ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΓΡΑΜΜΑ
ΤΟΥ ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Θ.Π ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ κ.κ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ1
Ἀριθμ. Πρωτ. 2748
Ἀριθμ. Διεκπ. 1265
Παναγιώτατε καί Θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ἐν Χρήστῳ τῷ Θεῶ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, κύριε Βαρθολομαῖε, τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι ὐπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Μετ’ αἰσθημάτων βαθυτάτης πικρίας ἐπικοινωνοῦμε μετά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος, ἶνα διά τοῦ μετά χεῖρας Γράμματος ἡμῶν καταστήσωμεν Αὐτήν τε καί τήν περί Αὐτήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον κοινωνούς, ὅσων συνέβησαν προσφάτως ἐν Ἑλλάδι ἐξ’ ἀφορμῆς τῶν δηλώσεων τοῦ Πρωθυπουργοῦ κ. Κωνσταντίνου Σημίτη ἐνώπιον τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τήν 24ην παρελθόντος μηνός Μαΐου 2000, περί τῆς μή ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά Δελτία Ταυτότητος τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν.
Ἐκ προοίμιου ὀφείλομεν, ἶνα τονίσωμεν πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν , ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία ἡμῶν ἀείποτε ὑπῆρξεν ξένη πρός πᾶσαν κοσμικήν ἐξουσίαν, ὡς τοῦτο ἐπιβάλλει ἡ μακραίων παράδοσις Αὐτῆς. Οὔτε θέλγεται ἀπό αὐτήν, οὔτε κἄν διανοεῖται, ἶνα ὑποκαταστήσῃ τάς κρατικάς ἐξουσίας. Κατά τοῦτο, οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Κράτος εἰσίν ἀπολύτως διακριτικοί ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἀμοιβαίως σεβαστοί. Τοῦτο ὅμως δέν δύναται νά ὁδηγῇ εἰς προκλητικήν παραθεώρησιν καί ἀγνόησιν τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν διαδικασίαν λήψεως κυβερνητικῶν ἀποφάσεων ἐχουσῶν ἄμεσον ἐνδιαφέρον δι’ Αὐτήν.
Τῷ ὄντι ἐξ’ ἀρχῆς ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία ἡμῶν ἐπέδειξεν εἰλικρινῆ διάθεσιν γονίμου συνεργασίας μετά τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ θέματος τῶν ταυτοτήτων καί ἐνῷ ἔλαβεν ὑπευθύνως διαβεβαιώσεις ἐκ μέρους τοῦ ἁρμοδίου ἐπί τῶν θρησκευτικῶν θεμάτων Ὑπουργοῦ, ὅτι δέν ἐπρόκειτο, ἵνα ληφθῶσιν ἀποφάσεις ἐπί τοῦ θέματος πρίν ἤ διεξαχθῇ μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας διάλογος, αἰφνιδίως καί κατά τρόπον ἄκομψον, μάλιστα δέ καθ’ ἥν στιγμήν ἡ ἡμετέρα Μετριότης εὑρίσκετο ἐξ αἰτίας ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς εἰς Ρουμανίαν, εὑρέθημεν πρό τετελεσμένων γεγονότων, διότι ἐπεχειρήθη ὑπό τῆς Πολιτείας, ἶνα δοθῆ μονομερῶς λύσις εἰς ζήτημα, ὅπερ ἀπασχολεῖ ἑκατομμύρια Ἑλλήνων Πολιτῶν καί ἐν ταυτῷ μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπόμενον ἦτο τό ὡς εἴρηται γεγονός νά προκαλέσῃ εἰς τήν Ἐκκλησίαν αἴσθημα βαθυτάτης πικρίας, ἅμα δέ καί εὔλογον ἀπορίαν, καί διά τόν αἰφνιδιασμόν καί διά τόν ἐμπαιγμόν, οὕς ἀναιτίως ὑπέστη. Διερωτώμεθα τί ἐμεσολάβησεν ἤ τί κρύπτεται ὄπισθεν τῶν μεθοδεύσεων αὐτῶν, τό τόσον σημαντικόν, ὥστε νά ὁδηγήση τούς ἁρμοδίους εἰς αὐτοαναίρεσιν, καί δή εἰς ὥρας κρισίμους, ὡς αἱ παροῦσαι, καθ’ ἄς ἀπαιτεῖται ἐθνική ὁμοψυχία καί κοινωνική συνοχή.
Ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἡ στάσις αὐτή τῆς Πολιτείας ἀπησχόλησεν τήν περί ἡμᾶς Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον, ἥτις συνῆλθεν ἐκτάκτως τήν 26ην Μαΐου πρός ἐξέτασιν τῆς δημιουργηθείσης καταστάσεως. Εἰς σχετικόν Ἀνακοινωθέν Αὐτῆς ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἐτόνισεν, μεταξύ ἄλλων, ὅτι: « Ἡ Ἐκκλησία σεβομένη ἀπολύτως τήν οἱανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ἑνός ἑκάστου τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὅπως αὐτή διασώζεται καί ἐκφράζεται μέσα ἀπό τό ἀναφαίρετον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου διά τόν ἐλεύθερον αὐτοπροσδιορισμόν του, ἀπό τήν ἀρχήν ἐτάχθη ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ Θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας. Τοῦτο δέν προσκρούει οὔτε εἰς ἀνύπαρκτους ὁδηγίας οὔτε εἰς τήν νομοθεσίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οὔτε πάλι περισσότερον εἰς τόν κείμενον ἑλληνικόν Νόμον 1988/1991, ὁ ὁποῖος μάλιστα προβλέπει τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος. Καί εἶναι βέβαιον ὅτι τήν ἁπλήν καί λογικήν αὐτήν πρότασιν τῆς Ἐκκλησίας συμμερίζεται ἡ συντριπτικήν πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, γεγονός, τό ὁποῖον δύναται εὐκόλως νά διαπιστωθῇ διά δημοψηφίσματος».
Ὡσαύτως τονίζεται, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας συναρτᾶται ἀμέσως μέ τήν ἑλληνορθόδοξον ἰδιοπροσωπίαν τοῦ Ἔθνους μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ βασικόν ἱστορικόν στοιχεῖον τῆς οὐσιαστικῆς μας ἐπιβιώσεως καί ἀπαραίτητον ἔρεισμα τοῦ Λαοῦ, χωρίς δέ τοῦτο νά ἀποτελῆ μείωσιν ἔναντι οἱουδήτινος ἑτεροδόξου ἤ ἀλλοθρήσκου πολίτου, τοῦ ὁποίου τήν θρησκευτικήν ἑτερότητα ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἀπολύτως. Καί μάλιστα, τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν ἡ Χώρα ταλανίζεται ἀπό μεγάλα καί οὐσιαστικά, ἐθνικά καί κοινωνικά προβλήματα καί ὁ Λαός βιώνει καθημερινῶς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀπαιτοῦν ἐπωδύνους λύσεις. Αὐτήν ἀτυχῶς τήν ὥραν ἐφευρέθη καί μέ τήν συνδρομήν ἐσωγενῶν καί ἐξωγενῶν κύκλων, ἕνα θεματολόγιον ρήξεων, μέ αἰχμήν τοῦ δόρατος τό θέμα τῶν ταυτοτήτων, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν καί εἰς τόν θρησκευτικόν ἀποχρωματισμόν τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά καί ἐνδεχομένως εἰς τήν παραπλάνησιν καί τόν ἀποπροσανατολισμόν τοῦ Λαοῦ μας καί εἰς τήν ταυτόχρονον ἀποδυνάμωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ ἀποφασισθεῖσαι ἐπιλογαί εἰς τό θέμα αὐτό, μέ σύνθημα τόν δῆθεν ἐκσυγχρονισμόν καί κυρίως ἡ προβολή ἑώλων νομικῶν κατασκευῶν, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τοῦ Συνταγματικοῦ Ὅρου « Ἐπικρατοῦσα Θρησκεία» (ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος) δημιουργοῦν βάσεις διά συγκρούσεις καί διχασμούς. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, θεματοφύλαξ τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς εἰρήνης καί ἑνότητος, τῆς λαϊκῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀντιθέσεώς της εἰς τήν βίαν καί τόν ρατσισμόν, δέν πρόκειται βεβαίως νά παρασυρθῆ ἤ νά εὐνοήσῃ τόν διχασμόν τοῦ Λαοῦ. Ἐλπίζει δέ, ὅτι καί οἱ κρατοῦντες θά πράξουν τό αὐτό.
Ὅμως, ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἀπαραίτητον, νά καταστήσῃ σαφές πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι δέν διανοεῖται νά συμβιβασθῇ, ἔναντι οἱουδήποτε ἀνταλλάγματος καί οἱασδήποτε απειλής καί νά προδώσῃ τήν ἐμπιστοσύνην, μέ τήν ὁποίαν τήν τιμᾶ καί τήν περιβάλλει ὁ πιστός Ἑλληνικός Λαός. Μέ σύνεσιν ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα θά ἀγωνισθῇ μέ κάθε νόμιμον μέσον, διά νά πείση τήν Κυβέρνησιν ὅτι ἐπλανήθη. Θά ἀγωνισθῇ διά νά μεταφέρῃ, ὅπου πρέπει , τήν ἀγωνίαν, τήν ἀνησυχίαν καί τόν προβληματισμόν τοῦ Λαοῦ. Ὁ Λαός ἀνησυχεῖ σοβαρά, ὄχι μόνον διά τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματός του εἰς τάς ταυτότητας, ἀλλά καί διά πολλά ἄλλα συναφῆ, ὡς λ.χ. τήν ἠλεκτρονικήν λωρίδα μέ ἄγνωστα εἰς τόν κάτοχον στοιχεῖα καί τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι διά νά ἀντιγράψῃ τά κοσμικά καμώματα, τά ἰδιοτελῆ συμφέροντα καί νά ἱκανοποιήσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιβουλεύονται τήν ἐθνικήν μας ταυτότητα. Ὁ ἀγών θά εἶναι ἀνένδοτος, μέ δύναμιν λόγου, ἀλλά καί ξένος πρός κάθε μορφήν περιθωριακῆς συμπεριφοράς, φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία πιθανόν νά προκληθῇ ἀπό προβοκάτορας, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά δυσφημήσουν τήν Ὀρθοδοξίαν ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Τοιαῦται συμπεριφοραί, ὁποθενδήποτε καί ἄν προέρχωνται, εἶναι καταδικαστέαι».
Τό ὡς εἴρηται Ἀνακοινωθέν καταλήγει ποιοῦν ἔκκλησιν «διά μίαν παραδεκτήν λύσιν ἑνός, κατά τρόπον περίεργον καί αἰφνιδιαστικόν, δημιουργηθέντος θέματος.... Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐλπίζει διά τήν ἄμεσον ἀλλαγήν πορείας εἰς τάς ληφθείσας ἀποφάσεις.
Ἡ Ἐκκλησία θά σταθῆ ἐνώπιον τῆς κρίσεως, ὑπεύθυνος, συνετή, διαλλακτική, ἀλλά καί ἀμετακίνητος εἰς τά ‘Πιστεύω’ Της καί τάς Ἀρχάς Της.
Ἡ Ὀρθοδοξία θά εὑρίσκεται εἰς μόνιμον συναγερμόν. Ἡ Ἐκκλησία ἐπαγρυπνεῖ»
Δι’ ὅλα αὐτά ἡ Διαρκῆς Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεφάσισεν τήν ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κατά τήν 6ην προσεχοῦς μηνός Ἰουνίου ἐ.ἔ., πρός λῆψιν τῶν τελικῶν καί ὁριστικῶν ἀποφάσεων.
Ἀτυχῶς τό ὡς Ἀνακοινωθέν οὐδόλως μετέπεισε τόν κ. Πρωθυπουργόν καί τήν Πολιτείαν.
Ὅθεν, τῇ 6η Ἰουνίου 2000 συνῆλθεν εἰς ἔκτακτον Συνεδρίαν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ λίαν σοβαροῦ ζητήματος τούτου, τῆς ἀπαλείψεως δηλονότι τοῦ θρησκεύματος ἐκ τῶν νέων ταυτοτήτων.
Ἡ Ἱεράρχια ἀκούσασα τρεῖς Εἰσηγήσεις ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀπεφάσισεν ἐν συνεχείᾳ ἶνα ζητήση ἀπό τόν κ. Πρωθυπουργόν, ὅπως δεχθῆ εἰς ἀκρόασιν κατά τήν μεσημβρίαν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τήν ἡμετέραν Μετριότητα συνοδευομένην ὑπό ἀντιπροσωπείας ἀποτελουμένης ἐκ τῶν τριῶν Ἀρχιερέων, ἤτοι τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Προκοπίου, Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου καί Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, οἵτινές ἦσαν ἐπιφορτισμένοι, ἶνα μεταφέρωσιν τήν ἐπιθυμίαν τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως ἀρχίσῃ διάλογος μετά τῆς Κυβερνήσεως ἐπί τοῦ θέματος τῶν ταυτοτήτων.
Ἀτύχως ἡ φιλειρνική αὐτή πρότασις τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξετιμήθη ὡς ἔπρεπεν καί ἀπερρίφθη κατά πρωτοφανῆ τρόπον. Εἰς Ἀνακοινωθέν, ὅπερ ἐξεδόθη μετά τήν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας Αὐτῆς διαμαρτύρεται ἐντόνως πρός τόν Ἑλληνικόν Λαόν διά τήν περιφρονητικήν ταύτην ἀντιμετώπισιν Αὐτῆς ἐκ μέρους τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ.
Ὡσαύτως εἰς τό ὡς εἴρηται Ἀνακοινωθέν τονίζονται καί τά ὡς κάτωθι: «Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἐπίστευε καί ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει εἰς τούς διακριτούς ρόλους Πολιτείας καί Ἐκκλησίας μέσα στό Κράτος. Τοῦτο βέβαια δέν τῆς στερεῖ τό δικαίωμα νά ἔχει γνώμη γιά θέματα πού τήν ἐνδιαφέρουν καί νά τήν προβάλλει πρός κάθε κατεύθυνση μέσα ἀπό τήν διαδικασία τοῦ ἐλευθέρου διαλόγου μέ τούς ἁρμοδίους. Τοῦτο δέν σημαίνει οὔτε συνδιοίκηση τοῦ Κράτους, οὔτε ἀνάμειξη τῆς Ἐκκλησίας σέ κοσμικά ἔργα. Τό τί ἀνήκει ἤ ὄχι στά ἐνδιαφέροντα τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ἀπό τήν Παράδοση τοῦ Γένους πού ἐσμίλευσε διά τῶν αἰώνων ἀκατάλυτους πνευματικούς δεσμούς Ἐκκλησίας καί Λαοῦ.
Ἡ ἀδιάλλακτη τακτική τῆς Κυβερνήσεως στό θέμα τῶν ταυτοτήτων ἐπιστηρίζει τίς βάσιμες ὑποψίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀποτελεῖ τό πρῶτο σειρᾶς ἄλλων μέτρων, πού ἀποβλέπουν πρακτικά στήν ἀπώθηση τῆς θρησκείας στό περιθώριο τῆς δημόσιας, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τό Λαό μας.
Ἡ τάση αὐτή εὑρίσκει ἀντίθετο τόν πιστό Λαό μας, πού δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποκοπεῖ βίαια ἀπό τό ζωηφόρο μαστό τῆς Μητέρας Ὀρθοδοξίας, πού ἐξακολουθεῖ νά τόν τρέφει πνευματικά. Ἐάν παρ’ ἐλπίδα τοῦτο συμβεῖ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Λαός θά στερηθεῖ ἑνός οὐσιώδους στοιχείου τῆς πνευματικῆς του ταυτότητος. Ὅσον δέ ἀφορᾶ στούς Ἕλληνες Πολῖτες ἄλλου θρησκεύματος, πού ἀποτελοῦν μειονότητα, σέ τίποτε δέν βλάπτονται ἀπό τήν δημοκρατική ἀρχή τῆς ἀναγραφῆς προαιρετικά τοῦ θρησκεύματος. Ἀλλοίμονο, ἄν ὅποιος ἤθελε νά κάνει διακρίσεις σέ βάρους τους, ἔπαιρνε τήν πρός τοῦτο ἀφορμή ἀπό τήν ταυτότητα. Στήν Ἑλλάδα δέν πέρασε ποτέ ὁ ρατσισμός, ἡ μισαλλοδοξία καί ἡ ξενοφοβία. Ἐμεῖς δέ οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπήρξαμε πάντοτε προστάτες τῶν μικρῶν καί ἀδυνάτων.
Ἡ Ἱεραρχία πιστεύει ὅτι καί αὐτές τίς κρίσιμες ὧρες πού ὀρθώνονται ἀπειλητικά μεγάλα προβλήματα γιά τόν Λαό μας, ἀκαίρως καί τελείως ἀψυχολόγητα ἐδημιουργήθη ἕνα τέτοιο σοβαρό ζήτημα πού ἀπειλεῖ νά διχάσει τόν λαό καί νά θίξει τόν ἱστό τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς. Ἡ Ἐκκλησία δέν διανοεῖται νά μιμηθεῖ ἐκείνους πού ὁδηγοῦν τόν Λαό μας σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση γι’ αὐτό καί ἐμμείνει στήν υἱοθέτηση εἰρηνικῶν μέτρων νηφάλιας ἀντίστασης πρός τίς αὐθαίρετες λύσεις πού ἐπιβάλλονται στήν ράχη τοῦ Λαοῦ μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νά διακηρύξει ὅτι καταφεύγει πρός τίς αὐθαίρετες λύσεις πού ἐπιβάλλονται στήν ράχη τοῦ Λαοῦ μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νά διακηρύξει ὅτι καταφεύγει πρός τόν Λαό πού πιστεύει καί τόν καλεῖ σέ διαμαρτυρία κατά τῆς διαγραφῆς τῆς Ἑλλάδος σέ ἄθρησκη χώρα. Τή μορφή αὐτῆς τῆς διαμαρτυρίας ἔχουν κατά καιρούς υἱοθετήσει καί ἄλλοι Εὐρωπαϊκοί Λαοί, πού ἤθελαν νά μεταπείσουν τίς Κυβερνήσεις τους ἀπό τῆς λήψεως συγκεκριμένων μέτρων πού ἐστρέφοντο κατά τοῦ Λαοῦ καί τῆς Πίστεώς του. Σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας διοργανώνονται δύο ἐπί τοῦ παρόντος παλλαϊκές συγκεντρώσεις στή Θεσσαλονίκη (14.6.2000) καί στήν Ἀθήνα (21.6.2000) καί καλεῖται σύσσωμος ὁ Λαός τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρών εἰρηνικά, ἥσυχα καί ἀποφασιστικά στίς διαμαρτυρίες αὐτές.
Τέλος, ἡ Ἱεραρχία ἐξακολουθεῖ καί μετά τήν ἀχαρακτήριστη ἔναντι της συμπεριφοράς τῆς ἐξουσίας νά ἐλπίζει, ὅτι ὁ εὐγενής καί εὐλογημένος Ὀρθόδοξος Λαός θά ἐπιτύχει τελικά ἐκεῖνο πού ἡ ἴδια ἐπεχείρησε, δηλαδή νά πείσει τόν κ. Πρωθυπουργό νά στέρξει στόν διάλογο, γεγονός πού χαρακτηρίζει κάθε δημοκρατική καί εὐνοούμενη Πολιτεία. Δέν πρέπει ἄλλωστε ἡ ἀδιάλλακτη αὐτή στάση νά μεταβάλει τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες σέ ἀντιρρησίες συνειδήσεως.
Ὑπάρχουν πάντοτε περιθώρια συνεννοήσεως μέ γνώμονα τό καλῶς ἐννοούμενο συμφέρον τοῦ πιστοῦ Λαοῦ καί τήν εὐτυχία τῶν Ἑλλήνων».
Ταῦτα ἐν ὀδύνῃ ψυχῆς ἐξιστορήσαντες τῇ Ὑμετέρᾳ πεφιλημένῃ Παναγιότητι θερμῶς παρακαλοῦμεν Αὐτήν, ὅπως διά τῶν θεοπειθῶν Αὐτῆς εὐχῶν, ἀλλά καί δι’ οἱουδήποτε ἄλλου τρόπου, ὅν ἤθελεν Αὕτη κρίνῃ τελεσφόρον, συμπαρασταθῇ τῇ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν εἰς τήν προσπάθειαν Αὐτῆς, ὅπως μεταπείσῃ τούς κρατοῦντας, ἶνα μή διασαλεύσωσι τάς παραδοσιακάς καί καλῶς ἐχούσας ὑφισταμένας σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐν τῷ Κράτει ἡμῶν.
Ἐπί δέ τούτοις περιπτυσσόμενοι τήν Ὑμετέραν πεφιλημένην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ καί κατασπαζόμενοι Αὐτήν φιλήματι ἁγίῳ διατελοῦμεν.
Ἀθήνῃσι τῇ 8η Ἰουνίου 2000
† Ὁ Ἀθηνῶν Χριστόδουλος Πρόεδρος
1 Ὅμοια Γράμματα ἀπεστάλησαν πρός ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000