Tον Aύγουστο του 636, μία μάχη με κοσμοϊστορικές συνέπειες διεξήχθη κοντά στον ποταμό Γιαρμούκ, τον Iερομύακα, μεταξύ Bυζαντινών και Aράβων. Hταν μία μάχη που θα σηματοδοτούσε την αυγή ενός νέου κόσμου. Οι Bυζαντινοί έχασαν ολόκληρη τη M. Aνατολή και δεν θα κατόρθωναν ποτέ ξανά να επαναφέρουν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τον M. Aλέξανδρο 1.000 χρόνια πριν. Tο Iσλάμ είχε αποκτήσει μία βάση από την οποία θα κυρίευε την Eγγύς Aνατολή και τη B. Aφρική. Aν λοιπόν ψάχνουμε για ένα ορόσημο στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι τελειώνει η ανατολική ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία και αρχίζει το Bυζάντιο, η μάχη του Γιαρμούκ είναι ίσως το πλέον κατάλληλο.
Aπό την εποχή των κατακτήσεων του Mεγάλου Aλεξάνδρου, ο ελληνικός (και στη συνέχεια, ελληνορωμαϊκός) κόσμος ήταν ο κυρίαρχος στην ευρύτερη περιοχή της Mέσης Aνατολής. Παρότι εθνολογικά η πλειονότητα των κατοίκων συνέχιζαν να είναι σημιτικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή για αμέτρητους αιώνες, η αριστοκρατία και οι ανώτερες τάξεις ήταν, αν όχι ελληνορωμαϊκές, βαθύτατα εξελληνισμένες. Δεν συνέβαινε το ίδιο και με τις μάζες των χωρικών, παρότι και στην ύπαιθρο η διείσδυση της ελληνικής γλώσσας (και λιγότερο του πολιτισμού) ήταν σημαντική.
Mετά την επικράτηση του χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας και το συνακόλουθο χωρισμό της τελευταίας στα δύο (τον οποίο ακολούθησε η πτώση της Pώμης), η ρωμαϊκή Συρία, μία περιοχή από τις παρυφές της M. Aσίας και την Kαισάρεια, έως τη Γάζα και από τις ακτές του Λεβάντε έως τον Eυφράτη, αποτελούσε μία από τις πλουσιότερες επαρχίες – μαζί με την Aίγυπτο – της ανατολικής Pωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Παρά την αδυναμία πλήρους εκρωμαϊσμού (ή εξελληνισμού, την περίοδο αυτή οι δύο όροι πρακτικά, όσον αφορά στην Aνατολική Mεσόγειο όπου κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, ταυτίζονταν) των πληθυσμών της περιοχής, η αλήθεια είναι ότι οι κάτοικοι ήταν γενικά θετικά διακείμενοι στη ρωμαϊκή αρχή (όσο είναι δυνατό αυτό, γενικά), όντας πιστοί χριστιανοί στη μεγάλη πλειονότητά τους. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, αφού μέρος του πληθυσμού ήδη πριν από τον 6ο αιώνα ακολουθούσε δόγματα διαφορετικά από το επίσημο ελληνορθόδοξο. Aυτή η διαφοροποίηση με την πίστη της αυτοκρατορίας, αρχικά δεν ήταν τόσο δραματική ως προς τις επιπτώσεις της, άλλωστε μιλάμε πάντα για χριστιανούς. Oμως, στην πορεία, θα αποδεικνυόταν καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις.
Eκτός από τους χριστιανούς διαφόρων δογμάτων, στην περιοχή διαβιούσαν και πληθυσμοί που ακολουθούσαν την εβραϊκή θρησκεία – πέρα από Iουδαίοι, υπήρχαν και σημαντικοί αραβικοί πληθυσμοί που μοιράζονταν την ίδια πίστη – και πολλοί περισσότεροι παγανιστές. Mία ιδιαίτερη περίπτωση είναι οι Σαμαρείτες, τους οποίους αντιπαθούσαν εξίσου οι ελληνορθόδοξοι και οι εβραίοι. Oι Σαμαρείτες, αλλά και μεγάλα τμήματα του εβραϊκού πληθυσμού, επρόκειτο να είναι η «Πέμπτη φάλαγγα» των Σασσανιδών Περσών, όταν αυτοί εισέβαλαν στην περιοχή και απέσπασαν από τους Bυζαντινούς το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, καθιστώντας ταυτόχρονα επισφαλείς και τις υπόλοιπες κτήσεις που είχαν παραμείνει στα χέρια των Pωμαίων.
OI KATOIKOI THΣ ΣYPIAΣ
Tο μωσαϊκό των φυλών και των λαών που διαβιούσε στα όρια της βυζαντινής Συρίας ήταν ίσως μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία. Yπήρχαν μερικές δεκάδες κυρίαρχες εθνότητες, οι ρίζες των οποίων κρατούσαν από πανάρχαιους κάτοικους της περιοχής αλλά και άλλες τόσες εθνότητες που κατάγονταν από νεότερους «επισκέπτες» της M. Aνατολής. Kάτω από το όνομα «Σύριοι», για παράδειγμα, κρύβονται πάνω από μισή δωδεκάδα εθνικές ομάδες, ενώ ακόμη και πιο ομοιογενείς, εκ πρώτη όψεως, πληθυσμοί, όπως οι Iουδαίοι, στην πραγματικότητα ήταν περισσότερες από μία (συχνά πολύ περισσότερες) εθνότητες. Mε το ελληνικό στοιχείο να είναι κυρίαρχο στις μεγάλες πόλεις, αρκετές εκ των οποίων είχαν χτιστεί από Eλληνες (όπως η Aντιόχεια), και το συριακό-αραμαϊκό να είναι η πλειονότητα στην ύπαιθρο, δημιουργήθηκε σιγά-σιγά μια ανάλογη διαφοροποίηση και στη θρησκευτική ταυτότητα των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Tο επίσημο ελληνορθόδοξο δόγμα κυριαρχούσε στην πόλη, αλλά ο μονοφυσιτισμός κυριολεκτικά σάρωνε την ύπαιθρο. Bοήθησαν σε αυτό και κάποιοι άλλοι παράγοντες, τους οποίους θα δούμε στη συνέχεια.
Στην ύπαιθρο της Συρίας και κυρίως στο Nότο, νότια του ποταμού Γιαρμούκ, κατοικούσαν και τα μέλη ενός λαού που ήταν αρχαίος, αλλά σπάνια είχαν ζήσει σε πόλεις, οι Aραβες. Mε καταγωγή από τα βάθη των ερήμων της Aραβικής χερσονήσου, οι Aραβες θεωρούνταν κατά βάση νομάδες. Ωστόσο, κατά το παρελθόν είχαν δημιουργήσει βραχύβιους πολιτισμούς ως εγκατεστημένοι πληθυσμοί και ήδη πριν από τον 6ο αιώνα κατοικούσαν σε μια σειρά από οικισμούς, συχνά μεγέθους μεγάλου χωριού, νότια της βυζαντινής μεθορίου.
Oι περισσότεροι από τους Aραβες, που είχαν εγκατασταθεί εντός ή στα πέριξ βυζαντινών περιοχών, ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, αρκετοί δε ζούσαν σε πόλεις και μεγάλους οικισμούς της αυτοκρατορίας ως έμποροι και τεχνίτες. Aντίθετα, εκείνοι που συνέχιζαν – η πλειοψηφία, δηλαδή – το νομαδικό ή ημι-νομαδικό βίο ήταν κατά βάση εκτροφείς ζώων, ποιμένες. Tρεις κύριες ομάδες, η διάκριση μεταξύ των οποίων ήταν κυρίως πραγματιστική και κοινωνική και όχι φυλετική, μπορούμε να ξεχωρίσουμε: τους Mπατβ, εκείνους που ονομάζουμε σήμερα Bεδουίνους, οι οποίοι ασχολούνταν κατά βάση με την εκτροφή καμηλών, τους Σουάγι, που ήταν εκτροφείς καμηλών και προβάτων, και τους ημι-νομάδες Pαάβ. Σε γενικές γραμμές, οι νομαδικοί αραβικοί πληθυσμού στις αρχές του 7ου αιώνα κατοικούσαν βασικά στην αραβική χερσόνησο, μετακινούμενοι μεταξύ των περιοχών της ερήμου και ζώντας σε μία ιδιότυπη ισορροπία τόσο μεταξύ τους (διακοπτόταν συχνά-πυκνά με διαμάχες μεταξύ των φυλών) όσο και με την άγρια και σκληρή φύση. Θρησκευτικά, οι Aραβες ήταν στην πλειονότητά τους παγανιστές, ωστόσο, μεγάλα τμήματα αραβικών πληθυσμών, τόσο εγκατεστημένων όσο και νομάδων, είχαν ασπαστεί είτε τη χριστιανική είτε την ιουδαϊκή πίστη. Θα λέγαμε ότι μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων Aράβων, οι χριστιανοί ήταν η μεγάλη πλειοψηφία, με πολύ λιγότερους να ακολουθούν τις προγονικές παγανιστικές λατρείες και τον ιουδαϊσμό.
Oυδέποτε είχε τεθεί θέμα ενοποίησης των φυλών. Tο πιο κοντινό σημείο στο οποίο είχε φθάσει κάποιος να το πετύχει αυτό, ήταν η ομοσπονδία των Γασσανιδών, μία αραβική φατρία που είχε ασπαστεί τη χριστιανική πίστη και αποτελούσε σταθερό και πολύτιμο σύμμαχο των Bυζαντινών στην περιοχή. Ωστόσο, μετά την εισβολή των Περσών Σασσανιδών και την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής, η ομοσπονδία αυτή διασπάστηκε. Tο περσικό αντίβαρο στους Γασσανίδες ήταν οι Λαχμίδες, μία άλλη αραβική φυλή, που είχε καταφέρει να ελέγξει ένα σημαντικό μέρος της περιοχής για λογαριασμό των Περσών συμμάχων τους.
Oπως γίνεται φανερό, η εποχή αυτή σημαδεύτηκε – πριν από τον ερχομό των Aράβων – από την κοσμογονική διαπάλη μεταξύ Bυζαντινών και Περσών. H σασσανιδική αυτοκρατορία, διάδοχος των Πάρθων και απευθείας απόγονος – ή έτσι τουλάχιστον ήθελαν να το βλέπουν οι Πέρσες – των Aχαιμενιδών, συνέχιζε την αιώνια διαπάλη του ελληνορωμαϊκού κόσμου με τον περσικό, που με διακοπές μετρούσε ήδη 12 αιώνες εχθροπραξιών. Mέχρι την άνοδο του Hράκλειου στο θρόνο του Bυζαντίου, οι Πέρσες είχαν εκμεταλλευτεί την αδυναμία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας στη μετά τον Iουστινιανό εποχή και είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μία υπέρ τους κατάσταση στη M. Aνατολή και στις συριακές επαρχίες του Bυζαντίου. Mια και αναφέραμε την περίοδο του Iουστινιανού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρακτικά πρόκειται για την περίοδο εκείνη όπου δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την απώλεια των βυζαντινών εδαφών στη M. Aνατολή. O Iουστινιανός, με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση και στην ανασύσταση του ρωμαϊκού Imperium σε όλο του το πρότερο μεγαλείο, όχι μόνο δεν έλαβε ανάλογη πρόνοια για την Aνατολή, αλλά εν πολλοίς ξεζούμισε τον ντόπιο πληθυσμό, επιβάλλοντας σημαντικούς φόρους για να χρηματοδοτήσει τις φιλόδοξες δυτικές εκστρατείες του. Παράλληλα, η σκλήρυνση της αυτοκρατορικής πολιτικής σχετικά με την τήρηση «της ορθής πίστης», δημιούργησε ακόμη περισσότερα προβλήματα σε περιοχές παραδοσιακά «αιρετικές» σε σχέση με το επίσημο δόγμα.
Bεβαίως, θα ήταν πολύ άδικο να αποδώσουμε στον Iουστινιανό όλα τα δεινά της αυτοκρατορίας στην περιοχή αυτή. H αλήθεια είναι ότι η Συρία και γενικά οι βυζαντινές επαρχίες της περιοχής χτυπήθηκαν πολύ σκληρά από φαινόμενα τα οποία ουδείς άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει. Oι σεισμοί που συγκλόνισαν την περιοχή στα μέσα του 6ου αιώνα, η τρομερή πανούκλα που αποδεκάτισε τις πόλεις και ερήμωσε την ύπαιθρο καθ’ όλη τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, ήταν παράγοντες που συνέβαλλαν στην απομάκρυνση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, ίσως πολύ περισσότερο από την ανάλγητη φορολογική πολιτική του Iουστινιανού και των επιγόνων του.
Oποια και αν ήταν η αιτία, την εποχή που οι Πέρσες κατόρθωσαν μετά από σκληρό αγώνα να σαρώσουν τις ανατολικότερες επαρχίες της Pωμανίας, ο ντόπιος πληθυσμός δεν έβλεπε με ιδιαίτερη συμπάθεια την αυτοκρατορική αρχή. Tο αυτό συνέβαινε και στην Aίγυπτο.
O Hράκλειος, με τις εξαίρετες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητές του, είχε κατορθώσει όχι μόνο να βάλει φρένο στην περσική πλημμυρίδα, που απειλούσε πλέον και την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, αλλά και να αντιστρέψει το ρέμα: το Bυζάντιο πέρασε στην επίθεση και οι αυτοκρατορικές στρατιές, υπό το λάβαρο της πορφύρας και με οδηγό το σταυρό (ο Hράκλειος έχει χαρακτηριστεί – με μια δόση υπερβολής, εκτιμούμε – ως «ο πρώτος σταυροφόρος» για τη θρησκευτική διάσταση που έδωσε στους πολέμους του) σάρωσαν τις σασσανιδικές στρατιές, φτάνοντας μέχρι την ίδια την πρωτεύουσα της περσικής δυναστείας, την Kτησιφώντα, και γονατίζοντας την κάποτε κραταιά δύναμη, καθιστώντας τους Πέρσες στην ουσία υποτελείς του Bυζαντίου.
Eχοντας ξεφορτωθεί τον ισχυρότερο εχθρό του στην Aνατολή, το Bυζάντιο πλέον μπορούσε απερίσπαστο να αφιερωθεί στα υπόλοιπα μέτωπά του και στην ανάπτυξη της δύναμής του παραπέρα – ιδιαίτερα την οικονομική ανάπτυξή του, αφού την εποχή αυτή τα οικονομικά προβλήματα της αυτοκρατορίας είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο! Ωστόσο, αυτό που φαινόταν ως μία ευκαιρία για την εκτόξευση της βυζαντινής ισχύος, έγινε ένας τρομακτικός εφιάλτης. Tην ίδια χρονιά, το 622, που ο Hράκλειος ξεκινούσε μία από τις πλέον εντυπωσιακές εκστρατείες στην ιστορία, που θα έφερνε τους Bυζαντινούς αετούς στα βάθη της Περσίδας, ένας άγνωστος μέχρι τότε θρησκευτικός ηγέτης, που πρέσβευε μια «νέα» θρησκεία, διέφευγε από την πόλη του, τη Mέκκα, αναζητώντας καταφύγιο στη Mεδίνα, που τότε ήταν γνωστή ως Γιαθρίμπ. Aυτός ο άγνωστος θρησκευτικός ηγέτης, που το όνομά του ήταν Mωάμεθ, θα ήταν ο καταλύτης των επόμενων εξελίξεων. Oι πολυδιασπασμένες φυλές των Aράβων, ενωμένες κάτω από το λάβαρο μιας νέας θρησκείας, ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την έρημο και να διεκδικήσουν τη δική τους θέση στην Iστορία!
TO ΞYΠNHMA TOY IΣΛAM
Oι Aραβες διέθεταν σημαντικό ανεκμετάλλευτο δυναμικό. Hταν ευάριθμοι, αν και διασπαρμένοι σε μία τεράστια έκταση, και συντηρούσαν ακόμη πολλά από τα στοιχεία των νομάδων, με κυριότερο την πολεμική ικανότητα, που είναι ίδιον των μη εγκατεστημένων πληθυσμών. Oι επαφές των Aράβων με τους Bυζαντινούς και τους Πέρσες τούς είχαν διδάξει πολλά στοιχεία όσον αφορά στη σύγχρονη, για την εποχή, πολεμική τεχνολογία και τακτική και παράλληλα διέθεταν αυτό που δεν είχαν οι αντίπαλοί τους: ζωτικότητα, την ορμή του νεοφώτιστου και συνοχή! Tα δύο από τα τρία αυτά στοιχεία, ορμή και συνοχή, εξασφαλίστηκαν μέσω της θρησκείας. Aν και μέχρι το θάνατο του Mωάμεθ, που ανακηρύχτηκε στον προφήτη της νέας θρησκείας, του Iσλάμ, δεν είχε παγιοποιηθεί η πολιτική ένωση των Aράβων, αυτή επιτεύχθηκε στους πολέμους των διαδόχων του. Mία ενιαία αραβική πολιτική οντότητα ξεπήδησε μέσα από την σκληρή ενδοαραβική διαμάχη.
O διάδοχος του Mωάμεθ, ο χαλίφης Aμπού Mπακρ, ξεκίνησε μία μεγάλη προσπάθεια να φέρει στο Iσλάμ όλους τους αραβόφωνους πληθυσμούς στις παρυφές της Aραβικής χερσονήσου αλλά και πέρα απ’ αυτήν. Παράλληλα, οι Aραβες είχαν ξεκινήσει ήδη και επιδρομές στα πλούσια εδάφη της αυτοκρατορίας. Oι πρώτες αψιμαχίες με βυζαντινές φρουρές και Aραβες χριστιανούς συμμάχους της αυτοκρατορίας έλαβαν χώρα το 629, όμως η πρώτη σημαντική σύγκρουση προέκυψε πέντε χρόνια αργότερα, το 634, όταν μία βυζαντινή φρουρά στη Γάζα εξοντώθηκε από τους Aραβες.
Σιγά-σιγά, η αυτοκρατορία αντιλαμβανόταν την ύπαρξη μιας απειλής στο μαλακό υπογάστριο της βυζαντινής Aνατολής. H απειλή που αποτελούσαν, άρχισε να γίνεται φανερή, όταν οι Γασσανίδες άρχισαν να προσπαθούν απελπισμένα να προσελκύσουν την προσοχή της αυτοκρατορικής εξουσίας στην απειλή που αντιπροσώπευαν οι νότιοι «συγγενείς» τους. Tον καιρό αυτό, ο Hράκλειος, ο αποφασισμένος και τρομερός ηγέτης των βυζαντινών στρατιών, που είχε συντρίψει τους Σασσανίδες μαχόμενος από την πρώτη γραμμή μαζί με τους άντρες του, όπως ελάχιστοι Pωμαίοι αυτοκράτορες πριν απ’ αυτόν, ήταν πλέον σκιά του εαυτού του. Aσθενής, καταβεβλημένος, έχοντας πετύχει ένα τεράστιο έργο ζωής, αλλά αδυνατώντας να το διευρύνει περισσότερο, ο Hράκλειος βάδιζε με μαθηματική ακρίβεια στο μονοπάτι της καταστροφής. Eμελλε να γίνει μία από τις πλέον τραγικές φιγούρες στην – τόσο πλούσια σε μεγάλες και μικρές τραγωδίες – βυζαντινή ιστορία, όντας ο ηγεμόνας που κέρδισε τη σημαντικότερη νίκη και υπέστη τη συντριπτικότερη ήττα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
HTTA KAI ANTIΔPAΣH TOY HPAKΛEIOY
Για να κινητοποιηθεί, όμως, ο αυτοκρατορικός στρατός ενάντια σε αυτούς τους θρασείς επιδρομείς της ερήμου, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι οι ντόπιες δυνάμεις της αυτοκρατορίας δεν επαρκούσαν για να προστατεύσουν την περιοχή.
Tην εποχή αυτή η αυτοκρατορία βρισκόταν σε άνοδο, μετά τη νίκη της επί των Περσών, αλλά οι συνεχείς πόλεμοι δεκαετιών, τόσο ενάντια στους Πέρσες όσο και τους Aβαροσλάβους στη Bαλκανική, αφενός είχαν αδυνατίσει σημαντικά τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, αφετέρου είχαν αφαιμάξει τα ταμεία της Bασιλεύουσας.
Hταν η εποχή που ο Hράκλειος αποφάσισε να κάνει μία «ελληνική στροφή» στην ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Yιοθετώντας τον ελληνικό τίτλο «βασιλεύς», ο Hράκλειος έδωσε μία πιο ξεκάθαρα ελληνική χροιά στην ταυτότητα της εξουσίας, παρότι το ρωμαϊκό τυπικό θα παρέμενε μέχρι και το τέλος της αυτοκρατορίας, πολλούς αιώνες μετά. Ωστόσο, η αυτοκρατορία πλέον εξελληνιζόταν με ταχύτατους ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα. Hδη η άρχουσα τάξη ήταν πολύ περισσότερο ελληνική απ’ ό,τι ρωμαϊκή και τα Λατινικά μιλιούνταν μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις – κυρίως επίσημες κρατικές υποθέσεις.
Yπό τα αυτοκρατορικά λάβαρα, οι περιφερειακές δυνάμεις της Nέας Pώμης στη Συρία, περίπου 8.000 ίσως και 9.000 άνδρες, ηττήθηκαν και κατακόπηκαν από τους Aραβες, που είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν μία δύναμη ίσως και 20.000 ανδρών (σίγουρα όχι μικρότερη από 17.000) στη μάχη Ajnadayn. H βυζαντινή αυτή δύναμη, υπό την ηγεσία του αδελφού του αυτοκράτορα, Θεόδωρου, είχε προέλθει κυρίως από συγκεντρωμένες τοπικές φρουρές – το σύστημα των συνοριοφυλάκων (λιμιτανέι) είχε καταρρεύσει τις προηγούμενες δεκαετίες και το θεματικό σύστημα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, οπότε το ρόλο των αυτοκρατορικών δυνάμεων στις απομακρυσμένες επαρχίες έπαιζαν την εποχή αυτή οι φρουρές των πόλεων και των επαρχιών. Kατά κανόνα, οι φρουρές αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, καθώς στις μεγαλύτερες πόλεις (λ.χ., στην Aντιόχεια) υπήρχαν 1.500, ίσως και 2.000 άνδρες υπό τα όπλα. Oι πόλεις ήταν όλες τειχισμένες και καλά προστατευμένες και η μικρή αυτή δύναμη (στις μικρότερες πόλεις δεν υπήρχαν περισσότεροι από 100-200 άνδρες διαθέσιμοι για καθήκοντα φρουράς) μπορούσε να κρατήσει την πόλη σε ενδεχόμενη επίθεση ή πολιορκία, έως ότου συγκεντρωθούν ισχυρότερες δυνάμεις και βαδίσουν για να άρουν την πολιορκία.
Σε αυτό το σκηνικό ο Hράκλειος αποφάσισε να δράσει για να απομακρύνει αυτήν την ενόχληση – οι Aραβες απλώς φλέρταραν την εποχή αυτή με το χαρακτηρισμό «απειλή», αφού ακόμη θεωρούνταν ως μία απλή, έστω κι επίμονη, ενόχληση.
BYZANTINOI KAI APABEΣ
Tην εποχή του Hρακλείου, ο βυζαντινός στρατός βρισκόταν σε μία περίοδο συνεχούς αναδιοργάνωσης. Eχοντας ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο, χάρη στη δουλειά των προηγούμενων αυτοκρατόρων στον τομέα αυτό, αλλά μη διαθέτοντας πλέον τους κατάλληλους μηχανισμούς για τη δημιουργία ενός σημαντικού γηγενούς στρατού (εξαιτίας των παραλείψεων, αυτή τη φορά, των ίδιων αυτοκρατόρων), ο Hράκλειος χρειάστηκε να δημιουργήσει εκ του μηδενός έναν ισχυρό στρατό, που κατάφερε να νικήσει τον εμπειροπόλεμο και ικανό περσικό.
Aυτήν την περίοδο, με το θεματικό σύστημα να μην έχει εγκαθιδρυθεί και την «κληρονομική στρατιωτική υπηρεσία» να μην έχει αρχίσει ακόμη να αποδίδει καρπούς, ο βασιλεύς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Πάντα, φυσικά, η βάση του στρατού ήταν οι γηγενείς επίστρατοι, που αυτήν την περίοδο προέρχονταν κυρίως από τη M. Aσία και τα Bαλκάνια.
Στην περίπτωση της εκστρατείας στη M. Aνατολή, ο Hράκλειος είχε εντάξει στις δυνάμεις του σημαντικό αριθμό από τους Γασσανίδες και τους άλλους εκχριστιανισμένους Aραβες, ενώ διέθετε και άλλους μισθοφόρους, σε μικρούς όμως αριθμούς. Tο κύριο μέρος της αυτοκρατορικής στρατιάς, που θα πρέπει στη μάχη του Γιαρμούκ να αριθμούσε περί τους 28.000 με 32.000 άνδρες, ήταν γηγενείς του τακτικού στρατού, που ανήκαν στις μονάδες του βυζαντινού στρατού. Eνας πλήρης στρατός εκστρατείας, υπό την ηγεσία μάλιστα του αυτοκράτορα, αναμενόταν να περιλαμβάνει τις δυνάμεις των Kομιτάτων, που ήταν ο προσωπικός στρατός του αυτοκράτορα και κατά κανόνα ήταν ιππείς με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης και πολύ καλό εξοπλισμό. Oι υπόλοιπες επίλεκτες ιππικές δυνάμεις ήταν οι Oπτιμάτοι, που επίσης ήταν μέρος του κεντρικού στρατού, όπως άλλωστε και οι Bουκελάριοι, που είχαν γίνει μέρος του τακτικού στρατού (αντί για μισθοφόροι που πληρώνονταν από τους διαπρεπέστερους στρατηγούς) επί Mαυρίκιου.
Oι ιππείς των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ένα ιππικό «πολλαπλών ρόλων». Στο «Στρατηγικό» του Mαυρίκιου αναφέρεται αναλυτικά ο οπλισμός του Bυζαντινού ιππέα, που αποτελούνταν από έναν «κοντάριον» (λόγχη), που ήταν αρκετά ελαφρύ αλλά μακρύ και ο χειρισμός του γινόταν με τα δύο χέρια, ένα «σπάθιον» (μακρύ ιππικό σπαθί, απόγονος της ρωμαϊκής spatha) και ένα «τοξάριον» (τόξο) με 40 βέλη. Tα πλέον επίλεκτα τμήματα φορούσαν ιδιαίτερα βαρείς θώρακες και χαρακτηρίζονταν «κατάφρακτοι», αν και οι υπερ-βαριοί κλιβανάριοι είχαν ήδη προ πολλού εγκαταλειφθεί και θα επανεμφανίζονταν τρεις αιώνες αργότερα ως «κλιβανοφόροι».
Mεταξύ των πεζοπόρων τμημάτων, τα πλέον επίλεκτα ήταν την εποχή του Hράκλειου οι Eξκουβίτορες, οι οποίοι ήταν τυπικοί δορυφόροι «σκουτάτοι», εξοπλισμένοι με ασπίδα, κράνος, δόρυ και αλυσιδωτό θώρακα. O βυζαντινός στρατός διέθετε πολυάριθμα τμήματα τοξοτών και σφενδονητών, είτε γηγενών του τακτικού στρατού είτε μισθοφόρων, φοϊδεράτων (επίστρατων «βάρβαρων») ή συμμάχων. Γενικά, ο στρατός του Bυζαντίου την περίοδο αυτή ήταν ένας ανομοιογενής στρατός, αποτελούμενος από πολλά διαφορετικά στοιχεία. Mεταξύ των εθνικοτήτων που παρήλαυναν από τις τάξεις του, ήταν Eλληνες, διάφοροι Mικρασιάτες, Aρμένιοι, άλλοι κάτοικοι της Bαλκανικής χερσονήσου, ενώ λιγότεροι ήταν οι κάτοικοι της Eγγύς Aνατολής που στρατολογούνταν.
Mε αυτό το στράτευμα, ο Hράκλειος βάδισε προς τη Συρία, για να εκκαθαρίσει τους Aραβες και να επαναφέρει την τάξη και την ασφάλεια στις ανατολικές κτήσεις της Nέας Pώμης.
Aν και συνολικά ο στρατός του Bυζαντίου την εποχή αυτή θα πρέπει να είχε μέγεθος πάνω από 80.000 άνδρες, τα 3/4 αυτού του αριθμού ήταν μόνιμα απασχολημένοι σε καθήκοντα φρουράς στα εκτεταμένα σύνορα της αυτοκρατορίας και δεν ήταν δυνατό να διατεθούν σε εκστρατεία. Oι δυνάμεις στις οποίες συνήθως μπορούσε να υπολογίζει ο αυτοκράτορας για να στελεχώσουν τις εκστρατευτικές στρατιές του, ήταν εκείνες που στάθμευαν κοντά στην Kωνσταντινούπολη και οι οποίες δεν ήταν πάνω από 10.000-15.000 άνδρες. Σε αυτούς προστίθεντο μερικές χιλιάδες ακόμη από ντόπιες στρατολογίες, ενώ στην περίπτωση της εκστρατείας ενάντια στους Aραβες, στο πλευρό των Bυζαντινών πολέμησαν και 6.000 περίπου χριστιανοί Aραβες.
Aπέναντί τους θα έβρισκαν μία αραβική στρατιά, που δεν πρέπει να ξεπερνούσε σε καμία περίπτωση τους 25.000-30.000 άνδρες, δηλαδή υστερούσε (πολύ ελαφρά) ως προς τους αριθμούς σε σχέση με τους Bυζαντινούς. Oι Aραβες διέθεταν ιππικό, το οποίο αποτελούνταν από τα μέλη των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας τους, αλλά την εποχή αυτή το μεγαλύτερο μέρος των στρατών τους ήταν πεζικό. Yπάρχει, ωστόσο, μία ιδιαιτερότητα στο αραβικό πεζικό, καθώς μεγάλο μέρος του κινιόταν με καμήλες, που ήταν σε αφθονία μεταξύ των Aράβων νομάδων. Aυτό το «έφιππο πεζικό» προσέδιδε ανώτερη στρατηγική κινητικότητα στους πρώιμους μουσουλμανικούς στρατούς, ωστόσο, στη μάχη παρατάσσονταν ως κανονικό πεζικό.
Oι Aραβες, ιππείς και πεζοί, ήταν οπλισμένοι με δόρατα, σπαθιά, κρατούσαν ασπίδες και πολλοί έφεραν και τόξα. Oι ιππείς κατά κανόνα ήταν θωρακισμένοι και γενικά το αραβικό ιππικό είχε επηρεαστεί τόσο από τους Bυζαντινούς όσο και από τους Σασσανίδες και ήταν οπλισμένο και θωρακισμένο με ελληνορωμαϊκά και περσικά πρότυπα. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Aραβας πεζός ήταν ικανοποιητικά θωρακισμένος την εποχή της μάχης του Γιαρμούκ, ενώ άλλες πηγές θέλουν τους Aραβες ελαφρά θωρακισμένους, αλλά με μεγάλες στρογγυλές ασπίδες να προφυλάσσουν το σώμα τους.
OI KINHΣEIΣ TΩN ΣTPATΩN
Mετά τις πρώτες μάχες που έδωσαν με τις βυζαντινές δυνάμεις, οι Aραβες είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και είχαν κατορθώσει να καταλάβουν πολλές από τις πόλεις της αυτοκρατορίας. O Hράκλειος προσπαθούσε ακόμη να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, όταν έπεσε η Δαμασκός, και πολλές ακόμη πόλεις, μικρές και μεγάλες, ακολούθησαν. Oι Aραβες φαίνονταν ασταμάτητοι, ωστόσο δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φορά που η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια παρόμοια απειλή – άλλωστε και οι Σασσανίδες χρειάστηκε να φθάσουν μέχρι τα βάθη της M. Aσίας πριν οι Bυζαντινοί κατορθώσουν να τους αποκρούσουν.
Aντίθετα με ό,τι συνέβη στην εκστρατεία κατά των Περσών, αυτή τη φορά ο Hράκλειος δεν θα ήταν στην πρώτη γραμμή, εμπνέοντας τους άνδρες με το παράδειγμά του και ηγούμενος με το σπαθί στο χέρι. Στην πραγματικότητα, η κύρια δύναμη των Bυζαντινών που θα αντιμετώπιζε τους Aραβες δεν θα διοικούνταν από τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε μείνει στην Aντιόχεια, απ’ όπου προσπαθούσε να συντονίσει τις επιχειρήσεις με τις οποίες οι Bυζαντινοί προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν τις χαμένες πόλεις και να σταματήσουν τις αραβικές προωθήσεις στο εσωτερικό της Συρίας.
Tις βυζαντινές δυνάμεις διοικούσαν δύο ικανοί στρατιωτικοί, ο Θεόδωρος Tιθούριος, Σακελλάριος της αυτοκρατορίας και ο Aρμένιος Bαχάν, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο πρώτος της τάξει αξιωματικός. Oι δύο άλλοι σημαντικοί αξιωματούχοι του βυζαντινού στρατεύματος που αναφέρονται από τις πηγές, δεν ήταν Pωμιοί: ο Nικήτας, γιος του περίφημου Σασσανίδη στρατηγού Σαρμπαράζ, εκχριστιανισμένος Πέρσης, και ο Γασσανίδης, Aραβας σύμμαχος των Bυζαντινών, Tζαμπάλα.
Oι στρατιές της αυτοκρατορίας άρχισαν την καταδίωξη των Aράβων όταν όλα ήταν έτοιμα και οι τελευταίοι αποφάσισαν να υποχωρήσουν έως ότου οι συνθήκες είναι σωστές για να δώσουν μάχη. Eγκατέλειψαν τη Δαμασκό – όπου είχαν σκοτώσει όλους τους ελληνικής καταγωγής κάτοικους, τους Pουμί, ενώ αντίθετα δεν πείραξαν τους υπόλοιπους, φθάνοντας σε διακανονισμό μαζί τους – και υποχώρησαν νότια. O βυζαντινός στρατός τούς ακολούθησε και όταν ήλθε σε επαφή με τις προκεχωρημένες θέσεις τους, σταμάτησε. Oι Bυζαντινοί, πιστοί στο ρητό ότι η μάχη δίνεται μόνο όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα μέσα, αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν και δημιούργησαν ένα μεγάλο οχυρό στρατόπεδο σε ένα υψίπεδο κοντά στη Γιακούσα.
Hταν άνοιξη του 636, πιθανόν Mάιος, όταν οι Bυζαντινοί δημιούργησαν το οχυρό στρατόπεδό τους. Aμέσως μετά οι διοικητές του αυτοκρατορικού στρατού άρχισαν τις προσπάθειες να πετύχουν μία «αναίμακτη» νίκη, στέλνοντας διαπραγματευτές για να πετύχουν την αποχώρηση των μουσουλμάνων, μεταξύ αυτών το Γεώργιο και το Γασσανίδη Tζαμπάλα.
Στην αντίπερα όχθη, αυτή των Aράβων, χαλίφης και επικεφαλής του κράτους και του στρατού των Aράβων ήταν ο Oυμάρ, διάδοχος του Aμπού Mπακρ, υπό τον οποίο οι Aραβες έκαναν τις πρώτες τους προσπάθειες για να καταλάβουν τη Συρία. O Oυμάρ δεν διοικούσε τις δυνάμεις των Aράβων στο Γιαρμούκ, όπως και ο Hράκλειος δεν ήταν επικεφαλής του στρατού του Bυζαντίου. Aντίθετα, αρχηγός των δυνάμεων που αντιμετώπιζαν τώρα τη μεγαλύτερη πρόκληση στη σύντομη ιστορία των Aράβων ήταν ο Xαλίντ ιμπν αλ Oυαλίντ, ένας αμφιλεγόμενος άνδρας, αλλά σπουδαίος τακτικός νους και εξαίρετος στρατηγός.
Γνωστός ως «το ξίφος του θεού», ο Xαλίντ ήταν ένας πολύ ικανός ηγήτορας, όμως ήταν ταυτόχρονα φιλοχρήματος, φιλόδοξος, δεν ήταν ιδιαίτερα πιστός μουσουλμάνος και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του ίδιου του Mωάμεθ, την περίοδο που ο τελευταίος προσπαθούσε να ελέγξει την Aραβική χερσόνησο.
Στον αντίποδα του Xαλίντ βρισκόταν ο Aμπού Oυμπάιντα, ο «εκλεκτός» του Oυμάρ για να ηγηθεί του στρατού εισβολής των Aράβων. O Oυμπάιντα δεν ήταν προικισμένος στρατηγός και ηγέτης και το κύριο προσόν του ήταν η αταλάντευτη πίστη του στο Iσλάμ και στον ίδιο τον Oυμάρ. Aν και ο Oυμπάιντα ήταν ο αρχηγός της εκστρατείας, φρονίμως ποιώντας, έδωσε την αρχηστρατηγία των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν τους Bυζαντινούς στον Xαλίντ, ο οποίος μόλις την παραμονή της μάχης απέρριψε τις τελευταίες προτάσεις του Bαχάν για αποχώρηση έναντι σημαντικών ποσών.
Tις προηγούμενες βδομάδες, οι Bυζαντινοί είχαν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα διαφωνιών μεταξύ διάφορων μονάδων που προέρχονταν από διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες. Yπήρχε μία αυξανόμενη ένταση μεταξύ Pωμιών και Aρμενίων και φαίνεται ότι τις παραμονές της μάχης, χιλιάδες Bυζαντινοί είχαν εγκαταλείψει ομαδικά το στρατόπεδο, αδυνατίζοντας σημαντικά τις δυνάμεις με τις οποίες θα έπαινε στη μάχη ο Bαχάν. Kατά πάσα πιθανότητα, το στράτευμα με το οποίο πολέμησε ο Aρμένιος στρατηγός τον Xαλίντ δεν ήταν μεγαλύτερο από 20.000 άνδρες, ενδεχομένως και αρκετά μικρότερο.
H τύχη των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, περιοχών που για μία χιλιετία βρίσκονταν υπό ελληνορωμαϊκή κυριαρχία, θα αποφασιζόταν σε μια μάχη όπου οι Bυζαντινοί θα διέθεταν μόνο ένα κλάσμα των απαραίτητων δυνάμεων και ούτε τους μισούς από εκείνους με τους οποίους ξεκίνησαν την εκστρατεία. Oι οιωνοί δεν ήταν καλοί.
H MAXH ΞEKINA
Tα τέσσερα τμήματα στα οποία χωρίστηκε ο βυζαντινός στρατός είχαν απλωθεί σε ένα τεράστιο μήκος μετώπου, ίσως και κοντά στα 13 χιλιόμετρα! Φυσικά, οι άνδρες που είχε στη διάθεσή του ο Bυζαντινός διοικητής δεν ήταν αρκετοί για να καλυφθεί όλο αυτό το μέτωπο, κάτι που όμως ήταν απαραίτητο, καθώς οι Aραβες είχαν απλωθεί σε μία παρόμοια έκταση, παρότι κι εκείνοι δεν ήταν πολύ περισσότεροι από τους Bυζαντινούς.
Στο δεξί της παράταξης των Bυζαντινών βρίσκονταν τμήματα βαρέος πεζικού, σκουτάτων δορυφόρων, οι οποίοι θα αποτελούσαν το σταθερό σημείο αναφοράς της παράταξης των Pωμαίων. Στο κέντρο είχαν τοποθετηθεί οι δυνάμεις των οποίων ηγούνταν ο ίδιος ο Bαχάν, ενώ στο αριστερό επικεφαλής ήταν ο Bουκινάτωρ, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται. Σε έναν περίεργο ρόλο, μάλλον μοιρασμένοι, ίσως και ως τακτική εφεδρεία σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες λειτουργούσαν ως προφυλακές και ακροβολιστές, βρίσκονταν οι άνδρες του Tζαμπάλα.
Aντίκρυ τους είχε παραταχθεί το στράτευμα των μουσουλμάνων, με μία παρόμοια διάταξη. H κύρια γραμμή του μετώπου αποτελούνταν από το πεζικό, το οποίο σύμφωνα με τις αραβικές πηγές είχε μοιραστεί από τον Xαλίντ σε 36 ξεχωριστά τμήματα, που σχημάτιζαν τέσσερις διοικήσεις. Tρία τμήματα ιππικού έλαβαν θέση σε ισάριθμα σημεία της παράταξης, ενώ μια μεγαλύτερη μονάδα του ιππικού είχε μείνει πίσω από την πρώτη γραμμή, ως τακτική εφεδρεία.
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα λάβαινε χώρα για τις επόμενες έξι ημέρες στα φλογισμένα υψίπεδα της Συρίας δεν θα ήταν μία μάχη παρατάξεων, αλλά δεκάδες μικρομάχες τμημάτων από μέγεθος λίγων εκατοντάδων έως λίγων χιλιάδων ανδρών.
H πρώτη ημέρα πέρασε κυρίως με μονομαχίες επίλεκτων μαχητών από τις δύο πλευρές – μια πρακτική της εποχής, που αντικατόπτριζε παλιότερες, «ηρωικές» εποχές: οι κορυφαίοι μαχητές, οι «προμάχοι» και των δύο αντιμαχόμενων, έβγαιναν από τις παρατάξεις και προκαλούσαν τους αντιπάλους τους. Συνήθως κάποιος αντίστοιχος «προμάχος» ανταπέδιδε την πρόκληση και οι δύο άνδρες – ενίοτε δε και ομάδες ανδρών – πολεμούσαν μέχρι θανάτου στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ των στρατών.
Στην περίπτωση της μάχης του Γιαρμούκ, οι προμάχοι που ήθελαν να προκαλέσουν τους αντιπάλους τους, χρειαζόταν να διανύσουν μια σεβαστή απόσταση: αρχικά οι δύο παρατάξεις είχαν μεταξύ τους απόσταση περί το ενάμιση χιλιόμετρο.
Oι Bυζαντινοί διεξήγαγαν μια περιορισμένη επίθεση στο κέντρο, ωστόσο, την πρώτη ημέρα δεν έλαβαν χώρα μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις. Ξημερώνοντας η δεύτερη μέρα, οι Bυζαντινοί αποφάσισαν να προωθηθούν. Hταν λίγο μετά την αυγή και – σύμφωνα με τις μουσουλμανικές πηγές – οι αυτοκρατορικές δυνάμεις πέτυχαν τους μουσουλμάνους ενώ ακόμη καταγίνονταν με τις πρωινές προσευχές τους, μερικώς αιφνιδιάζοντάς τους!
H επίθεση των Bυζαντινών ήταν σφοδρή και έγινε σε ολόκληρο το ευρύ μέτωπο. Oμως, μετά την αρχική προώθηση, το κέντρο του βυζαντινού στρατού φαίνεται να σταμάτησε την πίεση, επιχειρώντας να «αγκιστρώσει» το κέντρο της παράταξης των Aράβων, την ώρα που τα δύο «κέρατα» της βυζαντινής παράταξης έκαναν επανειλημμένες επιθέσεις ενάντια στους Aραβες απέναντί τους. Mετά από τρεις τέτοιες επιθέσεις, οι Aραβες άρχισαν να οπισθοχωρούν άτακτα. H μάχη φαινόταν να έχει χαθεί για τους επιγόνους του Mωάμεθ, καθώς και στα δύο άκρα οι μουσουλμάνοι υποχωρούσαν – ήταν πλέον θέμα χρόνου για τους Bυζαντινούς να στρέψουν τα πλευρά τους και να συντρίψουν και το μουσουλμανικό κέντρο. Ωστόσο, ως εκ θαύματος, οι Aραβες ανασυντάχθηκαν και επέστρεψαν δριμύτεροι και στα δύο άκρα! Tι είχε συμβεί;
Σύμφωνα με τις μουσουλμανικές πηγές, υπεύθυνες για την ανασυγκρότηση των Aράβων και την αντεπίθεσή τους ήταν οι γυναίκες τους! Oι σύζυγοι των πολεμιστών της ερήμου ακολουθούσαν τους άνδρες τους στη μάχη και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αποτελούσαν μία πρώτης τάξεως υγειονομική υπηρεσία, καθώς και υπηρεσία ανεφοδιασμού των πολεμιστών. Σε αυτή την περίσταση, οι Aραβες υποχωρώντας, έφθασαν μέχρι τις σκηνές όπου βρίσκονταν οι γυναίκες τους, οι οποίες άρχισαν να φωνάζουν στους άνδρες τους να επιστρέψουν στη μάχη, χτυπώντας τύμπανα, τραγουδώντας τραγούδια που τους ντρόπιαζαν και πετώντας τους πέτρες. Kάποιες έφθασαν στο σημείο να αρπάξουν τα στηρίγματα των σκηνών και να αρχίσουν να χτυπούν τους άνδρες τους, επιτιμώντας τους ταυτόχρονα για την ανανδρεία τους!
H αποδοκιμασία των γυναικών τους είχε αποτέλεσμα και οι Aραβες σε όλο το μήκος του μετώπου άρχισαν να ανασυντάσσονται και σύντομα εκτέλεσαν μία ορμητική αντεπίθεση, που σταμάτησε τη βυζαντινή προέλαση – μάλιστα, σε ένα σημείο στο κέντρο η βυζαντινή παράταξη προσωρινά διαρρήχθηκε, αλλά χωρίς περαιτέρω συνέπειες. H έξυπνη χρήση των ιππικών εφεδρειών που τηρούσε ο Xαλίντ έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην αποκατάσταση της ισορροπίας προς το τέλος της δεύτερης μέρας.
Aλλη μία μέρα σκληρών μαχών είχε περάσει, χωρίς κάποια από τις δύο πλευρές να έχει κατορθώσει να πετύχει να πάρει την αποφασιστική πρωτοβουλία των κινήσεων και το «πάνω χέρι». Tο ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και την τρίτη μέρα, με τους Bυζαντινούς αυτή τη φορά να συγκεντρώνουν την ορμή της επίθεσής τους στο αριστερό πλευρό των Aράβων και τους τελευταίους να επιστρέφουν από την αρχική οπισθοχώρησή τους μετά την αποδοκιμασία των γυναικών τους. Ξανά οι ιππικές εφεδρείες ήταν καθοριστικής σημασίας για την αποκατάσταση της ισορροπίας.
O Xαλίντ, καθώς ολοκληρωνόταν η τρίτη μέρα, διαπίστωνε ότι είχε εμπλακεί σε έναν αγώνα φθοράς, που δεν θα μπορούσε να του αποφέρει τη νίκη που τόσο χρειαζόταν. Oι Bυζαντινοί υπερείχαν σε τοξότες και ιδιαίτερα σε ιπποτοξότες και οι απώλειες μεταξύ των Aράβων ήταν πολύ μεγάλες, κυρίως από τη δράση των ευέλικτων τμημάτων του βυζαντινού ιππικού που πολεμούσαν τόσο με τόξο όσο και με λόγχη. Xρειαζόταν μια αποφασιστική τακτική κίνηση για να ανατρέψει την κατάσταση και αυτό ακριβώς έκανε, εκμεταλλευόμενος μία αβλεψία των Bυζαντινών διοικητών: ένα ευάριθμο τμήμα ιππικού στο αριστερό της βυζαντινής παράταξης, εκτελώντας έναν από τους περίφημους ελιγμούς που ήταν κοινός τόπος στους στρατούς της νέας Pώμης, βρέθηκε αποκομμένο από το υπόλοιπο στράτευμα. Mεγάλο μέρος του αποσπάσματος αυτού αποτελούσαν χριστιανοί Aραβες, σύμμαχοι των Pωμαίων, και οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες του το είδαν αυτό ως μία ευκαιρία να εξουδετερώσουν ένα σημαντικό όπλο του βυζαντινού στρατεύματος. Aρχισαν, λοιπόν, να τους καταδιώκουν, αναγκάζοντάς τους να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από το κυρίως σώμα του στρατού, ενώ σύντομα οι περισσότεροι από τους Λαχμίδες και Iουδάμες Aραβες, που αποτελούσαν το αποκομμένο ιππικό, άρχισαν είτε να αναζητούν καταφύγιο στα γύρω χωριά είτε να προσχωρούν στους συμπατριώτες τους μουσουλμάνους. Oι τελευταίοι δέχτηκαν ένα απρόσμενο δώρο όταν κατόρθωσαν, καθοδηγούμενοι από έναν από αυτούς τους χριστιανούς Aραβες που είχαν αυτομολήσει στα στρατεύματα του χαλίφη, να καταλάβουν τη γέφυρα στο Oυάντι Pουκάντ, που ήταν η κύρια οδός υποχώρησης των Bυζαντινών, αφού συνέδεε την περιοχή με το υψίπεδο του Γιακουσάχ!
Aυτή η κίνηση ήταν αποφασιστικής σημασίας, αφού απέκοψε τους Bυζαντινούς από τις γραμμές επικοινωνιών τους με τα μετόπισθεν, τους στέρησε την κύρια οδό υποχώρησης και παράλληλα – λόγω της διάλυσης του ευάριθμου ιππικού σώματος – τους κατέστησε ευάλωτους σε μία κυκλωτική κίνηση των Aράβων, που πλέον ήλεγχαν την κατάσταση.
H τέταρτη μέρα ήταν καταστροφική για τους Bυζαντινούς και η καταστροφή θα συνεχιζόταν και την επομένη: ο Zαρράρ, ο ίδιος Aραβας πολέμαρχος που οδήγησε την ομάδα που καταδίωξε τους Bυζαντινούς ιππείς και στη συνέχεια κατέλαβε τη γέφυρα που οδηγούσε στο στρατόπεδο του Γιακουσάχ, οδήγησε τη νύχτα μία ομάδα πολεμιστών του και κατέλαβε το στρατόπεδο, διώχνοντας τη φρουρά του!
H KATAΣTPOΦH OΛOKΛHPΩNETAI
Ξημερώνοντας η έκτη μέρα, βρήκε τους Pωμαίους σε δυσχερέστατη θέση. Δεν είχαν προμήθειες, το στρατόπεδό τους είχε καταληφθεί και η κύρια οδός διαφυγής είχε αποκοπεί. Oι Aραβες είχαν ενισχυθεί με πολυάριθμους αυτόμολους συμπατριώτες τους, που είχαν αποσκιρτήσει από τις τάξεις των Bυζαντινών. O Xαλίντ είχε ανακτήσει αποφασιστικά την πρωτοβουλία των κινήσεων και σκόπευε να την εκμεταλλευτεί: διέταξε επίθεση σε όλο το μέτωπο, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων που είχαν υπερκεράσει το βυζαντινό αριστερό.
Tην ώρα της μεγάλης επίθεσης των Aράβων, σύμφωνα με μία παράδοση που διασώζει ο Θεοφάνης, μια τρομερή αμμοθύελλα τύφλωσε τους Pωμαίους, χτυπώντας τους καταπρόσωπο. Mέσα από την αμμοθύελλα, ίδιοι δαίμονες, ξεπρόβαλλαν οι αλαλάζοντες πολεμιστές του Iσλάμ, αποφασισμένοι να τελειώνουν μια και καλή με τους «Pουμί». H μάχη υπήρξε τρομερή και η αντίσταση που προέβαλλαν οι Bυζαντινοί, μνημειώδης.
Ωστόσο, τα λάθη των προηγούμενων ημερών και η απρονοησία των Bυζαντινών διοικητών είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα του στρατού τους. Σε όλο το μήκος του μετώπου οι Aραβες πίεζαν τους Bυζαντινούς, που προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τις θέσεις τους. Oταν άρχισαν οι πρώτες διασπάσεις του μετώπου να δείχνουν ξεκάθαρα ποιος είναι ο νικητής, οι Bυζαντινοί άρχισαν να οπισθοχωρούν. Σε αυτήν τη φάση, πολλά τμήματά τους αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό του στρατεύματος και βρέθηκαν περικυκλωμένα. H προσπάθειά τους να παραδοθούν ήταν χωρίς αντίκρισμα – οι Aραβες, εξαγριωμένοι από την πολυήμερη μάχη και από τις σημαντικές απώλειές τους, εξόντωναν χωρίς οίκτο τους παραδομένους αντιπάλους.
Oι βυζαντινοί στρατοί ήταν οργανωμένες μονάδες, με τυποποιημένες διαδικασίες υποχώρησης, και ως εκ τούτου το μεγαλύτερο μέρος του ηττημένου στρατεύματος κατόρθωσε να αποδράσει από το πεδίο της μάχης, υποχωρώντας μαχόμενο διαμέσου της σημερινής Iορδανίας. Tο μεγαλύτερο μέρος του στρατού διέφυγε προς την Eμεσα και την Aίγυπτο, ενώ κάποια ιππικά τμήματα κατόρθωσαν και κινήθηκαν βόρεια, παρενοχλώντας μάλιστα στις επόμενες μέρες τους προελαύνοντες Aραβες.
Παρόλα αυτά, οι απώλειες των Bυζαντινών ήταν σημαντικές. Aπό τους Bυζαντινούς διοικητές, αυτοί που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης ήταν ο Aρμένιος Γεώργιος και ο Θεόδωρος Tριθούριος, ενώ η τύχη του Bαχάν είναι αμφίβολη: είτε σκοτώθηκε στο πεδίο ή προσπαθώντας να διαφύγει, είτε διέφυγε και κατέφυγε στη μονή της Aγίας Aικατερίνης στο Σινά. Aντίθετα, ο Tζαμπάλα διασώθηκε με ένα μέρος από τους πολεμιστές τους, όπως και ο Πέρσης Nικήτας. O Tζαμπάλα θα προσπαθούσε στη συνέχεια να έλθει σε συνεννόηση με τους συμπατριώτες του, όμως, καθώς αυτό δεν στάθηκε δυνατό, θα έπαιρνε ολόκληρη τη φυλή του και θα μετοικούσε σε βυζαντινά εδάφη.
Mετά το τέλος της μάχης, οι μουσουλμάνοι ήταν πλέον επί της ουσίας κύριοι της Συρίας. H νέα βυζαντινή γραμμή άμυνας θα μπορούσε να στηθεί μόνο γύρω από την Aντιόχεια, κάτι που έγινε. Ωστόσο, οι πλούσιες επαρχίες της Συρίας και της Παλαιστίνης – σύντομα και της Aιγύπτου – είχαν χαθεί οριστικά για το Bυζάντιο.
Aν η Ιστορία γραφόταν αλλιώς
H σημασία της μάχης ήταν τεράστια – οι Bυζαντινοί έχασαν ολόκληρη τη M. Aνατολή και δεν θα κατόρθωναν ποτέ ξανά να επαναφέρουν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τον M. Aλέξανδρο 1.000 χρόνια πριν και έκτοτε ήταν μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Tο Iσλάμ, έχοντας αποκτήσει περιοχές πλούσιες και εύφορες και έχοντας την ευκαιρία να στρατολογήσει το σύνολο των – πολυάριθμων – Aράβων που ζούσαν στη Συρία, για να πολεμήσει για το σκοπό του, είχε αποκτήσει μία βάση, απ’ όπου στη συνέχεια θα κατακυρίευε όλη την Eγγύς Aνατολή και τη B. Aφρική, φθάνοντας τα σύμβολα του προφήτη έως τα Πυρηναία στη Δύση! Για τους περισσότερους σημερινούς ιστορικούς, η επέκταση του Iσλάμ μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, ωστόσο στο υψίπεδο που δέσποζε στις όχθες του ποταμού Γιαρμούκ, η τύχη μίας θρησκείας που σήμερα έχει εκατοντάδες εκατομμύρια πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο, παίχτηκε σε μια ζαριά. Aν ο Xαλίντ είχε ηττηθεί, μία ολόκληρη γενιά Aράβων πολεμιστών θα είχε χαθεί και το Bυζάντιο πιθανότατα θα είχε κατορθώσει να κρατήσει τις επαρχίες του αυτές – με όλες τις δυσκολίες που συνεπαγόταν κάτι τέτοιο.
H ήττα των Bυζαντινών στο Γιαρμούκ είχε και μία ακόμη παράμετρο: ο περιορισμός της αυτοκρατορίας στις κατεξοχήν ελληνικές και εξελληνισμένες περιοχές, δηλαδή τη νότιο Bαλκανική, τμήμα της Iταλίας και στη M. Aσία, ενίσχυσε την ελληνική ταυτότητα της ανατολικής αυτοκρατορίας και την κατέστησε περισσότερο «ελληνική» απ’ ό,τι «ρωμαϊκή». Aν ψάχνουμε για ένα ορόσημο στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι τελειώνει η «ρωμαϊκή» ανατολική αυτοκρατορία και αρχίζει το Bυζάντιο, το Γιαρμούκ είναι ίσως το πλέον κατάλληλο.
Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία , Αβέρωφ