Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης
Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας
Κοιμήθηκε το 1303 μ.Χ. στην Άρτα
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου
Η Αγία Θεοδώρα είναι η πολιούχος της Άρτας. Έζησε στα χρόνια του ένδοξου Δεσποτάτου της Ηπείρου, και ήταν σύζυγος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' Αγγέλου Κομνηνού.
Η καταγωγή της - τα πρώτα χρόνια της ζωής της
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1212- 1214 μ.Χ. στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που από το έτος 1195 μ.Χ. υπηρετούσε ως Σεβαστοκράτορας, ανώτερος δηλαδή διοικητής της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ο πατέρας του είχε Νορμανδική καταγωγή, και η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στο Διδυμότειχο.
Ο Ιωάννης Πετραλείφας νυμφεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την πριγκίπισσα Ελένη, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Έφεραν στον κόσμο πέντε παιδιά· τον Θεόδωρο, το Νικηφόρο, τον Ανδρόνικο, τη Μαρία, και τελευταία τη Θεοδώρα. Οι δύο γονείς ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι, με ευγένεια και καλοσύνη πολλή· αυτές τις αρετές προσπάθησαν να φυτέψουν και στις ψυχές των παιδιών τους. Τα μόρφωσαν πολύ με τα μέσα που διέθετε η εποχή, και κάθε μέρα προόδευαν τα παιδιά τους, και αυτό τους γέμιζε χαρά και ικανοποίηση.
Ήδη από καιρό η Θεσσαλονίκη είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων, και ο Ιωάννης Πετραλείφας είχε χάσει τη θέση του. Όμως πολύ νωρίς οι δύο γονείς έφυγαν από τη ζωή, πρώτα η μητέρα των παιδιών Ελένη, και λίγο αργότερα ο πατέρας τους Ιωάννης. Τώρα όλα είναι πολύ δύσκολα για τα ορφανά παιδιά, ιδίως για τη μικρή Θεοδώρα. Ευτυχώς όμως ο Θεός δεν τα εγκατέλειψε. Τους έφερε προστάτη τους την αδελφή του πατέρα τους Μαρία και τον άνδρα της Θεόδωρο, πού ήταν Δεσπότης, ηγεμόνας δηλαδή στο κράτος το Ελληνικό που ονομαζόταν Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και πολλά άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μερικοί δραστήριοι ηγεμόνες κατάφεραν, πριν πάνε οι Φράγκοι, να οργανωθούν και δημιούργησαν τρία Ελληνικά κράτη. Στην Ήπειρο ο πανέξυπνος και δραστήριος Μιχαήλ Α' Άγγελος Κομνηνός, συγγενής του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού, ήρθε από την Πελοπόννησο στην Ήπειρο, και ίδρυσε κράτος που ονομάστηκε Δεσποτάτο της Ηπείρου (στη Βυζαντινή εποχή οι τίτλοι των αξιωμάτων ήταν: Ο πρώτος σε αξία τίτλος ήταν Αυτοκράτωρ-Βασιλεύς, ο δεύτερος ήταν Δεσπότης, και ο τρίτος σε αξία τίτλος ήταν Σεβαστοκράτωρ), κι έκανε πρωτεύουσά του την Άρτα. Στη Μικρά Ασία ο Θεόδωρος Λάσκαρης ίδρυσε το κράτος που ονομάστηκε Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρωτεύουσα την πόλη Νίκαια της Βιθυνίας· και στη Μαύρη θάλασσα ο Αλέξιος Κομνηνός δημιούργησε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.
Στην Ήπειρο ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Α' Κομνηνός κατάφερε με την εξυπνάδα και τη διπλωματία του να δημιουργήσει ένα πολύ δυνατό κράτος, που έφθανε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και την Κέρκυρα, μέχρι τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία. Yπερασπίστηκε τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, και προφύλαξε τους υπηκόους του από τις προσπάθειες των παπικών να επηρεάσουν τους ορθόδοξους. Δυστυχώς όμως ένας κακός υπηρέτης του, ονόματι Ρωμαίος, μάλλον βαλτός από τους δυτικούς, τον σκότωσε, κι άφησε χήρα τη γυναίκα του και ορφανό το γιο του Κωνσταντίνο.
Τότε ανέλαβε Δεσπότης προσωρινά, μέχρι να μεγαλώσει ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός του Μιχαήλ, Θεόδωρος, που είχε γυναίκα του τη Μαρία, την αδελφή του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα. Όμως η δόξα της εξουσίας είναι γλυκιά και ο φιλόδοξος Θεόδωρος έβαλε στο νου του να βγάλει από τη μέση τον κανονικό διάδοχο, γιο του Μιχαήλ του Α', Κωνσταντίνο, που όταν μεγαλώσει θα του πάρει το θρόνο. Τις ύποπτες κινήσεις του κατάλαβε η χήρα του Μιχαήλ Α', και πήρε τον Κωνσταντίνο και πήγε στην Πελοπόννησο, όπου είχε συγγενείς, και μεγάλωσε εκεί το παιδί της.
Δραστήριος πολύ, αλλά και φιλόδοξος ο Θεόδωρος, βάζει στόχο του να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να διώξει τους Φράγκους, και το καταφέρνει. Το 1224 μ.Χ. μπαίνει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη και διαλύει το Φράγκικο κράτος της. Τότε αναλαμβάνει και την κηδεμονία των ορφανών παιδιών του Ιωάννη Πετραλείφα. Μάλιστα στέλνει το Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο αδελφό της Θεοδώρας, στα Σέρβια της Κοζάνης να είναι διοικητής σε όλη την περιοχή, αφού ανοικοδόμησε το κάστρο που είχαν μισοκαταστρέψει οι Φράγκοι. Ο Θεόδωρος πήρε όλα του τα αδέλφια και εγκαταστάθηκε στα Σέρβια, μέσα στο κάστρο. Ασκεί πολύ καλά τα καθήκοντά του, φροντίζοντας πάντα για το καλό των κατοίκων της περιοχής του. Βοηθά, όσες φορές τον χρειάζεται, και τον θείο του Θεόδωρο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ανακήρυξε τον εαυτό του «Βασιλιά και Αυτοκράτορα όλων των Ρωμαίων», και έχει όνειρο, και βάζει σκοπό του να φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους, και να ελευθερώσει την Πόλη. Και μπλέχτηκε σε πολέμους, για να εξουδετερώσει διάφορους ηγεμόνες, όπως τον βασιλιά της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασάν, και ελεύθερος να στραφεί στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως νικήθηκε από το Βούλγαρο ηγεμόνα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Ασάν δεν τον σκότωσε, αλλά τον τύφλωσε, σύμφωνα με απάνθρωπη συνήθεια της εποχής, για να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του. Τότε ανέλαβε τη Θεσσαλονίκη ο αδελφός του Θεοδώρου, Μανουήλ Κομνηνός, που ήταν γαμπρός του Βούλγαρου ηγεμόνα.
Ο γάμος της Θεοδώρας και ο ερχομός της στην Άρτα
Ο Μανουήλ κάλεσε τον ανεψιό του Κωνσταντίνο, που εν τω μεταξύ είχε αλλάξει το όνομά του και το έκανε, Μιχαήλ, σύμφωνα μεσυνήθεια που υπήρχε την εποχή αυτή, για να θυμάται τον πατέρα του, και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Μανουήλ του έδωσε τον τίτλο του Δεσπότη και τὸν έκανε Δεσπότη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, επειδή ήταν ο πραγματικός διάδοχος του πατέρα του. Του υπέδειξε δε να περάσει από τα Σέρβια και να ζητήσει σε γάμο την όμορφη Θεοδώρα, την αδελφή του Θεόδωρου Πετραλείφα.
Στα Σέρβια o Μιχαήλ είδε τη Θεοδώρα, που τότε ήταν στα δεκαεπτά της, θαμπώθηκε από την ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα, και τη ζήτησε σε γάμο. Όρισαν ημέρα και ο γάμος έγινε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κράτησε μέρες. Ύστερα έκαναν το μεγάλο ταξίδι· πέρασαν από δρόμους, παρακλάδια της παλιάς Εγνατίας οδού της Ρωμαϊκής εποχής, κι έφτασαν από το Βουργαρέλι της Άρτας, στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι Αρτινοί, κλήρος και λαός, τους υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές, που υμνούσαν τη δόξα τους και την ομορφιά τους. Ύστερα ανακήρυξαν, οι άρχοντες της πόλης και ο λαός, επίσημα τον Μιχαήλ Β' Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου, και τη Θεοδώρα Βασίλισσα, που θα σταθεί δίπλα στο σύζυγό της και Δεσπότη τους.
Εγκαθίστανται στο ανακαινισμένο παλάτι μέσα στο μισογκρεμισμένο κάστρο της αρχαίας Αμβρακίας, με τους θεόρατους λίθους, και πιάνουν αμέσως δουλειά. Η Θεοδώρα γνωρίζει την πόλη της Άρτας με τους πλακόστρωτους δρόμους και τις πλατείες, μιλάει με τους κατοίκους με γλυκύτητα και ευγένεια, και ενδιαφέρεται για τα προβλήματά τους. Όλοι την θαυμάζουν για τα σωματική της ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα και καλοτυχίζουν τον Δεσπότη τους Μιχαήλ που έχει μια τέτοια γυναίκα!
Ο Μιχαήλ κάλεσε τους άρχοντες της πόλης, ενημερώθηκε για την οικονομική κατάσταση του κράτους, για το στρατό, για τους κινδύνους που υπήρχαν στο κράτος, για την παιδεία, αλλά και για την προπαγάνδα των παπικών στα μέρη της Ηπείρου· πίστευε πως με την αγάπη του λαού και τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρει.
Βυθισμένος στις Δεσποτικές του υποχρεώσεις, έλειπε πολλές φορές από την Άρτα, ακόμη και για μήνες. Άφηνε μόνη της τη Θεοδώρα, και ο ίδιος βέβαια ήταν εκτεθειμένος σε πολλούς, ηθικούς προπαντός, κινδύνους.
Η Θεοδώρα όμως δεν άφηνε τον εαυτό της να αδρανήσει. Πλησίαζε περισσότερο το λαό, έκανε πράξεις φιλανθρωπίας και στήριζε τους φτωχούς και αδύναμους συμπολίτες της. Όπως λέγει ο σύγχρονός της βιογράφος μοναχός Ιώβ Μέλης, δεν παρασύρθηκε από τη δόξα, δεν αιχμαλωτίστηκε από τη νεότητά της, ούτε σπαταλούσε το χρόνο της στις απολαύσεις, ούτε από τη μεγάλη εξουσία υπερηφανεύτηκε. Μάλλον προτιμούσε να είναι κοντά στο Θεό, να φροντίζει για την αρετή, να ζει με σωφροσύνη, να ασπάζεται την ταπεινοφροσύνη, την αοργησία (το να μην οργίζεται), την πραότητα, τη συμπάθεια προς το συνάνθρωπο και την ελεημοσύνη, όσο κανένας δεν το κατόρθωσε, και ολόψυχα να υπηρετεί το Θεό.
Η Θεοδώρα στο καμίνι των θλίψεων
Ο σατανάς τη φθονεί γι’ αυτό που είναι, και για τα έργα που κάνει, και προσπαθεί να την παρασύρει. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί η Θεοδώρα είναι σταθερή στις αρχές της και πάντα πιστή στο σύζυγό της. Καταφέρνει όμως να παρασύρει τον άνδρα της το Μιχαήλ, στην πορνεία και ακολασία, με μέσο μια χήρα αρχόντισσα του παλατιού, που είχε το επίθετο Γαγγρινή. Αυτή με τις κολακείες της και με μάγια έστρεψε την προσοχή του στην ίδια και τον έκανε σιγά σιγά να απομακρύνεται από τη σύζυγό του Θεοδώρα. Έφτασε, για χάρη της Γαγγρινής, ακόμη και να τη δέρνει και τελικά την έδιωξε από το παλάτι, ήδη εγκυμονούσα στο πρώτο της παιδί.
Έτσι η Θεοδώρα λυπημένη έφυγε από το παλάτι, και αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε στη Βλαχέρνα, χωριό απέναντι από την Άρτα, κοντά στον Άραχθο ποταμό. Εκεί έμεινε για λίγο καιρό, κι ύστερα απομακρύνθηκε βορειότερα, επειδή κατ' απαίτηση της Γαγγρινής ο Μιχαήλ διέταξε να απομακρυνθεί. Βρήκε καταφύγιο στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί μάλλον έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, που αργότερα το βάπτισε Νικηφόρο. Και από το μοναστήρι, επειδή φοβόταν τους ανθρώπους του Μιχαήλ, έφυγε και βρήκε αποκούμπι κοντά στο μοναστήρι σε ένα βράχο. Ζει μέσα στο κρύο, την ταλαιπωρία, την πείνα και τη μοναξιά. Εκεί κοντά τη συνάντησε, μια μέρα που μάζευε χόρτα, ο ιερέας του χωριού, στον οποίο με δυσκολία αποκαλύφτηκε ποια ήταν. Εκείνος λυπήθηκε για την περιπέτειά της και της έδειξε μεγάλη αγάπη, παίρνοντάς την στο σπίτι του, μαζί με το παιδί της. Πέντε χρόνια έμεινε κοντά του κάτω από την προστασία του και τις συμβουλές του. Ποτέ δεν έβγαλε από το στόμα της λόγια κακίας για τον άνδρα της. Επεδίωκε να μη μαθευτεί αυτό που της συνέβηκε, για να μη θίξει τον άνδρα της. Έχει για στολίδι της τη σύνεση και την ανεξικακία. Και προσπαθεί έτσι να γαλουχήσει και το μικρό Νικηφόρο.
Ο σύζυγός της Μιχαήλ τελευταία ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Η συνείδηση άρχισε να τον κτυπά για το κακό που έκανε στη γυναίκα του Θεοδώρα. Τον πιέζουν και οι άρχοντες να ψάξει να βρει τη Βασίλισσα, αφού πρώτα έδιωξαν από το παλάτι τη Γαγγρινή, μαζί με τα δύο παιδιά της, που απόκτησε με το Μιχαήλ από την παράνομη σχέση. Και πράγματι μετανιωμένος ο Μιχαήλ έψαξε παντού και τελικά τη βρήκε στο σπίτι του ιερέα της Πρένιστας. Και την έφερε πάλι στο παλάτι, ζητώντας συγγνώμη για όσα της προξένησε. Εκείνη τον συγχώρησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της και του δικαιολόγησε την πράξη του ως μια ανθρώπινη αδυναμία, που πολλοί άνθρωποι μπορεί να πέσουν.
Τα παιδιά* της Θεοδώρας και η φροντίδα της γι’ αυτά
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια καινούργια ζωή για τη Θεοδώρα και τον Μιχαήλ, γεμάτη με αγάπη μεταξύ τους. Έφεραν στον κόσμο άλλα πέντε παιδιά: τρεις κόρες και δύο αγόρια· το όνομα της πρώτης κόρης δε μας διασώθηκε, δεύτερη ήταν η Άννα, τρίτη η Ελένη, και αγόρια ήταν ο Ιωάννης και ο Δημήτριος. Μεγάλωσαν τα έξι παιδιά με πολλή φροντίδα, και τους έδωσαν να έχουν στη ζωή τους αξίες και αρχές, αγάπη για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Ο δε Μιχαήλ, για να δείξει τη μετάνοιά του για όσα προξένησε στη γυναίκα του, έκτισε εκκλησίες και μοναστήρια. Μαζί με τη Θεοδώρα έκτισαν το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, το ναό της Παντάνασσας, κοντά στη Φιλιππιάδα, το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξείδι της Στερεάς Ελλάδας, την Παναγία στο χωριό Βλαχέρνα και το ναό του Αγίου Γεωργίου, στη θέση που είναι τώρα ο ναός της Αγίας Θεοδώρας. Ακόμη βοήθησε ο Μιχαήλ οικονομικά φτωχούς κι ανήμπορους ανθρώπους, και μερικούς τους απάλλαξε από τη βαριά φορολογία. Φρόντισε καλύτερα και για την παιδεία, ιδρύοντας μια ανώτερη σχολή στην Άρτα. Οικοδόμησε και το ωραίο βυζαντινό κάστρο, πάνω στα θεμέλια του κάστρου της αρχαίας Αμβρακίας με τους πελώριους λίθους.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ είναι δυνατός, αλλ’ όμως και πολύ φιλόδοξος ηγεμόνας. Ονειρεύεται να φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να απελευθερώσει την Πόλη. Γι αυτό κάνει πολέμους επανειλημμένα με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, που οι άρχοντές της πίστευαν ότι αυτοί είναι οι κανονικοί διάδοχοι του Βυζαντίου, παρόλο που η Θεοδώρα τον συμβουλεύει να είναι ειρηνικός με τα άλλα ελληνικά κράτη, και ενωμένοι να διώξουν τους Φράγκους. Κάποιες φορές κινδύνεψε να χάσει και τη ζωή του.
Είναι σοφή και με πολλά διοικητικά χαρίσματα η Θεοδώρα και διπλωματικές ικανότητες. Καταφέρνει να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη παντρεύοντας το γιο της Νικηφόρο με την εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, τη Μαρία. Ο γάμος αυτός ήταν σύντομος, γιατί η Μαρία, η σύζυγος του Νικηφόρου, απεβίωσε νωρίς, αφήνοντας ορφανό ένα μικρό κορίτσι. Η Βασίλισσα Θεοδώρα συμπαραστάθηκε πολύ στη χηρεία του Νικηφόρου.
Διαρκής σκέψη της και φροντίδα της ήταν να διασώσει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, που κινδύνευαν τα χρόνια εκείνα, κυρίως από τους παπικούς. Έτσι με τη σύμφωνη γνώμη και των κοριτσιών της η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ παντρεύουν την Ελένη με τον Μανφρέδο, βασιλιά της κάτω Ιταλίας και Σικελίας, που ήταν ορκισμένος εχθρός του πάπα, και συμπαθούσε τους Ορθόδοξους.
Την Άννα την πάντρεψαν με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, πρίγκιπα της Αχαῒας στην Πελοπόννησο με έδρα την Ανδραβίδα, που τότε την κατείχαν οι Λατίνοι. Τη μεγάλη κόρη, που δε σώθηκε το όνομά της, την έδωσαν στον Αλέξιο Ραούλ, έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη.
Όμως το όνειρο του Μιχαήλ να μπει πρώτος στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να ελευθερώσει την Πόλη, δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί κατάφερε να μπει πρώτος και να την απελευθερώσει ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος. Η διπλωματία της Θεοδώρας και πάλι είναι μπροστά. Καταφέρνει να ειρηνεύσει το σύζυγό της Μιχαήλ, με το δεύτερο γάμο του Νικηφόρου της, με την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα.
Μετά απὸ αυτά τα γεγονότα ο Μιχαήλ ο Β' αποσύρθηκε από τη θέση του, την οποία άφησε στο γιο και διάδοχό του Νικηφόρο. Η υγεία του όμως άρχισε να κλονίζεται και από τη στενοχώρια· γιατί η κόρη τους Ελένη, όταν σκοτώθηκε ο άνδρας της Μανφρέδος, σε μάχη για την κατάληψη του κράτους του από τον κόμη της Ανδεγαυίας Κάρολο, που υποκίνησε ο πάπας, κλείστηκε στη φυλακή, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Κράτησε την ορθόδοξη πίστη της και την ηθική της αξιοπρέπεια, παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκε. Πέθανε στη φυλακή μάρτυρας της πίστης, όπως και τα τρία της αγόρια, μετά από χρόνια, ξεχασμένα από όλους. Μόνο η κόρη της απελευθερώθηκε, αφού πέρασε και αυτή αρκετά χρόνια στη φυλακή.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β' Άγγελος Κομνηνός άφησε στην Άρτα την τελευταία του πνοή, κι έφυγε μετανοημένος για όλα όσα έκανε. Τον κήδεψαν με βασιλικές τιμές και τοποθέτησαν το νεκρό του σώμα μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών όπου σώζεται, στο δεξί μέρος του ναού, μέχρι σήμερα ο τάφος του.
Η Θεοδώρα στο μοναστήρι
Τώρα η Θεοδώρα ελεύθερη από οικογενειακές και διοικητικές υποχρεώσεις, ντύνεται το μοναχικό σχήμα εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου που πριν από χρόνια έκτισε, ιδρύοντας μοναστήρι. Γίνεται μοναχή μετά από αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, σε ηλικία 54 ετών, και δόθηκε στον Ιησού που τόσο πολύ από μικρή ηλικία αγαπούσε. Εκεί στο μοναστήρι ζούσε, όπως λέγει ο βιογράφος της Ιώβ, γυμνάζοντας τον εαυτό της με κόπους, αυξάνοντας τον καρπό των αρετών με αγρυπνίες και ολονυκτίες, με ψαλμούς και ύμνους, υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές του μοναστηριού· ήταν προστάτις των αδικουμένων, των ορφανών, των χηρών και πτωχών, παρηγορούσε τους θλιβομένους, και εγίνετο τοις πάσι τα πάντα, με ταπεινή καρδιά.
Χαιρόταν, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες των παιδιών της στο Βυζαντινό στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, όπου μερικά χρόνια πριν είχαν καταταχθεί να υπηρετήσουν τα δυό της αγόρια, ο Ιωάννης και ο Δημήτριος (που από τη μεγάλη αγάπη που είχε στον πατέρα του Δεσπότη Μιχαήλ, πήρε μόνος του το όνομά του και ονομάστηκε και αυτός Μιχαήλ), αφού πριν παντρεύτηκαν και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες. Ζούσαν με τις αρχές και αξίες που τα ενέπνευσε η μητέρα τους, προπαντός με την αγάπη προς την ορθοδοξία, την οποία υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο. Αντιτάχτηκαν στα ενωτικά σχέδια του αυτοκράτορα με τους παπικούς, και αυτό περισσότερο τους στοίχισε· έπεσαν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και των αυλικών του· τον Ιωάννη τον έκλεισε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος στη φυλακή, και μάλιστα τον τύφλωσε κιόλας. Αργότερα τον σκότωσε με την προτροπή των αυλικών του. Λυπήθηκε πολύ η τραγική μάνα για το θάνατο του παιδιού της, αλλά η υπομονή και η ανεξικακία της δεν έχουν όρια.
Η ίδια διατηρεί επικοινωνία, και παίρνει δύναμη στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, από τον άγιο ασκητή Ανδρέα τον Ερημίτη, που ασκήτευε σε ένα βουνό, κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας. Ο ασκητής Ανδρέας το 1271 μ.Χ παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Τότε η αρχόντισσα και μοναχή Θεοδώρα, με όλη τη σύγκλητο του κράτους, αφού είδαν από μακριά ένα φως και αναμμένες λαμπάδες να κατεβαίνουν από τον ουρανό, στο σημείο που ήταν το τίμιο λείψανό του, ήρθαν, προσκύνησαν το αγιασμένο νεκρό του σώμα, και το ενταφίασαν έξω από τη σπηλιά που ασκήτευε. Ύστερα έκτισε ένα μικρό ναό, που σώζεται μέχρι σήμερα, και τοποθέτησε μέσα σε λάρνακα το τίμιο λείψανό του.
Η ίδια εργάζεται αδιάκοπα για το μοναστήρι της και για τις αδελφές μοναχές. Θέλει να κτίσει το νάρθηκα του ναού, και παρακαλεί τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο, να της δίνουν δύναμη. Όμως τα βάσανά της από τους θανάτους των παιδιών της δεν έχουν τελειωμό. Γεύτηκε και το πικρό ποτήρι του θανάτου του Νικηφόρου της, που μαζί πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της θλίψης από τη κακή συμπεριφορά του άνδρα της.
Η οσιακή της Κοίμηση
Ύστερα αρχίζει και για την ίδια η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της. Έχει την μυστική πληροφόρηση από τον Κύριο πως επίκειται η ώρα να φύγει από τη ζωή. Εκείνη όμως παρακαλεί να της χαρίσει ο Θεός έξι μήνες ακόμη, τόσο χρόνο χρειάζεται, για να τελειώσει το νάρθηκα του ναού, που ξεκίνησε να κτίζει. Ο Κύριος την άκουσε και της έδωσε την παράταση που ζητούσε. Ύστερα την κάλεσε κοντά του το 1303 μ.Χ, όπως αναφέρει ο αείμνηστος αρτινός ιστορικός-ερευνητής Κ. Τσιλιγιάννης· κόντευε τότε τα 89 της χρόνια. Την κήδεψαν με τιμές στις 11 Μαρτίου, και απόθεσαν το αγιασμένο της σώμα σε μαρμάρινο τάφο, που έκτισαν στο νάρθηκα του ναού. Την έκλαψαν οι μοναχές, όλος ο λαός θρήνησε για το θάνατό της. Είχαν όλοι την αίσθηση πως κήδεψαν μια αγία.
Ευτυχώς δε ζούσε να πιεί και άλλο θανατικό ποτήρι. Γιατί και ο άλλος γιος της Δημήτριος-Μιχαήλ δολοφονήθηκε, ύστερα από συκοφαντίες των αυλικών του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Τα οστά και των δύο αδελφών μετέφερε αργότερα, μάλλον ο γιος και διάδοχος του Νικηφόρου Θωμάς, και τα εναπέθεσε σε τάφο, μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, και μάλιστα στο αριστερό μέρος του ναού, όπου, στο δεξιό κλίτος βρίσκεται μέχρι σήμερα και ο τάφος του πατέρα τους Μιχαήλ.
Μετά το θάνατό της
Μετά το θάνατό της κόσμος πολύς περνάει και προσκυνάει τον τάφο της, έχοντας την αίσθηση πως τιμά μια αγία. Η φήμη της φθάνει παντού, γιατί πάνω στον τάφο της γίνονται και θαύματα. Τότε ο μοναχός Ιώβ ο Μέλης, που ήταν ενάντια στην ένωση με τους παπικούς και βασανίστηκε γι’αυτό από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, φθάνει στην Άρτα, συγκεντρώνει στοιχεία και γράφει για το βίο της.
Οι Αρτινοί την τιμούσαν πάντα, ιδιαίτερα όμως στις 11 Μαρτίου κάθε χρόνο, εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου, που με τον καιρό τον ονομάζουν ναό της Αγίας Θεοδώρας.
Μετά το Δεσπότη Θωμά, γιο του Νικηφόρου, διάφοροι κατακτητές εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, Σέρβοι, Αλβανοί, Λατίνοι και κατέλαβαν και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με τελευταίους τους Τούρκους το 1449 μ.Χ. Η Αγία Θεοδώρα όμως και όλοι οι Κομνηνοδούκες είχαν οπλίσει καλά τους Αρτινούς με όλες τις ελληνικές και ορθόδοξες αξίες, και άντεξαν όλες οι κατοπινές γενιές, ώσπου αποτίναξαν τον τούρκικο ζυγό το 1881 μ.Χ, και απελευθέρωσαν την Άρτα.
Με το πέρασμα των χρόνων μερικοί αμφισβητούσαν ότι ο τάφος της Αγίας περιέχει μέσα του τα λείψανά της, γιατί υποστήριζαν πως τα έκλεψαν οι Φράγκοι, όπως συνέβηκε με πολλά άλλα λείψανα αγίων.
Έτσι ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος Κλεόμβροτος, με την προτροπή και την ευλογία του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου (ο οποίος τότε απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξε τον τάφο το 1873 μ.Χ, ψάλλοντας μαζί με το λαό την παράκληση στην Αγία· Ο ναός γέμισε από ευωδία και ο πατήρ Στέφανος με πολλή ευλάβεια τοποθέτησε τα αγιασμένα λείψανα μέσα σε ξύλινη λάρνακα· ύστερα ο λαός τα προσκύνησε και τελέστηκε ολονύκτια θεία λειτουργία.
Σήμερα η λάρνακα είναι ασημένια και παραμένει πάντα στο ναό, για να δέχονται οι πιστοί την ευλογία της Αγίας. Η δε 11η Μαρτίου, ημέρα της εορτής της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας, είναι η πιο επίσημη ημέρα για την Άρτα. Πλήθος κόσμου συρρέει από όλη την Ήπειρο και άλλα μέρη της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανά της και την αγία της εικόνα· ακόμη να λάβει μέρος στη λιτάνευσή τους στους δρόμους της πόλης και να πάρει την ευλογία της.
Η Αγία Θεοδώρα αποτέλεσε και αποτελεί και σήμερα πρότυπο, άξιο μίμησης για όλους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έπαιξε όλους τους ρόλους της ζωής. Ήταν άξια σύζυγος, υπέροχη μητέρα, βασίλισσα με διπλωματικές ικανότητες, φιλάνθρωπη προς τους πάσχοντες, με ανεκτίμητη την αρετή της ανεξικακίας της. Σκεπάζει με την παρουσία της και θα σκεπάζει πάντοτε την πόλη της Άρτας και όλη την Ήπειρο· μας προσκαλεί δε όλους να μιμηθούμε τη ζωή μας.
* Τα παιδιά της Αγίας Θεοδώρας, της πολιούχου της Άρτας
Η Αγία Θεοδώρα, η Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας, και ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β’, ο σύζυγός της, έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά. Τον Νικηφόρο, την Άννα, την Ελένη, τον Ιωάννη, τον Δημήτριο και μια κόρη ακόμη, της οποίας δεν μας σώθηκε το όνομα.
Τα ανέθρεψαν, κυρίως η Αγία Θεοδώρα, με μεγάλη αγάπη και στοργή, και με φόβο Θεού. Τους έδωσαν αρκετή μόρφωση, και εμφύσησαν παράλληλα στις ψυχές τους τα ελληνορθόδοξα ιδανικά. Η μητέρα τους με τις συμβουλές της, αλλά κυρίως και πρωτίστως με το καλό παράδειγμά της, εμφυσούσε μέσα τους την ευγένεια, την καλοσύνη, το σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, τη φιλανθρωπία, την αγάπη και την πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Τους δίδαξε την αυτοθυσία, προκειμένου να υπερασπίζονται τα ιδανικά τους. Με αυτὲς τις αρχές και αξίες όλα της τα παιδιά πορεύτηκαν σε όλη τους τη ζωή. Και κάποια θυσιάστηκαν ακόμη για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας, για την οποία η Αγία Θεοδώρα, η μητέρα τους, αγωνίστηκε πολύ σε όλη της τη ζωή. Πέρασε βέβαια μεγάλη θλίψη, γιατί τα τέσσερα παιδιά της, η Ελένη της, ο Νικηφόρος, ο Ιωάννης, και η Άννα έφυγαν από τη ζωή πριν από την ίδια. Παρηγορούνταν όμως, γιατί έτσι ήταν το θέλημα του Θεού, και περίμενε και το δικό της τέλος, για να τα συναντήσει στην άλλη, την αιώνια πατρίδα, όπου όλοι θα πορευτούμε.
1. Νικηφόρος Α' Άγγελος, Κομνηνός, Δούκας
Διετέλεσε Δεσπότης στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από το έτος 1268 έως το 1296 μ.Χ. Γεννήθηκε στο χωριό Πρένιστα της Άρτας το έτος 1232. Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην εξορία, στο χωριό Πρένιστα, μαζί με τη διωγμένη από το παλάτι μητέρα του. Ο Ιερέας του χωριού που τους περιμάζεψε και τους φιλοξένησε στο σπίτι του, του έμαθε, μαζί με τη μητέρα του, τα πρώτα γράμματα. Αφότου επέστρεψε στο παλάτι η μητέρα του Αγία Θεοδώρα, συμφιλιωμένη με το σύζυγό της Μιχαήλ το Β', ο Νικηφόρος έζησε με πολλή στοργή και φροντίδα από τον πατέρα του· Όταν μεγάλωσε περισσότερο, φοίτησε στη σχολή που ήταν στην Άρτα, και ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες και την πολεμική στρατηγική, κυρίως από τον πατέρα του, διότι θα ήταν ο διάδοχός του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Στα δεκαεπτά του χρόνια, το έτος 1249, η μητέρα του τον παίρνει και μαζί φθάνουν στη Νίκαια της Βυθηνίας, την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους της Νίκαιας, ενός από τα ελληνικά κράτη που απόμειναν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. Η Βασίλισσα Θεοδώρα με τις διπλωματικές της ικανότητες προσπαθεί να κρατάει συμφιλιωμένα τα δύο κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου ηγεμόνευε ο φιλόδοξος σύζυγός της Μιχαήλ, και το κράτος της Νίκαιας, που αυτοκράτορας ήταν ο Ἰωάννης Γ' Βατάτζης. Στη Νίκαια ο Νικηφόρος, με την ομορφιά του και την εξυπνάδα του, έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους του Βατάτζη, που έδραξε την ευκαιρία να προτείνει να μνηστευθεί η εγγονή του Μαρία με το Νικηφόρο. Ο γάμος έγινε πολύ αργότερα, το 1256 στη Θεσσαλονίκη, με κάθε λαμπρότητα από τον Πατριάρχη Αρσένιο, και τότε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης απονέμει στο Νικηφόρο τον τίτλο του Δεσπότη. Η Βασίλισσα Θεοδώρα νιώθει ευτυχής, γιατί κατάφερε να συμφιλιώσει τα δύο κράτη και να παντρέψει το γιο της.
Ο Νικηφόρος και η Μαρία απόκτησαν μία κόρη, που ονομάστηκε και αυτή Μαρία· αλλά δυστυχώς η πριγκίπισσα Μαρία άφησε τη ζωή πολύ νωρίς, το 1263, και έτσι έμεινε ορφανή η μικρή Μαρία και χήρος ο Νικηφόρος. Πένθησε τη γυναίκα του ειλικρινά δύο χρόνια, φορώντας άσπρα ενδύματα, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής στην περίοδο του πένθους. Η Θεοδώρα του συμπαραστάθηκε στη δοκιμασία του και μαζί μεγάλωσαν τη μικρή Μαρία. Το 1265, μετά από εννιά χρόνια χηρείας, ο Νικηφόρος κάνει δεύτερο γάμο· Η νέα σύζυγός του είναι η Άννα Καντακουζηνή, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Γι αυτό έχει και την επωνυμία Παλαιολογίνα.
Το 1268 ο Νικηφόρος με τη σύζυγό του, όπως και η μητέρα του Θεοδώρα, με όλο τον Αρτινό λαό θρηνούν το θάνατο του Δεσπότη Μιχαήλ. Με τιμές πολλές τον οδηγούν στην τελευταία του κατοικία, στον τάφο που υπάρχει μέχρι σήμερα μέσα στην εκκλησία της Παναγίας, στο χωριό Βλαχέρνα της Άρτας. Λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε την εξουσία ως Δεσπότης ο Νικηφόρος. Πρώτιστο καθήκον του στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κράτους του ήταν να διαφυλάξει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία που διαρκώς επιβουλεύονταν οι δυτικοί. Γι' αυτό αντιτάχτηκε στις επιδιώξεις του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε απελευθερώσει, από το 1261, την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους) να ενώσει τη Ορθόδοξη εκκλησία με τους ρωμαιοκαθολικούς, εις βάρος των Ορθόδοξων.
Μαζί με την ευσεβή σύζυγό του έκτισαν το μεγαλοπρεπή ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, που μέχρι σήμερα αποτελεί την αρχόντισσα εκκλησία της Άρτας και το κόσμημά της. Από το δεύτερο γάμο του ο Νικηφόρος απόκτησε τρία παιδιά, την Θαμάρ, τον Θωμά, που ήταν και ο διάδοχός του, και τον Μιχαήλ. Ως ηγεμόνας προσπάθησε να κρατήσει μια ισορροπία μεταξύ ανατολής και δύσης, φροντίζοντας ιδιαίτερα για τον Ορθόδοξο λαό του κράτους του, όπως έμαθε από τους γονείς του.
Μετά από πολλούς αγώνες και αγωνίες για το λαό του, ο Νικηφόρος το 1296 πέθανε στην Άρτα. Τον έκλαψε η συνετή σύζυγός του Άννα, η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα, τα παιδιά του και όλος ο αρτινός λαός. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θωμάς, που μέχρι να ενηλικιωθεί ασκούσε την εξουσία η Βασίλισσα Άννα, η μητέρα του. Ο Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας, ως Δεσπότης, τίμησε τους γενναίους προγόνους του και κράτησε με αποφασιστικότητα ανεξάρτητο το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας και μάλιστα Αρτινός ηγεμόνας στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
2. Ο Ιωάννης Δούκας
Είναι ο δεύτερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' και της Αγίας Θεοδώρας. Γεννήθηκε στην Άρτα μετά το 1237· Γαλουχήθηκε και αυτός με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, και με την αγάπη για τον ελληνισμό. Του άρεσαν πολύ οι στρατιωτικές γνώσεις και μαθήτευσε σε αυτές κοντά στον πατέρα του. Γι' αυτό, όταν μεγάλωσε, η μητέρα του τον πήρε μαζί της στην Νίκαια, όπου πήγε για δυο κυρίως σκοπούς. Με τις συζητήσεις της με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Η' Παλαιολόγο, να συμφιλιώσει τα δύο ελληνικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με το κράτος της Νίκαιας. Γιατί οι φιλοδοξίες και των δύο ηγεμόνων, του Δεσπότη Μιχαήλ Β', του άνδρα της, και του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου της Νίκαιας δεν είχαν τελειωμό. Κατάφερε βέβαια με τις διπλωματικές της ικανότητες να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης τα δύο κράτη. Άφησε όμως, ως εγγύηση αυτής της συνθήκης και φιλίας των δύο κρατών, το γιο της Ιωάννη στην Νίκαια, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και ακόμη να βρει κάποια πριγκίπισσα για το γάμο του. Και επέστρεψε στην Άρτα.
Χαιρόταν πολύ, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες του Ιωάννη της στις διάφορες εκστρατείες του Βυζαντινού στρατού, που τον έκαναν να ξεχωρίζει από πολλούς άλλους. Οι ικανότητές του βέβαια πολύ νωρίς προκάλεσαν τη ζηλοτυπία και το φθόνο πολλών ανθρώπων του παλατιού. Και μπήκε στο στόχαστρο. Όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η' Παλαιολόγος τάχτηκε φανερά υπέρ της ένωσης της Ορθόδοξης εκκλησίας με τη Ρωμαιοκαθολική, εις βάρος βέβαια των Ορθόδοξων και την υποταγή τους στον Πάπα, ο Ιωάννης αντέδρασε και τάχτηκε ανοικτά ενάντια στην ψεύτικη ένωση. Ἐτσι έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, που με την παρακίνηση και των αυλικών φυλάκισε τον Ιωάννη, και μάλιστα έδωσε εντολή να τον τυφλώσουν. Όλα αυτά τα έμαθε η μοναχή πια μητέρα του Θεοδώρα και στενοχωρούνταν πολύ. Μάλιστα με επιστολή της παρακαλούσε τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει. Εκείνος της υποσχόταν, αλλά ποτέ δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Τελικά τον δολοφόνησε με την προτροπή και πολλών ζηλότυπων αυλικών του. Ο Ιωάννης άφησε πίσω χήρα τη γυναίκα του, και την κόρη του Ελένη ορφανή. Υπερασπίστηκε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του την Ορθοδοξία, έτσι όπως τον δίδαξε η μητέρα του, και υπηρέτησε με συνέπεια στο βυζαντινό στρατό, κάνοντας πράξη την αφοσίωσή του στον ελληνισμό.
3. Δημήτριος Δούκας, Κομνηνός
Ήταν ο νεότερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ Β', που έτρεφε γι' αυτόν ιδιαίτερη αγάπη. Γεννήθηκε στην Άρτα γύρω στα 1250 μ.Χ., και μεγάλωσε παίρνοντας όλη τη μόρφωση της εποχής, και ιδιαίτερα διακρίθηκε στις πολεμικές τέχνες· Διδάχτηκε δε όλες τις ελληνοχριστιανικές αξίες, τις οποίες έμαθε, από τη μητέρα του κυρίως, να τις υπερασπίζεται, ακόμη και με θυσία του εαυτού του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ανέλαβε ως διάδοχός του ο μεγαλύτερος γιος, ο Νικηφόρος. Ο δε Δημήτριος έμεινε κοντά στο Δεσπότη Νικηφόρο, τον αδελφό του, περίπου δέκα χρόνια, και τον βοηθούσε στα διοικητικά του καθήκοντα, χωρίς ο ίδιος να έχει ενεργό ρόλο στο κράτος. Απὸ μεγάλη δε αγάπη προς στον πατέρα του, που δεν ζούσε πια, άρχισε ο Δημήτριος να ονομάζει τον εαυτό του Μιχαήλ, ως μια πράξη πίστης και τιμής στη μνήμη του. Ο δε αδελφός του, Δεσπότης Νικηφόρος, του έδωσε και την προσωνυμία Κουτρουλής. Βαρέθηκε όμως δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, να βρίσκεται σε αυτή την αδράνεια. Η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα τον συμβούλεψε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερη μόρφωση που την αγαπούσε. Όμως εκείνος προτίμησε να μεταβεί στην Πόλη, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και για ένα ακόμη λόγο. Γιατί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος του έστειλε μήνυμα να πάει στην Πόλη, για να νυμφευτεί την κόρη του Άννα Παλαιολογίνα Κομνηνή.
Ο γάμος έγινε με κάθε επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη, και ο Δημήτριος από τον γάμο του αυτόν απόκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Ανδρόνικο. Στα πεδία των μαχών που έκανε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ διακρινόταν για τις πολεμικές του ικανότητες και τις ανδραγαθίες του. Ατύχησε όμως στην οικογενειακή του ζωή, γιατί έχασε τη σύζυγό του Άννα, γεγονός που τον πίκρανε πολύ. Αργότερα κάνει και δεύτερο γάμο, με την κόρη του ηγεμόνα της Βουλγαρίας Τερτέρ. Ήδη στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, βρίσκεται ο Ανδρόνικος ο Β'. Είναι άνθρωπος ήπιων τόνων και μάλλον ανθενωτικός, πράγμα που χαροποιούσε πολύ τον Δημήτριο, και τη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα. Ο φθόνος όμως των αξιωματούχων του παλατιού για τις διακρίσεις και τα ανδραγαθήματα του Δημητρίου είχε ως αποτέλεσμα να τον συκοφαντούν και να προτρέπουν τον αυτοκράτορα να στραφεί εναντίον του. Τον κατηγόρησαν, επειδή έκανε δεύτερο γάμο με την κόρη του Βούλγαρου ηγεμόνα, γιατί αυτό θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους τους· όμως ο Δημήτριος- Μιχαήλ αντίθετα, έβλεπε και προσπαθούσε να τους δώσει να καταλάβουν ότι ο γάμος αυτός θα ευνοούσε το κράτος τους. Εδώ ο φθόνος και η ζηλοτυπία είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Έπεισαν τελικά τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο και έκλεισε στη φυλακή τον Δημήτριο το 1304 μ.Χ., αφού του δήμευσε την προικώα περιουσία του και το ανάκτορο στο οποίο ζούσε. Είναι δε άγνωστος ο τόπος και ο τρόπος του θανάτου του. Δεν ζούσε πια η μητέρα του μοναχή Θεοδώρα, για να πιεί και αυτό το θανατικό ποτήρι. Πάντως μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι από την Άρτα, βρίσκεται ο τάφος των αδελφών Ιωάννη και Δημητρίου, που σύμφωνα με την δυσανάγνωστη επιγραφή, πέθαναν με βίαιο θάνατο. Ίσως πολύ αργότερα από το θάνατό τους ο διάδοχος του Νικηφόρου, Δεσπότης Θωμάς Δούκας Κομνηνός, βρήκε και μετέφερε τα οστά τους από την Κωνσταντινούπολη στην Άρτα και τα τοποθέτησε μέσα στο ναό της Παναγιάς, όπου βρίσκεται και ο τάφος του πατέρα τους.
4. Ανώνυμη κόρη
Της πιο μεγάλης κόρης της Αγίας Θεοδώρας και του Μιχαήλ Β' δε γνωρίζουμε το όνομα, ούτε έχουμε πληροφορίες για τη ζωή της. Ξέρουμε μόνο από τους συγγραφείς, πως, όταν μεγάλωσε, δέχτηκε την πρόταση του πατέρα της να παντρευτεί έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη, τον Αλέξιο Ραούλ· Ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερός της στην ηλικία, αλλά η κόρη, όπως και η μητέρα της Θεοδώρα, τον δέχτηκαν με χαρά αυτό το γάμο.
5. Άννα Αγγελίνα Κομνηνή
Η Άννα γεννήθηκε στην Άρτα. Σύμφωνα με τον Δωρόθεο Μονεμβασίας, ήταν νέα με έξαιρετική ομορφιά και πολλά φυσικά χαρίσματα. Από την εφηβική της ηλικία εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχή· Ο πατέρας της όμως, ο Δεσπότης Μιχαήλ, είχε διαφορετική άποψη. Για λόγους διπλωματικούς και για ωφέλεια του κράτους και της Ορθόδοξης πίστης, και συγκράτηση και αποφυγή των βλέψεων που είχαν οι παπικοί έναντι των Ορθόδοξων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, φροντίζει και παντρεύει την Άννα με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, Γάλλο πρίγκιπα της Αχαΐας, με έδρα του την Ανδραβίδα· (τότε όλη η Πελοπόννησος, που την είχαν οι Λατίνοι, αποτελούσε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας)· Ο Γουλιέλμος είχε γεννηθεί στην Πελοπόννησο και γνώριζε άπταιστα την Ελληνική γλώσσα· συμφωνεί γι' αυτό το γάμο και η Βασίλισσα Θεοδώρα. Έτσι ο γάμος έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια στην Πάτρα το 1258, και η Άννα παραδόθηκε στο Βιλλεαρδουΐνο με κάθε επισημότητα από τον αδελφό της Νικηφόρο.
Η ωραία Ελληνίδα Πριγκίπισσα, που μετά το γάμο της ονομάστηκε και Αγνή, ήρθε να κατοικήσει στο νέο κάστρο του Μυστρά, που ο ίδιος ο Γουλιέλμος είχε κτίσει· εκεί επιδόθηκε σε έργα φιλανθρωπίας προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους της και ζούσε παίρνοντας δύναμη από την προσευχή· μιμούνταν δε κατά πάντα την μητέρα της Θεοδώρα. Το χειμώνα τον περνούσαν στην πρωτεύουσα του κράτους, την Ανδραβίδα. Απόκτησε με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουῒνο δύο κόρες, την Ισαβέλλα και τη Μαργαρίτα. Ο άνδρας της απεβίωσε το Μάιο του 1276. Η δε Άννα έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, και κηδεύτηκε στην Ανδραβίδα, όπου σώζεται μέχρι σήμερα ο τάφος της. Σε όλη της τη ζωή φρόντιζε να ζει χριστιανικά δίνοντας το καλό παράδειγμα στους κατοίκους του κράτους, έχοντας πάντοτε ως πρότυπό της τη μητέρα της Θεοδώρα.
6. Ελένη Δούκαινα, Χοενστάουφεν, Βασίλισσα των δύο Σικελιών (1259-1266)
Ήταν η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας και του Δεσπότη Μιχαήλ Β'· Γεννήθηκε στην Άρτα το έτος 1242· και οι δύο γονείς έτρεφαν μεγάλη αδυναμία στην Ελένη. Είχε απαράμιλλη ομορφιά και χάρη και σεμνότητα, φερόταν με πολλή ευγένεια προς τον απλό λαό και εισέπραττε την αγάπη όλων των ανθρώπων. Οι αρετές της πήγαζαν κυρίως από την καλή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της Αγία Θεοδώρα, η οποία φρόντισε όλα της τα παιδιά να λάβουν ελληνοχριστιανική αγωγή, εμπνέοντας τις αξίες αυτές κυρίως με το παράδειγμά της.
Βασική της φροντίδα, αλλά και του Μιχαήλ, ήταν πάντοτε πώς θα προφυλάξουν την ελληνικότητα του κράτους και την Ορθοδοξία, που πάντοτε επιβουλεύονταν οι παπικοί με την προπαγάνδα τους. Και επεδίωκαν να κάνουν τους γάμους των παιδιών τους με τρόπο που θα βοηθούσε σε αυτό το σκοπό. Έτσι για την Ελένη τους βρήκαν για σύζυγο τον Μανφρέδο, ο οποίος ήταν γιος του Βασιλιά της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Φρειδερίκου Β', που προερχόταν από τη Γερμανική Δυναστεία των Χοενστάουφεν. Όταν ο Φρειδερίκος πέθανε, με διαθήκη του άφησε στο Μανφρέδο το βασίλειο των δύο Σικελιών. Ο Μανφρέδος, όπως και ο πατέρας του, ήταν ενάντια στις επεκτατικές επιδιώξεις του Πάπα, και γι' αυτό εκείνος τους αφόρισε. Έτσι ο Μανφρέδος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τους Ορθόδοξους και σε ό,τι ήταν εναντίον του Πάπα. Η Ελένη, η κόρη της Αγίας Θεοδώρας, ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων, όταν έγινε το προξενιό. Ο δε Μανφρέδος ήταν είκοσι έξι χρόνων, πολύ όμορφος με μαλλιά ξανθά, και πολύ γενναίος στα πεδία των μαχών. Πιθανόν να ομιλούσε και την Ελληνική γλώσσα, γιατί αυτή ομιλούνταν στα μέρη αυτά της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (και μέχρι σήμερα ομιλείται). Ήταν και μουσικός· έγραφε ο ίδιος ποιήματα, τα οποία μελοποιούσε.
Ο γάμος έγινε τελικά στο Τράνο της Ιταλίας, πόλη παραθαλάσσια απέναντι από το Δυρράχιο της Βορείου Ηπείρου, μέσα στο κάστρο, με κάθε επισημότητα, και κράτησε μέρες. Η Ελένη έγινε έτσι Βασίλισσα της Σικελίας, Δούκισσα της Απουλίας και Πριγκίπισσα της Καπύης.
Λατρεύει το σύζυγό της, αγαπά περίσσια και το λαό, και όλοι τη θαυμάζουν για την ομορφιά της, τη γλυκύτητα και την καλοσύνη της. Πιστεύει πολύ στο θεσμό της οικογένειας. Έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ένα μετά το άλλο. Πρώτα τον Ερρίκο το 1262 μ.Χ., μία κόρη, τη Βεατρίκη, το Φρειδερίκο και τον Αντζολίνο (Αγγελίνο), που ήταν το μικρότερο παιδί της. Πολύ νωρίς όμως ο Μανφρέδος μπήκε σε περιπέτειες· αιτία ήταν ο πάπας της Ρώμης. Μισούσε το Μανφρέδο και προσπαθούσε να του δημιουργεί προβλήματα.
Ο κόμης της Ανδεγαυίας Κάρολος, τελευταίος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Η' του Λέοντα, ήταν πολύ φιλόδοξος και κίνησε ουρανό και γη να βρει ένα θρόνο κάπου για τον εαυτό του. Ο Πάπας τότε τον ξεσήκωσε. Τον ανακήρυξε βασιλιά της Σικελίας, και ο Κάρολος ήρθε με τη δύναμη των όπλων να πάρει το κράτος του Μανφρέδου. Έτσι σε μια μάχη, κοντά στην πόλη Μπενεβέντο της Κάτω Ιταλίας, οι δυνάμεις του Μανφρέδου, στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 1266 έπαθαν ολοκληρωτική καταστροφή. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μανφρέδος.
Το θλιβερό νέο έμαθε η Ελένη, ενώ βρισκόταν στην πόλη Νοκερία της Καμπανίας, μαζί με τα παιδιά της, όπου ήταν υπό την προστασία του διοικητή της πόλης. Ο Κάρολος κατέλαβε το κράτος του Μανφρέδου, την δε Ελένη σχεδόν όλοι οι αυλικοί την εγκατέλειψαν. Αυτοί που της έμειναν πιστοί, τη συμβούλεψαν να φύγει με τα παιδιά της στην Ήπειρο, να πάει στην Άρτα, στο σπίτι των γονέων της. Τη συνόδεψαν μέχρι το λιμάνι του Τράνου, όπου έφθασαν νύχτα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν, γιατί είχε μεγάλη τρικυμία. Έτσι κατέφυγαν στο κάστρο κρυφά, και ο φρούραρχος τους δέχτηκε με καλοσύνη. Μαθεύτηκε όμως ότι βρίσκονται εκεί, και ο πάπας παρήγγειλε στο φρούραρχο να τους κρατήσει, ώσπου ήρθαν ιππείς του Καρόλου και τους συνέλαβαν. Αρχικά την Ελένη τη φυλάκισαν στην πόλη του Τράνου, μαζί με την κόρη της Βεατρίκη, τα δε μικρά της αγόρια τα πήραν και τα οδήγησαν σε φυλακή, σε άγνωστο φρούριο, με σκοπό να ξεχαστούν από τους ανθρώπους· γιατί, αν τα αφήσει ελεύθερα, αυτά, όταν μεγαλώσουν, μπορεί να του πάρουν το θρόνο, ως νόμιμοι διάδοχοι του πατέρα τους Μανφρέδου. Εκεί πέρασαν τη ζωή τους, δεμένα με βαριές αλυσίδες στα πόδια, για να μην μπορούν να κινηθούν, και πιθανόν και στα χέρια, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Τη δε μητέρα τους Ελένη και την κόρη της Βεατρίκη ο Βασιλιάς Κάρολος αργότερα τις μετέφερε και τις έκλεισε στο φρούριο της Νοκερίας, που βρισκόταν ανάμεσα από βουνά, και ήταν ένα από τα οχυρότερα φρούρια του βασιλείου του Καρόλου. Εκεί η θλίψη της ήταν μεγάλη· πρώτα γιατί έχασε το σύζυγό της, τον οποίο υπεραγαπούσε, και δεύτερο γιατί δεν ήξερε ποια τύχη είχαν τα μικρά της αγόρια. Παρακάλεσε πολλές φορές τον Κάρολο να της πει πού βρίσκονται τα παιδιά της, αλλά ποτέ δεν εισακούστηκε. Με επιστολές τους παρακάλεσαν και οι γονείς της, όταν έμαθαν τα συμβάντα, τον πάπα και τον Κάρολο, να απελευθερώσει την κόρη τους Ελένη μαζί με τα παιδιά της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την ίδια ο Κάρολος την πίεσε πολλές φορές να παντρευτεί κάποιον καθολικό πρίγκιππα Ισπανό, αλλά δε δέχτηκε, για να μην προδώσει τη μνήμη του άνδρα της, αλλά και να μην διακινδυνεύσει την Ορθόδοξη πίστη της, για την υπεράσπιση της οποίας ήταν πρόθυμη και τη ζωή της ακόμη να δώσει. Η στενοχώρια της γινόταν μεγαλύτερη, επειδή δεν έμαθε ποτέ για την τύχη των παιδιών της. Έτσι από τη θλίψη της πέθανε στη φυλακή νεότατη, σε ηλικία μικρότερη των τριάντα χρόνων το έτος 1271. Έφυγε μάρτυρας για την πίστη της στην Ορθοδοξία και στην οικογένειά της.
Η κόρη της Βεατρίκη έμεινε φυλακισμένη μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια. Ύστερα απελευθερώθηκε, και αργότερα παντρεύτηκε, χωρίς να μάθει ποτέ για την τύχη των αδελφών της. Αυτά παρέμειναν ξεχασμένα από όλους στη φυλακή, χωρίς να λάβουν καμία μόρφωση. Πέθαναν πολύ αργότερα, μετά από τριάντα δύο χρόνια, ύστερα από περιπέτειες σε διάφορες φυλακές. Πρώτα έφυγε ο Αντζολίνο και ο Φρειδερίκος· ο δε Ερρίκος πέθανε πολύ αργότερα, σε ηλικία πενήντα έξι ετών και έξι μηνών, έρημος, ξεχασμένος από όλους, αφού από τις κακουχίες και τα γηρατειά έχασε το φως του.
Αυτό το θλιβερό τέλος είχε η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας Ελένη. Ο δε καθηγητής και συγγραφέας Μιχαήλ Δένδιας (γεννήθηκε το έτος 1899 στους Παξούς και πέθανε το 1977 στην Αθήνα) στο βιβλίο του «Ελένη Αγγελίνα Δούκαινα Βασίλισσα Σικελίας και Νεαπόλεως», γράφει σε κάποιο σημείο:
«Είναι κρίμα ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εσκέφθη να αγιάσει την μητέρα αυτής Θεοδώρα μόνην, ουχί δε και την Ελένην. Ο λόγος είναι ότι η Εκκλησία αύτη υπήρξε μακράν της θυγατρός της Αγίας Θεοδώρας, δεν εγένετο μάρτυς της εμμονής αυτής εις την αρετήν, δεν εγνώρισε ποτέ την χριστιανικήν αυτής εγκαρτέρησιν εν τη θλίψει, εν τω πόνω, εν τη συμφορά, εν τη ταλαιπωρία, δεν επληροφορήθη ποτέ τα κατά την στάσιν αυτής απέναντι των εν Ιταλία αντιπροσώπων της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Η «κόρη του ευγενούς ανδρός Μιχαλίτση» εμαρτύρησεν αληθώς υπέρ της πίστεως, υπέρ της αρετής, υπέρ της ευγενείας του έθνους αυτής. Εις το κάστρον της Νοκερίας, όπου το θλιβερόν αυτής φάσμα θα πλανάται, διήγαγε εν απολύτω υπομονή ημέρας λυπηροτάτας. Τίνας μείζονας δοκιμασίας ηδύνατο να υποστή;»
Αυτά ήταν με συντομία τα σχετικά με τη ζωή των έξι παιδιών της Αγίας Θεοδώρας, τα οποία έζησαν σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες που η αγία μητέρα τους τα ενέπνευσε, κυρίως με το παράδειγμά της. Οι γονείς ας την έχουν πρότυπό τους στην ανατροφή των παιδιών τους.
(Πηγή: «Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης», Ιερά Μητρόπολις Άρτης)
Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΑΡΤΑΣ
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Καταρράκτη (Σχωρέτσαινα) (1215-1220), ιδρύθηκε την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (επί Μιχαήλ του Α 1205-1230 περίπου) και αποπερατώθηκε με την ιερή χορηγία της Αγίας Θεοδώρας συζύγου του Μιχαήλ Β Αγγέλου. Μετά από δύο ή τρία χρόνια περίπου έγγαμου βίου η Αγία εκδιώκεται από το παλάτι καθόσον ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β ερωτοτροπούσε με μια Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή, η οποία ανέβηκε στο θρόνο του Δεσποτάτου. Η Αγία Θεοδώρα εξουθενωμένη καταφεύγει στα βουνά των Τζουμέρκων. Με το γιο της Νικηφόρο και μια πιστή της Μοναχή εγκαθίσταται για μικρό χρονικό διάστημα στο χωριό Βλαχέρνα, όπου τη φρόντιζαν οι κάτοικοι και ονομαστές οικογένειες της Άρτας. Διαμένει σε ένα μικρό οίκημα, εκεί που τώρα, είναι ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών. Όμως η νέα ένοικος του Παλατιού την καταδιώκει να απομακρυνθεί από τα περίχωρα της Πόλης.Τότε η Αγία Θεοδώρα διαμένει για μικρό χρονικό διάστημα περίπου, ένα χρόνο, στο χωριό Μαρκινιάδα. Εκεί κατά την παράδοση ζει σε μια πιστή οικογένεια ποιμένων. Οι ποιμένες εκείνοι είχαν τα θερινά βοσκοτόπια πάνω στα Τζουμέρκα και συγκεκριμένα στο Παλαιοκάτουνο Βουργαρελίου.
Δεν αποκλείεται με την πρότασή της Αγίας στο Σεβαστοκράτορα να ιδρύθηκε η λεγόμενη «Κόκκινη Εκκλησία». Για άγνωστο λόγο μεταβαίνει στα Σχωρέτσαινα, όπου φιλοξενείται στο νέο Μοναστήρι, που χτίστηκε λίγα χρόνια πριν επί Μιχαήλ του Α. Στη Μονή διαμένει ένα χρόνο γύρω στο 1332-1333 περίπου, με την αμέριστη συμπαράσταση του αγίου Ηγουμένου και των Μοναχών. Αυτά δεν τα γράφουν οι χρονογράφοι για τη μεγάλη αυτή συγκινητική περιπέτεια τηςΑγίας. Ο βιογράφος της Θεοδώρας δεν τα γνωρίζει, εξάλλου τη βιογραφία της τη γράφει αργότερα κατά τον 17ο αιώνα. Η πληροφορία προέρχεται από άγιο γέροντα της Μονής Καρακάλου του Αγίου Όρους καταγόμενο από το Αθαμάνιο Τζουμέρκων. Διασταυρώνεται όμως και με το απόσπασμα που παραθέτουμε: (Ν.Ζιάγκα, Φεουδαρχική Ήπειρος) «Η Θεοδώρα αναγκάστηκε να φύγει από το παλάτι με το μικρό της γιο Νικηφόρο και με μια αφοσιωμένη φίλη της μοναχή τράβηξε τα κακοτράχαλα μέρη των Τζουμέρκων κι υπόφερε από το κρύο και τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, χωρίς να βγάλει κακό λόγο ή καμία κατάρα από το στόμα της. Πολλά όμως άλλαξαν στο διάστημα αυτό στο παλάτι του Δεσποτάτου. Οι Αρτινοί Κεφαλάδες υποχρέωσαν τον Μιχαήλ Β να απομακρύνει «τη μορόζα» και να επαναφέρει την πραγματική Βασίλισσα Θεοδώρα. Οι πληροφορίες την αναγκάζουν να πλησιάζει προς την Πόλη της Άρτας. Διαμέσου των χωριών, Γραικικό-Ραψίστα, φτάνει στην Πρένιστα (Κορφοβούνι) με μικρή συνοδεία πιστών Τζουμερκιωτών. Οι Τζουμερκιώτες αυτοί γνώριζαν τον ιερέα της Μπρένιστας. Ο ιερέας εκείνος «γνους ήτις ταύτην οίκαδε φέρων κατέκρυψεν πάσης επιμελείας αξιώσαιο». Ο βιογράφος Μοναχός Ιώβ την αποκαλεί «λαχανευόμενη». Δεν αληθεύει ο χαρακτηρισμός, γιατί πάντα μαζί της είχε μικρή συνοδεία.
Η περιπλανώμενη αυτή Μοναχή με ευρύτατη ελληνομάθεια και χριστιανική παιδεία με «ταπεινοφροσύνη» ασπαζόμενη, αοργησίαν, αγάπην, πραότητα, συμπάθειαν και ελεημοσύνην», αποκαταστάθηκε στο θρόνο αποδεχόμενη τη μετάνοια του συζύγου της. Εκοιμήθη εν Κυρίω κατά το έτος 1281 περίπου. Το ιερό σκήνωμά της βρίσκεται στο νάρθηκα του σημερινού ναού της Αγίας Θεοδώρας Άρτας.
(Πηγή: από το βιβλίο «Ιστοριογραφία της Πίνδου», Αθανασίου και Χρίστου Μακρυγιάννη, Έκδοση Δήμου Αγνάντων, 2010, σελ.252, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας)
Αγία Θεοδώρα Πετραλείφα: Σχέσεις οικογενειακής καταγωγής με το Διδυμότειχο και συγγενείας με τον Άγιο Ιωάννη Γ΄ Βατατζη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στις αρχές του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στα 1204, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας[1], η Κωνσταντινούπολη «η πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σ΄ όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη και η πιο καλά οχυρωμένη»[2] πέφτει, λόγω των δυναστικών ερίδων και της κυβερνητικής ανεπάρκειας των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων, στα ανίερα χέρια των Φράγκων της Δ΄ σταυροφορίας. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, διαιρείται και διασπάται, κυρίως, σε 5 Λατινικά και σε 3 Ελληνικά κράτη. Οι Ελληνικές εστίες αντίστασης που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση ήταν: το βασίλειο-αυτοκρατορία της Νίκαιας (στη Μικρά Ασία) η μετέπειτα ονομασθείσα αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (στον Εύξεινο Πόντο) και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Από τα τρία νεοσύστατα κράτη, η Νίκαια και η Ήπειρος ανέλαβαν άμεσα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, και την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, αντιμαχόμενα όμως μεταξύ τους. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός αναφέρει σχετικώς : «Το θεμελιώδες μειονέκτημα της ελληνικής αντιστάσεως συνίστατο εις το ότι αύτη είχε διασπασθεί εις πολλάς εστίας, όχι μόνον αυτονόμους, αλλά και φερομένας προς σκληράς συγκρούσεις»[3]. Δυστυχώς οι προστριβές και οι διαμάχες των Λασκαριδών της Νίκαιας και των Αγγέλων-Κομνηνών της Ηπείρου, δεν άφηναν περιθώρια για μία ενιαία αντιμετώπιση των Λατίνων.
Γεγονός είναι πάντως πως τα δύο ελληνικά κράτη, παρόλο που ενεργούσαν αυτόνομα, κατάφεραν να περιορίσουν τους Λατίνους και να απελευθερώσουν μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας. Από τα πρώτα χρόνια η Ήπειρος με τον Θεόδωρο Άγγελο, φάνηκε πιο επιθετική και εδραίωσε την κυριαρχία της από τη δυτική Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1224 απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη η οποία αποτέλεσε μέχρι το 1230, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου και γι΄ αυτό το λόγω οι ιστορική ονομάζουν το κράτος της Ηπείρου και δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης.
Η υπέρμετρη όμως φιλοδοξία του δεσπότη της Ηπείρου (Θεόδωρου Άγγελου), είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθεί από τους Βουλγάρους το 1230, στη μάχη της Κλοκοτνίτσας ή Κλοκοτινίτζας (Περιοχή κοντά στο σημερινό Χάσκοβο της Βουλγαρίας) και να μειωθεί η ισχύς του δεσποτάτου. Την ήττα αυτήν εκμεταλλεύτηκε το αντίπαλο δέος της Ηπείρου, το βασίλειο της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος ιστορεί τα εξής:
«Η ήττα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης (Δεσπ. Ηπείρου) άφηνε την πρώτη θέση στον αγώνα για ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στην αυτοκρατορία της Νίκαιας.»[4]
Την εποχή εκείνη βασιλιάς στη Νίκαια ήταν ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης[5] (1222-1254), για τον οποίο ο πατριάρχης της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ιστορεί:
«Η κατάλυση της εν Θεσσαλονίκη αυτοκρατορίας και η συνένωση του μεσαιωνικού ελληνισμού, υπό την αυτοκρατορία της Νίκαιας, μαρτυρεί ότι αυτός (ο ελληνισμός) όσο και αν είχε παρακμάσει, διατηρούσε κάποια συστατικά πολιτικής εμπειρίας, δεξιότητας και δυνάμεως περισσότερα από όσα με τον καιρό προσέλαβε ο προ μικρού σε νέο πολιτικό βίο ανακύψας νέος ελληνισμός. Η δε ένωσης αυτή υπήρξε το κυριότατο κατόρθωμα του Ιωάννη Βατάτζη αλλά όχι και το μόνο.»[6]
Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος ανήκει στη χορεία των αγίων της εκκλησίας μας, υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους αυτοκράτορες της Ρωμανίας. Ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ κάνοντας ένα απολογισμό του έργου του, παραθέτει τα παρακάτω:
«Ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε πολύ ικανός και πολύ δραστήριος πολιτικός, και ήταν αυτός ο κύριος δημιουργός της αποκατασταθείσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας…..
Η εξωτερική δράση του Βατάτζη υπήρξε εξαιρετικά σημαντική, διότι εξαλείφοντας βαθμιαίως όλους τους υποψηφίους αποκαταστάτας της αυτοκρατορίας τους άρχοντες δηλαδή της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου και της Βουλγαρίας απέκτησε υπό την εξουσία του τόση έκταση, όση ουσιαστικώς αρκούσε για την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο κύριος ρόλος της αποκαταστάσεως ανήκει στον Ιωάννη Βατάτζη και το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, απλώς, επωφελήθηκε από τα αποτελέσματα της επιμονής και της δραστηριότητας του καλύτερου αυτοκράτορα της Νίκαιας. Οι μετά τον Ιωάννη Βατάτζη γενεές τον θυμούνται ως Πατέρα των Ελλήνων.»[7]
Επί της εποχής του Ιωάννη Βατάτζη έγιναν κάποιες προσπάθειες ώστε να ομονοήσουν τα δύο ελληνικά κράτη. Επιστέγασμα των ενεργειών αυτών ήταν το συνοικέσιο της εγγονής του Ιωάννη Βατάτζη, Μαρίας με τον πρωτότοκο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο, Νικηφόρο, το 1249.
Από την πλευρά της Ηπείρου πρωτοστάτης για την επίτευξη του συνοικεσίου και της ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πλευρών, υπήρξε μία άλλη αγία μορφή της εκκλησίας μας, η σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ και μητέρα του Νικηφόρου, Θεοδώρα Πετραλείφα[8], για την οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Έτσι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δύο άγιες μορφές της Ορθοδοξίας, συνεργάζονται για το κοινό όφελος της Ρωμηοσύνης.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών γίνετε μνεία στο ήθος και στην υστεροφημία των δύο προαναφερθέντων αγίων, παραθέτοντας τα εξής:
«Ο Ιωάννης Γ΄ (Βατάτζης) κατέχει τιμητική θέση ανάμεσα στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Επιπλέον υπήρξε, αντίθετα με τους αντιπάλους του της Ηπείρου, ένας τίμιος άνθρωπος, που ενέπνευσε αγάπη στους υπηκόους με αποτέλεσμα να τιμάται ως τοπικός άγιος στο Νυμφαίο, όπου πέθανε, και στη Μαγνησία, όπου τάφηκε. Το μόνο μέλος της ηγεμονικής οικογένειας της Ηπείρου, που «λατρεύθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρξε η βασίλισσα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, που η μνήμη της τιμάται ακόμη και σήμερα στην Άρτα, και που ανάλωσε τη ζωή της στην προσπάθεια να συνεργασθούν όλοι οι Έλληνες για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης.»[9]
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ
Το επώνυμο Πετραλείφας συναντάται στις ιστορικές πηγές από τον 11o μέχρι τον 13o αιώνα. Αναφορικά με τον ιδρυτή της οικογενείας (στη Ρωμανία), Πέτρο Πετραλείφα, από την εγκυκλοπαίδεια Δομή διαβάζουμε τα παρακάτω:
«Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της κάτω Ιταλίας Ροβέρτο Γυισκάρδο στην εκστρατεία του στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτομόλησε μαζί με άλλους προς τους Βυζαντινούς και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θράκη. Έτσι έγινε ο γενάρχης της οικογένειας που εξελληνίστηκε και που κατά παραφθορά του ονόματός του ονομάστηκε Πετραλείφας.»[10]
Η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στην πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, στις αρχές του 12ου αιώνα, χαρακτηρίζει τον Πέτρο Πετραλείφα περιβόητο πολεμιστή και έμπιστο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Ενδεικτικά η σοφή πριγκίπισσα ιστορεί τα κατωτέρω:
«Θέλοντας να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους κόμητες και στον Βοημούνδο (ο Αλέξιος Α΄) και να κλονίσει κάπως ή και να διαρρήξει τον μεταξύ τους συνασπισμό, στήνει το εξής τέχνασμα. Καλεί κοντά του τον σεβαστό Μαρίνο από τη Νεάπολη και μαζί τον Ρογέρη, έναν επιφανή Φράγκο, και τον Πέτρο Αλίφα, πολεμιστή περιβόητο, που είχε κρατήσει ακράδαντη την πίστη του προς τον αυτοκράτορα.»[11]
Περί της εγκαταστάσεως του Πέτρου Πετραλείφα στην Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο, ο Αθανάσιος Γουρίδης (πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) παραθέτει τα εξής:
«Από το Διδυμότειχο καταγόταν και οι Πετραλείφες, οικογένεια Νορμανδών, ορμώμενων από το Pierre d’ Aulps της γαλλικής Προβηγκίας ή από την ιταλική Alifa, παρά της Caserta. Ο ιδρυτής της, Πέτρος, εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο γύρω στα 1108, όπου απέκτησε εκτεταμένες γαίες σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στον Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό, κυρίως κατά τις νικηφόρες μάχες εναντίον των Νορμανδών του Βοημούνδου στο Δυρράχιο.»[12]
Σχετικά με την εγκαθίδρυση των Πετραλείφα στο Διδυμότειχο γίνετε μνεία και στο συναξάρι της αγίας Θεοδώρας:
«Η Αγία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα.»[13]
Όσον αφορά τον εξελληνισμό του ονόματος Πέτρος ντ’ Άλφια σε Πετραλείφας, παρενθετικά να αναφέρω ότι, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τα νεότερα ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Κωνσταντίνος Χολέβας αναφέρει σχετικώς:
«Διαβάζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινο-Ρωμηούς συγγραφείς θαυμάζουμε την επιμονή τους να εξελληνίζουν τα ξένα ονόματα. …… Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι συνεχίζουν με πάθος και με αντίστοιχη ευρηματικότητα (αντίστοιχη με τους αρχαίους Έλληνες για τους οποίους αναφέρει παραπάνω αλλά για την οικονομία του χώρου δεν το παραθέτω), θα έλεγα και με μια ευτράπελη διάθεση, τον πλήρη εξελληνισμό των ονομάτων ξένων, πολιτικών ή στρατιωτικών. Η εμμονή αυτή δείχνει τον μεγάλο σεβασμό των Ελλήνων συγγραφέων στη γλώσσας μας καθ΄ όλη τη μακρόχρονη πορεία και διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού.»[14]
Επανερχόμενοι στην ιστορική διαδρομή της οικογενείας Πετραλείφα, από το υπέροχο πόνημα του Αθανασίου Γουρίδη ανασύρουμε τα παρακάτω:
«Η οικογένεια παρουσιάζει μια συνεχή και ουσιαστική συμμετοχή στην ιστορία των μέσων και ύστερων χρόνων του Βυζαντίου. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει τέσσερις αδελφούς Πετραλείφα περί τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό οι οποίοι "κατά το Διδυμότειχον την οίκησιν έχοντες", επέδειξαν μοναδική ανδρεία κατά την πολιορκία της Κέρκυρας στα 1149. Άλλα μέλη της οικογενείας, όπως ο Νικηφόρος, ο Αλέξιος ή ο Ιωάννης ξεχωρίζουν κατά το ταραγμένο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.
Στο τέλος του αιώνα αυτού ο Ιωάννης Πετραλείφας λαμβάνει τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και τη διοίκηση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τότε τμήμα της οικογενείας εγκαθίσταται στα Σέρβια. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα 1204, η οικογένεια εγκαταλείπει το Διδυμότειχο και μοιράζει τις υπηρεσίες της ανάμεσα στις δυναστείες της Νίκαιας και της Ηπείρου.»[15]
Ο Ιωάννης Πετραλείφας ήταν ο πατέρας της αγίας Θεοδώρας, κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός ο οποίος:
«Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου, τον οποίο το 1195 ακολούθησε στην εκστρατεία του εναντίον των Βλαχοβουλγάρων. Στη διάρκεια της εκστρατείας εκείνης πήρε μέρος σε συνωμοσία, που κατέληξε στην ανατροπή του αυτοκράτορα και στην άνοδο στον θρόνο του Βυζαντίου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου.»[16]
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης αναφερόμενος στην οικογένεια της αγίας Θεοδώρας γράφει τα εξής:
«Ο πατήρ της Θεοδώρας Ιωάννης ήτο σεβαστοκράτωρ, άρχων Μακεδονίας και Θεσσαλίας και γυναικάδελφος του Θεοδώρου Αγγέλου. Είχε δε η Θεοδώρα και αφελφόν Θεόδωρον, έχοντα σύζυγον την θυγατέρα του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού.»[17]
Από το συναξάρι της αγίας, αντλούμε για τον πατέρα της, τις παρακάτω πληροφορίες:
«Ο δε Ιωάννης Πετραλείφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος (πιθανότατα ο Γ΄ Άγγελος και όχι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός που αναφέρει το συναξάρι) έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μιαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλα, θυγατέρα άρχοντος τινος του παλατιού του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγα αυθέντην, ίνα εξουσιάζει όλην τη Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν.»[18]
Ο Θεόδωρος Πετραλείφας (ο αδελφός της αγίας) ήταν συγγενής και αξιωματούχος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ B΄ Άγγελου. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιωάννη Βατάτζη το 1251 στη Μακεδονία εναντίον του αποστάτη[19] Μιχαήλ Β΄ ο βασιλιάς της Νίκαιας, ενώ ήταν σε δυσχερή θέση, δέχθηκε απρόσμενη βοήθεια από τον Θεόδωρο Πετραλείφα, ο οποίος αυτομόλησε στο στρατόπεδο του Βατάτζη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορεί τα παρακάτω:
«Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας βρισκόταν σ΄ αυτήν την (δυσχερή) κατάσταση, ήρθε απρόσμενα πρόσφυγας από την Καστορία ο Γλαβάς και στη συνέχεια ο Θεόδωρος Πετραλείφας, ο γαμπρός του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού, συνεργάτης στη διοίκηση του αυτοκράτορα Ιωάννη.»[20]
Η πράξη αυτή του Θεόδωρου ήταν ευεργετική για τον Ιωάννη Βατάτζη, διότι ο στρατός του δοκιμαζόταν από την έλλειψη τροφίμων και τον βαρύ χειμώνα. Λίγο αργότερα η Καστοριά και η γύρω περιοχές προσχώρησαν στην επικράτεια της Νίκαιας.
Την ίδια εποχή που στο δεσποτάτο της Ηπείρου δρα ως αξιωματούχος ο Θεόδωρος Πετραλείφας (που προαναφέραμε) στο στρατό της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη, υπηρετεί επίσης ως αξιωματούχος ο Ιωάννης Πετραλείφας. Αυτός διακρίθηκε κυρίως στους πολέμους εναντίον των Λατίνων κατακτητών της Κωνσταντινούπολης. Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει:
«Με τη φρούρηση της πόλης (της Τζουρουλού πόλη της Ανατολικής Θράκης) ήταν επιφορτισμένος ο Ιωάννης Πετραλείφας, που ο αυτοκράτορας Ιωάννης τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του μεγάλου Χαρτουλαρίου[21], άνδρας γενναίος και έμπειρος στα πολεμικά από μικρό παιδί. …… Οι Λατίνοι λοιπόν κατέλαβαν την Τζουρουλού (το 1240) και οδήγησαν δέσμιους τους κατοίκους της μαζί με τον Πετραλείφα στην Κωνσταντινούπολη και τους επέστρεψαν, αφού έλαβαν λύτρα, πίσω στους δικούς τους.»[22]
Το 1242 ο στρατός της Νίκαιας πέρασε στη Μακεδονία με σκοπό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη η οποία ανήκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Μεταξύ των αξιωματούχων, τους οποίους ο Ακροπολίτης τους αποκαλεί επιφανείς άνδρες[23], ήταν και ο Ιωάννης Πετραλείφας.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της αγίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς:
«Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ.»[24]
«Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι.»[25]
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής:
«Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων.»[26]
Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει:
«Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη[27]. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV.»[28]
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα:
«Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει[29], επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο.»[30]
Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλείφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω:
«Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά.»[31]
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της αγίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς:
«Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά[32], πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της.»[33]
Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι:
«Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη.»[34]
Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα ο A. Heisenberg ταυτίζει με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη), αναφέρει τα εξής:
«Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257»[35] (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών του Νομού Έβρου). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος.»[36]
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι:
«Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια.»[37]
Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής, επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264.
Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω:
«Ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄.»[38]
Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς:
«Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους.»[39]
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Λαμβάνοντας υπόψη, τα παρατιθέμενα στοιχεία του παρόντος κειμένου καθώς βεβαίως και άλλες πηγές, που αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι, ο Άγιος Αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης και η Αγία βασίλισσα Θεοδώρα, δικαιωματικά ανήκουν στις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής αυτής. Μιας ταραγμένης εποχής, η οποία σημαδεύτηκε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους, και θεωρείται ως μία από τις κρισιμότερες (αν όχι η κρισιμότερη) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των καταστάσεων και των γεγονότων που συνδέουν και συσχετίζουν τα δύο πρόσωπα. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα κοινά σημεία που προκύπτουν από τους βίους, τους χαρακτήρες και τις πράξεις των δύο αγίων:
α. Πρώτο και κυριότερο κοινό τους σημείο, είναι ότι ανήκουν στη χορεία των αγίων της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Και οι δύο κατάφεραν κάτι πολύ δύσκολο, να κερδίσουν την αγιοσύνη, όντες κάτοχοι εξουσίας και πλούτου[40]. Αντιμετώπισαν με υπομονή τις πρόσκαιρες δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή τους, και αναδείχθηκαν ελεήμονες, προσφέροντας ολόψυχα την αγάπη τους στο λαό που κυβέρνησαν.
β. Υπήρξαν κτήτορες, δωρητές και αναστηλωτές πολλών ναών και μοναστηριών. Ενδεικτικά αναφέρουμε για το Άγιο Ιωάννη Βατάτζη ότι :
«Έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και τα μοναστήρια του Σινά, της Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και της Κύπρου. Δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει το περιβόλι της Παναγίας, στην Ιερά Μονή Χελανδαρίου έκανε δωρεά δύο σταυρούς με Τίμιο Ξύλο. Στη περιοχή της Μικράς Ασίας, στη Μαγνησία ο Ιωάννης Βατάτζης κατασκεύασε ναό και τον ονόμασε Σώσανδρα, αφιερωμένο στην Παναγία, επίσης στη Νίκαια ανέγειρε ναό στη μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου.»[41]
Η Αγία Θεοδώρα:
«Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα (σύζυγό της) και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείο Μοναστήριον.»[42]
γ. Η οικογενειακή καταγωγή τους έλκει από το Διδυμότειχο, όπως προαναφέραμε οι πρόγονοι της Αγίας Θεοδώρας, εγκαταστάθηκαν στην παραπάνω καστροπολιτεία της Θράκης, όπου στις αρχές του 12ου αιώνα:
«Εξελίχθηκε σε ένα οχυρό πολύ σημαντικό για την περιοχή μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης»[43]. Όπως πολλές Λατινικές οικογένειες, έτσι και η οικογένεια Πετραλείφα διαμένοντας στο Διδυμότειχο, αφομοιώθηκε διά μέσου της Ορθοδοξίας και του Ελληνικού πολιτισμού. Από το Διδυμότειχο βεβαίως κατάγεται και ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης, γεγονός που μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές: «και τότε ο αυτοκράτορας (Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης) έκανε γαμπρό του τον Ιωάννη Δούκα, που τον αποκαλούσαν Βατάτζη. Αυτός καταγόταν από το Διδυμότειχο και έφερε το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίτη»[44]. «Η οικογένεια Βατάτζη ήτο θρακική, γενέτειρα είχε την Αδριανούπολιν και το Διδυμότειχον.»[45]
δ. Διά μέσω του συνοικεσίου του υιού της Θεοδώρας, Νικηφόρου και της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας, στο οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς, οι δύο άγιοι συνδέθηκαν με μια εξ αγχιστείας συγγένεια. Απώτατος σκοπός αυτού του συνοικεσίου ήταν η επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών που τόσο επιθυμούσαν.
ε. Και οι δύο όπως προαναφέραμε προσπάθησαν να επιφέρουν ειρήνη ανάμεσα στα δύο ελληνικά κράτη (Νίκαια – Ήπειρος). Ο Ιωάννης Βατάτζης βέβαια, ως έχων τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αποσκοπούσε στην ένωση των δύο κρατών, κάτω από το δικό του σκήπτρο. Όταν όμως κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1244 και το 1246 και όταν νίκησε τα στρατεύματα της Ηπείρου το 1252, δεν έδειξε καμιά μνησικακία προς τους δεσπότες της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης, τους οποίους άφησε να κατέχουν τον τίτλο του δεσπότη δίχως να χρησιμοποιούν τα αυτοκρατορικά διάσημα[46]. Επίσης και η αγία Θεοδώρα, πάντοτε ήταν παρούσα στις προσπάθειες σύναψης ειρήνης, λαμβάνοντας μέρος η ίδια και προσπαθώντας διά μέσω του προαναφερθέντος συνοικεσίου να ευοδωθούν.
στ. Λαμβάνοντας υπόψη τη φράση του Γουίλιαμ Μίλλερ που παραθέσαμε ανωτέρω ότι:
«Η Θεοδώρα ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη», βρίσκουμε ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο αγίων, διότι οι ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη χαρακτηρίζουν και τον Ιωάννη Βατάτζη. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
«Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης φάνηκε πιο ικανός και είχε μεγαλύτερες επιτυχίες ως πολιτικός και διπλωμάτης από τον πεθερό του και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες.»[47]
Ο λόγος που προσπάθησα να αναδείξω τα κοινά σημεία του «πατέρα των Ελλήνων» Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονα και της «ειρηνοποιού» αγίας Θεοδώρας βασίλισσας της Άρτας (και της υπομονής), είναι διότι, υπήρξαν για τη ρωμιοσύνη του 13ου αιώνα, δύο φωτεινότατοι φάροι σε ανατολή και δύση. Ως άγιοι βέβαια, εξακολουθούν να λάμπουν διαχρονικά και να καθοδηγούν με το παράδειγμα του βίου τους όλους εμάς στο δρόμο του Θεού. Πιστεύω ότι οι δύο Μητροπόλεις (Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου) και (Άρτης) μπορούν να θεσμοθετήσουν ένα κοινό εορτασμό των δύο αγίων (αρχής γενομένης από τα φετινά «Βατάτζεια 2013» τα οποία ήταν αφιερωμένα στους δύο αγίους), ο οποίος δύναται να συνδυαστεί και με την ανάδειξη της ιστορίας των δύο πόλεων κατά την περίοδο της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας καθώς και την ανάδειξη των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων τους. Επιπροσθέτως σε πολιτειακό επίπεδο και με βάση πάντα τους δύο αγίους μας, νομίζω ότι οι δύο δήμοι Διδυμοτείχου και Άρτας θα μπορούσαν να προβούν σε μια διαδικασία αδελφοποίησης των πόλεων Διδυμοτείχου και Άρτας. Πέραν της σχέσεως των δύο αγίων, οι δύο πόλεις χαρακτηρίζονται από το «Βυζαντινό-Ρωμαίικο» υπόβαθρό τους και μπορούν να καταστούν δύο κέντρα μελέτης και προβολής της ένδοξης υπερχιλιετούς ιστορίας της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Ρωμανίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1]. Ρωμανία ή Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία είναι η ορθή ονομασία του κράτους το οποίο οι δυτικοί ιστορικοί μας «επέβαλαν» να ονομάζουμε Βυζάντιο. Διά του λόγου το αληθές παραθέτουμε μία φράση από την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού : «Τούτω τω έτει επεστράτευσαν οι Άραβες κατά Ρωμανίας ……» Μετάφραση Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης Εκδόσεις Αρμός Τόμος Γ΄ σελ 942.
[2]. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου «Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης» Εκδόσεις Χατζηνικολή σελ 119.
[3]. Διονύσιος Ζακυθηνός « Βυζάντιον Κράτος και Κοινωνία Ιστορική Επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 128.
[4]. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό Κράτος» Εκδόσεις Βάνιας σελ 192.
[5]. Γαμπρός του πρώτου βασιλιά της Νίκαιας Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως ο οποίος εκοιμήθη το 1222.
[6]. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Τόμος ΙΓ΄ Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 82.
[7]. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 659-660.
[8]. Στις ιστορικές πηγές το επίθετο Πετραλείφας το συναντάμε να γράφεται και με (ι) και (ει).
[9]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών «Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261) σελ 91.
[10]. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «Δομή» Λήμμα Πετραλείφας.
[11]. Άννα Κομνηνή «Αλεξιάς» Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Τόμος Β΄ σελ 127-128.
[12]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 46.
[13]. Γιαννούλης Δημήτριος «Η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας» Έκδοση Ι.Μ. Άρτης σελ 21.
[14]. Κωνσταντίνος Χολέβας «Ο γλωσσικός αφελληνισμός» Περιοδικό ΕΡΩ Τεύχος 7 σελ 48-49.
[15]. Όπως σημείωση 12 σελ 46.
[16]. Όπως σημείωση 10.
[17]. Αντώνιος Μηλιαράκης « Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας σελ 326-325.
[18]. Επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας» σελ 228.
[19]. Έτσι ονομάζουν τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο οι χρονικογράφοι της Ρωμανίας, οι οποίοι συνέγραψαν την ιστορία της εποχής, φίλα προσκείμενοι στο βασίλειο της Νίκαιας από το οποίο και προερχόταν.
[20]. Γεώργιος Ακροπολίτης «Χρονική Συγγραφή» Εκδόσεις Κανάκη σελ 157.
[21]. Τίτλος πολιτικού αξιώματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο καθιερώθηκε κατά τον 5ο αι.
[22]. Όπως σημείωση 20 σελ 107.
[23]. Όπως σημείωση 20 σελ 119 (Τον αυτοκράτορα εξάλλου συνόδευαν επιφανείς άνδρες, όπως ο Δημήτριος Τορνίκης, και ο μέγας χαρτουλάριος Πετραλείφας).
[24]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[25]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη σελ 73.
[26]. Όπως σημείωση 17 σελ 376.[27]. Και ο Βατάτζης ένωνε τις δύο ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη (υπόμνηση του
συγγραφέα του παρόντος κειμένου).
[28]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σελ 144-145.
[29]. Το στρεβλόν ξύλον ουδέποτ΄ ορθόν, και ο Αιθίοψ ουκ οίδε λευκαίνεσθαι (εκ του πρωτοτύπου κειμένου). Διά μέσω των ιμιών αυτών, παρατηρούμε τη γλωσσική και εθνολογική συνέχεια του Ελληνισμού.
[30]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[31]. Όπως σημείωση 20 σελ 159.
[32]. Στο σημείο αυτό ο Γρηγοράς χρησιμοποιεί αστρονομική ορολογία, διότι εκτός από ιστορικός ήταν λόγιος, θεολόγος, ρήτορας, μαθηματικός και βεβαίως αστρονόμος, ήταν αυτός που έκανε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου το οποίο υιοθέτησε διακόσια χρόνια αργότερα ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄. Τα σχετικά με την επιστημοσύνη του Γρηγορά αξίζει να αναφερθούν παρενθετικά, για να αποδειχθεί ότι καθόλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να σπουδάζουν και να προάγουν τις θετικές επιστήμες.
[33]. Όπως σημείωση 25 σελ 81.
[34]. Όπως σημείωση 20 σελ 225.
[35]. Στο σημείο αυτό ο Μηλιαράκης παραθέτει ως υποσημείωση ότι : Τον τόπον της συναντήσεως της Θεοδώρας και του βασιλέως ορίζει μόνον ο Ανώνυμος, σ. 526, ουχί δε και ο Ακροπολίτης. Η θέσης της χώρας του Λεντζά, εν τη περιοχή πάντως κειμένη του Βολερού, άγνωστος. Πιθανώς έκειτο περί το σημερινόν χωρίον Λουτζιά-κιοϊ, του νομού Φερών, βρεχομένου υπό του Έβρου, εν ω υπάρχουσι και ύδατα θερμά. Μ. Μελιρρύτου, Περιγρ. Μαρωνείας, σ. 52. Επ’ ίσης ο Ανώνυμος ορίζει και τον χρόνον, καθ’ ον εν Λεντζά ευρίσκοντο ο βασιλεύς και η Θεοδώρα, την ημέραν της εορτής του ζωοποιού Σταυρού. Ο Γρηγοράς, σ. 57, ορίζει τον χρόνον «άρτι του ηλίου περί τροπάς τυγχάνοντος φθινοπωρινάς (11 Σεπτεμβρίου)», ο Ακροπολίτης, σ. 141, «επεί δε και ο Σεπτέμβριος εφεστήκει μην».
[36]. Όπως σημείωση 17 σελ 454.
[37]. Όπως σημείωση 20 σελ 257.
[38]. Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλου σελ 137.
[39]. Όπως σημείωση 25 σελ 111-112.
[40]. Ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Κατά Λουκά κεφ. 18 στ. 25.
[41]. Ιωάννης Σαρσάκης «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη σελ 59.
[42]. Όπως σημείωση 18 σελ 233.
[43]. Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου» Θεσσαλονίκη 1993 σελ 12.
[44]. Όπως σημείωση 20 σελ 57.
[45]. Κωνσταντίνου Άμαντου «Η Οικογένεια Βατάτζη» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος κα΄ Αθήναι 1951 σελ 174.
[46]. Πλην της τραγικής περιπτώσεως του Δημητρίου Αγγέλου, δεσπότη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος στο σύντομο χρονικό διάστημα που κυβέρνησε είχε καταφέρει να δυσαρεστήσει το σύνολο των Θεσσαλονικέων.
[47]. Όπως σημείωση 9 σελ 83.
(Πηγή: «ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΆΤΟΡΑ ΆΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ Γ΄ΔΟΥΚΑ ΒΑΤΑΤΖΗ», Κειμενο του Ιωαννη Α. Σαρσακη (Καστροπολιτη), ομιλία στα «Βατάτζεια 2013», Καστροπολίτες)
Στίχος
Κάν σου, βασιλίς, κρύπτει τό σῶμα τάφος, Χριστός πάσι φαίνει σέ θαυματουργίας. Ἑνδέκατη κρύψε Θεοδώραν λάας κλεινήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα• δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Απολυτίκιον Ήχος α΄
Τῶν Βασιλίδων τό κλέος, Ἀσκητριῶν τό ἀγλάϊσμα, τῆς Ἀκαρνανίας τό εὖχος καί ἰαμάτων ρεῖθρον ἀκένωτον. Τῶν λυπουμένων καί πτωχῶν τήν προστάτιν τῆς ἀκτίνος δίκην τήν Αἰτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν, ἐπώνυμον τήν ὄντως δωρεῶν τῶν τοῦ Θεοῦ, τήν πάνσεπτον καί ὁσίαν Θεοδώραν τήν Βασίλισσαν, δεῦτε οἱ Ἀρταῖοι πάντες πιστῶς συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὐτή γάρ ἀενάως ὑπέρ ἠμῶν οὐ παύει πρεσεύβουσα.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα• διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν• χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀμβρακίας ἡ καλλονή, χαίροις μακαρία, μοναζόντων ὁ φωτισμός, βασιλίδων ἀγλάϊσμα τό μέγα Ὁσία Θεοδώρα, ὤ θεῖον δώρημα.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Άρτης, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Καστροπολίτες, Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης.
Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας.
Κοιμήθηκε το 1303 μ.Χ. στην Άρτα.
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου.
Η Αγία Θεοδώρα είναι η πολιούχος της Άρτας. Έζησε στα χρόνια του ένδοξου Δεσποτάτου της Ηπείρου, και ήταν σύζυγος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' Αγγέλου Κομνηνού.
Η καταγωγή της - τα πρώτα χρόνια της ζωής της
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1212- 1214 μ.Χ. στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που από το έτος 1195 μ.Χ. υπηρετούσε ως Σεβαστοκράτορας, ανώτερος δηλαδή διοικητής της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ο πατέρας του είχε Νορμανδική καταγωγή, και η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στο Διδυμότειχο.
Ο Ιωάννης Πετραλείφας νυμφεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την πριγκίπισσα Ελένη, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Έφεραν στον κόσμο πέντε παιδιά· τον Θεόδωρο, το Νικηφόρο, τον Ανδρόνικο, τη Μαρία, και τελευταία τη Θεοδώρα. Οι δύο γονείς ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι, με ευγένεια και καλοσύνη πολλή· αυτές τις αρετές προσπάθησαν να φυτέψουν και στις ψυχές των παιδιών τους. Τα μόρφωσαν πολύ με τα μέσα που διέθετε η εποχή, και κάθε μέρα προόδευαν τα παιδιά τους, και αυτό τους γέμιζε χαρά και ικανοποίηση.
Ήδη από καιρό η Θεσσαλονίκη είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων, και ο Ιωάννης Πετραλείφας είχε χάσει τη θέση του. Όμως πολύ νωρίς οι δύο γονείς έφυγαν από τη ζωή, πρώτα η μητέρα των παιδιών Ελένη, και λίγο αργότερα ο πατέρας τους Ιωάννης. Τώρα όλα είναι πολύ δύσκολα για τα ορφανά παιδιά, ιδίως για τη μικρή Θεοδώρα. Ευτυχώς όμως ο Θεός δεν τα εγκατέλειψε. Τους έφερε προστάτη τους την αδελφή του πατέρα τους Μαρία και τον άνδρα της Θεόδωρο, πού ήταν Δεσπότης, ηγεμόνας δηλαδή στο κράτος το Ελληνικό που ονομαζόταν Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και πολλά άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μερικοί δραστήριοι ηγεμόνες κατάφεραν, πριν πάνε οι Φράγκοι, να οργανωθούν και δημιούργησαν τρία Ελληνικά κράτη. Στην Ήπειρο ο πανέξυπνος και δραστήριος Μιχαήλ Α' Άγγελος Κομνηνός, συγγενής του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού, ήρθε από την Πελοπόννησο στην Ήπειρο, και ίδρυσε κράτος που ονομάστηκε Δεσποτάτο της Ηπείρου (στη Βυζαντινή εποχή οι τίτλοι των αξιωμάτων ήταν: Ο πρώτος σε αξία τίτλος ήταν Αυτοκράτωρ-Βασιλεύς, ο δεύτερος ήταν Δεσπότης, και ο τρίτος σε αξία τίτλος ήταν Σεβαστοκράτωρ), κι έκανε πρωτεύουσά του την Άρτα. Στη Μικρά Ασία ο Θεόδωρος Λάσκαρης ίδρυσε το κράτος που ονομάστηκε Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρωτεύουσα την πόλη Νίκαια της Βιθυνίας· και στη Μαύρη θάλασσα ο Αλέξιος Κομνηνός δημιούργησε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.
Στην Ήπειρο ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Α' Κομνηνός κατάφερε με την εξυπνάδα και τη διπλωματία του να δημιουργήσει ένα πολύ δυνατό κράτος, που έφθανε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και την Κέρκυρα, μέχρι τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία. Yπερασπίστηκε τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, και προφύλαξε τους υπηκόους του από τις προσπάθειες των παπικών να επηρεάσουν τους ορθόδοξους. Δυστυχώς όμως ένας κακός υπηρέτης του, ονόματι Ρωμαίος, μάλλον βαλτός από τους δυτικούς, τον σκότωσε, κι άφησε χήρα τη γυναίκα του και ορφανό το γιο του Κωνσταντίνο.
Τότε ανέλαβε Δεσπότης προσωρινά, μέχρι να μεγαλώσει ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός του Μιχαήλ, Θεόδωρος, που είχε γυναίκα του τη Μαρία, την αδελφή του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα. Όμως η δόξα της εξουσίας είναι γλυκιά και ο φιλόδοξος Θεόδωρος έβαλε στο νου του να βγάλει από τη μέση τον κανονικό διάδοχο, γιο του Μιχαήλ του Α', Κωνσταντίνο, που όταν μεγαλώσει θα του πάρει το θρόνο. Τις ύποπτες κινήσεις του κατάλαβε η χήρα του Μιχαήλ Α', και πήρε τον Κωνσταντίνο και πήγε στην Πελοπόννησο, όπου είχε συγγενείς, και μεγάλωσε εκεί το παιδί της.
Δραστήριος πολύ, αλλά και φιλόδοξος ο Θεόδωρος, βάζει στόχο του να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να διώξει τους Φράγκους, και το καταφέρνει. Το 1224 μ.Χ. μπαίνει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη και διαλύει το Φράγκικο κράτος της. Τότε αναλαμβάνει και την κηδεμονία των ορφανών παιδιών του Ιωάννη Πετραλείφα. Μάλιστα στέλνει το Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο αδελφό της Θεοδώρας, στα Σέρβια της Κοζάνης να είναι διοικητής σε όλη την περιοχή, αφού ανοικοδόμησε το κάστρο που είχαν μισοκαταστρέψει οι Φράγκοι. Ο Θεόδωρος πήρε όλα του τα αδέλφια και εγκαταστάθηκε στα Σέρβια, μέσα στο κάστρο. Ασκεί πολύ καλά τα καθήκοντά του, φροντίζοντας πάντα για το καλό των κατοίκων της περιοχής του. Βοηθά, όσες φορές τον χρειάζεται, και τον θείο του Θεόδωρο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ανακήρυξε τον εαυτό του «Βασιλιά και Αυτοκράτορα όλων των Ρωμαίων», και έχει όνειρο, και βάζει σκοπό του να φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους, και να ελευθερώσει την Πόλη. Και μπλέχτηκε σε πολέμους, για να εξουδετερώσει διάφορους ηγεμόνες, όπως τον βασιλιά της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασάν, και ελεύθερος να στραφεί στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως νικήθηκε από το Βούλγαρο ηγεμόνα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Ασάν δεν τον σκότωσε, αλλά τον τύφλωσε, σύμφωνα με απάνθρωπη συνήθεια της εποχής, για να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του. Τότε ανέλαβε τη Θεσσαλονίκη ο αδελφός του Θεοδώρου, Μανουήλ Κομνηνός, που ήταν γαμπρός του Βούλγαρου ηγεμόνα.
Ο γάμος της Θεοδώρας και ο ερχομός της στην Άρτα
Ο Μανουήλ κάλεσε τον ανεψιό του Κωνσταντίνο, που εν τω μεταξύ είχε αλλάξει το όνομά του και το έκανε, Μιχαήλ, σύμφωνα μεσυνήθεια που υπήρχε την εποχή αυτή, για να θυμάται τον πατέρα του, και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Μανουήλ του έδωσε τον τίτλο του Δεσπότη και τὸν έκανε Δεσπότη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, επειδή ήταν ο πραγματικός διάδοχος του πατέρα του. Του υπέδειξε δε να περάσει από τα Σέρβια και να ζητήσει σε γάμο την όμορφη Θεοδώρα, την αδελφή του Θεόδωρου Πετραλείφα.
Στα Σέρβια o Μιχαήλ είδε τη Θεοδώρα, που τότε ήταν στα δεκαεπτά της, θαμπώθηκε από την ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα, και τη ζήτησε σε γάμο. Όρισαν ημέρα και ο γάμος έγινε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κράτησε μέρες. Ύστερα έκαναν το μεγάλο ταξίδι· πέρασαν από δρόμους, παρακλάδια της παλιάς Εγνατίας οδού της Ρωμαϊκής εποχής, κι έφτασαν από το Βουργαρέλι της Άρτας, στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι Αρτινοί, κλήρος και λαός, τους υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές, που υμνούσαν τη δόξα τους και την ομορφιά τους. Ύστερα ανακήρυξαν, οι άρχοντες της πόλης και ο λαός, επίσημα τον Μιχαήλ Β' Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου, και τη Θεοδώρα Βασίλισσα, που θα σταθεί δίπλα στο σύζυγό της και Δεσπότη τους.
Εγκαθίστανται στο ανακαινισμένο παλάτι μέσα στο μισογκρεμισμένο κάστρο της αρχαίας Αμβρακίας, με τους θεόρατους λίθους, και πιάνουν αμέσως δουλειά. Η Θεοδώρα γνωρίζει την πόλη της Άρτας με τους πλακόστρωτους δρόμους και τις πλατείες, μιλάει με τους κατοίκους με γλυκύτητα και ευγένεια, και ενδιαφέρεται για τα προβλήματά τους. Όλοι την θαυμάζουν για τα σωματική της ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα και καλοτυχίζουν τον Δεσπότη τους Μιχαήλ που έχει μια τέτοια γυναίκα!
Ο Μιχαήλ κάλεσε τους άρχοντες της πόλης, ενημερώθηκε για την οικονομική κατάσταση του κράτους, για το στρατό, για τους κινδύνους που υπήρχαν στο κράτος, για την παιδεία, αλλά και για την προπαγάνδα των παπικών στα μέρη της Ηπείρου· πίστευε πως με την αγάπη του λαού και τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρει.
Βυθισμένος στις Δεσποτικές του υποχρεώσεις, έλειπε πολλές φορές από την Άρτα, ακόμη και για μήνες. Άφηνε μόνη της τη Θεοδώρα, και ο ίδιος βέβαια ήταν εκτεθειμένος σε πολλούς, ηθικούς προπαντός, κινδύνους.
Η Θεοδώρα όμως δεν άφηνε τον εαυτό της να αδρανήσει. Πλησίαζε περισσότερο το λαό, έκανε πράξεις φιλανθρωπίας και στήριζε τους φτωχούς και αδύναμους συμπολίτες της. Όπως λέγει ο σύγχρονός της βιογράφος μοναχός Ιώβ Μέλης, δεν παρασύρθηκε από τη δόξα, δεν αιχμαλωτίστηκε από τη νεότητά της, ούτε σπαταλούσε το χρόνο της στις απολαύσεις, ούτε από τη μεγάλη εξουσία υπερηφανεύτηκε. Μάλλον προτιμούσε να είναι κοντά στο Θεό, να φροντίζει για την αρετή, να ζει με σωφροσύνη, να ασπάζεται την ταπεινοφροσύνη, την αοργησία (το να μην οργίζεται), την πραότητα, τη συμπάθεια προς το συνάνθρωπο και την ελεημοσύνη, όσο κανένας δεν το κατόρθωσε, και ολόψυχα να υπηρετεί το Θεό.
Η Θεοδώρα στο καμίνι των θλίψεων
Ο σατανάς τη φθονεί γι’ αυτό που είναι, και για τα έργα που κάνει, και προσπαθεί να την παρασύρει. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί η Θεοδώρα είναι σταθερή στις αρχές της και πάντα πιστή στο σύζυγό της. Καταφέρνει όμως να παρασύρει τον άνδρα της το Μιχαήλ, στην πορνεία και ακολασία, με μέσο μια χήρα αρχόντισσα του παλατιού, που είχε το επίθετο Γαγγρινή. Αυτή με τις κολακείες της και με μάγια έστρεψε την προσοχή του στην ίδια και τον έκανε σιγά σιγά να απομακρύνεται από τη σύζυγό του Θεοδώρα. Έφτασε, για χάρη της Γαγγρινής, ακόμη και να τη δέρνει και τελικά την έδιωξε από το παλάτι, ήδη εγκυμονούσα στο πρώτο της παιδί.
Έτσι η Θεοδώρα λυπημένη έφυγε από το παλάτι, και αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε στη Βλαχέρνα, χωριό απέναντι από την Άρτα, κοντά στον Άραχθο ποταμό. Εκεί έμεινε για λίγο καιρό, κι ύστερα απομακρύνθηκε βορειότερα, επειδή κατ' απαίτηση της Γαγγρινής ο Μιχαήλ διέταξε να απομακρυνθεί. Βρήκε καταφύγιο στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί μάλλον έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, που αργότερα το βάπτισε Νικηφόρο. Και από το μοναστήρι, επειδή φοβόταν τους ανθρώπους του Μιχαήλ, έφυγε και βρήκε αποκούμπι κοντά στο μοναστήρι σε ένα βράχο. Ζει μέσα στο κρύο, την ταλαιπωρία, την πείνα και τη μοναξιά. Εκεί κοντά τη συνάντησε, μια μέρα που μάζευε χόρτα, ο ιερέας του χωριού, στον οποίο με δυσκολία αποκαλύφτηκε ποια ήταν. Εκείνος λυπήθηκε για την περιπέτειά της και της έδειξε μεγάλη αγάπη, παίρνοντάς την στο σπίτι του, μαζί με το παιδί της. Πέντε χρόνια έμεινε κοντά του κάτω από την προστασία του και τις συμβουλές του. Ποτέ δεν έβγαλε από το στόμα της λόγια κακίας για τον άνδρα της. Επεδίωκε να μη μαθευτεί αυτό που της συνέβηκε, για να μη θίξει τον άνδρα της. Έχει για στολίδι της τη σύνεση και την ανεξικακία. Και προσπαθεί έτσι να γαλουχήσει και το μικρό Νικηφόρο.
Ο σύζυγός της Μιχαήλ τελευταία ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Η συνείδηση άρχισε να τον κτυπά για το κακό που έκανε στη γυναίκα του Θεοδώρα. Τον πιέζουν και οι άρχοντες να ψάξει να βρει τη Βασίλισσα, αφού πρώτα έδιωξαν από το παλάτι τη Γαγγρινή, μαζί με τα δύο παιδιά της, που απόκτησε με το Μιχαήλ από την παράνομη σχέση. Και πράγματι μετανιωμένος ο Μιχαήλ έψαξε παντού και τελικά τη βρήκε στο σπίτι του ιερέα της Πρένιστας. Και την έφερε πάλι στο παλάτι, ζητώντας συγγνώμη για όσα της προξένησε. Εκείνη τον συγχώρησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της και του δικαιολόγησε την πράξη του ως μια ανθρώπινη αδυναμία, που πολλοί άνθρωποι μπορεί να πέσουν.
Τα παιδιά* της Θεοδώρας και η φροντίδα της γι’ αυτά
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια καινούργια ζωή για τη Θεοδώρα και τον Μιχαήλ, γεμάτη με αγάπη μεταξύ τους. Έφεραν στον κόσμο άλλα πέντε παιδιά: τρεις κόρες και δύο αγόρια· το όνομα της πρώτης κόρης δε μας διασώθηκε, δεύτερη ήταν η Άννα, τρίτη η Ελένη, και αγόρια ήταν ο Ιωάννης και ο Δημήτριος. Μεγάλωσαν τα έξι παιδιά με πολλή φροντίδα, και τους έδωσαν να έχουν στη ζωή τους αξίες και αρχές, αγάπη για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Ο δε Μιχαήλ, για να δείξει τη μετάνοιά του για όσα προξένησε στη γυναίκα του, έκτισε εκκλησίες και μοναστήρια. Μαζί με τη Θεοδώρα έκτισαν το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, το ναό της Παντάνασσας, κοντά στη Φιλιππιάδα, το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξείδι της Στερεάς Ελλάδας, την Παναγία στο χωριό Βλαχέρνα και το ναό του Αγίου Γεωργίου, στη θέση που είναι τώρα ο ναός της Αγίας Θεοδώρας. Ακόμη βοήθησε ο Μιχαήλ οικονομικά φτωχούς κι ανήμπορους ανθρώπους, και μερικούς τους απάλλαξε από τη βαριά φορολογία. Φρόντισε καλύτερα και για την παιδεία, ιδρύοντας μια ανώτερη σχολή στην Άρτα. Οικοδόμησε και το ωραίο βυζαντινό κάστρο, πάνω στα θεμέλια του κάστρου της αρχαίας Αμβρακίας με τους πελώριους λίθους.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ είναι δυνατός, αλλ’ όμως και πολύ φιλόδοξος ηγεμόνας. Ονειρεύεται να φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να απελευθερώσει την Πόλη. Γι αυτό κάνει πολέμους επανειλημμένα με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, που οι άρχοντές της πίστευαν ότι αυτοί είναι οι κανονικοί διάδοχοι του Βυζαντίου, παρόλο που η Θεοδώρα τον συμβουλεύει να είναι ειρηνικός με τα άλλα ελληνικά κράτη, και ενωμένοι να διώξουν τους Φράγκους. Κάποιες φορές κινδύνεψε να χάσει και τη ζωή του.
Είναι σοφή και με πολλά διοικητικά χαρίσματα η Θεοδώρα και διπλωματικές ικανότητες. Καταφέρνει να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη παντρεύοντας το γιο της Νικηφόρο με την εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, τη Μαρία. Ο γάμος αυτός ήταν σύντομος, γιατί η Μαρία, η σύζυγος του Νικηφόρου, απεβίωσε νωρίς, αφήνοντας ορφανό ένα μικρό κορίτσι. Η Βασίλισσα Θεοδώρα συμπαραστάθηκε πολύ στη χηρεία του Νικηφόρου.
Διαρκής σκέψη της και φροντίδα της ήταν να διασώσει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, που κινδύνευαν τα χρόνια εκείνα, κυρίως από τους παπικούς. Έτσι με τη σύμφωνη γνώμη και των κοριτσιών της η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ παντρεύουν την Ελένη με τον Μανφρέδο, βασιλιά της κάτω Ιταλίας και Σικελίας, που ήταν ορκισμένος εχθρός του πάπα, και συμπαθούσε τους Ορθόδοξους.
Την Άννα την πάντρεψαν με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, πρίγκιπα της Αχαῒας στην Πελοπόννησο με έδρα την Ανδραβίδα, που τότε την κατείχαν οι Λατίνοι. Τη μεγάλη κόρη, που δε σώθηκε το όνομά της, την έδωσαν στον Αλέξιο Ραούλ, έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη.
Όμως το όνειρο του Μιχαήλ να μπει πρώτος στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να ελευθερώσει την Πόλη, δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί κατάφερε να μπει πρώτος και να την απελευθερώσει ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος. Η διπλωματία της Θεοδώρας και πάλι είναι μπροστά. Καταφέρνει να ειρηνεύσει το σύζυγό της Μιχαήλ, με το δεύτερο γάμο του Νικηφόρου της, με την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα.
Μετά απὸ αυτά τα γεγονότα ο Μιχαήλ ο Β' αποσύρθηκε από τη θέση του, την οποία άφησε στο γιο και διάδοχό του Νικηφόρο. Η υγεία του όμως άρχισε να κλονίζεται και από τη στενοχώρια· γιατί η κόρη τους Ελένη, όταν σκοτώθηκε ο άνδρας της Μανφρέδος, σε μάχη για την κατάληψη του κράτους του από τον κόμη της Ανδεγαυίας Κάρολο, που υποκίνησε ο πάπας, κλείστηκε στη φυλακή, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Κράτησε την ορθόδοξη πίστη της και την ηθική της αξιοπρέπεια, παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκε. Πέθανε στη φυλακή μάρτυρας της πίστης, όπως και τα τρία της αγόρια, μετά από χρόνια, ξεχασμένα από όλους. Μόνο η κόρη της απελευθερώθηκε, αφού πέρασε και αυτή αρκετά χρόνια στη φυλακή.
Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β' Άγγελος Κομνηνός άφησε στην Άρτα την τελευταία του πνοή, κι έφυγε μετανοημένος για όλα όσα έκανε. Τον κήδεψαν με βασιλικές τιμές και τοποθέτησαν το νεκρό του σώμα μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών όπου σώζεται, στο δεξί μέρος του ναού, μέχρι σήμερα ο τάφος του.
Η Θεοδώρα στο μοναστήρι
Τώρα η Θεοδώρα ελεύθερη από οικογενειακές και διοικητικές υποχρεώσεις, ντύνεται το μοναχικό σχήμα εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου που πριν από χρόνια έκτισε, ιδρύοντας μοναστήρι. Γίνεται μοναχή μετά από αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, σε ηλικία 54 ετών, και δόθηκε στον Ιησού που τόσο πολύ από μικρή ηλικία αγαπούσε. Εκεί στο μοναστήρι ζούσε, όπως λέγει ο βιογράφος της Ιώβ, γυμνάζοντας τον εαυτό της με κόπους, αυξάνοντας τον καρπό των αρετών με αγρυπνίες και ολονυκτίες, με ψαλμούς και ύμνους, υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές του μοναστηριού· ήταν προστάτις των αδικουμένων, των ορφανών, των χηρών και πτωχών, παρηγορούσε τους θλιβομένους, και εγίνετο τοις πάσι τα πάντα, με ταπεινή καρδιά.
Χαιρόταν, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες των παιδιών της στο Βυζαντινό στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, όπου μερικά χρόνια πριν είχαν καταταχθεί να υπηρετήσουν τα δυό της αγόρια, ο Ιωάννης και ο Δημήτριος (που από τη μεγάλη αγάπη που είχε στον πατέρα του Δεσπότη Μιχαήλ, πήρε μόνος του το όνομά του και ονομάστηκε και αυτός Μιχαήλ), αφού πριν παντρεύτηκαν και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες. Ζούσαν με τις αρχές και αξίες που τα ενέπνευσε η μητέρα τους, προπαντός με την αγάπη προς την ορθοδοξία, την οποία υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο. Αντιτάχτηκαν στα ενωτικά σχέδια του αυτοκράτορα με τους παπικούς, και αυτό περισσότερο τους στοίχισε· έπεσαν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και των αυλικών του· τον Ιωάννη τον έκλεισε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος στη φυλακή, και μάλιστα τον τύφλωσε κιόλας. Αργότερα τον σκότωσε με την προτροπή των αυλικών του. Λυπήθηκε πολύ η τραγική μάνα για το θάνατο του παιδιού της, αλλά η υπομονή και η ανεξικακία της δεν έχουν όρια.
Η ίδια διατηρεί επικοινωνία, και παίρνει δύναμη στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, από τον άγιο ασκητή Ανδρέα τον Ερημίτη, που ασκήτευε σε ένα βουνό, κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας. Ο ασκητής Ανδρέας το 1271 μ.Χ παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Τότε η αρχόντισσα και μοναχή Θεοδώρα, με όλη τη σύγκλητο του κράτους, αφού είδαν από μακριά ένα φως και αναμμένες λαμπάδες να κατεβαίνουν από τον ουρανό, στο σημείο που ήταν το τίμιο λείψανό του, ήρθαν, προσκύνησαν το αγιασμένο νεκρό του σώμα, και το ενταφίασαν έξω από τη σπηλιά που ασκήτευε. Ύστερα έκτισε ένα μικρό ναό, που σώζεται μέχρι σήμερα, και τοποθέτησε μέσα σε λάρνακα το τίμιο λείψανό του.
Η ίδια εργάζεται αδιάκοπα για το μοναστήρι της και για τις αδελφές μοναχές. Θέλει να κτίσει το νάρθηκα του ναού, και παρακαλεί τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο, να της δίνουν δύναμη. Όμως τα βάσανά της από τους θανάτους των παιδιών της δεν έχουν τελειωμό. Γεύτηκε και το πικρό ποτήρι του θανάτου του Νικηφόρου της, που μαζί πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της θλίψης από τη κακή συμπεριφορά του άνδρα της.agia-theodora-2
Η οσιακή της Κοίμηση
Ύστερα αρχίζει και για την ίδια η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της. Έχει την μυστική πληροφόρηση από τον Κύριο πως επίκειται η ώρα να φύγει από τη ζωή. Εκείνη όμως παρακαλεί να της χαρίσει ο Θεός έξι μήνες ακόμη, τόσο χρόνο χρειάζεται, για να τελειώσει το νάρθηκα του ναού, που ξεκίνησε να κτίζει. Ο Κύριος την άκουσε και της έδωσε την παράταση που ζητούσε. Ύστερα την κάλεσε κοντά του το 1303 μ.Χ, όπως αναφέρει ο αείμνηστος αρτινός ιστορικός-ερευνητής Κ. Τσιλιγιάννης· κόντευε τότε τα 89 της χρόνια. Την κήδεψαν με τιμές στις 11 Μαρτίου, και απόθεσαν το αγιασμένο της σώμα σε μαρμάρινο τάφο, που έκτισαν στο νάρθηκα του ναού. Την έκλαψαν οι μοναχές, όλος ο λαός θρήνησε για το θάνατό της. Είχαν όλοι την αίσθηση πως κήδεψαν μια αγία.
Ευτυχώς δε ζούσε να πιεί και άλλο θανατικό ποτήρι. Γιατί και ο άλλος γιος της Δημήτριος-Μιχαήλ δολοφονήθηκε, ύστερα από συκοφαντίες των αυλικών του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Τα οστά και των δύο αδελφών μετέφερε αργότερα, μάλλον ο γιος και διάδοχος του Νικηφόρου Θωμάς, και τα εναπέθεσε σε τάφο, μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, και μάλιστα στο αριστερό μέρος του ναού, όπου, στο δεξιό κλίτος βρίσκεται μέχρι σήμερα και ο τάφος του πατέρα τους Μιχαήλ.
Μετά το θάνατό της
Μετά το θάνατό της κόσμος πολύς περνάει και προσκυνάει τον τάφο της, έχοντας την αίσθηση πως τιμά μια αγία. Η φήμη της φθάνει παντού, γιατί πάνω στον τάφο της γίνονται και θαύματα. Τότε ο μοναχός Ιώβ ο Μέλης, που ήταν ενάντια στην ένωση με τους παπικούς και βασανίστηκε γι’αυτό από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, φθάνει στην Άρτα, συγκεντρώνει στοιχεία και γράφει για το βίο της.
Οι Αρτινοί την τιμούσαν πάντα, ιδιαίτερα όμως στις 11 Μαρτίου κάθε χρόνο, εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου, που με τον καιρό τον ονομάζουν ναό της Αγίας Θεοδώρας.
Μετά το Δεσπότη Θωμά, γιο του Νικηφόρου, διάφοροι κατακτητές εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, Σέρβοι, Αλβανοί, Λατίνοι και κατέλαβαν και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με τελευταίους τους Τούρκους το 1449 μ.Χ. Η Αγία Θεοδώρα όμως και όλοι οι Κομνηνοδούκες είχαν οπλίσει καλά τους Αρτινούς με όλες τις ελληνικές και ορθόδοξες αξίες, και άντεξαν όλες οι κατοπινές γενιές, ώσπου αποτίναξαν τον τούρκικο ζυγό το 1881 μ.Χ, και απελευθέρωσαν την Άρτα.
Με το πέρασμα των χρόνων μερικοί αμφισβητούσαν ότι ο τάφος της Αγίας περιέχει μέσα του τα λείψανά της, γιατί υποστήριζαν πως τα έκλεψαν οι Φράγκοι, όπως συνέβηκε με πολλά άλλα λείψανα αγίων.
Έτσι ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος Κλεόμβροτος, με την προτροπή και την ευλογία του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου (ο οποίος τότε απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξε τον τάφο το 1873 μ.Χ, ψάλλοντας μαζί με το λαό την παράκληση στην Αγία· Ο ναός γέμισε από ευωδία και ο πατήρ Στέφανος με πολλή ευλάβεια τοποθέτησε τα αγιασμένα λείψανα μέσα σε ξύλινη λάρνακα· ύστερα ο λαός τα προσκύνησε και τελέστηκε ολονύκτια θεία λειτουργία.
Σήμερα η λάρνακα είναι ασημένια και παραμένει πάντα στο ναό, για να δέχονται οι πιστοί την ευλογία της Αγίας. Η δε 11η Μαρτίου, ημέρα της εορτής της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας, είναι η πιο επίσημη ημέρα για την Άρτα. Πλήθος κόσμου συρρέει από όλη την Ήπειρο και άλλα μέρη της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανά της και την αγία της εικόνα· ακόμη να λάβει μέρος στη λιτάνευσή τους στους δρόμους της πόλης και να πάρει την ευλογία της.
Η Αγία Θεοδώρα αποτέλεσε και αποτελεί και σήμερα πρότυπο, άξιο μίμησης για όλους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έπαιξε όλους τους ρόλους της ζωής. Ήταν άξια σύζυγος, υπέροχη μητέρα, βασίλισσα με διπλωματικές ικανότητες, φιλάνθρωπη προς τους πάσχοντες, με ανεκτίμητη την αρετή της ανεξικακίας της. Σκεπάζει με την παρουσία της και θα σκεπάζει πάντοτε την πόλη της Άρτας και όλη την Ήπειρο· μας προσκαλεί δε όλους να μιμηθούμε τη ζωή μας.
* Τα παιδιά της Αγίας Θεοδώρας, της πολιούχου της Άρτας
Η Αγία Θεοδώρα, η Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας, και ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β’, ο σύζυγός της, έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά. Τον Νικηφόρο, την Άννα, την Ελένη, τον Ιωάννη, τον Δημήτριο και μια κόρη ακόμη, της οποίας δεν μας σώθηκε το όνομα.
Τα ανέθρεψαν, κυρίως η Αγία Θεοδώρα, με μεγάλη αγάπη και στοργή, και με φόβο Θεού. Τους έδωσαν αρκετή μόρφωση, και εμφύσησαν παράλληλα στις ψυχές τους τα ελληνορθόδοξα ιδανικά. Η μητέρα τους με τις συμβουλές της, αλλά κυρίως και πρωτίστως με το καλό παράδειγμά της, εμφυσούσε μέσα τους την ευγένεια, την καλοσύνη, το σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, τη φιλανθρωπία, την αγάπη και την πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Τους δίδαξε την αυτοθυσία, προκειμένου να υπερασπίζονται τα ιδανικά τους. Με αυτὲς τις αρχές και αξίες όλα της τα παιδιά πορεύτηκαν σε όλη τους τη ζωή. Και κάποια θυσιάστηκαν ακόμη για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας, για την οποία η Αγία Θεοδώρα, η μητέρα τους, αγωνίστηκε πολύ σε όλη της τη ζωή. Πέρασε βέβαια μεγάλη θλίψη, γιατί τα τέσσερα παιδιά της, η Ελένη της, ο Νικηφόρος, ο Ιωάννης, και η Άννα έφυγαν από τη ζωή πριν από την ίδια. Παρηγορούνταν όμως, γιατί έτσι ήταν το θέλημα του Θεού, και περίμενε και το δικό της τέλος, για να τα συναντήσει στην άλλη, την αιώνια πατρίδα, όπου όλοι θα πορευτούμε.
1. Νικηφόρος Α' Άγγελος, Κομνηνός, Δούκας
Διετέλεσε Δεσπότης στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από το έτος 1268 έως το 1296 μ.Χ. Γεννήθηκε στο χωριό Πρένιστα της Άρτας το έτος 1232. Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην εξορία, στο χωριό Πρένιστα, μαζί με τη διωγμένη από το παλάτι μητέρα του. Ο Ιερέας του χωριού που τους περιμάζεψε και τους φιλοξένησε στο σπίτι του, του έμαθε, μαζί με τη μητέρα του, τα πρώτα γράμματα. Αφότου επέστρεψε στο παλάτι η μητέρα του Αγία Θεοδώρα, συμφιλιωμένη με το σύζυγό της Μιχαήλ το Β', ο Νικηφόρος έζησε με πολλή στοργή και φροντίδα από τον πατέρα του· Όταν μεγάλωσε περισσότερο, φοίτησε στη σχολή που ήταν στην Άρτα, και ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες και την πολεμική στρατηγική, κυρίως από τον πατέρα του, διότι θα ήταν ο διάδοχός του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Στα δεκαεπτά του χρόνια, το έτος 1249, η μητέρα του τον παίρνει και μαζί φθάνουν στη Νίκαια της Βυθηνίας, την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους της Νίκαιας, ενός από τα ελληνικά κράτη που απόμειναν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. Η Βασίλισσα Θεοδώρα με τις διπλωματικές της ικανότητες προσπαθεί να κρατάει συμφιλιωμένα τα δύο κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου ηγεμόνευε ο φιλόδοξος σύζυγός της Μιχαήλ, και το κράτος της Νίκαιας, που αυτοκράτορας ήταν ο Ἰωάννης Γ' Βατάτζης. Στη Νίκαια ο Νικηφόρος, με την ομορφιά του και την εξυπνάδα του, έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους του Βατάτζη, που έδραξε την ευκαιρία να προτείνει να μνηστευθεί η εγγονή του Μαρία με το Νικηφόρο. Ο γάμος έγινε πολύ αργότερα, το 1256 στη Θεσσαλονίκη, με κάθε λαμπρότητα από τον Πατριάρχη Αρσένιο, και τότε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης απονέμει στο Νικηφόρο τον τίτλο του Δεσπότη. Η Βασίλισσα Θεοδώρα νιώθει ευτυχής, γιατί κατάφερε να συμφιλιώσει τα δύο κράτη και να παντρέψει το γιο της.
Ο Νικηφόρος και η Μαρία απόκτησαν μία κόρη, που ονομάστηκε και αυτή Μαρία· αλλά δυστυχώς η πριγκίπισσα Μαρία άφησε τη ζωή πολύ νωρίς, το 1263, και έτσι έμεινε ορφανή η μικρή Μαρία και χήρος ο Νικηφόρος. Πένθησε τη γυναίκα του ειλικρινά δύο χρόνια, φορώντας άσπρα ενδύματα, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής στην περίοδο του πένθους. Η Θεοδώρα του συμπαραστάθηκε στη δοκιμασία του και μαζί μεγάλωσαν τη μικρή Μαρία. Το 1265, μετά από εννιά χρόνια χηρείας, ο Νικηφόρος κάνει δεύτερο γάμο· Η νέα σύζυγός του είναι η Άννα Καντακουζηνή, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Γι αυτό έχει και την επωνυμία Παλαιολογίνα.
Το 1268 ο Νικηφόρος με τη σύζυγό του, όπως και η μητέρα του Θεοδώρα, με όλο τον Αρτινό λαό θρηνούν το θάνατο του Δεσπότη Μιχαήλ. Με τιμές πολλές τον οδηγούν στην τελευταία του κατοικία, στον τάφο που υπάρχει μέχρι σήμερα μέσα στην εκκλησία της Παναγίας, στο χωριό Βλαχέρνα της Άρτας. Λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε την εξουσία ως Δεσπότης ο Νικηφόρος. Πρώτιστο καθήκον του στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κράτους του ήταν να διαφυλάξει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία που διαρκώς επιβουλεύονταν οι δυτικοί. Γι' αυτό αντιτάχτηκε στις επιδιώξεις του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε απελευθερώσει, από το 1261, την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους) να ενώσει τη Ορθόδοξη εκκλησία με τους ρωμαιοκαθολικούς, εις βάρος των Ορθόδοξων.
Μαζί με την ευσεβή σύζυγό του έκτισαν το μεγαλοπρεπή ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, που μέχρι σήμερα αποτελεί την αρχόντισσα εκκλησία της Άρτας και το κόσμημά της. Από το δεύτερο γάμο του ο Νικηφόρος απόκτησε τρία παιδιά, την Θαμάρ, τον Θωμά, που ήταν και ο διάδοχός του, και τον Μιχαήλ. Ως ηγεμόνας προσπάθησε να κρατήσει μια ισορροπία μεταξύ ανατολής και δύσης, φροντίζοντας ιδιαίτερα για τον Ορθόδοξο λαό του κράτους του, όπως έμαθε από τους γονείς του.
Μετά από πολλούς αγώνες και αγωνίες για το λαό του, ο Νικηφόρος το 1296 πέθανε στην Άρτα. Τον έκλαψε η συνετή σύζυγός του Άννα, η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα, τα παιδιά του και όλος ο αρτινός λαός. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θωμάς, που μέχρι να ενηλικιωθεί ασκούσε την εξουσία η Βασίλισσα Άννα, η μητέρα του. Ο Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας, ως Δεσπότης, τίμησε τους γενναίους προγόνους του και κράτησε με αποφασιστικότητα ανεξάρτητο το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας και μάλιστα Αρτινός ηγεμόνας στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
2. Ο Ιωάννης Δούκας
Είναι ο δεύτερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' και της Αγίας Θεοδώρας. Γεννήθηκε στην Άρτα μετά το 1237· Γαλουχήθηκε και αυτός με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, και με την αγάπη για τον ελληνισμό. Του άρεσαν πολύ οι στρατιωτικές γνώσεις και μαθήτευσε σε αυτές κοντά στον πατέρα του. Γι' αυτό, όταν μεγάλωσε, η μητέρα του τον πήρε μαζί της στην Νίκαια, όπου πήγε για δυο κυρίως σκοπούς. Με τις συζητήσεις της με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Η' Παλαιολόγο, να συμφιλιώσει τα δύο ελληνικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με το κράτος της Νίκαιας. Γιατί οι φιλοδοξίες και των δύο ηγεμόνων, του Δεσπότη Μιχαήλ Β', του άνδρα της, και του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου της Νίκαιας δεν είχαν τελειωμό. Κατάφερε βέβαια με τις διπλωματικές της ικανότητες να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης τα δύο κράτη. Άφησε όμως, ως εγγύηση αυτής της συνθήκης και φιλίας των δύο κρατών, το γιο της Ιωάννη στην Νίκαια, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και ακόμη να βρει κάποια πριγκίπισσα για το γάμο του. Και επέστρεψε στην Άρτα.
Χαιρόταν πολύ, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες του Ιωάννη της στις διάφορες εκστρατείες του Βυζαντινού στρατού, που τον έκαναν να ξεχωρίζει από πολλούς άλλους. Οι ικανότητές του βέβαια πολύ νωρίς προκάλεσαν τη ζηλοτυπία και το φθόνο πολλών ανθρώπων του παλατιού. Και μπήκε στο στόχαστρο. Όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η' Παλαιολόγος τάχτηκε φανερά υπέρ της ένωσης της Ορθόδοξης εκκλησίας με τη Ρωμαιοκαθολική, εις βάρος βέβαια των Ορθόδοξων και την υποταγή τους στον Πάπα, ο Ιωάννης αντέδρασε και τάχτηκε ανοικτά ενάντια στην ψεύτικη ένωση. Ἐτσι έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, που με την παρακίνηση και των αυλικών φυλάκισε τον Ιωάννη, και μάλιστα έδωσε εντολή να τον τυφλώσουν. Όλα αυτά τα έμαθε η μοναχή πια μητέρα του Θεοδώρα και στενοχωρούνταν πολύ. Μάλιστα με επιστολή της παρακαλούσε τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει. Εκείνος της υποσχόταν, αλλά ποτέ δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Τελικά τον δολοφόνησε με την προτροπή και πολλών ζηλότυπων αυλικών του. Ο Ιωάννης άφησε πίσω χήρα τη γυναίκα του, και την κόρη του Ελένη ορφανή. Υπερασπίστηκε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του την Ορθοδοξία, έτσι όπως τον δίδαξε η μητέρα του, και υπηρέτησε με συνέπεια στο βυζαντινό στρατό, κάνοντας πράξη την αφοσίωσή του στον ελληνισμό.
3. Δημήτριος Δούκας, Κομνηνός
Ήταν ο νεότερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ Β', που έτρεφε γι' αυτόν ιδιαίτερη αγάπη. Γεννήθηκε στην Άρτα γύρω στα 1250 μ.Χ., και μεγάλωσε παίρνοντας όλη τη μόρφωση της εποχής, και ιδιαίτερα διακρίθηκε στις πολεμικές τέχνες· Διδάχτηκε δε όλες τις ελληνοχριστιανικές αξίες, τις οποίες έμαθε, από τη μητέρα του κυρίως, να τις υπερασπίζεται, ακόμη και με θυσία του εαυτού του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ανέλαβε ως διάδοχός του ο μεγαλύτερος γιος, ο Νικηφόρος. Ο δε Δημήτριος έμεινε κοντά στο Δεσπότη Νικηφόρο, τον αδελφό του, περίπου δέκα χρόνια, και τον βοηθούσε στα διοικητικά του καθήκοντα, χωρίς ο ίδιος να έχει ενεργό ρόλο στο κράτος. Απὸ μεγάλη δε αγάπη προς στον πατέρα του, που δεν ζούσε πια, άρχισε ο Δημήτριος να ονομάζει τον εαυτό του Μιχαήλ, ως μια πράξη πίστης και τιμής στη μνήμη του. Ο δε αδελφός του, Δεσπότης Νικηφόρος, του έδωσε και την προσωνυμία Κουτρουλής. Βαρέθηκε όμως δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, να βρίσκεται σε αυτή την αδράνεια. Η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα τον συμβούλεψε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερη μόρφωση που την αγαπούσε. Όμως εκείνος προτίμησε να μεταβεί στην Πόλη, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και για ένα ακόμη λόγο. Γιατί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος του έστειλε μήνυμα να πάει στην Πόλη, για να νυμφευτεί την κόρη του Άννα Παλαιολογίνα Κομνηνή.
Ο γάμος έγινε με κάθε επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη, και ο Δημήτριος από τον γάμο του αυτόν απόκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Ανδρόνικο. Στα πεδία των μαχών που έκανε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ διακρινόταν για τις πολεμικές του ικανότητες και τις ανδραγαθίες του. Ατύχησε όμως στην οικογενειακή του ζωή, γιατί έχασε τη σύζυγό του Άννα, γεγονός που τον πίκρανε πολύ. Αργότερα κάνει και δεύτερο γάμο, με την κόρη του ηγεμόνα της Βουλγαρίας Τερτέρ. Ήδη στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, βρίσκεται ο Ανδρόνικος ο Β'. Είναι άνθρωπος ήπιων τόνων και μάλλον ανθενωτικός, πράγμα που χαροποιούσε πολύ τον Δημήτριο, και τη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα. Ο φθόνος όμως των αξιωματούχων του παλατιού για τις διακρίσεις και τα ανδραγαθήματα του Δημητρίου είχε ως αποτέλεσμα να τον συκοφαντούν και να προτρέπουν τον αυτοκράτορα να στραφεί εναντίον του. Τον κατηγόρησαν, επειδή έκανε δεύτερο γάμο με την κόρη του Βούλγαρου ηγεμόνα, γιατί αυτό θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους τους· όμως ο Δημήτριος- Μιχαήλ αντίθετα, έβλεπε και προσπαθούσε να τους δώσει να καταλάβουν ότι ο γάμος αυτός θα ευνοούσε το κράτος τους. Εδώ ο φθόνος και η ζηλοτυπία είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Έπεισαν τελικά τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο και έκλεισε στη φυλακή τον Δημήτριο το 1304 μ.Χ., αφού του δήμευσε την προικώα περιουσία του και το ανάκτορο στο οποίο ζούσε. Είναι δε άγνωστος ο τόπος και ο τρόπος του θανάτου του. Δεν ζούσε πια η μητέρα του μοναχή Θεοδώρα, για να πιεί και αυτό το θανατικό ποτήρι. Πάντως μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι από την Άρτα, βρίσκεται ο τάφος των αδελφών Ιωάννη και Δημητρίου, που σύμφωνα με την δυσανάγνωστη επιγραφή, πέθαναν με βίαιο θάνατο. Ίσως πολύ αργότερα από το θάνατό τους ο διάδοχος του Νικηφόρου, Δεσπότης Θωμάς Δούκας Κομνηνός, βρήκε και μετέφερε τα οστά τους από την Κωνσταντινούπολη στην Άρτα και τα τοποθέτησε μέσα στο ναό της Παναγιάς, όπου βρίσκεται και ο τάφος του πατέρα τους.
4. Ανώνυμη κόρη
Της πιο μεγάλης κόρης της Αγίας Θεοδώρας και του Μιχαήλ Β' δε γνωρίζουμε το όνομα, ούτε έχουμε πληροφορίες για τη ζωή της. Ξέρουμε μόνο από τους συγγραφείς, πως, όταν μεγάλωσε, δέχτηκε την πρόταση του πατέρα της να παντρευτεί έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη, τον Αλέξιο Ραούλ· Ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερός της στην ηλικία, αλλά η κόρη, όπως και η μητέρα της Θεοδώρα, τον δέχτηκαν με χαρά αυτό το γάμο.
5. Άννα Αγγελίνα Κομνηνή
Η Άννα γεννήθηκε στην Άρτα. Σύμφωνα με τον Δωρόθεο Μονεμβασίας, ήταν νέα με έξαιρετική ομορφιά και πολλά φυσικά χαρίσματα. Από την εφηβική της ηλικία εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχή· Ο πατέρας της όμως, ο Δεσπότης Μιχαήλ, είχε διαφορετική άποψη. Για λόγους διπλωματικούς και για ωφέλεια του κράτους και της Ορθόδοξης πίστης, και συγκράτηση και αποφυγή των βλέψεων που είχαν οι παπικοί έναντι των Ορθόδοξων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, φροντίζει και παντρεύει την Άννα με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, Γάλλο πρίγκιπα της Αχαΐας, με έδρα του την Ανδραβίδα· (τότε όλη η Πελοπόννησος, που την είχαν οι Λατίνοι, αποτελούσε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας)· Ο Γουλιέλμος είχε γεννηθεί στην Πελοπόννησο και γνώριζε άπταιστα την Ελληνική γλώσσα· συμφωνεί γι' αυτό το γάμο και η Βασίλισσα Θεοδώρα. Έτσι ο γάμος έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια στην Πάτρα το 1258, και η Άννα παραδόθηκε στο Βιλλεαρδουΐνο με κάθε επισημότητα από τον αδελφό της Νικηφόρο.
Η ωραία Ελληνίδα Πριγκίπισσα, που μετά το γάμο της ονομάστηκε και Αγνή, ήρθε να κατοικήσει στο νέο κάστρο του Μυστρά, που ο ίδιος ο Γουλιέλμος είχε κτίσει· εκεί επιδόθηκε σε έργα φιλανθρωπίας προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους της και ζούσε παίρνοντας δύναμη από την προσευχή· μιμούνταν δε κατά πάντα την μητέρα της Θεοδώρα. Το χειμώνα τον περνούσαν στην πρωτεύουσα του κράτους, την Ανδραβίδα. Απόκτησε με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουῒνο δύο κόρες, την Ισαβέλλα και τη Μαργαρίτα. Ο άνδρας της απεβίωσε το Μάιο του 1276. Η δε Άννα έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, και κηδεύτηκε στην Ανδραβίδα, όπου σώζεται μέχρι σήμερα ο τάφος της. Σε όλη της τη ζωή φρόντιζε να ζει χριστιανικά δίνοντας το καλό παράδειγμα στους κατοίκους του κράτους, έχοντας πάντοτε ως πρότυπό της τη μητέρα της Θεοδώρα.
6. Ελένη Δούκαινα, Χοενστάουφεν, Βασίλισσα των δύο Σικελιών (1259-1266)
Ήταν η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας και του Δεσπότη Μιχαήλ Β'· Γεννήθηκε στην Άρτα το έτος 1242· και οι δύο γονείς έτρεφαν μεγάλη αδυναμία στην Ελένη. Είχε απαράμιλλη ομορφιά και χάρη και σεμνότητα, φερόταν με πολλή ευγένεια προς τον απλό λαό και εισέπραττε την αγάπη όλων των ανθρώπων. Οι αρετές της πήγαζαν κυρίως από την καλή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της Αγία Θεοδώρα, η οποία φρόντισε όλα της τα παιδιά να λάβουν ελληνοχριστιανική αγωγή, εμπνέοντας τις αξίες αυτές κυρίως με το παράδειγμά της.
Βασική της φροντίδα, αλλά και του Μιχαήλ, ήταν πάντοτε πώς θα προφυλάξουν την ελληνικότητα του κράτους και την Ορθοδοξία, που πάντοτε επιβουλεύονταν οι παπικοί με την προπαγάνδα τους. Και επεδίωκαν να κάνουν τους γάμους των παιδιών τους με τρόπο που θα βοηθούσε σε αυτό το σκοπό. Έτσι για την Ελένη τους βρήκαν για σύζυγο τον Μανφρέδο, ο οποίος ήταν γιος του Βασιλιά της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Φρειδερίκου Β', που προερχόταν από τη Γερμανική Δυναστεία των Χοενστάουφεν. Όταν ο Φρειδερίκος πέθανε, με διαθήκη του άφησε στο Μανφρέδο το βασίλειο των δύο Σικελιών. Ο Μανφρέδος, όπως και ο πατέρας του, ήταν ενάντια στις επεκτατικές επιδιώξεις του Πάπα, και γι' αυτό εκείνος τους αφόρισε. Έτσι ο Μανφρέδος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τους Ορθόδοξους και σε ό,τι ήταν εναντίον του Πάπα. Η Ελένη, η κόρη της Αγίας Θεοδώρας, ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων, όταν έγινε το προξενιό. Ο δε Μανφρέδος ήταν είκοσι έξι χρόνων, πολύ όμορφος με μαλλιά ξανθά, και πολύ γενναίος στα πεδία των μαχών. Πιθανόν να ομιλούσε και την Ελληνική γλώσσα, γιατί αυτή ομιλούνταν στα μέρη αυτά της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (και μέχρι σήμερα ομιλείται). Ήταν και μουσικός· έγραφε ο ίδιος ποιήματα, τα οποία μελοποιούσε.
Ο γάμος έγινε τελικά στο Τράνο της Ιταλίας, πόλη παραθαλάσσια απέναντι από το Δυρράχιο της Βορείου Ηπείρου, μέσα στο κάστρο, με κάθε επισημότητα, και κράτησε μέρες. Η Ελένη έγινε έτσι Βασίλισσα της Σικελίας, Δούκισσα της Απουλίας και Πριγκίπισσα της Καπύης.
Λατρεύει το σύζυγό της, αγαπά περίσσια και το λαό, και όλοι τη θαυμάζουν για την ομορφιά της, τη γλυκύτητα και την καλοσύνη της. Πιστεύει πολύ στο θεσμό της οικογένειας. Έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ένα μετά το άλλο. Πρώτα τον Ερρίκο το 1262 μ.Χ., μία κόρη, τη Βεατρίκη, το Φρειδερίκο και τον Αντζολίνο (Αγγελίνο), που ήταν το μικρότερο παιδί της. Πολύ νωρίς όμως ο Μανφρέδος μπήκε σε περιπέτειες· αιτία ήταν ο πάπας της Ρώμης. Μισούσε το Μανφρέδο και προσπαθούσε να του δημιουργεί προβλήματα.
Ο κόμης της Ανδεγαυίας Κάρολος, τελευταίος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Η' του Λέοντα, ήταν πολύ φιλόδοξος και κίνησε ουρανό και γη να βρει ένα θρόνο κάπου για τον εαυτό του. Ο Πάπας τότε τον ξεσήκωσε. Τον ανακήρυξε βασιλιά της Σικελίας, και ο Κάρολος ήρθε με τη δύναμη των όπλων να πάρει το κράτος του Μανφρέδου. Έτσι σε μια μάχη, κοντά στην πόλη Μπενεβέντο της Κάτω Ιταλίας, οι δυνάμεις του Μανφρέδου, στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 1266 έπαθαν ολοκληρωτική καταστροφή. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μανφρέδος.
Το θλιβερό νέο έμαθε η Ελένη, ενώ βρισκόταν στην πόλη Νοκερία της Καμπανίας, μαζί με τα παιδιά της, όπου ήταν υπό την προστασία του διοικητή της πόλης. Ο Κάρολος κατέλαβε το κράτος του Μανφρέδου, την δε Ελένη σχεδόν όλοι οι αυλικοί την εγκατέλειψαν. Αυτοί που της έμειναν πιστοί, τη συμβούλεψαν να φύγει με τα παιδιά της στην Ήπειρο, να πάει στην Άρτα, στο σπίτι των γονέων της. Τη συνόδεψαν μέχρι το λιμάνι του Τράνου, όπου έφθασαν νύχτα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν, γιατί είχε μεγάλη τρικυμία. Έτσι κατέφυγαν στο κάστρο κρυφά, και ο φρούραρχος τους δέχτηκε με καλοσύνη. Μαθεύτηκε όμως ότι βρίσκονται εκεί, και ο πάπας παρήγγειλε στο φρούραρχο να τους κρατήσει, ώσπου ήρθαν ιππείς του Καρόλου και τους συνέλαβαν. Αρχικά την Ελένη τη φυλάκισαν στην πόλη του Τράνου, μαζί με την κόρη της Βεατρίκη, τα δε μικρά της αγόρια τα πήραν και τα οδήγησαν σε φυλακή, σε άγνωστο φρούριο, με σκοπό να ξεχαστούν από τους ανθρώπους· γιατί, αν τα αφήσει ελεύθερα, αυτά, όταν μεγαλώσουν, μπορεί να του πάρουν το θρόνο, ως νόμιμοι διάδοχοι του πατέρα τους Μανφρέδου. Εκεί πέρασαν τη ζωή τους, δεμένα με βαριές αλυσίδες στα πόδια, για να μην μπορούν να κινηθούν, και πιθανόν και στα χέρια, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Τη δε μητέρα τους Ελένη και την κόρη της Βεατρίκη ο Βασιλιάς Κάρολος αργότερα τις μετέφερε και τις έκλεισε στο φρούριο της Νοκερίας, που βρισκόταν ανάμεσα από βουνά, και ήταν ένα από τα οχυρότερα φρούρια του βασιλείου του Καρόλου. Εκεί η θλίψη της ήταν μεγάλη· πρώτα γιατί έχασε το σύζυγό της, τον οποίο υπεραγαπούσε, και δεύτερο γιατί δεν ήξερε ποια τύχη είχαν τα μικρά της αγόρια. Παρακάλεσε πολλές φορές τον Κάρολο να της πει πού βρίσκονται τα παιδιά της, αλλά ποτέ δεν εισακούστηκε. Με επιστολές τους παρακάλεσαν και οι γονείς της, όταν έμαθαν τα συμβάντα, τον πάπα και τον Κάρολο, να απελευθερώσει την κόρη τους Ελένη μαζί με τα παιδιά της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την ίδια ο Κάρολος την πίεσε πολλές φορές να παντρευτεί κάποιον καθολικό πρίγκιππα Ισπανό, αλλά δε δέχτηκε, για να μην προδώσει τη μνήμη του άνδρα της, αλλά και να μην διακινδυνεύσει την Ορθόδοξη πίστη της, για την υπεράσπιση της οποίας ήταν πρόθυμη και τη ζωή της ακόμη να δώσει. Η στενοχώρια της γινόταν μεγαλύτερη, επειδή δεν έμαθε ποτέ για την τύχη των παιδιών της. Έτσι από τη θλίψη της πέθανε στη φυλακή νεότατη, σε ηλικία μικρότερη των τριάντα χρόνων το έτος 1271. Έφυγε μάρτυρας για την πίστη της στην Ορθοδοξία και στην οικογένειά της.
Η κόρη της Βεατρίκη έμεινε φυλακισμένη μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια. Ύστερα απελευθερώθηκε, και αργότερα παντρεύτηκε, χωρίς να μάθει ποτέ για την τύχη των αδελφών της. Αυτά παρέμειναν ξεχασμένα από όλους στη φυλακή, χωρίς να λάβουν καμία μόρφωση. Πέθαναν πολύ αργότερα, μετά από τριάντα δύο χρόνια, ύστερα από περιπέτειες σε διάφορες φυλακές. Πρώτα έφυγε ο Αντζολίνο και ο Φρειδερίκος· ο δε Ερρίκος πέθανε πολύ αργότερα, σε ηλικία πενήντα έξι ετών και έξι μηνών, έρημος, ξεχασμένος από όλους, αφού από τις κακουχίες και τα γηρατειά έχασε το φως του.
Αυτό το θλιβερό τέλος είχε η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας Ελένη. Ο δε καθηγητής και συγγραφέας Μιχαήλ Δένδιας (γεννήθηκε το έτος 1899 στους Παξούς και πέθανε το 1977 στην Αθήνα) στο βιβλίο του «Ελένη Αγγελίνα Δούκαινα Βασίλισσα Σικελίας και Νεαπόλεως», γράφει σε κάποιο σημείο:
«Είναι κρίμα ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εσκέφθη να αγιάσει την μητέρα αυτής Θεοδώρα μόνην, ουχί δε και την Ελένην. Ο λόγος είναι ότι η Εκκλησία αύτη υπήρξε μακράν της θυγατρός της Αγίας Θεοδώρας, δεν εγένετο μάρτυς της εμμονής αυτής εις την αρετήν, δεν εγνώρισε ποτέ την χριστιανικήν αυτής εγκαρτέρησιν εν τη θλίψει, εν τω πόνω, εν τη συμφορά, εν τη ταλαιπωρία, δεν επληροφορήθη ποτέ τα κατά την στάσιν αυτής απέναντι των εν Ιταλία αντιπροσώπων της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Η «κόρη του ευγενούς ανδρός Μιχαλίτση» εμαρτύρησεν αληθώς υπέρ της πίστεως, υπέρ της αρετής, υπέρ της ευγενείας του έθνους αυτής. Εις το κάστρον της Νοκερίας, όπου το θλιβερόν αυτής φάσμα θα πλανάται, διήγαγε εν απολύτω υπομονή ημέρας λυπηροτάτας. Τίνας μείζονας δοκιμασίας ηδύνατο να υποστή;»
Αυτά ήταν με συντομία τα σχετικά με τη ζωή των έξι παιδιών της Αγίας Θεοδώρας, τα οποία έζησαν σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες που η αγία μητέρα τους τα ενέπνευσε, κυρίως με το παράδειγμά της. Οι γονείς ας την έχουν πρότυπό τους στην ανατροφή των παιδιών τους.
(Πηγή: «Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης», Ιερά Μητρόπολις Άρτης http://www.imartis.gr/τοπική-αγιολογία/ο-άγιος-μάξιμος-ο-γραικός/29-τοπική-αγιολογία/81-η-αγία-θεοδώρα.html )
Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΑΡΤΑΣ
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Καταρράκτη (Σχωρέτσαινα) (1215-1220), ιδρύθηκε την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (επί Μιχαήλ του Α 1205-1230 περίπου) και αποπερατώθηκε με την ιερή χορηγία της Αγίας Θεοδώρας συζύγου του Μιχαήλ Β Αγγέλου. (13/3/2010)Μετά από δύο ή τρία χρόνια περίπου έγγαμου βίου η Αγία εκδιώκεται από το παλάτι καθόσον ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β ερωτοτροπούσε με μια Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή, η οποία ανέβηκε στο θρόνο του Δεσποτάτου. Η Αγία Θεοδώρα εξουθενωμένη καταφεύγει στα βουνά των Τζουμέρκων. Με το γιο της Νικηφόρο και μια πιστή της Μοναχή εγκαθίσταται για μικρό χρονικό διάστημα στο χωριό Βλαχέρνα, όπου τη φρόντιζαν οι κάτοικοι και ονομαστές οικογένειες της Άρτας. Διαμένει σε ένα μικρό οίκημα, εκεί που τώρα, είναι ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών. Όμως η νέα ένοικος του Παλατιού την καταδιώκει να απομακρυνθεί από τα περίχωρα της Πόλης.Τότε η Αγία Θεοδώρα διαμένει για μικρό χρονικό διάστημα περίπου, ένα χρόνο, στο χωριό Μαρκινιάδα. Εκεί κατά την παράδοση ζει σε μια πιστή οικογένεια ποιμένων. Οι ποιμένες εκείνοι είχαν τα θερινά βοσκοτόπια πάνω στα Τζουμέρκα και συγκεκριμένα στο Παλαιοκάτουνο Βουργαρελίου. Δεν αποκλείεται με την πρότασή της Αγίας στο Σεβαστοκράτορα να ιδρύθηκε η λεγόμενη «Κόκκινη Εκκλησία». Για άγνωστο λόγο μεταβαίνει στα Σχωρέτσαινα, όπου φιλοξενείται στο νέο Μοναστήρι, που χτίστηκε λίγα χρόνια πριν επί Μιχαήλ του Α. Στη Μονή διαμένει ένα χρόνο γύρω στο 1332-1333 περίπου, με την αμέριστη συμπαράσταση του αγίου Ηγουμένου και των Μοναχών. Αυτά δεν τα γράφουν οι χρονογράφοι για τη μεγάλη αυτή συγκινητική περιπέτεια τηςΑγίας. Ο βιογράφος της Θεοδώρας δεν τα γνωρίζει, εξάλλου τη βιογραφία της τη γράφει αργότερα κατά τον 17ο αιώνα. Η πληροφορία προέρχεται από άγιο γέροντα της Μονής Καρακάλου του Αγίου Όρους καταγόμενο από το Αθαμάνιο Τζουμέρκων. Διασταυρώνεται όμως και με το απόσπασμα που παραθέτουμε: (Ν.Ζιάγκα, Φεουδαρχική Ήπειρος) «Η Θεοδώρα αναγκάστηκε να φύγει από το παλάτι με το μικρό της γιο Νικηφόρο και με μια αφοσιωμένη φίλη της μοναχή τράβηξε τα κακοτράχαλα μέρη των Τζουμέρκων κι υπόφερε από το κρύο και τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, χωρίς να βγάλει κακό λόγο ή καμία κατάρα από το στόμα της. Πολλά όμως άλλαξαν στο διάστημα αυτό στο παλάτι του Δεσποτάτου. Οι Αρτινοί Κεφαλάδες υποχρέωσαν τον Μιχαήλ Β να απομακρύνει «τη μορόζα» και να επαναφέρει την πραγματική Βασίλισσα Θεοδώρα. Οι πληροφορίες την αναγκάζουν να πλησιάζει προς την Πόλη της Άρτας. Διαμέσου των χωριών, Γραικικό-Ραψίστα, φτάνει στην Πρένιστα (Κορφοβούνι) με μικρή συνοδεία πιστών Τζουμερκιωτών. Οι Τζουμερκιώτες αυτοί γνώριζαν τον ιερέα της Μπρένιστας. Ο ιερέας εκείνος «γνους ήτις ταύτην οίκαδε φέρων κατέκρυψεν πάσης επιμελείας αξιώσαιο». Ο βιογράφος Μοναχός Ιώβ την αποκαλεί «λαχανευόμενη». Δεν αληθεύει ο χαρακτηρισμός, γιατί πάντα μαζί της είχε μικρή συνοδεία. Η περιπλανώμενη αυτή Μοναχή με ευρύτατη ελληνομάθεια και χριστιανική παιδεία με «ταπεινοφροσύνη» ασπαζόμενη, αοργησίαν, αγάπην, πραότητα, συμπάθειαν και ελεημοσύνην», αποκαταστάθηκε στο θρόνο αποδεχόμενη τη μετάνοια του συζύγου της. Εκοιμήθη εν Κυρίω κατά το έτος 1281 περίπου. Το ιερό σκήνωμά της βρίσκεται στο νάρθηκα του σημερινού ναού της Αγίας Θεοδώρας Άρτας.
(Πηγή: από το βιβλίο «Ιστοριογραφία της Πίνδου», Αθανασίου και Χρίστου Μακρυγιάννη, Έκδοση Δήμου Αγνάντων, 2010, σελ.252, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας https://missionanatolis.wordpress.com/2016/03/10/σκηνές-από-τον-βίο-της-αγίας-θεοδώρας-τ/ )
Αγία Θεοδώρα Πετραλείφα: Σχέσεις οικογενειακής καταγωγής με το Διδυμότειχο και συγγενείας με τον Άγιο Ιωάννη Γ΄ Βατατζη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στις αρχές του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στα 1204, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας[1], η Κωνσταντινούπολη «η πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σ΄ όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη και η πιο καλά οχυρωμένη»[2] πέφτει, λόγω των δυναστικών ερίδων και της κυβερνητικής ανεπάρκειας των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων, στα ανίερα χέρια των Φράγκων της Δ΄ σταυροφορίας. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, διαιρείται και διασπάται, κυρίως, σε 5 Λατινικά και σε 3 Ελληνικά κράτη. Οι Ελληνικές εστίες αντίστασης που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση ήταν : το βασίλειο-αυτοκρατορία της Νίκαιας (στη Μικρά Ασία) η μετέπειτα ονομασθείσα αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (στον Εύξεινο Πόντο) και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Από τα τρία νεοσύστατα κράτη, η Νίκαια και η Ήπειρος ανέλαβαν άμεσα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, και την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, αντιμαχόμενα όμως μεταξύ τους. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός αναφέρει σχετικώς : «Το θεμελιώδες μειονέκτημα της ελληνικής αντιστάσεως συνίστατο εις το ότι αύτη είχε διασπασθεί εις πολλάς εστίας, όχι μόνον αυτονόμους, αλλά και φερομένας προς σκληράς συγκρούσεις»[3]. Δυστυχώς οι προστριβές και οι διαμάχες των Λασκαριδών της Νίκαιας και των Αγγέλων-Κομνηνών της Ηπείρου, δεν άφηναν περιθώρια για μία ενιαία αντιμετώπιση των Λατίνων.
Γεγονός είναι πάντως πως τα δύο ελληνικά κράτη, παρόλο που ενεργούσαν αυτόνομα, κατάφεραν να περιορίσουν τους Λατίνους και να απελευθερώσουν μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας. Από τα πρώτα χρόνια η Ήπειρος με τον Θεόδωρο Άγγελο, φάνηκε πιο επιθετική και εδραίωσε την κυριαρχία της από τη δυτική Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1224 απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη η οποία αποτέλεσε μέχρι το 1230, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου και γι΄ αυτό το λόγω οι ιστορική ονομάζουν το κράτος της Ηπείρου και δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης.
Η υπέρμετρη όμως φιλοδοξία του δεσπότη της Ηπείρου (Θεόδωρου Άγγελου), είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθεί από τους Βουλγάρους το 1230, στη μάχη της Κλοκοτνίτσας ή Κλοκοτινίτζας (Περιοχή κοντά στο σημερινό Χάσκοβο της Βουλγαρίας) και να μειωθεί η ισχύς του δεσποτάτου. Την ήττα αυτήν εκμεταλλεύτηκε το αντίπαλο δέος της Ηπείρου, το βασίλειο της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος ιστορεί τα εξής : «Η ήττα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης (Δεσπ. Ηπείρου) άφηνε την πρώτη θέση στον αγώνα για ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στην αυτοκρατορία της Νίκαιας»[4]. Την εποχή εκείνη βασιλιάς στη Νίκαια ήταν ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης[5] (1222-1254), για τον οποίο ο πατριάρχης της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ιστορεί : «Η κατάλυση της εν Θεσσαλονίκη αυτοκρατορίας και η συνένωση του μεσαιωνικού ελληνισμού, υπό την αυτοκρατορία της Νίκαιας, μαρτυρεί ότι αυτός (ο ελληνισμός) όσο και αν είχε παρακμάσει, διατηρούσε κάποια συστατικά πολιτικής εμπειρίας, δεξιότητας και δυνάμεως περισσότερα από όσα με τον καιρό προσέλαβε ο προ μικρού σε νέο πολιτικό βίο ανακύψας νέος ελληνισμός. Η δε ένωσης αυτή υπήρξε το κυριότατο κατόρθωμα του Ιωάννη Βατάτζη αλλά όχι και το μόνο»[6].
Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος ανήκει στη χορεία των αγίων της εκκλησίας μας, υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους αυτοκράτορες της Ρωμανίας. Ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ κάνοντας ένα απολογισμό του έργου του, παραθέτει τα παρακάτω : «Ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε πολύ ικανός και πολύ δραστήριος πολιτικός, και ήταν αυτός ο κύριος δημιουργός της αποκατασταθείσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». ….. «Η εξωτερική δράση του Βατάτζη υπήρξε εξαιρετικά σημαντική, διότι εξαλείφοντας βαθμιαίως όλους τους υποψηφίους αποκαταστάτας της αυτοκρατορίας τους άρχοντες δηλαδή της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου και της Βουλγαρίας απέκτησε υπό την εξουσία του τόση έκταση, όση ουσιαστικώς αρκούσε για την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο κύριος ρόλος της αποκαταστάσεως ανήκει στον Ιωάννη Βατάτζη και το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, απλώς, επωφελήθηκε από τα αποτελέσματα της επιμονής και της δραστηριότητας του καλύτερου αυτοκράτορα της Νίκαιας. Οι μετά τον Ιωάννη Βατάτζη γενεές τον θυμούνται ως Πατέρα των Ελλήνων «[7].
Επί της εποχής του Ιωάννη Βατάτζη έγιναν κάποιες προσπάθειες ώστε να ομονοήσουν τα δύο ελληνικά κράτη. Επιστέγασμα των ενεργειών αυτών ήταν το συνοικέσιο της εγγονής του Ιωάννη Βατάτζη, Μαρίας με τον πρωτότοκο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο, Νικηφόρο, το 1249.
Από την πλευρά της Ηπείρου πρωτοστάτης για την επίτευξη του συνοικεσίου και της ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πλευρών, υπήρξε μία άλλη αγία μορφή της εκκλησίας μας, η σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ και μητέρα του Νικηφόρου, Θεοδώρα Πετραλείφα[8], για την οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Έτσι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δύο άγιες μορφές της Ορθοδοξίας, συνεργάζονται για το κοινό όφελος της Ρωμηοσύνης.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών γίνετε μνεία στο ήθος και στην υστεροφημία των δύο προαναφερθέντων αγίων, παραθέτοντας τα εξής : «Ο Ιωάννης Γ΄ (Βατάτζης) κατέχει τιμητική θέση ανάμεσα στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Επιπλέον υπήρξε, αντίθετα με τους αντιπάλους του της Ηπείρου, ένας τίμιος άνθρωπος, που ενέπνευσε αγάπη στους υπηκόους με αποτέλεσμα να τιμάται ως τοπικός άγιος στο Νυμφαίο, όπου πέθανε, και στη Μαγνησία, όπου τάφηκε. Το μόνο μέλος της ηγεμονικής οικογένειας της Ηπείρου, που «λατρεύθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρξε η βασίλισσα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, που η μνήμη της τιμάται ακόμη και σήμερα στην Άρτα, και που ανάλωσε τη ζωή της στην προσπάθεια να συνεργασθούν όλοι οι Έλληνες για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης»[9].
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ
Το επώνυμο Πετραλείφας συναντάται στις ιστορικές πηγές από τον 11o μέχρι τον 13o αιώνα. Αναφορικά με τον ιδρυτή της οικογενείας (στη Ρωμανία), Πέτρο Πετραλείφα, από την εγκυκλοπαίδεια Δομή διαβάζουμε τα παρακάτω : «Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της κάτω Ιταλίας Ροβέρτο Γυισκάρδο στην εκστρατεία του στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτομόλησε μαζί με άλλους προς τους Βυζαντινούς και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θράκη. Έτσι έγινε ο γενάρχης της οικογένειας που εξελληνίστηκε και που κατά παραφθορά του ονόματός του ονομάστηκε Πετραλείφας»[10]. Η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στην πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, στις αρχές του 12ου αιώνα, χαρακτηρίζει τον Πέτρο Πετραλείφα περιβόητο πολεμιστή και έμπιστο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Ενδεικτικά η σοφή πριγκίπισσα ιστορεί τα κατωτέρω : «Θέλοντας να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους κόμητες και στον Βοημούνδο (ο Αλέξιος Α΄) και να κλονίσει κάπως ή και να διαρρήξει τον μεταξύ τους συνασπισμό, στήνει το εξής τέχνασμα.
Καλεί κοντά του τον σεβαστό Μαρίνο από τη Νεάπολη και μαζί τον Ρογέρη, έναν επιφανή Φράγκο, και τον Πέτρο Αλίφα, πολεμιστή περιβόητο, που είχε κρατήσει ακράδαντη την πίστη του προς τον αυτοκράτορα»[11].
Περί της εγκαταστάσεως του Πέτρου Πετραλείφα στην Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο, ο Αθανάσιος Γουρίδης (πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) παραθέτει τα εξής : «Από το Διδυμότειχο καταγόταν και οι Πετραλείφες, οικογένεια Νορμανδών, ορμώμενων από το Pierre d’ Aulps της γαλλικής Προβηγκίας ή από την ιταλική Alifa, παρά της Caserta. Ο ιδρυτής της, Πέτρος, εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο γύρω στα 1108, όπου απέκτησε εκτεταμένες γαίες σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στον Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό, κυρίως κατά τις νικηφόρες μάχες εναντίον των Νορμανδών του Βοημούνδου στο Δυρράχιο»[12]. Σχετικά με την εγκαθίδρυση των Πετραλείφα στο Διδυμότειχο γίνετε μνεία και στο συναξάρι της αγίας Θεοδώρας : «Η Αγία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα»[13].
Όσον αφορά τον εξελληνισμό του ονόματος Πέτρος ντ’ Άλφια σε Πετραλείφας, παρενθετικά να αναφέρω ότι, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τα νεότερα ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Κωνσταντίνος Χολέβας αναφέρει σχετικώς : «Διαβάζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινο-Ρωμηούς συγγραφείς θαυμάζουμε την επιμονή τους να εξελληνίζουν τα ξένα ονόματα. …… Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι συνεχίζουν με πάθος και με αντίστοιχη ευρηματικότητα (αντίστοιχη με τους αρχαίους Έλληνες για τους οποίους αναφέρει παραπάνω αλλά για την οικονομία του χώρου δεν το παραθέτω), θα έλεγα και με μια ευτράπελη διάθεση, τον πλήρη εξελληνισμό των ονομάτων ξένων, πολιτικών ή στρατιωτικών. Η εμμονή αυτή δείχνει τον μεγάλο σεβασμό των Ελλήνων συγγραφέων στη γλώσσας μας καθ΄ όλη τη μακρόχρονη πορεία και διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού»[14].
Επανερχόμενοι στην ιστορική διαδρομή της οικογενείας Πετραλείφα, από το υπέροχο πόνημα του Αθανασίου Γουρίδη ανασύρουμε τα παρακάτω : «Η οικογένεια παρουσιάζει μια συνεχή και ουσιαστική συμμετοχή στην ιστορία των μέσων και ύστερων χρόνων του Βυζαντίου. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει τέσσερις αδελφούς Πετραλείφα περί τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό οι οποίοι «κατά το Διδυμότειχον την οίκησιν έχοντες», επέδειξαν μοναδική ανδρεία κατά την πολιορκία της Κέρκυρας στα 1149. Άλλα μέλη της οικογενείας, όπως ο Νικηφόρος, ο Αλέξιος ή ο Ιωάννης ξεχωρίζουν κατά το ταραγμένο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.
Στο τέλος του αιώνα αυτού ο Ιωάννης Πετραλείφας λαμβάνει τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και τη διοίκηση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τότε τμήμα της οικογενείας εγκαθίσταται στα Σέρβια. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα 1204, η οικογένεια εγκαταλείπει το Διδυμότειχο και μοιράζει τις υπηρεσίες της ανάμεσα στις δυναστείες της Νίκαιας και της Ηπείρου»[15].
Ο Ιωάννης Πετραλείφας ήταν ο πατέρας της αγίας Θεοδώρας, κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός ο οποίος : «Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου, τον οποίο το 1195 ακολούθησε στην εκστρατεία του εναντίον των Βλαχοβουλγάρων. Στη διάρκεια της εκστρατείας εκείνης πήρε μέρος σε συνωμοσία, που κατέληξε στην ανατροπή του αυτοκράτορα και στην άνοδο στον θρόνο του Βυζαντίου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου»[16]. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης αναφερόμενος στην οικογένεια της αγίας Θεοδώρας γράφει τα εξής : «Ο πατήρ της Θεοδώρας Ιωάννης ήτο σεβαστοκράτωρ, άρχων Μακεδονίας και Θεσσαλίας και γυναικάδελφος του Θεοδώρου Αγγέλου. Είχε δε η Θεοδώρα και αφελφόν Θεόδωρον, έχοντα σύζυγον την θυγατέρα του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού»[17]. Από το συναξάρι της αγίας, αντλούμε για τον πατέρα της, τις παρακάτω πληροφορίες : «Ο δε Ιωάννης Πετραλείφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος (πιθανότατα ο Γ΄ Άγγελος και όχι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός που αναφέρει το συναξάρι) έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μιαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλα, θυγατέρα άρχοντος τινος του παλατιού του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγα αυθέντην, ίνα εξουσιάζει όλην τη Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν»[18].
Ο Θεόδωρος Πετραλείφας (ο αδελφός της αγίας) ήταν συγγενής και αξιωματούχος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ B΄ Άγγελου. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιωάννη Βατάτζη το 1251 στη Μακεδονία εναντίον του αποστάτη[19] Μιχαήλ Β΄ ο βασιλιάς της Νίκαιας, ενώ ήταν σε δυσχερή θέση, δέχθηκε απρόσμενη βοήθεια από τον Θεόδωρο Πετραλείφα, ο οποίος αυτομόλησε στο στρατόπεδο του Βατάτζη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορεί τα παρακάτω : «Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας βρισκόταν σ΄ αυτήν την (δυσχερή) κατάσταση, ήρθε απρόσμενα πρόσφυγας από την Καστορία ο Γλαβάς και στη συνέχεια ο Θεόδωρος Πετραλείφας, ο γαμπρός του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού, συνεργάτης στη διοίκηση του αυτοκράτορα Ιωάννη»[20]. Η πράξη αυτή του Θεόδωρου ήταν ευεργετική για τον Ιωάννη Βατάτζη, διότι ο στρατός του δοκιμαζόταν από την έλλειψη τροφίμων και τον βαρύ χειμώνα. Λίγο αργότερα η Καστοριά και η γύρω περιοχές προσχώρησαν στην επικράτεια της Νίκαιας.
Την ίδια εποχή που στο δεσποτάτο της Ηπείρου δρα ως αξιωματούχος ο Θεόδωρος Πετραλείφας (που προαναφέραμε) στο στρατό της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη, υπηρετεί επίσης ως αξιωματούχος ο Ιωάννης Πετραλείφας. Αυτός διακρίθηκε κυρίως στους πολέμους εναντίον των Λατίνων κατακτητών της Κωνσταντινούπολης. Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει : «Με τη φρούρηση της πόλης (της Τζουρουλού πόλη της Ανατολικής Θράκης) ήταν επιφορτισμένος ο Ιωάννης Πετραλείφας, που ο αυτοκράτορας Ιωάννης τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του μεγάλου Χαρτουλαρίου[21], άνδρας γενναίος και έμπειρος στα πολεμικά από μικρό παιδί. …… Οι Λατίνοι λοιπόν κατέλαβαν την Τζουρουλού (το 1240) και οδήγησαν δέσμιους τους κατοίκους της μαζί με τον Πετραλείφα στην Κωνσταντινούπολη και τους επέστρεψαν, αφού έλαβαν λύτρα, πίσω στους δικούς τους»[22]. Το 1242 ο στρατός της Νίκαιας πέρασε στη Μακεδονία με σκοπό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη η οποία ανήκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Μεταξύ των αξιωματούχων, τους οποίους ο Ακροπολίτης τους αποκαλεί επιφανείς άνδρες[23], ήταν και ο Ιωάννης Πετραλείφας.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της αγίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : «Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ»[24].
«Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι»[25]. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : «Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων»[26]. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : «Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη[27]. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV»[28].
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : «Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει[29], επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο»[30]. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλείφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : «Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά»[31].
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της αγίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : «Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά[32], πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της»[33]. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : «Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη»[34]. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα ο A. Heisenberg ταυτίζει με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257»[35] (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών του Νομού Έβρου). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος»[36].
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : «Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια.»[37]. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : «ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄»[38]. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : «Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους»[39].
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Λαμβάνοντας υπόψη, τα παρατιθέμενα στοιχεία του παρόντος κειμένου καθώς βεβαίως και άλλες πηγές, που αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι, ο Άγιος Αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης και η Αγία βασίλισσα Θεοδώρα, δικαιωματικά ανήκουν στις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής αυτής. Μιας ταραγμένης εποχής, η οποία σημαδεύτηκε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους, και θεωρείται ως μία από τις κρισιμότερες (αν όχι η κρισιμότερη) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των καταστάσεων και των γεγονότων που συνδέουν και συσχετίζουν τα δύο πρόσωπα. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα κοινά σημεία που προκύπτουν από τους βίους, τους χαρακτήρες και τις πράξεις των δύο αγίων :
α. Πρώτο και κυριότερο κοινό τους σημείο, είναι ότι ανήκουν στη χορεία των αγίων της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Και οι δύο κατάφεραν κάτι πολύ δύσκολο, να κερδίσουν την αγιοσύνη, όντες κάτοχοι εξουσίας και πλούτου[40]. Αντιμετώπισαν με υπομονή τις πρόσκαιρες δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή τους, και αναδείχθηκαν ελεήμονες, προσφέροντας ολόψυχα την αγάπη τους στο λαό που κυβέρνησαν.
β. Υπήρξαν κτήτορες, δωρητές και αναστηλωτές πολλών ναών και μοναστηριών. Ενδεικτικά αναφέρουμε για το Άγιο Ιωάννη Βατάτζη ότι : « Έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και τα μοναστήρια του Σινά, της Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και της Κύπρου. Δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει το περιβόλι της Παναγίας, στην Ιερά Μονή Χελανδαρίου έκανε δωρεά δύο σταυρούς με Τίμιο Ξύλο. Στη περιοχή της Μικράς Ασίας, στη Μαγνησία ο Ιωάννης Βατάτζης κατασκεύασε ναό και τον ονόμασε Σώσανδρα, αφιερωμένο στην Παναγία, επίσης στη Νίκαια ανέγειρε ναό στη μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου»[41]. Η Αγία Θεοδώρα : «Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα (σύζυγό της) και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείο Μοναστήριον»[42].
γ. Η οικογενειακή καταγωγή τους έλκει από το Διδυμότειχο, όπως προαναφέραμε οι πρόγονοι της Αγίας Θεοδώρας, εγκαταστάθηκαν στην παραπάνω καστροπολιτεία της Θράκης, όπου στις αρχές του 12ου αιώνα : «εξελίχθηκε σε ένα οχυρό πολύ σημαντικό για την περιοχή μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης»[43]. Όπως πολλές Λατινικές οικογένειες, έτσι και η οικογένεια Πετραλείφα διαμένοντας στο Διδυμότειχο, αφομοιώθηκε διά μέσου της Ορθοδοξίας και του Ελληνικού πολιτισμού. Από το Διδυμότειχο βεβαίως κατάγεται και ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης, γεγονός που μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές : «και τότε ο αυτοκράτορας (Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης) έκανε γαμπρό του τον Ιωάννη Δούκα, που τον αποκαλούσαν Βατάτζη. Αυτός καταγόταν από το Διδυμότειχο και έφερε το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίτη»[44]. «Η οικογένεια Βατάτζη ήτο θρακική, γενέτειρα είχε την Αδριανούπολιν και το Διδυμότειχον»[45].
δ. Διά μέσω του συνοικεσίου του υιού της Θεοδώρας, Νικηφόρου και της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας, στο οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς, οι δύο άγιοι συνδέθηκαν με μια εξ αγχιστείας συγγένεια. Απώτατος σκοπός αυτού του συνοικεσίου ήταν η επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών που τόσο επιθυμούσαν.
ε. Και οι δύο όπως προαναφέραμε προσπάθησαν να επιφέρουν ειρήνη ανάμεσα στα δύο ελληνικά κράτη (Νίκαια – Ήπειρος). Ο Ιωάννης Βατάτζης βέβαια, ως έχων τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αποσκοπούσε στην ένωση των δύο κρατών, κάτω από το δικό του σκήπτρο. Όταν όμως κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1244 και το 1246 και όταν νίκησε τα στρατεύματα της Ηπείρου το 1252, δεν έδειξε καμιά μνησικακία προς τους δεσπότες της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης, τους οποίους άφησε να κατέχουν τον τίτλο του δεσπότη δίχως να χρησιμοποιούν τα αυτοκρατορικά διάσημα[46]. Επίσης και η αγία Θεοδώρα, πάντοτε ήταν παρούσα στις προσπάθειες σύναψης ειρήνης, λαμβάνοντας μέρος η ίδια και προσπαθώντας διά μέσω του προαναφερθέντος συνοικεσίου να ευοδωθούν.
στ. Λαμβάνοντας υπόψη τη φράση του Γουίλιαμ Μίλλερ που παραθέσαμε ανωτέρω ότι : «η Θεοδώρα ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη», βρίσκουμε ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο αγίων, διότι οι ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη χαρακτηρίζουν και τον Ιωάννη Βατάτζη. Ενδεικτικά αναφέρουμε : «Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης φάνηκε πιο ικανός και είχε μεγαλύτερες επιτυχίες ως πολιτικός και διπλωμάτης από τον πεθερό του και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες»[47].
Ο λόγος που προσπάθησα να αναδείξω τα κοινά σημεία του «πατέρα των Ελλήνων» Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονα και της «ειρηνοποιού» αγίας Θεοδώρας βασίλισσας της Άρτας (και της υπομονής), είναι διότι, υπήρξαν για τη ρωμιοσύνη του 13ου αιώνα, δύο φωτεινότατοι φάροι σε ανατολή και δύση. Ως άγιοι βέβαια, εξακολουθούν να λάμπουν διαχρονικά και να καθοδηγούν με το παράδειγμα του βίου τους όλους εμάς στο δρόμο του Θεού. Πιστεύω ότι οι δύο Μητροπόλεις (Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου) και (Άρτης) μπορούν να θεσμοθετήσουν ένα κοινό εορτασμό των δύο αγίων (αρχής γενομένης από τα φετινά «Βατάτζεια 2013» τα οποία ήταν αφιερωμένα στους δύο αγίους), ο οποίος δύναται να συνδυαστεί και με την ανάδειξη της ιστορίας των δύο πόλεων κατά την περίοδο της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας καθώς και την ανάδειξη των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων τους. Επιπροσθέτως σε πολιτειακό επίπεδο και με βάση πάντα τους δύο αγίους μας, νομίζω ότι οι δύο δήμοι Διδυμοτείχου και Άρτας θα μπορούσαν να προβούν σε μια διαδικασία αδελφοποίησης των πόλεων Διδυμοτείχου και Άρτας. Πέραν της σχέσεως των δύο αγίων, οι δύο πόλεις χαρακτηρίζονται από το «Βυζαντινό-Ρωμαίικο» υπόβαθρό τους και μπορούν να καταστούν δύο κέντρα μελέτης και προβολής της ένδοξης υπερχιλιετούς ιστορίας της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Ρωμανίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1]. Ρωμανία ή Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία είναι η ορθή ονομασία του κράτους το οποίο οι δυτικοί ιστορικοί μας «επέβαλαν» να ονομάζουμε Βυζάντιο. Διά του λόγου το αληθές παραθέτουμε μία φράση από την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού : «Τούτω τω έτει επεστράτευσαν οι Άραβες κατά Ρωμανίας ……» Μετάφραση Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης Εκδόσεις Αρμός Τόμος Γ΄ σελ 942.
[2]. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου «Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης» Εκδόσεις Χατζηνικολή σελ 119.
[3]. Διονύσιος Ζακυθηνός « Βυζάντιον Κράτος και Κοινωνία Ιστορική Επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 128.
[4]. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό Κράτος» Εκδόσεις Βάνιας σελ 192.
[5]. Γαμπρός του πρώτου βασιλιά της Νίκαιας Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως ο οποίος εκοιμήθη το 1222.
[6]. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Τόμος ΙΓ΄ Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 82.
[7]. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 659-660.
[8]. Στις ιστορικές πηγές το επίθετο Πετραλείφας το συναντάμε να γράφεται και με (ι) και (ει).
[9]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών «Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261) σελ 91.
[10]. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «Δομή» Λήμμα Πετραλείφας.
[11]. Άννα Κομνηνή «Αλεξιάς» Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Τόμος Β΄ σελ 127-128.
[12]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 46.
[13]. Γιαννούλης Δημήτριος «Η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας» Έκδοση Ι.Μ. Άρτης σελ 21.
[14]. Κωνσταντίνος Χολέβας «Ο γλωσσικός αφελληνισμός» Περιοδικό ΕΡΩ Τεύχος 7 σελ 48-49.
[15]. Όπως σημείωση 12 σελ 46.
[16]. Όπως σημείωση 10.
[17]. Αντώνιος Μηλιαράκης « Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας σελ 326-325.
[18]. Επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας» σελ 228.
[19]. Έτσι ονομάζουν τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο οι χρονικογράφοι της Ρωμανίας, οι οποίοι συνέγραψαν την ιστορία της εποχής, φίλα προσκείμενοι στο βασίλειο της Νίκαιας από το οποίο και προερχόταν.
[20]. Γεώργιος Ακροπολίτης «Χρονική Συγγραφή» Εκδόσεις Κανάκη σελ 157.
[21]. Τίτλος πολιτικού αξιώματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο καθιερώθηκε κατά τον 5ο αι.
[22]. Όπως σημείωση 20 σελ 107.
[23]. Όπως σημείωση 20 σελ 119 (Τον αυτοκράτορα εξάλλου συνόδευαν επιφανείς άνδρες, όπως ο Δημήτριος Τορνίκης, και ο μέγας χαρτουλάριος Πετραλείφας).
[24]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[25]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη σελ 73.
[26]. Όπως σημείωση 17 σελ 376.
[27]. Και ο Βατάτζης ένωνε τις δύο ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη (υπόμνηση του συγγραφέα του παρόντος κειμένου).
[28]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σελ 144-145.
[29]. Το στρεβλόν ξύλον ουδέποτ΄ ορθόν, και ο Αιθίοψ ουκ οίδε λευκαίνεσθαι (εκ του πρωτοτύπου κειμένου). Διά μέσω των παροιμιών αυτών, παρατηρούμε τη γλωσσική και εθνολογική συνέχεια του Ελληνισμού.
[30]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[31]. Όπως σημείωση 20 σελ 159.
[32]. Στο σημείο αυτό ο Γρηγοράς χρησιμοποιεί αστρονομική ορολογία, διότι εκτός από ιστορικός ήταν λόγιος, θεολόγος, ρήτορας, μαθηματικός και βεβαίως αστρονόμος, ήταν αυτός που έκανε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου το οποίο υιοθέτησε διακόσια χρόνια αργότερα ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄. Τα σχετικά με την επιστημοσύνη του Γρηγορά αξίζει να αναφερθούν παρενθετικά, για να αποδειχθεί ότι καθόλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να σπουδάζουν και να προάγουν τις θετικές επιστήμες.
[33]. Όπως σημείωση 25 σελ 81.
[34]. Όπως σημείωση 20 σελ 225.
[35]. Στο σημείο αυτό ο Μηλιαράκης παραθέτει ως υποσημείωση ότι : Τον τόπον της συναντήσεως της Θεοδώρας και του βασιλέως ορίζει μόνον ο Ανώνυμος, σ. 526, ουχί δε και ο Ακροπολίτης. Η θέσης της χώρας του Λεντζά, εν τη περιοχή πάντως κειμένη του Βολερού, άγνωστος. Πιθανώς έκειτο περί το σημερινόν χωρίον Λουτζιά-κιοϊ, του νομού Φερών, βρεχομένου υπό του Έβρου, εν ω υπάρχουσι και ύδατα θερμά. Μ. Μελιρρύτου, Περιγρ. Μαρωνείας, σ. 52. Επ’ ίσης ο Ανώνυμος ορίζει και τον χρόνον, καθ’ ον εν Λεντζά ευρίσκοντο ο βασιλεύς και η Θεοδώρα, την ημέραν της εορτής του ζωοποιού Σταυρού. Ο Γρηγοράς, σ. 57, ορίζει τον χρόνον «άρτι του ηλίου περί τροπάς τυγχάνοντος φθινοπωρινάς (11 Σεπτεμβρίου)», ο Ακροπολίτης, σ. 141, «επεί δε και ο Σεπτέμβριος εφεστήκει μην».
[36]. Όπως σημείωση 17 σελ 454.
[37]. Όπως σημείωση 20 σελ 257.
[38]. Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλου σελ 137.
[39]. Όπως σημείωση 25 σελ 111-112.
[40]. Ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Κατά Λουκά κεφ. 18 στ. 25.
[41]. Ιωάννης Σαρσάκης «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη σελ 59.
[42]. Όπως σημείωση 18 σελ 233.
[43]. Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου» Θεσσαλονίκη 1993 σελ 12.
[44]. Όπως σημείωση 20 σελ 57.
[45]. Κωνσταντίνου Άμαντου «Η Οικογένεια Βατάτζη» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος κα΄ Αθήναι 1951 σελ 174.
[46]. Πλην της τραγικής περιπτώσεως του Δημητρίου Αγγέλου, δεσπότη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος στο σύντομο χρονικό διάστημα που κυβέρνησε είχε καταφέρει να δυσαρεστήσει το σύνολο των Θεσσαλονικέων.
[47]. Όπως σημείωση 9 σελ 83.
(Πηγή: «ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΆΤΟΡΑ ΆΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ Γ΄ΔΟΥΚΑ ΒΑΤΑΤΖΗ», Κειμενο του Ιωαννη Α. Σαρσακη (Καστροπολιτη), ομιλία στα «Βατάτζεια 2013», Καστροπολίτες https://kastropolites.com/agia-theodora-petraleifa-didymoteicho-batatzhs/ )
Στίχος
Κάν σου, βασιλίς, κρύπτει τό σῶμα τάφος, Χριστός πάσι φαίνει σέ θαυματουργίας. Ἑνδέκατη κρύψε Θεοδώραν λάας κλεινήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα• δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Απολυτίκιον Ήχος α΄
Τῶν Βασιλίδων τό κλέος, Ἀσκητριῶν τό ἀγλάϊσμα, τῆς Ἀκαρνανίας τό εὖχος καί ἰαμάτων ρεῖθρον ἀκένωτον. Τῶν λυπουμένων καί πτωχῶν τήν προστάτιν τῆς ἀκτίνος δίκην τήν Αἰτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν, ἐπώνυμον τήν ὄντως δωρεῶν τῶν τοῦ Θεοῦ, τήν πάνσεπτον καί ὁσίαν Θεοδώραν τήν Βασίλισσαν, δεῦτε οἱ Ἀρταῖοι πάντες πιστῶς συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὐτή γάρ ἀενάως ὑπέρ ἠμῶν οὐ παύει πρεσεύβουσα.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα• διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν• χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀμβρακίας ἡ καλλονή, χαίροις μακαρία, μοναζόντων ὁ φωτισμός, βασιλίδων ἀγλάϊσμα τό μέγα Ὁσία Θεοδώρα, ὤ θεῖον δώρημα.
Πηγή: , , , Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία http://www.askitikon.eu/ell/product/Η-Οσία-Θεοδώρα-η-βασίλισσα-Άρτας-εορτάζει-στις-11-Μαρτίου.7152