Στο Δώριο Τριφυλίας εγκαταστάθηκε το 1ο Τάγμα του 749ου Συντάγματος της 117ης τεθωρακισμένης Γερμανικής Μεραρχίας. Αυτό έγινε περίπου Απρίλιο 1943, στο πλαίσιο των μέτρων, που λαμβάνονταν από τους Γερμανούς, για την αντιμετώπιση πιθανής συμμαχικής απόβασης στη Δυτική Πελοπόννησο όπως τους είχαν αφήσει να πιστέψουν οι σύμμαχοι.
Μετά την απόβαση, η οποία τελικά έγινε στην Σικελία στις 10 Ιουλίου 1943 η δραστηριότητα των Γερμανών στο Δώριο, πέρα από τη σκληρή και καθημερινή εκπαίδευση, υπό συνθήκες μάχης και χρήση πραγματικών πυρών συνεχίστηκε, με την συχνή αποστολή μικρών τμημάτων στα γύρω χωριά κυρίως για λόγους εκφοβισμού και συλλογής πληροφοριών.
Ένα από τα κύρια θέματα της ανησυχίας ήταν και η αβέβαιη στάση των μέχρι τότε συμμάχων τους Ιταλών, που εξακολουθούσαν να υπάρχουν στις αρχικές τους εγκαταστάσεις (Κυπαρισσία – Κοπανάκι – Μελιγαλάς) και, θεωρητικά έπρεπε αντιμετωπίζονται σαν σύμμαχοι, πιστοί στις αρχικές ιδέες του Φασισμού – Ναζισμού.
Είχαν όμως ήδη σημειωθεί μεμονωμένα περιστατικά παράδοσης Ιταλών, σε τμήματα Αντίστασης και θα πρέπει να ήταν γνωστές στους Γερμανούς οι φήμες για συζητούμενη μαζική παράδοση Μονάδων, εφόσον υπάρξουν εγγυήσεις ασφάλειας. Όλες αυτές οι ενδείξεις γίνονταν πιο ξεκάθαρες μετά την σύλληψη του Μουσολίνι (25 Ιουλίου), την συμμαχική απόβαση στην Καλαβρία (1 Σεπτεμβρίου) και κορυφώθηκαν με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943.
Στο κλίμα, αυτών των ραγδαίων εξελίξεων ο Διοικητής του τάγματος στο Δώριο, ήταν πολύ φυσικό να στείλει αναγνωριστικά τμήματα προς τις γύρω κατευθύνσεις, που ήταν γνωστό υπήρχαν ενεργές εστίες Εθνικής Αντίστασης. Έτσι, ενωρίς το πρωί στις 10 Σεπτεμβρίου, στάλθηκε, με ποδήλατα, ένα τμήμα 14 ανδρών προς την κατεύθυνση του Αετού και ένα άλλο με 18 άνδρες προς την κατεύθυνση Πιτσά (Σιτοχώρι).
Ένας λόχους του 9ου Σ.Π. του Ε.Α.Μ., υπό τον Ναπολέοντα Παπαγιαννόπουλο με τρεις Διμοιρίες, κινήθηκε από το Δυρράχιο προς την περιοχή Τριφυλίας, στο πνεύμα της παραπάνω γενικής αποστολής, σχετικής με την πιθανή παράδοση Ιταλών. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Σεπτεμβρίου, τα παραπάνω έφθασαν και διανυκτέρευσαν στον Αετό, με τις δύο Διμοιρίες, ενώ η τρίτη Διμοιρία με τα πολυβόλα, υπό τον Γ. Δημητρόπουλο κατευθύνθηκε για διανυκτέρευση στο χωριό Πιτσά. Το Πιτσά είναι το χωριό από το οποίο κατάγεται το κομματικό στέλεχος Χρήστος Αντωνόπουλος, και εκείνο το βράδυ έτυχε να βρίσκεται εκεί.
Η σύγκρουση των Γερμανών και των Ανταρτών και στις δύο περιπτώσεις, παρ’ ότι δεν ήταν σχεδιασμένη, έγινε αναπόφευκτη, κάτω από τον ενθουσιασμό και την παρότρυνση των κατοίκων, που δεν ανέχονταν την παρουσία στα χωριά τους των μισητών κατακτητών. Την περιγραφή των γεγονότων στον Αετό είναι προτιμότερο να την αφήσουμε σ’ έναν μαχητή του Ε.Λ.Α.Σ., τον συγγραφέα της Αντίστασης Δημήτρη Κυριαζή (Αστραπόγιαννο), που συμμετείχε στη μάχη όπως την περιγράφει στο βιβλίο «1940- 1950: Η δεκαετία που συγκλόνισε τη Χώρα»(σελ. 333) Αντιγράφουμε τη σχετική περικοπή από το βιβλίο του, όπως παρακάτω.
Η μάχη του Αετού
Λίγες μέρες μετά το Σύμφωνο του Δυρραχίου, ο Λόχος μας, όπως έγραψα, έφυγε από το Δυρράχι με προορισμό την Τριφυλία. Καθ’ οδόν, μόλις πατούσαμε τον κάμπο της Μεσσηνίας μάθαμε για την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και σπεύσαμε προς τις βάσεις τους (Κυπαρισσία – Φιλιατρά – Γαργαλιάνοι) για να τους αφοπλίσουμε.
Μετά τα μεσάνυχτα της 9ης προς 10η Σεπτεμβρίου φθάσαμε στον Αετό. Εκεί, γύρω στο Κεφαλάρι ξαπλώσαμε κατάκοποι και η Οργάνωση κάτι ετοίμαζε για φαγητό. Τέσσερις ή πέντε η ώρα το πρωί ειδοποιηθήκαμε πως έρχονται Γερμανοί. Συνταχθήκαμε αμέσως και φύγαμε προς Βαρυμπόμπι, με την ιδέα ν’ αποφύγουμε σύγκρουση. Σ’ ένα, περίπου, χιλιόμετρο έγινε κοινή σύσκεψη της Διοίκησης του Λόχου, των Διμοιριών, των υπευθύνων της πολιτικής οργάνωσης του χωριού και του Συνταγματάρχη Παν. Παπαδόπουλου που καταφθάσανε.
Η ηγεσία της ΕΑΜικής Οργάνωσης του χωριού όχι μόνον ήταν απόλυτη πως έπρεπε να χτυπήσουμε, αλλά και σε κάποιους δικούς μας δισταγμούς απάντησε με το: «Σας έχουμε για να σας ταΐζουμε μόνον…». Προσβληθήκαμε παιδιακίστικα; Καμφθήκαμε και αποφασίσαμε να χτυπήσουμε. Στην απόφασή μας βάρυνε πάνω απ’ όλα η γνώμη του Συνταγματάρχη Π.Π., ότι έπρεπε να χτυπήσουμε (Συνταγματάρχης Παναγιώτης Παπαδόπουλος).
Το σχέδιο καταστρώθηκε στο «φτερό». Θα χτυπούσαμε όταν και αν βγαίναμε από το χωριό προς Βαρυμπόμπι. Μια ομάδα υπό του λοχία Παναγιώτη Καζάντζα (Αετοβουναίο) θα προχωρούσε και θα έμπαινε μέσα στο χωριό για κάθε ενδεχόμενο. Η επιχείρηση αρχίζει. Εγώ, με τον αείμνηστο Γιώργο Μπακόπουλο, από Γλυκορίζι, προχωρούσαμε κολλητά στο φρύδι της όχθης του δρόμου προς το χωριό. Σε απόσταση 400 μ. περίπου από το Κεφαλάρι, σε μια κούρμπα, στη βάση χωματολοφίσκου, να μία ομάδα Γερμανών με τα «όπλα επί σκοπόν» να τα κατευθύνουν, μαζί με τα βλέμματα – στη μια και την άλλη μεριά του δρόμου.
Πέσαμε «μούτρα με μούτρα» που λένε. Ταχύτατος ο Γιώργος, βάζει με το μπράουνινγκ (αμερικάνικο πολυβόλο), κάποιος Γερμανός πέφτει, οι άλλοι το βάζουν στα πόδια, έτσι παντού σκόρπισαν οι Γερμανοί όπου βρέθηκαν, τρέχοντας προς τον Αετό. Η μάχη απλώνει… Σε λίγο, από το ρεματάκι πήδησα στην πλατειούλα του Κεφαλαριού, δίπλα στην πηγή ένας Γερμανός με ένα μυδράλιο και πριν του ρίξω σηκώνει τα χέρια. Τον αφόπλισα, κράτησα το πιστόλι του -μάουζερ.
(Ήτανε Πολωνός ο Λέων, Θεόρατος 1.90 μ. με πλατάρες σαν αλώνια. Από την πρώτη στιγμή παρακαλούσε να ενταχθεί στον Ε.Λ.Α.Σ. Τον δεχθήκαμε μετά κάνα μήνα. Απίθανης δύναμης κουβαλούσε και πολυβόλα θέσεων με τα πυρομαχικά τους άνετα. Υπηρέτησε πιστά, μαχητικά μέχρι τέλος. Έγινε φίλος γκαρδιακός με τον αείμνηστο Δημήτρη Τζικάκη από Βασιλικό. Από την Πολωνία, μας έγραψε και στείλαμε πιστοποιητικό για την ένταξή του στον Ε.Λ.Α.Σ.).
Ο Π. Καζάντζας και ο Γιάννης Λιάκος (Ηλιόπουλος) χτύπησαν Γερμανούς στη γωνία του κεντρικού δρόμου με αυτόν που οδηγεί στον Άγιο Δημήτριο. Τραυματία Γερμανό, οι γείτονες τον μεταφέρανε στην εκκλησία και ο Θ. Καζάντζας, νοσοκόμος στο στρατό, του επέδεσε τα τραύματα. Από εκεί τον μεταφέρανε στο σπίτι του Ν. Καζάντζα, όπου η κόρη του Ελένη περιποιήθηκε τον τραυματία – του έδωσε γάλα κ.λπ. Το βράδυ, επειδή φοβόταν τον ερχομό των Γερμανών, του άναψε λυχναράκι κι έφυγε. Οι Γερμανοί, την επόμενη μέρα τον βρήκαν και δεν κάψανε το σπίτι και 3, 4 γύρω, σκοτώσανε, όμως, το Θ. Καζάντζα που τον περιέθαλψε.
Άλλος Γερμανός έφυγε προς Δώριο. Στη θέση «Φαρμάκη» τσοπανόπουλο τον τραυμάτισε με μαχαίρι, του πήρε το όπλο, αλλά δεν τον αποτελείωσε και γύρισε στη βάση του.
Η μάχη, σκόρπια στο δυτικό μέρος του χωριού και παρυφές του, βάσταξε περί το τέταρτο. Η ομάδα εξοντώθηκε. Η εντύπωσή μας από τη μάχη ήταν ότι είχε δύναμη 18 άντρες. Οι Γερμανοί αναφέρουν: 3 νεκροί, 5 τραυματίες, 8 αγνοούμενοι, δηλ. 16 Πήραμε τον οπλισμό και τα ποδήλατά τους. Ο Ε.Λ.Α.Σ. δεν είχε κανέναν ούτε νεκρό, ούτε τραυματία.
Μαζευτήκαμε με τους αιχμαλώτους στον Άγιο Νικήτα, πάνω από του Σελά. Θυμάμαι, μόλις φέρανε τον Υπολοχαγό, όσοι βρίσκονταν εκεί πετάχτηκαν από τις θέσεις τους σαν αυτόματα και τον χαιρέτησαν ναζιστικά, φωνάζοντας «Χάιλ Χίτλερ»!
Η μάχη του Πιτσά (Σιτοχωρίου)
Η αντίστοιχη περιγραφή για τον Πιτσά, πάλι από τον Δημήτρη Κυριαζή, είναι πιο συνοπτική.
Καθώς ανέβαιναν οι Γερμανοί τις στροφές για να μπουν στο χωριό στη θέση Πάστρα τους περίμενε ειδοποιημένη η Διμοιρία Πολυβόλων του Ναπολέοντα υπό τον Γ. Δημητρόπουλο που τους εξουδετέρωσε όλους σε ελάχιστο χρόνο. Ο Χρήστος Αντωνόπουλος συμμετείχε προσωπικά στη μάχη και συνέστησε στους χωρικούς να συγκεντρώσουν τους νεκρούς στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Εκεί τους βρήκαν οι Γερμανοί την επόμενη και τις γυναίκες του χωριού να τους νεκροστολίζουν. Οι Γερμανοί εξετίμησαν αυτή την πράξη και αρκέστηκαν να πάρουν τους νεκρούς τους χωρίς, να προβούν στα αντίποινα που κατά κανόνα εφάρμοζαν.
Πηγή: (Βιβλίο του Χρήστου Ανδρ. Τάκη «Η Αντίσταση 1941-1944 στην Ορεινή Τριφυλία – Ολυμπία – Το οδυνηρό ξεκίνημα του νέου διχασμού», έκδοση 2014.), Άνω Δώριο (Σούλιμα) Μεσσηνίας , Αβέρωφ