η Αμφίπολη επρόκειτο να επιστραφεί στην Αθήνα και τα Κύθηρα στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι θα επέστρεφαν, επίσης, στην πατρίδα τους. Η Σπάρτη είχε αποτύχει στην προσπάθειά της να αποσταθεροποιήσει την αθηναϊκή αυτοκρατορία, παρότι, προς μεγάλη οργή της Αθήνας, η Αμφίπολη - κατόπιν δολοπλοκίας των Σπαρτιατών - επέλεξε να παραμείνει ανεξάρτητη από την αυτοκρατορία.
Η συμφωνία ειρήνης, ωστόσο, δεν τηρήθηκε. Ο Θουκυδίδης ουδέποτε πίστεψε ότι η ειρήνη επρόκειτο να διαρκέσει' απλώς, υπήρχαν υπερβολικά πολλές εκκρεμότητες. Τίποτα, για παράδειγμα, δεν είχε γίνει για τα Μέγαρα ή την Κόρινθο, που είχαν απωλέσει αρκετά από τα κεκτημένα τους στο βόρειο Αιγαίο και στρέφονταν τώρα εναντίον της Σπάρτης, η οποία είχε αποτύχει να προστατέψει τα συμφέροντά τους. Ήδη το 418 π.Χ., η Αθήνα παρενέβαινε και πάλι στην Πελοπόννησο, εκμεταλλευόμενη την παραδοσιακή εχθρότητα του Άργους κατά της Σπάρτης, για να δημιουργήσει έναν αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό. (Το Άργος είχε κάνει μια τριανταετή ειρηνευτική συμφωνία με τη Σπάρτη η οποία τώρα πλέον είχε εκπνεύσει.) Η Σπάρτη έδειχνε να είναι καταδικασμένη, καθώς ο συνασπισμός στράφηκε εναντίον της. Οι Αθηναίοι θα μπορούσαν αυτή την περίοδο να έχουν συντρίψει τη Σπάρτη, αλλά έχασαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε. Μόνον 1.000 οπλίτες στάλθηκαν στην Πελοπόννησο, πολύ λίγοι σε σύγκριση με τους 4.000 άνδρες που είχε στρατολογήσει ο Περικλής για την εκστρατεία της Επιδαύρου το 430 π.Χ. Δεν ήταν αρκετοί. Ακόμη μια φορά, η σαφέστατη υπεροχή της στρατιωτικής εκπαίδευσης και τακτικής των οπλιτών της Σπάρτης φάνηκε καθαρά όταν, στη μάχη της Μαντίνειας, μια από τις μεγαλύτερες καταγραμμένες μάχες οπλιτών στην οποία ενεπλάκησαν περίπου 20.000 άνδρες, συνέτριψε τους εχθρούς της. Έτσι, οι Σπαρτιάτες πήραν εκδίκηση για την ταπείνωση της Σφακτηρίας και κατέστη σαφής εκ νέου η σπαρτιατική χερσαία υπεροχή. Η επιβίωση της Σπάρτης τη συγκεκριμένη στιγμή θα μπορούσε, εξεταζόμενη εκ των υστέρων, να θεωρηθεί ως το κομβικό σημείο μεταστροφής του Πολέμου (και, έτσι, η αποτυχία της Αθήνας να επιτεθεί εναντίον της με όλους τους διαθέσιμους άντρες να κριθεί ως μείζων εσφαλμένη εκτίμηση).
Ιθύνων νους πίσω από την αθηναϊκή εισβολή στην Πελοπόννησο ήταν ένας φλογερός αλλά αδίστακτος νεαρός αριστοκράτης, ο Αλκιβιάδης12· Ο Αλκιβιάδης επρόκειτο να αποδειχτεί ικανός στρατιώτης και επιδέξιος διπλωμάτης, αλλά τα χαρίσματά του αυτά υπερφαλαγγίζονταν από τον εγωκεντρισμό και την υπέρμετρη φιλοδοξία του. Πίστευε ότι η λαϊκή συνέλευση θα εντυπωσιαζόταν από τα πλούτη του, τα οποία ξόδευε με εμφανή επιδεικτικότατα, καθώς και από την πρόσφατη επιτυχία των δικών του ομάδων αρματοδρομίας οι οποίες συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάποιοι πολίτες αναμφίβολα εντυπωσιάστηκαν, ωστόσο άλλοι είχαν την αίσθηση ότι τέτοιου είδους επίδειξη σπατάλης δεν ταίριαζε σε μια δημοκρατική πόλη. Ο πολιτικός τον οποίο προτιμούσαν ήταν ο μεγαλύτερης ηλικίας και επιφυλακτικότερος Νικίας, ο οποίος ήταν ο πρωτεργάτης της ειρήνης του 421 π.Χ. με τη Σπάρτη. Οι δύο άνδρες ήρθαν σε ανοιχτή αντιπαράθεση μπροστά στη συνέλευση για του ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα στον Πόλεμο.
Αφορμή για επέκταση του Πολέμου στη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, πράγμα που επιζητούσε ο Αλκιβιάδης, αποτέλεσε η βοήθεια που είχε ζητήσει από την Αθήνα μια πόλη της Σικελίας, η Έγεστα (Segesta), εναντίον της γειτονικής πόλης του Σελινούντα, η οποία ήταν προστατευόμενη των Συρακουσών, της πλουσιότερης πόλης της Σικελίας (και αρχικά αποικίας της Κορίνθου). Η Αθήνα είχε ήδη αρχίσει να βολιδοσκοπεί το θέμα της επέκτασής της στα δυτικά' μια αποστολή είχε σταλεί να υποστηρίξει τους επονομαζόμενους «συμμάχους» της Αθήνας (ορισμένοι εξ αυτών ιωνικές αποικίες) στη Σικελία το 427 π.Χ., και η ευφορία του εδάφους του νησιού και της νότιας Ιταλίας ήταν πολύ γνωστή. Έτσι, η πιθανότητα να σταλεί μια αποστολή στη Σικελία για να υποστηρίξει ακόμη μια φορά τους εκεί «συμμάχους» της Αθήνας και για να εδραιώσει τους οικονομικούς δεσμούς της ήταν ελκυστική. Εντούτοις, ήταν δύσκολο να δει κανείς πώς μια τέτοια επιχείρηση θα βοηθούσε στο να ηττηθεί η Σπάρτη, εκτός κι αν αυτό γινόταν εμμέσως με το να αποκοπεί η προμήθεια σιτηρών από το νησί στην Πελοπόννησο. Μια περισσότερο επιφυλακτική προσέγγιση, αυτή πιθανόν που θα υιοθετούσε ο Περικλής, θα μπορούσε να είναι το να μη διακινδυνεύσουν οι Αθηναίοι καμία περαιτέρω διεύρυνση των συμφερόντων τους όσο η Αθήνα βρισκόταν ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση. Εντούτοις, μια πρόταση για την αποστολή μιας δύναμης 60 πλοίων έγινε αποδεκτή από τη λαϊκή συνέλευση. Ένας στόλος αυτού του μεγέθους μπορούσε να διατεθεί άνευ επιπτώσεων, ωστόσο, μερικές ημέρες αργότερα, σε μια παθιασμένη δημόσια συζήτηση στην οποία κυριάρχησε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος υπολόγιζε στην υποτιθέμενη ευκολία με την οποία θα μπορούσε να κυριευθεί η Σικελία και στον τεράστιο πλούτο που θα εισέρεε στην Αθήνα αν κυριευόταν, υιοθετήθηκε από μια συναισθηματικά φορτισμένη συνέλευση, ένα σχέδιο για την αποστολή πολύ μεγαλύτερης δύναμης. Ελάχιστα απασχόλησε τους Αθηναίους το πώς η Σικελία θα μπορούσε να «κρατηθεί» μετά την κατάληψή της, και, σημαντικότερο όλων, τι θα συνέβαινε αν αποτύγχανε η εκστρατεία. Εδώ, ο ισχυρισμός του Θουκυδίδη (ενισχυόμενος αναμφίβολα από τη δική του θεώρηση των πραγμάτων με οπτική αριστοκράτη), ότι οι δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις δεν ήταν πάντοτε οι καλύτεροι φορείς λήψης αποφάσεων, μοιάζει δικαιολογημένος.
Τρεις στρατηγοί ορίστηκαν για να ηγηθούν της εκστρατευτικής αποστολής, ο Αλκιβιάδης, ο πεπειραμένος Νικίας (ο οποίος, αν και αντίθετος πάντα στην αποστολή αυτή, δεν ήταν διατεθειμένος να απογοητεύσει την πόλη του αρνούμενος μια στρατηγία), και άλλος ένας άνδρας, ονόματι Λάμαχος, ο οποίος συμπεριλήφθηκε για να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στους δύο πολιτικούς αντιπάλους. Εκατόν τριάντα τέσσερις τριήρεις και 5.100 οπλίτες, 1.300 ψιλοί και 300 ιππείς ήταν έτοιμοι να αποπλεύσουν το καλοκαίρι του 415 π.Χ., αλλά η αναχώρηση της αποστολής αμαυρώθηκε όταν πολυάριθμες Ερμές, οι μαρμάρινες στήλες που έφεραν την κεφαλή του θεού Ερμή και έναν εν στύσει φαλλό και χρησίμευαν ως ορόσημα στην πόλη13, βρέθηκαν με τους φαλλούς (κανονικά ένδειξη καλής τύχης) ακρωτηριασμένους. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ποιος βρισκόταν πίσω από αυτόν το βανδαλισμό, αλλά η πόλη αναστατώθηκε από αυτή την εμπειρία και ο στόλος αναχώρησε, καθώς κατατρυχόταν από το δυσοίωνο περιστατικό.
Η αναφορά της σικελικής εκστρατείας θεωρείται το σημείο όπου κορυφώνεται το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη. Την τοποθετεί μετά το επεισόδιο κατά το οποίο οι κάτοικοι της Μήλου, μιας ουδέτερης σπαρτιατικής αποικίας στις Κυκλάδες, σφαγιάστηκαν από τους Αθηναίους, ενδεχομένως για να τονίσει το γεγονός ότι η Αθήνα άξιζε την πανωλεθρία που υπέστη στη Σικελία. Και ήταν όντως πανωλεθρία. Ο στόλος κατέπλευσε και βρήκε ελάχιστη υποστήριξη από τους Σικελούς. (Οι σύμμαχοι της Αθήνας στη Σικελία υπερεκτιμούσαν τους διαθέσιμους πόρους τους, προκειμένου να ελκύσουν την υποστήριξή της.) Πολύ γρήγορα κατέστη σαφές ότι η οποιαδήποτε επιτυχία εξαρτιόταν από την κατάληψη των Συρακουσών, αλλά οι τρεις στρατηγοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Οι εχθροί του Αλκιβιάδη τον ανακάλεσαν πίσω στην Αθήνα, κατηγορώντας τον για συνέργεια στον ακρωτηριασμό των Ερμών (όμως εκείνος αυτομόλησε πηγαίνοντας στη Σπάρτη, μια ένδειξη του πόσο επιφανειακή ήταν η πίστη και αφοσίωσή του στην πόλη του) και ο Λάμαχος σκοτώθηκε σε μιαν αψιμαχία πριν φτάσουν οι Αθηναίοι στις Συρακούσες. Ο Νικίας, ο οποίος ήταν ανέκαθεν αντίθετος με την εκστρατεία, βρέθηκε τώρα να είναι επικεφαλής της. Κατάφερε να καταλάβει το λιμάνι των Συρακουσών και να γίνει η απόβαση των οπλιτών, αλλά, πριν καταληφθεί η ίδια η πόλη, η άμυνά της ενισχύθηκε από την άφιξη μιας σπαρτιατικής στρατιωτικής δύναμης. Η Αθήνα έστειλε ενισχύσεις, αλλά οι αρχικές δυνάμεις του στόλου βρέθηκαν τώρα αποκλεισμένες μέσα στο λιμάνι από το ίδιο το ναυτικό των Συρακουσών. Ακολούθησε μια απέλπιδα μάχη για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να διαφύγουν, εξαίρετα καταγραμμένη από τον Θουκυδίδη από τη σκοπιά των Αθηναίων οπλιτών που παρακολουθούσαν:
«Καθώς η σύρραξη συνεχιζόταν αναποφάσιστα, οι Αθηναίοι στρατιώτες αποκάλυψαν το φόβο που υπήρχε στην καρδιά τους με των κορμιών τους τις κινήσεις και τα στριφογυρίσματά τους' ήταν στιγμή αγωνίας γι ’ αυτούς, γιατί σωσμός ή όλεθρος έδειχναν να καραδοκούν εξίσου πιθανά κάθε λεπτό. Όσο το ζήτημα της ναυμαχίας παρέμενε αμφίβολο, μπορούσες ν’ ακούς κάθε λογής ήχους και φωνές ταυτόχρονα σε μια μεριά, στο αθηναϊκό στρατόπεδο: ολοφυρμούς, ξεφωνητά, “Νικάμε!”, “Νικιόμαστε!”, όλες αυτές οι γοερές κραυγές να βγαίνουνε στραγγαλισμένες από στρατό μεγάλο σε ώρα φοβερού κινδύνου. Τα αισθήματα των ανδρών πάνω στα πλοία ήταν κατά πολύ τα ίδια μέχρι που, επιτέλους, όταν η μάχη είχε πια συνεχιστεί για ώρα, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους από δίπλα ξετρύπωσαν κι άγρια ανακατωσούρα έφεραν στους Αθηναίους κι όρμησαν καταπάνω τους, νικητές αποφασισμένοι, με αλαλαγμούς και ιαχές, και κάνανε γιουρούσι καταδιώκοντας τους στη στεριά. Και τότε οι Αθηναίοι ναυτικοί, όσοι απ’ αυτούς δεν είχανε πιαστεί πάνω στα πλοία, τα σκάφη τους προσάραξαν όπου μπορούσαν και ξεχυθήκαν μέσα στο στρατόπεδο. Οι στρατιώτες έπαψαν να έχουν πια την όποια αμφιβολία, αλλά όλοι μαζί από την ίδια ενστικτώδη παρόρμηση, γογγύζοντας, ολολύζοντας, θρηνοβολώντας την έκβαση της μάχης, αρχίσανε να τρέχουν - κάποιοι απ’ αυτούς πηγαίνοντας κοντά στα πλοία, άλλοι για να φυλάξουνε ό,τι από το αμυντικό τους τείχος είχε απομείνει, ενώ οι πιο πολλοί απ’ αυτούς άρχισαν τώρα να σκέφτονται τους εαυτούς τους, πώς θα τα καταφέρναν να επιζήσουν».
Αφού απέτυχε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής, ο αθηναϊκός στρατός δεν είχε πια σχεδόν καμιά άλλη εναλλακτική λύση, παρά να υποχωρήσει διά ξηράς. Καταδιωκόμενοι από Σπαρτιάτες και Συρακούσιους αναγκάστηκαν εντέλει να παραδοθούν και φυλακίστηκαν όλοι μέσα στα λατομεία που βρίσκονταν γύρω από τις Συρακούσες. Συνολικά περί τις 40.000 ζωές μπορεί και να χάθηκαν εκεί, καθώς και ο μισός αθηναϊκός στόλος.
Η Αθήνα είχε αποδυναμωθεί από κάθε άποψη με τη σικελική καταστροφή, λόγω απώλειας ανθρώπινου δυναμικού και πλοίων, λόγω καταρράκωσης του κύρους της μέσα στην αυτοκρατορία, λόγω εσωτερικού πολιτικού αναβρασμού, όταν η δημοκρατική κυβέρνησή της ανατράπηκε από μια φιλο-σπαρτιατική κυβέρνηση των Τετρακοσίων. Η Σπάρτη έφτασε μέχρι σημείου να εγκαταστήσει μια δική της βάση μέσα στα αθηναϊκά εδαφικά όρια, στη Δεκέλεια, από όπου κατάφερε να δελεάσει περίπου 20.000 δούλους, πολλοί εκ των οποίων δούλευαν στα μεταλλεία, και να τους μεταφέρει εκτός Αθηνών. Εντούτοις, επί του παρόντος, η Αθήνα κατάφερε να επιβιώσει. Παρουσιάστηκαν εξεγέρσεις από υποτελείς πόλεις στο βόρειο Αιγαίο και στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά οι περισσότερες καταπνίγηκαν. Στην πραγματικότητα, πολλές πόλεις παρέμειναν πιστές, κυρίως επειδή η Περσία εμφανιζόταν και πάλι ως δύναμη στο Αιγαίο και η αποδοχή τής ασκούμενης από μια αθηναϊκή δημοκρατία εξουσίας ήταν προτιμότερη από την κυριαρχία μιας βαρβαρικής τυραννίας. Ναυπηγήθηκαν και πάλι πλοία και η κυβέρνηση των Τετρακοσίων αντικαταστάθηκε από μια δημοκρατικότερη αρχή (των Πέντε Χιλιάδων), όταν η πρώτη επιχείρησε να συνάψει ειρήνη με τη Σπάρτη.
Η εκ νέου εμφάνιση της Περσίας στο προσκήνιο των ελλαδικών εξελίξεων ήταν το στοιχείο που έκανε να γείρει η πλάστιγγα του Πολέμου. Η Περσία είχε τους πόρους να βοηθήσει οποιαδήποτε πλευρά ήταν διατεθειμένη να παραβλέψει τις ηθικές αναστολές της και να αποδεχτεί ότι θα ήταν απαραίτητο ένα σχετικό αντάλλαγμα. Η Σπάρτη ήταν εκείνη που έκανε τη σχετική συμφωνία (421 π.Χ.). Εγκαταλείποντας κάθε προσποίηση ω; δήθεν απελευθερώτρια; των Ελλήνων, η Σπάρτη εξασφάλισε περσικά χρήματα με τα οποία θα απορούσε να οικοδομήσει δικό τη; στόλο, αποδεχόμενη έναντι αυτού ότι η Περσία θα διεκδικούσε εκ νέου τον έλεγχο των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία. Ο Θουκυδίδης είχε δίκιο να είναι κυνικό; σχετικά με την ανθρώπινη φύση.
Καθώς η Σπάρτη ναυπηγούσε πλοία και στρατολογούσε μισθοφόρους για να τα επανδρώσει, ο Πόλεμο; μετατέθηκε προ; το βόρειο Αιγαίο. Αν το ευάλωτο σημείο της Σπάρτης ήταν οι είλωτες της Μεσσηνίας, η αχίλλειοι πτέρνα τη; Αθήνα; ήταν ο Ελλήσποντο;, το θαλάσσιο πέρασμα μέσω του οποίου μεταφέρονταν οι απαραίτητες για την πόλη προμήθειες σιτηρών. Η περιοχή αυτή είχε τώρα πια καταστεί προσβάσιμη στη Σπάρτη και, ως επακόλουθο, τα χρόνια αμέσως μετά τον Πόλεμο κυριαρχούνται από μια έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των δυο στόλων για τον έλεγχο του Αγαίου και την πρόσβαση στη Μαύρη θάλασσα. Το Βυζάντιο, το οποίο δέσποζε στην είσοδο του Βοσπόρου, και ως εκ τούτου στην ίδια τη Μαύρη Θάλασσα, καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες το 411 π.Χ. Οι Αθηναίοι το επανέκτησαν το 408 π.Χ. Αθηναϊκές νίκες, το 411 π.Χ. και το 410 π.Χ., παρ’ ολίγον να οδηγήσουν τη Σπάρτη να υπογράψει σύμφωνο ειρήνης· η πόλη υπέστη άλλη μια μείζονα ήττα στις Αργινούσες (νησίδες κοντά στη Λέσβο) το 406 π.Χ. Με την πάροδο των ετών, ωστόσο, είναι ο περσικό; χρυσό; που ρυθμίζει tic εξελίξεις, καθώς οι Σπαρτιάτες είναι σε θέση να ανασυγκροτούν και να επανδρώνουν τον στόλο του;. Το 405 π.Χ., ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος κατάφερε να κερδίσει ένα ασφαλές λιμάνι μέσα στον ίδιο τον Ελλήσποντο, στη Λάμψακο. Οι Αθηναίοι δεν διέθεταν τέτοιου είδους καταφύγιο και υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν μια ανοικτή παραλία απέναντι, στην πολίχνη Αιγός Ποταμοί. Κάθε προσπάθεια να παρασύρουν τους Σπαρτιάτες σε ναυμαχία στην ανοικτή θάλασσα απέτυχε και, στο τέλος, μια ολέθρια, αναπάντεχη επίθεση στα προσαραγμένα πλοία από τον Λύσανδρο ήταν αυτή που καθόρισε τις εξελίξεις- 170 από τις 180 αθηναϊκές τριήρεις αιχμαλωτίστηκαν και οι δρόμοι του σταριού του Ελλησπόντου έκλεισαν.
«Καθώς το νέο της καταστροφής έφτασε στην Αθήνα», έγραφε ο ιστορικός Ξενοφώντας, «η είδηση περνούσε από στόμα σε στόμα, κι ένας θρηνητικός ήχος υψώθηκε και ξαπλώθηκε πρώτα από τον Πειραιά, κατόπιν κατά μήκος των Μακρών Τειχών14, μέχρις ότου έφτασε στην πόλη. Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνην τη νύχτα. Οι άνθρωποι πενθούσαν γι’ αυτούς που χάθηκαν αλλά ακόμη περισσότερο για τη δική τους μοίρα. Σκέφτονταν πως τώρα κι αυτοί θ’ αντιμετωπίζονταν έτσι όπως και οι ίδιοι είχαν αντιμετωπίσει άλλους». Καθώς οι προμήθειες τροφίμων εξαντλήθηκαν, η πόλη δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραδοθεί (Μάιος 404 π.Χ.)· Παρότι η ίδια η πόλη δεν ισοπεδώθηκε, οι άνδρες της δολοφονήθηκαν και οι γυναίκες της υποδουλώθηκαν - με τον ίδιον τρόπο είχαν συμπεριφερθεί οι Αθηναίοι σε ηττημένους αντιπάλους τους και ανάλογη συμπεριφορά είχαν απαιτήσει από τους Σπαρτιάτες οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι' οι όροι της συνθήκης ειρήνευσης ήταν σκληροί: η απώλεια της αυτοκρατορίας, μεγάλο μέρος του διασωθέντος στόλου, και η καταστροφή των Τειχών που περιέβαλλαν την πόλη. Ο Λύσανδρος χρησιμοποίησε τότε μια υποτιθέμενη καθυστέρηση στο γκρέμισμα των Τειχών ως αφορμή για να επιβάλει στην πόλη μια αρχή Τριάντα Ανδρών (που επονομάστηκαν αργότερα από τους Αθηναίους «οι Τριάκοντα Τύραννοι»), αν και η δημοκρατική διακυβέρνηση αποκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 403 π.Χ.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος άλλαξε τον ρου της ελληνικής Ιστορίας τόσο καθοριστικά, όσο και ο Πρώτος Παγκόσμιος άλλαξε την ιστορική πορεία της Ευρώπης. Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς για πόσον καιρό η Αθήνα θα είχε διατηρήσει τον έλεγχο των υποτελών της, αν ο Πόλεμος είχε κερδηθεί, ωστόσο υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα η νίκη στη Σικελία και η εκμετάλλευση των πόρων του νησιού από την Αθήνα να είχαν δημιουργήσει μια αυτοσυντηρούμενη αυτοκρατορία που θα ήταν, σε τελευταία ανάλυση ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη Σπάρτη. Με τη συντριβή της εκστρατείας και την ήττα της Αθήνας, η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων της Ελλάδας επανήλθε στην πρότερη πορεία τους, μια πορεία κατά την οποία ένας αριθμός πόλεων-κρατών πολεμούν μεταξύ τους για την κυριαρχία των γύρω περιοχών τους χωρίς καμία από αυτές να είναι ικανή να επικρατήσει αποτελεσματικά σε ευρύτερη κλίμακα. Η Αθήνα όντως επανέκτησε τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία της, ανασυγκρότησε το στόλο της και, έστω και για λίγο, ηγήθηκε ενός συνασπισμού συμμαχικών κρατών, όμως το κύρος και η ισχύς της πόλης έχει καταπέσει. Έχει υπολογιστεί ότι ο ανδρικός πληθυσμός της το 395 π.Χ. ήταν ενδεχομένως ο μισός αυτού του 431 π.Χ. Δεν επρόκειτο τώρα να υπάρξουν περαιτέρω πολυδάπανα οικοδομικά προγράμματα στην Ακρόπολη ή στην Αγορά. Η ανοικοδόμηση των αμυντικών τειχών της πόλης ήταν το μόνο μείζον οικοδομικό σχέδιο για τα επόμενα ογδόντα χρόνια.
Καθώς τα Τείχη της Αθήνας γκρεμίζονται, το 404 π.Χ., ο ιστορικός Ξενοφώντας κατέγραφε ότι οι κατεδαφιστές τους, πολλοί εξ αυτών στρατολογημένοι πιθανόν από τους Σπαρτιάτες μεταξύ των πρώην υπηκόων της αυτοκρατορίας, χόρευαν και διασκέδαζαν υπό τους ήχους της μουσικής αυλητριών, «σκεπτόμενοι ότι η ημέρα αυτή ήταν το ξεκίνημα της ελευθερίας για την Ελλάδα». Φυσικά, δεν έμελλε να συμβεί κάτι τέτοιο. Η δύναμη της Περσίας πρόβαλε και πάλι απειλητικά στον ορίζοντα· η Σπάρτη προσπάθησε αδέξια να οικοδομήσει μια δική της αυτοκρατορία στο Αιγαίο· και μέσα σε εξήντα χρόνια μια νέα δύναμη, οι Μακεδόνες, επρόκειτο να ηγεμονεύσουν σε όλη την Ελλάδα, ορμώμενοι από τον Βορρά. Η απομύζηση των πόρων της Ελλάδας στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η διακοπή της γεωργικής δραστηριότητας και η απώλεια τόσο πολλών ανδρών επρόκειτο να καταστήσουν την Ελλάδα ευάλωτη στις έξωθεν επιβουλές. Πώς η Ελλάδα υπέκυψε στον ευφυέστερο καιροσκόπο από όλους όσοι επιβουλεύτηκαν την Ελλάδα είναι το θέμα του Δέκατου Πέμπτου Κεφαλαίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
1. Βλέπε γενικότερα για το θέμα: Wolfgang Schuller, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (Από την κρητικομυκηναϊκή εποχή ως το τέλος των κλασικών χρόνων), μετάφραση: Αφροδίτη Καμάρα - Χριστίνα Κοκκινιά, επιμέλεια: Κώστας Μπουραζέλης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 22001, σελ. 63-70.
2. Για τη δραστηριότητα του Περικλή ως στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη και τη συμβολή του στην ανάπτυξη της Αθήνας, βλ.: Αντώνης Μαστραπάς, Η Ιστορία..., ό.π., σελ. 171-7.
3. Ο Μ. C. Howatson μιλά για 200 τριήρεις (:Μ. C. Howatson, ό.π., σελ. 612-4 [:«Πλοία ελληνικά και ρωμαϊκά»).
4. Ο Σαράντης Καργάκος (:Ιστορία του Ελληνικού Κόσμον και τον Μείζονος Χώρου. Ενρώπη-Ασία-Αφρική-Αμερική, τόμος Α΄, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2000) κάνει λόγο για 425 πόλεις (:«Α΄ Αθηναϊκή ή Δήλιος Συμμαχία [478-404 π.Χ.], σελ. 203-5).
5. Ο Θουκυδίδης (Γ, 76, 2) στις συζητήσεις που διεξάγονται στη Σπάρτη βάζει τους εκπροσώπους της αθηναϊκής πρεσβείας να λένε πως η αθηναϊκή πολιτική καθορίζεται από τρία στοιχεία: τιμή, φόβος, συμφέρον («τιμής και δέους και ωφελείας») και ακόμη ότι παντοτινός κανόνας ζωής είναι να υποτάσσεται ο ανίσχυρος στον ισχυρό («αλλ’ αεί καθεστώτος τον ήσσω υπό του δυνατωτέρου κατείργεσθαι») (:Καργάκος, ό.π.).
6. Είναι προφανές ότι ο όρος «αυτοκρατορία» δεν χρησιμοποιείται με τη νεωτερική σημασία: «Γιατί η “αυτοκρατορία”, αν έτσι ονομαστεί η κυριαρχία της Αθήνας, δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να συγκριθεί με την αυτοκρατορία της Ρώμης στη Μεσόγειο μερικούς αιώνες αργότερα. Και πάντως, ο αθηναϊκός “ιμπεριαλισμός” δεν έχει καμία απολύτως ομοιότητα με τους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς του 19ου αιώνα» (:Claude Mosse και Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας [2000-31 π.Χ.], μετάφραση: Λύντια Στεφάνου, εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα 52004, σελ. 257).
7. Η πρώτη σκηνή της κωμωδίας του Αριστοφάνη Αχαρνείς που παραστάθηκε το 425 π.Χ. παρουσιάζει μια συνεδρίαση της εκκλησίας του Δήμου, απ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την όλη διαδικασία και τις ώρες της συνεδρίασης. Βλ.: Robert Flaceliere ό.π., σελ. 50-59. Μια παρωδία της συνέλευσης της Εκκλησίας, που αρχίζει με τη γνωστή φράση- «Τις αγορεύειν βούλεται;», που λε'ει η Πραξαγόρα, μπορούμε να διαβάσουμε στις Εκκλησιάζσυσες (στ. 130-160· 170-210· 216-310). Βλε'πε σχετικά με την Εκκλησία ταυ Δήμου και: Claude Mosse Οι θεσμοί στην κλασική Ελλάδα: «Οι Πολιτικοί θεσμοί της Αθήνας τον 5ο και 4ο αιώνα», ό.π. σελ 53-75. Η φράση: «Τις αγορεύειν βούλεται;» υπάρχει και στους Αχαρνείς (στ. 45). Αμέσως πιο πάνω ο Δικαιόπολις διαμαρτύρεται - υπερβολικά - ότι παρότι κόντευε μεσημέρι, οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμη αφήσει την Αγορά του Κεραμεικοΰ: «Κι οι πολίτες μας κουβεντολόι στην αγορά, I κι ο ένας τον κατήφορο, ο άλλος τον ανήφορο. [...] Να τοι και οι πρυτάμεις μας - καλά μεσημέρια» (στ. 22- 40, μετάφραση: Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, ό.π., αελ. 43). Για το «κουβεντολόι στην αγορά», πρβλ.: Δημοσθένης, Α΄ Φάιππικός, 10: «[...] εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι διά τους ελεύθερους ανθρώπους η μεγαλύτερα ανάγκη είναι να εντρέπωνται διά τα (κακώς) κείμενα. Ή θέλετε, πέστε μου, περιερχόμενοι την αγοράν να ερωτάτε ο ένας τον άλλον: “Υπάρχει κανέν νέον;”» (:μετάφραση: Αλέξ. Γαληνού, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975). Σαν ηχώ των λόγων του Δημοσθένη, ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων (IB΄, 20) παρατηρεί: «Όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν εκεί [στην Αθήνα] δεν είχαν διαθέσιμον χρόνον διά τίποτε άλλο παρά διά να λέγουν και να ακούουν κάτι νεώτερον» (:Η Καινή Διαθήκη, ό.π., σελ. 271). Προηγουμένως, «μερικοί από τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους ήλθον εις επαφήν μαζί του [με τον Απόστολο Παύλο] και μερικοί έλεγαν: “Τι άραγε θέλει να πη αυτός ο φλύαρος;’’». Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) έγραφε στην Επιστολή προς Μενοικέα: «[...] Πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο, σύμφωνα με την παρουσίαση του θεού που έχει αποτυπωθεί στο νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ’ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του' απεναντίας, να πιστεύεις γι ’ αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακάριότητά του, τη διαπλεγμένη με αθανασία. Οι θεοί υπάρχουν [...]. Ωστόσο, οι θεοί, δεν είναι όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος. [...] Δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς αλλά εικασίες δίχως αλήθεια. [...] Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα · για κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό. [...] Τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ’ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. [...] Η ηδονή είναι αρχή και τέλος της ευτυχισμένης ζωής [...]» (:Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι δόξαι, Επικούρου προσφώνησις, μετάφραση: Ν.Μ. Σκουτερόπσυλου, εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 22000, σελ. 17-35). Βλ. και στις Προσφωνήσεις·. «Πρέπει να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από το κάτεργο της καθημερινής ρουτίνας και της πολιτικής» (:αρ. 58, ό.π., σελ. 91)· και: «Το γαλήνιο άνθρωπο ούτε ο εαυτός του τον ενοχλεί ούτε άλλος κανένας» (:αρ. 79, ό.π., σελ. 101). Για να επανέλθουμε, λοιπόν, στην αθηναϊκή κοινή γνώμη, όπως αυτή εκφραζόταν στην Εκκλησία του Δήμου, ήταν πολύ αυστηρή για όποιον έδινε την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για τις υποθέσεις του Κράτους. «Πρέπει να περιμένουμε το τέλους του τέταρτου αιώνα [μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.)] για να τολμήσει μια φιλοσοφική σχολή να συμβουλέψει το σοφό να ασχολείται αποκλειστικά με τις προσωπικές του υποθέσεις, με την ατομική ταυ ευτυχία» (:Robert Flaceliere, ό.π., σελ. 47). Η παράλληλη ανάγνωση των χωρίων από τις Πράξεις και την Επιστολή προς Μενοικέα που παραθέσαμε οδηγεί, νομίζουμε, σε μια γοητευτική περιπλάνηση, στην «πόλη των ιδεών», όπως αυτή εκφραζόταν στην Εκκλησία του Δήμου. Σε ό,τι αφορά στους Στωικούς, στους οποίους αναφέρονται οι Πράξεις, και ιδιαίτερα στον Επίκτητο, του οποίου η διδασκαλία έχει παραδοθεί από τον ιστορικό Φλάβιο Αρριανό (95-175 μ.Χ·), μαθητή του Επίκουρου στη σχολή της Νικόπολης, βλ.: Επίκτητος, Εγχειρίδιον, μετάφραση: Ν.Μ. Σκσυτερόπουλος, εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 1993. «Στο επίκεντρο του Εγχειριδίου βρίσκεται ο άνθρωπος και το βασικό ερώτημα είναι πως θα μπορέσει να κατακτήσει μόνιμη ευτυχία και αδιαπέραστη εσωτερική γαλήνη. Από τα πράγματα, λέει ο Επίκτητος, αλλά είναι στη δύναμή μας (τα εφ' ημίν) και άλλα δεν είναι (τα ουχ εφ’ ημίν)· [...] δεν μας αναστατώνουν αυτά καθαυτά τα γεγονότα αλλά οι ιδέες και γνώμες που έχουμε γι’ αυτά· ιδανική θα ήταν μια ζωή όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη από τον εξωτερικό κόσμο: ανέχου και απέχου, αυτό το μήνυμα αναδύεται από το έργο του», σημειώνει στην Εισαγωγή του ο Ν.Μ Σκουτερόπουλος (σελ. 12). Πρβ.:»Από τα πράγματα, άλλα είναι στη δύναμή μας κι άλλα δεν είναι. Στη δύναμή μας είναι η γνώμη που σχηματίζουμε για κάτι, η έφεση, η επιθυμία για κάτι, η αποστροφή, μ’ ένα λόγο: κάθε δικό μας ενέργημα - στη δύναμή μας, από την άλλη, δεν είναι το σώμα μας, η περιουσία, η υπόληψη, τα αξιώματα, μ’ ένα λόγο: ό,τι δεν είναι δουλειά δική μας. Όσα πράγματα, τώρα, είναι στη δύναμή μας, είναι από τη φύση τους ελεύθερα, απαρακώλυστα, ανεμπόδιστα· όσα πάλι δεν είναι στη δύναμή μας, είναι επισφαλή, εξαρτημένα, δεσμευμένα, ξένα σ’ εμάς» (.Εγχειρίδιον, ό.π., 1, 1-2). Επίσης: «Ή το ηγεμονικό της ψυχής σου θα καλλιεργείς ή με τα εξωτερικά πράγματα θα καταπιάνεσαι· ή για το μέσα σου θα φροντίζεις ή για τα έξω· μ’ άλλα λόγια: ή θα ’σαι φιλόσοφος ή άνθρωπος του σωρού» (Εγχειρίδιον, ό.π., 29,7).
8. Σε ό,τι-αφορά στην εξορία του Θουκυδίδη στη Θράκη και «την παραδοσιακή βιογραφία του που είναι γεμάτη ανακρίβειες», βλ.: Luciano Canfora, Το μυστήριο Θουκυδίδης, μετάφραση: Νίκος Μπιργάλιας, εκδόσεις Σαββάλας, 2001. Ο Πλούταρχος είναι εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο Θουκιδίδης πέθανε στη Θράκη (:Κίμων, IV).
9. Αντιμετώπιζε το έργο του ως «απόκτημα για πάντοτε» («κτήμα ες αιεί») και είχε ιδιαίτερο πάθος για την ακρίβεια.
10. Βλ., γενικότερα: Jaqueline de Romilly, Ιστορία και Λόγος στον Θουκυδίδη, μετάφραση: Ελένη I. Κακριδή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998: «Ενόσω οι Αθηναίοι συνήθιζαν τους υπαινιγμούς και την υποβολή, το βαθύτερο ιστορικό νόημα γίνεται, στον Θουκυδίδη, αυτό που υπαινίσσονται τα γεγονότα μέσα στην αντικειμενικότητα τους, αυτό που υποβάλλουν στη σκέψη· καθαρά ορατό σε όποιον ξέρει να διαβάζει, είναι η λύση του αινίγματος τους» (σελ. 105). Για τη φιλοσοφία της Ιστορίας στον Θουκυδίδη, ο Ζακ Λε Γκοφ (.Ιστορία και Μνήμη, μετάφραση: Γιάννης Κουμπουρλής, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998) σημειώνει: «Η μείζων κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ανθρώπινη φύση. Η Ζακλίν ντε Ρομιγί ανέδειξε κατά τρόπο άρτιο τις φράσεις όπου ο Θουκυδίδης επισημαίνει ότι το έργο του θα αποτελείται “ένα εις αεί απόκτημα”, αφού θα είναι έγκυρο “όσο η ανθρώπινη φυση παραμένει ίδια” καθώς και επειδή ρίχνει φως όχι μονάχα στα ελληνικά γεγονότα του 5ου αιώνα αλλά και σε “αυτά που στο μέλλον, ως συνέπεια του ανθρώπινου χαρακτήρα που είναι ίδιος τους, θα είναι παρόμοια ή ανάλογα”. Έτσι η ιστορία θεωρείται ακίνητη, αιώνια, ή μάλλον έχει τις πιθανότητες να είναι η αιώνια επανέναρξη ενός και του αυτού υποδείγματος μεταβολής. Τούτο το υπόδειγμα μεταβολής είναι ο πόλεμος» (:ό.π., σελ. 213-4).
11. Για τον Περικλή, βλ.: Valerio Massimo Manfredi, Ακρόπολη, ό.π., σελ. 213-70. Για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ό.π., σελ. 275-310.
12. Πρβλ.: «Ο Αλκιβιάδης είναι όπως εκείνοι οι ήρωες της ελληνικής τραγωδίας· ακτινοβολούν πάνω από το μέσο όρο των ανθρώπων, αλλά με το πρώτο λάθος τους γκρεμίζονται. Είναι λίγο ένας Αγαμέμνων που πρόσφερε την κόρη του για θυσία, ένας Αίας που τόλμησε μια μέρα να προσβάλει την Αθηνά, ένας Ετεοκλής, που δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από την πατρική κατάρα, ένας Ηρακλής που ερωτεύτηκε παράφορα μια νεαρή αιχμάλωτη... Έχει την ίδια λάμψη με αυτούς και τελειώνει το ίδιο άσχημα. [...] Είναι γεγονός ότι ήρωες αξιοθαύμαστοι θανατώνονται για ένα λάθος ή για μια απρονοησία και προσφέρουν την εξαιρετική τραγική αντίθεση, ανάμεσα στη δόξα και στην καταστροφή, που είναι χαρακτηριστικό του Αλκιβιάδη αλλά και της τραγωδίας. [...] Ο φιλόδοξος Αλκιβιάδης αναγνωρίζεται από μερικούς με τα χαρακτηριστικά του Ετεοκλή, του ήρωα του Ευριπίδη, που υμνεί την αγάπη και την εξουσία. Διωγμένος από τους δικούς του αλλά ίσως απαραίτητος για τις μελλοντικές επιτυχίες, παρομοιάζεται με τον Φιλοκτήτη, τον ήρωα του Σοφοκλή, από τον οποίον εξαρτάται η κατάληψη της Τροίας. [...] Υπάρχει μια αδιάψευστη τραγική πορεία στη ζωή τους» (Jaqueline de Romilly, Αλκιβιάδης ή οι κίνδυνοι της φιλοδοξίας, μετάφραση: Μπάμπη Αθανασίου - Κατερίνα Μηλιαρέση, πρόλογος Κωνσταντίνος I. Δεσποτόπουλος, εκδόσεις Το άστυ, Αθήνα 1998, σελ. 260). Πρβλ., επίσης: «ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σε τίποτα λοιπόν, γενναίε μου, δε διαφέρει ο έρωτάς μου από εκείνον του πελαργού, αν εκκολάπτοντας κοντά σου έρωτα, φτερωτόν, πάλι απ’ αυτόν θεραπευτεί. ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: Μα έτσι θα γίνει, κι αρχίζω εδώ και πέρα να επιμελούμαι τη δικαιοσύνη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα το ήθελα να παραμείνεις έτσι· φοβούμαι όμως, όχι γιατί δεν εμπιστεύομαι τη φύση σου, αλλά βλέποντας τη δύναμη της πόλεως, μη μας νικήσει κι εμένα κι εσένα» (:Πλάτωνας, Αλκιβιάδης, 10c, 1-8, μετάφραση: Λουκάς Κούσουλας, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2001). «Έτσι τελειώνει ο διάλογος», σημειώνει ο μεταφραστής Λουκάς Κούσουλας στο Εισαγωγικό του Σημείωμα (σελ. 10-11), «“προβλέποντας” αυτό που θα συμβεί τελικά. Η... ρώμη της πόλεως θα σταθεί ανώτερη από το Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη και θα τους νικήσει. Λεν είναι η “φύσις” του μαθητή και η “κακία” του δασκάλου που θα φταίξουν, αλλά οι περιστάσεις· της πόλεως τώρα κι όλου του κόσμου υστέρα, οι περιστάσεις, που θα “τσακίζουν” τη μία τον Κοριολανό (στον Πλούταρχο, θυμίζω, είναι βίοι παράλληλοι οι δυο τους, Κοριολανός κι Αλκιβιάδης), την άλλη τον Σταβρόγκιν και πάντοτε άλλους». Βλ. σχετικά με τα προαναφερθέντα χωρία: Jaqueline de Romilly, ό.π., σελ. 242-4: «Το πρόβλημα της επιλογής που είχε μπροστά του ο Αλκιβιάδης τη στιγμή που άρχιζε την πολιτική ζωή του, απεικονίζεται στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα». (Η Romilly πιστεύει ότι ο διάλογος είναι γνήσιος, ο Ε. A. Taylor, ωστόσο, γράφει: «το προσωπικό μου συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για έργο πλατωνιστών των πρώτων δύο ή τριών γενεών, οι οποίοι ήθελαν να ερμηνεύσουν τις ιδε'ες της Ακαδημίας με “σωκρατικούς διαλόγους”» [.Πλάτων, ό.π., σελ. 586]. Ο Taylor, πάντως, παραμένει επιφυλακτικός σχετικά με την άποψή του: «Αυτό δεν μπορώ να το αποδείξω τυπικά».) Για τη σύγκριση Αλκιβιάδη και Κοριολανοΰ, βλ.: Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σύγχρισις Γάιον Μαρκίου και Αλκιβιάδου: Γάιος Μάρκιος (Κοριολανός) - Αλκιβιάδης, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Μ.Γ. Μερακλής, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993: «[...] και τους δυο εξίσου χαρακτήριζε η αναμφισβήτητη ανόρθωση των οικείων πραγμάτων, όπου αυτοί έσπευδαν και ηγεμόνευαν, και η ακόμα πιο αναμφισβήτητη βλάβη εξαιτίας τους, όταν εγκατέλειπαν την πατρίδα. Και τον τρόπο ζωής του πολιτικού Αλκιβιάδη, αβυσσαλέο και κάθε άλλο παρά απαλλαγμένον από κακή διαγωγή και μικρότητες, για να γίνει σιο πλήθος αρεστός, οι σοβαροί άνθρωποι τον αποστράφηκαν, όπως και ο ρωμαϊκός λαός μίσησε τον ολότελα σκαιό και αλαζονικό και αυταρχικό, όπως εξελίχτηκε, τρόπο ζωής του Μαρκίου· [...] πάντως ο δημαγωγός κι αυτός που κάνει παραχωρήσεις είναι λι- γότερο αξιοκατάκριτος από εκείνους που προπηλακίζουν το λαό, για να μη φανεί ότι δημαγωγούν είναι αισχρό βέβαια να κολακεύεις το λαό για ν’ αποκτήσεις δύναμη, αλλά το να γίνεις δυνατός με την απειλή, τη βία και την καταπίεση, εκτός από αισχρό είναι και άδικο» (XL, 2-4, σελ. 221-223). Πρβλ. και: «ΑΟΥΦΙΔΙΟΣ'. Άρχοντές μου, άμα θα μάθετε - όχι ακόμα τώρα, μα όταν καταλαγιάσει ο σάλος που ο ίδιος έχει προκαλέσει - / πόσο επικίνδυνος είναι για αας όσο ζούσε, θα χαρείτε που έχασε τη ζωή του μ’ αυτό τον τρόπο. [...] Αν και στην πόλη αυτή άφησε πολλές χήρες και μανάδες χωρίς παιδιά, που ακόμα κλαίνε, ας είναι δοξασμένη η μνήμη του», λέει ο στρατηγός των Βόλσκων Τάλλος Αουφίδιος, πατώντας πάνω στο πτώμα του Κοριολανού αμέσως μετά τη δολοφονία του. (:Βλ.: Σαίξπηρ, Κοριολανός, V, 6, μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2002.) Η Romilly σημειώνει, πάντως, πως του Αλκιβιάδη, «όπως λέει ο Πλούταρχος, “ακόμη και μερικά ελαττώματα του τα δέχτηκαν με επιείκια και καλή διάθεση”. Λέει επίσης ότι “δεν μισήθηκε από τους συμπολίτες του ακόμα και όταν τους έβλαπτε”, αντίθετα, ο Κοριολανός ενώ προκάλεσε θαυμασμό δεν αγαπήθηκε» (:ό.π., σελ. 52). Πολύτιμη πηγή για τον Αλκιβιάδη παραμένει βέβαια ο Θουκυδίδης. Πρβλ., για παράδειγμα: «Ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στο λαό, έκανε πολυτελή ζωή, ανώτερη από τα μέσα του και ξόδευε για τ’ άλογά του και τις διασκεδάσεις του. Η διαγωγή του αυτή έγινε, αργότερα, αιτία μιας από τις κυριότερες καταστροφές της Αθήνας, γιατί το πλήθος του λαού φοβήθηκε την περιφρόνηση που έδειχνε για τους νόμους στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και την παρατολμία που έδειχνε σε όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Έτσι, αν και στο δημόσιο λειτούργημά του ήταν άριστος για τα πολεμικά ζητήματα, όμως ο καθένας τον μισούσε για την ιδιωτική του ζωή κι έτσι δεν άργησαν να οδηγήσουν την πολιτεία στην καταστροφή, γιατί εμπιστεύτηκαν σε άλλους την εξουσία» (:Ιστορία, Ζ', 15, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος). Το χωρίο αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει και την πρωτοτυπία του Θουκυδίδη ότι, δηλαδή, διέκρινε πως στην πραγματικότητα όλα τα επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου αφορούν σε έναν πόλεμο, από το 431 έως το 404 π.Χ., παρά στην περίοδο της ανακωχής («Νικίειος ειρήνη», το 421 π.Χ.). Τα χρόνια πσυ ακολούθησαν την ειρήνη του Νικία, χρόνια εμπλοκών, συγκρούσεων, διαφωνιών ήταν μόνο μια παρένθεση. (:Βλ.: Ιστορία, Ε', 25-26.) Να σημειωθεί, εδώ, επανερχόμενοι στον Αλκιβιάδη, ότι η καταστροφή των Ερμών, που σημάδευαν τα όρια και τις εισόδους <πις ιδιωτικές κατοικίες και τα ιερά, εξασφάλιζαν την προστασία του θεού στους ιδιοκτήτες και είχαν, επομένως, οι προτομές αυτές του Ερμή πάνω σε τετράπλευρες στήλες, αξία θρησκευτική: αποδείκνυε για τους Αθηναίους ότι ένας ύπουλος κίνδυνος απειλούσε τη δημοκρατία. Κατά περίπτωση, η Αθήνα δεν είχε πάψει να φοβάται την τυραννία, το φόβο της οποίας προέτασσαν οι τραγωδίες της εποχής. Ακριβώς αυτόν το μόνιμο φόβο ειρωνεύεται ο Αριστοφάνης ([Σφήκες, 502' Όρνιθες, 1074· Λυσιστράτη, 620). Σχολιάζει η Romilly: «Αν η σκέψη τους ήταν στην τυραννία, ποιος, περισσότερο από τον Αλκιβιάδη, θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο μιας τέτοιας υποψίας;» (:ό.π., σελ. 107-8). Για το πώς σχολιάζεται στις τραγωδίες της εποχής το θέμα της υπεράσπισης της πολιτειακής συνείδησης (οι Φοίνισσες αφορούν στον Αλκιβιάδη όχι γιατί τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τον κάνουν να μοιάζει με τον Πολυνείκη, αλλά επειδή κι αυτός έβαζε το δικό του συμφε'ρον πάνω από το συμφέρον του κράτους, όπως και οι γιοι του Οιδίποδα), ή της ξεχωριστής προσωπικότητας από τις ενέργειες της οποίας εξαρτάται, σε κρίσιμες στιγμές, η σωτηρία της πόλης (ο Φιλοκτήτης έχει εγκαταλειφθεί μόνος σ’ ένα έρημο νησί και η νίκη στον Τρωικό Πόλεμο εξαρτάται από τη δική του βοήθεια), βλ.: Romilly, ό.π., σελ. 181-3,190. Ο Φιλοκτήτης παρασιάθηκε το 409 π.Χ., το ανέβασμα των Φονισσών τοποθετείται δύο χρόνια αργότερα. Λίγα χρόνια νωρίτερα (405 π.Χ.), στους Βατράχους, ο Αριστοφάνης υπαινίσσεται, διακηρύσσει μάλλον, ότι παρ’ όλη τη φιλοδοξία του, μόνον ένας άνθρωπος θα μπορούσε να σώσει την πόλη: ο Αλκιβιάδης, τον οποίο οι Αθηναίοι ακόμα σκέπτονται: «Και πρώτον μεν περίΑλκιβιάδον νυν / ’σαν ποίαν γνώμην έχετε εκάτερος;» τους ρωτά ο Διόνυσος, κατά τη μετάφραση ταυ Νικολάου Στυλ. Μπαξεβανάκι (:Αριστοφάνους, Βάτραχοι, Εν Ερμσυπόλει Σύρου, Εκ του Τυπολιθογραφείου Ν. Φρέρη, 1902). Στο ερώτημα απαντά ο Ευριπίδης: «Μισώ πολίτην, όςτις φύσει αμελεί / βοήθειαν να φέρη ’ςτην πατρίδα του, I εν ω πολύ να βλάψη είνε πρόθυμος, / κεις μεν τον ευατόν τον πολυμήχανος, / εις την πατρίδα ό' όμως είν’ αμήχανος (στ. 1427-1429). Η γνώμη τον Αισχύλου είναι: «Ποτέ δεν πρέπει σκύμνον λέοντος, ποτέ, / να τρέφη τις εν τη πατρίδι, φίλτατε· / αλλ’ αν ποτέ τοιούτος τις ανατραφή, / 'στους τρόπους του ανάγκη να υπηρετής» (στ. 1431-1432). Θυμίζουμε ότι στους Βατράχους ο Αριστοφάνης παρουσιάζει έναν διαγωνισμό μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη στον Άδη με κριτή τον Διόνυσο. Η αποστροφή του Αισχύλου (η σύγκριση με το λιοντάρι) θυμίζει όσα έλεγε για την Ελένη στον Αγαμέμνωνα: «Έτσι και κάποιος λιονταριού / μικρό βυζασταρούδι / στο σπίτι έθρεφε' / κι ήταν στον πρώτο τον καιρό / ήμερο, αγάπη των παιδιών, I χαρά των γέρων. / Συχνά στην αγκαλιά τον / το ’παίρνε σα νεογέννητο / μωρό, κι εκείνο πρόσχαρο / χαϊδεύονταν στο χέρι / που χόρταινε την πείνα του. / Μα όταν μεγάλωσε, έδειξε / τη φύση που ’χε απ’τους γονιούς τον / γιατί πληρώνοντας τη χάρη / σ’ εκείνους που το θέλ αν, I με απαραγμένα πρόβατα μονάχο I το δείπνο του έστρωσε κι ολάκερο / το σπίτι γέμισε στο αίμα, πόνος / αγιάτρευτος στους σπιτικούς, τρανό / κακό με πλήθος φονικά. Σα να ’ταν / θεός που ανάθρεψε στο σπίτι / κάποιον της συμφοράς ιερέα» (Αγαμέμνων, 715-736, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος: Αισχύλου, Τραγωδίες, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1983). Ο Αλκιβιάδης μάς έρχεται στο μυαλό: τείνει προς την απόλυτη εξουσία του βασιλιά-απόλυτου άρχοντα-λιονταριού, που προοιωνίζεται πολλά δεινά για το μέλλον. Παρά, θα προσθέταμε, την απίστευτη απάθεια της κατάστασης του Αλκιβιάδη, για τον οποίο ο Πλούταρχος σημειώνει ότι είπε σε κάποιον αντίπαλό του στην πάλη τον οποίο δάγκωσε στο χέρι ότι: «[...] εγώ δαγκώνω όπως τα λιοντάρια» (.Πλούταρχος, ό.π., 83). Αστάθεια που πάντως είναι μάλλον επιπόλαιο να αποδοθεί στην αστάθεια του λαού, όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται από τον Ευριπίδη στον Ορέστη. Ο Μενέλαος λέει: «'Οταν η οργή τον λαού είναι πάνω στη βράση της είναι όμοια με τη φωτιά. Δεν μπορείς να τη σβήσεις». Όταν όμως δεν του εναντιώνονται, ο λαός ηρεμεί: «[...] είχε οίκτο ο λαός, αλλά ο Θεός να σε φυλάει απ’ το θυμό του. Είναι μεγάλο πράγμα ο λαός για όποιον ξέρει να καραδοκεί την ώρα που θα τον κουμαντάρει» (-.Ορέστης, 696-704, μετάφραση: Γιάννη Τσαρούχη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989). Τέλος, για μια σύγκριση στην προσέγγιση της προσωπικότητας του Αλκιβιάδη από τον Θουκυδίδη και τον Ξενοφώντα, βλ.: Romilly, ό.π., σελ. 185-9: «Ο Αλκιβιάδης ανάμεσα σε δύο ιστορικούς»: «Με το Θουκυδίδη εκπλήσσομαι», γράφει η Romilly, «που ο ιστορικός ξέρει τόσα πολλά και με κόπο συγκροτούμαι να παραθέσω αναλύσεις πάντοτε προωθημένες και φωτεινές. Με τον Ξενοφώντα εκπλήσσομαι που λέει τόσα λίγα: η αφήγησή του μοιάζει με τοπίο, όπου μια ριπή από φάρο φωτίζει για μια στιγμή μια όψη, για να γυρίσει αλλού την άλλη στιγμή και να την αφήσει στο σκοτάδι». Και λίγες αράδες προηγουμένως: «Με τον Θουκυδίδη έχουμε αναλύσεις τις οποίες μπορούμε κάποτε να κρίνουμε: με τον Ξενοφώντα, η ανάλυση, η ερμηνεία, οι αιτίες των γεγονότων αφήνονται στη φροντίδα του σύγχρονου αναγνώστη».
13. Οι στήλες τοποθετούνταν κυρίως στους δρόμους και στην Αγορά, που προστάτης τους ήταν ο Ερμής (ή Αγοραίος). Θυμίζουμε κάποιες από τις πολλαπλές αρμοδιότητες και φροντίδες του Ερμή: προστάτης των αθλητικών αγώνων (:Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος ΣΤ΄, 78-79)· κατασκευαστής της πρώτης λύρας (.’Ομηρικός Ύμνος, Εις Ερμήν, 25-64)· δεινός ρήτορας (-.Πράξεις των Αποστόλων, ΙΔ΄, 12). Για τις χθόνιες αρμοδιότητές του, βλ.: Ομηρικός Ύμνος, Εις Ερμήν, 572-573. Για την ικανότητά του να κλέβει ήδη από τη βρεφική του ηλικία, βλ.: Ομηρικός Ύμνος, Εις Ερμήν, 14-23, όπου στους στ. 572-573 παρουσιάζεται ως προστάτης τιαν κλεπτών. Τις πολλαπλές αρμοδιότητες του Ερμή σατιρίζει ο Λουκιανός στο: Θεών διάλογοι, 4 (24), 1-2.
14. Για τα Μακρά Τείχη, βλ.: Αντώνης Μαστραπάς, Η πόλις..., ό.π., σελ. 28’ 39· 40· 47-50· 51. Βλ., επίσης: Έβη Τουλούπα, Από την Πνύκα στο Παγκράτι, Ένωση Φίλων της Ακροπόλεως, Αθήνα 2004, σελ. 73-74: «Αυτά τα τείχη ποιος θα τα πάρει;», για τις προσπάθειες της Β΄ Εφορίας Αρχαιοτήτων Αττικής να διασώσει από την κατεδάφιση 20 τουλάχιστον σημεία των Μακρών Τειχών.