Ὁ Ἀριστοτέλης στὰ Πολιτικά(1) του παρατηρεῖ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία νὰ συνυπάρχουν μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Στὶς μεταπτωτικὲς ὅμως κοινωνίες αὐτὴ ἡ συνύπαρξη δὲν εἶναι καθόλου αὐτονόητη· ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ πλεονεξία, τὸ μῖσος, ἡ ὀργή, ὁ φθόνος ὑποσκάπτουν τὴν εὐταξία. Ἡ κοινωνία γιὰ νὰ καθυποτάξῃ τὴν πλημμυρίδα τῆς παθολογικῆς περίσσειας ὑποχρεώθηκε νὰ ἐπιβάλῃ κανόνες. Στὸ ἔπος οἱ κανόνες ποὺ ὁρίζουν τὰ δικαιώματα καὶ τὰ καθήκοντα τοῦ καθενὸς ὑπὸ τὴν ἐξουσία ποὺ ἀσκεῖ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ γένους(2) σημαίνονται μὲ τὴ λέξη θέμις ποὺ συγγενεύει μὲ τὸ θεμέλιο. Τοὺς κανόνες δικαίου θέτει (θέμις ὁμόρριζο μὲ τὸ τίθημι «θέτω») ὁ ἀρχηγὸς τοῦ γένους.
Στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα οἱ Ἕλληνες ἀνακαλύπτουν τοὺς νόμους ποὺ νέμουσιν «ἀπονέμουν, μοιράζουν» ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις. Οἱ Ἕλληνες δανείστηκαν μιὰ λέξη ἀπὸ τὴ μουσικὴ γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουν στὸν πολιτικὸ τομέα(3) . Νόμος σήμαιμε μεταξὺ ἄλλων μουσικὸς ρυθμός, μελωδία. Στὰ ἀρχαῖα κείμενα γίνεται λόγος γιὰ νόμο κιθαρῳδικό(4) , αὐλητικό(5) . Ὅπως ὁ ζωγράφος συνδυάζει τὰ χρώματα γιὰ νὰ εἶναι ἁρμονικὰ στὸ μάτι καὶ ὁ μουσουργὸς τοὺς ἤχους(6) γιὰ νὰ εἶναι ἁρμονικοὶ γιὰ τὴν ἀκοή, ὁ νομοθέτης συντάσσει τοὺς νόμους μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἁρμονία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἐπειδὴ ἡ ἔννοια τοῦ δικαίου ἐνυπάρχει στὴν ἀνθρώπινη φύση πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀνακαλυφθοῦν οἱ νόμοι, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν θεσπίσει κανόνες δικαίου ποὺ ρύθμιζαν τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πίστευαν μάλιστα ὅτι οἱ κανόνες αὐτοὶ εἶναι θεόσταλτοι. Ὁ Πρωταγόρας στὸ ὁμώνυμο πλατωνικὸ ἔργο(7) θέλει τὸν Δία νὰ ἐπεμβαίνῃ γιὰ νὰ διασφαλίσῃ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ κινδύνευε νὰ ἀφανιστῇ.
Οἱ ἄνθρωποι «ἠδίκουν ἀλλήλους», ἀλληλοσκοτώνονταν, οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες βρίσκονταν σὲ χαοτικὴ κατάσταση. Ὁ Δίας γιὰ νὰ ἀποτρέψῃ τὸν ἀφανισμὸ δωρίζει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰδῶ καὶ τὴν δίκη. Αἰδώς: εἶναι ὁ σεβασμός, τὸ αἴσθημα ντροπῆς τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάθε πράξη ποὺ προσκρούει στὸν καθιερωμένο ἠθικὸ κώδικα τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ δράση της εἶναι ἀνασταλτικὴ καὶ ἀποτρεπτικὴ καὶ συμπίπτει μὲ τὴ λειτουργία τῆς ἠθικῆς συνείδησης.
Δίκη: εἶναι τὸ συναίσθημα τῆς δικαιοσύνης, ἡ ἐνύπαρκτη στὸν ἄνθρωπο ἀντίληψη γιὰ τὸ δίκαιο καὶ τὸ ἄδικο, ὁ σεβασμὸς τῶν γραπτῶν καὶ ἄγραφων νόμων καὶ τῶν δικαιωμάτων τῶν ἄλλων, καθὼς καὶ οἱ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀποκατάσταση αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων, ὅταν καταστρατηγοῦνται βάναυσα ἀπὸ κάποιον. Γνωστὴ εἶναι μυθολογικὴ διήγηση γιὰ τὸν Ἄρειο Πάγο. Στὸν λόφο (ἡ λέξη πάγος σήμαινε ἀρχικὰ «βράχος, λόφος») δυτικὰ τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν οἱ θεοὶ δίκασαν τὸν Ἄρη διότι σκότωσε τὸν γιὸ τοῦ Ποσειδῶνα, Ἀλλιθόριο. Στὴ δίκη αὐτὴ τοῦ Ἄρη ὀφείλει τὴν ὀνομασία του τὸ ἀρχαιότερο καὶ πιὸ σεβαστὸ δικαστήριο τῆς Ἀθήνας.
Οἱ κανόνες αὐτοὶ δικαίου μὲ τὴν αὐθεντία τῆς ψευτοθεϊκῆς τους καταγωγῆς ὑπαγόρευαν σκληρὲς καὶ ἀπάνθρωπες ποινές. Ἡ ποινὴ ἄλλωστε, ποὺ προσωποποιεῖται ὡς θεὰ τῆς τιμωρίας καὶ τῆς ἐκδίκησης, στὴν ἀρχαία μας γλῶσσα δήλωνε τὴ χρηματικὴ ἀποζημίωση γιὰ χυθὲν αἷμα ποὺ καταβάλλεται ἀπὸ τὸν φονιὰ στοὺς συγγενεῖς τοῦ θύματος. Στὴν ἴδια ρίζα ἀνάγεται τὸ τίω «πληρώνω, ἀνταποδίδω», τὸ γνωστὸ ἀπὸ τὸ ποδόσφαιρο πέναλντι ποὺ θὰ μποροῦσαμε νὰ τὴν ἀποδώσουμε εὐστοχότερα μὲ τὸ ἐνδεκάμετρο. Ἡ ἀπανθρωπία τῶν ποινῶν εἶναι ἐμφανὴς στὴν κατεξοχὴν λέξη ποὺ δήλωνε τὴν ποινή, στὸ ρῆμα κολάζω ποὺ σήμαινε κλαδεύω (κολάζω τὸ δένδρον), ἀποκόπτω τὰ ἄκρα, ἀκρωτηριάζω, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο κόλος «ἀκρωτηριασμένος». Στὴν ἴδια οἰκογένεια ἀνήκουν: κλαδί, κλάδος, κλαδεύω, κλῆμα, κλάση, κλωνάρι, κλῶνος, κλάσμα, κλῆρος, κληρικός, ὀκλαδόν, κόλαση, κόλπο, Κούλουρη, ἡ γνωστὴ Σαλαμῖνα τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀκρωτηριασμὸ τῶν μελῶν τοῦ σώματος προβλέπονταν καὶ βασανιστήρια καὶ ἡ στηλίτευσις. Βάσανος ἦταν ἡ λυδία λίθος ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς γνησιότητας τοῦ χρυσοῦ. Ἑπομένως τὸ βασανίζω δήλωνε τὴ διαδικασία ἐλέγχου γνησιότητας τοῦ χρυσοῦ, ἡ ὁποία ἐπειδὴ ἦταν χρονοβόρος καὶ ἐξονυχιστικὴ τὸ ρῆμα ἀπέκτησε τὴ σημασία ἐξετάζω ἐξονυχιστικά, ταλαιπωρῶ, ἐπειδὴ συνδέθηκε μὲ τὴν ἀνάκριση τῶν αἰχμαλώτων καὶ τῶν κρατουμένων(8) . Στηλίτευσις εἶναι ἡ ἀναγραφὴ τῆς πράξεως κάποιου σὲ στήλη μὲ σκοπὸ νὰ διασυρθῇ, νὰ δυσφημιστῇ καὶ νὰ παραδειγματιστῇ. Πλησιάζοντας πρὸς τὴν ἀνακάλυψη τῶν νόμων φτάνουμε στοὺς θεσμοὺς τοῦ Δράκοντος ποὺ ἦταν γραμμένοι ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα(9) , διότι προέβλεπαν γιὰ ὅλα σχεδὸν τὰ ἀδικήματα τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ σήμερα μιλᾶμε γιὰ δρακόντεια μέτρα.
Τὸν 6ο αἰῶνα μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς δημοκρατίας ἐμφανίζονται καὶ οἱ νόμοι. Οἱ νόμοι καὶ ἡ δημοκρατία ἔχουν βίους παράλληλους. Οἱ νόμοι στὴ δημοκρατία δὲν συντάσσονται μέσα σὲ κάποιο σκοτεινὸ ἀνάκτορο, δὲν ἐπιβάλλονται ἀπὸ κάποια αὐθεντία, ἀλλὰ θεσπίζονται κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου· δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαία ἡ συγγένεια τῆς Ἡλιαίας, τοῦ ἀνώτατου λαϊκοῦ δικαστηρίου τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας, μὲ τὸν ἥλιο. Οἱ νόμοι στὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα θὰ ρυθμίζουν μὲ γενικὴ συναίνεση τὶς διάφορες ὄψεις τῆς κοινῆς ζωῆς. Ἡ τήρηση τῶν νόμων ἐπαφίεται στὸν πατριωτισμὸ τῶν πολιτῶν. Ἄλλωστε πολίτης εἶναι αὐτὸς ποὺ μετέχει κρίσεως καὶ ἀρχῆς(10). Ὁ νόμος εἶναι συγχρόνως τὸ συμπλήρωμα τῆς ἐλευθερίας καὶ ὁ ἐγγυητής της(11). Ὁ Πλάτων ὁρίζει τὸν νόμο ὡς τὴν τοῦ νοῦ διανομήν(12). Νόμος εἶναι ἡ νομὴ τοῦ λόγου. Γι’ αὐτὸ περνᾶμε ἀπὸ τοὺς κολασμοὺς στὶς τιμωρίες. Τιμωρὸς (κατὰ τὸ θυρωρὸς) εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁρᾶ «προσέχει, φυλάει» τὴν τιμὴ κάποιου, εἶναι ὁ φύλακας τῆς τιμῆς τοῦ ἄλλου.
Ἡ τιμωρία δὲν ἀποβλέπει στὴν ἐξόντωση τοῦ παραβάτη, ἀλλὰ στὸν σωφρονισμό του καὶ τὸν παραδειγματισμὸ τῶν ἄλλων· «Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα(13)». Τὸ σῶμα εἶναι πλέον ἱερό. Ἀπαγορεύονται τὰ βασανιστήρια στοὺς ἐλεύθερους πολῖτες. Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ ἐξιδανικεύουμε τὸ ἀρχαιοελληνικὸ δικαιικὸ σύστημα. Παρὰ τὸν ἐξανθρωπισμὸ τῆς νομοθεσίας διατηροῦνται ἀπάνθρωπες ποινές. Ὁ ἀποτυμπανισμὸς λόγου χάρη, ἀπὸ τὸ τύπτω «χτυπῶ», ἦταν μιὰ ἀπάνθρωπη τιμωρία ποὺ ἔμοιζε μὲ τὴ σταύρωση. Ὁ καταδικασμένος στερεωνόταν γυμνὸς μὲ πέντε κρίκους σὲ μιὰ σανίδα μπηγμένη στὴ γῆ· τὸ μαρτύριο του ἦταν ἀργὸ καὶ βασανιστικό. Γνωστὸ εἶναι καὶ τὸ βάραθρον, ἀπὸ τὸ βιβρώσκω «καταβροχθίζω», τὸ παλιὸ λατομεῖο στὰ δυτικὰ τῆς Ἀκρόπολης, ὅπου ἔριχναν ἀπὸ ψηλὰ ὁρισμένες κατηγορίες θανατοποινιτῶν. Βορὰ (ὁμόρριζο τοῦ βαράθρου, τῆς βρώσεως καὶ τοῦ βρόγχου) τοῦ βαράθρου γίνονταν οἱ καταδικασμένοι γιὰ ἱερόσυλες πράξεις καὶ πολιτικὰ ἀδικήματα(14).
Στὴν Ἁγία Γραφὴ δικαιοσύνη δὲν τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδοδιδόναι(15), ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· ἡ τοῦ Θεοῦ περὶ τὸ γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότης, ἥτις ἐστὶν ἡ θεία ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη(16). Πῶς πάλιν καλεῖ ἄνθρωπος τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅταν ἀπαντήσῃ τῷ κεφαλαίῳ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὃς ἐσκόρπισε τὸν πλοῦτον ἐν ἀσωτεία, ὅτε ἐν τῇ κατανύξει μόνῃ, ἐν ᾗ ἔδειξε, πῶς ἔδραμε καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ ἐπὶ πάντα τὸν πλοῦτον αὐτοῦ; Οὐδεὶς γὰρ ἄλλος εἶπε περὶ αὐτοῦ ταῦτα, ἵνα διστάσωμεν εἰς αὐτόν, ἀλλ ‘ αὐτὸς ὁ Υἱὸς αὐτοῦ, αὐτὸς ἐμαρτύρησε περὶ αὐτοῦ ταῦτα. Ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ᾖμεν ἁμαρτωλοὶ καὶ ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ ἡμῶν; Εἰ δὲ ὧδέ ἐστιν ἐλεήμων, πιστεύσωμεν, ὅτι ἀλλοίωσιν οὐ δέχεται(17) ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν θέσπισε τιμωρητικοὺς νόμους, ἀλλὰ κανόνες. Ὁ κανόνας προέρχεται ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ουσιαστικοῦ κάννη «καλάμι» καὶ ἀρχικὰ σήμαινε τὴν εὐθεία ράβδο. Οἱ κανόνες βάζουν στὴν εὐθεία ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δείκνυσι «δείχνει, φανερώνει» τὴ φιλανθρωπία Του.
1. Πολιτικά 1278 b 21: «φίλοι κοινωνοῦσι καὶ μηδὲν δεόμενοι τῆς παρ’ ἀλλήλων βοηθείας οὐκ ἔλαττον ὀρέγονται τοῦ συζῆν»˙ δηλαδή, ἀκόμα κι ἂν δὲν χρειάζονται ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου, δὲν μειώνεται καθόλου ἡ ἐπιθυμία τους νὰ συμβιώνουν μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.
2. E. Benveniste, Le vocabulaire des inetitutions indo-europeénnes, σελ.103.
3 Jacqueline de Romilly, Ὁ Νόμος στὴν ἑλληνικὴ σκέψη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς στὸν Ἀριστοτέλη, ἐκδ. Τὸ Ἄστυ, Ἀθήνα 19952 , σελ.24.
4. Ἀριστοφάνους, Βάτραχοι Ι282.
5. Πλουτάρχου, Ἠθικὰ ΙΙ33D.
6. Πλάτωνος, Νόμοι 764e 5.
7. Πλάτωνος, Πρωταγόρας 322a-323a.
8. Ἀντιφῶντος, Τετραλογία 4,8.
9. Πρῶτον μὲν οὖν τοὺς Δράκοντος νόμους ἀνεῖλε πλὴν τῶν φονικῶν ἅπαντας διὰ τὴν χαλεπότητα καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἐπιτιμίων. Μία γὰρ ὀλίγου δεῖν ἄπασιν ὥριστο τοῖς ἁμαρτάνουσι ζημία, θάνατος, ὥστε καὶ τοὺς ἀργίας ἀλόντας ἀποθνήσκειν καὶ τοὺς λάχανα κλέψαντας ἢ ὀπώραν ὁμοίως κολάζεσθαι τοῖς ἱεροσύλοις καὶ ἀνδροφόνοις . Διὸ Δημάδης ὕστερον εὐδοκίμησεν εἰπὼν ὅτι δι’ αἵματος , οὐ διὰ μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν. Αὐτὸς δ’ ἐκεῖνος, ὥς φασιν, ἐρωτώμενος , διατὶ τοῖς πλειστοις ἀδικήμασι ζημίαν ἔταξε θάνατον , ἀπεκρίνατο , τὰ μὲν μικρὰ ταύτης ἄξια νομίζειν , τοῖς δὲ μεγάλοις οὐκ ἔχειν μείζονα (Πλουτάρχου, Σόλων 17. 1-4).
10. Πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. … Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν˙ ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως (Ἀρι- στοτέλους, Πολιτικά 1275a 15).
11. Jacqueline de Romilly, Ὁ Νόμος στὴν ἑλληνικὴ σκέψη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς στὸν Ἀριστοτέλη, ἐκδ. Τὸ Ἄστυ, Ἀθῆνα 19952 , σελ.29.
12. Νόμοι Δ, 714 1-2.
13. Πλάτωνος, Πρωταγόρας 324 a-c.
14. Robert Flacelière, Ὁ Δημόσιος καὶ ἰδιω- τικὸς βίος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1993, σελ. 294-295.
15. Πλάνωνος, Πολιτεία 332c.
16. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστώ ζωῆς, Λόγος Α΄, 29.
17. Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἔκδ. ὑπὸ Νικηφόρου Θεοτόκη, Λειψία 1770, Λόγος Ξ΄.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη