Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
Η καταγωγή και η μόρφωσή του
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που είναι πιο πολύ γνωστός ως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, δεν είναι ακριβώς γνωστό που γεννήθηκε. Κατά τις πιθανολογίες βέβαια του Δημητρίου Ροστοβίας, ο άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία και εσπούδασε, ως τέκνο του Ξενοφώντος και της Μαρίας. Άλλοι όμως ερευνητές υποθέτουν ότι καταγόταν πιθανότατα από την περιοχή της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου, εφόσον στην ηλικία των δεκαέξι μόλις ετών ανέβηκε στο όρος Σινά, για να γίνει μοναχός. Άγνωστος όμως δεν είναι μονάχα ο τόπος, αλλά και ο χρόνος της γέννησης του αγίου, όπως επίσης και του θανάτου του. Άλλοι, υποστηρίζουν ότι ο άγιος έδρασε μεταξύ των ετών 525 και 600 μ.Χ. Άλλοι τοποθετούν τη γέννηση του αγίου προ του 579 μ.Χ. και το θάνατό του γύρω στο 649 μ.Χ. Πιθανότερο όμως φαίνεται να γεννήθηκε κατά το 525 μ.Χ. και να εκοιμήθη κατά το 610 μ.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα. Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, ένα οπωσδήποτε είναι βέβαιο, το ότι ο άγιος μορφώθηκε κατά την παιδική και νεανική ηλικία του πάρα πολύ και για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε αργότερα, εξαιτίας των συγγραμμάτων του, όχι μονάχα ως «νέος Μωυσής», ως σχεδιάσας την «θεοτύπωτον νομοθεσίαν και θεωρίαν», δηλαδή, την Κλίμακα, αλλά και ως «σχολαστικός», εξαιτίας της μεγάλης σχολαστικότητας, με την οποία επεξεργάζεται τα θέματά του ή σωστότερα ακρίβειας. Παρά τη μεγάλη σοφία του όμως, ο άγιος δεν ξιππάστηκε, αλλά παρέμεινε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, μέχρι το θάνατό του απλός και ταπεινός, χαρακτηρίζοντας για τούτο τον εαυτό του πάντοτε ως αμαθή και στους λόγους του ως ιδιώτη.
Η αφιέρωσή του στο Θεό και η μοναχική κουρά
Όταν ο άγιος έφθασε στην ηλικία των δεκαέξι ετών, «προσενήνοχεν εαυτόν θύμα ιερώτατον τω Θεώ εν τω Σιναίω όρει ανελθών και μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδή από τη χαμηλότερη περιοχή, στην οποία ζούσε μέχρι τη στιγμή εκείνη, στο όρος Σινά, όπου ζήτησε να γίνει μοναχός στη μονή της αγίας Αικατερίνης, που, κατά τον ιστορικό Προκόπιο, είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό προς τιμήν της Θεοτόκου. Στην περίσταση εκείνη ο ηγούμενος της μονής παρέδωσε το νεαρό Ιωάννη, που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του, εξαιτίας της ωριμότητάς του της πνευματικής, ως «χιλιονταετής», στην καθοδήγηση του γέροντα Μαρτυρίου, ώστε να δαμάσει με την εμπειρία του, σαν άριστος «πωλοδάμνης», τα πάθη του νεαρού υποτακτικού του.
Στο γέροντα ακριβώς αυτόν, που χαρακτηρίζεται και ως «παιδοτρίβης», ο άγιος έσκυψε τότε το κεφάλι του και έκανε υπακοή απόλυτη στα παραγγέλματά του, ώστε να διαπεράσει «ακινδύνω οδηγία» το βαρύ πέλαγος της ζωής αυτής και να φθάσει τελικά στο ουράνιο λιμάνι. Η υπακοή, δηλαδή που έδειξε στο γέροντά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο άγιος να παρουσιάζεται από το βιογράφο του ως «άλογόν τε και αθέλητον ψυχήν έχων και της φυσικής ιδιότητος απηλλαγμένην πάντη». Με την ακριβέστατη αυτή υπακοή του στο γέροντα Μαρτύριο, ο άγιος πέρασε στην πραγματικότητα από τη γνώση «της εγκυκλίου σοφίας» και το «φρύαγμα της φιλοσοφίας» στην έμπρακτη χριστιανική ζωή, «ουρανίω ιδιωτεία μαθητευόμενος».
Για το λόγο αυτό ο γέροντάς του Μαρτύριος αποφάσισε, ύστερα από τέσσερα έτη δοκιμασίας του, κατά τα όποια είχε την ψυχή του ολόκληρη «εν τω ουρανίω όρει», να τον κείρει τελικά μοναχό, βλέποντας την παραδειγματική υπακοή και ταυτόχρονα την άγια ζωή του νεαρού υποτακτικού του. Για το σκοπό αυτό παρέλαβε μία ήμερα μαζί του τον άγιο και κάποιους άλλους μοναχούς και ανέβηκε στην κορυφή του Σινά, όπου τον έκειρε με κάθε ιεροπρέπεια και κατάνυξη μοναχό. Κατά την ήμερα μάλιστα της χειροτονίας εκείνης, κατά την οποία ο άγιος ήταν είκοσι ετών, ο ξακουσμένος για την αγιότητα και τη σοφία του αββάς Στρατήγιος είπε γι' αυτόν με το χάρισμα το προορατικό, που τον διέκρινε, ότι «μέγας αστήρ γενήσεται».
Εκτός από τον αββά Στρατήγιο επαινετικά για τον άγιο εκφράσθηκαν, μετά τη μοναχική κουρά του, και άλλοι διάσημοι ασκητές, τους οποίους επισκέφθηκαν ο αββάς Μαρτύριος και ο υποτακτικός του σε μία πνευματική οπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατά την περιοδεία τους δε αυτή, κατά την οποία προσπάθησαν να συλλέξουν, σαν πολύτιμα μαργαριτάρια, ό,τι καλό διέκριναν στη ζωή ξακουσμένων ασκητών, έφθασαν και στην έρημο της Σκήτης της Αιγύπτου, στο μοναστήρι των Ταβεννών και σε άλλα μεγάλα ασκητήρια. Στα ασκητήρια αυτά οι δύο ασκητές επισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, για να ζητήσουν, όπως ήταν επόμενο, τις συμβουλές και τις ευχές τους. Δύο από τους χαρισματούχους αυτούς ασκητές φανέρωσαν με το προορατικό χάρισμα που είχαν το μέλλον του αγίου. Ο ένας από αυτούς ήταν ο αββάς Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που μόλις αντίκρυσε τον άγιο, στράφηκε προς τον αββά Μαρτύριο και είπε:
› Ειπέ, αββά Μαρτύριε, πόθεν ο παις ούτος και τις αυτόν εκούρευσεν;
› Δούλος σου έστι, πάτερ,
αποκρίθηκε ο Μαρτύριος,
› καγώ εκούρευσα αυτόν.
› Βαβαί, αββά Μαρτύριε,
είπε τότε ο Αναστάσιος,
› τις είπη ότι ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;
Πω πω, δηλαδή, αββά Μαρτύριε, που να ήξερες ότι έκανες μοναχό έναν άνθρωπο, που θα γίνει αργότερα ηγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά!
Παρόμοια με την πιο πάνω ήταν και η πρόρρηση, που έκανε για τον άγιο αυτήν την εποχή και ο μέγας γέροντας Ιωάννης ο Σαββαΐτης, που ασκήτευε στην έρημο του Γουδά. Η πρόρρηση όμως αυτή έγινε κατά τρόπο πιο παραστατικό. Όταν, δηλαδή έφθασαν στο ασκητήριό του ο γέροντας Μαρτύριος και ο άγιος, ο γέροντας Ιωάννης, που είχε την εποχή εκείνη φήμη θαυματουργού, σηκώθηκε επάνω και, παίρνοντας στα χέρια του μία λεκάνη με νερό, ένιψε τα πόδια του αγίου και φίλησε τα χέρια του, χωρίς να κάνει το ίδιο και στο γέροντα Μαρτύριο. Η συμπεριφορά αυτή σκανδάλισε, όπως ήταν επόμενο, το νεαρό υποτακτικό του, που απορρημένος ρώτησε το γέροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικά απέναντι των δύο εκείνων επισκεπτών του.
› Πίστευσον, τέκνον,
του αποκρίθηκε τότε ο μέγας εκείνος γέροντας,
› εγώ, τις έστιν ο παις, ουκ οίδα. αλλ' εγώ ηγούμενον του Σινά εδεξάμην και τους πόδας του ηγουμένου ένιψα.
Η ζωή του στην έρημο
Ύστερα από δεκαεννιά χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά, ο γέροντας του αγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμή την ψυχή του στο Θεό, αφήνοντας πίσω του έναν αντάξιο διάδοχό του. Ο θάνατος όμως αυτός ήταν οριακός για την πιο πέρα πορεία του ίδιου του αγίου, που στο μεταξύ είχε χειροτονηθεί διάκονος και ιερέας για τις ανάγκες του μοναστηριού τους, γιατί αποφάσισε να ζήσει στο εξής στην έρημο, σαν αναχωρητής ή ερημίτης. Για το θέμα βέβαια αυτό είχε πάρει ήδη τη συγκατάθεση και του γέροντά του Μαρτυρίου, πριν από την κοίμησή του. Γι' αυτό ύστερα από αυτήν, πήρε, χωρίς δυσκολία, την ευλογία και από άλλους γέροντες του μεγάλου μοναστηριού τους και μάλιστα από τον ηγούμενο και από το φημισμένο για την αγιότητά του γέροντα της περιοχής τους Γεώργιο τον Αρσελαΐτη και έτσι προχώρησε «επί το της ησυχίας στάδιον», έχοντας στα χέρια του, σαν όπλα πνευματικά «προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων», τας του μεγάλου (γέροντος) ευχάς.
Πριν, όμως, από την αναχώρησή του αυτή έκανε μία προσκυνηματική περιοδεία, ως ιερέας πλέον, στα μεγάλα μοναστικά κέντρα και ερημητήρια της Σκήτης και των Ταβεννών, για να συμβουλευθεί και άλλους γέροντες για τη νέα ζωή που σκόπευε να αρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρονα, σαν τη φιλόπονη μέλισσα, το πνευματικό νέκταρ της θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ό,τι καλό μάλιστα έβλεπε, το σημείωνε στα δελτάριά του, για να το χρησιμοποιήσει αργότερα στη συγγραφή της περίφημης Κλίμακας.
› Εγώ δε πάντων ακηκοώς,
σημειώνει σε μία τέτοια περίσταση για την ταπείνωση,
› και εν εαυτώ ταύτα επεσκεμμένως τε και νηφόντως βεβασανικώς την μακαρίαν εκείνης αίσθησιν (δηλαδή, της ταπείνωσης) δι' ακοής μανθάνειν ου δεδύνημαι.
Ύστερα δε από την περιοδεία εκείνη, κατά την οποία απέκτησε ήδη τη φήμη μεγάλου ασκητού και διακριτικού πρεσβυτέρου, ο άγιος κατέφυγε, στην ηλικία των 35 περίπου ετών, στην ερημική τοποθεσία Θολάς, που, κατά το βιογράφο του, απείχε πέντε περίπου σημεία από το μεγάλο κοινόβιο, δηλαδή δύο ώρες πορείας, για να βρει την ποθητή σ' αυτόν ησυχία, προχωρώντας στο εξής σε μεγαλύτερα πνευματικά αθλήματα. Φθάνοντας εκεί ο άγιος βρήκε ένα φυσικό σπήλαιο, που σχηματίσθηκε με την πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, και το διασκεύασε σε κελλί για την εγκατοίκηση και την άσκησή του. Στο σπήλαιο ακριβώς αυτό, που διαμορφώθηκε σήμερα σε εκκλησάκι προς τιμήν του, ο άγιος έζησε για σαράντα ολόκληρα χρόνια «ανολιγώρως», δηλαδή, «διακαεί έρωτι και πυρί πυρπολούμενος αεί». «Ο δε πας δρόμος», σημειώνει γι' αυτόν ο βιογράφος του, «προσευχή αέναος και προς Θεόν έρως ανείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδή η ερημητική ζωή του δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο, παρά μία διαρκής και ολόθερμη προσευχή προς το Θεό, τον Οποίο έβλεπε ακατάπαυστα με τα μάτια της ψυχής του, μη χορταίνοντας από τη θέα αυτή ποτέ.
Εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή όμως, ο άγιος είχε, σαν όπλο του πνευματικό, και την ακατάπαυστη μελέτη των θεόπνευστων βιβλίων της Αγίας Γραφής και των θεοφώτιστων συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, με την οποία εξουδετέρωνε το πάθος της ακηδίας. Η μελέτη μάλιστα αυτή δε γινόταν επιπόλαια, αλλά με σύστημα και επιμονή, εφόσον σημείωνε ταυτόχρονα με την εργασία της αδιάλειπτης προσευχής τα σπουδαιότερα χωρία από τα έργα που μελετούσε σε ειδικά δελτάρια.
› Πλείστα τε προ του ύπνου ηύχετο,
σημειώνει ο βιογράφος του,
› και δελτία κατέττατε. τούτο γαρ ην αυτώ ακηδίας... φίμωτρον.
Θαύματα του αγίου
Στην περίοδο της άσκησής του αυτής, όπως επίσης και στην περίοδο της ηγουμενίας του, αναφέρονται από το βιογράφο του αγίου και κάποια θαύματα, που πραγματοποίησε με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου. Τα αναφερόμενα θαύματα ήταν τα εξής:
1) Η σωτηρία του μαθητού του Μωυσή από τον κίνδυνο
Κατά τη μαρτυρία του Δανιήλ του Ραϊθηνού, ο Μωυσής αυτός ήταν ένας νέος, που αγαπούσε ιδιαίτερα τον μονήρη βίο. Γι' αυτό παρακάλεσε μία ημέρα τον άγιο να τον κρατήσει κοντά του, ώστε να οδηγηθεί με τις συμβουλές και την καθοδήγησή του «προς την όντως φιλοσοφίαν». Ο άγιος βέβαια στην αρχή δεν ήθελε να τον κρατήσει κοντά του, γνωρίζοντας τις δυσκολίες της ερημητικής ζωής. Εκείνος όμως επέμενε, βάζοντας για την επιτυχία του σκοπού του και μεσίτες από το μεγάλο ίσως μοναστήρι. Για το λόγο αυτό ο άγιος φάνηκε τελικά υποχωρητικός, κρατώντας το Μωυσή κοντά του.
Ζήτησε όμως από αυτόν προκαταβολικά να κάνει υπακοή «εν παντί», ενώ εκείνος δέχθηκε παρευθύς όλους τους όρους του αγίου. Ύστερα δε από τη συμφωνία εκείνη, ο άγιος έστειλε μία ημέρα τον υποτακτικό του αυτόν να μεταφέρει λίγο χώμα εκλεκτό για τις λαχανίδες του κήπου τους. Στο πρόσταγμα εκείνο ο αποφασισμένος για την υπακοή Μωυσής πειθάρχησε παρευθύς προσπαθώντας να φέρει σε πέρας το έργο, που του είχε αναθέσει ο γέροντάς του άοκνα. Παρά την προθυμία όμως, με την οποία άρχισε την εργασία εκείνη, όταν έφθασε το μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ήταν ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και η ζέστη πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι κάθησε να ξεκουρασθεί στη σκιά κάποιου πελώριου βράχου, που ήταν εκεί κοντά, χωρίς να προσέξει, ότι ήταν έτοιμος να καταπέσει. Καθώς μάλιστα ξεκουραζόταν αμέριμνος, αποκοιμήθηκε.
Την ώρα ακριβώς εκείνη ο άγιος βρισκόταν στο κελλί του και προσευχόταν, χωρίς όμως να ξεχνά βέβαια και το νεαρό υποτακτικό του. Σε κάποια στιγμή όμως καταλήφθηκε και αυτός από έναν ύπνο λεπτότατο, εξαιτίας προφανώς της μεγάλης ζέστης του καλοκαιριού. Στον ύπνο του ακριβώς αυτόν ένιωσε κάποια στιγμή να τον σκουντά ένας άνδρας ιεροπρεπής και επιτιμητικά να του λέγει:
› Πώς αμερίμνως υπνείς, ο δε Μωυσής εν κινδύνω διατελεί;
Πώς μπορείς, δηλαδή, να κοιμάσαι, Ιωάννη, τη στιγμή που ο υποτακτικός σου Μωυσής βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο;
Στο άκουσμα των λόγων εκείνων ο άγιος αναπήδησε και επιδόθηκε πάραυτα με όλη τη θέρμη και το ζήλο της καρδιάς του σε μία απεγνωσμένη προσευχή για τη σωτηρία του μαθητού. Η προσευχή αυτή έκανε τότε το θαύμα της, γιατί ο Μωυσής άκουσε μέσα στο βαθύ ύπνο του τον γέροντά του να τον φωνάζει και, ξυπνώντας, έσπευσε παρευθύς προς το μέρος του. Μόλις έκανε όμως κάποια βήματα, ο τεράστιος λίθος, κάτω από τον οποίο ήταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, αφήνοντας εμβρόντητο το Μωυσή, που έσπευσε να διηγηθεί στο γέροντά του τα όσα διέτρεξαν. Στο άκουσμα των πιο πάνω ο «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαίς και βίαις αγάπης» τον παντοδύναμο Κύριο, που άκουσε την προσευχή του και έσωσε το νεαρό εκείνο και υπάκουο υποτακτικό (ΡG. 88, 604ΑΒ).
2) Η απελευθέρωση του Ισαάκιου από το σαρκικό πάθος
Ένα δεύτερο θαύμα του αγίου αναφέρεται στην απελευθέρωση του αναχωρητού Ισαάκιου από το δαίμονα της φιλοσαρκίας. Μία ημέρα ο Ισαάκιος που δοκιμαζόταν από ένα πολύ δυνατό σαρκικό πειρασμό, καταλήφθηκε από θλίψη μεγάλη και αθυμία. Για το λόγο αυτό ήρθε τρέχοντας προς τον άγιο, στον οποίο φανέρωσε με δάκρυα πολλά και με αναστεναγμούς της καρδιάς του τον πόλεμο, που εσωτερικά δοκίμαζε. Στο άκουσμα των λόγων του Ισαάκιου ο άγιος συγκινήθηκε πολύ, θαυμάζοντας για τη μεγάλη πίστη και την ταπείνωσή του και είπε:
› Έλα, αδελφέ μου, να προσευχηθούμε μαζί και ο αγαθός και ευσπλαχνικός Κύριος δε θα παραβλέψει τη δέησή μας.
Πριν όμως τελειώσουν την προσευχή τους εκείνη, ο πολυεύσπλαχνος Κύριος ικανοποίησε το αίτημα του πιστού δούλου Του, απομακρύνοντας το δαιμόνιο του σαρκικού πάθους από τον Ισαάκιο. Για το λόγο αυτό ο Ισαάκιος, που ένιωθε πια τον εαυτό του θεραπευμένο και «άνοσο» , δόξαζε, γεμάτος έκσταση και συντριβή, το μεγαλοδύναμο Θεό, ευχαριστώντας όμως ταυτόχρονα από τα βάθη της καρδιάς του και τον δοξασθέντα άγιο. (ΡG. 88, 604C).
3) H βροχή στην περίοδο της ανομβρίας
Ένα τρίτο θαύμα του αγίου Ιωάννη έγινε, κατά το βιογράφο του, στα χρόνια που είχε γίνει ηγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι. Κατά την περίοδο αυτή της ηγουμενίας του, οι κάτοικοι της γύρω από το μοναστήρι περιοχής έσπευσαν, εξαιτίας της ανομβρίας που επικρατούσε στον τόπο τους, προς τον άγιο και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για τη λύση του αυχμού. Ακούγοντας το αίτημά τους εκείνο ο άγιος προσευχήθηκε πράγματι για τη λύση της ανομβρίας και έτσι «κατηνέχθη υετός», βεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά ότι «θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει ο Κύριος και της δεήσεως αυτών εισακούσεται». Εκτός από τα πιο πάνω όμως ο άγιος πραγματοποίησε και πολλά άλλα, για τα οποία όμως ο ίδιος δεν έκανε φανερά λόγο.
Η εκλογή του σε ηγούμενο του μεγάλου μοναστηριού και η εφεξής δράση του
Η μεγάλη φήμη της αγίας ζωής και της μόρφωσης του αγίου συνετέλεσαν, ώστε να εκλεγεί, υστέρα από σαράντα χρόνια αυστηρότατης ασκητικής ζωής στην έρημο, σε ηλικία περίπου εβδομήντα πέντε (75) ετών, ηγούμενος του μεγάλου μοναστηριού του Σινά. Για την εκλογή του αυτή βέβαια ο ίδιος ο άγιος, που αγαπούσε ιδιαίτερα τη ζωή της ησυχίας, έφερνε αρχικά πολλές αντιρρήσεις. Οι Πατέρες, όμως, του μεγάλου μοναστηριού μεταχειρίσθηκαν στην περίσταση εκείνη κάποια μορφή βίας πνευματικής, ώστε να τον εξαναγκάσουν τελικά να δεχθεί το αίτημά τους. Σχετικά, σημειώνει ο βιογράφος του:
«Είτα αγάμενοι πάντες τα πάντα αυτού κατορθώματα, ως νεοφανή τινα Μωσέα βία επί την των αδελφών ηγεμονίαν ανεβίβασαν επί της αρχικής λυχνίας τον λύχνον.» (Βίος, Μ. 88, 605Α)
Στην προτίμησή τους βέβαια αυτή οι αδελφοί της μονής δε διαψεύσθηκαν από τον άγιο, που φρόντιζε να τους στηρίζει «τω λόγω της χάριτος πλουσίως», μεταχειριζόμενος καθημερινά «τα της διδασκαλίας νάματα αφθόνως και δαψιλώς» για την πνευματική ωφέλεια όχι μονάχα των ίδιων των μοναχών, αλλά και των πολυάριθμων επισκεπτών του μοναστηριού τους. Οι διδασκαλίες αυτές του αγίου, που γίνονταν κατά τρόπο συστηματικό και σε καθημερινή βάση στο μεγάλο μοναστήρι τους, ήταν τόσο βαθειές, ώστε να ενσταλάζουν σαν μέλι ουράνιο στις ψυχές. Για το λόγο αυτό αναφέρεται από το βιογράφο του ότι στην πραγματικότητα δε μιλούσε κατά τις ώρες εκείνες ο άγιος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, εφόσον «ήνοιγε στόμα» και «είλκυε Πνεύμα».
Με τις θεοφώτιστες αυτές διδαχές, αλλά και τους ανεξάντλητους ταυτόχρονα κόπους της αγάπης του ο άγιος γινόταν καθημερινά πατέρας και θεραπευτής όχι μονάχα για τους αφανείς μώλωπες τής ψυχής, που του εξαγορεύονταν κατά την ιερή εξομολόγηση, αλλά σε ωρισμένες περιπτώσεις και των ανιάτων ασθενειών του σώματος με το θαυματουργικό χάρισμά του. Τα θαύματα ακριβώς αυτά, και γενικότερα η απέραντη αγάπη του συνετέλεσαν, ώστε πολλοί άνθρωποι να καταφεύγουν σ' αυτόν όχι μονάχα από τα κοντινά μέρη, αλλά και από τα μακρυνότερα, για να τον συμβουλευθούν, βρίσκοντας πάντοτε κάποια σοφή λύση στα προβλήματά τους και φεύγοντας από κοντά του ενισχυμένοι για τους αγώνες τους.
Κάποιοι από εκείνους που τον θαύμαζαν όμως δεν εύρισκαν πάντοτε ευκαιρία να τον επισκεφθούν στο μοναστήρι του και γι' αυτό του έγραφαν επιστολές, ζητώντας από αυτόν κάποια απάντηση στις απορίες τους ή και κάποια ακόμη από τα συγγράμματά του. Ένας ακριβώς από τους ανθρώπους αυτούς ήταν και ο συνώνυμός του Ιωάννης ο Ραϊθηνός, ο ηγούμενος της μονής της Ραϊθούς, της ευρισκόμενης 30 περίπου χιλιόμετρα Ν.Δ. από το μοναστήρι του αγίου, που ζήτησε με επιστολή του από τον άγιο τους λόγους της Κλίμακας, την οποία με την πάροδο του χρόνου είχε κατασκευάσει. Στο αίτημά του εκείνο ο άγιος αποφάσισε τότε να κάνει υπακοή, στέλνοντας στον επιστολογράφο του την Κλίμακα και ταυτόχρονα μία επιστολή, στην οποία χαρακτήριζε τον εαυτό του ως «ου σοφόν αρχιτέκτονα» και τα γραφόμενά του ως «ατελή αληθώς και πάσης αγνωσίας και ιδιωτείας ανάμεστα», ενώ ταυτόχρονα χαρακτήριζε ως κράτιστο των διδασκάλων τον ίδιο τον επιστολογράφο του. Φανερώνοντας την ταπεινοφροσύνη του, έλεγε χαρακτηριστικά:
««Ημείς γαρ εν τη των μαθητευομένων τάξει έτι καθεστήκαμεν. αλλ' επειδή περ οι καθ' ημάς θεοφόροι και της όντως γνώσεως μύσται τούτο υπακοήν ορίζονται, το εν τοις υπέρ δύναμιν αδιακρίτως τοις προστάττουσι πείθεσθαι, ιδού τα καθ' εαυτούς παριδόντες ευσεβώς, εν τοις υπέρ εαυτούς τολμηρώς την εγχείρησιν (του έργου αυτού) πεποιήμεθα.» (Κλίμαξ, έκδ. Αστέρος, Αθήναι 1970, σ. 11)
Η αναχώρησή του από το μεγάλο μοναστήρι και το τέλος του
Οι κόποι της ηγουμενίας όμως, που ήταν οπωσδήποτε πάρα πολλοί, φαίνεται ότι κούρασαν σύντομα το μεγάλο εκείνο ησυχαστή, που δεν ξεχνούσε ποτέ το κελλί της ησυχίας του. Γι' αυτό, ύστερα από τέσσερα περίπου χρόνια ηγουμενίας, άφησε την ευθύνη του μεγάλου μοναστηριού στα χέρια του αδελφού του Γεωργίου, για να αποσυρθεί στο ησυχαστικό κελλί του, προαισθανόμενος πιθανότατα το τέλος του, που πλησίαζε.
Πώς έζησε βέβαια στην ησυχία του κατά την περίοδο αυτή ο άγιος, δεν είναι γνωστό. Ένα μονάχα γνωρίζουμε από το βιογράφο του, το τι έγινε κατά τις τελευταίες του στιγμές. Κατά τις στιγμές αυτές βρέθηκε κοντά του ο θαυμαστός αδελφός του Γεώργιος, που, κλαίγοντας, έλεγε, κατά το βιογράφο του, τα πιο κάτω:
› Ιδού αφίεις με και υπάγεις; εγώ ηυχόμην, ίνα συ με προπέμψης. ουδέ γαρ ειμί ικανός εκτός σου ποιμάναι την συνοδίαν, ω Κύριέ μου, μάλλον δε εγώ σε προπέμπω.
Με αφήνεις, δηλαδή, και φεύγεις; Εγώ ευχόμουν καθημερινά, ώστε συ να με κατευοδώσεις με τις ευχές σου στο μεγάλο ταξίδι, γιατί δε νιώθω δυνατός στη διακυβέρνηση των αδελφών, χωρίς τη συμπαράστασή σου!
Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο άγιος προσπάθησε τότε να παρηγορήσει τον κατά σάρκα και κατά πνεύμα εκείνον αδελφό, λέγοντας τα πιο κάτω:
› Μη λυπού, μηδέ μερίμνα. εάν γαρ εύρω παρρησίαν προς Κύριον, ου μη σε εάσω τελειώσαι ενιαυτόν όπισθέν μου.
Μην ανησυχείς, δηλαδή, αδελφέ μου, και μην έχεις αγωνιώδη μέριμνα μέσα σου για τα πιο κάτω. Ένα σου λέγω μονάχα πριν πεθάνω, ότι, εάν εύρω παρρησία κοντά στο Θεό, δε θα αφήσω να περάσεις ένα χρόνο ολόκληρο μονάχος σου ύστερα από το θάνατό μου, αλλά θα παρακαλέσω το Θεό να σε πάρει κοντά Του μετά από μένα.
Τα πιο πάνω λόγια του αγίου, κατά το βιογράφο του, εκπληρώθηκαν κατά το τελευταίο μέρος τους πολύ σύντομα. Δεν πέρασε, χρόνος ολόκληρος και ο αδελφός του Γεώργιος «εντός δέκα μηνών απήλθε και αυτός προς Κύριον». Από το θάνατο αυτό φαίνεται, κατά την κοινή λογική, ότι ο άγιος βρήκε παρρησία στο Θεό και γι' αυτό ζήτησε και πήρε και τον αδελφό του κοντά του.
Η κοίμηση του αγίου, κατά τις Διηγήσεις Αναστασίου Β' του Διηγηματογράφου, συνέβηκε «ταις παρελθούσαις ταύταις του Χειμώνος ημέραις», δηλαδή λίγες ημέρες μετά το Χειμώνα της χρονιάς εκείνης. Δίκαια η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της κοιμήσεως του στις 30 Μαρτίου. Ένα μονάχα πρέπει να τονίσουμε στο σημείο αυτό, το ότι, δηλαδή, ο άγιος εκοιμήθη «ωραϊσμένος ταις αρεταίς» και για τούτο, κατά τον υμνογράφο Ιγνάτιο, «εις νυμφώνα της αρρήτου δόξης συνεισήλθε».
* * *
- Ο ασεβής άνθρωπος είναι μία ύπαρξη λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την Ζωή, και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια και που τον θεωρεί ως ανύπαρκτο!
- Παράνομος είναι αυτός που με την κακή σκέψη του διαστρέφει το νόμο του Θεού, και που νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντιλήψεις αντίθετες προς τον Θεό.
- Χριστιανός είναι αυτός που μιμείται τον Χριστό, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, και στα λόγια, και στα έργα και στην σκέψη. Πιστεύει δε σωστά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.
- Θεοφιλής είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα φυσικά δώρα του Θεού, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του τίποτε το εφάμαρτο, ενώ συγχρόνως δεν αμελεί να επιτελεί το αγαθό, κατά τις δυνάμεις του.
- Εγκρατής είναι αυτός που ζει μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου, και αγωνίζεται με όλη του τη δύναμη να μιμηθεί την ζωή εκείνων που είναι απαλλαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.
- Μοναχός είναι ο ολόψυχα αφοσιωμένος μόνο στις εντολές του Θεού και στο λόγο Του και τις εφαρμόζει πάντοτε... Η ζωή του είναι μπολιασμένη στην Θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου... Μοναχός σημαίνει εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους.
Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου
Πένθος για το Θεό είναι το νάνε σκυθρωπή η ψυχή, κι' η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται και να αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρητα.
Βάστα καλά τη μακάρια χαρμολύπη της οσίας κατάνυξης, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ώσπου να σε κάνει να υψωθείς από τούτον τον κόσμον και να σε παραστήσει καθαρόν στο Χριστό.
Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυτός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι' όποιος ολοένα διασκεδάζει, ετούτος μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια.
Γίνε σαν Βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλός με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζοντας στο γέλοιο: φεύγα και φεύγει και στο γλυκό το κλάμα: έλα, κι' έρχεται και στο κορμί μας, πούνε σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο και το κάνει.
Ακτημοσύνη, ήγουν ολότελη φτώχεια, είναι το να αποθέση ο άνθρωπος κάθε φροντίδα από πάνω του, να γίνη οδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος από λύπη. Ακτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Κυρίου.
Ευθύτητα είναι η απεριέργη έννοια. Ανόθευτο ήθος. Άπλαστος λόγος κι απροκατασκεύαστος. Όπως λέγεται ο Θεός αγάπη, έτσι λέγεται και ευθύτητα. Για τούτο ο σοφός στα ποιήματα Σολομώντας λέγει στην καθαρή καρδιά: «Ευθύτης ηγάπησέ με». Και ο πατέρας του Δαυΐδ λέγει: «χρηστός και ευθύς ο Κύριος».
(απόδοση αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου)
(Πηγή: «ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ», Αχιλλέα Πιτσίλκα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακας στη Μ. Τεσσαρακοστή
Την σημερινή ημέρα, Κυριακή Δ΄ των Νηστειών, η Εκκλησία μας, την έχει αφιερωμένη σε μια ακόμη μεγάλη μορφή της Ορθοδόξου πνευματικότητος. Στο μεγάλο ασκητή και πατέρα της ερήμου, τον ησυχαστή και διδάσκαλο της εγκρατείας, τον νηστευτή και το υπόδειγμα της μετανοίας, στον όσιο πατέρα ημών Ιωάννη τον Σιναϊτη. Δεν είναι τυχαίο, αδελφοί μου, το ότι μια από της πέντε Κυριακές των Νηστειών, είναι πραγματικά χαρισμένη στο μεγάλο αυτό άγιο. Μέσα στο πέλαγος της Μ. Τεσσαρακοστής, μέσα στο στάδιο των πνευματικών αγώνων, καθώς προσπαθούμε να πορευτούμε την όντως δύσκολο στις ημέρες μας οδό της νηστείας, της προσευχής, της μετανοίας, της ταπείνωσης, της προσωπικής μας γενικά αλλαγής, ο όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης είναι για μας παράδειγμα ηλίου φωτεινότερο.
Η άσκηση που καταπιαστήκαμε μπαίνοντας στην Μ. Τεσσαρακοστή, ο δρόμος που ξεκινήσαμε, στους περισσότερους από μας, φαίνεται δύσκολος. Τα του κόσμου εμπόδια πολλά και διάφορα. Η διάθεση και η όρεξη για υπέρβαση του εαυτού μας, από μικρή έως ανύπαρκτη. Τα βέλη του πονηρού έρχονται συνεχώς πυρωμένα πάνω μας κάθε στιγμή που προσπαθούμε να κοιτάξουμε ψηλά. Εγκαταλείπουμε έτσι τον αγώνα. Τα παρατάμε στη μέση κι επιστρέφουμε στα ίδια. Βγαίνουμε από το στάδιο με την πεποίθηση πως, ούτε μπορούμε, ούτε είναι δυνατόν να καταφέρουμε τίποτα. Παραμένουμε στις πτώσεις μας, επαναπαυόμαστε στην απατηλή ζωή μας, αρκούμαστε στο παρόν. Η Σαρακοστή, κάθε Σαρακοστή, κάθε λόγος για επαναπροσδιορισμό της ζωής μας, δεν έχουν να μας προσφέρουν τίποτε. Εδώ ακριβώς προβάλλεται η μεγάλη μορφή του Ιωάννου του Σιναϊτου. Δεν είναι αδύνατη η ασκητικότητα στη ζωή. Δεν είναι ακατόρθωτη η νηστεία. Δεν είναι αδιάβατος ο δρόμος της εγκράτειας. Μπορούμε να προχωρήσουμε κοιτώντας μπροστά, να πάμε σε συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό, να έχουμε στραμμένα τα βλέμματα μας στον ουρανό:
«... σαράντα χρόνια πέρασε, μας λέει το συναξάρι του Αγίου μας, με διακαή Θείο έρωτα και πάντοτε πυρπολούμενος από τη φωτιά της Θείας αγάπης... Ο δε δρόμος του ήτανε η αέναη προσευχή και ανείκαστος προς τον Θεό έρωτας.»
Η ζωή του, ζωή της ερήμου, είναι ζωή άσκησης, εγκράτειας, αέναης προσευχής και ατέλειωτης δοξολογίας του Θεού. Ζωή αγγελική πάνω στη γη. Ζωή που ανέβασε τον Όσιο Ιωάννη στις κορυφές της αγιότητος, του έδωσε τη δυνατότητα να συναντηθεί με το Θεό, να δροσιστεί από την αγιοπνευματική αύρα, να γεμίσει από τις Θείες δωρεές. Είναι ζωή που κάνει πράξη το Ευαγγέλιο και αποδεικνύει περίτρανα και πανηγυρικά ότι είναι κατορθωτά τα μηνύματα του και ότι ο καθένας από μας μπορεί να γίνει θεοδόχος.
Ο Θεός, μας λέει, είναι για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους. Όλων και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων. Είναι κάτι παρόμοιο με ,την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ήλιου και την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξ όσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά διότι «δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεόν».(Ρωμ. Β΄. 11)» (ΚΛΙΜΑΞ - ΛΟΓΟΣ Α΄).
Για να μπορέσουμε όμως να πλησιάσουμε το Θεό πρέπει να βγάλουμε από μέσα μας οτιδήποτε άλλο έχουμε θεοποιήσει. Ν' ελαφρώσουμε την καρδιά μας από οποιοδήποτε άλλο βάρος και να ετοιμάσουμε το θρόνο για να καθίσει ο Θεός. Πρέπει να επιφέρουμε την ολοκληρωτική αλλαγή στην όλη την ύπαρξη μας, ζώντας την ζωή της μετανοίας. Κι αυτό γιατί όπως και πάλι τονίζει ο Άγιος:
«Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετανοών σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως. Αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για τη σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετάνοια σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.» (ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ Ε΄)
Της μετανοίας όμως προηγείται η γνώση του εαυτού μας. Πρέπει να δούμε σε βάθος ποιοι ακριβώς είμαστε. Να αποκτήσουμε την πολυπόθητη αυτογνωσία, βγάζοντας από μέσα μας τον Φαρισαίο, χαμηλώνοντας το ανάστημα μας, σκύβοντας το κεφάλι μας. Λέγει ο Άγιος:
«Όποιος επέτυχε την πλήρη γνώση του εαυτού του, αυτός έσπειρε σε γη αγαθή. Όποιος δεν έσπειρε κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν πρόκειται να ιδεί να ανθίζει μέσα του η ταπεινοφροσύνη. Όποιος επέτυχε την γνώση του εαυτού του, αυτός αισθάνθηκε το φόβο του Κυρίου, και βαδίζοντας με την αίσθηση αυτή έφθασε στην πύλη της αγάπης.» (ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ ΚΕ΄)
Σαν καταφέρω να δω κατάματα τον εαυτό μου, χωρίς υπεκφυγές, περιστροφές, ωραιοποιήσεις, χωρίς να τον ξεχωρίζω Φαρισαϊκά από τους άλλους, σαν μπορέσω να φωνάξω αλίμονο σε μένα τον άθλιο, τότε έχω πατήσει και στο σκαλοπάτι της ταπείνωσης. Ταπείνωση και αυτογνωσία είναι αρετές αλληλένδετες. Η μια προϋποθέτει την άλλη και η μια οδηγεί στην άλλη. Χωρίς αυτογνωσία δεν γίνεται κανείς ταπεινός και χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις, ποιος και τί ακριβώς είσαι. Μας λέγει πάλι ο Άγιο:
«Η ταπεινοφροσύνη, είναι ανώνυμη χάρις της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνο από όσους την εδοκίμασαν εκ πείρας. Είναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του θεού, δωρεά του Θεού, εφ' όσον εκείνος λέγει: "Μάθετε ουκ απ' Αγγέλου, ουκ απ' ανθρώπου, ουκ από δέλτου, αλλ' απ' εμού", δηλαδή από την ενοίκησι μου και την έλλαμψι μου και την ενέργεια μου μέσα σας, "ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και τω λογισμώ και τω φρονήματι, και ευρήσετε ανάπαυσιν πολέμων και κουφισμόν λογισμών ταις ψυχαίς υμών" (πρβλ. Ματθ. ια΄.29).» (ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ 25ΟΣ)
Τελικά θα καταλήξουμε στην αγάπη. Αγάπη είναι ο Θεός, από αγάπη για μας έγινε άνθρωπος και ήρθε ανάμεσα μας, για αγάπη μίλησε. Αγάπη είναι η ουσία του Χριστιανισμού. Όλες οι προσπάθειες μας, όλες οι θυσίες μας, αυτοί οι χτύποι της καρδιάς μας, στο ρυθμό της αγάπης πρέπει να χτυπούν.
Λέγει ο Άγιος:
«Αυτός που θέλει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο το Θεό...
Η αγάπη, ως προς την ποιότητα της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργεια της, μέθη ψυχής. Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως. Η αγάπη χορηγεί την χάρι της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμι της θαυματουργίας, η αγάπη είναι άβυσσος της Θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του Θεϊκού πυρός –όσο περισσότερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάσις και η εδραίωσις των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.» (ΚΛΙΜΑΞ ΛΟΓΟΣ 30ος)
Αδελφοί μου!
Μια δεύτερη και πιο γνωστή επωνυμία που αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη τον Σιναϊτη, είναι Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Έχει πάρει το όνομα αυτό, από το πνευματικό και ασκητικό του βιβλίο που επονομάζεται «Κλίμακα των Αρετών». Αυτό κατέστη, το δεύτερο Ευαγγέλιο για κάθε Μοναστική πολιτεία και το απαραίτητο βοήθημα για κάθε Χριστιανό που μοχθεί και κοπιάζει για την πνευματική του προκοπή και τη σωτηρία του. Η συνάντηση με το Θεό, για τον καθένα μας, είναι πάντοτε πορεία ανοδική. Η κατάκτηση της αιωνιότητος απαιτεί ανάβαση. Σ' αυτό το σκαρφάλωμα στις ψηλές κορφές, σ' αυτό το ανέβασμα μας στον ουρανό, μας καθοδηγεί ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Μας δείχνει τον τρόπο. Μας παίρνει από το χέρι και μας ανεβάζει σκαλοπάτι, σκαλοπάτι την «Κλίμακα» του, τη σκάλα που οδηγεί στι Θεό.
Είδαμε πιο πάνω κάποια από τα σκαλοπάτια που πρέπει να ανέβουμε. Ας δούμε όμως και τα υπόλοιπα:
«Η υπακοή είναι το πρώτο σκαλοπάτι, η μετάνοια το δεύτερο, και η μνήμη του θανάτου το τρίτο. Και ύστερα σε κάθε σκαλοπάτι γίνεται η απάρνησις των σκληρών παθών, της οργής, της μνησικακίας, της καταλαλιάς, και της κατακρίσεως, της πολυλογίας, του ψεύδους, της ακηδίας, της γαστριμαργίας, του ψεύδους, της σαρκικότητος, της φιλαργυρίας, της αναισθησίας, της δειλίας, της κενοδοξίας, της υπερηφανείας, της βλασφημίας, του εγωισμού, της πονηρίας, και η απόκτησις των αντιστοίχων αρετών, της αοργησίας, της σιωπής, της εγκρατείας, της αγνείας, της σωφροσύνης, της ακτημοσύνης, της αγρυπνίας, της νηστείας, της πραότητος , της απλότητος, της ταπεινοφροσύνης, της μεγάλης αρετής της διακρίσεως, της μακαρίας προσευχής, της Θεομιμήτου απαθείας και της εναρέτου τριάδος της αγάπης, της πίστεως και της ελπίδος. Οι ρίζες πικρές, αλλά οι καρποί γλυκείς.» (Μητ/λίτου Ιερισσού ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, «ΜΑΡΤΥΡΙΑ Α'.», σελ .100)
Μιλώντας λοιπόν για τη Μ. Τεσσαρακοστή, μιλώντας για ασκητικότητα, για νηστεία, για ανακαίνιση του πνεύματος, για επανατοποθέτηση των πράξεων μας και επαναδιοργάνωση του εαυτού μας, είναι αδύνατο να προσπεράσουμε τον Άγιο Ιωάννη τον Σιναίτη. Δεν είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στο στάδιο της πνευματικής αθλήσεως, να προσπαθούμε να πλησιάσουμε στον Αναστάντα Χριστό και να παραβλέψουμε την «Κλίμακα» του Αγ. Ιωάννου. Γι' αυτό και στα μοναστήρια, παλιότερα, αυτή την περίοδο, μαζί με όλα τα άλλα, άρχιζαν να διαβάζουν και το περισπούδαστο αυτό έργο. Γι' αυτό και σοφότατα η Εκκλησία μας αφιέρωσε μια από της πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής στο μεγάλο αυτό δάσκαλο και παράλληλα μας προτρέπει να μη διστάσουμε αλλά, και να μη δειλιάσουμε στον ανοδικό μας δρόμο. Μέσα από αυτόν έχουν φτάσει πολλοί στους κόλπους και στη δόξα του Θεού. Μπορούμε κι εμείς. Χρειάζεται όμως προσπάθεια. Οι ψηλές κορφές δεν μας χαρίζονται μα κατακτούνται.
Του π. Γεωργίου Αλεντά
(Πηγή: «Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακας στη Μ. Τεσσαρακοστή», π. Γεωργίου Αλεντά, Ἅγια Μετέωρα)
Ο άγιος Ιωάννης τής "Κλίμακος" και η ιστορική της επίδραση
του Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard
Η σπανιότητα τών γεγονότων τής ζωής του
Η βιογραφία του Αγ. Ιωάννου «της Κλίμακος» πρέπει να αποκληθεί μάλλον εγκώμιον. Αυτή είναι μια περιγραφή του ως ενός που προσεύχεται και «θεωρεί»:
«Γιατί ο Ιωάννης προσήγγισε το μυστικό όρος όπου οι αμύητοι δεν εισέρχονται, και, αφού ανέβηκε τις πνευματικές βαθμίδες, έλαβε ο νόμο που έγραψε ο Θεός και ένα όραμα.»
Ήταν κάποιος νεοεμφανισθείς Μωυσής.
Λίγα γεγονότα δίδονται μέσα στη βιογραφία. Ονομαζόταν επίσης και «Σχολαστικός», αλλά δεν πρέπει να ταυτιστεί με τον Ιωάννη τον Σχολαστικό, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (πέθανε το 577). Παραμένει ακόμα αβέβαιο πότε έζησε ο Άγ. Ιωάννης και από πού ήταν. Από περιστασιακά δεδομένα είναι δυνατό να διακινδυνεύσει κανείς την εικασία ότι πέθανε στα μέσα του ενάτου αιώνα. Η ζωή του συνήθως τίθεται ανάμεσα στα έτη 570 και 649. Ήλθε στο Σινά πολύ νέος και πέρασε όλη τη ζωή του εκεί. Εντούτοις, φαίνεται ότι έζησε λίγο καιρό στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, και στην Ταβεννησία. Για πολλά χρόνια αγωνίστηκε ως υποτακτικός σε κάποιο γέροντα. Μετά το θάνατο τού τελευταίου, ο Άγ. Ιωάννης αποσύρθηκε σε απομόνωση και έζησε ως ερημίτης σε μια σπηλιά, η οποία δεν ήταν πολύ μακριά αλλά ήταν απομονωμένη.
Ο Άγ. Ιωάννης ήταν ήδη πάρα πολύ γέρος όταν εκλέχθηκε ηγούμενος στο Όρος Σινά. Δεν ήταν ηγούμενος πολύν καιρό, και ξανάφυγε στην απομόνωση. Εκεί στην απομόνωση συνέθεσε το περίφημο και εξαιρετικά δυνατό έργο του που είχε τον τίτλο «Ουράνιος Κλίμαξ», «Κλίμαξ του Παραδείσου»:
«... ένα βιβλίο που ονομάστηκε Πνευματικές Πλάκες, για την οικοδομή των νέων Ισραηλιτών, του λαού που μόλις είχε εξέλθει από την πνευματική Αίγυπτο και από τη θάλασσα της ζωής.»
Αυτό το έργο είναι μια συστηματική περιγραφή της κανονικής μοναστικής οδού, κατά τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως. Το βασικό πράγμα εδώ είναι ακριβώς το σύστημα, η ιδέα μιας κανονικής σειράς στη «δοκιμασία», η ιδέα των σταδίων. Η Ουράνιος Κλίμαξ είναι γραμμένη σε απλή, σχεδόν δημώδη γλώσσα ο συγγραφέας αγαπά τις παρομοιώσεις, τις παροιμίες, και τα «ρητά» της καθημερινής ζωής. Γράφει από την προσωπική του εμπειρία.
Εκτός από την προσωπική του εμπειρία, όμως, στηρίζεται πάντα στην παράδοση, στις διδασκαλίες των «από τον Θεό φωτισμένων πατέρων». Άμεσα και έμμεσα αναφέρεται στους Καππαδόκες, στον Νείλο, στον Ευάγριο, και στα αποφθέγματα των Πατέρων. Από τους Δυτικούς, αναφέρεται στον Άγ. Ιωάννη τον Κασσιανό και τον Γρηγόριο τον Μέγα. Η Ουράνιος Κλίμαξ τελειώνει μ' έναν ιδιαίτερο «λόγο προς τον ποιμένα», στον οποίο ο Άγ. Ιωάννης μιλά για τα καθήκοντα του ηγουμένου.
Η «Ουράνιος Κλίμαξ» και η ιστορική της επίδραση
Η Ουράνιος Κλίμαξ ήταν ένα βιβλίο που αγαπήθηκε και διαβάστηκε όχι μόνο μέσα στα μοναστήρια. Μάρτυρας αυτού του γεγονότος είναι πρώτ' απ’ όλα το πλήθος των χειρόγραφων αντιγράφων -συχνά διακοσμημένων με μικρογραφίες (μινιατούρες). «Σχόλια» επίσης μαρτυρούν το ίδιο πράγμα -ακόμα και ο Ιωάννης του Ραϊθώ, ένας νέος σύγχρονος τού Κλίμακος, συνέθεσε σχόλια σ' αυτό το έργο, ένα έργο που είχε αφιερωθεί σ' αυτόν. Αργότερα, ο περίφημος Ηλίας Κρήτης ερμήνευσε την Ουράνιο Κλίμακα, και πιο αργότερα ο Άγ. Φώτιος. Η Ουράνιος Κλίμαξ μεταφράστηκε στα Λατινικά, Συριακά, Αραβικά, Αρμενικά, στα εκκλησιαστικά Σλαβωνικά, και σε πολλές σύγχρονες γλώσσες. Το έργο είχε βαθειά επίδραση στη ζωή και τη σκέψη του Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, είχε μεγάλη επίδραση στους ησυχαστές, και ήταν πολύ δημοφιλές στα Σλαβικά μοναστήρια. Ήσκησε τεράστια επίδραση στη Δύση ως τα τέλη των Μέσων Χρόνων —ένα παράδειγμα είναι το Υπόμνημα του Διονυσίου του Καρθουσιανού (1402-1471), που αναφέρεται και ως «Denys van Leeuwen» και «Denys Ryckel», του οποίου οι μυστικές εμπειρίες του έδωσαν τον τίτλο στη Δύση του «εκστατικού διδασκάλου» («doctor ecstaticus»). Η επίδραση του στους ησυχαστές δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί.
«Η ησυχία είναι μια συνεχής προσευχή και υπηρεσία στον Θεό. Άφησε την ανάμνηση του Ιησού να γίνει ένα με την αναπνοή σου και τότε θα καταλάβεις τη σπουδαία ωφέλεια της ησυχίας», γράφει ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος.
Το σχέδιο της Ουρανίου Κλίμακος είναι πολύ απλό. Καθορίστηκε περισσότερο από τη λογική της καρδίας παρά από τη λογική του νου. Η πρακτική συμβουλή ενισχύεται από την ψυχολογική ανάλυση. Κάθε απαίτηση πρέπει να εξηγηθεί -δηλαδή, για έναν που αγωνίζεται στον πνευματικό αγώνα, στη «δοκιμασία», πρέπει να είναι σαφές γιατί γίνεται αυτή ή εκείνη η απαίτηση από αυτόν, και γιατί αυτές αναπτύσσονται σε μια τέτοια ακριβώς διάταξη και αλληλουχία. Πρέπει κανείς να θυμάται ότι ο Άγ. Ιωάννης γράφει μόνο για Μοναχούς, και έχει πάντα κατά νουν τις συνθήκες της μοναστικής ζωής και του περιβάλλοντός της.
(Πηγή: απόσπασμα από το βιβλίο «Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες», μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 397 - 399, Τίτλος πρωτοτύπου: «The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers», © BUCHERVERTRIEBSANSTALT, 1992, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου , Ἅγια Μετέωρα , Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας , Ορθόδοξος Συναξαριστής , Μέγας Συναξαριστής