Θα μιλήσω, ἀγαπητοί μου, ἁπλᾶ, γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι. Ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν; Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θά ᾿ρθουν χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ κλείνουν τ’ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκούσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ (Β΄ Τιμ. 4,4). Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μ’ ἀκούσετε τολμῶ νὰ μιλήσω.
* * *
Δὲν ξέρω ἂν προσέξατε τὸ εὐαγγέλιο. Ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ γυναῖκα ἁμαρτωλή, ποὺ πίστεψε στὸ Χριστό. Αὐτὴ ἐν συνεχείᾳ βαπτίσθηκε, ὠνομάστηκε Φωτεινή, καὶ τέλος μαρτύρησε ἡ ἴδια καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της. Εἶνε ἁγία, καὶ ἑορτάζεται ὄχι μόνο σήμερα Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ἀλλὰ καὶ στὶς 26 Φεβρουαρίου.
«Σαμαρεῖτις» (Ἰωάν. 4,9) δὲν εἶνε τὸ ὄνομά της· σημαίνει τὸν τόπο καταγωγῆς της. Ὅπως μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶνε ἀπὸ τὴ Μακεδονία τὴ λέμε Μακεδόνισσα, ἔτσι αὐτὴ λέγεται Σαμαρείτισσα, γιατὶ κατήγετο ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, μιὰ ἐπαρχία τῆς Παλαιστίνης πάνω ἀπ’ τὰ Ἰεροσόλυμα μὲ πρωτεύουσα τὴν πόλι Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοί της ἀρχικῶς πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὅπως καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἔπειτα ὅμως ἀνακάτεψαν τὴν ἀληθινὴ θρησκεία μὲ εἰδωλολατρικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, καὶ ἔτσι ἄλλαξαν θρησκεία.
Προσοχή· διότι κ’ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Χριστιανοί, ποὺ ἔχουμε τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία, ἀνακατέψαμε τὴν ἁγία μας πίστι μὲ συνήθειες εἰδωλολατρικές. Τέτοιο ἔθιμο εἶνε λόγου χάριν τὶς ἀπόκριες ὁ καρνάβαλος. Δὲν εἶνε χριστιανικὰ ἔθιμα ὁ καρνάβαλος, οἱ ἔξαλλοι χοροί, τὰ γλέντια καὶ οἱ διασκεδάσεις· εἶνε εἰδωλολατρικά. Ἀνακατεύεται τὸ λάδι μὲ τὸ νερό; Ὄχι. Ἔτσι δὲν μπορεῖς ν’ ἀνακατέψῃς καὶ τὴν πίστι μας μὲ εἰδωλολατρίες. Νοθευμένη λοιπὸν ἦταν ἡ θρησκεία τῶν Σαμαρειτῶν· καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ ᾿Ιουδαῖοι τοὺς περιφρονοῦσαν.
Ὡς πρὸς τὸ ἠθικό της ποιὸν ἡ Σαμαρείτισσα εἴπαμε ἦταν μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή, πολὺ ἁμαρτωλή. Παντρεύτηκε. Πῆρε ἕναν ἄντρα. Τὸν κράτησε; Ὄχι. Τὸν ἄφησε. Πῆρε δεύτερον. Τὸν κράτησε; Ὄχι. Πῆρε τρίτον. Τὸν κράτησε; Ὄχι. Πῆρε τέταρτον. Οὔτε κι αὐτὸν τὸν κράτησε. Πῆρε πέμπτον ἄντρα. Καὶ μ’ αὐτὸν χώρισε. Τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Θεός;
Ἔτσι εἶνε καὶ κάτι σημερινὲς γυναῖκες. Ὁ Χριστὸς λέει· ἕνας ἄντρας – μιὰ γυναίκα· παρθένος αὐτή, παρθένος αὐτός, σμίγουν καὶ κάνουν οἰκογένεια. Τώρα στὰ νεώτερα κατηραμένα χρόνια, σὲ πολιτεῖες καὶ σὲ χωριά, ἡ γυναίκα δὲν ζῇ μόνο μὲ τὸν ἄντρα της. Ψέματα λέει, ὅτι ἔχει τὸν ἄντρα της· σμίγει καὶ μὲ τὸν ἕνα καὶ μὲ τὸν ἄλλο. Ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ ἔχουν σμίξει μὲ δέκα ἄντρες· δὲν τό ᾿χουν τίποτα. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ μοιχεία. Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως λέει, ὅτι στοὺς Χριστιανοὺς μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο.
Ἡ Σαμαρείτισσα λοιπὸν ἦταν σὰν τὶς πολλὲς σημερινὲς γυναῖκες· ζοῦσε στὴν παρανομία. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι εἶχε μιὰ ντροπή. Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό· ἐνῷ οἱ ἄλλες γυναῖκες πήγαιναν πρωὶ γιὰ νερὸ στὴν πηγὴ ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, αὐτὴ πήγαινε μεσημέρι μὲ τὴ στάμνα της, γιὰ νὰ μὴ συναντᾷ ἄλλον.
Αὐτὴ τοὺς ἀπέφευγε, κ’ ἐκεῖνοι τὴν περιφρονοῦσαν. Ὅλοι τὴν περιφρονοῦσαν, ἕνας μόνο δὲν τὴν περιφρόνησε, ἕνας μόνο τὴν ἀγαποῦσε εἰλικρινῶς καὶ ἐνδιαφέρθηκε γι᾿ αὐτήν· ὁ Χριστός, ποὺ τὸν εἶπαν «φίλο ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 11,19· Λουκ. 7,34). Γιὰ νὰ τὴν συναντήσῃ βάδισε χιλιόμετρα, σὰν τὸν τσοπᾶνο ποὺ χάνει τὸ πρόβατό του καὶ τρέχει νὰ τὸ βρῇ σὲ γκρεμοὺς καὶ χαράδρες. Πῆγε ἐκεῖ, στὴν πόλι τους, γιὰ νὰ βρῇ τὸ χαμένο αὐτὸ πρόβατο.
Ὅταν ἔφτασε, κάθισε στὸ πηγάδι. Σὲ λίγο νά ἡ Σαμαρείτισσα· ἔρχεται νὰ γεμίσῃ τὴ στάμνα της νερό. Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· —Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ παραξενεύτηκε. —᾿Ιουδαῖος ἐσύ, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· —Ἂν ἤξερες ποιός εἶν’ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες, κι αὐτὸς θὰ σοῦ ἔδινε ἕνα ἄλλο νερό· νερὸ ἀθάνατο, ποὺ ὅποιος τὸ πιῇ δὲ διψάει πλέον. —Κύριε, λέει ἡ γυναίκα, ἂν ἔχῃς τέτοιο νερό, δός μου το, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ γεμίζω. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς λέει· —Πήγαινε φώναξε τὸν ἄντρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ. Ἐκείνη ἀπαντᾷ· —Δὲν ἔχω ἄντρα. —Καλὰ εἶπες πὼς δὲν ἔχεις ἄντρα· γιατὶ πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶνε δικός σου. Αὐτὴ τά ᾿χασε. Ξένος αὐτός, σκέφτηκε, κ’ ἔρχεται ἀπὸ μακριά· ποῦ ξέρει τὴ ζωή μου;
Ἔτσι ἄρχισε διάλογος. Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε ὁ Χριστὸς ἡ γυναίκα κατάλαβε, ὅτι δὲν ἔχει ἐμπρός της ἕνα κοινὸ ἄνθρωπο. ―Ἐμεῖς, τοῦ λέει, περιμένουμε κάποιο μεγάλο προφήτη, τὸ Μεσσία, ποὺ θὰ μᾶς ἐξηγήσῃ ὅλα τὰ μυστήρια. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκαλύπτει· —᾿Εγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ· ἐγὼ εἶμ’ αὐτὸς ποὺ περιμένουν καὶ Σαμαρεῖτες καὶ Ἰουδαῖοι καὶ ὅλος ὁ κόσμος! Κατάπληκτη ἡ γυναίκα ἀφήνει ἐκεῖ τὴ στάμνα καὶ τρέχει στὸ χωριό. Αὐτὴ ποὺ ἀπέφευγε νὰ δῇ ἄνθρωπο, τώρα εἰδοποιεῖ ὅλους τοὺς Σαμαρεῖτες νὰ ἔρθουν νὰ δοῦν τὸ Χριστό. Καὶ πῆγαν. Καὶ ὁ Χριστὸς κάθησε μαζί τους δυὸ μέρες. Ἄκουσαν τὰ χρυσᾶ του λόγια καὶ πίστεψαν κι αὐτοί. Καὶ μετὰ ἔλεγαν στὴ γυναῖκα· Τώρα πιὰ δὲν πιστεύουμε γιατὶ μᾶς τὸ εἶπες ἐσύ· πεισθήκαμε μόνοι μας ἀπ’ ὅσα ἀκούσαμε καὶ γνωρίσαμε, ὅτι ὄντως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
* * *
Αὐτὴ εἶνε μὲ συντομία, ἡ ἱστορία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ᾿Εκκλησία προβάλλει μπροστά μας τὴ Σαμαρείτισσα ὡς παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Διότι ἁμαρτωλὴ ἦταν αὐτή, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ εἴμεθα κ’ ἐμεῖς ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες, γέροντες καὶ παιδιά. Ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, φέρομε μέσα μας τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπωλείας.
Ἐμεῖς μάλιστα σήμερα εἴμεθα περισσότερο ἁμαρτωλοί. Δὲν ζοῦμε στὰ παλιὰ χρόνια· ζοῦμε σὲ χρόνια μεγάλης διαφθορᾶς. Ποτέ ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἁμάρταναν ὅπως τώρα. Ἡμέρες συντελείας μοιάζουν οἱ μέρες μας. Μπορεῖ νά ’χουμε σπίτια μεγάλα μὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις· μπορεῖ τὰ παιδιά μας νὰ σπουδάζουν, νά ’χουμε τὸ πορτοφόλι γεμᾶτο, νὰ διαθέτουμε αὐτοκίνητο, νὰ γλεντοῦμε καὶ νὰ διασκεδάζουμε· ἀλλὰ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, πολὺ ἁμαρτωλοί. Τὸν παλιὸ καιρὸ στὰ χωριά μας εἶχαν καλύβες, ἀλλὰ μέσ᾿ στὶς καλύβες, μὲ τὰ κεριὰ καὶ τὰ δᾳδιά, κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ μέγαρα κατοικοῦν δαίμονες.
Ἀλλάξαμε, διαφέρουμε πολὺ ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν δὲν ὑπῆρχε ἄπιστος, τώρα καὶ μικρὰ παιδιὰ σοῦ λένε «Δὲν ὑπάρχει Θεός». Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι δὲν ἅπλωναν σὲ δικαστήριο τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο, τώρα μὲ εὐκολία παίρνουν καὶ ψεύτικο ὅρκο. Ἄλλοτε δὲ βλαστημοῦσαν, τώρα μέρα – νύχτα βλαστημοῦν ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο. Ἄλλοτε χτυποῦσε ἡ καμπάνα καὶ ―φτερὰ στὰ πόδια― ὅλοι ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, καὶ κλαίγανε ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια καὶ βρέχανε τὴ γῆ τὰ δάκρυά τους, καὶ γίνονταν θαύματα· τώρα χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ μέσα στοὺς δέκα Χριστιανοὺς ἕνας ἔρχεται, κι αὐτὸς δὲ βλέπει τὴν ὥρα πότε νὰ σχολάσῃ ἡ ἐκκλησία νὰ βγῇ ἔξω. Ἄλλοτε τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο, τώρα βγάζουν τὰ διαζύγια ὅπως ἡ φάμπρικα βγάζει τὰ τοῦβλα· οἱ δικηγόροι ζοῦν ἀπὸ τὰ διαζύγια, καὶ οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὶς ἐκτρώσεις.
Ἐκεῖ φθάσαμε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ἔρχεται τιμωρία· σεισμοί, πλημμῦρες, ἀνομβρίες, ἀσθένειες ἄγνωστες ἄλλοτε (ὅπως ὁ καρκίνος ποὺ θερίζει), ῥύπανσι τῆς ἀτμοσφαίρας, καὶ μάλιστα ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὴ ῥαδιενέργεια ποὺ φαρμακώνει τὰ πάντα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε, ποὺ βλαστημοῦσες τὸ Θεό, θὰ φοβᾶσαι νὰ φᾷς καὶ νὰ πιῇς, γιατὶ θὰ πικραθῇς καὶ θὰ πεθάνῃς κατὰ τὴν προφητεία τῆς Ἀποκαλύψεως (βλ. 8,10-11). Θὰ ’ρθῇ μέρα, ποὺ ἕνα ποτήρι καθαρὸ νερὸ θὰ δίνῃς μιὰ λίρα καὶ δὲ θὰ τὸ βρίσκῃς. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, γιατὶ ὅλοι φύγαμε ἀπὸ κοντά του, παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχάδες, μικροί, μεγάλοι, δεξιοί, ἀριστεροί, μαῦροι, ἄσπροι, κόκκινοι, πράσινοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.
* * *
Τί νὰ κάνουμε; ν’ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Μᾶς δίνει ἐλπίδα ἡ Σαμαρεῖτις, ποὺ ἦταν τόσο ἁμαρτωλὴ καὶ σώθηκε. Αὐτὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας! Παίρνει τὸ κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι, παίρνει τὴ μοιχαλίδα καὶ τὴν κάνει ἀπόστολο, παίρνει τὸ λῃστὴ καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Μεγάλη ἡ δύναμις τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς ἐπειδὴ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦμε.
Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια ὅλους. Παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριαρχάδες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, περιμένει νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά του, διότι πλησιάζει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ νηστεύσουμε, νὰ τρέξουμε στὴν ἐκκλησία, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός. Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Ἁγίου Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης 1-6-1986), katanixi.gr