Ὁ βίος τῆς ἁγίας Εὐφροσύνης εἶναι θαυμαστὸς καὶ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της ἀσυνήθιστος. Ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα πνευματικῆς ἀνδρείας, ἁγνείας καὶ σωφροσύνης.
Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν 5ο αἰώνα μ. Χ. Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, εὐτυχῶς, δὲν κατόρθωσε νὰ τῆς σκληρύνῃ τὴν ψυχή, ὥστε νὰ γίνῃ φίλαυτη καὶ φιλάργυρη, ὅπως συμβαίνει τὶς περισσότερες φορές, ἀλλὰ ἦταν καὶ παρέμεινε φιλάνθρωπη καὶ ἐλεήμων. Οἱ γονεῖς της, ἄνθρωποι φιλόθεοι καὶ φιλάνθρωποι, κατάφεραν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ νὰ τῆς ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ὁ πατέρας της ἔδειξε μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἀνατροφή της. Ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν θέλησε νὰ τὴν παντρέψῃ μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ἡ Εὐφροσύνη ὅμως εἶχε ἐκλέξει τὸν δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν παρθενίας καὶ ἡ ἀπόφασή της ἦταν σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη. Γι᾿ αὐτὸ κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς ἔφυγε κρυφά, καὶ γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀνακαλύψῃ ὁ πατέρας της καὶ τὴν ὑποχρεώσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν κόσμο καὶ νὰ παντρευτῇ παρὰ τὴν θέλησή της, μεταμφιέστηκε καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι παρουσιαζομένη ὡς εὐνοῦχος μὲ τὸ ὄνομα Σμάραγδος. Ἔζησε στὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια χωρὶς κανεὶς νὰ καταλάβῃ τὸ παραμικρό.
Στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετὴ ξεπέρασε κατὰ πολὺ τοὺς συμμοναστάς της μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι νὰ θαυμάζουν τὸν θεάρεστο τρόπο ζωῆς τοῦ Σμάραγδου καὶ ἀρκετοὶ νὰ ἀγωνίζονται νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θαυμάζοντας τὴν ἀγγελομίμητη ζωή της, γράφει:
«Ἠδυνήθη νὰ ἀστράψῃ μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν μὲ τὰς ἀρετάς, καθὼς καὶ ὁ πολύτιμος λίθος σμάραγδος ἀστράπτει ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους λίθους. Ὄντως σμάραγδος ἐφάνη ἡ μακαρία αὕτη Εὐφροσύνη...»
Οἱ γονεῖς πολλὲς φορές, ἴσως ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ἐπιμένουν νὰ ἐπιβάλουν στὰ παιδιὰ τοὺς τὶς δικές τους ἀποφάσεις, τὶς ὁποῖες λαμβάνουν ἐκεῖνοι γιὰ λογαριασμὸ τῶν παιδιῶν τους. Ἡ δικαιολογημένη ἀντίδραση τῶν παιδιῶν, κάποιες φορὲς μάλιστα δυναμικὴ καὶ μὲ στοιχεῖα ὑπερβολῆς, δημιουργεῖ οἰκογενειακὲς συγκρούσεις μὲ κοινωνικὲς προεκτάσεις. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ ἀντίθετο· ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἐλευθερία εἶναι δικτατορία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία χωρὶς τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι ἀναρχία.
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη δὲν ἔπαψε νὰ ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὸν πατέρα της καὶ νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν. Ὅταν κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της ζήτησε νὰ τὸν συναντήσῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὸς μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστήρι χωρὶς νὰ τοῦ περνᾷ ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ συναντοῦσε ἐκεῖ τὴν κόρη του. Κατὰ τὴν συνάντηση αὐτὴ μαθεύτηκε τὸ μυστικό της καὶ τὸ πραγματικό της ὄνομα. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὁ Παφνούτιος, ὁ πατέρας της, εἶναι καὶ αὐτὸς ἅγιος καὶ ὅτι πατέρας καὶ κόρη γιορτάζουν τὴν ἴδια ἡμέρα.
Μέσα στὸ ἀνδρικὸ Μοναστήρι ἔκανε ὑπεράνθρωπον ἀγώνα γιὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν. Ἔπρεπε συνεχῶς νὰ προσποιῆται, ἀλλὰ καὶ νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους, ὥστε νὰ μὴν ὑστερήσῃ στὴν ἄσκηση καὶ τὶς πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀπὸ τοὺς συμμοναστάς της. Καὶ πραγματικά, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀπέρριψε τὸ χαῦνον τοῦ θήλεος καὶ ἀπέκτησε ἀνδρικό, δηλαδὴ ἀνδρεῖο, φρόνημα. Ἔτσι μπόρεσε νὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες, νὰ νικήσῃ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ ζήση «μὲ τὴν ἄφθαρτον ἁγνείαν καὶ σωφροσύνην, τὴν ὁποίαν κατακτοῦν φθαρτοὶ ἄνθρωποι διὰ καμάτων καὶ ἱδρώτων» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης).
Πράγματι, ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σωφροσύνη ἀποκτοῦνται μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, στὸ θαυμάσιο βιβλίο του ποὺ ὀνομάζεται «Κλίμαξ», ἀφιερώνει ἕναν λόγο στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν σωφροσύνη, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει:
«Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτηση τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα (τὸν θεϊκό), ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα (τὸν σαρκικό), καὶ ἔσβησε τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνηση ἢ ἀλλοίωση τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα».
Ἡ ἁγία Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐὰν κάποιος ἐπιθυμῇ καὶ θέλῃ πραγματικὰ νὰ ζήσῃ κατὰ Χριστόν, δὲν ὑπάρχει τίποτα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπορῇ νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Σίγουρα, θὰ συναντήσῃ πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες, θὰ ἔλθη, ἴσως, ἀντιμέτωπος μὲ πρόσωπα καὶ καταστάσεις, ἐὰν ὅμως ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, θὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ θὰ φθάση στὸν σκοπό του, διότι ἡ ἀγάπη «πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», καὶ μηχανεύεται ἀπίθανους τρόπους γιὰ νὰ ἐκφραστῇ.
Γιὰ νὰ ζήσῃ κανεὶς μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη χρειάζεται ἀσφαλῶς νὰ καταβάλῃ μεγάλους κόπους καὶ νὰ χύσῃ πολὺν ἱδρώτα. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά τους μᾶς βεβαιώνουν ὅμως ὅτι αὐτὴ ἡ ζωή, παρὰ τὶς δυσκολίες της, εἶναι ὑπέροχη. Καὶ κρύβει τέτοιες χαρές, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο καὶ νὰ τὶς φανταστοῦν ἀκόμη οἱ «ψυχικοὶ ἀνθρωποι».
(Πηγή: «Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εὐφροσύνης», users.uoa.gr/~nektar)
Του Οσίου πατρός ημών νικοδήμου του Αγιορείτου
Τω αυτώ μηνί (Σεπτεμβρίω) ΚΕ΄, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.
Αύτη η Αγία Ευφροσύνη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υι΄ [410], αφήσασα δε τα χαροποιά πράγματα του κόσμου τούτου, και την φαντασίαν και δόξαν της παρούσης ζωής, και φυγούσα κρυφίως από τον οίκον του πατρός της, μετεσχημάτισε τον εαυτόν της. Φορέσασα γαρ ανδρίκεια φορέματα, αντί Ευφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Και επειδή ηγάπησε των Μοναχών την πολιτείαν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρίκειον, φαινομένη ως ευνούχος βασιλικός, και κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής της, εσπούδαζε με κάθε τρόπον, πως να κρυφθή, και να μη την μάθη ο πατήρ της Παφνούτιος. Αφ’ ου λοιπόν έτυχε του ποθουμένου, ηγωνίζετο με αγώνας και κόπους πολλούς, και με προσευχάς εκτενείς και αδιακόπους, έως οπού κατεξήρανε με υπερβολήν το απαλόν και γυναικείόν της σώμα, εις τρόπον, οπού εξεπλήττοντο και εθαύμαζον όλοι οι εν τω Μοναστηρίω αδελφοί, βλέποντες την άκραν κακοπάθειαν, οπού εμεταχειρίζετο η αοίδιμος.
Και τη αληθεία ήτον ένα πράγμα παράδοξον, οπού αδυνατεί να το παραστήση λόγος: δηλαδή, το να βλέπη τινάς μίαν ωραίαν γυναίκα να συγκατοική ανάμεσα εις άνδρας Μοναχούς. Η οποία εδυνήθη να κρύψη τον εαυτόν της, τόσον από τον πατέρα της, όστις την εζήτει επιπόνως εις τα όρη και τα λαγκάδια, και εις πάντα τόπον, και έτρεχεν εδώ και εκεί αναστενάζωντας διά τον μακρόν και πολυχρόνιον χωρισμόν της· όσον και από τους Μοναχούς, με τους οποίους εσυγκατοίκει. Και ακολούθως εδυνήθη να αστράψη ανάμεσα εις τους άνδρας με τας αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος, αστράπτει ανάμεσα εις τους άλλους λίθους.
Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη, μείνασα αγνώριστος, όχι εις ένα χρόνον, ή δύω, ή τρείς. Αλλ’ εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδή της ζωής της. Μόνον δε εις το τέλος αυτής, εφανέρωσε, πως ήτον γυνή, και όχι άνδρας. Επειδή γαρ ο πατήρ της Παφνούτιος επήγε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον, κατά τον καιρόν οπού έμελλεν η Οσία να αποθάνη, τούτον δε αυτή βλέπουσα, είπε προς αυτόν τούτον μόνον τον ολοϋστερινόν λόγον. Ώ πάτερ. Και ούτω παρέδωκε το πνεύμά της εις χείρας Θεού, χαίρουσα και ευφραινομένη διά τα αγαθά, οπού έμελλε να απολαύση διά τους αγώνας και κόπους της.
Ο δε πατήρ αυτής ακούσας τον λόγον τούτον, εξεπλάγη. Όθεν από την υπερβολικήν χαράν οπού έλαβε, πως ηξιώθη να ιδή την θυγατέρα του, έπεσε κατά γης ωσάν νεκρός. Και τί γαρ άλλο έπρεπε να πάθη, εις καιρόν οπού ήκουσε τοιούτον χαροποιόν λόγον; Και εις καιρόν οπού ηξιώθη να ιδή την εις τριάκοντα και οκτώ χρόνους ζητουμένην και ποθουμένην του θυγατέρα; Και λοιπόν επειδή και ηξιώθη να ιδή το παρ’ αυτού ποθούμενον γέννημα, αφήκε πατρίδα, και κόσμον, και τα εν κόσμω. Και ομού ζήλον και πόθον λαβών εις την ψυχήν του των ασκητικών αγώνων της θυγατρός του, έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν φανείς διάδοχος και κληρονόμος τόσον του τόπου, όσον και του τρόπου: ήγουν του Μοναστηρίου, και των αρετών της θυγατρός του, ως πατήρ τοιούτου ευλογημένου τέκνου, χαίρων και ευφραινόμενος απήλθε προς Κύριον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτής εις τον Παράδεισον.)
Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας Ευφροσύνης συνετέθη διά στίχων ιαμβικών, εξ ων και μετεφράσθη. Αλλά και ο Μεταφραστής συνέγραψε τον Βίον αυτής λογογραφικώς, ου η αρχή· «Άρτι τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
(Πηγή: «25 Σεπτεμβρίου, μνήμη και Συναξάριον της Οσίας μητρός ημών Ευφρωσύνης, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός», Ορθόδοξη Πορεία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.
Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον· ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον· τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.
Στίχοι
Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς, Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εἰκάδα Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.
Ἡ τὴν φύσιν λαθοῦσα καὶ τερπνὰ βίου,
Κλῆσιν Σμάραγδος, τὸν δὲ νοῦν Εὐφροσύνη,
Λιποῦσα πᾶσαν τοῦ βίου φαντασίαν,
Ἀνδρῶν μοναστῶν ἀγαπήσασα βίον,
Εὐνοῦχος ὥσπερ βασιλικῶν δωμάτων,
Ἐν ἀνδρικῷ σχήματι γνωστὸς οὐδόλως,
Μονῇ προσῆλθε, καὶ θέλημα καὶ τρίχας
Ἐκδοῦσα, καὶ σπεύδουσα λαθεῖν πατέρα.
Καὶ εὖ τυχοῦσα τοῦ ποθουμένου, πόσοις
Κόποις, πόνοις τε καὶ προσευχαῖς συντόνοις,
Τὸ μαλακὸν τέτηκε δεινῶς σαρκίον,
Ἅπαντας ἐκπλήττουσα τῇ κακουχίᾳ.
Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἀδυνατεῖ καὶ λόγος.
Ὢ πῶς λαθοῦσα πατέρα, πρᾶγμα ξένον!
Καλὴ θυγάτηρ, τῶν μοναστῶν ἐν μέσῳ
Τρέχουσα, λίθος ὡς σμάραγδος εὑρέθη·
Πολλὴ γὰρ ἡ ζήτησις ἐκ τῶν ἰδίων,
Πατρὸς βρύχοντος ἐκ πόνου τῆς καρδίας,
Τῆς Εὐφροσύνης τὴν μακρὰν ἐκδημίαν,
Τριπλῇ δεκάδι πρὸς ὀκτώ, φεῦ! χρόνοις,
Ὄρη, βάραθρα καὶ τόπου ἐρημίας
Περιπολοῦντος καὶ στένοντος ἐκ βάθους.
Ἀλλ᾿ ὁ Σμάραγδος αὐτός, ἡ Εὐφροσύνη,
Ὦ Πάτερ, εἰπὼν τὸν τελευταῖον λόγον,
Ὡς ἐμπόρευμα τῶν μακρῶν λαβὼν κόπων,
Τῶν οὐρανῶν γέγηθε τῇ μεταστάσει.
Κἀκεῖνος, ὥσπερ ἐκπλαγείς, φεῦ τοῦ πάθους!
Πέπτωκεν εἰς γῆν ὥσπερ ἄψυχος νέκυς.
Ἄκουσμα καὶ γὰρ παράδοξον καὶ ξένον
Ἤκουσεν ὄντως· τί γὰρ ἄλλο καὶ πάθοι;
Καὶ λοιπὸν ἀφεὶς καὶ βίον καὶ πατρίδα,
Καὶ ζῆλον ὥσπερ αἰνετῶν παιδὸς πόνων
Ἐνθεὶς ἑαυτῷ καὶ πόθου δείξας φλόγα,
Διάδοχος βίου τε ὡς πατὴρ τέκνου
Γεγώς, μετέστη πρὸς μονὰς οὐρανίους.
Πηγή: users.uoa.gr/~nektar, Ορθόδοξη Πορεία, Ορθόδοξος Συναξαριστής