Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
16 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ

ΕΝΑΙΣΙΜΟΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

 

ΘΕΜΑ

 

<< ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ  ΚΗΡΥΓΜΑ  ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ

 

 

ΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ 1959

 

 

Αφιεροῦται μέ σεβασμό καί  εὐγνωμοσύνη  εἰς τόν σεβαστόν  μου   καθηγηγητή κ. Βασίλειο Ἀναγνωστόπουλο, ὁ ὁποῖος  μοῦ συμπαρεστάθη πατρικά εἰς τήν συγγραφήν  τῆς παρούσης Αἰνεσίμου Διατριβῆς κατά τά ἔτη 1957-1959.

 

 

 

ΠΙΝΑΞ  ΠΕΡ ΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

Περιεχόμενα       σελ.    3

         ΓΕΝΙΚΗ  ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

   α. Πρόλογος.              5

    β. Πηγαί.                     6

    γ.Βιβλιογραφία.         6

 

      ΕΙΔΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

    1 Βιογραφία Ἰωάννου Χρυσοστόμου.

 α) Τό οἰκογενειακόν περιβάλλον τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου.  8

 β) Ὁ Ἰωάννης ὡς μοναχός ασκητής .                                               8

 γ) Ὁ Ἰωάννης ὡς διάκονος καί πρεσβύτερος εἰς τήν Ἀντιόχειαν.9

 δ) Ὁ Ἰωάννης ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως.                              11

 ε) Ἡ καταδίκη  αὐτοῦ εἰς ἐξορίαν.                                                  14

 στ) Ἡ ἐξορία καί ὁ θάνατος αὐτοῦ.                                                14

 ζ) Ἡ προσωπικότητης αὐτοῦ εἰς τήν ἱστορίαν                                14

    2.  Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς ἐκκλησιαστικός ρήτωρ.

 α) Ἀνυπέρβλητος ρήτωρ.              16

 β) Ἡ προσωνυμία Χρυσόστομος. 17

 γ) Τά ἀναδείξαντα αὐτόν Χρυσόστομον  τοῦ ἐκκλησ. κηρύγματος  προσόντα.22

 

          ΜΕΡΟΣ Α`

ΣΚΟΠΟΣ, ΠΗΓΑΙ, ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΗΡΎΓΜΑΤΟΣ  ΚΑΙ  ΜΕΣΑ ΠΡΟΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΝ ΑΥΤΟΥ.

        ΤΜΗΜΑ  Α.

    Ι  Σκοπός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

 α) Προς ἀρέσκειαν καί δόξαν Θεοῦ.                 24

 β) Πρός ὠφέλειαν καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν .  25

 γ) Ὄχι πρός ἰδίαν δόξαν καί προβολήν .          25

   ΙΙ Πηγαί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

 1. Ἁγία Γραφή.                                                                                  27

  α) Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τό ἐκκλησ, κήρυγμα.  27

  β) Θεμελίωσις του Ἐκκλησ κηρύγματος εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν.     28

 2. Παράδοσις, ἱστορία .             30

 3. Καθημερινή πείρα τῆς ζωῆς .31

 4 Φύσις.                                       32

 5 Ὀρθός λόγος.                            33

      ΤΜΗΜΑ  Β`.

  Ἰδιότητες τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

    α )Ἰδιότητες τοῦ θείου λόγου (γενικῶς ).34

    β) Κόκκος συνάπεως καί ζύμη.                 34

    γ) Φωτιά , φῶς.                                          34

    δ) Φάρμακον ψυχῶν.                                 35

    ε) Σιδηρά δίστομος μάχαιρα.                     36

    στ)  Ἀδέσμευτο τό ἐκκλησ κήρυγμα.         36

      ΤΜΗΜΑ Γ`.

    Μέσα πρός ἐπιτυχίαν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

  1.Ἡ προσωπικότης  τοῦ ἱεροκήρυκος.   38

  2. Ἐνάρετος βίος.                                      41

     α) Τά ἀποτελέσματα  αὐτοῦ στό Ἐκκλησιαστικό  κήρυγμα.                        41

     β) Ἡ ἔλλειψις τοῦ ἐναρέτου βίου καθιστᾶ ἀνάξιον τόν ὁμιλητήν. 42

  3. Μόρφωσις .

      α)Διατί εἶναι ἀπαραίτητος;                                           42

       β) Συνδιασμός τοῦ ἐναρέτου βίου  καί  μορφώσεως.   43

  4.Τρόποι παρουσιάσεως καί προσφορᾶς τοῦ ἐκκλησ. κηρύγματος. 45

  5. Σχήματα λόγου . 49

      α) Λεκτικά.          50

       β) Διανοίας.         52

  6. Παθοποιϊα.           57

  7. Ἐπωφελής  χρησιμοοίησις  τῶν περιστάσεων .                  59

  8  Πρόκλησις ἐνδιαφέροντοςκαί προσοχῆς.                            60

  9. Τά κατάλληλα διά τόν Ἐκκλησιαστικόν ἄμβωνα θέματα.

    α) Ἐκλογή καταλλήλων θεμάτων.    62

    β) Ἀφορμαί ἀκλογῆς θεμάτων .         63

    γ)Ἐπαναλήψεις τῶν ἰδίων θεμάτων. 63

 10.  Πίνακες θεμάτων.                            66

 11.  Ἡ ἑνότης ἐν τῷ θέματι.                   68

      ΜΕΡΟΣ Β`. 

  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ.

   1.  Ρητόν.                                         70

   2. Προοίμιον .                                  71

     α) Ἀναγναιότης τῶν προοιμίων   71

     β)Εἴδη προοιμίων                          72

   3.  Πρότασις.                                    78

   4. Διαίρεσις.                                     76

   5.  Ἐπίκλησις.                                  77

   6. Διήγησις .                                     77

   7.Ἔλεγχος.

    α) Ἀναγκαιότητης τῶν ἐλέγχων.    78

    β)Σκοπός τοῦ ἐλέγχου.                     78

    γ) Τρόποι ἐλέγχου.                           79

    δ) Τίς δύναται νά ἐλέγχῃ.                 81

    8.  Ἐνστάσεις καί λύσεις αὐτῶν.      81

    9. Πρακτική ἐφαρμογή τῶν διδαχθέντων. 83

    10.   Επίλογος .                                             85

    11.Περί τοῦ μήκους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.86

         ΕΠΙΛΟΓΟΣ

    1. Συμπεράσματα 86

    2. Ὠφέλειαι.          89
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

          Ἐκ  τῆς μελέτης διαφόρων   ὁμιλιῶν καί λόγων τόσον τῶν νεωτέρων ἱεροκηρύκων ὅσον καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐγεννήθησαν διάφορα συναιασθήματα εἰς τήν ψυχήν μου. Πλήν ὅμως τά ἐκ τῆς μελέτης τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου  προκληθέντα συναισθήματα οὐχί μόνον περισσότερα  ἀλλά καί δυνατώτερα  καί διαρκέστερα ὑπῆρξαν.Τοῦτο μέ ἐνέβαλε εἰς ἀπορίαν  καί ἀνεζήτησα νά ἀνεύρω τούς λόγους διά τούς ὁποίους ὁ ἱ Χρυσόστομος ἐπιδρᾶ περισσότερον εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀναγνώστου. Ποῦ ἄραγε ὀφείλεται ἡ ὑπεροχή τοῦ ἱ πατρός; Μήπως εἰς τήν ρητορικήν τέχνην ἤ εἰς τήν ἔμφυτον  ρητορικήν αὐτοῦ δεινότητα καί τά ἄλλα φυσικά καί ἐπίκτητα αὐτοῦ προσόντα; Κυρίως τό μυστικόν τῆς τόσης ἐπιτυχίας αὐτοῦ εἰς τό Ἐκκλησ. κήρυγμα μέ ἐνέβαλε εἱς πολλούς συλλογισμούς  καί μέ παρώθησε κατόπιν πολλῆς σκέψεως εἰς τήν ἐκλογήν τοῦ θέματος τῆς Ἐναισίμου Διατριβῆς μου<<τό Ἐκκλησιαστικόν κήρυγμα  κατά τόν ἰερόν Χρυσόστομον>> .

            Τήν ἐπιθυμίαν μου αὐτήν τήν ἀνεκοίνωσα τό 1957 εἰς τόν σεβαστόν μου καθηγητήν  κ. Βασίλειον Ἀαγνωστόπουλον, ἵνα ὑπό τήν ἐπίβλεψιν αὐτοῦ ἀναλάβω τήν διαπραγμάτευσιν  τοῦ παρόντος θέματος. Λαβών δέ τήν συγκατάθεσιν του ἤρχισα  κατ' ἀρχάς νά μελετῶ διαφόρους βιογραφίας  καί ἄλλας σχετικάς πρός τήν  δρᾶσιν καί τήν διδασκαλίας  τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου πραγματείας, ἵνα περισσότερον  καί καλύτερον γνωρίσω τήν μορφήν καί τό χαρακτῆρα τοῦ ἱ. πατρός.Ἐκ παραλλήλου ἐμελέτησα διαφόρους ἐκδόσεις Ἐκκλησ. ρητορικῆς ἤ ὁμιλητικῆς ἵνα κάλλιον ἐμβαθύνω εἰς τά στοιχεῖα τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος καί γνωρίσω τά σχήματα τοῦ λόγου.  Κατόπιν δέ ἤρχισα  τήν κατά σειράν μελέτην  ὅλων τῶν ὁμιλιῶν  τοῦ ἱ. πατρός, ἀλλ'εὑρεθείς πρό πολλῆς ὕλης  καί μή δυνηθείς ἕνεκα τοῦ βάρους τῶν μαθημάτων  του τρίτου καί τετάρτου ἔτους καί τῶν πτυχιακῶν ἐξετάσεων κατά τάς σπουδάς μου εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Χάλκης νά μελετήσω ὅλην τήν ὕλην ἠναγκάσθην νά ἐπιμένω πρός τό τέλος  τῆς ἐργασίας μου ἰδιαίτερα εἰς τάς ὁμιλίας αἱ ὁποῖαι διαπραγματεύονται περί διδασκάλου, περί τοῦ τρόπου τῆς διδασκαλίας , περί τῶν πηγῶν καί τῶν μέσων  πρός ἐπιτυχίαν τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος,  καθώς καί περί τῶν διαφόρων μερῶν αὐτοῦ.

            Συνήντησα πολλάς δυσκολίας, διότι ἡ ἐργασία μου δέν ἦταν ἁπλῶς νά συλλέξω τό ὑλικόν καί νά ἐπεξεργασθῶ αὐτό, ἀλλά ἔπρεπε νά μελετήσω ἐκατοντάδας ὁμιλίας  ἵνα ἐμβαθύνω εἰς τόν τρόπον τῆς δομῆς αὐτῶν καί νά συγκρίνω ἕν ἕκαστον μέρος αὐτῶν   μεταξύ των διά  νά καταλήξω εἰς ἀτομικά συμπεράσματα σχετικά μέ τήν σύνθεσιν, τά αἴτια καί τά μέσα τῆς ἐπιτυχίας  τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος  τοῦ ἱ, Χρυσιστόμου.

Ὅταν ἐσχημάτισα τελικήν γνώμην ἐκ του συνόλου τῆς μελέτης μου περί ἑνός ἑκάστου κεφαλαίου   συνέλεξα καί ἀποδελτίωσα  τό ὑλικόν μου, κατέταξα  αὐτό κατόπιν  συστηματικῆς μελέτης  καί ἤρχισα τήν σύνταξιν τῶν κεφαλαίων  ἔχων πρό ὀφθαλμῶν πάντοτε πᾶσαν λεπτομέρειαν τῶν πηγῶν. Μή δυνάμενος νά χρησιμοποιήσω ἄνετα ξένην βιβλιογραφίαν  ὑποχρεούμην νά καταφεύγω  εἰς τήν Ἑλληνικήν τοιαύτην καί νά στηρίζομαι κυρίως εἰς τά συγγράμματα τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου, ἐκ τῶν ὁποίων καί λαμβάνω ἑκάστοτε χωρία ἵνα ὑποστηρίξω τάς ἀπόψεις μου..

            Ὁμολογῶ, ὅτι,  παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμίαν καί τήν προσπάθειάν μου,  δέν ἐπεξέτεινα  τό θέμα μου εἰς ὅλας τάς λεπτομερείας τῆς ομιλητικῆς, διότι προέβλεπον τό ἀνεξάντλητον αὐτοῦ κατά τήν διάρκειαν τοῦ εἰς τήν διαθεσίν μου χρονικοῦ διαστήματος τοῦ τρίτου καί τετάρτου ἔτους τῶν σπουδῶν μου. Ἀρκετόν ἀξιόλογον συλλεχθέν ὑλικόν δέν συμπεριελήφθη εἰς τήν παροῦσαν ἐργασίαν. Διέτριψα κυρίως ἐπί τῶν μέσων τά ὁποῖα ἐχρησιμοποίησε  διά τήν ἐπιτυχίαν  τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος ὁ ἱ . Πατήρ, ἐπειδή νομίζω  ὅτι οἱ μέν κανόνες  τῆς ρητορικῆς  εἶναι εὐρέως γνωστοί ἐνῷ τό μυστικόν τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ἔκκλησ. κηρύγματος  κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον εἶναι ἄγνωστον εἰς πολλούς.

    Ἐν Θεολογικῇ Σχολῇ Χάλκης Κωνσταντινουπόλεως Πάσχα 1959.

Κυριάκος Παπακυριάκου

 

 

ΠΗΓΑΙ

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΗΘΟΥΝΤΟΣ. Περί τοῦ βίου καί τῆς ἐξορίας καί των θλίψεων Ἰωάννου τοῦ μακααριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, ΜίνιΕ.Π. 47, 31-88.

ΠΑΛΑΔΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΣ.Διάλογος ἱστορικός γενόμενος πρός Θεόδωρον διάκονον Ρώμης περί βίου καί πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κων/πόλεως τοῦ Χρυσοστόμου. ΜίνιΕ.Π. 47,5-82.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 48,599-1043.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 49, 15-407.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 50, 417-705.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 51, 17-363, κατ' ἐπιλογήν.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.Μίνι Ε.Π.  52,391-479.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.Μίνι Ε.Π.  54-55 τόμοι, κατ' ἐπιλογήν.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 56, 263-270.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Μίνι Ε.Π. 57-63 τόμοι κατ' ἐπιλογήν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Χρησιμοποιηθεῖσα:

Α.Ι.Γ., <<Τό κοινωνικόν ἔργον τοῦ Χρυσοστόμου>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>> 1940, σελ. 163-169

Α.Π.,  <<Ὁ χαρακτήρ καί ἡ ρητορική τέχνη καί δύναμις  τῶν Χρυσοστομικῶν λόγων>>. Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, περίοδος Β` 18, ἔτος 1898 σελ. 439-441.

ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛΑΙΑΣ.<<Συσχέτισις λόγων τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου μέ τούς ἀρχαίους>> . Ὀρθοδοξία,  τόμ. 15ος (1940) σελ51-55

ΒΑΦΕΙΔΟΥ Φ.,Ὁ ἱερ.Χρυσόστομος καί ἡ δρᾶσις αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, (Θεσ/νίκη 1931).

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ  ΑΓΧΙΑΛΟΥ. Περί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μελέτη. (Ἀθῆναι 1902).

ΔΕΡΒΟΥ Ι.Γ.,Λόγος εἰς τήν ἑορτήν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. ( Ἀθῆναι 1904).

ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΗ Κ., <<Ἀνέκδοτα ἐγκώμια εἰς Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον>>, Περιοδικόν Ἀνάπλασις  τόμ.39, ἔτος 1926, σ. 233-235, 245-247.

ΘΕΜΕΛΗ ΧΡΥΣ.,<<Ἡ κοσμική φρασιολογία εἰς τόν ἱερόν Χρυσόστομον ἐν τῇ  ἐν χρήσει  ὑμνογραφίᾳ>>,Περιοδικόν Θεολογία,τόμ.ΚΗ`,τεῦχος Β`  Ἀπριλ.- Ἰούν.1957, σ.173-189.

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ, Ἔκκλησιαστική  ἱστορία, παρ. 5, 2.

ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Β., Ρητορεία τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἐκκλησίας πατέρων, (Ἱεροσόλυμα 1869).

ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Β.,<<Ὁ Χρυσόστομος τύπος καί μιμητής τοῦ Ἀπ. Παύλου>>, Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>, (Ἀθῆναι 1955), ἔτος ΙΗ` σ. 54 -64.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Κ.,Πρακτικαί ὁμιλίαι.Πρόλογος ὑπό ΠΑΠΑΜΙΧΑΗ Γ.,(Ἀθῆν1916) σελ. α-ιζ.

ΚΑΣΤΑΝΑ Θ.., <<Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος και αἱ κοινωνικαί τάξεις>>, Περιοδικόν <<Παλαμᾶς>>,(Θεσ/νίκη1931), τόμ. 15ος σελ .108-115. 166-174.

ΚΑΣΤΑΝΑΘ., <<Ἡ προσωπικότης τοῦ ἱεροκήρυκος>>,(Ἡ Ἁγία Γραφή  καί ὁ ἱεροκήρυξ), Περιοδικόν<< Ἐκκλησία >> τόμ.9ος, ἔτος 1931, σελ.  83 , 98-99, 106-107, 122-123, 146-147,  156-157, 171, 195-196 .

ΚΑΣΤΑΝΑ Θ., <<Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης  Χρυσόστομος καί αἱ κοινωνικαί τάξεις>>. Περιοδ. Γρηγ. Παλαμᾶς,  ἔτος 15ο, (1931) σελ. 165-174.

ΚΡΙΑΡΑ Ε.,Οἱτρεῖς μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλ. καί τά ἀρχαῖα γράμματα,(Θεσ 1955).

ΚΑΨΩΜΕΝΟΥ Γ. Σ., Ἡ ἰστορική  διαμόρφωσις  τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, Ἐπιστ. ἔπιτηρίς Παν/μίου Θεσ/νίκης., (Θεσ/νίκη 1953).

 ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Η.<<Οἱ τρεῖς ἱεράρχαι καί ἡ φύσις>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>,  (Ἀθῆναι 1955) ,ἔτ.ΙΗ`, σελ. 5 κ. ἐξ.

Μ.,   <<Ἡ Χριστιανική ρητορεία  κατά τόν Δ` αἰῶνα>>. Ἐκκλσιαστική Ἐφημερίς Θρησκευτική Φωνή,  ἔτος Α` ,(1880), σελ. 205-208.

 ΜΕΣΟΛΟΡΑ Ι., Οἱ κυριότεροι ὁρισμοί καί κανόνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς, (Ἀθῆναι 1924).

 ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ., Πατρολογία.(Ἀθῆναι1930), σελ 343-376.

ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ Π., <<Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης>>,  Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>> τόμ. 18ος , ἔτος 1955, σελ. 1-4.

ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ Π., Ἡ δια μέσου τῶν αἰώνων ἐπιβίωσις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ,  Δελτίον πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 1939.

ΜΩΡΑΪΤΟΥ Δ.,<<Τό κήρυγμα ἐν τῇ Ἀνατολῇ κατά τόν χρυσοῦν αἰῶνα τῆς Ἐκκλησίας  καί μέχρι τῶν χρόνων τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου>>. Ἐπιτηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, Θεσ/νίκης τόμ.2ος, ἔτος 1957, σελ. 251-287.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Χ.,Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας, (Ἀλεξάνδρεια 1951), σελ.291.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Χ., Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος,(Ἀλεξάνδρεια 1907).

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Χ.,Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος ὡς ρήτωρ καί διδάσκαλος,  (Τεργέστη 1898).

ΣΩΖΩΜΕΝΟΥ, Ἐκκλησιαστική ἱστορία παρ. 8,2-8, Μίνι Ε.Π. 67,151.

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ., Ἐκκλησιαστική ἱστορία.  παρ. 6, 2 , Μίνι Ε.Π. 67,661-665.

ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π., <<Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστμος ὡς ἱεροκήρυξ>>. περιοδικόν <<Ζωή>> (Ἀθῆναι1924, ἔτος ΙΔ σ, 4 κ.ἑξ.

ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π. ,Ὁμιλητική ,(Ἀθῆναι 1950), σελ 45-48.

ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ,ἄρχιεπ. Τσερνιγόβου, Ἱστορικαί διδασκαλίαι περί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξελληνισθεῖσα ὑπό ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΠΑΓΙΔΑ, (Ἱεροσόλυμα 1886), τόμ. Β, σελ. 363-489.

ΦΛΟΡΟΦΣΚΗ.,<<Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>,(Ἀθῆναι ) 1955, ἔτος ΙΗ`, σελ.5-10.

ΦΩΤΙΟΥ, Μίνι Ε.Π. 103, 105-119.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ,<<Ἴχνη ἐν τοῖς ἔργοις τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί ἐπίδρασις αὐτῶν ἐν ἀντιπαραβολῇ φιλολογικῇ>>. Καινή διδαχή τόμος 3ος(1920) σ.64-69.

 

 

Μή Χρησιποποιηθεῖσα :

ALBERT P. , SAINT JEAN CRYSOSTOME CONSIDERE COMME ORATEUR POPULAIRE, (PARIW1858),

AMERINGER TH.., THE STILISTIC IMFLUENGE OF THE SECOND SOPHILISTIC ON THE PANEGYRIGAL  SERMONS OF SAN JAN  CHRYSOSTOM, (WASINGTON 1921.

BAUR CHRYS.,DER HEILIGE JOANES CHRYSOSTOMUS UND SEIN ZEIT, (NUNCHEN 1929-1930).

BOHAINGER. DER., HELIGE CHRUSOSTOMUS.

DANIEL, GERHI HTE DER CHRISTLICHEN. BERDSAM KEIT VON DEM ARSTEN ZEITEN DES CHRISTENTUS BIS AUF UNSERE ZEIT.

NEADRU A., DER HEILIGE JOHAN CHRYSOSTOMOS, (BERLIN 1848).

HUBBEL, CHRYSOSTOM  AND  RETORIS  EN CLASS PHILOLOCY, 19,3,  1924SE261.

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

1. Ἡ ζωή καί δρᾶσις τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου.

 

   α)Τό οἰκογενειακόν περιβάλλον καί αἱ σπουδαί αὐτοῦ.

          ἘγεννήθηἐνἈντιοχείᾳτό345 μΧ. ὉπατήρτουὀνόματιΣεκοῦνδος  ἔχωντόἀξίωματοῦστρατηλάτουτῆςΣυρίας  ἀπέθανενεὐθύςμετάτήνγέννησίντου  καίοὕτωἀπότῆςπρώτηςἡλικίαςἔμεινε  ἡ  ἀνατροφήαὐτοῦεἰςτήν  εἰκοσαέτιδαμόλιςμητέρα  τουἈνθούσα. ΑὐτήἀφιερώσασαἑαυτήνεἰςτήνἀνατροφήντοῦυἱοῦτηςἸωάννουἀπέρριψετούςκατ' ἐπανάληψινπροτειννομένουςγάμους. Διεχειρίσθηκαλῶςτήνπεριουσίαναὐτῆςκαίἐπεμελήθημετάζήλουεἰςτήνἀρτίανμόρφωσιν  τοῦπαιδόςτης[1]. Πλήν ταύτης συμπαρίστατο καί ἡ ἐκ τοῦ πατρός  θεία  αὐτοῦ Σαβινιανή δείξασα ἄπειρον στοργήν πρός αὐτόν.

            Ὑπό τήν εὐσεβῆ ταύτην οἰκογενειακήν ἐπίβλεψιν, ἀφοῦ ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα ἐστάλη μετά εἰς μεγάλης ὁλκῆς καί φήμης διδασκάλους ,τόσον τόν τῆς φιλοσοφίας Ἀνδραγάθιον, ὅσον καί εἰς τόν τῆς ρητορικῆς Λιβάνιον. Τόσον διεκρίθη εἰς τάς σπουδάς  του καί δή εἰς τήν ρητορικήν ὥστε νά θεωρῇ αὐτόν ὁ Λιβάνιος ὡς μέλλοντα διάδοχόν του,<<εἰ μή οἱ Χριστιανοί τοῦτον ἐσύλησαν >>[2]. Συγχρόνως ἐμελέτησε τούς ἀρχαίους κλασσικούς συγγραφεῖς καί ἀπέκτησε εὐρείαν μόρφωσιν.

            Περατώσας τάς σπουδάς του ἐπεδόθη εἰς τό ἔργον τοῦ συνηγόρου καί συμμετεῖχε τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων. Ἀλλά τό εὐσεβές αὐτοῦ οἰκογενειακόν περιβάλλον,ἡ ἐκ φύσεως εὐσεβής ψυχή αὐτοῦ καί ὁ φιλομαθής αὐτοῦ χαρακτήρ, ὤθησαν αὐτόν εἰς τήν μύησιν τῆς Θεολογίας, διό καί ἐνεγράφη εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν  Ἀντιοχείας, εἰς ἥν καί ἐφοίτησε ἐπί τριετίαν.

            Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως Ἀντιοχείας Μελέτιος γνωρίσας αὐτόν <<ἐπέτρεπε αὐτῷ συνεχῶς πλησιάζειν  ἐρασθείς τοῦ κάλλους τῆς καρδίας προφητικῷ ὅμματι προορῶν τοῦ νεανίσκου τήν ἔκφανσιν>>[3]Συγκατέλεξεν αὐτόν μεταξύ τῶν κατηχουμένων  καί μετ' οὔ πολύ ἐβάπτισε αὐτόν καί κατόπιν τό 369 προεχείρισεν αὐτόν ἀναγνώστην.

 

β)Ὁ Ἰωάννης ὡς μοναχός ἀσκητής.

 

          Συναναστρεφόμενος μετά τοῦ φίλου του Βασιλείου τῇ προτροπῇ αὐτοῦ ἀπεφάσισαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Ἀντιόχειαν καί νά μεταβοῦν εἰς τόπον ἐρημικόν, ἀλλά πληροφορηθεῖσα τοῦτο ἡ μήτηρ του διά  συγκινητικῶν λόγων ἀπέτρεψεν αὐτόν τοῦ σχεδίου του μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῆς[4]. Τότε ὅμως ὅλως ἀπροόπτως ἐξελέγησαν μετά τοῦ φίλου του Βασιλείου ἐπίσκοποι πόλεων , ἀλλά ἐνῷ προέτρεψε τόν Βασίλειον εἰς χειροτονίαν αὐτός ὁ ἴδιος θεωρῶν ἑαυτόν ἀνάξιον ἀπέφυγε αὐτήν ἀναχωρήσας εἰς ἔρημον,θανούσης ἤδη τῆς μητρός του. Ἀπολογούμενος κατόπιν πρός τόν Βασίλειον διά τήν στάσιν του αὐτήν ἔγραψε τούς ἕξ περί ἱερωσύνης λόγους, τά ἀθάνατα αὐτά καί ἀπαράμιλλα μνημεῖα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας.

            Ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀσκούμενος διετέλεσε ἐπί τετραετίαν ὑπό τήν χειραγωγίαν γέροντος τινός μοναχοῦ Ἡσυχίου, προσευχόμενος, νηστεύων, μελετῶν καθ' ἑκάστην τήν Ἁγίαν Γραφήν  καί συγγράφων τά περί μοναχισμοῦ  πραγματείας αὐτοῦ[5]. Ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν διά λόγους αὐστηροτέρας μονάσεως παρέμεινε ἐπί διετίαν κατά μόνας εἰς σπήλαιον τι ἔνθα λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς ὑγρασίας ,νηστείας καί ἀγρυπνίας, προσεβλήθη ἡ ὑγεία αὐτοῦ καί ἔτσι ἠναγκάσθη ἑκών ἄκων νά ἐπιστρέψῃ εἰς Ἀντιόχειαν.

 

γ)Ὁ Ἰωάννης ὡς διάκονος - πρεσβύτερος εἰς τήνἈντιόχειαν.

 

           Ὁ ἐπίσκοπος Μελέτιος γνώστης τῆς προσωπικότητος τοὑ Ἰωάννου ἐχειροτόνησε αὐτόν διάκονον κατά τάς ἀρχάς τοῦ 381 μ.Χ.[6]Ὡς διάκονος διετέλεσεν ἐπί πενταετίαν, εἰργάσθη μετ' ἀφοσιώσεως  εἰς τόν φιλανθρωπικόν τομέα  καί συνέγραψε α) τάς περί παρθενίας, β)περί κατανύξεως>> δύο βιβλία, γ)περί προνοίας, δ)κατά Ἰουλιανοῦ καί ε)εἰς τήν νεωτέραν χηρεύουσαν,  πραγματείας αὐτοῦ

            Τό 386 μ.Χ ὅμως ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος ὑπό τοῦ νέου ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ, ὅπου κατά τήν χειροτονίαν ἐξεφώνησε τόν σχετικόν αὐτοῦ λόγον.Ἔκτοτε ἐπί δωδεκαετίαν ὁλόκληρον ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου  τήν ἐπιμέλειαν τῶν ἐνδεῶν, εἰς ἐπόχήν καθ' ἥν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας  εἶχε τήν συντήρησιν καί τήν ἐπίβλεψιν  χιλιάδων  χηρῶν καί παρθένων, ἐκτός τῶν ξένων καί ἀσθενῶν τῶν ἐν τῇ φυλακῇ εὑρισκομένων.[7]

            Κατ'ἐξοχήν ὅμως ἐπιμελεῖτο εἰς τό θεῖον κήρυγμα κηρύττων ἅπαξ ἤ δίς τῆς ἑβδομάδος, ἐνίοτε δέ καί καθ' ἑκάστην. Ἀφιέρωσε τόν ἑαυτόν του εἰς τήν ἀγάπην καί εἰς τήν ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ λαοῦ φροντίδαν καί κατέστησε τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου  καθημερινόν ἐνασχόλημα τῆς πομαντικῆς του δράσεως. Παρηκολούθη συγχρόνως τό ποίμνιόν του εἰς ὅλας τάς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, νουθετῶν καί φροντίζων διά τήν πνευματικήν αὐτοῦ προαγωγήν.

            Ἦτο ἐποχή τῆς ἀναδιοργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς ὅλους τούς τομεῖς, εἱς  τήν ἀκριβή διατύπωσιν τῆς διδασκαλίας της, εἰς  τήν συστηματοποίησιν τῆς θείας λατρείας , τήν ἀνέγερσιν ναῶν   μέ εἰδικόν διά τό κήρυγμα ἄμβωνα εἰς τό μέσον, εἰς τήν καλλιέργειαν τῶν γραμμάτων,  τῶν τεχνῶν καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς.

Εἰς τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαφίετο τό κήρυγμα εἰς τήν ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμπνευσιν, οἱ δέ ὁμιληταί ἐθεωροῦντο ἁπλᾶ ὄργανα τῆς ἐξαγγελίας τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τῆς ἱδρύσεως ὅμως τῶν ἀνωτέρων Κατηχητικῶν Σχολῶν  Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ἀπό ὅπου ἀπεφοίτησαν  μεγάλοι τοῦ πνεύματος ἄνδρες, οἵτινες  συνέβαλλον τά μέγιστα είς τήν ἀνάπτυξιν ὅλων τῶν τομέων τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι καί  τῆς Ἐκκλησ. ὁμιλητικής.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν συγκαταλέγεται πρῶτος ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Αὐτός ἔθεσε τά θεμέλια  τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς. Παρ' ὅτι εἶχε πολλά πρότυπα καί πολλούς ἔντεχνους λόγους τῶν ἐθνικῶν δέν παρεσύρθη ἀπ' αὐτούς ἀλλ' ἔχοντας διαυγῆ τήν ἀντίληψιν καί καθαράν τήν συνείδησιν τῆς μεγάλης διαφορᾶς τοῦ σκοποῦ  μεταξύ τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς ρητορικῆς  ἀξιοποίσε καί διαμόρφωσε τό χριστιανικόν κήρυγμα εἰς νέας βάσεις  ὥστε νά ἀνταποκρίνηται εἰς τό ὑψηλόν πνευματικόν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας  καί  εἰς τόν ἑλληνορωμαϊκόν κόσμον τῆς ἐποχῆς του, ὁ ὁποῖος ἦτο συνηθισμένος νά ἀκροᾶται ἀνωτέρους ρητορικούς λόγους.[8]

            Ἐπεδόθη μετά πολλοῦ ζήλου εἰς τήν ἐκμάθησιν τῆς ρητορικῆς  καί ἀξιοποίησε αὐτήν  ἐκφωνήσας  εἰς ὅλην τήν ζωήν του ἑκατοντάδας ὁμιλίας. Ἔδιδε μεγάλην σημασίαν εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ λόγου, διότι εἰς τήν ἐποχήν του τά ἑλληνικά γάμματα καί ἡ ἐλληνική εὐγλωττία συνεχίσθη ὡς κληροδότημα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων  εἰς τήν ἐκχριτιανισθεῖσαν  ἑλληνικήν κοινωνίαν. Ἡ κλασσική ἐκπαίδευσις  ἦτο ἡ βάσις τῆς ἐκπαιδεύσεως  αὐτῆς, ἡ δέ ρητορεία εἰς τήν  ἀκτινοβολοῦσαν διεθνῶς Ἀντιόχειαν ἀποτελοῦσε τό κέντρον τοῦ  ἐνδιαφέροντος τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Οἱ ἀκροαταί παντός λόγου εἶχον ἀξιώσεις ἀπό τόν χριστιανικόν ἄμβωνα, ὅστις ἀντικατέστησε  τάς ἕδρας τῶν ἀρχαίων ρητόρων. Αὐτό τό αἴτημα  τής ἀναμορφώσεως τοῦ ἐκκλησ. κηρύγματος εἰς ὑψηλότερα πνευματικά ἐπίπεδα τό κατόρθωσε  διά τοῦ ὑπερβολικοῦ του  ζήλου , τῆς χρυσῆς  εὐλωττίας του καί  τῆς  ἀπαραμίλλου ρητορικότητός του ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἔχοντας ὡς βοηθόν καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην αὐτοῦ πρός τόν λαόν καί  τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν καί ἀμφοτέρων εἰς τήν ρητορικήν τέχνην. Μᾶς πληροφορεῖ  περί αὐτοῦ γράφων <<Ταῖς τῶν χριστιανῶν ψυχαῖς λόγων ἔρως εἰσεκώμασε νῦν καί μάλιστα πάντων οἱ τούτοις ἀσκούμενοι ἐν τιμῇ οὐ παρά τοῖς ἔξωθεν μόνον  ἀλλά καί παρά τοῖς τῆς πίστεως οἰκείοις>>[9].

            Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας εἰδών τά προτερήματα καί τήν ἀφοσίωσιν αὐτοῦ εἰς τό ἰερατικόν αὐτοῦ καθῆκον ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτόν τά πάντα. Πράγματι διά τοῦ πρωτοφανοῦς εἰς τήν Ἐκκλησίαν  τῆς Ἀντιοχείας γλαφυροῦ καί μεστοῦ  πειστικῆς δυνάμεως  κηρύγματος αὐτοῦ προσείλκυσε εἰς τήν Ἐκκλησίαν πλῆθος ἐθνικῶν  καί Ἰουδαίων. Κετέκτησε τάς καρδίας ὅλων, διότι τό κήρυγμά του ἀπευθύνετο κυρίως εἰς τάς καρδίας τῶν ἀκροατῶν, καί ἐγένετο ὁ προσφιλής πάντων.

Αἰ ὁμιλίαι του  προετοιμάζοντο  κατά τό δυνατόν πάντοτε, προσχεδιάζοντο καί  ἐμελετῶντο. Ἐνίοτε ὡμίλει  ἐκ τοῦ προχείρου ἐξ ἀφορμῆς διαφόρων ἐντυπώσεων καί συνταρακτικῶν γεγονότων, σεισμοῦ, καταστροφῆς , ἐπιδρομῆς βαρβάρων ἤ  ἔκ τινος  θεάματος  πτωχῶν ρακενδύτων, πεινασμένων  καί ἀπελπισμένων ἀνθρώπων τοῦ δρόμου, οἵτινες δέν εἶχον ποῦ τήν κεφαλήν κλίνειν. Κατ'αρχάς ὡμίλησε  ἐκ τῆς Γενέσεως κατά τῆς ραθυμίας καί διαβόλου πειραστοῦ, κατόπιν ἤρξατο σειράν  ὁμιλιῶν, α) περί ἀκαταλήπτου, β) κατά Ἰουδαίων, γ)Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν, δ) εἰς τό γεννέθλιον τοῦ Σωτῆρος, ε) εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον ὁμιλίας καί λόγους αὐτοῦ.

Γενομένης τῆς στάσεως ἐν Ἀντιοχείᾳ καί ἀπειλουμένης τῆς πόλεως ἵνα καταστραφῇ ὑπό τῆς ὀργῆς τοῦ βασιλέως, ἐξεφώνησε τάς 21 περί Ἀνδριάντων ὁμιλίας αὐτοῦ, δείγματα τῆς ἁπαραμίλλου ρητορικῆς τέχνης, ἁγιογραφικῆς γνώσεως καί βαθυτάτης ψυχολογικῆς καταρτίσεως. Ἐπωφεληθείς τῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως τοῦ λαοῦ ἐπέδρασε ἀποτελεσματικῶς  εἰς τάς ψυχάς αὐτῶν πρός ἀπαλλαγήν αὐτῶν ἐκ διαφόρων κακῶν συνηθειῶν.

            Τό 388μ.Χ κατά τήν μεγάλην τεσσαρακοστήν ἤρξατο ὁμιλῶν  καθ' ἑκάστην ἑρνηνεύων τό βιβλίον τῆς Γενέσεως, ἐν συνεχείᾳ κατά τήν Μεγάλην ἑβδομάδα ὡμίλησε περί τοῦ προδότου Ἰούδα καί ἔπειτα περί τοῦ Σταυροῦ, ἐνῷ κατά τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα ὡμίλησεν  ἐντόνως κατά τῆς μέθης διαγράψας ζωηρῶς  τήν κακήν ταύτην συνήθειαν. Κατόπιν κατά τήν διάρκειαν τῆς Πεντηκοστῆς ὡμίλησε ἐπί διαφόρων θεμάτων  καί συνέχισε  τήν ἑρμηνείαν τῆς Γενέσεως μέχρι τέλους Ὀκτωβρίου τοῦ 388 μ. Χ.

 Τό 389 μ.Χ. ἡρμήνευσε τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐνῶ κατά τό 390 τό κατά Ματθαῖον.Τό 391μ.Χ ἤρξατο τῆς ἑρμηνείας τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί δή κατά πρῶτον μέν τήν πρός Ρωμαίους, ἐν συνεχείᾳ δέ τάς πρός Κορινθίους ἐπιστολάς. Συγχρόνως, εὐκαιρίας δοθείσης, ἐξεφώνησν  τούς ἐγκωμιαστικούς εἰς τόν Ἀπ. Παῦλον καθώς καί εἰς διαφόρους μάρτυρας λόγους. Τό 393 μ. Χ.ἤρξατο κατά σειράν ἐν ταῖς ὁμιλίαις  αὐτοῦ  τήν ἑρμηνείαν τῶν πρός Γαλάτας, πρός Τιμόθεον  καί Τίτον ἐπιστολῶν καθώς καί  τούς Ψαλμούς καί ἐκ τοῦ Ἠσαΐου ὁρισμένα κεφάλαια.

            Τό ἀδιάκοπον αὐτό κήρυγμα ἀνερχόμενον εἰς ἑκατοντάδας ὁμιλίας συνετέλεσεν καθ' ὅλον αὐτό τό διάστημα εἰς τήν ἀποκοπήν πολλών κακῶν συνηθειῶν καί ἐλλατωμάτων τῶν κατοίκων τῆς Ἀντιοχείας . Ὑπῆρξε ὁ 13ος Ἀπόστολος διά τήν Ἀντιόχειαν καί δ' ὅλην τήν οἰκουμένην ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι μετά ἀπό τούς θεοπνεύστους Ἀποστόλους ὡς λέγει ὁ ἀείμνηστος Φιλάρετος, ἐπίσκοπος Τσερνιγόβου, <<οὐδείς ἄνθρωπος ἀνήγγειλε καταλληλότερον καί εὐγλωττότερον  τοῦ θείου Χρυσοστόμου τοῖς ἀνθρώποις τά μυστήρια τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ἡ ἡδύτης καί τό μεγαλεῖον διαλάμπουσι ἐν ταῖς ὁμιλίαις αὐτοῦ. Ἐν αὐταῖς ὁρᾶται ὕψος πνεύματος, μεγαλεῖον ἐφελκύον πάντων τόν θαυμασμόν[10].

            Τό 395 μ. Χ. ἐξεφώνησεν τάς περί μετανοίας ὁμιλίας αὐτοῦ καθώς καί ἄλλας εἰς διαφόρους ἱερομάρτυρας ὡς ἐπί παραδείγματι εἰς τήν Πελαγίαν, εἰς τόν Ἰγνάτιον, εἰς τούς Ἁγίους Μακαβαίους, εἰς τόν Ἰουλιανόν, εἰς τόν Βαρλαάμ, εἰς τήν Δροσίδαν  καθώς καί ἄλλας περί κατανύξεως  καί περί ἐλεημοσύνης ὁμιλίας. Οὕτω ἐπί ὁλόκληρον δωδεκαετίαν ὡς πρεσβύτερος ἐν Ἀντιοχείᾳ ἐξηκολούθη διδάσκων ἀφ' ἑνός μέν πολεμῶν τάς διαφόρους   αἱρέσεις  καί τά σχίσματα, ἀλλά καί αὐτούς τούς Ἰουδαίους  καί ἐθνικούς, ἀφ'ἑτέρου δέ τήν ἀνηθικότητα τοῦ κοινωνικοῦ βίου καί τάς διαφόρους δεισιδαιμονίας καί προλήψεις τοῦ λαοῦ. Αἱ ὁμιλίαι του ὡς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Σωκράτης[11]  κατεγράφοντο ὑπό διαφόρων ταχυγράφων.

 

δ) Ὁ Ἰωάννης  ὡς ἀρχιεπίσκοπος  Κων/πόλεως.

 

          Καθ' ὅν χρόνον ἡ φήμη αὐτοῦ περιήπτατο τάς πόλεις τῆς Ἀνατολῆς εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἀπέθανεν τό 397 ὁ ἐπίσκοπος αὐτῆς Νεκτάριος. Εὐρισκόμενοι οἱ ἐν Κων/πόλει πρό δειλήμματος περί τῆς ἐκλογῆς νέου πατριάρχου, ὁ τότε πανίσχυρος  πρωθυπουργός Εὐτρόπιος, γνώστης τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἰωάννου, συνενοήθη μετά τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου καί διά δόλου ἔφερε τόν Ἰωάννην εἰς Κων/πολιν, ἔνθα καί ἀνεβίβασεν αὐτόν  ἄκων εἰς τόν τῆς Κων/πόλεως   πατριαρχικόν θρόνον[12].

             Ἡ αὐτοκράτειρα  Ευδοξία ὑπό τοῦ Θεοφιλου Ἀλεξανδρείας παρακινουμένη καί ἐκ μίσους πρό τόν Εὐτρόπιον ὑποδαυλιζομένη οὐδόλως ἱκανοποιήθη ὑπό τῆς τοιαύτης ἐκλογῆς. Τί ακριβῶς διαπραγματεύθη ἐν τῇ αὐλῇ καί τῇ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν ἐκλογήν τοῦ ἱερού Χρυσοστόμου δέν γνωρίζομεν λεπτομερῶς , λέγομεν μόνον γενικῶς ὅτι ἀνάλογα μέ τόν χαρακτῆρα ἑνός ἑκάστου θά ἦτο καί ἡ ἀπήχησις ἐκ τῆς ἐκλογῆς ἑνός ἁγίου ἁνδρός.

            Ὁ Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας ἑπόμενον ἦτο ὅτι δυσηρεστήθη ἐκ τῆς ἐκλογῆς αὐτῆς , διότι ἤθελε νά ἐκλεγῇ ἄνθρωπος τῆς ἐξουσίας του καί μάλιστα ὁ ἐπίτροπος τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ πτωχῶν Ἰσίδωρος,  ἵνα ἐμμέσως διευθύνῃ καί τόν θρόνον τῆς Κων/πόλεως. Ἑκών ἄκων ὅμως συγκατετέθη καί τήν 26ην Φεβρουαρίου 398μ.Χ. ἐλθών εἰς Κων/πολιν ἐχειροτόνησε τόν Ἰωάννην ἐπίσκοπον Κων/πόλεως.[13]

            Ὁ Ἰωάννης ἀνήρ λίαν ἰσχνός  καί βραχύς εἰς τό ἀνάστημα, ὠχρός εἰς τήν ὄψιν , μετά ρυτίδων καί ὑψιλόν μέτωπον, ἄνευ καλλονῆς προσώπου, μέ βαθείας τάς κόγχας  τῶν ὀφθαλμῶν καί ἀραιόν μικρόν γένειον, ἐστερημένος σωματικῆς δυνάμεως, ἑκαλεῖτο νά σηκώσῃ εἰς τούς ὥμους αὐτοῦ τό μέγα ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχου τῆς Κων/πόλεως. Καί ὄσον ὑστέρει κατά τήν σωματικήν παρησίαν   τόσον ὑπερτέρει κατά τόν χαρακτῆρα καί τήν πνευματικήν καί ἠθικήν δύναμιν.

            Ἡ  κατάστασις τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἦτο δύσκολος <<χαλεπός ὁ καιρός καί οἱ ἐπιβουλεύοντες πολλοί, τό τῆς ἀγάπης γνήσιον ἀπόλωλε .  . ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνομεν>> ἔλεγεν ὁ ἴδιος[14]. Ταύτην τήν κατάστασιν ἰδών ὁ ἱερός πατήρ ἤρξατο τοῦ ἔργου τῆς ἐξυγιάνσεως τῆς Ἐκκλησίας  ἀπό αὐτῆς τῆς ἐπισκοπῆς αὐτοῦ ἐκ τῆς ὁποίας ἀπομάκρυνε πᾶσαν χλυδήν καί πολυτέλειαν, περιορίσας τάς ἀσκόπους δαπάνας ὑπέρ τῆς φιλανθρωπίας[15]. Κατόπιν ἤλεγξε τούς συζῶντας μετά συνεισάκτων παρθένων κληρικούς, ἐπέβαλε περιορισμούς εἰς τούς πλανωδίους καί γυρολόγους μοναχούς, ἐκαθάρισε τό τάγμα τῶν χηρῶν καί ἐκαυτηρίασε τήν ἀνηθικότητα.

            Πλῆν τῆς ἠθικῆς ἐξυγιάνσεως ἐστράφη καί πρός τόν ἱεραποστολικόν τομέα, ἐπιμεληθείς τά μέγιστα διά τήν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξύ τῶν Σκύθων, Περσῶν καί Φοινίκων, εἰς τούς ὁποίους ἀπέστειλε ἱεραποστόλους μοναχούς. Προσέτι δέ ἐπεμελήθη καί περί τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Γότθων ἐκ τοῦ ἀρειανισμοῦ, εἰς τούς ὁποίους ἐπέτρεψε ὅπως ἡ θεία λειτουργία καί τό κήρυγμα γίνεται γοτθιστί. Οὕτω παρίσταται ὡς μέγας τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος ὡς ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἱερός Φώτιος λέγων<<Ἔχεις καί ἄλλην πρός τούς Ἀποστόλους συγγένειαν, πρῶτος παρά τοῖς ἁμαξοβίοις Σκύθαις θυσιαστήρια ἔπηξας καί μόλις ἀποπηδήσας τόν ἵππον ὁ βάρβαρος  .  .>>[16]

            Ὅσον ἀφορᾶ τήν στάσιν αὐτοῦ ἔναντι τῆς πολιτείας ἐτήρησε ταύτην ἀξιοπρεπῶς μή ἐπιτρέψας τήν ὑποδούλωσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν πολιτείαν. Δέν ἔκυπτε τόν αὐχένα δουλοπρεπῶς πρό τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, μάλιστα δέ ὅσάκις ἐπενέβαινον ἀντικανονικῶς οἱ πολιτικοί ἄρχοντες ἀνθίστατο μετά πολλοῦ σθένους πρό αὐτῶν. Διά τοῦτο καί κατ' αὐτοῦ τοῦ Εὐτροπίου, τοῦ συντελέσαντος εἰς τήν ἐκλογήν αὐτοῦ, δέν ὑπεχώρησε, ἀλλ'ἤλεγξεν αὐτόν διά τήν φιλαργυρίαν αὐτοῦ καί ἐπενθύμιζε πάντοτε τήν ματαιότητα καί τό εὐμετάβλητον τοῦ πλούτου καί τῶν ἀξιωμάτων. Ἀλλά καί πρό τοῦ Γαϊνᾶ δέν ἐδίστασε νά ἀντιταχθῇ παρρησίᾳ ὅταν αὐτός ἐζήτησε παρά τοῦ Ἀρκαδίου τήν παράδοσιν μερικῶν ναῶν ἵνα ἐκκλησιάζηται μετά τῶν ὁμοφρόνων του Ἀρειανῶν. Ἔπρόβαλε τό διάταγμα τοῦ Μ. Θεοδοσίου δι' οὗ ἀπηγορεύετο τοῖς Ἀρειανοῖς νά ἐκκλησιάζωνται ἐντός τῆς πόλεως. Βραδύτερον δέ ὅταν ὁ Γαϊνᾶς δηῳσας τήν Θράκην καί ἠπείλη νά ἀνατρέψῃ τό καθεστώς οὐδείς ἐτόλμησε νά μεταβῇ ἵνα ἐξιλεώσῃ αὐτόν εἰ μή μόνον ὁ Χρυσόστομος, ὅστις κατά τόν Θεοδώρητον μετέβη εἰς τήν Θράκην καί ἔπεισε τόν ἄγριον Γαϊνᾶν νά μεταβάλῃ τό σχέδιο τῶν ἐπιχειρήσεών του.

            Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖον εἶναι ἄξιον προσοχῆς  εἶναι ἡ φιλανθρωπική αὐτοῦ δρᾶσις, τήν ὁποίαν περιγράφει ὁ ἱερός Φώτιος εἰς τήν Μυριόβιβλον ὡς ἀκριβῶς ἀναφέρει αὐτήν ὁ Θεοδώρητος εἰς τήν ἰστορίαν του. <<Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τοῖς πᾶσι προσέτρεχε, βοηθῶν τούς ἔχοντας ἀνάγκην παρακλήσεως , οἰκονομικῆς ἐνισχύσεως καί συμπαραστάσεως τόσον  τάς χήρας καί τά ὀρφανά, ὅσον καί τούς ἀσθενεῖς , τούς φυλακισμένους, καί πάσης ἄλλης κατηγορίας  ἀξίους περιθάλψεως. Ἐπέκτεινε τοσοῦτον τήν φιλανθρωπικήν αὐτοῦ δρᾶσιν, ὥστε ὡς ἀναφέρεται ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐμειώθη ἡ δυστυχία. Πάντοτε ἡ προσοχή αὐτοῦ ἐστρέφετο εἰς τούς πτωχούς καί διά τοῦτο περισσότερον παντός ἄλλου ἱεροκήρυκος ὡμίλει περί ἐλεημοσύνης.Ἐπωφελεῖτο πᾶσαν περίστασιν ἵνα διαγείρῃ ἐν τοῖς ἀκροαταῖς  αὐτοῦ τήν εὐσπλαχνίαν  πρός τούς πτωχούς καί τούς δεινοπαθοῦντας.Ἡ καρδία αὐτοῦ κατά τήν ἀνάπτυξιν τοιούτων θεμάτων συνεκινεῖτο βαθέως καί δια τοῦτο προσεπάθη ἵνα διά τῆς παθοποιίας  μεταδώσῃ τά αἱσθήματα αὐτοῦ εἰς τούς ἀκροατάς>>.

 

ε)Ἡ καταδίκη αὐτοῦ εἰς ἐξορίαν.

          Ἡ δρᾶσις αὐτοῦ, ὅμως, ἐδημιούργησε δύο παρατάξεις  ἔναντι αὐτοῦ, φίλους καί ἐχθρούς. Ἑπόμενον ἦτο ἡ αὐστηρότης αὐτοῦ πρός καταστολήν  τῆς κακίας καί τῆς ἀνηθικότητας καί ὁ δριμύς ἔλεγχος ὑπέρ τῆς ἐξυγιάνσεως τῆς Ἐκκλησίας  διήγειρε τό μῖσος τῶν ἀνηθίκων καί διεστραμμένων λαϊκῶν καί κληρικῶν τῆς ἐποχῆς του. Οἱ ἐχθροί αὐτοῦ ἦσαν πάσης τάξεως καί φύσεως ἅνθρωποι, <<ὧν πρώτη ἡ Εὐδοξία Ἀρκαδίου γυνή, εἶτα μετ' ἐκείνην Θεόφιλος ὁ ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, εἶτα καί Σεβηριανός καί περί αὐτόν Ἀκάκιος καί Πορφύριος>>[17]. Πλήν τούτων ὑπῆρχον καί ἄλλοι πολλοί ὡς τά διεφθαρμένα γύναια, αἱ βδελυραί καί πλούσιαι χῆραι, Μάρσα καί Καστρικία καί Εὐγραφία, καθώς καί ἄλλοι κληρικοί γυρολόγοι καί ἀνάξιοι μοναχοί, φιλόδοξοι καί φιλήδονοι ἐπίσκοποι, ὡς ἐπί παραδείγματι ὁ Διογένης Ἀπαμείας , ὁ Θεοδόσιος Ἐδέσης , ὁ Λεόντιος ἐπίσκοπος καί ἄλλοι τοῦ ἰδίου φυράματος ἐπίσκοποι.[18]

            Τά αἴτια τῆς ἐχθρότητος  ὡς προείπομεν οὐδέν ἄλλο ἦσαν εἰ μή ὁ σθεναρός χαρακτήρ τοῦ ἱ Χρυσοστόμου, ὅστις δέν ὑπετάσετο πρό τῶν φιλοδόξων ἀπαιτήσεων καί ἐπιδιώξεων ἑνός ἑκάστου. Ἡ μέν Εὐδοξία κατ'ἀρχάς διέκειτο εὐμενῶς, ἀλλά βραδύτερον ὅταν ἥρπασε τήν παρά τήν Χαλκιδόνα ἄμπελον χήρας τινός Θεογνώστου τότε ἐπειδή ἐπενέβη ὁ ἱερός Πατήρ, γράψας πρός αὐτήν προτρεπτικήν ἐπιστολήν περί  ἐπιστροφῆς τῆς ἀμπέλου, ἐξεμάνη, συνεταιρίσθη μετά τῶν ἄλλων ἐχθρῶν τοῦ ἱεροῦ Πατρός κάι ἤρξατο τόν κατ' αὐτοῦ πόλεμον.

            Ὁ δέ Θεόφιλος φύσει ἐχθρέκακος καί ἐκδικητικός  ἐζήτει ἀφορμήν ἵνα καταβιβάσῃ τόν ἱερόν Χρυσόστομον ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλεως. Ἀφορμή ἐδόθη ὅταν διά λόγους καθαρῶς ἐκδικητικούς οἱ διωχθέντες ὑπ' αὐτοῦ ἐξ Αἰγύπτου Μακροί ἀδελφοί , κατέφυγον εἰς Κων/πολιν καί ἐζήτησαν προστασίαν  παρά τοῦ ἱεροῦ Πατρός, ὅστις, ἄν καί δέν ἦλθε εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ'αὐτῶν, ἔγραψεν πρός τόν Θεόφιλον συμφιλιωτικήν ἐπιστολήν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἔλαβε ὡς ἀπάντησιν ὑβριστικήν τοιαύτην.[19] Οἱ μοναχοί ἀποταθέντες εἰς τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξίαν εὗρον μέν κατανόησιν, διότι χάριν τῆς ἀποδόσεως  τοῦ δικαίου ἐκλήθη ὁ Θεόφιλος ἵνα ἔλθῃ εἰς Κων/πολιν πρός ἐκδίκασιν τῆς ὑποθέσεως, συνέβη ὅμως τό ἀντίθετον, διότι ὁ Θεόφιλος προπαρασκευάσας καταλλήλως τούς κατά τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς καί παρασύρας ἀρκετούς εἰς τά ὑποχθόνια αὐτοῦ σχέδια, ὅπως τόν Ἐπιφάνιον Κύπρου καί ἄλλους, ἐπιρρίψας δέ τήν μομφήν τοῦ Ὠριγενιστοῦ εἰς τόν ἱερόν Χρυσόστομον, κατέφθασε εἰς τήν Κων/πολιν μετά συνοδείας  τόν Ἰούνιον τοῦ 403 μ.Χ, καί ἀπορρίψας τήν φιλικήν πρόσκλησιν καί φιλοξενίαν τοῦ ἱεροῦ Πατρός  ἐγκατεστάθη εἰς πολυτελές  διαμέρισμα συμποσιαζόμενος καί εὐοχούμενος  μετά τῶν ὁμοφρόνων του.[20]

            Ἀντικανονικῶς συνεκρότησε σύνοδον εἰς τήν παρά τήν Χαλκηδόνα Δρῦν, ἔνθα προσεκλήθη καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἵνα ἀπολογηθῇ κατά τῶν προσαπτομένων  κατ'αὐτοῦ κατηγοριῶν. Ἐνῷ ὁ ἱερός Χρυσόστομος μετά τῶν φίλων αὐτοῦ 40 ἐπισκόπων συνεκεντρώθησαν εἰς τήν οἰκίαν αὐτοῦ μή ἀναγνωρίσαντες τήν παράνομον σύνοδον. Ἐπειδή δέν παρουσιάσθη, ἡ ἐν Δρυΐ παράνομος σύνοδος καθῃρησε τόν ἱερόν Χρυσόστομον δ' ἔγκλημα καθοσιώσεως. Τά πρακτικά τῆς συνόδου ἐστάλησαν πρός ἔγκρισιν εἰς τόν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιον.[21]

Ὁ ἱερός Πατήρ διετάσσετο ἵνα ἀναχωρήσῃ τῆς πόλεως, ἀλλ' ἵνα μή προκληθῇ κίνημα ἀπό μέρους τοῦ ἀγαπῶντος αὐτόν ποιμνίου παρεδόθη ἑκουσίως εἰς τούς ἁρμοδίους  καί ὅλως κρυφίως ἀξωρίσθη. Τήν ἰδίαν ὅμως νύκτα γενομένου σεισμοῦ ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἐξέλαβε τοῦτο ὡς θείαν ἐπέμβασιν καί παρακάλεσε τόν Ἀρκάδιον ἵνα ὁπωσδήποτε ἀνακαλέσῃ ἐκ τῆς ἐξορίας τόν ἱερόν Χρυσόστομον. Ἡ ἰδία ἔγραψε ἐπιστολήν πρός αὐτόν καί ἀπέστειλε εὐνοῦχον ἵνα σπεύσῃ πρός ἀνεύρεσιν αὐτοῦ. Πράγματι εὐρών αὐτόν ὁ ευνοῦχος παρά τήν Πραίνετον τῆς Βιθυνίας μετά πολλοῦ κόπου ἔπεισε αὐτόν ὅπως ἐπανέλθῃ  εἰς Κων/πολιν πρίν ἤ συγκληθῆ σύνοδος ἀναιροῦσα τήν παράνομον αὐτήν καταδίκην[22]. Ὁ λαός ἐπεφύλαξε πρωτοφανῆ ὑποδοχήν ὡς ἀναφέρεται εἰς τήν σχετικήν ὁμιλίαν[23]. Ὅ δέ Θεόφιλος λαγώου δειλότερος  ἀνεχώρησε εἰς Αἴγυπτον.

            Ἐπανήρχισε κανονικῶς  τά ποιμαντικά αὐτοῦ καθήκοντα καί ἐπέμεινε εἰς τήν σύγκλησιν συνόδου, ἀλλ' ὁ καιρός  παρήρχετο καί τά πράγματα ὠξύνθησαν  καί πάλιν, διότι μετά δίμηνον ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἔστησε ἀργυροῦν ἀνδριάντα αὐτῆς πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας καί ἐπανέφερε εἰδωλολατρικά ἔθιμα διά τῶν γενομένων πρός τιμήν της τελετῶν.[24]Τοῦτο ἐλέγξας ὁ ἱ. Πατήρ ἐξήγειρε καί πάλιν τό μῖσος αὐτῆς  καί ἔτσι συνεργαζομένη μετά τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἱ. Πατρός , συνεκάλεσε σύνοδον τόν Μάρτιον τοῦ 404, ἥτις ἀντί νά ἀπαλλάξῃ τῆς παρανόμου πρώην καταδίκης, ἐπικαλουμένη τόν 12ον κανόνα τῆς ἀρειανῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τοῦ 341 τοπικῆς συνόδου καθῃρησε αὐτόν.

            Ἐγκρίνας τήν καθαίρεσιν αὐτοῦ ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος, ὅστις κατ' ἀρχάς ἀπέκοψε πᾶσαν ἐπικοινωνίαν μετ'αὐτοῦ , ἀλλά τό Πάσχα τοῦ 404 ὅτε κατά τό Μέγα Σάββατον ἐγίνετο τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων  στρατός εἰσέδυσε εἰς τόν ναόν φονεύσας , ἐκβιάσας καί ὁδηγήσας βιαίως τόν ποιμένα εἰς τόν οἶκον του.  Παραμείνας ἐπί δίμηνον ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ  καί γράψας ἐπιστολάς εἰς διάφορα πρόσωπα τῆς Δύσεως περί τῆς ὑποθέσεως αὐτοῦ, τέλος διετάχθη ἵνα ἀναχωρήσῃ εἰς τόν τόπον τῆς ἐξορίας Συγχρόνως ἔγιναν κατ'αὐτοῦ  δύο ἀπόπειρες  δολοφονίας[25].

 

στ)Ἡ ἐξορία καί ὁ θάνατος αὐτοῦ.

 

          Τά τῆς ἑξορίας καί τῶν δεινοπαθημάτων  αὐτοῦ εἶναι ἀνεκδιήγητα καθ' ὅσον καθ' ὁδόν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ  τοῦ παρεῖχον πολλούς κινδύνους καί θλίψεις . Τέλος ὡδηγήθη εἰς Κουκουσόν τῆς Ἀρμενίας  ἔνθα μαστιζόμενος ὑπό πυρετοῦ καί τοῦ βαρέως κλίματος  παρ' ὁλίγον θά ἀπέθνησκε.[26] Ἔγραφε ὅμως τακτικῶς πρός τούς φίλους  καί ἱεραποστόλους τῆς Φοινίκης , τάς διακόνισας καί ἄλλους. Πολλοί ἐκ τῶν φίλων του μετέβαινον εἰς Κοκουσόν, πρᾶγμα τό ὁποῖον προκάλεσε τήν ἀνησυχίαν τῶν ἐχθρῶν του καί ἐνήργησαν ἵνα ὡς τόπος ἐξορίας ὁρισθῇ ἡ Πιτυοῦντα, ἡ παρά τούς πρόποδας τοῦ Καυκάσου, ὅπου ἔμελεν νά φθάσῃ μετά πολύμηνον καί πολύμοχθον μαρτυρικήν ὁδοιπορίαν. Ἐπί τρεῖς μῆνας ἐβάδιζε ἀγογγίστως, συνοδευόμενος ὑπό βαρβάρων στρατιωτῶν, ἁλλ'ὅταν ἔφθασε εἰς τά Κόμανα τοῦ Πόντου, τελείως ἐξηντλημένος, ἐζήτησε νά ἀναπαυθῇ. Ἀρνηθέντων τῶν στρατιωτῶν ἐβάδισαν μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου ὅπου καί εἰσῆλθε ἵνα προσευχηθῇ κατά τάς τελευταίας στιγμάς τῆς ζωῆς του, ἀλλά   διά τῆς βίας ὡθούμενος ὑπό τῶν φρουρῶν εξῆλθεν μέν τοῦ ναοῦ,  ἀλλ' ἠναγκάσθησαν  νά τόν ἐπαναφέρουν εἰς τόν ναόν, διότι ἔπνεε τά λοίσθια. Κοινωνήσας τῶν ἀχράντων μυστηρίων  καί εἰπών τήν προσφιλῆ ρῆσιν <<δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν>> παρέδωσε τό πνεῦμα αὐτοῦ τήν 14ην Σεπτεμβρίου τοῦ 407.[27] Τό λείψανον αὐτοῦ ἐτάφη παρόντων πολλῶν μοναχῶν. Μετά πάροδον τριάντα ἐτῶν τήν 27ην Ἰανουαρίου 438 τά ὀστᾶ αὐτοῦ μετεφέρθησαν ὑπό τοῦ πατριάρχου Κων/πόλεως Πρόκλου καί ἀπετέθησαν εἰς τόν ναόν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.[28]Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται εἰς τάς 13 Νοεμβρίου.

 

ζ)Ἡ προσωπικότης αὐτοῦ διαχρονικά.

 

            Ταῦτα ἐν ὁλίγοις περί τοῦ βίου τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅστις ὅσο γνωστός τυγχάνει εἰς πάντας  τόσον περισσότερον ἡρευνήθη καί  ἑρευνᾶται ὀ βίος, ῆ δράσις  καί ἡ διδασκαλια αὐτοῦ. Συνεχῶς νέα προβλήματα γεννῶνται πέριξ τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀποβλέποντα πάντοτε εἰς τήν διασαφήνισιν καί τήν ἐξέτασιν τῶν συγγραμμάτων του  καί τῆς διδασκαλίας  του. Δέν ὑπῆρξε βεβαίως σημεῖον ἀντιλεγόμενον ὡς ὁ Ὠριγένης  καί τινες ἄλλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὀρθόδοξος κατά πάντα παρέσχε ἄφθονον ὑλικόν εἰς τούς ἑκάστοτε ἀσχολουμένους  μέ τήν ὑποστήριξιν τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Εἶναι πάντοτε ὁ αὐτός χθές καί σήμερον, διότι οὔτε ὁ χρόνος , οὕτε τά νέα ἐκκλησιαστικά καί ἐξωεκκλησιαστικά συγγράμματα καί διδασκαλίαι ἠδυνήθησαν νά σβύσουν ἤ νά ἐπισκιάσουν τόν μέγα αὐτόν ἄνδρα τῶν αἰώνων. Εἶναι διαχρονικός φωταυγής ἀστήρ τοῦ στερεώματος  τῆς Ἑκκλησίας  καί δια τοῦτο λάμπει καί θά λάμπῃ ἀκαταπαύστως. Ὅλοι θέλουν νά λάβουν φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου  αὐτοῦ φωτός, καί γνῶσιν ἐκ τῆς ἀπαραμίλλου αὐτοῦ σοφίας. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες , ἀνεξαρτήτου κλάδου καί ἐπιστήμης ἀναγνωρίζουν τήν σοφίαν τοῦ μεγάλου ἀνδρός καί ἀποδίδουν εἱς αὐτόν τό ὄνομα τοῦ πατρός τῶν γραμμάτων.

            Πολλοί ἐκ τῶν συγγραφέων ἔρχονται καί παρέρχονται, ἀνατέλλουν καί δύουν, φωτίζουν πρός στιγμήν καί συσκιάζονται μετ' ὀλίγον, ἀλλ'ὁ ἱερός Χρυσόστομος  μένει πάντοτε ὁ αὐτός, διότι ὁμιλεῖ εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποῖα μένει πάντα ἡ ἰδία, ἕχουσα τάς ἰδίας ἐπιθυμίας, νοοτροπίας καί τά ἴδια συναισθήματα. Ὅπως π.χ. οἱοδήποτε μέσον θερμάνσεως  καί φωτισμοῦ ἄν εὕρῃ ἡ ἐπιστήμη οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά ἐγκαταλείψῃ τήν τοῦ ἡλίου θέρμανσιν καί φωτισμόν, ἔτσι καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑπειδή μεταφέρει εἰς τάς ψυχάς  τό πνευματικόν φῶς τοῦ πνευματικοῦ ἡλίου Χριστοῦ τά πολυάριθμα ἔργα αὐτοῦ εἶναι ἀναντικατάστατα καί ἀναγινώσκονται ὑφ' ὅλων μετά πολλοῦ ζήλου.

 

Β`. Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ  ΡΗΤΩΡ.

 

α) Ἀνυπέρβλητος ρήτωρ.

 

          Οἱ αἰῶνες  παρέρχονται ἀλλά ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὁμιλεῖ καί πάλιν ἀπό τοῦ ἄμβωνος. Δέν εἶναι ρήτωρ μιᾶς ἐποχῆς , ἀλλά ρήτωρ ὅλων τῶν αἰώνων. Δέν διέλαμψεν ὡς διάττων ἀστήρ, ἀλλά ὡς ἥλιος τοῦ ἄμβωνος, ὡς ὑπόδειγμα ἱεροκήρυκος. Κάτοχος τῆς κλασσικῆς μορφώσεως,γνώστης τῆς κοινωνικῆς ζωῆς , ἄριστος ψυχολόγος καί πρότυπον ἀρετῆς καί ποιμένος εἶναι ὁ πρίγκηψ τῶν ρητόρων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἤ μᾶλλον <<ὁ Δημοσθένης τοῦ χριστιανισμοῦ>> ὡς ἀποκαλεῖ αὐτόν ὁ Μπουσουέτ, καθόσον ὡς λέγει ὁ ἀείμνηστος Παπαδόπουλος<<Παρέρχονται οἱ αἰῶνες καί ὁ μέγας διδάσκαλος θά ζῇ ἐν ταἱς ὁμιλίαις  αὐτοῦ καί ἀναγινωσκόμενος θά διδάσκῃ>>[29]

            Προσείλκυε καί συνήρπαζε τά πλήθη τῶν ἀκροατῶν τά ὁποῖα προσήρχοντο ἀπό πολλά μέρη καί συνθλίβοντο πρό τοῦ ἄμβωνος. Καταλαμβανόμενα ἀπό κατάνυξιν ἐδάκρυζον κάι  ἔτυπτον τά στήθη στενάζοντα πικρῶς διά τάς ἁμαρτίας των.  Ἡ σαγήνη του κηρύγματός του σαγήνευε. Τά πλήθη  προσήρχοντο  προθύμως  εἰς τά δύκτια τῆς  ἀλιείας τοῦ χριστιανισμοῦ. Τά ψάρια  εἰς τήν θάλλασσα ὅταν συναντήσουν δύκτια φεύγουν ἐνῷ οἱ  ἀκροαταί του  λέγει:<<ὑμεῖς δέ ἐναντίον ποιεῖτε· ὅταν ἴδητε ἀναστάντα καί τήν σαγήνην ἁπλώσαντα τῆς διδασκαλίας, οὐ μόνον οὐκ ἀποπηδᾶτε καί ἐξέλλεσθε, ἀλλά καί ἐνδότερον βαδίζοντες πανταχόθεν συντρέχοντες . .>>

            Παρ' ὅλην τήν πολεμικην αὐτοῦ κατά τῆς ἀνηθικότητας,τῆς χλυδῆς καί τῆς πολυτελείας τά πλήθη συνέρρεον ἵνα ἀκούσωσι τό θεῖον κήρυγμα αὐτοῦ.Ὄχι μόνον ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλά καί ἐκ τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, ἀκόμη δέ καί ἐξ αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων καί ἐθνικῶν προσήρχοντο εἰς τήν ἀκρόασιν τῶν ὁμιλιῶν. Τόσον ἦτο τό πλῆθος ὥστε συνωθοῦντο ἀλλήλοις τόν ἐνδότερον τόπον ἐπήψεσθε καταλαβεῖν, ἵνα εὐσχημοτέρα γίνηται ἡ φωνή αὐτοῦ.

Ὁ  ἱστορικός  Σωζόμενος ,συγχρονος σχεδόν τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου,   γράφει περί του ἀποτελέσματος τοῦ κηρύγματος αὐτοῦ  <<Πλεῖστον δέ τῶν αὐτοῦ ἀκουόντων ἀπ' ἐκκλησίας, εἰς ἀρετήν ὠφέλησε καί ὁμόφρονας αὐτῷ περί τῷ  θείῳ ἐποίησε. Θείως γάρ πολιτευόμενος, τῶν ἐκ τῆς τῆς οἰκείας ἀρετῆς ἀνετίθη ζῆλον τοῖς ἀκροαταῖς  .  . . λόγος γάρ ὑπό τῶν ἔργων κοσμούμενος, πίστεως ἄξιος εἰκότως φαίνεται>>.

Ὁ Μπρατσιώτης Παναγιώτης  εἰς ὁμιλίαν του εἰς τούς Τρεῖς ἱεράρχας γράφει  <<Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  παραμένει ἀνυπέρβλητος οὐ μόνον εκ τῶν σήμερον ἑορταζομένων δύο ἄλλων ἰεραρχῶν, ἀλλ ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν πατέρων. Ἤσκησε τήν μεγίστην, εὐρυτάτην καί βαθυτάτην ἐν τῇ οἰκουμενικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπίδρασιν ὡς θεολόγος καί ὡς ἐξηγηής τῶν Γραφῶν καί μάλιστα ὡς λαϊκός ἱεροκήρυξ, καί ὅστις δύναται νά θεωρηθῇ ὡς ὁ πατήρ ὁ κατ'ἐξοχήν συνδιάζων τήν ἰδιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ  μετά τοῦ ἐθνικοῦ ἡμῶν διδασκάλου>>[30].

            Εἱς ὅλας τάς μετέπειτα ἐκκλησιστικάς συζητήσεις  θεωρεῖται οὗτος ὡς μεγάλη ἐκκλησιαστική αὐθεντία ἐν τε τῇ Ἀνατολῇ καί ἐν τῇ Δύσει.Ἐν τῇ Δ` οἰκουμενικῇ Συνόδῳ ἀναγνωρίζεται ἐπισήμως ὡς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐν ταῖς οἰκουμενικαῖς δέ  συνόδοις τῆς Κων/πόλεως(680) καί τῆς Νικαίας 787 ἀναφέρεται ὡς αὐθεντία ἐκκλησιαστική καί ὡς μάρτυς τῆς ὀρθῆς πίστεως[31] .  

            Διά τήν μεγάλην ὑπόληψιν  τοῦ Χρυσοστόμου ἐν τῇ ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ μαρτυροῦσι ἐκτός ἀπό τήν καταπληκτικήν διάδοσιν καί διάσωσιν  των πολλῶν, ἄνω τῶν δισχιλίων,  χειρογράφων  ἔργων του  καί αἱ  εἰς αὐτόν ἀπονεμηθεῖσαι τιμητικώταται προσωνυμίαι π.χ.  << οἰκουμενικός μέγας διδάσκαλος>>  <<λύρα τῆς μετανοίας>>, <<θεόπνευστον ὄργανον>>, << Θεορρήμων>>,<<χρυσορρήμων>>, <<χρυσορρόας >> <<χρυσή λύρα τοῦ πνεύματοςος>> καί ἡ καθιερωθεῖσα ὑπό πάντων  προσωνυμία <<χρυσόστομος>>.[32]

            Εἰς τήν συμπλήρωσιν τῶν 1500 ἐτῶν ἀπό τοῦ θανάτου του τό 1908 ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν εἰδικός ἀναμνηστικός τόμος τά <<Χρυσοστομικά>>.Ὁ πάπας  Πίος  Χ τόν ἀνεκήτυξε προστάτην τῶν χριστιανῶν ἱεροκηρύκων. Τότε εἰπώθηκε ὅτι ὁ ἱ. Χρυσλοστομος <<ἐξακολουθεῖ διά τῶν συγγραμμάτων του νά ζῇ καί σήμερον ἀκόμη>>, ὅτι<< ὁ ἄμβων τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Κων/πόλεως ἐπεξετάθη εἰς παγκόσμιον ἄμβωνα>> καί ὅτι<<καθώς οἱ Ἀπόστολοι κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς  οὕτω καί ὁ Χρυσόστομος λαλεῖ μέχρι σήμερον εἰς πάντας τούς λαούς τῇ ἰδιᾳ ἑκάστῳ αὐτῶν διαλέκτῳ>>[33].

 

β) Ἡ προσωνυμία  Χρυσόστομος.

 

          Ἰωάννης Χρυσόστομος ὀνομάζεται  εἰς τήν ἱστορίαν, διότι οἱ λόγοι αὐτοῦ εἶναι λόγοι πάγχρυσοι, λόγοι μελίρρυτοι, λόγοι τῶν ὁποίων  τήν σημασίαν καί τήν ἀναγκαιότητα κατενόησαν καί παρεδέχθησαν ὅλοι, ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅτι εἶναι πρότυπον καί κανών τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς.  Εἰς ὅλας τάς ὁμιλίας  διαλάμπει ἡ ρητορική ἀξία   καί δύναμις τῆς εὐγλωττίας   τοῦ θείου πατρός.Ὁ Ζαμπέλιος λέγει<< ἀποτελοῦν τόν χρυσοῦν κώδικα τῶν ἠθικῶν διδαγμάτων  τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσέλαβον δέ αἰωνίαν ἀξίαν , διότι δέν συνετέλεσαν μόνον εἰς τήν μόρφωσιν τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας ἀλλ'ἔχουσι σημασίαν δι' ἑκάστην ἐποχήν>>[34].

            Τό ὕφος αὐτοῦ ἦταν τόσον ἑλκυστικόν ὥστε ἔμεινεν ἀπαράμιλλον. Δέν ὑπάρχει κήρυγμα  ἀνούσιον ἄνευ ἅλατος εἰς τάς ομιλίας τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου, ἀλλά ὡς λέγει ὁ Θεοδώρητος, <<καί πάλιν ὁ λόγος ἐκεῖνος  ὁ ἄλατι ἠρτιμένος, καίριος ἐκ τοῦ στόματος  αὐτοῦ προήρχετο>>[35]

            Ὁ Ρ. Π Ραμνπάουτ λέγει διά τόν ἱ Χρυσόστομον ὅτι εἶναι << Πνεῦμα ὑψηλόν καί καταλλήλως καλλιεργημένον, ἄριστος ψυχολόγος, ἀξιοθαύμαστος διά τοῦ λόγου του ζωγράφος  τῶν ἠθῶν καί τῶν ἐθίμων τῆς ἐποχῆς του, θερμός κατά τήν καρδίαν, ἄμεπτος  κατά τόν χαρακτῆρα, εὐαίσθητος κατά τήν ψυχήν, ἀφοσιωμένος εἰς τό καθῆκον του καί διάνοια κατά τό πνεῦμα, εἶναι ὁ πρίγκηψ τῶν ἱεροκηρύκων>>[36].

            Εἶναι ὀμόνοςἐκπάντωντῶνπατέρωνκαίδιδασκάλωντῆςἘκκλησίας  ὅστιςὠνομάσθηΧρυσόστομοςκαίὑπῆρξεπράγματιτοιοῦτος.  Εἶναι ὁ μέγας ἐκεῖνος ἱεράρχης ὁ ὁποῖος οὐ μόνον ἐκ τοῦ περισεύματος τῆς καρδίας ὡμίλει ἀλλά καί ἐκ τοῦ πλούτου τῶν ἀπείρων γνώσεων ἐξ ὅλων τῶν τομέων τῆς ἑπιστήμης. ΑἱὁμιλίαιτοῦἱεροῦΧρυσοστόμουεἶναιπλήρειςμεστοῦλόγου, πλούτουἰδεῶν, εἱκόνων, μεταφορῶνπαραβολῶνκαίπαρομοιοώσεωνληφθέντωνἐκτοῦ  ἠθικοῦκαίτοῦφυσικοῦκόσμου, ὠραιωτάτωνπεριγραφῶνἀντλουμένωνἐκτῆςἉγίαςΓραφῆςκαίτῆςἱστορίας, παρεχόντων  πολλῶνπαραρδειγμάτωνπίστεως, εὐσεβείαςκαίἀρετῆςεἰςτούςἀκροατάςἐκ τῆς καρδίας αὐτοῦ ὡμίλει  ἀλλά καί διά τῆς καρδίας πάντοτε ἀπευθύνεται πρός τά καρδίας τῶν ἀκροατῶν ἤ ἀναγνωστῶν αὐτοῦ.

             <<Ἡπρωτοτυπίατῆςρητορικῆςαὐτοῦτέχνηςἀποτελεῖτό πρῶτον αὐτῆς χαρακτηριστικόν γνώρισμα, ἀλλ'οὐχί  καί τό μόνον, διότι ἀπέβη ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου, οὐ μόνον ἐν τῇ ἐξωτερικῇ  αὐτοῦ ὑφῇ καί συνθέσει, ἀλλά πάντων μάλιστα ἐν τῇ ἐσωτερικῇ αὐτοῦ δυνάμει.>>συμπληρώνει  ὁἀείμνηστοςΧρυσόστομοςΠαπαδόπουλος[37]

 πῆρξανκαίἄλλοιρήτορες  καίὅμωςπρόαὐτοῦπάντεςἐπισκιάζονται[38], πρᾶγματόὁποῖονμέπαρώθησενάἐξετάσωποῖατάαἴτιατῆςἐπιτυχίαςτοῦἐκκλησ. κηρύγματόςτου.

γ) Τά ἀναδείξαντα αὐτόν  Χρυσόστομον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος προσόντα.

 

          α)Τό τάλαντο τῆς ρητορείας του οὐδείς   δύναται νά τό  ἀμφισβυτήσει . Αὔτό ἔκαμε τόν διδάσκαλόν του  Λιβάνιον νά ἀναγνωρίσῃ αὐτόν ὡς μέλλοντα διάδοχόν του<<εί μή Χριστιανοί  ἐσύλησαν αὐτόν>>[39].

          β)Ἡ θαυμάσια δεξιότης περί τόν χειρισμόν τῆς γλώσσης δι'ἧς ὡμίλει φυσικῶς, χωρίς οὐδεμίαν ἐπιτήδευσιν, μετ' ἀξιοθαυμάστου  εὐχερείας , χωρίς νά ᾐσθάνετο δυσκολίαν τινά πρός ἐξεύρεσιν καταλλήλων λέξεων, χωρίς νά ἀναζητῇ αὐτάς , χωρίς οὐδεμίαν προσπάθειαν, ὡς λέγει ὁ σύγχρονος θεολόγος Π.Τρεμπέλας[40] ἀποτελεῖ ἔνδειξιν τοῦ φυσικοῦ ταλέντου τῆς εὐγλωττίας  αὐτοῦ.

          γ)Ἡ μεγάλη φαντασία του ἥτις ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἔδιδε εἰς αὐτόν ἄφθονον ὑλικόν  εἰκόνων καί παραδειγμάτων διά τήν πλήρη καί ἰδανικήν ἀνάπτυξιν τῶν θεμάτων. Ἔτι περισσότερον εἶναι ὁ ὀξύς αὐτοῦ νοῦς, τό ἀπαράμιλλον εἰς δύναμιν καί εἰς σύλληψιν πνεῦμα αὐτοῦ, ὅπερ παρεῖχε εἰς αὐτόν τήν δύναμιν νά ἀναπτύσῃ καί τά πλέον πολύπλοκα θέματα.

          δ)Ἡ πειστικότης αὐτοῦἦ μεταπείθουσα καί τούς ἐχθρούς ἀκόμη, ὁ διεισδυτικός αὐτοῦ ψυχολογικός χαρακτήρ ὁ εἰσερχόμενος εἰς τά βάθη τῆς καρδίας τῶν ἄλλων, ἀλλά καί τό μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, τό ὁποῖον συνετέλεσεν παντός ἄλλου εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ κηρύγματός του.

           ε)Ὁ ἠθικός  βίος, καί ἡ ζῶσα αὐτοῦ πίστις ἦσαν  οἱ πρῶτοι παράγοντες τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ἐκκλησ. κηρύγματος τοῦ  ἱεροῦ Χρυσοστόμου.[41] Κατ'αὐτόν ὁ ἠθικός βίος τοῦ ἱεροκήρυκος ἦτο εἶναι καί θά εἶναι αἰωνίως ἀναντικάταστατος  εἰς τό ἔργον κάθε  ἱεραποστολῆς.

ἀδαμάντινος αὐτοῦ χαρακτήρ, ἡ διαλάμπουσα ἀρετή, ἡ ἰσχυρά αὐτοῦ θέλησις, ἡ μή γνωρίζουσα συμβατικότητας, ὁ πλήρης ἐνθέου ζῆλος ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν εἰς αὐτόν τήν δυνατότητα ἀναδείξεως ἑνός ὑποδειγματικοῦ ρήτορος.

Ὅσον ὑστέρει εἰς ἐξωτερικά σωματικά προσόντα τῆς ἐμφανίσεως τόσον ὑπερτέρει εἰς  πνευματικά τοιαῦτα. Νομίζει τις ὅτι ἡ φύσις ἀφήρησε μέν ἀπό τά σωματικά ἵνα δώσῃ ὑπέραφθόνως πνευματικά. Δηλαδή ὅπως ἡ μέλισσα δέν ἔχει μέν σωματικά προσόντα ἀλλά πνευματικά, ἐνεργετικότητα , τάξιν καί σύνεσιν ἔτσι καί ὁ ἱ. Πατήρ μικροσκοπικός μέν κατά τό ἀνάστημα, ἰσχνός καί ἄσχημος κατά τήν ὄψιν, ἀλλά δυνατός κατά τό πνεῦμα. Ἡ φύσις σπανίως δίδει τόσα πλούσια πνευματικά χαρίσματα ὅσον ἔδωκε εἰς τόν ἱ. Χρυσόστομον.Τό σπουδαῖον ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔμειναν ἀκαλλιέργητα καί ἀνεκμετάλευτα τά χαρίσματα αὐτά, διότι ἐκ μικρᾶς ἡλικίας ἀνετράφη ὑπό τήν ἐπίβλεψιν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως  καί ἀπέκτησε καί  πλεῖστα ὅσα ἐπίκτητα πνευματικά καί ἠθικά προσόντα.Ἦτο ἀδύνατος ἡ φωνή του καί διά τοῦτο λέγεται ὅτι μετέφερε τόν ἱ. ἄμβωνα εἰς τό μέσον τοῦ  μεσαίου κλίτους τοῦ κυρίως ναοῦ ἱνα κάλλιον ἀκούεται ὑπό τῶν ἀκροατῶν αὐτοῦ. Ἀδύνατος μέν κατά τήν φωνήν ἀπαράμιλλος ὅμως κατά τήν ρητορρείαν, τήν γλαφυρότητα καί τά νοήματα

          στ)Ἡ ἐπιμέλειά του εἱς τάς σπουδας.Ἐμελέτησε τούς κλασσικούς συγγραφεῖς, ἐδιδάχθη τήν φιλοσοφίαν καί τήν ρητορικήν ἀπό διακεκριμένους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης , ἐφοίτησε ἐπί τριετίαν εἰς τήν τότε ἀκμάζουσαν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Ἀντιοχείας, ἐπεδόθη ὁλοψύχως εἰς τήν ἀρετήν καί διά τῆς ἀπομακρύνσεως ἐκ τοῦ κόσμου ἐμελέτησε τόν ἑαυτόν του καί δι'αὐτοῦ τόν κόσμον, ἐγνώρισε ὅλας τά πτυχάς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί προητοιμάσθη ἐπί μίαν ὁλόκληρον εἰκοσαετίαν διά τόν μελλοντικόν πνευματικόν ἀγῶνα. Ἐλάχιστοι ἐπιμελήθησαν τόσον διά τόν πνευματικόν  αὐτῶν καταρτισμόν ὅσον ὁ ἱ. Πατήρ. Ἄρα ἀπέκτησε ὑπέρ  πάντα ἄλλον περισσότερα ἐπίκτητα χαρίσματα, ἅτινα ἔκαμον τά κηρύγματα  αὐτοῦ νά εἶναι ἀπαύγασμα πνεύματος   καί δυνάμεως ἀκτινοβολοῦντα ἀπό ἀδαμάντινον ὕφος, ἀπό βαθειά γνῶσιν τῶν ἀνθρώπων  καί ἀπό πολυμερεστάτη μόρφωσιν[42].

            Τά συγγράμματά του εἶναι τόσον ζωντανά λέγει ὁ Φιλάρετος Βαφείδης εἰς τό σχετικόν αὐτοῦ ἔργον ὥστε <<νομίζει τις ὅτι ἐν αὐτοῖς βλέπει αὐτόν τοῦτον τόν ἰερόν Πατέρα μεθ' ὅλης τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ, θαυμάζει τήν ἀκριβειαν μεθ' ἧς ἐκτίθησι τά μυστήρια τῆς αἰωνίου σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἡδύτητα καί τό μεγαλεῖον, τό διαλάμπον ἐν τῷ ὕψει τοῦ πνεύματος καί τῆς βαθείας ἐννοίας ἐν τῇ συναρπαζούσῃ ρητορικῇ αὐτοῦ τέχνῃ ἐν τοῖς λαμπροῖς καῖ ἰσχυροῖς ὅπλοις δι'ὧν ὑπεραμύνεται τῶν δογματικῶν καί ἠθικῶν ἀληθειῶν καί καταφέρεται κατά τῆς ἁμαρτίας. Ἐπίσης ὁ πλοῦτος τῆς ἐμπειρίας καί τῆς γνώσεως τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τῆς ἐποχῆς του. Δέν ὑπάρχει τι ἅγνωστον τῷ ἱερῷ Χρυσοστόμῳ σχετικῶς πρός τόν κόσμον τῆς ἐποχῆς του, διότι καί αὐτά τά μυστηριοδέστατα καί μᾶλλον ἀπόκρυφα ἐγίνωσκεν ἀκριβῶς, ἀκόμη καί αὐτήν τήν ἀνθρωπίνην καρδίαν εἰς ὅλας τάς πτυχάς της>>[43].   .

            ζ)Ἡ απεινοφροσύνη του τόν παρακινοῦσε νά συναισθάνεται καί  πιστεύῃ ὅτι τά ὑπ' αὐτοῦ λεγόμενα εἶναι ἔμπνευσις τῆς θείας χάριτος. Διά τοῦτο  ἔλεγε, <<οὐ γάρ ἡμέτερα τά λεγόμενα, ἀλλ' ἅπερ ἡ τοῦ Πνεύματος ἐμπνεύσει Χάρις>>[44] Δέν ἔλεγε αὐτά ἁπλῶς ἀλλά τά ἔζη καί ἔτσι περισσότερον τῆς ρητορείας αὐτοῦ ὡμίλει ἡ ἀγιότης τοῦ βίου του.Τότε μόνο ἔχει ἀπήχησιν τό περιεχόμενο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος  ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τῆς εἰλικρινοῦς ταπεινόφρονης καί ζώσης  τά λεγόμενα καρδίας ,οἷα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Τό ὑποκριτικόν καί προσποιητόν, τό δίκην ἠθοποιοῦ ὕφος, οὐδεποτε εἶναι δυνατόν νά εὕρῃ ἀπήχησιν εἰς τήν ψυχήν τοῦ δισπιστοῦντος ἀκροατηρίου.         

            η)Ἡ μεγάλη αγάπη  του πρός τό ἀκροατήριον του θέρμαινε τήν καρδίαν αὐτοῦ, ἥτις εὐαίσθητος οὖσα, συνεκινεῖτο πρό τοῦ ἀλγιεινοῦ θεάματος  τῆς ἐνδείας καί τῶν ἐκ ταύτης δεινῶν, ἀλλά ἐλυπεῖτο περισσότερο διά τάς ἁμαρτίας τῶν ἀκροατῶν καί ἐξ ἁγνῆς ἀγάπης ὁρμώμενος ἐξεδήλωνε πάντοτε ὅλον τόν ἐσωτερικόν κόσμον τῆς πατρικῆς αὐτοῦ στοργῆς πρός τά θύματα τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ὡμίλει περί ἀγάπης ἤ περί ἐλεημοσύνης ,κυριολεκτικῶς ὡς λέγει ὁ Βασίλειος Ἰωαννίδης, ἐξίστατο, ἐγίνετο ἔνθεος ἠκτινοβόλει καί περιεβάλλετο ἀπό θείαν λάμψιν, ὡσάν νά ὡμίλει μία προσωποιημένη ἀγάπη.[45] Ὅπως ἡ ἀτμομηχανή αὐτή πρώτη θερμαίνεται καί κινεῖται καί κατόπιν σύρει μεθ' ἑαυτῆς τά ὀχήματα τῆς ἁμαξοστοιχίας, ἔτσι καί ἡ καρδία τοῦ ἱεροῦ Πατρός ἐθερμαίνετο διά τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως καί συνεκίνει μεθ' ἑαυτῆς διά τοῦ λόγου καί τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν , σύρων αὐτάς διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν  Οὐράνιο βασιλεία . Μικράν ἀφορμήν ἧτο δυνατόν νά θερμάνῃ τήν ἐν μέσῳ ἀγάπης καί καλωσύνης ἀναπτυχθεῖσαν καρδίαν του καί νά τήν προωθήσῃ εἰς τήν ἐκδήλωσιν τῶν πλέον ἀγνῶν πατρικῶν αἰσθημάτων. Διά τοῦτο μέ πόσην ἀγάπην  καί μέ πόσην καλωσύνην ὑπολήπτεται τούς ἀκροατάς του.

            Ἠγάπα τόν πεσόντα εἰς τήν ἁμαρτίαν ἄνθρωπον.Οὐδέποτε κατεφέρετο προσωπικῶς κατ'αὐτοῦ, ἀλλά κατά τῆς ἁμαρτίας καί γενικῶς κατά τῆς κακίας. Ὁ ἁμαρτωλός δι'αὐτόν ἦτο ὁ πεσών εἰς τούς ληστάς  ὁ ὁδοιπόρος τῆς ζωῆς ἄνθρωπος καί ὁ ἱ.Πατήρ ἦτο ὁ καλός Σαμαρείτης, ὅστις ἤρχετο νά θεραπεύσῃ αὐτόν. Δέν ὕβριζε τόν ἁμαρτωλόν, ἐπειδή  περιέπεσε εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἁλλά συνεπόνει, ὑπελήπτετο  καί προσεπάθη πάσῃ θυσίᾳ νά σώσῃ αὐτόν. Ἠγάπα μέν τό θῦμα ἀλλά ἐμίσει τήν ἁμαρτίαν.

            Ἦτο ἀρκετόν ἡ ὡραιότης τῆς φύσεως, ἡ πανταχοῦ ἐκδηλουμένη πρόνοια καί ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἀγνωμοσύνην τῶν ἀνθρώπων τῶν ὁποίων ἡ πόρρωσις πρό  τῆς ἀπείρου ἀγάπης  καί τῆς θυσίας τοῦ ἐσταυρωμένου Ἱησοῦ ἦτο χαρακτηριστική, νά δονοῦν τήν ψυχήν του καί νά συνταράτττουν ἐκ θεμελίων αὐτήν καί νά τήν παρωθοῦν νά εὔχεται ἀπό ἀγάπη ὡς ἄλλος Παῦλος ὅπως χάσῃ αὐτός τό φῶς χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἄλλων,<<αὐτοῦ τοῦ φωτός γλυκίων ἐμοί ἡ σωτηρία ἡ ὑμετέρα>>[46].

          θ)Η  παρρησία τουκαυτηρίαζε κάθε παράνομον καί κακόν.Ὅταν ἀπῃτουν οἱ περιστάσεις δέν ἐδειλίαζε ἀλλ'οὔτε ἐκάμπτετο νά εἴπῃ τήν ἀλήθειαν  ἔστω καί ἄν αὐτή ἔθιγε τά συμφέροντα τῶν πλουσίων, τῶν ἀρχόντων καί οἱουδήποτε ἄλλου προσώπου, Ἤλεγξεν , ἐμαστίγωσεν, ἔπληξεν τάς ἀδικίας καί τά αἴσχη τῆς κοινωνίας καί τῆς Ἐκκλησίας , τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν, ὡς ἄλλος Ἰωάννης Βαπτιστής, ὡς ἄλλος προφήτης Ἠλίας, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ἀλήθεια δι' ἑαυτόν ἦτο τό ἔμβλημα τῶν λόγων του. Χάριν αὐτῆς οὐδέποτε ἐτρόμαζε ἀπειλάς, κινδύνους, ἐξορίας, θάνατον ἀπό τάς πολιτικάς ἀρχάς καί τούς ἐχθρούς του.

Μετά παρρησίας λέγει εἰς τήν πρό τῆς ἐξορίας αὐτοῦ ὁμιλίαν του <<Τί δεδοίκαμεν εἰπέ μοι; τόν θάνατον; ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ' ἐξορίαν, εἰπέ μοι; τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλά χρημάτων δήμευσιν; οὐδέν εἰσενέγκαμεν εἰς τόν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδέν ἐξενεγγεῖν δυνάμεθα καί τά φοβερά τοῦ κόσμου ἐμοί εὐκαταφρόνητα, καί τά χρηστά καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα,  οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ, οὐ θάνατον φοβοῦμαι , οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μή διά τήν ὑμετέραν προκοπήν δύναμιν.>>[47] Ἀτρόμητος πρό τῶν συμφορῶν καί τῶν κινδύνων ἔμεινε ἐπί τῶν ἐπάλξεων  τοῦ καθήκοντος τοῦ διδασκάλου ἐπί μίαν εἰκοσαετίαν.

            ι) Ἡ γνῶσις τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς  τῶν ἀκροατῶν μεθ' ἧς  ἀπευθύνετο πρός αὐτούς μετ' 'επιγνώσεως τῶν προβλημάτων αὐτῶν. Εἰς κάθε ὁμιλίαν αὐτοῦ ἐνεβάθυνε εἰς πᾶσαν κοινωνικήν πτυχήν τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, καθ' ὅσον ἐγνώριζε ὅλα τά ἤθη καί ἔθιμα τῆς ἐποχῆς του, ὅλας τάς προλήψεις καί δεισιδαιμονίας αὐτῆς. Ἡ γνῶσις τῆς ζωῆς καθ' ὅλας τά λεπτομερείας αὐτῆς ἔκαμε τόν ἱ. Πατέρα νά εἶναι ἀστήρευτος  πηγή περιεχομένου  διά πᾶσαν ὁμιλίαν παντός θέματος. Ὡμίλει εἰς τόν κόσμον ,διότι προηγουμένως ἐγνώρισε τόν κόσμον καί ὡς ἐκ τούτου περιέγραφεν αὐτόν ὡς ἀκριβῶς ἦτο. <<Καί ἄν μέν ἦτο εἰς θέσιν νά ἀνατέμνῃ τήν ἀνθρωπίνην καρδίαν καί νά διονυχίζῃ τάς ἐλλέιψεις καί νά περιγράφῃ θαυμασιώτατα τάς γενεσιουργούς  αἰτίας  τῶν διαφόρων ἐλαττωμάτων καί   παθῶν, τάς διαστάσεις τάς ὁποίας ταῦτα λαμβάνουσι καί τά συνεπείας τάς ὁποίας αὐτά δημιουργοῦσι, τοῦτο ὡφείλετο εἰς τό ὅτι παρηκολούθησε τάς ροπάς τῆς ἰδικῆς του καρδίας, εἰργάσθη πρός καθαρισμόν αὐτῆς, ἐπάλαισε πρός τήν ἁμαρτίαν καί τάς εφόδους τῆς κακῆς ἐπιθυμίας ἥν φέρομεν πάντες ἐσωτερικῶς, ἐπάλαισε κατά τῶν βιαίων αὐτῶν ἐκρήξεων διά νά νικήσῃ νίκην περιφανῆ κατά τοῦ διαβόλου.>>[48]γράφει ὁ Π.Τρεμπέλας Ἐπέδρα περισσότερον εἰς τάς καρδίας  τῶν ἀκροατῶν παρά εῖς τό νοῦν αὐτῶν ἐπειδή ὁ λόγος του ἦτο κατ'ἐξοχήν ἠθικός

            Γνώριζε τήν καθημερινήν ζωήν τῶν ἀκροατῶν του  καί διά τοῦτο ὡμίλει δι' ἐπιχειρημάτων εἰλλημένων εξ αὐτῆς ταύτης τῆς ζωῆς. Πόσον ζωηρά περιγράφει τόν λαίμαργον, τόν θυμώδη, τόν μέθυσον, τήν ἀναισχυντίαν τῆς πόρνης καί ὅλα γενικῶς τά πάθη τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας[49].

            ια) Ἡ Προσαρμογή του  εἰς τήν πνευματικήν καί ψυχολογικήν κατατάστασιν τῶν ἀκροατῶντουκατά τήν ὥραν τῆς διδασκαλίας του εἶναι ὑποδειγματική. Ἀπευθύνετο πρός ὅλους  καί οὐχί μονομερῶς εἰς μίαν μόνον τάξιν, τῶν ἐγγραμάτων ἤ τῶν ἀγραμμάτων, τῶν πλουσίων ἤ τῶν πτωχῶν ἀλλά πρός ὅλους . Ὡς ἐκ τούτου διεσαφήνιζε πάντοτε τούς λόγους αὐτοῦ καί ἀνέλυε πᾶσαν δύσκολον ἔννοιαν καί σκέψιν διά παραδειγμάτων, εἰκόνων, μεταφορῶν, παρομοιώσεων, ἑπεξηγήσεων καί μέ ὅ,τι ἄλλον τρόπον ἠδύνατο. Ἔγένετο παντοιοτρόπως σαφής, εὔληπτος καί ἁπλοῦς εἰς τήν ἔκφρασίν του. Εἶχε πάντοτε πρό ὀφθαλμῶν  τήν διανοητικήν ἱκανότητα τῶν ἀκροατῶν καί βάσει αὐτῆς ἐρύθμιζε τάς ὁμιλίας του. Ἐλάμβανε ὑπ' ὄψιν καί τόν πλέον ἀμαθέστατον καί προσεπάθη ἵνα κατέλθῃ εἰς τό διανοητικόν ἐπίπεδον ἐκείνου, ἵνα πάσῃ θυσίᾳ καί αὐτόν διδάξῃ. Προσηρμόζετο πάντα εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας τῶν ἀκροατῶν καί  παρέβλεπε χάριν τῆς μεγαλυτέρας ὡφελείας  αὐτῶν τήν ρητορικήν τέχνην διό λέγει<<οὐ γάρ πάντα ὡς βούλονται οἱ διδάσκαλοι φθέγγονται, ἀλλά ὡς ἡ ἕξις τῶν ἀσθενούντων ἀπαιτεῖ>>[50]. Ἤρχιζε τάς ὁμιλίας μέ ἁπλότητα ὡς νά συνομίλῃ καί ἐπεδίωκε πρῶτον νά διαγείρῃ τήν προσοχήν, τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐμπιστοσύνην τῶν ἀκροατῶν καί ἔπειτα διά παραδειγμάτων νά μεταδώσῃ τήν οἰκοδομιτικήν αὐτοῦ διδασκαλίαν.

            ιβ)Ἔδίδασκε μᾶλλον ἐποπτικῶς, διότι  φέρων παραδείγματα πάντοτε ἐκ τοῦ κόσμου καί ἐκ τῆς καθημερινῆς  ζωῆς καί τῆς πείρας τῶν ἀκροατῶν του , γνωστά ὄντα εἰς αὐτούς, μετέφερε αὐτούς νοερῶς πρό τῶν πραγμάτων  καί ἐκεῖ προέβαλε τήν ἀλήθειαν καί ἀπεδείκνυε τά πρακτέα καί τά φευκτέα. Τοιουτοτρόπως καί τάς πλέον ἀκαταλήπτους ἐννοίας ἀποκαθίστα σαφεῖς καί προσηνεῖς εἰς πάντας. Πολλάκις μάλιστα ἐθυσίαζε τήν κομψότητα τοῦ λόγου χάριν τῆς σαφηνείας, ἐγίνετο τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής  ἵνα τούς ἀσθενεῖς σώσῃ.                      

            ιγ)Πρακτικός ρήτωρδιότι ἀπέφευγε πολλές φορές τά ὑψηλά θεωρητικά θέματα καί ἠσχολεῖτο περισσότερον  μέ ἠθικά  καί πρακτικά τοιαῦτα. Μόνον ὅσα ἐχώρει ἡ δύναμις  τῶν ἀκροατῶν , λέγει ὁ ἱ Φώτιος  εἰς τήν Μυριόβιβλον διαπραγματεύεται. Ἄνευ ὑπερβολῆς εἶναι ὁ κατ' ἐξοχήν διδάσκαλος τοῦ ἐπαγωγικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Οὐδέποτε κατεπόνει τό ἀκροατήριόν του. Τοῦτο συνάγωμεν ἐκ πολλῶν μέν σημείων ἀλλά καί ἐκ τοῦ ἰδίου ὅταν λέγει:<<Ἐγώ μέν ἤλπιζον τῇ συνεχείᾳ τῆς διαλέξεως  κόρον ὑμᾶς λήψεσθαι τῶν ἡμετέρων λόγων· ὁρῶ δέ τό ἐναντίον ἐκβαῖνον, οὐ κόρον ὑμῖν ἀπό τῆς συνεχείας  τό γινόμενον, ἀλλά πόθον αὐξανόμενον, οὐ πλησμονήν, ἀλλά ἡδονήν προσγινομένην . . .ὁρῶ γάρ ὅτι  μετά τοῦ πάντα αὐτόν ἐκπιεῖν πάλιν διψῶντες ἀναχωρεῖται . .. >>[51]

 Ὁ ἱ.Χρυσοστομος  δέν διέτριβε καί πολύ εἰς ὀξεῖς συλλογισμούς, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί ἐντελῶς ἀδιάφορος εἰς τήν ἐπιστημονικήν ἔρευναν τῶν Χριστιανικῶν ἁληθειῶν  καί εἰς  τήν θεμελίωσιν τῶν  δογματικῶν διδασκαλιῶν.Ἦτο γνήσιος ὀρθόδοξος ἱεροκήρυξ. Διά τοῦτο παρ'ὅτι ἐκ φύσεως  ἦτο πρακτικός  δέν παρέλειπε  ὅμως, ὅταν ἀπῃτουν οἱ περιστάσεις, νά ἐνδιατρίβῃ καί εἰς τά  δογματικά θέματα ὄπως π.χ εἰς τούς περί ἀκατάλήπτου  καί περί ὁμοουσίου δώδεκα καί εἰς τούς κατά Ἰουδαίων  ὀκτώ  λόγους του[52]. Δέν εἶχε μεγάλην τάσιν εἰς τόν δογματικόν καί φιλοσοφικόν τομέα ἀλλ' εἰς τόν πρακτικόν, ὅστις ἦτο σύμφωνος  πρός τόν χαρακτῆρα του. Διό ἀπέφευγε κατά τήν ὥραν τοῦ κηρύγματος, καί κατά τήν συγγραφήν τῶν πραγματειῶν  του, τάς κριτικάς καί δογματικάς ἔρευνας καί ἐλάχιστα διέτριβε   εἰς φιλοσοφικούς ἀφῃρημένους συλλογισμούς.

            Μερικάς  ἐκ τῶν ἠθικῶν ὁμιλιῶν τάς ἀνέπτυξε ἐκμεταλευόμενος τάς περιστάσεις, διότι ὡς ἄριστος ψυχολόγος ἐγνώριζε πότε καί ὑπό ποίας συνθήκας ἑκάστη διδασκαλία θά εἶχε πλήρη ἀπήχησιν εἰς τόν λαόν ,π.χ περί τῆς ματαιότητας τοῦ πλούτου καί τῶν ἐγκοσμίων τότε ὡμίλησε ἔτι περισσότερον  ὅταν εἰς τήν Ἀντιόχειαν ἕνεκα τῆς στάσεως ἀνέμενον οἱ Ἀντιοχεῖς νά ἀπωλέσουν τά πάντα.Ἐπίσης ἔθιξε τό θέμα τῆς ματαιότητος εἰς τήν Κων/πολιν, ὅταν ὁ πάμπλουτος  καί παντοδύναμος Εὐτρόπιος ἔμεινε γυμνός ἐκ τοῦ πλούτου καί ὡς φύλλον φθινοπωρινόν τρέμων κάτωθι τῆς Ἁγίας Τραπέζης  τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας,  ἠπειλεῖτο διά βιαίου θανάτου ἀπό μέρους τῶν ἐχθρῶν του.

          ιδ)Θεμέλιον τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή. Αὐτή  ἦτο ἡ ἀνεξάτλητος πηγή  τῆς ἀναπτύξεως τῆς κάθε ὁμιλίας του. Τήν χρῆσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔθετε εἰς πρώτην θέσιν καί εἶχε πρό ὀφθαλμῶν  πάντοτε. Συνίστα δέ εἰς τούς ἀκροατάς του ὅπως αὐτήν καθ' ἑκάστην ἀναγινώσκουσι.Δι'αὐτῆς ἐπιβεβαίωνε πᾶσαν ἀλήθειαν, διότι ἐχρησιμοποίει αὐτήν ὡς σφραγίδα τῶν λεγομένων του. Δέν ὑπάρχει στήλη τῆς Ελληνικῆς Πατρολογίας Μίγνι εἰς τά συγγράμματά του ἡ ὁποία νά μήν περιέχει ἁγιογραφικήν ρῆσιν. Ἡρμήνευσε  σχεδόν ὁλόκληρον  τήν Ἁγίαν Γραφήν κατά τάς γενομένας ὁμιλίας. Εἶναι ὁ κατ'ἐξοχήν  ἱεροκήρυξ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι ὡς φαίνεται ἐκ πολλῶν σημείων  εἰς αὐτήν στηρίζει  τά  ἐπιχείρηματά του καί λέγει π.χ.  <<καί τοῦτο πάλιν ἁπ' αὐτῶν τῶν Γραφῶν  παραστῆσαι πειράσομαι>> Ἀνέτρεχε πάντοτε εἰς γεγονότα ἁγιογραφικά  καί δι'αὐτῶν μετέδιδε πλούσια νοήματα.

            ιε)Σκοπός  τοῦ κηρύγματόςτου οὐδέν ἄλλο ἦτο εἰ μή ἡ σωτηρία  τῶν ψυχῶν πρός ἀρέσκειαν καί δόξαν Θεοῦ. Νά μετανοήσουν εἰλικρινῶς οἱ ἁμαρτωλοί διά νά σωθοῦν. Νά οἰκοδομηθοῦν πνευματικά οἱ μετανοήσαντες καί νά σταθεροποιηθοῦν εἰς τήν ἐν Χριστῷ ζωήν, διότι   εἶναι γνωστόν ὅτι   χαρά γίνεται ὑπό τῶν ἀγγέλων   ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.

            Οὐδέποτε ἐζήτησε ἰδίαν δόξαν, μάλιστα ὡς φαίνεται εἰς τόν Ε` περί ἱερωσύνης λόγον κατεφέρετο μετά πολλῆς ἀπεχθείας  κατά τῆς δοξομανίας. <<Μή τοίνυν μήτε ὁ τῆς διδασκαλίας ἀναδεξάμενος τόν ἀγῶνα ταῖς ἔξωθεν εὐφημίαις  προσεχέτω, μηδέ ἀπό τούτων τήν ἑαυτοῦ καταβαλέτω ψυχήν , ἀλλά ἐργαζόμενος τοῖς λόγοις ὡς ἄν ἀρέσειε Θεῷ.>>[53]Εἰς τόν Θεόν ἀφιέρωνε τό ἔργον αὐτοῦ καί τό <<ὡς ἄν ἀρέσειε τῷ Θεῷ>> εἶχε ὡς ἁρχήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.Τό κήρυγμά του ἀπέβλεπε εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἀποκρούει κατ'ἐπενάληψιν τά χειροκροτήματα κατά τήν ὥραν τοῦ εκκλησ. κηρύγματος.Συνετέλεσε εἰς τήν ἀποκοπήν τῆς κακῆς αὐτῆς  συνηθείας διά τῆς ἀπειλῆς ὅτι θά ἀποκλείσῃ τούς παραβάτας τῆς θείας κοιωνίας[54].

            ιστ) Πρωτοφανής ἡ ἀφωσίωσίς του εἰς τό Ἐκκλησ κήρυγμα.Μετά ἀπό τόν Ἀπόστολον Παῦλον λέγει ὁ Β.Ἰωαννίδης[55] εἶναι ἀμφίβολον ἐάν ἐκήρυξεν ἄλλος περισσότερον καί συχνότερον τοῦ ἱ Χρυσοστόμου, χωρίς νά λάβωμεν ὑπ'ὄψιν τήν ρητορικότητα καί τόν θεῖον αὐτοῦ ζῆλον διότι εἰς αὐτόν ὁ ἰερός Πατήρ ὑπῆρξε ἁνυπέρβλητος. Καθ' ὅλην τήν ζωήν, του ἀπό τήν ἡμέραν τῆς χειροτονίας του εἰς διάκονον,(381) μέχρι τῆς τελευτῆς του(407) ἐπί εἰκοσαετίαν  καί πλέον εἰς Ἀντιόχειαν ,Κων/πολιν καί εἰς τήν ἐξορίαν αὐτοῦ ἠσχολεῖτο καί μέ τό κήρυγμα, διότι ἐθεώρει τοῦτο ὡς ἕν ἐκ τῶν κυριοτέρων καθηκόντων  τοῦ ποιμένος. Ἐκήρυττε καθ' ἑκάστην Κυριακήν, ἀλλά πολλάκις καί δίς τῆς ἑβδομάδος, κατά δέ τήν Μ.Τεσσαρακοστήν καθ' ἑκάστην ἡμέραν , <<Ὅθεν ἀνάγκῃ τῷ διδασκάλῳ σπείρειν καθ' ἑκάστην ὡς εἰπεῖν ἡμέραν ἵνα τῇ γοῦν συνεχείᾳ δυνηθῇ κρατηθῆναι παρά τοῖς ἀκούουσι τῆς διδασκαλίας ὁ λόγος.[56]

             Ὡμίλει ἐνίοτε  καί ἄνευ προπαρασκευῆς, διότι τόσον εἶχε τριβεῖ εἰς τό κήρυγμα καί τόσην μόρφωσιν καί ρητορείαν ἐκέκτητο, ὥστε ἐγένετο ἀνεξάντλητος πηγή  οἱουδήποτε θέματος  ἐκκλησ. ὁμιλίας. Τόσον εἰς τήν Ἀντιόχειαν ὅσον καί εἰς τήν Κων/πολιν δέν ἔπαυσε τήν διδασκαλίαν  αὐτοῦ  ἄλλοτε μέν πολεμῶν αἱρέσεις καί σχίσματα, ἐξωτερικούς καί ἐσωτερικούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, ἐθνικούς καί Ἰουδαίους, ἄλλοτε δέ πάλιν ἐπιτίθετο κατά τῶν ἀτασθαλιῶν  καί προλήψεων  καί τῶν δεισιδαιμονιῶν  τοῦ λαοῦ καθώς καί κατά τῶν παρεκτροπῶν  τοῦ κοινωνικοῦ ἠθικοῦ βίου.

 

 

ΜΕΡΟ Α

 

ΣΚΟΠΟΣ, ΠΗΓΑΙ,  ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ  ΚΑΙ  ΜΕΣΑ ΠΡΟΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΝ ΑΥΤΟΥ.

 

ΤΜΗΜΑ  Α.

Σκοπός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος

 

α) Πρός ἀρέσκειαν καί δόξαν Θεοῦ

          Πατήρ, ὡς ὁ ἱερός Χυσόστομος,  μέ συναίσθησιν τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας  καί τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου ἀφ' ἑνός, ἀλλά καί μέ φλογεράν πίστιν πρός τόν Χριστόν καί ἀπείρου ἀγάπης πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τόν πλησίον του ἀφ' ἑτέρου, οὐδέποτε ἦτο δυνατόν νά ἔχῃ ὡς σκοπόν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος  τήν ἰδίαν αὐτοῦ δόξαν. Συνῃσθάνετο ὅτι ἦτο ὄργανον τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἀποστολήν τοῦ θείου κηρύγματος καί ἑπομένως πᾶσα προσπάθεια καί ἐνέργεια αὑτοῦ ἀπέβλεπεν εἰς δόξαν Θεοῦ. Ὡς κανόνα τῶν ὁμιλιῶν αὐτοῦ εἶχε ὅ,τι καί οἱ Ἀπόστολοι τό <<ὡς ἄν ἀρέσειε Θεῷ>> βάσει τοῦ ὁποίου συνέτασε τάς ὁμιλίας  του καί ἀπήγγειλε αὐτάς, ἀλλά καί συνίστα εἰς τούς θεράποντας τοῦ κηρύγματος , <<Μή . . ταῖς τῶν ἔξωθεν εὐφημίαις προσεχέτω, μεδέ ἀπό τούτων τήν ἑαυτοῦ ψυχήν καταβαλέτω,ἀλλά ἐργαζόμενος τοῖς λόγοις, ὡς ἄν ἀρέσειε τῷ Θεῷ (οὕτως γάρ αὐτῷ κανών καί ὅρος ἔστω μόνος τῆς ἀρίστης δημιουργίας ἐκείνων, μή κρότοι μηδέ εὐφημίαι), ..  .πρός ἀρέσκειαν τοῦ Θεοῦ συντιθείς  καί ρυθμίζων τήν διδασκαλίαν>>.  νά ἀποβλέπῃ εἱς  δόξαν Αὐτοῦ.[57] Διασαφηνίζει τόν σκοπόν τοῦ ἐκκλησ. κηρύγματος  λέγοντας: <<Σπουδῇ καί προθυμίᾳ τά εἰς δύναμιν ἡμετέραν εἰσφέρειν ἐπειγόμεθα εἰς οἰκοδομήν τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, εἰς δόξαν Θεοῦ, εἰς καύχημα τῆς Ἐκκλησίας>>.[58]

            Ὁ Θεός  δέν ἔχει τήν  ἀνάγκην  τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη πρός δόξαν Θεοῦ πρέπει καί τό θεῖον κήρυγμα  τό ὁποῖον ἀπευθύνεται πρός τόν ἄνθρωπον νά ἀποβλέπῃ εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἐάν, ὅπως λέγει,   πᾶσα ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου δέον νά ἔχῃ ὡς σκοπόν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, πόσον μᾶλλον τοῦ κηρύγματος;  <<ἄν τε σιγῶμεν  ἄν τε διαλεγώμεθα, ἄν τε ὁτιοῦν πράττωμεν εἰς δόξαν Θεοῦ πάντα πράττομεν, ἄν τι μή εἰς δόξαν Θεοῦ γίνηται, μηδέ γενέσθω, μηδέ λεγέσθω παρ'ἡμῶν ὅπου ἄν ὦμεν τό ρῆμα τοῦτο μεθ' ἑαυτῶν περιφέρομεν, ἀναγράψαντες τῇ διανοίᾳ ἀντί βακτηρίας μεγάλης, ἀνθ' ὅπλου καί ἀσφαλείας ἀντί θησαυρῶν ἀφάτων >>[59] καί ἀλλαχοῦ <<Ὅταν εἰς Ἐκκλησίαν βαδίζῃς, ὅταν εὐχῆς μετέχῃς, ὅταν διδασκαλίας πνευματικῆς , ἡ πρόοδος εἰς δόξαν Θεοῦ γέγονεν>>[60].

            Ὁ ὁμιλῶν  καί ὁ ἀκούων τό θεῖον κήρυγμα δέον νά ἀποβλέπουν εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱ. Πατήρ ἐπιμένει  καί  ἐπαναλαμβάνει τήν ἀρχήν αὐτήν πολλάκις. Αὐτήν συνιστᾶ διά παραδείγματος  εἰς ὅλους λέγοντας: <<Καθάπερ γάρ οἰκοδόμοι, ἐπειδάν μέλλωσι τοῖχον ἐγείρειν, σπαρτίον  τείναντες  ἀπό γωνίαν εἰς γωνίαν, οὕτως ὑφαίνουσιν τήν οἰκοδομήν, ὥστε μή ἀνώμαλον γενέσθαι τήν ἐπιφάνειαν. Οὕτω δεῖ καί ἡμεῖς ἀντί τοῦ σπαρτίου  τό ρῆμα τοῦτο τείναντες τό λέγον  . . .ἄν τε διαλεγώμεθα, ἀν τε ἄλλο ὁτιοῦν πράττωμεν εἰς δόξαν Θεοῦ πάντα ποιῶμεν>>[61] Πρός οἰκοδομήν καί σωτηρίαν ἐκήρυττε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί οὐχί πρός ἐπίδειξιν. <<Διδάξαι  βούλομαι οὐχ ἁπλῶς ἐπιδεῖξαι>>[62].

 

 

 

β)Πρός ὡφέλειαν και σωτηρίαν  τῶν ψυχῶν.

 

          Τήν ὠφέλειαν τῶν ἀκροατῶν καί δι' αὐτῆς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἶχεν θέσει ὡς σκοπόν τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος. Πρός τόν σκοπόν τοῦτον ἐπεστράτευσε τά πάντα. Ἀκόμη καί αὐτήν  τήν καλλιέπειαν τοῦ λόγου δι'οὐδέν ἄλλο μετεχειρίζετο εἰ μή πρός ἑφέλκυσιν  τῶν εἰθισμένων ἐθνικῶν εἰς τοιούτους λόγους καί πρός σαγήνευσιν αὐτῶν  εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας

            Σκοπός του δέν ἦτο νά κτυπήσῃ τούς ἁμαρτάνοντας, οὔτε νά δείξῃ  εὐφυΐαν καί νά χρησιμοποιήσῃ τήν ἐξουσίαν του πρός ἀπειλήν τῶν ἁμαρτωλῶν . Ἦτο ἰατρός τῶν ψυχῶν  καί ὅπως ὁ ἰατρός  δέν πληγώνει καί δέν κτυπᾶ, <<ἀλλά τόν πεπληγότα διορθοῦται καί θεραπεύει>>[63] ἔτσι καί ὁ ἱ. Πατήρ ἐθεραύπευε τούς ἀσθενεῖς καί δέν ἐπλήγωνε  αὐτούς διά τοῦ κηρύγματος.

            Οὐδέποτε ἠθέλησε νά θίξῃ  ἀπό τοῦ ἄμβωνος πρόσωπα καί νά ἐκδικηθῇ  διά λόγων τούς ἀντιπάλους του , ἀλλά σκοπός του  πάντοτε ἦτο νά ὁδηγήσῃ πάντας αὐτούς εἰς τόν Χριστόν. Νά τούς ὠφελήσῃ πνευματικά.

 Διά τοῦτο λέγει:<< ὅτι τό κάλλος τοῦ λόγου μετεχειρίζετο ἐπειδή πρός τέρψιν εἰθίσθησαν οἱ πολλοί, καθάπερ τραγουδῶν  ἤ κιθαρωδῶν καθήμενοι δικασταί>> Χρησιμοποιεῖ αὐτό ὡς μέσον πρόσφορον πρός ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ του, <<ἵνα τήν ἄτακτον καί ἀνωφελῆ τοῦ πλήθους ἡδονήν κολάζῃ καί πρός τό ὠφελιμώτερον μετάγειν δύναται τήν ἀκρόασιν>>[64].             Ἠδύνατο νά συνθέσῃ ρητορικοτέρους καί τελειοτέρους λόγους ἀπό τεχνικῆς ἀπόψεως,ἀλλά δέν ἔπραττε τοῦτο ἐπειδή ἤθελε διά τῆς ἁπλότητος  νά ἐπιτύχῃ τοῦ σκοποῦ καί οὐχί διά τῆς ἐπιδείξεως  τῆς ρητορικῆς αὐτοῦ δεινότητος  νά ἐπιδείξῃ ἑαυτόν <<Σύμπασα ἡ προσοχή αὐτοῦ, ὡς λέγει ὁ ἀείμνησος Παπαμιχαήλ, εἰς τήν ὠφέλειαν τῶν ἀκροατῶν ἀπέβλεπεν. Διά τοῦτο ἀκριβῶς ἀπεύφευγε  τάς φιλοσοφικάς θεωρίας, τούς στόμφους καί πᾶν ὅ,τι θά ἐπεδείκνυε σοφίαν εἰς  τάς ὁμιλίας του καί μάλιστα εἰς τοιοῦτον σημεῖον ὥστε νά παραξηγηθῇ ὑπό τινων ὡς στερούμενος θεολογικῆς βαθύτητος  καί διανοητικῆς ὀξύτητος>> [65].           

            Δένἀπέβλεπεεἰςτήντέρψιντῶντοιούτωνἀκροατῶν, διότιἡἘκκλησίαδένεἶναιθέατρον, ἀλλάτήνψυχικήναὐτοῦὠφέλειανκαίσωτηρίαν. Τότονίζειαὐτόλέγονταςὅτι:<< οὐκἔστιθέατρονἡἐκκλησίαἵναπρόςτέρψινἀκούωμεν, ὠφεληθέντεςἐντεῦθενἀπιέναιδεῖ·ἐπίμάτηνκαίεἰκῇπαραγινόμεθαεἱπρόςκαιρόνψυχαγωγηθέντεςοὕτωςἀναχωρείημενἔρημοικαίκενοίτῆςἀπότῶνλεγομένωνὠφελείαςγενόμενοι>>.ΤοῦτοἀκριβῶςπαρατηρεῖκαίὁἰερόςΦώτιος  λέγων: <<Διόμήθαυμάζεινἔπεσιτόντρισμακάριστονἐκεῖνονἄνθρωπον, ὅτιἀείκαίἐνπᾶσιαὐτοῦτοῖςλόγοις  τοῦτοσκοπεῖνἐποιεῖτοτήνὠφέλειαντῶνἀκροατῶν, τῶνδέἄλλωνἠοὐδόλωςἐφρόντιζενἤὡςἐλάχιστον>>[66].

 

γ) Ὄχι πρός ἰδίαν δόξαν καί  προβολήν .

 

            Δέν ἀπέβλεπε εἰς κενοδοξίαν καθάπερ οἱ ἔξωθεν,ἀλλά πρός σωτηρίαν τῶν ἀκουόντων, ὡς ἀκριβῶς ἐποίουν καί οἱ Ἀπόστολοι περί τῶν ὁποίων λέγει: <<οἱ μέν γάρ φιλόσοφοι καί συγγραφεῖς  καί ρήτορες ἀπέβλεπον μόνον εἰς δόξαν  ἐνῷ οἱ Ἀπόστολοι σαφῆ γάρ καί δῆλα τά παρ' ἑαυτῶν κατέστησαν ἅπασιν ἄτε κοινοί τῆς οἰκουμένης ὄντες διδάσκαλοι>> ἐδίδασκον <<οὐ γάρ πρός κενοδοξίαν  καθάπερ οἱ ἔξωθεν, ἀλλά πρός σωτηρίαν  τῶν ἀκουόντων  ταῦτα πάντα συνέθηκαν οἱ παρά τήν ἀρχήν καταξιωθέντες τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος>>[67].

             Δέν ἐπεδίωκε τούς ἐπαίνους, τάς εὐφημίας καί τά χειροκροτήματα, ἀλλά τήν ἐφαρμογήν τῶν λεγομένων καί δι'αὐτῶν τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν τῶν ἀκροατῶν. <<καί γάρ ταύτας προτίθημι τάς ἱστορίας οὐχ ἵνα ἐπαινῆτε τά λεγόμενα, ἀλλ' ἵνα μιμήσασθαι τήν ἀρετήν καί τήν ὑπομονήν τῶν γενναίων  ἐκέινων ἀνδρῶν>>[68]

            Ἐπικρίνει δέ πάντοτε τούς χειροκροτοῦντας  αὐτόν λέγων πρός αὐτούς. <<Τί τό ὄφελος τῶν κρότων καί τῶν θορύβων τούτων, ἕν ζητῶ παρ' ἡμῖν μόνον, τήν διά τῶν ἔργων ἐπίδειξιν, τήν διά τῶν πραγμάτων ἀκοήν· τοῦτο ἔπαινος ἐμοί, τοῦτο κέρδος, τοῦτο διαδήματός μοι λαμπρότερον >>[69] καί ἀλλαχοῦ <<οὐδέ γάρ θέατρον ἔστι τά παρόντα,οὐ τραγωδοί κάθησθαι θεώμενοι νῦν, ἵνα κροτῆτε μόνον, διδασκαλεῖον ἐστι ἐνταῦθα πνευματικόν>>[70] καί ἑπομένως <<ἔπαινος τοῦ λέγοντος  οὐχ ὁ κρότος, ἀλλ'ὁ περί τήν εὐσέβειαν  ζῆλος τῶν ἀκουόντων>>[71], καί ἐν συνεχείᾳ <<Εἰ τις τῶν λεγόντων  ἐρᾶ μή τόν κρότον, ἀλλά τῆς ὠφελείας τῶν ἀκουόντων ἐρᾶτο>>[72] Πραγματικός ἔπαινος, εὐτυχία καί μακαριότης  διά τόν ἱ. Χρυσόστομον ἦτο ἡ ἐφαρμογή τῶν διδαχθέντων ἀπό τούς ἀκροατάς.  <<Ἔπαινος ἐμός διά τῶν ἔργων ἐπιδείξασθαι τά λεγόμενα· τε ἐγώ ζηλωτός, τότε μακάριος οὐχ ὅταν ἀποδέχησθε ἀλλ'ὅταν ποιεῖτε μετά προθυμίας ἁπάσης ἅπερ ἄν ἀκούσητε παρ'ἡμῶν >>[73].

Ὅτι δέ ἐξ ἀγνῶν ἐλατηρίων ἀπέκρουε τούς ἐπαίνους  καί τά χειροκροτήματα, ἀποβλέπων μόνον εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί οὐχί πρός δόξαν ἰδικήν του, καταφαίνεται καί ἐκ τοῦ ὅτι οὗτος ἐγένετο αἴτιος τῆς ἀποκοπῆς τῆς κακῆς ἀπ' Ἐκκλησίας  ταύτης συνήθειας, διά τῆς  ἀπειλῆς.<<Ἐπιμένοντας ἴδω, ἁπαγορεύσω ὑμῖν τῶν ἱερῶν τούτων προβῆναι προθύρων καί τῶν ἀθανάτων μετασχεῖν  μυστηρίων  ὥσπερ τοῖς πορνεύουσι καί μοιχεύουσι καί ἐπί φόνοις ἐγκαλουμένοις>>[74].

            . Οὕτω λοιπόν θέσας ὠς σκοπόν τοῦ κηρύγματος  τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, τήν μετάνοιαν  καί τήν πνευματικήν ὠφέλειαν  τῶν ἀκροατῶν ἐπεδίωκε πάντοτε ὅπως φέρῃ εἰς συναίσθησιν καί εἰς εἰλικρινῆ μετάνοιαν τούς ἁμαρτωλούς  ἵνα διά τῆς ἐφαρμογῆς  τῶν Χριστιανικῶν ἀρετῶν ὑπ'αὐτῶν ἀπονεμηθῇ δόξα εἰς τόν Θεόν.

 

 

ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ.

 

1  Ἁγία Γραφή.

 

α) Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τόἘκκλησ. κήρυγμα.

           Γνωστόν τυγχάνει ὅτι τό θρησκευτικόν αἴσθημα δέν ἱκανοποιεῖται μόνον ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο, ὄστις δέν ἔχει ἀπόλυτον κῦρος, ἁλλά ἀπαιτεῖ αὐθεντικόν κείμενον, προερχόμενον ἐξ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅπερ νά ἐπισφραγίζῃ τούς λόγους τοῦ  ἐκκλησ. ρήτορος. Τό κείμενον αὐτό οὐδέν ἄλλο εἶναι εἰ μή ἡ Ἁγία Γραφή , ὁ ἐξ ἀποκαλύψεως θεῖος νόμος, ὅστις περιέχει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι ἀνάγκη νά ἀρύωνται οἱ ἐκκλησ. ὁμιληταί ἐξ αὐτῆς τό πλεῖστον μέρος τῶν ὁμιλιῶν των, διότι ὡς γνωστόν τά λεγόμενα αὐτῶν  φέρουν πάντα τήν ἀνθρωπίνην βεβαίωσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἀμφίβολος καί δίσπιστος εἰς τό ἀκροατήριον. Τά ἀνθρώπινα λόγια πολλάκις εἶναι ὡς ἕνα ἔγγραφον μή ἔχον σφραγίδα καί ὑπογραφήν τοῦ ἁρμοδίου, τοῦθ' ὅπερ καθιστᾶ τοῦτο ἄκυρον. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν νά ἐπιβεβαιωθῇ ὁ λόγος αὐτῶν . Δι'οὐδενός ἄλλου δέ ἐπιβεβαιοῦται εἰ μή μόνον διά τοῦ ἀψευδοῦς λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι τό ἐπιβεβαιωτικόν  καί ἐγγυητικόν τῆς ἀλήθειας τῶν λεγομένων  τοῦ ἱεροκήρυκος. Τήν ἀλήθειαν θά ἰσχυρίζετό τις ὅτι δύναται νά  τήν ἐπιβεβαιώσῃ   ὁ ἀνθρώπινος συλλογισμός καί λόγος, ἀλλά νομίζομεν ὅτι αὐτός κατά τό πλεῖστον ἐπλανᾶτο καί θά πλανᾶται, ἐπειδή τό πλανᾶσθαι ἀνθρώπινον εἶναι. Ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωσις τῆς  αἱωνίας ἀλήθειας.

            Ἐκτός τῆς ἐπιβεβαιώσεως τῆς ἀληθείας ψυχολογικῶς ἀποδεδειγμένον εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀνθίσταται ὅταν τις ἄλλος  τοῦ ἐπιβάλλῃ ἀπαγορευτικάς διατάξεις καί περιορισμούς εἰς τάς ὑλιστικάς καί ἡδονιστικάς  αὐτοῦ ἐπιθυμίας. Ἐνῷ ἀντιθέτως ὅταν τά παραγγέλματα εἶναι αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ τότε, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι ἐξαρτᾶται  ἐξ αὐτοῦ,  ἀναγνωρίζει τό κῦρος τῶν λεχθέντων  καί ἀκροᾶται μετ' εὐλαβείας.

            Τό Ἐκκλησ. κῆρυγμα δέν εἶναι  ξένον πρός τήν ἱκανοποίησιν τῆς  ἐμφύτου πνευματικῆς  καί ἠθικῆς δίψας τῶν ἀκροατῶν διά τήν γνῶσιν   τοῦ ἐνός ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ παντοδυνάμου δημιουργοῦ , τοῦ  πανταχοῦ παρόντος, καί τοῦ  αἰωνίου στοργικοῦ πατέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι  τό κυριώτερο καί εἰδικότερο  μέσον. Ἄν αὐτοί δεν ἁκούσουν  τόν αἰώνιον λόγον τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἁγίαν Γραφήν εἰς τό κήρυγμα πῶς θά πιστέψουν καί θά ξεδιψάσουν; Τήν πνευματικήν αὐτήν ἱκανοποίησιν  ὁ ἄνθρωπος  τήν εὑρίσκει περισσότερον  παντός ἄλλου εἰς τά χωρία τῆς Ἁγ.Γραφῆς.

            Ὅ,τι εἶναι διά  τούς τεχνίτας τό ἐργαλεῖον τοῦτο εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή  διά τόν ἱεροκήρυκα. Καί ὅπως ἐκεῖνοι ἄνευ ἐργαλείου δέν δύνανται νά ἐπιτελέσωσι τό ἔργον  αὐτῶν ἔτσι καί ὁ ἱεροκήρυκας. <<Καθάπερ γάρ ἐκείνοις ἐργαλεῖα τῆς τέχνης  ἐστί σφύρα καί ἄκμων καί πυράγρα· οὕτω δῆ καί ὑμῖν  ἐργαλεῖα τῆς τέχνης ἐστίν Ἀποστολικά καί προφητικά βιβλία , καί πᾶσα γραφή θεόπνευστος  καί ὠφέλιμος. Καί καθάπερ ἐκεῖνοι δι'ἐκείνων τά σκεύη πάντα, ἅπερ ἄν λάβωσι, διαπλάττουσιν, οὕτω καί δή καί ἡμεῖς διά τούτων τήν ψυχήν τήν ἡμετέραν χαλκεύομεν, καί διεστραμμένην διορθοῦμεν, καί παλαιωθεῖσαν ἀνακαινίζομεν >> Ἐκεῖνοι διά τῶν ἐργαλείων των δέν δύνανται τόν ἄργυρον χρυσόν νά μετατρέψουν ἐνῷ ἡμεῖς διά τῶν Ἁγίων Γραφῶν <<καί ξύλινον σκεῦος λαβών δυνῆσαι ποτέ χρυσόν ποιῆσαι>>[75].

 

 

 

 

β)Θεμελίωσις τοῦ  ἐκκλησ. κηρύγματος εἰς τήν  Ἁγίαν Γραφήν.

 

          Εἰς αὐτήν εἰκοσπενταετής ἀκόμη κατέφυγε ἵνα εὕρῃ τήν ἀλήθειαν  τόσον ὅταν ἐφοίτησε  ἐπί τριετίαν εἰς τήν ἐν Ἀντιοχείᾳ Θεολογικήν Σχολήν, ἥτις ὡς κύριον μέλημα αὐτῆς εἶχε τήν ἑρμηνείαν τῶν Ἁγίων Γραφῶν (κατά τό γραμματοϊστορικόν σύστημα ἑρμηνευτικῆς), ὅσον καί βραδύτερον, ὅτε ἐπί μίαν τετραετίαν ἐμόναζε, τήν Ἁγία Γραφήν καθ' ἑκάστην ἐμελέτα καί εἰς αὐτήν διέτριβε.   Ἐγνώρισε καί διέτριψε εἰς αὐτήν ὁσον οὐδείς ἄλλος , διότι ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν ὁμιλιῶν του οὐδείς ἄλλος πατήρ χειρίζεται τήν Ἁγία Γραφήν  μετά τασαύτης ἐπιδεξιότητος  καί εὐχερείας ὅσον ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Φαῖνεται ὅτι τήν γνώριζε σχεδόν ἀπό στήθους ὅλην τήν Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτή εἶναι ἡ κυριοτέρα πηγή  τῶν ὁμιλιῶν του, ἐξ αὐτῆς ἀρχίζει καί εἰς αὐτήν καταλήγει, ἐξ αὐτῆς ἐξορμᾶται καί εἰς αυτήν ἐπανέρχεται. Εἶναι τό ὁρμητήριον ἥ μᾶλλον ἡ ἀνεξάντλητος ἀποθήκη ἐφοδιασμοῦ τοῦ κηρύγματός του, καθ' ὅσον ἐξ αὐτῆς ἀρύετται τά ἐπιχειρήματα καί τά περισσότερα παραδείγματα τῶν ὁμιλιῶν του.

            Οὐδεμίαν διάκρισιν κάμνει ὡς πρός τήν χρῆσιν καί τάς μαρτυρίας τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, διότι λέγει<<Πόθεν οὖν  ἡμῖν ἀρκτέον τοῦ λόγου, ὅθεν ἄν βούλεσθε, εἴτε ἀπό Καινῆς εἴτε ἀπό Παλαιᾶς· οὐ γάρ δεῖ  μόνον ἐν τοῖς εὐαγγελικοῖς καί ἀποστολικοῖς ρήμασι, ἀλλά ἐν τοῖς προφητικοῖς  καί πᾶσι τῇ Παλαιᾷ μετά πολλῆς τῆς περιουσίας διαλάμπουσαν  ἐστίν ἰδεῖν τήν τοῦ μονογενοῦς δόξαν>>[76].

            Τάς θετικάς καί πραγματικάς αὐτοῦ γνώσεις ἀντλεῖ ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἐξ αὐτῆς ἐμπνέεται τάς μεγάλας καί ὑψηλάς αὐτοῦ ἰδέας. <<Δι'αὐτόν ἡ Γραφή δέν εἶναι  μνημεῖον τῆς ἀνθρωπίνης φιλολογίας  καί ἔργον τοῦ ἀνθρωπίνου καλάμου. Εἶναι ὁ θεῖος κώδιξ τῆς οὐράνιας ἀλήθειας. Εἶναι ἡ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνπεριέχουσα τάς ἐπαγγελίας  τοῦ οὐρανίου Πατρός μας.[77] Εἶναι ῆ ἐπβεβαίωσις τῆς ἀλήθειας.       Οὕτω ἵνα βεβαιώσῃ τήν χήραν ὅτι μετά τόν θάνατον τοῦ ἀνδρός της ὁ Θεός θά εἶναι αὐτῆς συναντιλήπτωρ λέγει <<Ἐπειδή  ἐκεῖνον ἔλαβε πρός ἑαυτόν ὁ Θεός, ἀντί ἐκείνου  σοί γέγονεν Θεός. Καί οὐχ ἐμός οὗτος ὁ λόγος  ἀλλά τοῦ μακαρίου προφήτου Δαυίδ φησί γάρ. Ὀρφανόν καί χήραν ἀντιλήψεται >>[78]. Κατοχυρώνει τά ἐπιχειρήματά του διά τῆς παραθέσεως πολλών γραφικῶν  χωρίων.

            Ὄχι μόνον χωρία παραθέτει ἀλλά καί πολλά παραδείγματα καθ' ὅσον εἰς αὐτόν ἡ γνῶσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς παρέχει ἀναρίθμητα τοιαῦτα. Συνήθως προβάλλει ὡς παραδείγματα πίστεως τούς τρεἰς  παῖδας ἐν καμίνῳ, τήν  ὑπομονήν τοῦ Ἰώβ, τήν μετάνοίαν τῶν Νηνευιτῶν,καί περί τῆς παρούσης καί τῆς μελλούσης ζωῆς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον. Βεβαίως πρός ἀπόδειξιν μιᾶς ἀλήθειας δέν παραθέτει οἱοδήποτε χωρίον  οὔτε καί ὅλα τά σχετικά  ἀλλά τό λατάλληλον, τό ἁρμόζον, τό δυνάμενον νά ἁποδείξῃ πλήρως τήν ἀλήθειαν.

Παραθέτει ταῦτα πρός ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας  καί εὐθύς ἀμέσως, ἐξάγει συμπεράσματα καί ἠθικά διδάγματα, τά ὁποία συνιστᾶ εἰς τούς ἀκροατάς πρός ἐφαρμογήν. Δύναται δέ καί ἐκ τῆς πλέον ἁπλῆς φράσεως τῆς Ἁγ, Γραφῆς  νά ἀναπτύξῃ ὀλόκληρον ὁμιλίαν, διότι ῶς τονίζει ὁ ἴδιος <<τῶν θείων Γραφῶν οὐδέν περιττόν, οὐδέ πάρεργον ἐστί κἄν ἰῶτα ἕν, κἄν μία κεραία ἦ, ἀλλά καί ψιλή προσάρτησις  πολύ πέλαγος  ἡμῖν ἀνοίξει νοημάτων.>>[79] καί πράγματι ἐκ τῆς φράσεως <<ἀσπάσασθαι Πρίσκυλαν καί Ἀκύλαν>> κάμνει δύο ὁμιλίας .

            Δέν ἐπιταχύνει τήν ἑρμηνείαν αὐτῆς, οὔτε παρέρχεται ἔστω καί μίαν πρότασιν ἀνεκμετάλευτον ἀλλά ἐπιμένει μετά πολλής ἐπιμονῆς  καί ἐμβανθύνει ἀπό ἠθικῆς πλευρᾶς  παντοιοτρόπως εἰς αὐτήν, διότι θέλει νά ὠφελήσῃ εἰ δυνατόν περισσότερον τούς κροατάς ἐκ τῆς ἑρμηνείας τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Δέν διατρίβει εἰς κριτικά καί θεωρητικά σχόλια κατά τήν ἑρμηνείαν ἀυτῆς ,ἀλλά κυρίως εἰς ἠθικά συμπεράσματα, τά ὁποῖα ἐπιθυμεῖ νά ἐφαρμόσουν εἰς τόν βίον αὐτῶν οἱ ἀκροαταί. Διά τοῦτο λέγει εἰς τήν 16ην ὁμιλίαν  εἰς τούς Ἀνδριάντας,<<ἄν ταχέως τοῦτο κατορθώσητε τόν νόμον  καί ἕτερα μείζονα τήν διδασκαλίαν προάξομαι.Ἰδοῦ δεύτερον ἔτος ἔχω τοῦτο πρός τήν ὑμετέραν διαλεγόμενος ἀγάπην, καί οὐδέ ἑκατόν στίχους  τῶν Γραφῶν ὑμῖν ἴσχυσα ἐξηγήσασθαι· τό δέ αἴτιον, ὅτι παρ'ἡμῶν δέεσθαι μανθάνειν, ἅπερ οἴκοθεν καί παρ' ἑαυτῶν δύνασθαι κατορθοῦν· καί τό πλέον ἡμῖν τῆς παραινέσεως εἰς τό ἠθικώτερον ἀναλίσκεσθαι λόγον>> [80] Ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς  στηρίζει ὅλας  τάς ἀποδείξεις αὐτοῦ καί ἐξ αὐτῆς φέρει πλῆθος  γραφικῶν χωρίων ἵνα κάλλιον ἀποδείξῃ τήν ἀλήθειαν. (ἴδε ὑποσημείωσιν)         

             Ἄλλοτε πάλιν ἀντί διδασκαλίας ἀναφέρει κατά γράμμα ὁλοκλήρους ἁγιογραφικάς περικοπάς π.χ τήν παραβολήν τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου καί ἄλλας. Ὄχι μόνον αὐτός χρησιμοποιεῖ κατά κόρον  τήν Ἁγίαν Γραφήν ὡς πηγήν τοῦ κηρύγματος ἀλλά καί συνιστᾶ στούς ἀκροατάς ὄπως μελετῶσιν αὐτήν  καθ' ἑκάστην ἡμέραν καί ἔχουσι αὐτήν ὡς κατ' οἶκον διδάσκαλον, <<Μή περιμείνης ἕτερον διδάσκαλον, ἔχεις τά λόγια τοῦ Θεοῦ, οὐδείς σέ οὕτω διδάσκει ὡς ἐκεῖνα.Οὗτος μέν γάρ πολλά καί διά κενοδοξίαν καί διά βασκανίαν  διαφθονεῖται πολλάκις· ἀκούσατε παρακαλῶ πάντες οἱ βιοτικοί  καί κτᾶσθαι βιβλία  φάρμακα τῆς ψυχῆς· εἰ μηδέν ἕτερον βούλεσθαι τόν Ἀπόστολον, τάς Πράξεις, τά Εὐαγγέλια, διδασκάλους διηνεκεῖς>>[81].

Ἄναιρεῖ δέ πᾶσαν πρόφασιν τῶν μέν πλουσίων  ὡς μή ἐχόντων  δῆθεν εὐκαιρίαν,  τῶν δέ πτωχῶν  ὡς μή δυναμένων νά ἀγοράσωσιν Ἁγίαν Γραφήν[82]

            Πᾶν ὅ,τι συνιστᾶ ὡς πρακτέον καί φευκτέον , πᾶν ὅ,τι ἀναπτύσσει ἀπό τοῦ ἄμβωνος ὁ ἱ. Χρυσπστομος  πάντοτε τό στηρίζει εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν λέγων << Κάι ἵνα μή νομίσῃς  ὅτι στοχασμός ἐστίν τά εἰρημένα φέρε ἀπ'αὐτήν τήν Γραφήν τόν λόγον ἀγάγομεν>>[83]. Αὐτήν ἔχει ὡς ὄργανον καί ὡς μέσον τῆς θεραπευτικῆς τέχνης αὐτοῦ. Διό προκειμένου νά ἀποδείξῃ τάς ὀκτώ αἰτίας τῶν θλίψεων τῶν ἁγίων λέγει<<Δεῖ δέ αὐτάς ἀπό Γραφῶν πιστεύσασθαι πάσας, καί δεῖξαι μετ' ἀκριβείας ὡς οὐκ ἀνθρωπίνων  λογισμῶν ἐπίνοια ἀλλά τῶν Γραφῶν ἐστι ἀπόφασις τά εἰρημένα ἅπαντα>>[84]Τοιουτοτρόπως λοιπόν  δι' ἁγιογραφικῶν  χωρίων καί παραδειγμάτων προπαρασκεύαζε τά πνεύματα, διετήρει τήν προσοχήν καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν, ἀνεκούφιζε τούς πονεμένους καί διήγειρε εὐγενῆ συναισθήματα ἀγάπης καί πίστεως ὡς καί ἐλπίδος εἰς τά ψυχάς αὐτῶν. <<Εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου(ὡς λέγει ὁ ἀείμνηστος Παπαδόπουλος) ἐνεχύθη τό φῶς τῆς Ἁγίας Γραφῆς  καί ἔτσι πάντοτε ἐξ αὐτῆς  ἐφωτίζετο>>[85]

 

 

 

 

 

2 Παράδοσις, ἱστορία.

         Παρῆλθον  τρεῖς καί ἥμισυ αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχήν  τοῦ Κυρίου  καί διά τούτου   ἡ Ἐκκλησιαστική παράδοσις κατά τά ἡμέρας τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου   ἦτο μικρᾶς διαρκείας. Καί ὅμως παρ' ὅλα αὐτά ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅσάκις ὁ ροῦς τοῦ λόγου καί τό θέμα τῆς ὁμιλίας ἀπῃτουν τήν χρῆσιν τῆς ἱερᾶς παράδοσεως δέν παρέλειπεν αὐτήν  ἵνα ἀποδείξῃ ἀλήθειαν τινά. Μετά πολλῆς μάλιστα εὐχερείας ἀναφέρει πολλάς σκηνάς ἀπό τήν ζωήν,τήν δρᾶσιν καί τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν  τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς. Βεβαίως δέν χρησιμοποεῖ ταύτην τόσον ὅσον τήν Ἁγ. Γραφήν ἀλλ' ὅ,τι ἀναφέρεται ἀπό τήν γνησίαν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν εἰς τήν ἀποστολικήν δρᾶσιν καί τήν διδασκαλίαν, τήν μή συμπεριλαμβανομένην  εἰς τά βιβλία τῆς Κ. Διαθήκης , τό ἀναφέρει μετά πολλῆς ἀξιοπιστίας.

          Ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἀρύεται κυρίως   τά ἐγκώμια τῶν μαρτύρων καί ἁπό ὅπου ἀλλοῦ ἦτο δυνατόν τό περιεχόμενον αὐτῆς  νά χρησιμεύσῃ  πρός οἰκοδομήν τῶν ψυχῶν καί  ἀπόδειξιν μιᾶς ἀληθείας. Ἐχρησιμοποίει αὐτήν  ἄνευ διστακτικότητος ὅπου ἀπαιτεῖτο, π.χ προκειμένου νά ἀποδείξῃ τό ἐσφαλμένον τῆς νηστείας  κατά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων  ἐπικαλεῖται ἐκ τῆς Ἐκκλησ. Ἱστορίας τήν παράδοσιν τῆς Α` Οἰκουμενικῆς Συνόδου(325μ.Χ)λέγων: <<Καί τί λέγω  περί ἑμαυτοῦ, 300 πατέρες ἡ καί πλείους εἰς τήν Βιθυνῶν χώραν  συνελθόντες ταῦτα ἐνομοθέτησαν. . .>>[86] Ἀναφέρει πολλάκις  ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας  τούς διωγμούς , τά μαρτύρια  τῶν πρώτων Χριστιανῶν διά τῶν ὁποίων ἀποδεικνύει τό ἀσάλευτον τῆς Ἐκκλησίας[87].

            Οὐκ ὀλίγον χρησιμοποιεῖ  ὡς πηγήν  καί τήν Γενικήν Ἱστορίαν,ἐκ τῆς ὁποίας, δοθείσης εὐκαιρίας,  ἀναφέρει  διάφορα  πρόσωπα,  ἱστορικά γεγονότα καθώς καί τήν ἱστορίαν διαφόρων πολιτειῶν  ὡς παραδείγματα  π.χ τῶν Ἀθηνῶν  καί τούς διαφόρους φιλοσόφους , ρήτορας, στρατηγούς καί πολιτικούς ἄρχοντας. Συγκρίνει τούς Ἀποστόλους Ἰωάννη  καί Πέτρον μέ τούς ἐθνικούς φιλοσόφους   Σωκράτην   Πλάτωνα  ὡς πρός τήν διαφοράν τῆς διδασκαλίας  αὐτῶν περί ψυχῆς καί περί ἄλλων θεμάτων.Εἰς τήν Β` ὁμιλίαν εἰς τόν Ἴωάννην, καί στήν ΚΣΤ` συγκρίνει  τόν αἰώνιον βασιλέα τῶν καρδιῶν ἸησοῦνΧριστόν πρός τόν Μέγαν Ἀλέξανδρον. Εἰς τήν Δ` ὁμιλίαν εἰς τάς Πράξεις ἀναφέρει  τόν αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνον, ὅστις  ἐθεώρει  τιμή νά γίνῃ θυρωρός τῶν ἀλιέων   Ἁγίων Ἀποστόλων  ἐνταφιαζόμενος εἰς τόν νάρθηκα τοῦ ναοῦ αὐτῶν. Διά νά καταισχύνῃ τούς  ἔχοντας ἀδυναμίαν εἰς τόν πλοῦτον καί τήν πολυτέλειαν χριστιανούς ἀναφέρει εἰς τήν ΙΑ` ὁμιλίαν εἰς Ρωμαίους   τόν κυνικόν Διογένην, ὁ ὁποῖος  ἔπτυσε τόν ἰδιοκτήτην μιᾶς πολυτελοῦς κατοικίας εἰς τό πρόσωπον.  Ὅταν ἠρωτήθη ἀπό τόν δικαστή  διατί τόν ἔπτυσεν εἱς τό πρόσωπο ἀπήντησε ὅτι ἐκεῖ ἦταν τό καταλληλότερο μέρος εἰς τό ὁποῖον τοῦ ἄξιζε τό φτύσιμο. Εἰς τήν ΞΒ` ὁμιλίαν εἰς τό κατάἸωάννην Εὐαγγέλιον προβάλλει  ὡς παράδειγμα πρός τούς ἀμέτρως θρηνοῦντας  διά τόν θάνατον προσφιλοῦς προσώπου χριστιανούς τό <<τάν ἤ ἐπί τάς>>τῆς  Σπαρτιάτιδος καί τήν θυσίαν τῆς Ἰφιγένειας ἐν Αὐλίδι  ὑπό τοῦ πατρός της Ἀγαμέμνονος καί ἀναφωνεῖ:<< οἱ περί ἀναστάσεως οὐδέν εἰδότες τά τῶν εἰδότων πράττουσι, οἱ δέ εἰδότες τά τῶν ἀγνοούντων!>>.

 

3.  Καθμερινή πεῖρα τῆς  ζωῆς

          Εἴδομεν προηγουμένως, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή  τυγχάνει ἡ κατ' ἐξοχήν πηγή  τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος  κατά τόν ἰ Χρυσόστομον, ἀλλά δέν ἦτο  δυνατόν  νά ὁμιλεῖ μόνον ἐξ αὐτῆς , διότι ἀπευθυνόμενος πρός ποικίλον ἀκροατήριον οὐδεποτε θά ἦτο δυνατόν νά ἀνταποκριθῇ εἰς ὅλους  διά μόνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τοῦτο ἔχων ὑπ'ὄψιν ὁ ἱ. Πατήρ χρησιμοποιεῖ καί ἄλλας πηγάς εἰς τό ἐκκλ. κήρυγμα  καί δή  κατά πρῶτον μέν τήν πεῖραν τῆς καθημερινῆς  ζωῆς καί τῆς ψυχολογίας  τῶν ἀνθρώπων , ἔπειτα τήν φύσιν, τάς γνώσεις τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, ἰατρικῆς, φυσιολογίας  καθώς καί τόν ὀρθόν λόγον. Ἴδε σχετικήν ὑποσημείωσιν

            Πράγματι ὁ ἱ. Χρσόστομος ἔχει τήν εὐχέρειαν εἰς μίαν καί μόνον πρότασιν νά συμπεριλάβῃ ἱκανάς εἰκόνας  καί παραδείγματα ἐκ τῆς φύσεως καί τῆς ἐπαγγελματικῆς ζωῆς ἵνα τονίσῃ μίαν ἀλήθειαν  καί ἐξαγάγῃ ἕν δίδαγμα. Φέρομεν ὡς παράδειγμα μίαν ἐκ τῶν πολλῶν προτάσεων ἥτις ἔχει ὡς ἑξῆς. <<Καθάπερ οὔν χειμῶνος παρελθόντος καί θέρος φανέντος , ἕλκει μέν πρός πέλαγος τό πλοῖον, ὁ ναύτης, ἀποσμήχει δέ ὁ στρατιώτης τά ὅπλα, καί παρασκευάζει τόν ἵππον εἰς πόλεμον, καί γεωργός ἀκονᾶ δρέπανον, καί ὁδοιπόρος  θαρρῶν ἀποδημίας ἅπτεται μακρᾶς, καί πρός ἀγῶνας ἁθλητής ἀποδύεται καί γυμνοῦται· οὕτω δεῖ καί ἡμεῖς  καθάπερ θέρους πνευματικοῦ τινος τῆς νηστείας φανείσης ,καί ὡς στρατιῶται τά ὅπλα ἀποσμήξομεν, καί ὡς γεωργοί δρεπάνην ἀκονίσωμεν, καί ὡς κυβερνῆται πρός τά κύματα τῶν ἀτόπων ἐπιθυμιῶν  τούς λογισμούς ἀντιτάξωμεν, καί ὡς ὁδῖται τήν εἰς τόν οὐρανόν ἀποδημίαν ἀψώμεθα, καί ὡς ἀθληταί πρός τούς ἀγῶνας ἀποδησώμεθα [88].      

Οὕτω βλέπομεν ὅτι εἰς ὅλας τάς ὁμιλίας αὐτού φέρει πλῆθος εἰκόνων καί παραδειγμάτων ἐκ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς  καί δή  εἰκόνας τῆς θαλάσσης , τοῦ ναυαγίου, τῆς γεωργίας, τῶν ποιμένων καί τῶν προβάτων , τῶν στρατηγῶν, τῶν κατά ξηράν καί θάλασσαν μαχῶν καί πολέμων, τῶν ἰατρῶν καί τόσων ἄλλων ἐπαγγελμάτων[89].

             Ἡ μεγάλη καί εὐρεία παρατηριτικότης τοῦ ἱ. Πατρός ἐφοδίαζε αὐτόν  καθ' ἑκάστην μέ ἀνεξάντλητον πλοῦτον παράδειγμάτων καί ἡ εὔστροφος ὀξύνοιά τοῦ πνεύματός του τοῦ παρεῖχον τήν δύναμιν νά χρησιμοποιῇ ταῦτα μετᾶ πολλῆς εὐχερείας  εἰς τάς πλέον καταλλήλους στιγμάς.     Ἐχρησιμοποίει τήν πείραν τῆς καθημερινῆς  ζωῆς τόσον ὅσον οὐδείς ἄλλος καί εὕρισκεν μεγάλην ἀπήχησιν εἰς τούς ἀκροατάς, διότι γνῶσται ὄντες τῆς πείρας εἶχον προσλαμβανούσας παραστάσεις τῶν λεγομένων καί τοιουτοτρόπως εὐθύς ἀμέσως κατενόουν εὐκόλως  καί εἰσέδυον εἰς τά ἀναφερόμενα νοήματα καί οἱ πλέον ἀδαεῖς ὡς πρός τήν γνῶσιν.

            Ὁ λαός ὡς γνωστόν δέν γνωρίζει τόσον πολύ τήν ἱστορίαν καί τήν Ἁγ. Γραφήν ὅσο γνωρίζει τήν πεῖραν τῆς ζωῆς, διότι ἅπαντες γενικῶς ἑκόνες ἄκοντες ἀναγινώσκομεν ταύτην καθ' ἑκάστην, π.χ τίς δέν γνωρίζει ἐκ πείρας ὅτι ἡ ὄρεξις καί οὐχί τά φαγητά κάμνουν γλυκείαν τήν γεῦσιν αὐτῶν, ὁμοίως δέ καί περί τοῦ ὕπνου ὅτι ἡ κόπωσις καί οὐχί τό ἁπαλό στρῶμα  κάμνει αὐτόν γλυκύν. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν γνῶσιν τῆς πείρας ἐπωφελούμενος ὁ ἱ. Πατήρ ἀποδεικνύει ποῦ ἔγκειται ἡ εὐτυχία λέγων τά ἑξῆς: << Ἴστε γάρ τοῦτο καί συνομολογεῖται πάντες ὅτι τήν ἡδονήν ἐν ταῖς ἑστιάσεσιν οὐχί ἡ φύσις τῶν ἐδεσμάτων, ἀλλά ἡ διαθεσις τῶν ἐσθιομένων ποιεῖν εἴωθεν .  . μετά τό πεινεῖν τίς ἁπτόμενος τραπέζης, πάντας ὅψος ᾑδύσματος καί μυρίων καρικευμάτων ἴδιον ἄψεται τῆς τροφῆς  κἄν ἁπάντων εὐτελέστερα  .  .  . >>[90] .

Ὁ ἁπλοῦς καί ἀγράμματος ἀκροατής  δέν θά ἦτο δυνατόν διά φιλοσοφικῶν συλλογισμῶν  νά ἀντιληφθῇ τό τοιοῦτον  κατ ἄλλον τρόπον, ἀλλά διά τοῦ παραδείγματος  τῆς πείρας, εἰς τήν ὁποίαν ὁμιλοῦν τά πράγματα καθ' ἑαυτά ἁντιλαμβάνεται τήν ἀλήθειαν. Γνωστόν εἶναι ἀπό τήν λαϊκήν παροιμίαν ὁτι ἡ πείρα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος. Διά τοῦτο καί ὁ ἰ. Πατήρ αὐτήν ἐχρησιμοποίει ὡς δευτέραν πηγήν εἱς τάς ὁμιλίας αὐτοῦ.

            Ἡ πείρα ὅμως δέν περιορίζεται  μόνον εἰς τήν ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς  παρατηρήσεως προερχομένην, ἀλλά κατά μέγα μέρος καί ἐκ τῆς ἐσωτερικῆς παρατηρήσεως τούτου τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ἑκάστου ἀνθρώπου. Ἐγνώριζε τόν ἐσωτερικόν κόσμον τῶν ἄλλων ὁ ἱ. Πατήρ, διότι  πρῶτον ἐγνώρισε τόν  ἑαυτόν του . Γνωρίσας δέ τόν ἑαυτόν του ἦτο εἰς θέσιν νά ψυχολογήσῃ τό ἀκροατήριόν του καί νά περιγράψῃ τάς ψυχολογικάς καταστάσεις αὐτῶν εἰς τόν ἀγῶνα τους κατά τῆς ἁμαρτίας. Διαπρέπει δέ εἰς τό σημεῖον τοῦτο ὁ ἱ. Πατήρ καί ἔχει τήν δύναμιν τῆς πείρας νά περιγράψῃ καί αὐτάς ἀκόμη τάς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅταν διατελοῦν ὑπό τήν ἐπήρειαν διαφόρων παθῶν . Πόσο θαυμασίως περιγράφει τόν διατελοῦντα ὑπό τοῦ πάθους τοῦ θυμοῦ[91], τῆς πλεονεξίας[92] , τῆς φιλαργυρίας. τῆς μνησικακίας  καί τῆς ἀσωτείας ἄνθρωπον! ! Ἐκ τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀκροατηρίου πολλάκις ἀντλεῖ τό περιεχόμενον  αὐτοῦ.

            Εἰς τήν γνῶσιν τοῦ ἑαυτοῦ του ὠφείλετο ἡ ψυχολγική αὐτοῦ δύναμις. Ἐπάλαισε πρῶτα κατά τοῦ ἑαυτού του, διότι ὡς ἄνθρωπος ὑπέστη  καί αὐτός πειρασμούς.  Ἐγνώρισε  τάς δυσκολίας τῆς ἀντιμετοπίσεως τῶν διαφόρων  ἀνθρωπίνων παθῶν καί ἐδάμασε αὐτά μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Ἠργάσθη δυναμικά πρός καθαρισμόν τῆς καρδίας του ἐκ τῶν διαφόρων πειρασμῶν τοῦ διαβόλου. Ἐγνώρισε τά τεχνάσματα   τοῦ πονηροῦ καί τούς πειρασμούς αὐτοῦ διά νά σπρώξῃ τούς ἀνθρώπους εἰς τήν ἁμαρτίαν.  Τοιουτοτρόπως ἐγνώρισε καί τάς ψυχολογικάς καταστάσεις  τῶν ἄλλων  κατά τήν διάρκειαν  τῆς ἐξάψεως τῶν παθῶν.Ὁ Π. Τρεμπέλας γράφει ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀνέγνωσε τό βιβλίο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς μετά πολλῆς ἐπιμελείας καί ἠδύνατο πάντοτε νά ἀναφέρεται εἰς αὐτό  μετά πολλῆς λεπτομερείας[93].

4  Φύσις

          Ἄλλη πηγή τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ ἦτο ἡ φύσις.Ἡ ὀξυτάτη αὐτοῦ παρατηρητικότης  ἑξήταζε  λεπτομερῶς  αὐτήν καί ἁντλοῦσε ἐξ αὐτῆς πλῆθος εἱκόνων καί παραδειγμάτων. Ἔργον του πολλάκις εἶναι τό <<περί αὐτῆς φιλοσοφῆσαι τῆς φύσεως>> Καί πράγματι μετά πόσης δυνάμεως καί τέχνης χρησιμοποιεῖ ἐπιχειρήματα ἐκ τῆς φύσεως ἵνα ἀποδείξῃ τήν σοφίαν,   τήν  παντοδύναμίαν καί τήν πρόνοιαν  τοῦ Θεοῦ. Εἰς τόν μακροσκελέστατον λόγον <<Πρός τούς σκανδαλισθέντας>> ἐξάγει πλεῖστα ὅσα διδάγματα, <<ἀπό τῶν νεφῶν, ἀπό τῶν ὡρῶν, ἀπό τῶν τροπῶν , ἀπό τῶν ἀνέμων, ἀπό τῆς θαλάσσης  καί τῶν ἐν αὐτῇ ποικίλων γενῶν, ἀπό τῆς γῆς καί τῶν ἐν αὐτῇ τετραπόδων, ἑρπετῶν, πτηνῶν, τῶν ἀεροπόρων τῶν χερσαίων, ἀπό τῶν ἀμφιβίων  τῶν ἐν λίμναις καί πηγαῖς καί ποταμοῖς, ἀπό τῆς οἰκουμένης, ἀπό τῶν φυομένων σπερμάτων, δένδρων,βοτάνων, φυτῶν ἐν τοῖς ἐρήμοις, ἐν ταῖς οὐκ ἐρήμοις, ἀπό τῶν βλαστανόντων ἐν πεδίοις, ἐν φάραγξιν, ἐν ὅρεσιν, ἐν νάπαις, ἀπό τῶν αὐτομάτων φυομένων, ἀπό τῶν μετά πόνου καί γεωργίας, ἀπό τῶν ζώων τῶν ἡμέρων, τῶν ἀνημέρων, τῶν ἀγρίων, τῶν χειροήθων, τῶν μικρῶν, τῶν μεγάλων, ἀπό τῶν ἐν χειμῶνι, τῶν ἐν θέρει, τῶν ἐν μεταπόρῳ φαινομένων ὀρνίθων καί τετραπόδων, καί ἰχθύων , τῶν φυτῶν, καί βοτάνων, ἀπό τῶν ἐν νυκτί γινομένων καί ἀπό τῶν ἐν ἡμέρᾳ, ἀπό τῶν ὑετῶν, ἀπό τοῦ μέτρου τῶν ἐνιαυτῶν  .  . πάντα ταῦτα  λαμπράν ἀφίησι φωνήν ὑπέρ τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας, δυνάμεως καί σοφίας.>>[94]

             Ἡ παρατηριτηκότης αὐτοῦ ἐπεκτείνετο εἰς ὅλην τήν φύσιν καί τό ὀξύ αὐτοῦ πνεῦμα ἀξεμεταλεύετο πᾶσαν λεπτομέρειαν αὐτῆς πρός ἀπόδειξιν τῶν ὑπ'αὐτοῦ ἀναφερομένων ἀληθειῶν. Παρουσιάζεται ἀληθινός ζωγράφος  τῆς φύσεως. Εἱς τάς δυσκόλους στιγμάς  τῶν Ἀντιοχέων, κατά τήν ἐποχήν τῆς γενομένης στάσεως, δέν παραλείπει τήν μελέτην τῆς φύσεως ἵνα ἐκ τῶν πλουσίων αὐτῆς διδαγμάτων ἀποδείξῃ τήν πρόνοιαν  τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον[95]. Ἀλήθεια μέ πόσην τέχνην περιγράφει τό κάθετί τῆς φύσεως , ἔνθα μεταξύ ἄλλων λέγει περί αὐτῆς<<Καί καθάπερ γάρ ἐκ παστάδος τινός νυμφίος φανείς, οὕτως ὁ ἥλιος ὑπό τήν ἐώ τάς ἀκτῖνας ἀφίησι καί ὥσπερ τινί κροκωτῷ παραπετάσματι τόν οὐρανόν καλωπίζων , καί ροδοειδεῖς ποιῶν  τάς νεφέλας, καί ἀνεμποδίστως τρέχων  πᾶσαν τήν ἡμέραν, οὐδενί διακόπτεται πρός τόν δρόμον κωλύματι>>[96] Εἰς  τήν ΙΖ` ὁμιλίαν εἰς τόν Ματτθαῖον παραπέμπει στό παραδειγμα τοῦ μύρμηγκος καί τῆς μελίσσης λέγων<<Ἴθι πρός μύρμηγκα, ζήλωσον τάς ὁδούς αὐτοῦ καί πορεύθητι πρός τήν μέλιτταν>>

            Ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως κάμνει συχνά μεταφοράς  ἵνα διασφηνίσῃ τάς ἐννοίας αὐτοῦ. Οὕτω π.χ. λέγει περί τῆς θλίψεως ὅτι ἔχει τήν αὐτήν ἐπίδρασιν ἐπί τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, οἷα ὁ ἄνεμος ἐπί τῶν δένδρων. <<Καί καθάπερ τά ἰσχυρά τῶν δένδρων ἡ τῶν ἀνέμων ρύμη προσπίπτουσα καί πάντοθεν ριπίζουσα οὐκ ἀνασπᾶ ἀλλά στερρότετερα καί ἰσχυρότερα ταῖς προσβολαῖς  αὐταῖς κατασκεύαζει. Οὕτω καί ψυχήν ἁγίου καί εὐλαβείας συζῶσα αἱ τῶν πειρασμῶν  ἐπαγωγαί καί τῶν θλίψεων οὐχ ὑπέρχειλίζουσιν ἀλλά πρός πλείονα ὑπομονήν ἀλείφωσι καθάπερ καί τόν μακάριον Ἰώβ λαμπρότερον καί σεμνότερον ἐποίησεν>>[97]. Ἔτσι λοιπόν <<τό πάχρυσον στόμα>> τοῦ ἱ Χρυσοστόμου, ἐγνώριζε νά ἐξυμνῇ, νά τραγουδῇ τήν φύσιν καί νά ἐξαγάγῃ ἐξ αὐτῆς παραδείγματα. Αὐτήν λοιπόν τήν φύσιν εἶχεν ὡς τετάρτην πηγήν τοῦ κηρύγματός του ὁ ἱ Πατήρ.

Αἱ ὁμιλίαι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι πλήρεις μεστοῦ λόγου , πλούτου ἰδεῶν, εἱκόνων, μεταφορῶν παραβολῶν καί παρομοιώσεων ληφθέντων ἐκ τοῦ ἠθικοῦ καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὠραιωτάτων περιγραφῶν ἀντλουμένων ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς ἱερᾶς Παραδσεως ,τῆς ἱστορίας, τῆς καθημερινῆς πείρας καί ζωῆς, αἱ ὁποῖαι παρεῖχουν εἰς τούς ἀκροατάς καί παρέχουν εἰς τούς ἀναγνώστας κάθε ἐποχῆς πολλά παραδεῖγματα πίστεως, εὐσεβείας καί ἀρετῆς.

5  Ὀρθός λόγος

          Τέλος δέν πρέπει νά παρλείψωμεν, ὅτι ὁ ἱ. Πατήρ παρ' ὅλον τόν ἁγιογραφικόν αὐτοῦ χαρακτῆρα τοῦ κηρύγματος  ἐνίοτε, ὅταν τό ἐπιβάλλουν οἱ περιστάσεις καί ἡ σύνθεσις τοῦ ἀκροατηρίου, χρησιμοποεῖ ὡς πηγήν τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος  καί τόν ὀρθόν λόγον. Ὑπῆρχον ἐθνικοί οἵτινες δέν ἐπείθοντο ἐκ τῶν μαρτυριῶν τῆς Ἁγ. Γραφῆς  καί ὡς ἐκ τούτου ἐπιβάλετο ὅπως ὁ ἱερός πατήρ φέρει πρός αὐτούς λογικά ἐπιχειρήματα πρός ἀπόδειξιν καί ὑποστήριξιν τῆς κηρυττομένης Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Οὕτω π.χ. εἰς τήν ΙΒ` ὁμιλίαν εἰς τούς Ἀνδριάντας ἀναφερόμενος εἰς τό αὐτοδίδακτον τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας, τό ὁποῖον δέν ἦτο δυνατόν πολλοί νά ἐννοήσουν καί νά πεισθοῦν ἐκ τοῦ παραδείγματος τοῦ Κάϊν καί τοῦ Ἄβελ διά τοῦτο λέγει:<<Ἄλλ' ὁ Ἕλλην οὔκ ἀνέχεται τοῦτο. Φέρε οὖν καί πρός ἐκείνους διαλεχθῶμεν, καί ὅπερ ἐπί τῆς κτίσεως ἑποιήσαμεν οὐκ ἀπό τῶν Γραφῶν μόνον ἀλλά καί ἀπό τῶν λογισμῶν τούς πρός ἐκείνους κινήσαντας ἀγῶνας, τοῦτο  καί ἐπί τοῦ συνειδότος ποιῶμεν νῦν>>.[98]

            Βλέπομεν ὅτι ἀναγνωρίζει ὡς πηγήν τοῦ ἔκκλ. κηρύγματος τούς ἀνθρωπίνους λογισμούς  καί αὐτόν τοῦτον τόν ὀρθόν λόγον, τόν ὁποῖον καί χρησιμοποιεῖ ὁσάκις παρίσταται ἀνάγκη.

 

 

ΤΜΗΜΑ Β

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛ. ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

 

α)Ἰδιότητες  τοῦ θείου λόγου (γενικῶς).

           Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τοῦ θείου λόγου πρός συντήρησιν τῆς ψυχῆς του διότι <<ὅπερ γάρ ἐπί τοῦ σώματος ἡ τροφή, οὕτω καί ἐπί τῆς ψυχῆς ἡ τῶν θείων λόγων διδασκαλία>>. Τό θεῖον κήρυγμα κατά τόν ἱ. Χρυσόστομον εἶναι ὁ μόνος τρόπος θεραπείας  τῶν ψυχῶν  καθ' ὅσον ὡς λέγει, ἡ ἰδιότης  αὐτοῦ ὡς φαρμάκου, εἶναι μοναδική.<< Μία μετά τά ἔργα δέδοται μηχανή  καί θεραπείας ὀδός ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία>>[99].

Ὅχι μόνον ὡς φάρμακον ἀλλά καί ὡς ὄργανον καί ὡς κάθε ἄλλο μέσον  θεραπείας εἶναι ὁ λόγος. <<τοῦτο ὄργανον,τοῦτο τροφή, τοῦτο ἀέρων κρᾶσις ἀρίστη, τοῦτο ἀντί φαρμάκου, τοῦτο ἀντί πυρός, τοῦτο ἀντί σιδήρου· κἄν καῦσαι δέει καί τεμεῖν, τοῦτο χρήσασθαι ἀνάγκη.

Αἱ ἰδιότητες  του εἶναι τοσοῦτον δραστηκαί ὥστε διά τοῦ κηρύγματος καί μόνον <<κειμένην ἐγείρομεν καί φλεγμένουσαν καταστέλομεν τήν ψυχήν καί τά περιττά περικόπτομεν καί τά λοιπά πληροῦμεν καί τά ἄλλα πάντα ἐργαζόμεθα ὅσα εἰς τήν  τῆς ψυχῆς ὑγείαν συντελεῖ>>[100].Εἶναι δέ τοιαύτη ἡ ἰδιότης αὐτοῦ τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος  ὥστε ἐάν αὐτό <<οὐδέν ἰσχύσει πάντα οἴχεται τά λοιπά>>[101]  Καθίστανται φανεραί αἱ ἰδιότητες τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος ὅταν << περί τά δόγματα νοσεῖ ἡ ψυχή τά νόθα>>. Τότε εἶναι ἀναγκαιότερο καθόσον ὡς διά σιδήρου καθαρίζομεν τήν σεσηπῶσαν διεισδύσασαν αἱρετικήν διδασκαλίαν. Εἶναι σιδήρου τομότερον καί πυρός θερμότερον. Τοῦτο ὡς ἄλλο  φύραμα  προκαλεῖ τήν  πνευματικήν  ζύμωσιν ὁλοκλήρων  λαῶν καί εθνῶν. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ.[102]Ἐχει πολλάς ἰδιότητας ὅπως εἶναι:

 

β ) Κ ό κ κ ο ς     σ υ ν ά π ε ω ς    κ α ί   ζ ύ μ η.

Ἡ δύναμις τοῦ κηρύγματος τῆς Βασικείας τοῦ Θεοῦ , παρ'ὅτι δέν φαίνεται εἶναι πολύ μεγάλη, διότι εἶναι δύναμις τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὁμιλητής δέν κηρύττει ἁπλοῦν ἀνθρώπινο λόγον , ἀλλά ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος <<Λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ>>(Α Κορινθ.2,7). Ὅπως δέν φαίνεται ἡ δύναμις τοῦ κόκκου τοῦ συνάπεως καί ἡ δύναμις τῶν ἐνζύμων  τῆς ζύμης , ἔτσι δέν φαίνεται εἰς τήν ἀρχήν  ἡ μεγάλη δύναμις τοῦ κηρύγματος . Μόνον ὅταν εἴδομεν τήν ἀλήθειαν ἐκ τῶν πραγμάτων  καί κατανοήσωμεν  ὅτι ὁ Χριστός ἔθεσε τήν δύναμιν ταύτην εἰς τό κήρυγμα,  τότε ἀναγνωρίζομεν  ὅτι <<Πολλή γάρ  τοῦ κηρύγματος ἡ δύναμις καί τό ζυμωθάν ἅπαξ, ζύμη γίνεται τῷ λοπῷ πάλιν>>[103]Διά τῆς δυνάμεως  καί μόνον τῆς ζύμης  κατορθοῦται  νά ζυμωθῇ ὅλο τό ἀλεύρι . Ὅποιον ζυμώσει μιά φορά τό κήρυγμα  τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ αὐτός εἰς τήν συνέχεια μόνος του γίνεται ζύμη ἀναπαραγωγῆς  καί διά τοῦς ἄλλους ἀνθρώπους . Οἱ πρῶτοι χριστιανοί μέ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων  ἔγιναν πνευματική ζύμη καί ἀναμειχθέντες μς τό πλῆθος  τῶν ἀνθρώπων  μετέδωσαν τήν πίστιν  ς'αὐτούς .

 

             γ )  Φ ω τ ι ά,   φ ώ ς.

          Ὅπως ἡ φωτιά  ὅταν πέσῃ πάνω εἰς τά  ξηρὰ ξύλα τὰ κατακαίει καὶ διά τοῦ ἀνέμου αὐξάνεται ἡ φλόγα  αὐτῆς καὶ  μεταδίδεται  εἰς τὰ ἄλλα, οὕτω καί διά   τοῦ κηρύγματος,  μεταδίδεται ὡς ἀπό σπίθα ἡ φλόγα τῆς πίστεως εἰς  ὁρισμένας ψυχάς καί δι'αὐτῶν   μεταδίδεται  εἰς ἄλλας.

 Ἡ δύναμις τοῦ κηρύγματος εἶναι σὰν τὴν φωτιά, ἡ ὁποία φωτίζει, θερμαίνει ἀλλὰ καὶ κατακαίει .  Ὅπως διά τῆς  φωτιᾶς κατακαίγονται τὰ ἀγκάθια καὶ καθαρίζουν τὰ χωράφια, ἔτσι  καὶ διά τοῦ   κηρύγματος  τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατακάηκαν αἱ λατρεῖαι τῶν δαιμόνων,  αἱ ἑορταί , τὰ πανηγύρια καὶ ὅλα τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν εἰδωλολατρῶν.  Ἐξουδετερώθησαν οἱ ἄδικοι νόμοι, οἱ θυμοὶ τῶν ὄχλων, αἱ ἀπειλαί τῶν τυράννων, αἱ ἐπιβουλαί τῶν ἐχθρῶν καὶ αἱ κακουργίαι τῶν ψευδαποστόλων. Διὰ τὸν καυτηριασμὸν τῶν ψυχικῶν πληγῶν , ἀντὶ καυστῆρος χρησιμοποιεῖται ἡ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου  ἡ ὁποία  εἶναι σφοδροτέρα  τῆς φωτιᾶς. Αὐτή  ἀντὶ  πόνου προκαλεῖ εὐχαρίστησιν καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τῆς κακίας[104].

            Ἡ διάπλασις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τό τί λόγια θὰ ἀκούσῃ. Ἡ ψυχὴ εἶναι σὰν τὸ κερί, ἂν τὴν  κάνῃς ψυχράς , ἀνουσίας ὁμιλίας τὴν πορώνεις καὶ τὴν σκληρύνεις, ἂν ὅμως τὴν κάνῃς θερμάς, πλήρης θείου λόγου    ὁμιλίας  καὶ συζητήσεις τὴν μαλακώνεις, << μαλάξας δέ, τυποῖ πρός ὂπερ ἄν θέλῃς, καί τήν εἰκόνα τήν βασιλικήν ἐγχαράττεις>>.Ὅταν  συνηθίσῃ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀκούῃ τὸν θεῖον λόγον  καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τό πονηρόν  θά σκέπτεται καί θά ἐνδιαφέρεται νά λέγῃ   και νά πράττῃ  ἔργα ἀρετῆς . << Ὁδός  γάρ ἐπί τά ἔργα ὁ λόγος ἐστί· πρῶτον ἐννοοῦμεν, εἶτα φθεγγόμεθα, εἶτα  πράττομεν>>.[105]

 

       δ) Φ ά ρ  μ α κ ον  ψυχῶν.

 

          Τὸ Ἐκκλησ. κήρυγμα εἶναι τὸ φάρμακον τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ θεῖον κήρυγμα καὶ τάς ἄλλας ἀκολουθίας γίνεται  θαυμαστόν ἰατρεῖον. <<καί γάρ ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον , οὐχί σωμάτων, ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι, καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ᾿ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται· τῶν δέ ἁμαρτημάτων τούτων καί τῶν τραυμάτων τό φάρμακον ὁ λόγος ἐστιν>>. Τὸ φάρμακον αὐτὸ τῆς ψυχῆς δὲν κατασκευάζεται ἀπὸ βότανα τῆς γῆς διά τῶν  χειρῳν τῶν ἰατρῶν, ἀλλὰ διά  τῆς γλώσσης  τῶν προφητῶν οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν  λόγια  Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν. << Διά τοῦτο διαρκές ἐστι, καί οὔτε πλήθει χρόνου ἀμαυροῦται, οὔτε δυνάμει νοσήματος ἐλέγχεται>>[106]. Τὰ φάρμακα τῶν ἰατρῶν παρελθόντος  τοῦ χρόνου σὰν τὰ γερασμένα σώματα ἐξασθενίζουν καὶ πολλάς φοράς ἀποδεικνύονται ἀνίσχυρα διά  τάς βαρείας ἀσθενείας , ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς  φάρμακο  << χρόνου διαγενομένου πολλοῦ, τήν οἰκείαν ἰσχύν ἐχει πᾶσαν>>. Ἀπὸ τότε  πού  τῆς δόθηκε ὁ θεῖος λόγος  ἐθεράπευσε δισεκατομμύρια ἀνθρώπους. Ποτὲ  δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν του ὡς φάρμακον ψυχῶν καὶ καμιὰ ἀσθένεια δὲν ὑπερίσχυσε αὐτοῦ. Δίδεται εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως  πλουσίους καὶ φτωχοὺς χωρὶς χρήματα. Διατίθεται διά τῆς   ἐπιδείξεως μόνον τῆς   γνησίας πίστεως , θελήσεως, προθυμίας  καὶ καλῆς διαθέσεως κάθε ἀνθρώπου. << ἀργύριον οὐκ ἔστι καταβαλεῖν, ἀλλά πίστιν ἐπιδείξασθαι δεῖ καί προαίρεσιν, ὁ ταῦτα καταβαλών μετά προθυμίας, οὗτος  καρποῦται μάλιστα τήν ὠφέλειαν>> [107]

             Τὸ φάρμακο τοῦ θείου λόγου τὸ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι, μηδενὸς ἑξαιρουμένου, διότι ὅλοι μας ἀσθενοῦμεν καὶ τραυματιζόμεθα ψυχικὰ ἀπὸ τάς σκέψεις μας καὶ ἀπὸ  τάς συναναστροφάς μας. Δυστυχῶς δὲν φροντίζομεν , ἔστω καὶ μία φορᾶ ἐβδομαδιαίως νὰ ἐπωφεληθῶμεν   τῆς ἀκροάσεως τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου , τοῦ ἀδαπάνου καὶ ἀνώδυνου  τούτου φαρμάκου, διὰ τὴν θεραπείαν τῆς ψυχῆς  μας.

 

         ε ) Σιδηρά δίστομος  μάχαιρα.

 

           Ὁ ὁμιλητής  χρησιμοποιεῖ εἰς τὸ Ἐκκλησ. κήρυγμα, τὸ θεῖον λόγον, ἀντὶ  νυστεριοῦ διὰ τὴν θεραπείαν τῶν τραυμάτων μας.  Εἶναι  κοφτερὸτερος ἀπὸ τὸ νυστέρι καὶ κόβει σύρριζα  τὴ σαπίλα ὅλης  της ἁμαρτίας χωρὶς νὰ μᾶς πονᾶ.[108]

  Ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει << Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐναργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχής τε καί πνεύματος.....>>(Εβρ. 4,12). Πράγματι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ ζωντανὸς καὶ πιὸ δραστικὸς καὶ πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ  κάθε δίκοπο μαχαίρι. Ὅταν πέφτῃ εἰς τάς ψυχάς τῶν   ἀμετανοήτων  παραβατῶν  τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, προκαλεῖ   φοβερὰ τραύματα καὶ ἀνοίγει  θανασίμους  πληγάς πιὸ πολὺ βαθείας ἀπὸ κάθε μαχαίρι. [109]

            Τὸ Ἐκκλησιαστικόν  κήρυγμα, εἶναι τὸ νυστέρι τοῦ ὁμιλητοῦ. Ὅπως ὁ χειροῦργος ἰατρὸς μὲ τὸ νυστέρι καθαρίζει τάς πυορροούσας  μολυσμένας σάπιας πληγάς καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν ὑγείαν τοῦ ἀσθενοῦς, ἔτσι καὶ ὁ ὁμιλητής διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τάς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν ὅταν μολυνθοῦν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκούῃ ἀδιάκοπα   μετά προσοχῆς τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καθαρίζεται ἡ συνείδησις του καί ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό ,  ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη  βαραίνουν αὐτήν ἄπειρα ἁμαρτήματα. Ἡ ἀκρόασις αὐτοῦ ὄχι μόνον δὲν προσθέτει νέα ἁμαρτήματα εἰς τόν ἀκροατήν , ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα διασαφηνίζει εἰς  τὴν συνείδησιν του, διότι τήν ξεσκουριάζει. << γίνεται δὲ καθαρὸν συνειδός, κἄν μυρίοις ἁμαρτήμασιν ἦ  βεβαρημένον, ἀκροάσεως συνεχοῦς ἀπολαῦον[110].

             Μεγάλη εἶναι ἡ ἐπίδρασις τοῦ λόγου εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν. Σώφρονες ἄνθρωποι ὡδηγήθησαν εἰς αἰσχράς πράξεις ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν  αἰσχρῶν λόγων καί αἰσχροί ἄνθρωποι   διά τῆς ἀκροάσεως  τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος ἔγιναν  σώφρονες . Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἐκ φύσεως οὔτε ἀγαθὴ οὔτε κακή, ἀλλὰ γίνεται  καλὴ ἢ κακὴ ἀπὸ τὴν προαίρεσίν της καί ἀπό τούς λόγους καί τά θεάματα διά τῶν ὁποίων  τροφοδοτεῖται. Ὅπως τὰ ἱστία μεταφέρουν τὸ πλοῖο  πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ποὺ πνέει ὁ ἄνεμος καὶ  τὸ πηδάλιον τὸ κατευθύνει χωρὶς νὰ  κινδυνεύῃ νὰ καταποντισθῇ τό πλοῖο, ἔτσι καὶ ὁ θεῖος λόγος κατευθύνει καὶ ὁδηγεῖ  ἀσφαλῶς τὸν λογισμὸν τοῦ ἀνθρώπου.  << ὂσπερ ἐστί τοῖς πλοίοις τά πνεύματα, τοῦτο ταῖς ψυχαῖς οἱ λόγοι·  ὅπουπερ ἄν θέλῃς μετάγεις αὐτήν καί μετατρέπεις.>>[111]

    στ ΄)  Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς   ὁ  λ ό γ ο ς   τ ο υ    Θ ε ο ύ.

 

          << Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται>>( Β΄Τιμ.2,9). Οἱ στρατιῶται τοῦ κόσμου αὐτοῦ ὅταν κάνουν αἰσθητό πόλεμο δευσμεύονται. Δύνανται οἱ ἀντίπαλοι τους  νὰ τοὺς αἰχμαλωτίσουν, νά δέσουν τὰ χέρια τους μὲ ἁλυσίδας καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν νὰ πολεμοῦν, ἐνῷ τοὺς ὁμιλητάς τοῦ θείου λόγου κανείς δέν ἠδυνήθη νά τούς ἁλυσοδέσῃ  τόν νοῦν καί τήν  γλῶσσαν τῶν ἱεραποστόλων τοῦ Χριστιανισμοῦ, παρ'ὅτι τό ἐπεδίωξαν πολλοί εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες.  << νῦν δέ τοιούτους ἐποίησε ὁ Θεός, ὡς μηδενί καταγωνίζεσθαι>>. Τὰ χέρια εἶναι δυνατόν  νὰ δεσμευθοῦν , ὄχι ὅμως ἡ διάνοια καί ἡ γλῶσσα, τάς ὁποίας κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ δέσῃ, ἀλλὰ μόνον ἡ δειλία καὶ ἡ ἀπιστία. Ὅ,τι εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπό τήν δειλίαν καί τήν ἀπιστίαν εἶναι ἀδέσμευτο. Ὁ χριστιανὸς ὁμιλητὴς ὁ ὁποῖος ὡς μιμητής του ἀπ. Παύλου, πιστός καί θαραλαῖος μέχρι θανάτου,   δὲ δειλιάζει καὶ δὲ φοβᾶται ποτέ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος  χειροδέσμιος ἦτο εἰς τὴν φυλακὴν τῆς Ρώμης καὶ ὅμως  ἐκήρυττε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία του πετοῦσε σὰν νὰ εἶχε φτερὰ σ'ὅλην τὴν οἰκουμένην.

             Ὁ δάσκαλος σπέρνει διά τῆς γλώσσης καὶ ὄχι διά τῶν χειρῶν, ὅπως  ὁ γεωργὸς  ,<<  κἄν περιβάλῃς  δεσμά ,τό κήρυγμα  οὐ δέδεται... Οὐχ ὑποβάλλεται  τοίνυν δεσμῷ ὁ λόγος ὁ ἡμέτερος· ἡμῶν γάρ δεδεμένων, ἐκεῖνος λέλυται καί τρέχει>>[112].

            Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ  εἶναι ἀδέυμευτος ἀπὸ  τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ τὸ χρόνο. Τό ἐκκλησ. κήρυγμα εἶναι σάν τήν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου ἀδέσμευτον <<Καθάπερ γάρ ἀκτῖνα  δῆσαι οὐ δυνατόν συγκλεῖσαι ἐν οἰκίᾳ,οὕτως οὐδέ τοῦ κηρύγματος τόν λόγον>>[113]Ὅπως δὲν δυνάμεθα νὰ δεσμεύσωμεν τάς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου  ἔτσι καὶ τὸ ἐκκλησιαστικόν  κήρυγμα οὐδείς δύναται νὰ τὸ δεσμεύσῃ. Αὐτό εἶναι ἀποδεδειγμένο ἀπό τήν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ.Τό κήρυγμα τοῦ Ἀπ. Παύλου, παρ'ὅτι ὁ ἴδιος εὑρίσκετο δέσμιος ἐν  φυλακῇ, περιήπτατο εἰς ὅλον τόν κόσμον.

            Αἱ ψυχαί τῶν ἀκροατῶν εἶναι  ἀγρός , καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ σπόρος. Ὁ ὁμιλητής εἶναι ὁ  σπορέας. Εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς ἐπιρεάζουν καὶ συντελοῦν οἱ  φυσικοὶ νόμοι , οἱ καιρικὲς συνθῆκες, ἐνῶ εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν ψυχῶν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν  φροντίζει καὶ ἐπιδρᾶ κυρίως  ἡ θεία χάρις. << Θεία χάρις ταύτην γεωργεῖ τὴν Ἐκκλησίαν>>. Εἰς τὴν πνευματικὴν σπορὰν  δὲν χρειάζεται κατάλληλη  ἐποχὴ τοῦ ἔτους, οὔτε πολὺς χρόνος ἵνα φυτρώσῃ καὶ  καρποφορήσῃ. << Ἀλλ᾿  ἔστι ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ καταβαλόντα τα σπέρματα μεστῷ και πεπληρωμένῳ τῷ βραχίονι τοῦτον ἀμῆσαι ἀμητόν>>. [114]

Ἔχει τοιαύτας ἰδιότητας τό ἐκκλ. κήρυγμα  διότι κηρύττει καί ὁμολογεῖ ἀληθινόν Θεόν, τόν Εσταρωμένον καί Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν Ἰηοῦν  Χριστόν καί ἀποβλέπει νά ὁδηγήσῃ τούς ἀκροατάς πλησίον τοῦ Χριστοῦ.(ὑποσημείωσις)     .

 

 

ΤΜΗΜΑ  Γ

 

ΜΕΣΑ ΠΡΟΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΝ  ΤΟΥ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ  ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

 

1.Ἡ Προσωπικότης τοῦ ἰεροκήρυκος[115]

         Ὁ ἱεροκήρυξ δέν εἶναι τυχαῖον πρόσωπον, δέν εἶναι ἐπαγγελματίας, δέν εἶναι ὁ θύραθεν ρήτωρ, ἀλλ'εἶναι ἡ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη, εἶναι ἡ λυχνία ἡ τοποθετημένη ἐπί τόν λυχνοστάτην, εἶναι ὁ φορέας τοῦ θείου λόγου  εἰς τάς ψυχάς τῶν πιστῶν . Δέν εἶναι ἁπλοῦς  διδάσκαλος , ὅστις παραδίδει τό μάθημα αὐτοῦ ὡς καθῆκον διά τήν μισθοδοσίαν  του καί πέραν αὐτοῦ οὐδεμίαν εὐθύνην ἔχει, ἀλλ'εἶναι ἐξουσιοδοτημένος ὑπό τοῦ Θεοῦ  καί θά δώσῃ λόγον ἀπέναντι Αὐτοῦ τόσον δι'αὐτά τά ὁποῖα λέγει  καί πράττει, ὅσον καί διά τήν ἐπίδρασιν τήν ὁποίαν θά ἔχῃ ἐπί τῶν ἀκροατῶν διά τοῦ παραδείγματός τῆς ζωῆς του.

Ἀλοίμονον ἄν σκανδαλίσῃ ψυχάς, κάλλιον κατά τήν ρῆσιν τῆς Γραφῆς  νά δέσῃ μῦλον ὀνικόν εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί νά ριφθῇ εἰς τήν θάλασσαν.[116]Μεγίστην εὐθύνην, παράλληλον τῆς ἱερωσύνης, ἕχει ὁ κήρυξ τοῦ θείου λόγου, διότι ὡς λέγει ὁ ἱ, Χρυσόστομος, <<αὔτη γάρ μοι ἱερωσύνη τό κηρύττειν καί καταγγέλλειν. Ταύτην προσφέρω τήν θυσίαν>>.[117]

            Ἕνα ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων καί ἐπιβεβλημένων καθηκόντων τοῦ ἱερέως εἶναι τό κηρύττειν, καί ἑπομένως τάς εὐθύνας τάς ὁποίας ἔχει ὁ ἱερεύς εἰς τόν τομέα τοῦ κηρύγματος  ταύτας ἔχει  καί οἱοσδήποτε λαϊκός ἠ μοναχός ἱεροκήρυξ. Ὁποία ,λοιπόν, πρέπει νά εἶναι ἡ προσωπικότης τοῦ ἱερέως τοιαύτη δέον νά εἶναι  καί ἡ προσωπικότης τοῦ ἱεροκήρυκος. ἤτοι νά τήν διακρίνουν.

          α) Ἡ ταπεινοφροσύνη.  ἀρετή αὐτή συνιστᾶται εἰς τούς μακαρισμούς πρώτη ἀπ'ὅλας τάς αρετάς εἰς πάντα Χριστιανόν,  ἰδιαίτερα νομίζω εἰς τόν φορέα τοῦ θείου λόγου. Διό καί ὁ ἱ. Πατήρ λέγει: <<οὐδέν οὕτως ἀνίησι τούς ἀκούοντας,ὡς τό μηδέν περί ἑαυτοῦ λέγειν μέγα τόν λέγοντα, ἀλλά καί τήν ὑποψίαν ἀναιρεῖν>>[118].

            Ὁ ἱ.Χρυσόστομος ἦτο πάντοτε ταπεινόφρων συναισθανόμενος δέ τήν θέσιν αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἔλεγε: <<ἄνθρωπος γῆ καί σποδός ὑπάρχων, σάρξ καί αἷμα, χόρτος καί ἄνθος τοῦ χόρτου, καί καπνός καί ματαιότης καί εἰ τι τῶν τοιούτων ἀδανέστερον καί εὐτελέστερον>>, συμπληρῶν δέ λέγει:<<ἐννόησον , ἄθλιε καί ταλαίπωρε τίς εἶ  καί τίνα περιεργάζει ἄνθρωπος ὤν Θεόν  πολυπραγμονεῖς;>>[119].

Πάντοτε ταύτην ἐξεδήλωνε τόσον εἰς τήν ὅλην ζωήν του ὅσον καί εἰς τάς ὁμιλίας αὐτοῦ, ὅπως π.χ. εἰς τήν ὁμιλίαν<<ὅτε περσβύτερος προχειρίσθη>> λέγει περί αὐτοῦ <<μειρακίσκος  εὐτελής καί ἀπερριμένος πρός ὕψος ἀνηνέχθη τοσοῦτον>>[120]. Ἀλλά κάι ἀλλαχοῦ, ὅπως εἰς τόν πρός Διόδωρον λόγον αὐτοῦ, καθώς καί εἰς τήν Δ  ὁμιλίαν εἰς τήν Δ` πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν καί εἰς τήν Η` εἰς τάς Πράξεις χαρακτηριστικῶς ἐκδηλώνει τήν κατά συναίσθησιν  ταπεινοφροσύνην αὐτοῦ. Ἔβλεπε τόν ὑπερβολικό ζῆλο καί πόθο τῆς ἀκροάσεως τῆς διδασκαλίας του ὑπό  πολλῶν ἀκροατῶν  καί ἔλεγε <<πολλήν ἑμαυτῷ πενίαν συνειδώς συνεχῶς καί καθ' ἑκάστην ἡμέραν τήν πτωχήν ταύτην καί εὐτελῆ τράπεζαν ὑμῖν παρατιθέναι σπουδάζω>>[121].

             Ὅτι   εἶναι πολύ ἀπαραίτητος ἡ ταπεινοφροσύνη εἰς τόν ὑπηρέτην τοῦ θείου λόγου τοῦτο καθίσταται φανερόν ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ψυχοσυνθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις ὅταν πρό ὀφθαλμόν ἔχῃ ὑπερήφανον καί ἐγωϊστήν  ὀμιλητήν ἀντιδρᾶ ἐκ φύσεως, ἐνῶ πρό τοῦ ταπεινόφρονος συγκατατίθεται καί ἀκούει εὐχαρίστως.

 Ἡ ταπεινοφροσύνη βεβαίως εἷναι  μέρος τι τῆς ὁλοκληρωμένης προσωπικότητος τοῦ ἱεροκήρυκος, ἡ ὁποία συγκρατεῖ καί τάς ἄλλας ἀρετάς, ἀλλα καί  ἄνευ ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν καί δεῖ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐγκρατείας πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιδράσῃ ἁποτελεσματικῶς εἰς τό ἀκροατήριον;

            β)Ἡ πίστις  προηγεῖται τῶν ὑπολοίπων ἀρετῶν, διότι  ἔάν δέν πιστεύῃ ὀ ἴδιος αὐτά τά ὁποῖα κηρύττῃ θά εἶναι ἀνάξιος νά τά μεταδώσῃ. Θά ἐνεργῇ ὡς ὑποκριτής ἠθοποιός . Ὁ  ἱ. Χρυσόστομος εἶχε ἀκλόνητην πίστιν καί ἐκ περισεύματος καρδίας ὡμίλει. Ἐπίστευε εἰς τόν Χριστόν καί  εἰς τήν δύναμιν τοῦ θείου Του λόγου. Ἐθεώρει τό κήρυγμα ὡς τό ἀσφαλέστερον μέσον ἵνα φέρῃ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου εἱς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν  καί νά κινήσῃ αὐτούς εἰς τήν πίστιν καί τήν ἀγάπην καί τήν ἀφοσίωσιν πρός τόν Θεόν. Ὁ ἱ Πατήρ ἦταν ἡ μαρτυρία τῆς ζώσης πίστεως καί διά τοῦτο ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύσις προθύμως ἤκουον τῆς φωνῆς αὐτοῦ.Ὅλοι τόν παραδέχονται διά τήν γνησίαν πίστιν του. Δι' αὐτόν ἡ πίστις ἦτο  κανών ζωῆς καί οὐχί ἁπλῶς θεωρία,ὡς λέγει σύγχρονος Θεολόγος.[122]

            γ)Ἡ ἀγάπηεἶναι λίαν ἀπαραίτητος ἤ μᾶλλον ἀναντικαταστατος εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεροκήρυκος, διότι <<οὐδέν γάρ  οὕτω συμβάλλεται πρός τό πεῖσαι τόν ἀκούοντα καί δέξασθαι τά λεγόμενα, ὡς τό μαθεῖν ὅτι μετά πολλῆς ἀγάπης λέγεται>>[123]. Πράγματι τήν εὔννοιαν τῶν ἀκροατῶν  δι' οὐδενός ἄλλου τρόπου περιποιεῖ  ἑαυτόν ὁ ρήτωρ, τοσοῦτον ἀσφαλῶς ὅσον διά τῆς ἀγάπης καί τῆς κλίσεως  αὐτοῦ πρός αὐτούς.Ὁ δέ ἱ Χρυσόστομος μετά πολλής ἀγάπης πάντοτε ὡμίλει, π.χ. λέγει: <<καί πρώην πρός ὑμᾶς καί νῦν πρός ὑμᾶς, εἴθε δέ καί ἀεί μεθ' ὑμῶν, μᾶλλον δέ οὐκ ἀεί μεθ' ὑμῶν εἰ καί μή σώματος παρουσία ἀλλ'ἀγάπης δυνάμει· οὐδέ γάρ ἕτερός μου βίος τίς ἐστι ἀλλ'ὑμεῖς καί τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ἡ φροντίς >>[124] Ἡ ἀγάπη τοῦ ἱ. Πατρός πρός τό ἀκροατήριον ἦτο τόσον μεγάλη ὥστε καί τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐθυσίαζε χάριν ἐκείνου<<ἑτέρως γάρ οὐκ οἷδα φιλεῖν ἀλλ' ἤ μετά τοῦ καί τήν ψυχήν ἐκδιδόναι τήν ἑμαυτοῦ, ἡνίκα ἅν τινά κινδυνεύοντα διασῶσαι δέῃ>>. Λίγοι ἐπίγειοι  διδάσκαλοι ἐξεδήλωσαν  τόσην ἀγάπην πρός τό ποίμνιόν τους καί τούς διδασκομένους διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν τους  ὅπως ὁ ἱ. Πατήρ. Τούς ἠγάπα  πολύ καί δια τοῦτο ἐθλιβετο , ἔπασχε, ὠδυνᾶτο  ὅταν ἀπουσίαζον ἀπό τήν ἀκρόασιν τοῦ κηρύγματος . <<καθάπερ μήτηρ φιλόστοργος τράπεζαν ἔχουσαν παραθεῖναι καί παίδων μή παρόντων ἀπάντων ἀλγεῖ καί ὀδυνᾶται, τοῦτο δή κἀγώ πάσχω  καί τῶν ἀδελφῶν τῶν ἡμετέρων ἐννοῶν τήν ἀπουσίαν ἀναδύομαι>>[125]

            Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀνέπτυξε  μεγάλην δημιουργικήν δύναμιν ἐπάνω εἰς τά θεμέλια  τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης. Εἶχε ἀπέραντον ἀγάπην καί διά τοῦτο ὑπῆρξε κῆρυξ τῆς ἀγάπης, περί τῆς ὁποίας καί  λέγει<<μεγάλη γάρ αὔτη διδάσκαλος καί ἱκανή καί πλάνης ἀπαγαγεῖν καί τρόπον μεταρυθμῆσαι καί πρός φιλοσοφίαν χειραγωγῆσαι καί ἀπό λίθον ἀνθρώπους ἐργάσασθαι>>[126]  Ἠγάπα  ὅλους ὡς ἰδικούς του,τούς εἶχε μέσα εἱς τήν ψυχήν  του καί διά τοτο ἔλεγε:<<ὑμεῖς  ἐμοί πατέρες,ὑμεῖς ἀδελφοί, ὑμεῖς ἀδελφαί, ὑμεῖς ἐμοί τέκνα· τοιαύτη γάρ ἡ τῆς ἀγάπης δύναμις τοῦ οὐρανοῦ εῤυχωροτέραν ποιεῖ τήν ψυχήν>>[127] Μέ πόσην ἀγάπην ὁμιλεῖ εἰς τήν πρό τῆς ἐξορίας ὁμιλίαν αὐτοῦ, ὅπου ἡ ἀγάπη του φθάνει μέχρι θυσίας, <<μυριάκις γάρ ἄν εὐξαίμην αὐτός πυρωθῆναι, εἰ γέ ἐνῆν διά τοῦτο τάς ὑμετέρας ἐπιστρέψαι ψυχάς>>[128].Μετά πάσης στοργῆς καί πατρικότητος εὔχεται ὑπέρ τῆς προόδου τῶν ἀκροατῶν του[129].

            Ὅταν λοιπόν τό ἀκροατήριον βλέπῃ τόσην ἐκδηλουμένην ἀγάπην ἀπό μέρους τοῦ ἱεροκήρυκος εἶναι δυνατόν νά μήν πεισθῇ καί νά μήν δεχθῇ τά ὑπ'αὐτοῦ κηρυττόμενα; καί μάλιστα ὅταν ἡ ἀγάπη εἶναι τόσον μεγάλη ὥστε καί τούς ἐχθρούς ἀκόμη ὄχι μόνον νά συγχωρῇ ἀλλά καί δακρύζῃ ἐξ ἀγάπης ὑπέρ αὐτῶν,<<τούς μέν δι' ἀμάθειαν ταῦτα πάσχουσι συγγινώσκειν, τούς δέ διά φθόνον τοῦτο ὑπομένοντας δακρύειν>>[130] Πῶς εἶναι δυνατόν νά μή μαλαχθοῦν αἱ καρδίαι αὐτῶν ὑπό ἑνός τοιούτου ἱεροκήρυκος;

            δ)Ἡ αὐθεντικότητα καί ἡ προσήνεια τῆς προσωπικότητος τοῦ ἱεροκήρυκος ἐπιδρᾷ θετικά καί ἀποτελεσματικά εἰς τό θεῖον κήρυγμα. Ὁ εκκλησιαστικός ρήτωρ δέν εἶναι ὡς δικανικός τοιοῦτος, διότι πρέπει νά ὁμιλῇ πάντοτε  μετά πολλῆς αὐθεντικότητος καί  προσηνείας. <<Οὐκ αὐθεντίας δεῖ τῷ διδιδασκάλῳ μόνον, ἀλλά καί προσηνείας πολλῆς, ὥσπερ οὐ προσηνείας μόνον ἀλλά καί αὐθεντίας>>[131].

            Τήν αὐθεντίαν βεβαίως τήν ἔχει ἐξ αὐτοῦ τούτου  τοῦ περιεχομένου τοῦ κηρύγματος  καθ' ὅσον κηρύττει τόν ἀψευδῆ λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πάλιν εἶναι ἀπαραίτητος  ἡ αὐθεντία τῆς προσωπικότητος τοῦ ἱεροκήρυκος  δια τήν κατοχύρωσιν  τῆς ἀληθείας τῶν διδασκομένων  ἵνα  ἐμπνέῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τά κηρυττόμενά του, διότι εἶναι δυνατόν ἡ ἀλήθεια ὅταν  περιπέσῃ εἰς στόμα σοφιστοῦ ἀναξιοπίστου ψευδομένου ἀνθρώπου νά μεταστραφῇ ἡ ἀλήθεια  εἰς ψεῦδος καί τό ψεῦδος εἰς ἀλήθειαν.

Διά τοῦτο λοιπόν ἀνάγκη ὅπως ὁ ἐκκλ. ρήτωρ λέγῃ πάντοτε τήν ἀλήθειαν καί ἀντιπροσωπεύῃ  ἐπαξίως διά τῆς προσωπικότητός του αὐτήν.

Ἐάν ἅπαξ καί δίς συλληφθῇ ψευδόμενος ἀπέτυχε πλέον τοῦ ἱερἀποστολικοῦ ἔργου, διότι <<ὅταν ἴδωμεν τινάς ἀνθρώπους  ἐν πᾶσι ἀληθεύοντας καί μηδέν μηδαμοῦ ψευδομένους, κἄν ἐχθροί τυγχάνοντες, ᾧ καί νοῦν ἔχομεν, δεχόμεθα τά παρ' αὐτῶν λεγόμενα· ὥσπερ οὖν ὅταν ἴδωμεν ψευδομένους  κἄν ἀληθεύειν ἔν τισι, οὐδέ ἐκεῖνα ραδίως παραδεχόμεθα>>.

            Ὁ ἱεροκήρυξ δέν ψεύδεται μόνον διά τῶν λόγων ἀλλά πολύ περισσότερον διά τοῦ βίου αὐτοῦ,ὅταν δέν ἐφαρμόζει  αὐτά τά ὁποῖα λέγει . Διά τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου καί τοῦ βίου  καί τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης ἀναπτύσεται ἡ ἁμοιβαία ἐμπιστοσύνη μεταξύ τοῦ ἀκροατηρίου καί τοῦ ἱεροκήρυκος. Αὐτή ἦτο ἡ  γέφυρα διᾶ τῆς ὁποίας μεταδίδοντο καί καθίσταντο ἀποδεκτά τά διδασκόμενα τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τούς ἀκροατάς.

            ε) Ἡ Γεναιότης τῆς  ψυχῆς  τοῦ ἰεροκήρυκος συμβάλλει εἰς τήν καλλιέργειαν τῆς προσωπικότητος τοῦ ἱεροκήρυκος. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομον ὁ ἰεροκήρυξ πρέπει νά διακρίνεται διά τήν γανναίαν αὐτοῦ ψυχήν, ἥτις θά ὑπερβαίνῃ τήν σμικρότητα τῶν ἀνθρώπων καί <<πρός τό ὠφελιμότερον μετάγειν τήν ἀκρόασιν>>. Λέγοντες  ὅτι ὁ ἱεροκήρυξ δέον νά εἶναι <<γενναίας ψυχῆς>> ἄνθρωπος ἐννοοῦμεν ὅτι θά εἶναι ἀνώτερς ματαιοδοξίας , φθόνου καί βασκανίας. <<διδασκάλων  ἐστί ἀρετή  μή τιμήν, μηδέ δοξαν ζητεῖν παρά τῶν ἀρχομένων ἀλλά τήν σωτηρίαν αὐτῶν>>[132]. Οὐδεμίαν προσοχήν θά δίδῃ εἰς τά ὑπέρ ἤ κατ'αὐτοῦ  σχόλια. << δόξης μάλιστα καταφρονεῖν τόν τοῦτο τό στάδιον ἐρχόμενον, ὀργῆς ἀνώτερον εἶναι, συνέσεως ἔμπλεον πολλῆς >>. Βεβαίως τάς μέν συκοφαντίας θά διαλύῃ μετά συνέσεως, ἀλλά δέν θά φοβῆται οὐδένα προκειμένου νά ὑποστηρίξῃ τό δίκαιον καί νά ἀποδείξῃ τήν Χριστιανικήν ἀλήθειαν.

 Ὅταν θά εἶναι ἀπηλλαγμένος τῶν τοιούτων παθῶν καί ἐπιμένει μετά πολλοῦ ζήλου εἰς τό καθῆκον τοῦ κηρύγματος  τότε μόνον θά δυνηθῇ νά ἐπιτύχῃ ὡς προσωπικότης εἰς τήν ἀποστολήν τοῦ κηρύγματος.

 

2. Ἐνάρετος βίος.

          Ἡ προσωπικότητα τοῦ ἱεροκήρυκος  συνίσταται ὄχι μόνον ὅπως αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει  δέον νά εἶναι καθαρά ἀλήθεια, ἀλλά καί νά πιστεύῃ καί νά ζῇ αὐτά, διότι ἄλλως εἰς ἑαυτόν θά ψεύδεται, λέγων τι ὅπερ ὁ ἴδιος δέν πιστεύει ὡς ἀλήθειαν. Ἐξ ἄλλου μίαν ἠθικήν ἀλήθειαν τότε φαίνεται  πλήρως, ὅταν τήν ἀποδείξῃ τις διά τῆς ἐφαρμογῆς    , ἐνῷ μέ θεωρίας καί σοφίσματα ὡς προείπωμεν εἶναι δυνατόν τό κακόν νά ἀποδειχθῇ ὡς ἁγαθόν καί τό ἀγαθόν ὡς κακόν, ὡς ἔκαμον οἱ ἀρχαῖοι σοφισταί.

 

 α)Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐναρέτου βίου.

            Διᾶ τοῦ βίου του θά ἀποδείξῃ τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὁἐνάρετος βίος  τοῦ ἱεροκήρυκος  εἶναι ἡ διαβεβαίωσις τῆς ἀληθείας τῶν λεγομένων αὐτοῦ καί τῆς ἐπιτυχίας τοῦ κηρύγματος , ἐπειδή  τό ἀκροατήριον μετά πολλής προσοχῆς παρακολουθεῖ τήν ζωήν αὐτοῦ καί μιμεῖται αὐτόν. <<Πέφυκε γάρ ὡς τά πολλά  τό τῶν ἀρχομένων πλῆθος ὥσπερ εἰς ἀρχέτυπον τινά εἰκόνα τοῦ τῶν ἀρχόντων τρόπους ὁρῶν καί πρός ἐκείνους ἐξομοιοῦν ἐαυτούς>>[133]

Ὁ ἐνάρετος βίος κατά τόν ἱ. Χρυσόστομον εἶναι ὁ τελειότερος καί ὁ ἄριστος τρόπος διδασκαλίας <<Καί γάρ τελειότατος τῆς διδασκαλίας ὅρος ὅταν δι'ὧν πράττωσι καί δι'ὧν λέγωσι τοῖς μαθητευομένοις πρός τόν μακάριον  βίον>>[134].  Διά τοῦτο ἐδίδασκε ὄχι μόνον διά τοῦ λόγου ἀλλά καί διά τοῦ βίου αὐτοῦ <<ὅταν δέ τις καί λόγῳ παιδεύῃ καί βίῳ πάντων ἐστί μείζων>>[135] Ὁ βίος εἶναι ἐκεῖνος   ὁ ὁποῖος ἀφήνει μεγαλυτέραν φωνήν καί λάμψιν ἀπό τούς πλέον ρητορικούς λόγους . <<Οὕτως ἐστί ὁ πανταχοῦ λάμπων, ὁ τοῦ πνεύματος τήν χάριν ἐπισπώμενος>>[136]  Ὁ βίος εἶναι ἀποτελεσματικώτερος  καί αὐτῆς ταύτης τῆς δυνάμεως τοῦ θαυματουργεῖν, π.χ.ὀ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής δέν ἐθαυματούργει μέν ἀλλ' ὅμως διά τοῦ βίου καί μόνον πλήθη μετενόουν ἐκ τοῦ  κηρύγματός του καί ἐβαπτίζοντο.

            Βίον ἐνάρετον τοῦ ἱεροκήρυκος,  ὅταν λέγει ὁ ἱ.Πατήρ, δέν ἐννοεῖ τήν ἁπλῆν τήρησιν τῶν ἐξωτερικῶν τύπων τῆς νηστείας καί τῶν λοιπῶν ἐξωτερικῶν καθηκόντων τά ὁποῖα ποιοῦσι καί   οἱ ὐποκριταί, ἀλλά βίον ἐκδηλούμενον διά πολλῶν ἔργων καί θυσιῶν. <<Βίον δέ λέγω νῦν, οὐχί ἄν νηστεύσῃς, οὐδέ ἄν σάκκον καί σποδόν  ὑποστρώσῃς· ἀλλ' ἄν χρημάτων ὑπερίδῃς ὡς ὑπεριδεῖν χρή, ἐάν φιλοστοργήσῃς, ἐάν δῷς πεινόντι  τόν ἄρτον σου, ἐάν θυμοῦ κρατήσῃς, ἄν κενοδοξίαν ἐκβάλῃς, ἄν βασκανίαν ἀνέλῃς>>[137]. Εἰς τό ἐκκλ. κήρυγμα εἶναι ἀναντίρρητον καί ἀποδεδειγμένον τόσον ἐκ τῆς ἱστορίας καί τῆς πείρας ὅσον καί ἐξ αὐτῆς τῆς ψυχολογίας ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν ὅτι ὁ ἐνάρετος << βίος μᾶλλον  ὠφελεῖν δύναται>>. Διά τοῦτο πολλάκις συνιστᾶται ὑπ'αὐτοῦ τοῦ ἱ. Πατρός ὁ ἐνάρετος βίος ὡς ὁ ἄριστος τρόπος διδασκαλίας  πρός τό ἀκροατήριον αὐτοῦ. Ὁ ἴδιος ἐδίδασκε διά τοῦ παραδείγματος. Ὁ δέ ἀσκητικός καί ἅγιος βίος του προμύθευε εἱς τούς λόγους του τήν δύναμιν τῆς πειθοῦς, τό  κύρος καί τήν αὐθεντίαν εἰς τά διδασκόμενά ὑπ'αὐτοῦ. Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γραφει: <<Εἰδομεν  ἤδη ὅτι ἡ πολιτεία  καί καθόλου ὁ βίος αὐτοῦ  προσέδιδε μέγιστον κῦρος τῇ  διδασκαλίᾳ αὐτοῦ,  καθίστατο ὁ βίος  αυτοῦ  μυριόστομος διδασκαλία καί ἄριστον  μέσον πρός ἀπόκτησιν τῆς εὐνοίας τῶν ἀκροατῶν  καί τοῦ σεβασμοῦ τοῦ λαοῦ>>[138].

 

β)Ἡ ἔλειψις τοῦ ἐναρέτου βίου καθιστᾶ ἀνάξιον τόν ὁμιλητήν.

 

            Ὁ μή πράττων τά ὑπ'αὐτοῦ κηρυττόμενα εἶναι ἀνάξιος νά ἀνέρχεται εἰς τόν ἄμβωνα καί ἀσυγχώρητος καθίσταται ἀπό τόν θεῖον  νόμου ὅταν ὁ βίος αὐτοῦ εἶναι διεφθαρμένος. Διαμαρτύρεται πρός τόν τοιοῦτον ὁ Κύριος λέγων <<ἵνα τί σύ ἐκδιηγῇ τά δικαιώματά μου;>> Πῶς εἶναι δυνατόν  ὡς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος(Ρωμ2,17-24) νά διδάξῃς τοῦ ἄλλου μή κλέπτῃς, μή μοιχεύῃς, μή πλεονεκτῇς, μήν εἶσαι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καθ' ἥν στιγμήν σύ ὁ ἴδιος ὁ κηρύττων πράττεις ταῦτα;

Τό τοιοῦτον κήρυγμα ὄχι μόνον δεν ὠφελεῖ ἀλλά καί πρόξενον βλάβης καί σκανδάλου γίνεται. << Ἔπεί κἄν μύρια φιλοσοφήσωμεν διά τῶν λόγων βίον δέ μή παρεχόμεθα ἐκείνων βελτίονα τό κέρδος οὐδέν · οὐ γάρ τοῖς λεγομένοις προσέχουσι, ἀλλά ἅ πράττομεν ἐξετάζουσι καί φασί. Σύ  πρότερος τοῖς σοῖς ρήμασι πείθου, καί τότε ἑτέροις  παραίνει>> διότι <<τά ἕργα τῶν ρημάτων  εἰσί πιστότερα>>[139] Εἴμεθα ἀξιολύπητοι   ὡς Χριστιανοί <<Ὅταν ἐν μέν ρήμασι φιλοσοφῶμεν, ἐν δέ ἔργοις ἀσχημονῶμεν, ποίοις ὀφθαλμοῖς αὐτούς ὀψόμεθα, ποίοις στόμασι διαλεξόμεθα περί δογμάτων>> Πῶς εἶναι δυνατόν νά διδάξωμεν εἰς τούς ἄλλους τάς ἀρχάς τῆς πίστεώς μας ἐφ'ὅσον ἐμεῖς  δέν  κατορθώνωμεν νά ἐφαρμόσωμεν ἐμπράκτως αὐτάς; <<ὁ τό ἔλαττον μή κατορθωκώς, πῶς ἀξιοῖς περί τοῦ μείζονος διδάσκειν;>>[140].  Ὄντως ἄν ἴδωσι τόν ἱεροκήρυκα καί κάθε Χριστιανόν ἁρπάζοντα, μοιχόν, ἀδιάφορον εἰς τήν πίστιν καί διεφθαρμένον ἠθικῶς πῶς εἶναι δυνατόν νά πιστεύσωσι; <<Καί τοῦτο τό κωλύον τούς ἀπίστους γενέσθαι Χριστιανούς>> Ἐνῷ ἀντιθέτως πολλάκις ἤ μᾶλλον πάντοτε ἐπί τῶν ἠθικῶν θεμάτων  διδάσκει ὁ ἐνάρετος βίος  περισσότερον τῶν ρητορικῶν λόγων καθ' ὅσον οἱ ζῶντες ἐναρέτως <<φωνήν σάλπιγγος λαμπροτέραν διά τῆς πολιτείας  καί φιλοσοφίας ἀφέντες, αὕτη γάρ τῆς γλώσσης ἰσχυροτέρα>>[141].

 

3. Μόρφωσις.

Διατί εἶναι ἀπαραίτητος;

           Εἰς μίαν μόνον περίπτωσιν  δέν εἶναι  ὁ ἐνάρετος βίος   πρῶτος εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ   Ἐκκλ. κηρύγματος, <<ὅταν δέ ὑπέρ δογμάτων  ἀγών κινεῖται, καί πάντες ἀπό τῶν αὐτῶν μάχονται Γραφῶν , ποίαν ἰσχύν   βίος  ἐνταῦθα  ἐπιδεῖξαι δυνήσεται;>>[142]. Τότε μόνον πρωτεύει ἡ γνῶσις τοῦ ἐναρέτου βίου ἐνῷ ἄλλοτε δέον αὐτή νά ἕπεται ἐκείνου.

Ὅτι δέ αὔτη  εἶναι ἀναγκαία  εἰς τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεροκήρυκα καθίσταται φανερά ἐκ πολλῶν  καί διαφόρων σημείων. Ἐπιβάλεται κατ'ἀρχάς  ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀκροατηρίου, τό ὁποῖον θέλει πάντοτε νά ἔχῃ ὁμιλητήν εἰ δυνατόν περισσότερον μορφωμένον αὐτοῦ. <<Διά δή  ταῦτα μάλιστα πάντων ἔμπειρον εἶναι δή τῶν τοιούτων ἀγώνων τόν διδάσκειν τούς ἄλλους λαχόντα>>.

            Ἀληθές εἶναι ὅτι καθ' ἥν στιγμήν ὁμιλεῖ ὁ ἱεροκήρυξ ὡς ἐκ τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου καί τῆς ἐπικρατούσης τακτικῆς ἀπ' ἄμβωνος  ἐν Ἐκκλησίᾳ οὐδείς ἀντιλέγει ἥ ἐρωτᾶ αὐτόν περί τινος, ἀλλ' οἱ ἀντιλέγοντες εὐκαιρίας δοθείσης  ἔρχονται εἰς συνομιλίαν μετ'αὐτοῦ τοῦ ἐκκλ. ρήτορος καί ὑποβάλλουν τάς ἐνστάσεις τους ἥ ἀπορίας αὐτῶν. Ἐάν λοιπόν ὁ ἱεροκῆρυξ δέν εἶναι μορφωμένος καλῶς καί ἠττηθῇ ὑπό τῶν ἀντιπάλων αὐτοῦ ποίαν ἄραγε ἐντύπωσιν θά προκαλέσῃ εἰς τούς παρευρεθέντας ἐκεῖ πιστούς; Ἀφήνομεν καί πάλιν νά ἀπαντήσῃ ὁ  ἱ. Πατήρ ὡς ἑξῆς: ,<< Ὅταν ἴδῃ τό ἡγούμενον ἠττηθέντα καί οὐδέν ἔχοντα πρός τούς ἀντιλέγοντας εἰπεῖν, οὐ τήν ἀσθένειαν ἐκείνου τῆς ἥττης ἀλλά τοῦ δόγματος αἰτιῶνται  σαθρότητα· καί διά τήν τοῦ ἑνός ἀπειρίαν ὁ πολύς λαός εἰς ἔσχατον ὄλεθρον καταφέρεται>>[143].

            Ἀλλά, καί ἄν ἀποκλείσωμεν τήν ἀντίδρασιν καί τήν ἀντιλογίαν τῶν ἀντιπάλων, αὐτοί οὗτοι  οἱ πιστοί  παλλάκις ἔχουν πλῆθος ἀποριῶν  καί ἀμφιβολιῶν , τάς ὁποίας καλεῖται ὁ ἱεροκήρυξ νά λύσῃ εἴτε ἀπ'ἄμβωνος εἴτε κατ' ἰδίαν. Εἰς τάς τοιαύτας περιπτώσεις ἡ μόρφωσις εἶναι ἡ πλέον ἀπαραίτητος, διότι ἔστω καί ἄν εἶναι ἐνάρετος κατά πάντα ἀλλά  ὅταν δέν γνωρίζει τί νά ἀπαντήσῃ εἰς τούς ἐρωτῶντας αὐτόν, καί δή ὅταν πρόκειται περί σπουδαίων πραγμάτων τῆς πίστεως, ἀσφαλῶς θά ὑποπέσῃ εἰς τάς κρίσεις τῶν πολλῶν  ὡς ἀμόρφωτος καί ἀνίκανος τοῦ νά ἐπιτελέσῃ τό ἔργον τοῦ φορέως τοῦ θείου λόγου. Βεβαίως δέν σκανδαλίζει τόσον τάς συνειδήσεις  τῶν πιστῶν ἡ ἄγνοια τῶν ἀποριῶν των, ὅσον ἄν ἠττηθῇ πρό αἱρετικῶν ἀντιπάλων του ὁ ἱεροκήξ, διότι <<οὐκ ἔτι μετά τῆς αὐτῆς  δύναται προσέχειν στερότητος· ἀλλά τοσαύτη ζάλη ταῖς ἐκείνων  εἰσοικίζεται ψυχαῖς ἀπό τῆς ἤττης τοῦ διδασκάλου ὡς καί εἰς ναυάγιον τελευτῆσαι τό κακόν>>[144].

Ὅταν ὁ ὁμιλητής ὑστερῇ κατά τόν λόγον καί τήν μόρφωσιν τότε ἀρχόμενος τοῦ ἐλέγχου καί μή δυνάμενος μετ' ἐφραδείας νά ἀνταπεξέλθῃ αὐτόν ἀσφαλῶς θά τύχῃ τῆς ἀποδοκιμασίας  καί τῶν εἰρωνικῶν σκομάτων τῶν ἐλεγχομένων. <<ὅταν γάρ ἀναστάς ἐν τῷ μέσῳ λέγῃ τά τούς ραθύμως ζῶντας ἐπιστῦψαι δυνάμενα, εἶτα προσπταίῃ  καί διακόπτηται καί ὑπό τῆς ἐνδείας ἐρυθριᾶν ἀναγκάζεται, διερρύει τό κέρδος τῶν λεχθέντων εὐθέως. Οἱ γάρ ἐπιτιμηθέντες, ἀλγοῦντες τοῖς εἰρημένοις καί οὐκ  ἔχοντες αὐτῶν ἑτέρως ἀμύνασθαι τοῖς τῆς ἀμαθείας αὐτῶν βάλλουσι σκώμασι, τούτοις οἰόμενοι τά ἑαυτῶν συσκιάζειν ὀνείδη>>[145].

 

            Ἑπομένως ἡ μόρφωσις  τοῦ ἱεροκήρυκος τά μέγιστα συμβάλλει εἰς τήν ἀποστολήν αὐτοῦ. Ταύτην συνιστᾶ ἐπανηλειμένως ὁ ἱ. Πατήρ καί ἐπιμένει εἰς τήν ἀπόκτησιν αὐτῆς. Πράγματι, ἐάν ὁ ἱεροκήρυξ δέν γνωρίζῃ καλῶς τά περί τῆς πίστεώς του τί ἄραγε θά εἴπῃ ἀπό τοῦ ἄμβωνος, ὑπάρχει κίνδυνος νά βλάψῃ παρά νά ὠφελήσῃ, Νά ὁδηγήσῃ εἱς πλάνην παρά νά ἀπαγάγῃ ἐκ τῆς πλάνης τούς πλανωμένους.

            Ἐάν δέν ἔχῃ πλοῦτον γνώσεων, ἵνα παρουσιάσῃ ἐνδιαφέροντα πράγματα πρός προσέλκυσιν τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆς προσοχῆς τῶν ἀκροατῶν, πῶς ἤθελε ἀνεχθῇ τήν κατ'αὐτοῦ προσβολήν ὅταν<<αὐτοῦ μέν φθεγγομένου πάντας σιγῶσι καί διενοχλεῖσθαι νομίζουσι καί τοῦ λόγου τό τέλος, ὥσπερ τινά πόνων ἀνάπαυσιν περιμένουσι>>[146]. Ἐάν δέ θελήσῃ ἐξ ἄλλου τινός ἱεροκήρυκος νά ἐπωφεληθῇ αὐτούσιον κήρυγμα καί νά κηρύξῃ τά λεγόμενα ἐκείνου τότε<<πλεῖστα τῶν τά χρήματα κλεπτόντων  ὐφίσταται ὀνείδη>>[147]. Ὄχι μόνον ἁλλά  τῶν ἄλλων καί τάς ἰδίας  αὐτοῦ γνώσεις  δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπαναλαμβάνῃ καθ' ἑκάστην[148].

             Ἐάν λοιπόν ὁ κάθε τεχνίτης  φροντίζῃ ὅπως μάθῃ ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τήν τέχνην αὐτοῦ πόσον μᾶλλον ὁ ἱεροκήρυξ ἐπιτρέπεται <<εἶναι φάσκοντα, μή δύνασθαι λόγον ὑπέρ τῆς οἰκείας παράσχῃ πίστεως;>>.[149] Ἔάν, ὁ τεχνίτης, ὅστις θά ἐπιφέρῃ ὑλικήν ζημίαν ἐκ τῆς τυχούσης ἀμαθείας του, φροντίζει μετ' ἐπιμελείας  νά μάθῃ ὅσον τό δυνατόν καλύτερα  τήν τέχνην αὐτοῦ, πόσον μᾶλλον ὁ ἱεροκήρυξ τοῦ ὁποίου ἡ ἀμάθεια θά ἔχῃ ὡς συνέπειαν  τήν ἀπώλειαν ψυχῶν; << Ὡς ἐκείνους μέν ἅπασαν ἀπονέμειν σπουδήν· τῶν δέ ἀναγκαίων , καί σωτηρίας ὑπόθεσις τῆς ἡμετέρας ἐστί, τούτων ὡς οὐδενός ἀξίως καταφρονεῖν>>[150].

Ἐάν λοιπόν οἱ τό ψεῦδος ὑποστηρίζοντες σοφισταί κ.λ.π σπουζάζωσιν τά πάντα ἵνα τήν ἀλήθειαν μεταβάλωσιν εἰς ψεῦδος ὁ ἱεροκήρυξ ὅστις κηρύττει τήν Χριστιανικήν ἀλήθειαν, πόσην εὐθύνην ἔχει ὅταν  ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως μορφώσεως γίνεται ἀφορμή νά κλονίζωνται οἱ ἀκροαταί του εἰς τήν πίστιν τους καί μερικοί νά βλασφημοῦν τόν Θεόν; ἐπειδή οἱ κηρύττοντες Χριστόν << οὐκ ἐθέλοντες ἀγρυπνεῖν ἐν τοῖς ὑπέρ εὐσεβείας λόγοις>>. Διά τοῦτο ἐπιμένει  ὁ ἱερός Χρυσόστομος νά μορφώνεται πάρα πολύ μέ κάθε τρόπο   ὁ ἰεροκήρυξ διά νά ἐνοικῇ πλουσίως ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐν αὐτῷ.<<Διό πολλήν χρή ποιῆσθαι  τήν σπουδήν, ὥστε τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ ἐν ἡμῖν ἐνοικεῖν πλουσίως>>[151].

            Καί ἄν ἀκόμη ἔχῃ ὁ ἱεροκῆρυξ ἔμφυτον τήν ρητορικήν δεινότητα καί πλῆθος γνώσεων ἐκ τῆς καθημερινῆς πείρας καί πάλιν ἔχει ἀνάγκην τῆς συνεχοῦς μελέτης καί τριβῆς εἰς τό θεῖον κήρυγμα, καί τοῦτο διότι <<ὅταν κρατῇ τίς ἁπάντων ἐν τῷ λέγειν, τότε μάλιστα δεῖ πεπονημένης  σπουδῆς>>[152]. Τό ἀκροατήριον συνήθως κρίνει τόν ρήτορα ἀνάλογα μέ τήν φήμην αὐτοῦ καί διά τοῦτο <<ἄν μή διόλου συμφωνῇ τῷ μεγέθει τῆς ὑπολήψεως αὐτοῦ τά λεγόμενα, σκώματα μύρια  καί μέμψεις λαβών ἄπεισι παρά τῶν πολλῶν>>[153]. Κατ' ἀρχάς  ἡ ρητορική τέχνη δέν εἶναι προσόν τῆς φύσεως <<Οὐ γάρ φύσεως, ἀλλά μαθήσεως τό λέγειν· κἄν εἰς ἄκρον  αὐτοῦ τίς ἀφίκηται, τότε αὐτόν ἀφίησι ἔρημον, ἄν μή συνεχεῖ σπουδῇ καί γυμνασίᾳ ταύτην θεραπεύῃ τήν δύναμιν>>[154] καί ἑπομένως εἰς οἱοδήποτε σημεῖον ἀκμῆς  καί ἀποδόσεως  καί ἄν φθάσῃ ὁ ἱεροκήρυξ ἀνάγκη <<τοῦ πονεῖσθαι διηνεκῶς>>,διότι <<τότε αὐτόν ἀφίησι ἔρημον, ἄν μή συνεχῆ σπουδῇ καί γυμνασίᾳ ταύτην θεραπεύειν τήν δύναμιν>>[155].

            Περισσότερον δέ καί αὐτῶν τῶν μαθητῶν δέον νά ἐπιμελῆται ὁ ἀρτίως κατηρτισμένος ἱεροκήρυξ καί τοῦτο διότι τοῖς μέν ἀμαθεστέροις οὐδείς ἤθελε κατηγορήσῃ ἐάν πολλάκις δέν εἴπωσι τί τό σπουδαῖον ἀπ' ἄμβωνος, ἐνῷ τούς ἀρτίως μορφωμένους, ἐπειδή προκατηλειμένοι ὄντες ἀναμένουν ἐξ αὐτῶν πολλά πράγματα, διά τοῦτο ὁσάκις δέν ἱκανοποιηθοῦν  εἰς τά προσδοκίας  των, ἐπιρρίπτουν κατηγορίας  καί σκώματα.

             Ὅτι ἡ μόρφωσις εἶναι ἆπαραίτητος εἰς τόν ἱεροκήρυκα καταφαίνεται καί ἐξ ἄλλων σημείων  καί δή ὅταν τό ἀκροατήριον εἶναι ποικίλον καί παρέχει πολλάς δυσκολίας εἰς αὐτόν, διότι ἄλλοι μέν ἐκ πολυπραγμοσύνης ἀκροάζονται, μή ἐνδιαφερόμενοι διά τήν σωτηρίαν των, ἄλλοι πάλιν σπουδάζουν νά μάθουν πράγματα << ἅ μήτε εὐρεῖν δυνατόν, καί τόν Θεόν παροξύνει ζητούμενα>> καί ἑπομένως ἵνα ἑλκύσῃ αὐτούς  καί τούς καταστήσῃ πιστόν ἀκροατήριον δέον νά ἔχῃ μόρφωσιν καί δύναμιν λόγου. Ἐάν δέ στερεῖται τῆς μορφώσεως,  καί ἑπομένως τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου, τότε αἰ ψυχαί ἐκεῖναι αἱ ὁποῖαι ἀναμένουν ἐκ τοῦ ἱεροκήρυκος  νά ἀκούσουν μεστόν νοημάτων καί δυνάμεως λόγον ταλαντεύονται ὡς χειμαζόμενον πλοῖον. Διά τοῦτο ἀκριβῶς ὁ ἰεροκήρυξ ἀνάγκη εἶναι <<χρή  .  . . πάντα ποιεῖν ὑπέρ τοῦ ταύτην κτήσασθαι τήν ἰσχύν>>[156].

            Ἐάν μέν ἔχῃ  τό προσόν τῆς ταπεινοφροσύνης ὥστε<<ἐπαίνων ὑπέρορᾶν>> ἁλλά δέν ἔχει γνώσεις ἵνα ὁμιλήσῃ ἀξιόλογον τι εἰς τί θά ὡφελήσει μόνη ἡ ταπεινοφροσύνη; <<Ἄν τε γάρ ἐπαίνων ὑπερορᾶν μή προσφέρειν διδασκαλίαν τήν ἐν χάριτι καί ἅλατι ἠρτημένην, εὐκαταφρόνητος ὑπό πολλῶν γίνεται, οὐδέν ἀπό τῆς μεγαλοψυχίας κερδάνας ἐκείνης.>>[157]. διότι , <<οὔτε  ώφελεῖν ἀξιόλογον  τινά δύναται  ὡφέλειαν  τό μηδέν ἔχειν εἰπεῖν>>[158]

 

 

β)  Συνδιασμός ἐναρέτου βίου καί μορφώσεως.

 

             Ἡ προσωπικότης τοῦ ἱεροκήρυκος  δέον νά εἶναι  εἰ δυνατόν ἀνωτέρα τῶν ἐλαττωμάτων καί τῶν μειονεκτημάτων τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Μικρόν ἐλάττωμα ἡ μειονέκτημα μορφώσεως καί χαρακτῆρος  ἑπισύρει τήν προσοχήν τῶν πολλῶν καί γίνεται ἀφορμή  σχολίων εἱς βάρος του καί τοῦτο διότι <<Πέφυκε ὁ ἄνθρωπος τά μέν κατορθώματα τοῦ πλησίον καί πολλά ὄντα καί μεγάλα παρορᾷν· ἤν δέ ἐλάττωμα που φανῇ, κἄν δέ τοῦτο τυχόν ἦ, κἄν διά πολλοῦ συμβεβηκός, καί ἐπαισθάνεσθαι ταχέως καί ἐπιλαμβάνεται προχείρως καί μέμνηται διά παντός· καί τό μικρόν τοῦτο καί εὐτελές τήν τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἠλάττωσε δόξαν πολλάκις>>.[159]    Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ψυχολογία τοῦ λαοῦ ἀπαιτεῖ τήν προσωοπικότητα τοῦ ἱεροκήρυκος ἐν ἔργοις καί ἐν λόγοις ὁλοκληρωμένην, διότι εἴτε εἰς τόν ἕνα εἴτε εἰς τόν ἄλλον τομέα ὑστερεῖ θά ἔχῃ ὡς συνέπειαν ἀποτυχίας εἰς τήν ἀποστολήν του.Διά τοῦτο καί ὁ ἱ. Πατήρ ἐπιμένει ὡς  ἴδωμεν ἀνωτέρω εἰς τόν συνδιασμόν ἀμφοτέρων λέγων, <<ἄμφότερα δείκνυσιν, ὅτι τό μέν ἔργον, τό δέ τοῦ λόγου καί ἀλλήλων δεῖται ἑκάτερα πρός τελείαν οἰκοδομήν>> διότι ὁ ἄριστος καί μετά καλοῦ περιεχομένου λόγος<<πρός μέν τήν  τῶν ἐντολῶν ἐργασίαν, δύνατ' ἄν οὕτος  πολύ συμβάλεσθαι μέρος>>.[160]

            Ὁ ἐνάρετος  βίος   μετά τῆς ἀδιάκοπης μελέτης και τριβῆς εἰς τό κήρυγμα θά ἀναδείξουν τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεροκήρυκος. << Καθάπερ πηγή συνεχῶς μέν ἐξαντλουμένη καθαίρεται καί μᾶλλον ἀναβλύζει πλέον, καταχωνυμένη δέ ἀποπνίγεται οὕτω καί χάρισμα πνευματικόν καί λόγος διδασκαλικός συνεχῶς μέν ἀντλούμενος καί διδούς ἀρύεσθαι τοῖς βουλομένοις ἀναβλύζειν πλέον· βασκανίᾳ δέ καί φθόννῳ  καταχωσθείς ἐλαττοῦται  καί σβένηται τέλειον>>.

Ὁ  ἱ. Πατήρ  πάντοτε προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα προσωπικότητας ἱεραποστόλου τόν Ἀπ, Παῦλο καί συνιστᾶ ὅπως μιμηθῶμεν αὐτόν ὡς πρός τήν άρετήν τόν ζῆλον καί τήν ἱεραποστολικήν  αὐτοῦ δρᾶσιν.

 

4.  Τρόποι  παρουσιάσεως καί προσφορᾶς του Ἐκκλησ. κηρύγματος

          α)Ὁ τρόπος τῆς προσφορᾶς μιᾶς διδασκαλίας εἰς τό ἀκροατήριον ἔχει μεγάλην  σημασίαν εἱς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ Ἐκκλ, κηρύγματος. Εἶναι δυνατόν τό αὐτό περιεχόμενον ἐνός Ἐκκλ. κηρύγματος κατά διάφορον τρόπον προσφερόμενον νά ἔχῃ ὅλως ἀντίθετα ἀποτελέσματα εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν. Διά τοῦτο ἀνάγκη εἶναι νά χρησιμοποιῆται ὁ κατάλληλος τρόπος μεταδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐπιμελῆται ὁ  προσφέρων δῶρον εἰς τόν πλησίον του να  τό ἐμφανίσῃ ἀναλόγως τοῦ μεγέθους καί τῆς ποιότητός του, κατά τόν καλύτερον τρόπον διά νά προκαλέσῃ ἐντύπωσιν καί εὐχαρίστησιν εἰς τόν λαμβάνοντα αὐτό, ἔτσι καί ὁ ἱεροκήρυξ ὡς προσφέρων τό δῶρον τοῦ Θεοῦ εἱς τούς ἀκροατάς πρέπει   νά φροντίζῃ κάθε φορά νά τό παρουσιάζῃ κατά τόν πλέον ἄριστον τρόπον.

            β)Ἡ προσαρμογήτοῦ   ἱεροῦ Χρυσοστόμου  νά παρουσιάζῃ τό κήρυγμα σύμφωνα μέ το περιεχομένό του, τήν σύνθεσιν καί τῆς ψυχονσύνθέσιν  τῶν ἀκροατῶν  τόν παρακινοῦσε νά κατέρχεται εἰς τό διανοητικόν ἐπίπεδον τῶν ἀκροατῶν χρησιμοποιῶν  ἁπλότητα διά νά  γίνηται τοῖς πᾶσι  ἀντιληπτός. Διά τοῦτο ἐχρησιμοποίει τήν ἀπλότητα τοῦ ὕφους, τῆς γλώσσης καί τοῦ χαρακτῆρος.

 Κατ' ἀρχάς ἐξέλεγε θέματα προσιδιάζοντα εἰς τόν ἐκκλ. ἄμβωνα, ἔπειτα ὡμίλει φυσικῶς καί  ἄνευ ἐπιτηδεύσεως ἀνεκοίνου τόν λόγον. Ἐκήρυττε οὐχί πρός ἐπιδειξιν ἀλλά πρός οἰκοδομήν τῆς ψυχῆς. Ἔχων ὡς σκοπόν τοῦ Ἐκκλ.  κηρύγματος  τό <<ὡς ἄν ἀρέσειε Θεῷ>>[161]   καί << τῷ πρός δόξαν Θεοῦ>>[162] οὐδέποτε ἠθέλησε νά ἑπιδείξῃ πνεῦμα, νά ἀποκομίσῃ  δόξαν καί νά δρέψῃ δάφνας ἐξ αὐτοῦ, ἀλλά νά ἐπιτύχῃ μόνον τήν οἰκοδομήν καί τήν σωτηρίαν τῶν πιστῶν.

            γ)Τό λεξιλόγιόντου εἶναι πλουσιώτατον μέν ἀλλά σύγχρονον τῆς ἐποχῆς του καί κατανοητόν ὑφ' ὅλων . Ὡς νά ἐδίδασκε εἰς νέους μικρᾶς ἡλικίας ἀπέφευγε τάς καινοφανεῖς  καί ὑψηλάς ἀκαταλήπτους ἐννοίας, τάς τολμηράς μεταφοράς  καί τούς φιλοσοφικούς ὁρισμούς, τάς ὑπέραχαϊζουσας λέξεις. Ὡμίλει  μέ ἁπλοῦν φυσικόν τρόπον ἐκ περισεύματος καρδίας  ὡς ὁ  πατήρ πρός τά τέκνα αὐτοῦ. Προηγεῖται ἡ μετά σαφηνείας μετάδοσις  τῆς ἠθικῆς καί δογματικῆς  διδασκαλίας καί ἀκολουθεῖ ὁ καλλωπισμός   τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος μᾶλλον τίθεται ὡς μέσον πρός ἐπιτυχίαν τοῦ πρώτου. Διά τοῦτο προτιμᾶ τήν ἁπλῆν διατύπωσιν τῶν ἀληθειῶν, καί δέν θεωρεῖ ἀπαραίτητον <<τήν λειότητα τοῦ Ἰσοκράτους καί τόν Δημοσθένους ὄγκον, καί τήν Θουκιδίδου σεμνότητα καί τό τοῦ Πλάτωνος ὕψος>>[163], ἀλλ'οὔτε τόν ἐνδιαφέρει  ὁ περίεργος  τῶν θύραθεν καλλωπισμός  τῆς φράσεως καί τῆς ἐπαγγελίας , ἀλλ'ἡ ἀκριβής γνῶσις  καί διατύπωσις τῶν δογμάτων. Διό λέγει <<ἄλλ' καί τῇ λέξει πτωχεύειν, καί τήν συνθήκην τῶν ὀνομάτων  ἁπλῆν τινά εἶναι καί ἀφελῆ, μόνον μή τῇ γνώσει τις καί τῇ τῶν δογμάτων  ἀκριβείᾳ ἰδιώτης ἔστω.>>[164].

            Χρησιμοποιεῖ μέν ὡς μέσον τοῦ κηρύγματος  τήν ἁπλότητα τῆς γλώσσης καί τοῦ ὕφους τῶν χαρακτήρων, ἀλλά δέν κατέρχεται εἰς τό ἐπίπεδον τῆς ἀγοραίας  κατωτέρας γλώσσης τῆς ἐποχῆς του. Χρησιμοποιεῖ  τάς συνήθεις γνωστάς λέξεις τοῦ λαοῦ, δι'ὧν ἀποφεύγεται μέν ἡ κατωτερότης , ἡ σκοτεινότης καί ἡ ἀσάφεια τοῦ λόγου, ἀλλά  διατηρεῖ συγχρόνως τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τοῦ κηρύγματος . Τηρεῖ πάντοτε μετ'ἀκριβείας  τούς γραμματικούς καί συντακτικούς κανόνας. Κατέρχεται ὡς πρός τήν γλῶσσαν καί τό ὕφος ἵνα μεταδώσῃ σαφέστερον  τά νοήματα αὐτοῦ. Ἐπαναλαμβάνει πολλάκις εἰς τό προοίμιον ὁρισμένα σημεῖα τῆς προηγουμένης  ὁμιλίας  δι' ἁπλῶν προτάσεων , ὡς κάμνῃ ὁ κατηχητής  εἰς τήν ἀρχήν τοῦ κατηχητικοῦ μαθήματος , ἤ ὅπως ὁ διδάσκαλος προκειμένου νά βοηθήσῃ τόν μαθητήν νά ἐνθυμηθῇ τό προηγούμενον μάθημα καί νά εἰσέλθῃ εἰς τήν συνέχειαν τοῦ ἄλλου. Τό ὅτι ὡμίλει γλῶσσαν ἁπλῆν,  εὔληπτον, ρέουσαν ἑλληνοπρεπῆ καί ἕχαιρε  καί χαίρει ἰδιαιτέρας ὑπολήψεως καί ἐκτιμήσεως ὡς ρήτωρ  εἰς ὅλους τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες ἀποδεικνύεται  ἀπό τήν χρῆσιν τῶν ἔργων του εἰς τήν συγκρότησιν τῶν σχολικῶν ἀνθολογίων ἤ << χρηστομαθειῶν>> πρός χρῆσιν τῶν σχολείων. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἦτο πάντοτε τό κλασσικό ἀνάγνωσμα τῶν Βυζαντινῶν, διότι εἶναι ἄριστος χειριστής τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου.          Ὡμίλει ἁνεπιτηδεύτως. Αἱ λέξεις ἐξεπήδουν τόσον ἁρμονικά,  τόσον φυσικά, ὥστε νά θεωρῆται πάντοτε ὡς πρότυπον τῶν ἑκκλησιαστικῶν ρητόρων, ὡς χρυσόστομος τῶν αἰώνων. Ὁ φυσικός ροῦς τοῦ λόγου ἐξήρχετο ὡς διαυγές ὕδωρ ἐκ τῆς πηγῆς καί ἐπότιζε  πνευματικῶς τάς  ψυχάς τῶν ἀκροατῶν. Ἡ προσαρμογή τῶν προτάσεων, τῶν νοημάτων  καί ὁ ροῦς τῆς γλώσσης  βαίνουν τόσο ἁρμονικῶς ὥστε ὁ ἀνααγινώσκων αὐτόν μεταρσιοῦται.

          δ)Τό κάλλος τοῦ λόγου,ὡς ὁ ἴδιος λέγει, τό  μεταχειρίζεται διά τούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι συνηθισμένοι   εἰς τήν ὠραίαν  ἑλληνικήν γλῶσσαν καί εἰς τούς θύραθεν δικανικούς λόγους  προσελκύοντο εἰς τόν Χριστιανισμόν καλλίτερον διά τοῦ ἐπιμελημένου λόγου. Τοιουτοτρόπως  τό ὕφος τῆς γλώσσης καθίστατο τό ἄγγιστρον τῆς πνευματικῆς ἀλιείας  αὐτῶν. Ὅπως ὁ Ἀπ. Παῦλος ὡμίλει διαφόρως εἰς τούς ἐθνικούς  καί διαφόρως  εἰς τούς Ἰουδαίους, <<Τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω>>( ΑΚορινθ.9,22) ἔτσι ὡμιλει καί ὁ ἱ. Πατήρ ἀναλογως τοῦ ἀκροατηρίου[165].

            Ἠγάπα  τήν τέχνην τοῦ ὡραίου  λόγου καί διά τοῦτο  ἠσκήθη πολύ εἰς αὐτόν. Λέγει εἰς τόν φίλον του Βασίλειον. <<Οὐ γάρ φύσεως, ἀλλά μαθήσεως τό λέγειν· κἄν εἰς ἄκρον  αὐτοῦ τίς ἀφίκηται, τότε αὐτόν ἀφίησι ἔρημον, ἄν μή συνεχεῖ σπουδῇ καί γυμνασίᾳ ταύτην θεραπεύῃ τήν δύναμιν>>[166] Καλλιέργησε τήν ἀττική λιτότητα τῆς γλώσσης εἰς τήν Ἀντιόχεια πλησίον τοῦ περιφήμου ρήτορος Λιβανίου καί ὡδήγησε  τό  εἶδος τῆς ὁμιλίας του εἰς τήν τελειότητα  ὥστε νά  διακρίνηται  εἰς τήν ποικιλίαν, τόν τόνον καί εἰς τήν εὐλιγισίαν. Ὑπάρχει εἰς τάς ὁμιλίας του ἡ φυσικότης,   ἡ ἁπλότης μιᾶς αδελφικῆς συνομιλίας, ἡ εὐγένεια τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς, ἡ λεπτότητα τῶν ἠθικῶν παρατηρήσεων ἀλλά καί τό πάθος διά τήν διατύπωσιν τοῦ χριστιανικοῦ   μεγαλείου. Ἡ ὁμιλία του εἶναι μιά ζωντανή ἔκφρασις  σοφίας χωρίς προσποίησιν καί ἔπαρσιν.

            Ὁ  ἁείμνηστος Παπαμιχαήλ Γ. λέγει ὅτι <<ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀποτελεῖ  ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος πρότυπον ὑπό τήν καλήν τῆς λέξεως  ἔννοιαν, γλῶσσαν  μεταχειριζόμενος τήν ἐπί τῆς ἐποχῆς του λαλουμένην καί γραφομένην, μή ἐντελῶς μέν κλασσικήν, ἐν τῷ στόματι  ὅμως αὐτοῦ καθαράν καί ὀρθήν>>[167]Τό μόνον  διά τό ὁποῖον ἐκατηγορήθη ὡς πρός τήν γλῶσσαν αὐτοῦ εἶναι ἐπειδή ἐχρησιμοποίει εἰς τό Ἐκκλ. κήρυγμα  λέξεις ξένας καί δῆθεν ἀντικανονικάς εἰς αὐτό, ὅπως π.χ. τό <<σκιρτῶ καί μαίνομαι καί μετάρσιος γίνομαι>>.

Ὁ ἱερός Φώτιος κρίνων τόν Χρυσόστομον ἀπό λογοτεχνικῆς κυρίως ἀπόψεως παρατηρεῖ<< Ἡ δέ φράσις αὐτοῦ μετά  τῆς συνήθους σαφηνείας  καί καθαρότητος τό λαμπρόν καί εὔρουν ἐνδείκνυται, τό πολύχουν τῶν νοημάτων καί τήν τῶν παραδειγμάτων προσφυεστάτην εὐπορίαν συνυποφαίνουσα, πανταχοῦ γάρ τοῖς λόγοις αὐτοῦ τό καθαρόν  καί λαμπρόν  καί εὐκρινές μετά τοῦ ἡδέους τεχνουργεῖ, τούτοις  ἐνταῦθα μάλιστα διαπρέπει καί τῇ τῶν παραδειγμάτων εὐπορίᾳ καί τῇ τῶν νοημάτων ἀφθονίᾳ (ὄπου δέοι)  καί δεινότητι καί ἁπλῶς  ἐν τῇ λέξει καί συνδέσει μεθόδῳ καί νοήμασι καί τῇ ὅλῃ κατασκευῇ ἄριστα τάσδε τάς συγγραφάς ἠδύνατο . . . Εἰ δέ τινά τῶν ρητῶν ἤ ἑρμηνείας ἤ  βαθυτέρας θεωρίας δεόμενος ἐπιμελώς ἐπεξῆλθε. Οὐ δεῖ θαυμάζειν· ὅσα γάρ ἡ τῶν ἀκροατῶν ἐχώρει σκέψις  καί εἰς τήν ἐκείνων συνέτεινε σωτηρίαν καί ὠφέλειαν, οὐδέν οὐδαμοῦ ἐδίωκε· διό μέ καί θαυμάζειν ἔπεισι τόν τρισμακάριστον ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἀεί καί ἐν πᾶσι  αὐτοῦ  τοῖς λόγοις τοῦτο σκοπεῖν ἐποιεῖτο, τήν ὠφέλειαν τῶν ἀκροατῶν τῶν δ'ἄλλων ἤ οὐδόλως ἐφρόντιζεν ἤ ὡς ἐλάχιστον κλπ>>[168](Μυριόβιβλος).

            ε)Χαρακτῆρες ὕφους .Κατ' ἀρχάς ἀποφεύγει τούς ἀναρμόστους χαρακτῆρες  ὡς πρός τό Ἐκκλ. κήρυγμα τοιούτους, διότι ὁ θεῖος λόγος οὐδέποτε ἦτο καί εἶναι δυνατόν νά ἐκφρασθῇ διά τῆς χρησιμοποιήσεως γριφώδους , ψυχροῦ, τραχέως, καί βωμολόχου χαρακτῆρος, ἀλλά διά χαρακτῆρος δυναμένου νά διεγείρῃ εὐγενῆ συναισθήματα καί νά προκαλέσῃ  μετάνοιαν, ἀγάπην, πίστιν, ἀφοσίωσιν καί ἐλπίδα πρός τόν Θεόν. Ὁκληθείς, λοιπόν, Χρυσόστομοςλόγῳτῆςρητορικῆςαὐτοῦδεινότητοςκαίτέχνηςδένἦτοδυνατόνάὑστερῇεἰςτόνχαρακτῆρατοῦκηρύγματος. Χρησιμοποιεῖδέτόνκαλύτεροντρόπονοὐχίὡςπροείπωμενπρόςἐπίδειξινκαίπρόκλησινθαυμασμοῦ, ἀλλάπρόςδιέγερσινκαίπροσέλκυσιντῆςπροσοχῆς  καίτοῦἐνδιαφέροντος τῶν ἀκροατῶν.

            ι)Ὑψηλοῦὕφουςχαρακτῆραἐχρησιμοποίει ὅτανἔπρεπενάτονίσῃμίανἀλήθειανπερισσότερον  πάσηςἄλλης, καίἀπαιτεῖτο   νάφανῇἡλάμψις αὐτῆς, τότε ὁ ἱ.Πατήρ μέ τόν προβολέα τοῦ λόγου ἐφώτιζε αὐτήν. Ὅπωςὅτανθέλωμεννάδώσωμενπερισσότερονφῶςεἰςἕνασημεῖονμιᾶςθεατρικῆςσκηνῆς, ἵναπροκαλέσωμεντήνπροσοχήνπρόςαὐτό, στρέφωμεντόνπροβολέατοῦφωτόςκαίρίπτομενἄφθονο φῶς, ἔτσι καί ὁ ἱ. Πατήρἔστρεφεμεθ' ὅληςτῆςδυνάμεωςαὐτοῦτόνπροβολέα  τοῦλόγουπρόςαὐτήνχρησιμοποιῶνὑψηλόνχαρακτῆρα. Εἰς αὐτάς τάς περιπτώσεις χρησιμοποιεῖ ὑψηλάς λέξεις, καλλονήν λόγου καί πρό παντός ὑψηλά νοήματα. Ὅταν τό θέμα ἀπῃτει τοιοῦτον χαρακτῆρα δέν   ἠδίκει αὐτό, διότι θά ἔχανε τήν λάμψιν του. Εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῶν ἰδιότήτων τοῦ Θεοῦ, τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καί  τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας πάντοτε  χρησιμοποιεῖ τοιοῦτον ὑψηλόν χαρακτῆρα. Ἀλλά καί ὅταν μίαν κακήν πρᾶξιν  ἠ συνήθειαν την ἐθεώρουν οἱ ἀκροαταί  ὡς μικράν καί ἀσήμαντον ἁμάρτημα, ὅπως π.χ. τήν συνήθειαν τοῦ ὅρκου καί τότε   ἐχρησιμοποίει ὑψηλόν χαρακτῆρα ἵνα κάλλιον ἀποδείξῃ τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος αὐτῆς[169]

Εἰς τήν πρός Εὐτρόπιον ὁμιλίαν του[170]ἐχρησιποποίησε ὑψηλόν χαρακτῆρα, διότι ἡ κατάστασις τοῦ Εὐτροπίου  ἀπεδείκνυε ἔμπρακτα τήν ματαιότητα τοῦ πλούτου καί τῶν ἀξιωμάτων.Ὁ ἄλλοτε παντοδύναμος  καί πάμπλουτος Εὐτρόπιος, ὁ ὁποῖος ἀφῃρησε τό ἄσυλον ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ὅταν εὑρέθη πρό τοῦ θανάτου ἐκ τῆς ἀπειλῆς τῶν στρατιωτῶν τοῦ Γαϊνᾶ, τό ἐπεκαλεῖτο καί πάλιν ἵνα σωθῇ. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος δραττόμενος τήν εὐκαιρίας δι'ὑψηλοῦ χαρακτῆρος  ἀπέδειξε πασιφανῶς  τήν ἀλήθειαν τῆς ματαιότητος τῶν πάντων. Ἡ χρῆσιςς τοῦ ὑψηλοῦ χαρακτῆρος δέν ἀποβλέπει εἰς  πομπώδεις φράσεις ἄνευ σημασίας καί νοήματος, ἀλλά ἀντιθέτως  εἰς τήν ἔκφρασιν μεγάλων καί πλουσίων ἰδεῶν καί νοημάτων.Δέν ὡμίλει ἁπλῶς καί μόνον ἐπειδή  ἐπέβαλε εἰς αὐτόν τό καθῆκον, ἀλλ' ἐπειδή ἀπέβλεπε εἰς τινα σκοπόν.

            ιι)Πυκνοῦ ὕφους χαρακτῆραἐχρησιμοποίει ὅταν ὁ χρόνος, αἱ συνθῆκαι, τό ἀκροατήριον καί τό θέμα τῆς ὁμιλίας ἀπῃτουν τήν συμπύκνωσιν τῶν νοημάτων, δια νά ἀναπτυχθῇ  εἰς μίαν καί μόνον ὁμιλίαν.  Λέγοντας πυκνό, χαρακτῆρα ἐννοοῦμεν τόν τρόπον ἐκεῖνον τῆς διατυπώσεως  συμπεμπυκνωμένων νοημάτων δι'ὀλίγων λέξεων. Δι' αὐτοῦ διατυποῦνται πολλαί ἔννοιαι διά περιορισμένων λέξεων, αἱ οποῖαι ἀναφέρονται εἰς ὁλόκληρον ἱστορικόν γεγονός ἤ μιᾶς  βαθυστόχαστης  γνώμης. Ἕκαστον νόημα, τοῦ πυκνοῦ ὕφους χαρακτῆρος, προϋποθέτει γνῶσιν ὁλοκλήρου θεωρίας, γεγονότος ἱστορίας π.χ.<<διέφυγε τήν  Χάρυβδα καί συνελήφθη ὑπό τῆς Σκύλλης>> ἤ καλύτερον ἄς λάβωμεν πρότασιν ἐκ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, ἥτις ἔχει ὡς ἐξῆς:<<εὐχή, χειμαζομένων λιμήν, κληδονιζομένων ἄγκυρα, σαλευομένων βακτηρία, πενήτων θησαυρός, πλουτούντων ἀσφάλεια, νοσημάτων ἀναίρεσις, ὑγείας φυλακή· εὐχή καί τά ἀγαθά ἡμῖν ἀκίνητα διατηρεῖ καί τά κακά μεταβάλλει, κἄν ζημίᾳ χρημάτων, κἄν ὁτιοῦν ἕτερον τῶν λυπουμένων ἡμῖν τήν ψυχήν ἅπαντα ἀπελαύνει ταχέως>>[171]. Τοιοῦτος πυκνός χαρακτήρ ἀπαντᾶται καί εἰς τήν ΚΕ ὁμιλίαν εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν[172].

Δέν ἐχρησιμοποίει πάντοτε τοιοῦτον χαρακτῆρα, διότι αὐτός ἀπαιτεῖ μορφωμένο ἀκροατήριον. Δέν ἦτο  δυνατόν τό ἀκροατήριον του  νά συλλαμβάνῃ πάντοτε τά  ἀναπτυσσόμενα κατ'αὐτόν τόν χαρακτῆρα διατυπούμενα νοήματα

            ιιι) Σφοδροῦ καί ἐναγωνίου ὕφους χαρακτῆρα.ἐχρησιμοποίει ὅταν αἰ πράξεις τῶν Χριστιανῶν,  παρ' ὅλας τάς συμβουλάς του, συνέχιζον νά προκαλοῦν τήν ἀγανάκτησιν καί τήν ὀργήν τῆς κοινῆς γνώμης.  Ὁ ἱ. Πατήρ ἦτο ἥπιος  χαρακτήρ, ἀλλά  δέν ἦτο δυνατόν νά  ὁμιλῇ καί νά συμβουλεύῃ πάντοτε μετ'ἐπιεικείας εἰςτά κηρύγματά του, διότι ὅταν ἔβλεπε τούς πλουσίους, παρ'ὅλα τά κηρύγματά του, ὅτι ἐπέμενον εἰς τό πάθος τῆς πλεονεξίας καί τῆς ὑπέρπολυτελείας, καθ' ὅν χρόνον ἄλλοι τῶν συνανθρώπων των ἀπέθνησκον ἐκ  τῆς πείνης, καί ἐπί πλέον  ὅταν ἔβλεπε ἡ ἀνηθικότης καί πολλά ἄλλα πάθη νά μαστίζουν καί αὐτήν ἀκόμη  τήν  Χριστιανικήν κοινωνίαν ἠναγκάζετο  τότε νά γίνεται ὁρμητικός καί ἐπιθετικός κατά τῶν ἐπιμενόντων εἰς τήν τοιαύτην ζωήν.

            Βεβαίως δέν ἔθιγε πρόσωπα, δέν ἔφθανε εἰς παράλογον ἐπίθεσιν, ἀλλ' εἰς συνετήν καί μεμετρημένην χρῆσιν σφοδροῦ καί ἐναγωνίου χαρακτῆρος ἔκφρασιν, ἱκανήν νά ἀφυπνήσῃ τούς ἀκροατάς ἀπό τό λήθαργον εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκοντο λόγῳ τοῦ πάθους  καί τῆς ἁμαρτίας[173]. Οὕτω π.χ. εἰς τήν ΙΑ` ὁμιλίαν εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν ἀφοῦ ἀνέπτυξε τά ἐκ τῆς φιλαργυρίας καί τῆς πλεονεξίας προερχόμενα κακά, δηλαδή φιλονικίαν λοιδωρίαν, κλοπάς, τυμβωρυχίας, φόνους καί καταστροφάς εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον εἰς τό τέλος μέ γλῶσσαν ἐπιθετικήν καί καυστικήν ἐπιτίθεται κατά τῶν φιλαργύρων χαρακτηρίζων αὐτούς ὡς περισσότερον  ἐγκληματίας τῶν ληστῶν καί τῶν κακούργων<<οὐ φόνος εἰπέ μοι, καί φόνου χεῖρον τῶ λιμῷ παραδοῦναι πένητα καί εἰς δεσμωτήριον, καί μετά λιμοῦ καί βασάνοις ἐκδοῦναι καί μυρίοις αἰκισμοῖς; Κἄν γάρ  αὐτός ταῦτα μή ποιῇς παρέχεις δέ τήν αἰτίαν τοῦ γενέσθαι, καί τῶν διακονουμένων  μᾶλλον αὐτά ἐργάζῃ. Ὁ μέν ἀνδροφόνος τό ξίφος  ἐνέπηξε καί μικρόν λυπήσας χρόνον οὐκέτι περαιτέρω προάξει τήν βάσανον. οἱ δέ ταῖς συκαοφαντίαις, ταῖς ἐπηρείαις τό φῶς ἐργαζόμενος αὐτῷ σκότος, καί ἐπιθυμία καθιστᾶς τοῦ μυριάκις ἀποθανεῖν, ἐννόησον ὅσους ἐργάζῃ ἄν θανάτους>>[174].

 Ἐναλλαγή  χαρακτήρων ὕφους Ἐπειδή ὅμως τό ἀκροατήριον τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου ἦτο ποικίλον, πάσης τάξεως μορφώσεως καί ψυχοσυνθέσεως, διά τοῦτο κατά τό πλεῖστον τό ἐκκλ. κήρυγμα αὐτοῦ ἐποίκιλε ὡς πρός τό χαρακτῆρα τοῦ ὕφους  ἐντός τῆς ἰδίας ὁμιλίας ἀναλόγως τῶν συνθηκῶν  καί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Ἀναλόγως τῶν διανοημάτων αὐτοῦ ἐναλλάσσει χαρακτῆρα καί ἔτσι ἐνῷ ἄρχεται τῆς ὁμιλίας μέ ἁπλοῦν χαρακτῆρα κατόπιν ὅταν ὁ ροῦς τοῦ λόγου φθάνει εἰς τό ζενίθ τῆς ἀναπτύξεως, ὅταν τά νοήματα ἀπαιτοῦν ὑψηλόν ἥ σφοδρόν ἤ πυκνόν ἥ γλαφυρόν ἥ οἱονδήποτε ἄλλον χαρακτῆρα μετεχειρίζετο αὐτόν. Ἔτσι συνδιάζει τό τερπνόν μετά τοὐ ὀφελίμου καί ἐκδηλώνει αὐθορμήτως τό ἔμφυτον τάλαντον τῆς ρητορείας του. Διά τῆς ποικίλης χρήσεως τοῦ ὕφους τῶν χαρακτήρων ἐντός τῆς αὐτῆς ὁμιλίας  ἐπιτυγχάνει τήν διέγερσιν καί τῶν πλέον ἀντιθέτων αἰσθημάτων εἰς τούς ἀκροατάς του.

             Ὅ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει  ὅτι ὁ ἱ, Χρυσόστομος ἑις ὅλας τάς ομιλίας του ἦτο <<Ἐπαγωγός πάντοτε καί γλυκύς διακρατεῖ τῆν προσοχήν τοῦ ἀκροατηρίου ἤ ἀναγνώστου ἀδιάπτωτον ὅλως καί ἀκοίμητον, ἀμείωτον δέ τό διάφορον ἀπ' ἀρχἡς μέχρι τέλους. Ἀντικείμενα ἐνίοτε μικροῦ λόγου ἄξια κατά τό φαινόμενον τά πραγματεύεται μετ' ἐξόχου ἐπαγωγικότητος ἀποδίδων ἀὐτοῖς τήν δέουσαν σπουδαιότητα. Ταῖς ἀποδείξεσι ἐν ταἰς ὀμιλίαις  αὐτοῦ μετ' ἐκτάκτου  ἔχρητο δεινότητος, ἀλλ' ὅτε ἐννόει κάματον ἐπελθόντα ταῖς ἀκροαταῖς  αὐτοῦ, παρενέβαλεν ἤ ἁγιογραφικήν τινά ἀφήγησιν ἤ ἔξοχον περιγραφήν>>[175].

            Σαφή εἰκόνα τῆς τοιαύτης ρητορικῆς δεινότητος τοῦ ἱ. Πατρός εἶναι δυνατόν νά μᾶς δώσῃ ἔστω καί ἡ ἁπλῆ ἀνάγνωσις τῶν εἰς τούς ἀνδριάντας 21 ὁμιλιῶν  αὐτοῦ. Τοιουτοτρόπως ,λοιπόν, διετήρη τήν προσοχήν τῶν ἀκροατῶν  εἰς τόν τομέα τῆς παθοποιίας καί διά τῆς φυσικῆς ἀνεπιτηδεύτου καλλονῆς τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος καθίστατο ὁ πλέον εὐχάριστος ἱεροκήρυξ εἰς τούς ἀκροατάς του.

            Ὁ ἰ. Χρυσόστομος ὡς προείπωμεν ἐκ φύσεως πεπροικισμένος μέ ἰσχυράν διάνοιαν εἶχε τήν δύναμιν διά τοῦ πλούτου τῆς γνώσεως πολλῶν λέξεων, τῆς ρητορικῆς δεινότητος καί τῆς εὐστροφίας τοῦ πνεύματος νά ἁπλοποιῇ  πάντοτε τήν γλῶσσαν καί νά χρησιμοποιῇ τό κατάλληλον  χαρακτῆρα ὕφους τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος πρός ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ.

 

 

5.   Σχήματα  λόγου

 

          Δύσκολον εἶναι νά διατυπώσῃ τις σαφῶς καί εὐλήπτως ἰδέας ἀφῃρημένας διά τοῦ ἰσχνοῦ καί ξηροῦ λόγου εἰς ἀκροατήριον ποικίλον  καί δή πάσης τάξεως καί μορφώσεως. Ὁμιλῶν τίς ἀφῃρημένως ἐλάχιστα θέλει κατανοηθῇ ὑπό τῶν ἀκροατῶν αὐτοῦ. Ἐάν δέ πάλιν κατέλθῃ εἱς λίαν χαμηλόν ἐπίπεδον διδασκάλου, διδάσκοντος εἰς νήπια, ἀσφαλῶς θά ὑποβιβάσῃ ὑπέρ τό δέον τήν ἀντίληψιν αὐτῶν καί ἔτσι θά παραξηγηθῇ. Διό ἐπιβάλλεται ἡ μέση ὁδός ἵνα ἀφ ἑνός μέν καθίσταται ἀντιληπτός ὑπό πάντων, ἀφ' ἑτέρου εὐχάριστος καί  ὠφέλιμος πρός οἰκοδομήν. Διά τοῦτο ἀνάγκη εἶναι νά χρησιμοποιῇ ὁ ἱεροκήρυξ εἰς τόν λόγον αὐτοῦ εἰκόνας παραβολάς καί διάφορα σχήματα λόγου. Τοῦτο ἔχων ὑπ'ὄψιν ὁ ἱ. Χρυσόστομος δικαιολογεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν διά ποῖον λόγον εἰς τό κήρυγμα αὐτοῦ ἐχρησιμοποίει παραβολάς καί εἰκόνας καί λέγει: <<Δυοῖν ἕνεκεν  προφάσεων,  μιᾶς μέν ὥστε ἀντιφατικότερον γενέσθαι τόν λόγον καί μᾶλλον ὑπ'ὄψιν ἄγειν τά λεγόμενα.  .  . δεύτερον δέ γλυκαίνεσθαι τήν διήγησιν καί μονιμωτέραν εἶναι  τῶν λεγομένων τήν μνήμην>>[176].

            Ὁ ἱ. Χρυσόστομος  χρησιμοποιεῖ κατ' ἐξοχήν ὅλα τά σχήματα τοῦ λόγου εἰς τάς ὀμιλίας αὐτοῦ καί καθιστᾶ τό κήρυγμα αὐτοῦ λογοτεχνικόν , ἑλκυστικόν , γλαφυρόν, σαφῆ καί ὠφέλιμον. Ἦσαν ἀπαραίτητα αὐτά  εἰς τόν λόγον αὐτοῦ, διότι ἄνευ τῆς χρήσεως αὐτῶν  τό κήρυγμα του θά ἦταν ξηρόν, ἰσχνόν, κουραστικόν, ἀνιαρόν, ἐνῷ τώρα εἶναι  κατ'ἐξοχήν ἑλκυστικόν , δυνάμενον νά διαγείρῃ ποικίλα συναισθήματα καί νά βοηθήσῃ τούς ἀκροατάς εἰς τήν κατανόησιν καί τῆς τελευταίας ἐννοίας αὐτοῦ. Εἶναι ἡ μόνη διέξοδος, ὁ μόνος τρόπος, ἵνα διά  τοῦ λόγου διδάξῃ τις ἐπαγωγικῶς καί πρακτικῶς. Διά τῶν σχημάτων ὁ ἀκροατής μεταφέρεται νοερῶς πρό τῆς εἰκόνος καί ἐντεῦθεν διά μιᾶς συγκρίσεως ἡ μεταφορᾶς τῶν λεγομένων ἐπί τῆς προκειμένης ὑπό ἀνάπτυξιν ἐννοίας ἐμβαθύνει καί κατανοεῖ πᾶσαν λεπτομέρειαν αὐτῆς.

Οὕτω λοιπόν βλέπομεν ὡς ἐκ τῆς συχνῆς χρήσεως ὑπό τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου τῶν σχημάτων καί τῶν εἰκόνων,ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ χρῆσις αὐτῶν εἰς τό ἐκκλ. κήρυγμα, διότι ὡς διαπιστοῦμεν καί ἐξ ἰδίας πείρας ὁσάκις θέλομεν νά μεταδώσωμεν μίαν ἔννοιαν δύσκολον εἵς τινα καί ἀντιμετοπίζομεν δυσκολίαν καταφεύγομεν εἰς εἰκόνας , μεταφοράς καί σχήματα γνωστῶν πραγμάτων, δι' ὧν ἐπιτυγχάνομεν τήν μετάδοσιν καί τῆς πλέον δυσκόλου ἐννοίας. Βεβαίως δέν εἶναι δυνατόν οἱανδήποτε εἰκόνα καί σχῆμα νά χρησιμοποιῶμεν πανταχοῦ καί ὁπωσδήποτε, ἀλλά ἀπαιτεῖται δεξιότης , τέχνη πρός κατάλληλον προσαρμογήν τοῦ καταλλήλου σχήματος ὅπου δεῖ  καί ὡς δεῖ ,ὡς κάμνει ὁ ἱ Πατήρ.

            Ὄντως διαπρέπει ὁ ἱ.Χρυσόστομος καί διά τοῦτο θαυμάζεται ἀπό λογοτεχνικῆς ἀπόψεως ὁ πλοῦτος τῶν εἰκόνων, τῶν μεταφορῶν καί σχημάτων, τῶν παραβολῶν,τῶν ἀλληγοριῶν, τῶν προσωποποιῶν καί τῶν χρωμάτων ἐν γένει, εἰς τά ὁποῖα πάντοτε προσδίδει ὅλως ἰδιάζουσαν χάριν ἡ προσφυής ἑκάστοτε χρῆσις αὐτῶν εἰς τάς ὁμιλίας του.

Γνώστης τῆς κλασσικῆς φιλολογίας  καί τῆς θύραθεν ρητορικῆς  κατεῖχε καλῶς αὐτά  καί τά ἐφήρμοζε, ὡς θά ἴδωμεν, μετά πολλῆς δεξιοτεχνίας καί εὐκολίας ὅλα τά σχήματα τόσον λεκτικά ὅσον καί τά τῆς διανοίας π.χ

 

ι. Σχήματα λεκτικά.

            α).Ἐπαναλαμβάνει πολλάκις τήν αὐτήν λέξιν εἰς τήν ἀρχήν τῶν ἀλλεπαλλήλων προτάσεων καί ἔτσι δίδει δύναμιν καί κάλλος εἰς τόν λόγον αὐτοῦ  διά τοῦ λεγομένου σχήματος  τῆς ἐπαναφορᾶς. Οὕτω π.χ εἰς τήν ὁμιλίαν εἰς τόν Ἰώβ ἔχει <<εἶδες αὐτόν πλουτοῦντα, εἶδες  πενόμενον, εἶδες ὑγιαίνοντα, εἶδες νοσοῦντα, . . .εἶδες. . .εἶδες>>[177]

            β). Πολλάκις τάς περιόδους ἥ τά κόμματα ἐν εἴδει ποιήσεως τάς τελειώνει  μέ τήν αὐτήν λέξιν μέ τήν ὀποίαν ἐτελείωσε καί τήν προηγούμενην, χρησιμοποιῶν τό σχῆμα τῆς ἀντιστροφῆς  π.χ. <<ὅτι ἐλθεῖν μέν τά σκάνδδαλαα ἀνάγκη, ἀπωλέσθαι  οὐ πάντως ἀνάγκη[178].

            γ) Ἄλλοτε πάλιν  μέ τό σχῆμα  συμπλοκῆςσυνδιάζει  ἐπαναφοράν καί ἀντιστροφήν ὡς ἑξῆς:<<οὐχ οὕτως  μακαρίζω ὅτι ἤκουσε  ἄρητα ρήματα, ὡς ὅτι ὑπέμεινε τά δεσμά,οὐχ οὕτως ἠρπάγη εἰς τρίτον οὐρανόν, ὡς μακαρίζω διά τά δεσμά[179]

            δ)Ἔπαναλαμβάνει ἀλλοτε τήν αὐτήν λέξιν εἰς τήν ἰδίαν περίοδον ὡς ἑξῆς: <<ἅπίωμεν οὖν ἀπίωμεν εἰς εὐχάς καταλύσαντες>>[180]( σχῆμαἐπανάληψις)

            ε)Ἀρχίζει καί τελειώνει μίαν πρότασιν ἤ περίοδον μέ τήν αὐτήν λέξιν καί  σχηματίζει κύκλονπ.χ. <<Πόθεν οὖν τά κακά φησίν; ἐκ τοῦ θέλειν καί μή θέλειν, αὐτό δέ τό θέλειν καί μή θέλειν πόθεν;>>[181].

            στ) Διά τῆς αὐτῆς λέξεως διά τῆς ὁποίας τελειώνει μίαν πρότασιν ἄρχεται τήν ἑπομένην καί ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀναδίπλωσις, π.χ. <<Ὅπου  γέ καί ἡμᾶς οὐ μάλα ἐμπείρως ἔχοντες τοῦ λέγειν, λέγειν ἄν ἔπεισε,  καί πρός τό διδασκλίας στάδιον ἀποδύσασθαι παρεσκεύασε>>[182]

            ζ)Τάς αὐτάς λέξεις τῆς μιᾶς[183]προτάσεως τάς ἀντιστρέφει εἰς τήν ἑπομένην πρότασιν σχματίζων ἐπάνοδον,πχ. << ἔστι καί βαδίζειν διά τόν Θεόν καί βλέπειν διά τόν Θεόν. Πῶς ἔστι βλέπειν διά τόν Θεόν καί βαδίζειν; >>[184]

            η) Πολλάς περιόδους καί κῶλα τάς συνδέει διά τῶν συνδέσμων: καί,οὐ,οὔτε, οὐδέ. μή, μήτε,εἰ,εἴτε,σχηματίζων οὕτω πολυσύνδετον  σχῆμα, π.χ, <<οὐδέ γάρ ἄν ἴδῃς τινα τείχεσι καί ὅπλα χαλκεύοντα καί στρατιώτας . . καί. . . καί>>[185]

            θ) Πολλάκις χρησιμοποιεῖ εἰς τήν αὐτήν πρότασιν πολλάς λέξεις ἐχούσας τό αὐτό νόημα, δηλ. συνωνυμίανπ.χ <<κακεῖνοι ἅ ἀντέλεγον ποῦ νῦν ἐστί; ὅπλα ἐνικήσαμεν; μή τόξα ἐτείναμεν; μή βέλη ἀφήκαμεν>>[186]

            ι) Ἄλλοτε πάλιν ἀλλάσσει τήν φυσικήν σειράν τῶν λέξεων καί παρεμβάλλει ἄλλας μή ἐχούσας ἄμεση σχέσιν λέξεις πρός τό νόημα καί οὕτω σχηματίζειυπερβατόνσχήμα π.χ.<<ὥσπερ γάρ ὁ τῶν ὅλων Θεόςτήν κατά πάντων ἀρχήν ἔχει τῶν τε ὁρατῶν, τῶν τε ἀοράτων δημιουργός ἁπάντων ὑπάρχων, οὕτω καί τό ζῶον τοῦτο τό λογικόν δημιουργήσας, ἠβουλήθη πάντων τῶν ὁρομένων τήν ἀρχήν αὐτῶν ἔχειν, διό καί τήν τῆς ψυχῆς οὐσίαν αὐτῷ ἐχαρίσατο>>[187].

            ια) Ἐνίοτε παραλείπει τήν εὐκόλως ἐννοουμένην λέξιν ἐκ τινος προτάσεως καί δημιουργεῖ ἔλλειψιν,π.χ  καταλαμβάνει νῦξ, καί πάντες ἐπί τήν ἐκκλησία (ἔρχονται) τόν λιμένα τόν ἀκύμαντον, τήν γαλήνην τήν ἀπηλλαγμένην κυμάτων. Οὕτω παραλείπει τό ρῆμα ἔρχονται ἤ σπευδουσι μετά ἀπό τήν λέξιν ἐκκλησία[188].

            ιβ) Ἐπίσης  συνδέει πολλά τμήματα τῆς αὐτῆς πριόδου  δι'ἑνός μόνου ρήματος πρός ἀποφυγήν ταυτολογίας καί ἔτσι ἔχομεν σχῆμα συνεζευγμένονπ.χ <<ἄπελθε εἰς τήν θάλατταν,(ἄπελθε ) εἰς τήν ἔρημον,(ἄπελθε) εἰς τά ὄρη, ( ἄπελθε) εἰς τάς οἰκίας τό ἐγκώμιον ὑμῶν ἀναγέγραπται>>[189]( σύζευξις μέ τό  ἐννοούμενον ρῆμα ἄπελθε)

            ιγ) Ἐκφέρει τήν αὐτήν λέξιν κατά τήν κυρίαν αὐτῆς σημασίαν καί κατόπιν τήν ἐκφέρει κατ' ἄλλην σημασίαν ἔχουσαν ὁμοιότητα πρός τήν πρώτην ἔννοιαν, δημιουργῶν παρονομασίαν,π. χ<<ἔνδοτέ μοι μικρόν καί παραχωρήσατε, τῶν ἀποστολικῶν ἀποσχομένῳ ρημάτων ἐστιασθῆναι ἐν τῇ  ἀλύσει Παύλου ἐπελαβόμην τοῦ δεσμοῦ οὐδείς ἀφίστησιν. Ἀσφαλέστερον ἐγώ δέδεμαι νῦν τῷ πόθῳ ἤ ἐκεῖνος τότε τῷ ζήλῳ. Τοῦτο οὑδεῖς λύει τόν δεσμόν>>[190]

            ιδ) Δέν παραλείπει νά χρησιμοποιῇ  ποιητικάς προτάσεις καί νά τελειώνῃ αὐτάς μέ τήν αὐτήν κατάληξιν ὁμοιοκαταληξίας,π.χ.<<Ἠρωδιάς ἐφραίνεταικαί Ἰωάννης δεσμεύεται, ἡ Αἰγυπτία ψεύδεταικαί Ἰωσήφ φυλακίζεται>>[191].

            ιε)Ἄλλοτε πάλιν συνδιάζει ὁμοιοκαταληξίαν καί ἰσοσυλλαβίανεἰς τάς προτάσεις, π.χ << οὐ βασιλίδα κολακεύων, ἀλλ'εὐσέβειαν θεραπεύων>>[192]

 

ΙΙ Σχήματα διανοίας

            Συναντῶνται πάρα πολλά σχήματα διαννοίας  εἰς τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, διότι αὐτά διασαφηνίζουν τήν ἔννοιαν. Τά λεκτικά σχήματα εἶναι στοιχεῖα λογοτεχνικῆς φύσεως καί δέν συμβάλλουν τόσον εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ.Ἐάν δέν ὑπῆρχον τά  σχήματα διανοίας εἰς τούς λόγους τοῦ ἱ, Πατρός ἀσφαλώς θά ἦσαν πολύ ὑποδιαίστεροι κατά τήν ρητορικήν τέχνην καί δύναμιν αὐτῶν. Γνωστόν εἶναι ὅπως προτιμῶμεν τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος ἔτσι καί τάς ἐννοίας τῶν λέξεων,διότι αἱ μέν λέξεις ἀποτελοῦν τό σῶμα αἱ δέ ἔννοιαι αὐτῶν τήν ψυχήν τοῦ λόγου καί ἑπομένως ὅπως τό σῶμα ἄνευ τῆς ψυχῆς εἶναι νεκρόν οὕτω καί αἱ λέξεις  ἄνευ νοήματος εἶναι νεκραί.Ἑπειδή δέ τά σχήματα τῆς διαννοίας συντελοῦν εἰς τήν διατύπωσιν καί διασάφησιν τῶν ἑννοιῶν διά τοῦτο ὁ ἱ Πατήρ δίδει μεγάλην προσοχήν εἱς αὐτά.

Ἀναφέρομεν ἐνδεικτικά μερικά μόνον ἐξ αὐτῶν ἀπό τάς ὁμιλίας  αὐτοῦ, καίτοι ἔχομεν πλῆθος συγκεντρώσει τοιούτων ἐκ τῆς μελέτης.

            α) Ἐνῷ ὡμίλει περί ἑνός πράγματος δέν ἔχει σκοπόν νά διδάξῃ τοῦτο ἀλλά μᾶλλον ὑπό τό κάλυμα τῆς ἁλληγορίαςτούτου κρύπτει ἄλλο νόημα, ὅπερ ἔχει μεγίστην ὁμοιότητα περί οὗ ὁ λόγος γίνεται, ὁμιλεῖ δηλαδή ἀλληγορικῶς π.χ. εἰς τήν πρός τήν Ὀλυμπιάδα ἐπιστολήν αὐτοῦ ὁμιλεῖ μέν περί τῆς καταστάσεως ἑνός πλοίου ἐν ὥρᾳ σφοδρᾶς τρικυμίας ἐν μέσῳ πελάγους, πλήν ὅμως ὑπό τό κάλυμμα αὐτῆς ἐννοεῖ τήν τότε ἐπικρατοῦσαν κατάστασιν τῆςἘκκλησίας

            β)Ἄλλοτε πάλιν ὡς ἄριστος ψυχολόγος καί γνώστης τῆς ζωῆς καί τῆς τότε ἐπιστήμης ὁ ἱ Πατήρ προκειμένου νά προκαλέσῃ τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχήν τῶν ἀντιθέτων συμβουλεύεται αὐτούς τρόπον τινά καί καλεῖ νά γίνουν κριταί περί τοῦ τί δέον νά πράξῃ εἰς τήν προκειμένην κατάστασιν, χωρίς βεβαίως νά ἀναμένῃ ἀπάντησιν. Οὕτω χρησιμοποιῶν τό σχῆμα τῆς ἀνακοινώσεωςἐρωτᾶ εἰς τήν ὁμιλίαν, τήν ἀναφερομένην εἰς τούς Μακκαβαίους, περί τῆς μητρός εἰς ποίαν ἄραγε κατάστασιν θά εὑρίσκετο ὅταν ἔβλεπε τά μαρτύρια  καί τόν θάνατον τῶν 7 αὐτῆς τέκνων; <<τί παθεῖν ταύτην εἰκός οὐχί κατάδικον ἕνα ὁρῶσα ἀπαγόμενον ἀλλ' ἑπτά παιδιά ἀθρόον ἐν ἡμέρᾳ μίᾳ οὐχί συντόμῳ τελευτῇ ἀλλά ποικίλαις κατακοπτόμενα σφαγαῖς;>>[193] καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος.

            γ)Ἀλλοτε πάλιν ἀπευθύνεται μετά σφοδρότητος καί συντομίας  κατεχόμενος ὐπό τινος πάθους χαρᾶς ἡ λύπης , θαυμασμοῦ ἠ ἐκπλήξεως , καί ἀναφωνεί πρός ὅλον τό ἀκροατήριον διά τοῦ σχήματος τῆς ἀναφωνήσεως.Τοιοῦτον ἀπαντῶμεν εἰς τήν Α πρός θεσ/νικεῖς ἐπιστολήν ἔνθα καταφέρεται κατά τοῦ πλούτου[194].

            δ) Ἵνα προκαλέσῃ ἀντίθεσινἀντιπαρατάσσει δύο ἀντιθέτους ἐννοίας τήν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης, ὡς π.χ. <<ὅτε ἄπονον βίον ἔζη ὁ Ἀδάμ ἐξέπεσε τοῦ παραδείσου, ὅτε δέ ἐπίπονον καί ἐπίμοχθον ἔζη ὁ Ἀπόστ. Παῦλος . . .τότε ἀπῆλθε εἰς τό παράδεισον καί εἰς τρίτον ἀνῆλθε οὐρανόν>>[195]Σχῆμα ἁντιθέσεως

            ε)Ἐνίοτε ἐρωτᾶ εἰς ἑαυτόν καί ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος, ἤ ἐρωτᾶ τούς ἀκροατάς καί δή τόν ἀντιφρονοῦντα καί ἀπαντᾶ πάλιν ὁ ἴδιος δημιουργῶν τό σχήμα τῆς ἀνθυποφορᾶς. π.χ.εἰς τό ἐγκώμιον τοῦ Βαρλαάμ ἐρωτᾶ καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος<<Καί πῶς δυνατόν φησί, μιμήσασθαι μέρτυρας νῦν οὐδέ γάρ ἐστί διωγμοῦ καιρός >> καί εὐθύς ἀπαντᾶ<<οἵδα κἀγώ διωγμοῦ  μέν καιρός οὐκ ἐστί ἀλλά μαρτυρίου καιρός ἐστι . . . οὐ διώκουσι ἄνθρωποι, ἀλλά διώκουσι δαίμονες· οὐκ ἐλαύνει τύραννος, ἀλλ'ἐλαύνει διάβολος τυράννων πάντων χαλεπώτερος>>[196].

            στ)Θέλων νά δηλώσῃ τάς αἰτίας τῶν θλίψεων τῶν ἁγίων ἀπαριθμεῖ αὐτάς τήν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης διά τοῦ σχήματος τῆς ἁπαριθμήσεως[197]. ὉμοίωςκαίεἰςτήνΙ` ὁμιλίανεἰςἀνδριάνταςἀπαριθμεῖτούςπιθανούςτόπουςμεταβάσεωςκατάτήνΚυριακήνπλήντῆςἘκκλησίας<<Ποῦγάρἑτέρωθιταῦταἀκούσῃὅπερἐνταῦθαφιλοσοφεῖς; ἄνεἰςδικαστήριονἀπέλθῃς, ἀμφισβυτήσειςἐκεῖκαίμάχαι, ἄνεἰςβουλευτήριον, ἡτῶνπολιτικῶνπραγμάτωνφριντίς·ἄνεἰςοἰκίαν, τῶνἰδιωτικῶνἡμέριμναπροτρέχειπάντοτε·ἄνεἰςσυλλόγουςκαίσυνένδριατῆςἀγορᾶςπάνταἐκεῖναγήϊνακαίφθαρτά.  . .>>[198].

            ζ) Πόσον ὡραῖα στρέφει τόν λόγον εἰς ἕνα πρόσωπον παρόν ἤ ἀπόν καί συνομιλεῖ μετ'αὐτοῦ ὡς νά ἦτο πραγματικότης ἡ συνομιλία. Συνήθως συνομιλεῖ μετά τοῦ Ἀπ. Παύλου εἰς ὅν ἐρωτᾶ καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος διά   τοῦ σχήματος τῆς ἀποστροφῆς.

            η)Ὅταν δέ κατέχεται ἀπό ἀπορίαν ἤ ἀμηχανίαν, τί δέον νά πράξῃ καί τί νά εἴπῃ, διερωτᾶται πρός τό ἀκροατήριον διά τοῦ σχήματος τῆς διαπορήσεσεως,ὅπως π.χ. τήν νύκτα καθ' ἥν ἐγένετο λιτανεία καί ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καθ' ὅλην τήν διαδρομήν αὐτῆς ἐκράτει τά τίμια λείψανα, ἤρχισε ὡς ἑξῆς τήν ὁμιλίαν αὐτοῦ:<<Τί εἴπω καί τί λαλήσω; τῶν μαρτύρων τήν ἰσχύν; τῆς πόλεως τήν προθυμίαν; τῆς βασιλίδος τόν ζῆλον; τῶν ἀρχόντων τήν συνδρομήν: τοῦ διαβόλου τήν αἰσχύνην; .  .>>[199].

            θ)Ὁσάκις θέλει νά τονίσῃ μίαν πρότασιν ἤ ἔστω καί μίαν  λέξιν ἔχουσαν σημασίαν τότε ἐπιρρίπτει ὅλην τήν δύναμιν τοῦ λόγου εἰς ἀυτήν καί προκαλεῖ ἔμφανσιν ,οὕτω πχ. θέλων νά δώσῃ ἔμφανσιν εἰς τήν λέξιν <<αἷμα>> ὅπερ ἐχύθη ὑπό τῶν ἁγίων ἐπαναλάμβάνει αὐτήν ὡς ἑξῆς: <<Τοῦτο τό αἷμα ἄγγελοι μέν ὁρῶντες ἐτέρποντο, δαίμονες δέ ἔφριττον, καί αὐτός ὁ διάβολος ἔτρεμε. Οὐ γάρ αἷμα ἦν ἁπλῶς τό ὁρώμενον, ἀλλ' αἷμα σωτήριον, αἷμα ἅγιον τῶν οὐρανῶν ἄξιον, αἷμα διηνεκῶς τά καλά τῆς Ἐκκλησίας ἄρδων φυτά.  .  .>>[200].

            ι)Ἐνῶ λέγει μίαν πρότασιν ἤ ὁλόκληρον ἔννοιαν ὀρθῶς εὐθύς ἀμέσως διορθώνει αὐτήν σκοπίμως ὡς νά ἐξέφρασε αὐτήν ἐσφαλμένως, μέ σκοπόν νά ἀναφέρῃ τί τό ἀνώτερον ἐκείνου, δημιουργῶν οὕτω τό σχῆμα τῆς ἐπανορθώσεως,π.χ. ὁμιλῶν περί τῆς βλασφημίας ἐνῷ λέγει κατ' ἀρχάς ὅτι δέν πρέπει νά βλασφημῶμεν κατόπιν διορθώνων τήν ἔννοιαν λέγει ὅτι μᾶλλον δέν πρέπει νά ἀφήνωμεν καί τούς ἄλλους νά βλασφημοῦν[201].

            ια) Ἄλλοτε πάλιν ἐπιμένει ἐπί πολύ εἰς τήν αὐτήν ἔννοιαν ἀναπτύσσων αὐτήν ποικιλοτρόπως, ἐπεκτείνει τόν λόγον, κάμνει μακρούς πλατυασμούς καί δισαφηνίζει αὐτήν περισσότερον πάσης ἄλλης ἐννοίας διά τοῦ σχήματος τῆς ἐπιμονῆς.Ἐπιμένει κυρίως κατά τοῦ ὅρκου καί ἀναπτύσει διά πολλῶν τήν ματαιότητα τοῦ πλούτου καί συνιστᾶ μεθ' ὑπομονῆς τήν ἐλεημοσύνην[202].

 ιβ)Ἵνα ἱκανοποιήσῃ τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχήν καί ἵνα διαγείρῃ διάφορα συναισθήματα εἰς τούς ἀκροατάς καί δή εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀντιφρονούντων ἐρωτᾶ τακτικῶς αὐτούς περί πραγμάτων κοινῶν χωρίς νά ἀναμένῃ ἀπάντησιν καί νά ἔχῃ ἀνάγκη πληροφορίας. Οὕτω π.χ. διά τοῦ σχήματος τῶν ἐρωτήσεωνπαραλληλίζων τήν εὔταξίαν τῶν ἐθνικῶν εἰς τά ἑορτάς αὐτῶν καί τήν ἀταξίαν τῶν ἐκκλησιαζομένων ἐρωτᾶ ἐπανειλημένως, <<Τί θορυβῇ  εἰπέ μοι, ἄνθρωπε, τί δέ ἐπείγη; Πραγμάτων ἀνάγκη σέ καλεῖ πάντως .  . .>>[203].

            ιγ)Λαογράφος ἄν ἦτο  ὁ ἱ. Χρυσόστομος δέν θα περιέγραφε τόσον λεπτομερῶς καί σαφῶς τά ἤθη καί  τά ἔθιμα τῆς ἐποχῆς του, τάς πράξεις καί τούς χαρακτῆρας τῶν τότε ἀνθρώπων ὅσον  εἱς τάς ὁμιλίας αὐτοῦ προκειμένου νά διαγείρῃ αἰσθήματα ἀποτροπιασμοῦ κατά τῶν διαφόρων  κακῶν συνηθειῶν διά τοῦ σχήματος τῆς παθοποιῖας.π.χ. περιγράφει τόν γαστρίμαργον ὡς ἑξῆς:<<ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, λαμπράς ἀφῆκε τάς ἀκτῖνας .  . αὐτός δέ ὁ γαστρίμαργος καθάπερ χοῖρος εὐθέως ἀπό τό πρωί ἐπί βοσκήν ἔξεσι τῆς γαστρός, ζητῶν πῶς τράπεζαν πολυτελῆ κατασκευάσαι>>[204].

            ιδ) Τάς ἐπί μέρους ἐννοίας καί τά ἐπί μέρους διανοήματα αὐτοῦ τά προτάσσει ἀναλόγως τῆς σημασίας αὐτῶν κατά ἀνιοῦσαν ἤ κατιοῦσαν κλίμακα, διά τοῦ σχήματος τῆς  κλίμακος.π.χ.ὅτε ἐπέστρεψε ἐκ τῆς πρώτης ἐξορίας κατατάσσει τόν λαόν εἰς διαφόρους κατηγορίας καί παραθέτει αὐτάς ὡς ἑξῆς:<<Τί ὑμᾶς καλέσω πρόβαταποιμένας, ἤ  κυβερνήταςστρατιώταςστρατηγούς;Πάντα ὑμῖν ἐπαληθεύω τά ρήματα. Ὅταν ἴδω τήν εὐταξίαν πρόβατα καλῶ, ὅταν ἴδω τήν πρόνοιαν, ποιμένας προσαγορεύω, ὅταν ἴδω τήν σοφίαν, κυβερνήτας ὀνομάζω, ὅταν ἴδω τήν ἀνδρείαν, τήν εὐτονίαν στρατιώτας καί στρατηγούς ὑμᾶς ἅπαντας λέγω.>>[205].

            ιε)Ἄλλοτε πάλιν, ρητορικῇ ἀδείᾳ, μεγαλοποιεῖ τά πράγματα καί  ἐπιδοκιμάζει ἤ ἀποδοκιμάζει αὐτά . Κάμνει τοῦτο ἵνα δώσῃ ἔντασιν καί σημασίαν εἰς μίαν καλήν ἤ κακήν πρᾶξιν τήν ὁποία μεγαλοποιεῖ καί μεγενθύνει  ἵνα ἐντονότερον παραστήσῃ αὐτήν. Οὕτω π.χ. διά τοῦ σχήματος τῆς μεγαλοποιήσεωςἐλέγχει τήν ἀταξίαν τῶν ἐκκλησιαζομένων ἐν σχέσει πρός τήν εὐταξίαν τήν ὁποίαν ἐτήρουν οὗτοι ἐν τῷ θεάτρῳ. <<Νῦν μέν μιμοῦ μέν γελωτοποιοῦντος, καί πορνευομένης γυναικός καί ἀσχυμονούσης, θέατρον τοσοῦτον κάθηται, πολλήν παρέχον ἠσυχίαν τοῖς λεγομένοις καί ταῦτα οὐδενός κελεύοντος σιγᾶν, καί οὔτε θόρυβος  οὔτε κραυγή οὔτε θροῦς. Θεοῦ δέ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φθεγγομένου περί φρικτῶν οὕτω πραγμάτων,κυνῶν ἀνεσχυντότερον διακείμεθα, οὐδέ ὅσην ταῖς πόρναις γυναιξί τοσαύτην τῷ Θεῷ παρέχοντες τήν αἰδώ>>[206].

            ιστ) Μετά πόσης εὐκολίας  καί ἐπιτηδειότητος μεταβαίνει ἀπό τήν μίαν διδασκαλίαν εἰς τήν ἄλλην διά τοῦ σχήματος τῆς μεταβάσεως,π.χ. εἰς τήν Α` ὁμιλίαν περί ἀκαταλήπτου  ἐνῷ διά μακρῶν ἀποδεικνύει βάσει τῶν Ἁγ. Γραφῶν τό ἀκατάληπτον τοῦ Θεοῦ ἵνα μεταβιβάσῃ τάς ἀποδείξεις εἰς ἄλλον τομέα λέγει:<<ἀλλά γέ εἰ δοκεῖ τόν Παῦλον ἀφέντες καί τούς προφήτας, ἀνέλθομεν εἰς τούς οὐρανούς · μήποτε ἐκεῖ τινές εἰσί εἰδότες, τί τῆν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός. Μάλιστα μέν γάρ, κἄν εὑρεθῶσιν εἰδότες, οὐδέν κοινόν πρός ἡμᾶς  πολύ γάρ τό μέσον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων>>[207]

            ιζ)Ὁ ἱ. Πατήρ ἵνα ἐπιβάλῃ πάσῃ θυσίᾳ μίαν ἀρχήν αὐτοῦ φθάνει εἰς σημεῖον νά δώσῃ ὅρκον,(σχῆμαὅρκου)ὄχι βεβαίως τόν συνήθη ὅρκον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλ'ὅρκον πρός ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας καί ἐξορκισμόν τῶν παραπιπτόντων εἰς μίαν κακήν συνήθειαν τήν ὁποίαν προσπαθεῖ νά ἀποκόψῃ,ὡς π.χ. ἐπειδή πολλοί τῶν Χριστιανῶν ἐσυνήθιζον νά μεταβαίνουν εἰς τάς Ἑβραϊκάς Συναγωγάς καί τελετάς, ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτούς τῆς συνηθείας ταύτης κατέστησε ὑπολόγους ἐνώπιον τοῦ κυρίου κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν λέγων πρός αὐτούς:<<Διαμαρτύρομαι ὑμῖν τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, ὅτι ἐάν τίς τῶν παρόντων ὑμῶν ἤ τῶν ἀπόντων πρός τήν θωρίαν ἀπέλθῃ τῶν σαλπίγγων ἤ εἰς τήν Συναγωγήν ἀπαντήσῃ .  .  .ἤ ἄλλο τί μικρόν ἤ μέγα Ἰουδαϊκόν ἔθος ἐπιτελέσῃ καθαρός ἐγώ ἀπό τοῦ αἵματος ὑμῶν πάντων Οὗτοι οἱ λόγοι παραστήσονται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστοῦ καί ἐμοί καί ὑμῖν>>[208].

            ιη)Ἄν καί ὁ ἱ. Πατήρ διακρίνεται διά τήν μακράν καί ποικίλην ἐπεξήγησιν καί διασάφησιν τῶν λεγομένων αὐτοῦ ἑκάστης προτάσεως  ἐν τούτοις ἐνίοτε εἴς τινα σημεῖα ἀναφέρει τά μέν, παραλέίπει τά δέ,(Σχῆμ. παραλείψεως)εἴτε χάριν συντομίας εἴτε ἐπειδή ἐπιφυλάσσεται νά ἀναπτύξῃ ταῦτα εἰς ἄλλην ὁμιλίαν του διά πολλῶν, π.χ. εἰς τήν ὁμιλίαν αὐτοῦ τήν γενομένην κατά τήν ἑορτήν τῆς Ἀναλήψεως ἐνῶ θίγει τά περί τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων ἐν τούτοις δέν ἀναπτύσσει  περί αὐτῶν ἀλλά διατρίβει περί τῆς ὑποθέσεως τής ἑορτῆς  ὡς ἑξῆς:<<ὁρᾶς ὅτι καί ἄγγελοι πάρεισι καί μάρτυρες . . .Ἀλλ'οἱ μέν ἐπί τῶν ἀγγέλων λόγοι ἐν ἑτέροις ἀναμείνομεν ὑμᾶς καιροῖς· ἡμεῖς δέ ἐπί τήν ὑπόθεσιν τῆς παρούσης ἐορτῆς τόν λόγον ἀγάγωμεν . . .>>[209].

            ιθ)Ὁ λίαν αὐστηρός μέν κατά τῆς ἁμαρτίας  συγκαταβατικός ὅμως ὡς πρός τό θῦμα τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἱ. Πατήρ  πάντοτε μέν ἐμφανίζεται  κατ' ἀρχάς συγκαταβατικός παρ' ὅσον θά ἀνέμενέ τις καί συγχωρεῖ  μεν τά σφάλματα τοῦ ἀντιφρονοῦντος  μέ σκοπόν ἵνα κατόπιν διά ἐπιθετικῶν ἐπιχειρημάτων ἀποδείξῃ τά ἀσυγχώρητα αὐτοῦ σφάλματα μέ τό σχῆμα τῆς παραχωρήσεως. π.χ. εἰς τήν ὁμιλίαν εἰς<<τούς ἀπολιμπάνοντας τήν σύναξιν >>λέγει: ,<< ἑπτά ἡμέρας ἡ ἑβδομάς ἔχει· τάς ἑπτά τάύτας ἐμερίσατο πρός ἡμᾶς ὁ Θεός· καί οὐχ ἑαυτῷ δέ τό πλέον, ἡμῖν δέ τό ἔλαττον ἔδωκε μᾶλλον δέ οὐδέ ἐξ ἡμισείας αὐτάς διανείματο, οὐκ ἔλαβε τρεῖς καί ἔδωκε τρεῖς ἀλλά σοί μέν ἀπένειμε ἕξ, αὐτῷ δέ κατέλειπε μίαν. Καί οὐδέν ἐν ταύτῃ ὅλη ἀνέχει τῶν βιοτικῶν ἀπηλάχθη πραγμάτων, ἁλλ'ὅπερ καί οἱ τά ἱερά συλῶντες χρήματα ποιοῦσι, τοῦτο καί σύ ἐπί τῆς ἡμέρας ταύτης τολμᾶς, αὐτήν οὖσαν ἱεράν καί ἀνακειμένην τῇ τῶν πνευματικῶν ἀκροάσει λογίων ἁρπάζων, καταχρώμενος τάς βιοτικάς φροντίδας>>[210].

            κ)Ὁ ἱ Χρυσόστομος εἶναι κατ'ἐξοχήν ρήτωρ τῆς παρρησίας, διότι ὡς χαρακτήρ  εὐθύς καί ἀνυπόκριτος μετά πολλῆς ἐλευθεροστομίας καταφέρετο κατά τῶν δυσαρέστων καί λυπηρών τῆς τότε κοινωνίας, μή φοβούμενος οὐδένα προκειμένου νά ἐλέγξῃ τό κακόν καί νά κτυπήσῃ τάς ἀτασθαλίας τής ἐποχῆς του. Οὕτω εἰς τόν λόγον αὐτού πρό τῆς ἐξορίας μετά θάρρους διά τοῦ σχήματος τῆς παρρησίαςδηλοῖ ὄτι οὐδένα φοβεῖται, Εἰς δέ τήν Ζ` ὁμιλίαν εἰς τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολήν μετά πολλῆς παρρησίας καί πάλιν καταφέρεται κατά τοῦ καλωπισμοῦ  καί τῆς πολυτελείας τῶν γυναικῶν <<Ἀλλά πανταχοῦ ὁ τῦφος ὀ περισσός, πανταχοῦ ἡ κενοδοξία, οὐδαμοῦ τῆς χρείας, ἀλλά πανταχοῦ τῶν περιττῶν. Ἐγώ δέδοικα μή ὐπό τῆς μανίας ταύτης προβαίνον τό γυναικεῖον γένος τεράτων ἀναλάβῃ μορφήν  . . .>> [211].

            κα) Περιγράφει δέ τόσον ζωηρῶς  καί παραστατικῶς τά ἀντικείμενα ἤ καί αὐτά ἀκόμη τά ἄλογα κτίσματα ὥστε νομίζει τίς ὅτι βλέπει μᾶλλον τά πράγματα παρά ἀκούει ταῦτα περιγραφόμενα. Διαπρέπει τόσον πολύ εἰς τήν περιγραφήνὥστε διά τοῦ λόγου αὐτοῦ ζωγραφίζει αὐτά κάλλιον τοῦ ζωγράφου. Διά τῆς περιγραφῆς διδάσκει, ἐξάγει διδάγματα καί ἠθικά συμπεράσματα, τέρπει τόν ἀκροατήν καί κρατεῖ αἰχμάλωτον τήν προσοχήν του. Τοιαύτας περιγραφάςἀπαντῶμεν πολλάς εἰς τά ὁμιλίας του ἱ Πατρός[212].

            κβ)Ἁντί νά ἀναμένῃ ὅπως οἱ ἀντιφρονοῦντες προβάλλωσι τάς ἀντιρρήσεις καί τάς ἐνστάσεις αὐτῶν προλαμβάνει αὐτούς καί οὕτω ἐξασθενίζει αὐτάς διά τοῦ σχήματος τῆς προλήψεως,διά τοῦ ὁποίου ἐξευρίσκει λύσεις, δίδει συμβολάς καί ἀναιρεῖ ἀμέσως τάς τυχούσας ἐνστάσεις π.χ. εἰς τό ἐγκώμιον τοῦ Μελετίου ἔχει τό ἑξῆς σχῆμα προλήψεως διά τοῦ ὁποίου προλαμβάνει τό παράπονον τῶν Ἀντιοχέων διά τόν ἐπισυμβάντα  μακράν τῆς Ἀντιοχείας  θάνατον τοῦ ἐπισκόπου Μελετίου<<εἰ γάρ ἐνταῦθα τήν ψυχήν ἀφῆκεν ἀφόρητος ἔμελλεν ὁ τῆς συμφορᾶς ὄγκος ἔσεσθαι.Τίς γάρ ἄν ἠνέσχετο τόν μακάριον ἐκεῖνον ἰδεῖν τάς ἐσχάτας ἀναπνέοντα ἀναπνοάς;>>[213].

            κγ) Ἀλλά καί αὐτά τά ἄψυχα πράγματα καί τάς ἀφῃρημένας ἰδέας πολλάκις προσωποποιεῖ καί παριστᾶ ὡς συνομιλούσας, τούς δέ νεκρούς ἤ ἀπόντας ὡς παρόντας καί συνδιαλεγομένους παριστᾶ διά τοῦ σχήματος τής προσωποποιήσεως π.χ. <<Φέρε οὖν, ὥσπερ εἰς λιμένα πάλιν τῇ σιγῇ τούς λόγους ἀναπαύσωμεν. Ἀλλ' οὐκ ἐθέλουσι ἀφίστασθαι, ἀλλά δυσχεραίνουσι καί ἀγανακτοῦσι, πάντες ἐμπλησθῆναι τοῦ λειμῶνος ἐπιθυμοῦντες. Ἀλλά τοῦτο ἀμήχανον, ὦ παῖδες. Παυσόμεθα οὖν διώκοντες ἀκίχητα· ἀρκεῖ  εἰς παραμυθίαν ἡμῖν καί τά εἰρημένα>>.

            κδ) Πάντοτε λαμβάνει γνωστά εἰς τούς ἀκροατάς ἀντικείμενα καί διά παραλληλισμοῦ ἤ συγκρίσεως ἤ παρομοιώσεως ἀπιδεικνύει τάς σχέσεις καί διασαφηνίζει τάς ἐννοίας, ἀφ' ἐτέρου δέ ἐγκαλωπίζει τόν λόγον, π.χ.διά τῆς παρομοιώσεως καί τῆς συγκρίσεως  νεφέλης καί ἀθυμίας διασαφηνίζει τήν κατάστασιν τοῦ κατεχομένου ὑπό ἀθυμίας, <<ἀλλ'ὥσπερ νεφέλη τις πυκνή γενομένη καί τήν ἡλιακήν ἀκτῖνα ὑπερδραμοῦσα ἀποστρέφει τήν αὐγήν πᾶσαν εἰς τοὐπίσω, οὕτω δεῖ καί ἀθυμίας νέφος ἐπειδάν  στῇ  πρό τῆς ψυχῆς τῆς ἡμετέρας οὐκ ἀφίησιν εὔκολον γενέσθαι τήν τοῦ λόγου διάβασιν ἀλλ' ὑποπνίγει καί συνέχει μετά πολλής τής ἀνάγκης ἔνδον αὐτόν>>[214].

             κε) Ἐπίσης χρησιμοποιεῖ τούς ὑποθετικούςλόγους ἵνα δηλώσῃ τήν ἀναγκαιότητα ἑνός πράγματος διά τῆς προϋπάρξεως ἑνός ἄλλου ἤ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀρετῆς.<<μή τοίνυν ἀλύομεν επί τοῖς παροῦσι δεινοῖς· ἐάν γάρ ἁμαρτίας ἔχῃς, ἀφανίζονται καί κατακαίονται ραδίως ὐπό τῆς θλίψεως· ἐάν δέ ἀρετήν ἔχῃς, λαμπρύνῃ καί φαιδρύνῃ ὐπ'αὐτῆς· ἐάν γάρ ἀγρυπνῇς διηνεκῶς καί νήφης ἀνώτερος ἔση βλάβης ἀπάσης[215].

            κστ)Περιγράφει ἐπίσης ζωηρῶς τά λογικά ὄντα καί τά πράξεις αὐτῶν καί προσπαθεί δια τῆς περιγραφῆςνά ἐντυπώσῃ εἰς τούς ἀκροατάς ζωηρά συναισθήματα, Περιγράφει π.χ. μάχας, πολέμους καί διαφόρους ἐνεργείας τοῦ ἀνθρώπου[216].

            κζ) Προβάλλει ἐπίσης διαλόγους μεταξύ δύο προσώπων εἰκονικῶς περισταμένων καί λαμβάνει τόν ρόλον ἀμφοτέρων εἰς τάς ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις αὐτῶν,π.χ. ἀναφέρει διάλογον μεταξύ Χριστοῦ καί φρουροῦ ἀγγέλου τοῦ παραδείσου καθ' ἥν στιγμήν εἰσάγετο ὁ ληστής εἰς τόν παράδεισον π.χ. Ἄγγελος: <<Ληστήν Δέσποτα εἰσάγεις εἰς τόν παράδεισον. Ὁ Πατήρ ὁ σός  διά μόνην ἁμαρτίαν  τόν Ἀδάμ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ παραδείσου καί σύ τόν ληστήν εἰσάγεις τόν μυρίοις κακοῖς καί μυρίαις παρανομίαις ὑπεύθυνον; Ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπαντᾷ. Ναί οὔτε γάρ ἐκεῖνο χωρίς ἐμοῦ γέγονε οὔτε τοῦτο χωρίς τοῦ Πατρός μου>>[217].

 κη)Ὁλόκληρον εἰκόνα ἠ συμβάν ἤ διήγησιν  τήν μεταφέρει αὐτουσίαν  καί παρομοιάζει αὐτήν παραλληλήζων  μέ ἕτερον παρόμοιον γεγονός διά τοῦ σχήματος τῆς μεταφορᾶς  , Οὕτω π.χ. παρωμοίασε τήν ἱστορίαν τῆς ἁρπαγῆς τῆς Σάρρας γυναικός τοῦ Ἀβραάμ ὑπό τοῦ Φαραῶ  με τήν ἁρπαγήν τῆ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας ὅτε ἐγένετο ἡ σύνοδος ὑπ'αὐτοῦ ἐν Δρυΐ[218]

6. Παθοποιία

 

          Ἐκ  τῆς καθημερινῆς πείρας εἶναι γνωστόν ὅτι ῆ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀδυνατεῖ νά δεχθῇ   κατά τόν ἴδιο τρόπον  εὐχαρίστως τά λεγόμενα τῶν  ἄλλων. Διά τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νά προετοιμασθῇ καταλλήλως  διά λόγων. Ὅπως ὁ γιατρός διά νά καταπραΰνῃ τόν πόνον καί διά νά ναρκώσῃ  τό μέρος τό ὁποῖο θά ἐγχειρίσῃ χρησιμοποιεῖ διάφορα φάρμακα, ἔτσι καί ὁ ἱεροκήρυξ  διά  τῆς παθοποιϊας  θα νάρρκώσῃ  τόν ἐγωϊσμόν, τήν κακίαν καί τήν ἀδιαφορίαν τῶν ἀκροατῶν. Μέ αὐτήν θά προκαλέσῃ διάφορα ἀνώτερα συναισθήματα εἰς τάς ψυχάς των διά νά  προβῇ εἰς τήν  θεραπείαν αὐτῶν.

            Ὁ ἱ, Χρυσόστομος  ἐπωφελούμενος πᾶσαν ψυχολογικήν κατάστασιν τῶν ἀκροατῶν κατά τάς διαφόρους περιστάσεις προσεπάθη διά τῆς παθοποιϊας νά διαγείρῃ ποικίλα συναισθήματα εἰς τάς ψυχάς αὐτῶν. Ἡ παθοποιϊά του εἶναι τόσον δυνατή ὥστε εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ὁμιλίαν  προυκάλει καί τά πλέον ἀντίθετα  συναισθήματα, χαρᾶς, λύπης, συμπαθείας, μίσους πρός τήν ἁμαρτίαν, ἀγανακτήσεως, οἴκτου, ἐλπίδος καί φόβου.           

α)Διαγείρει συνήθως  τό συναίσθημα τῆς χαρᾶςεἰς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν.  Ἐπιδιώκει νά μεταβάλῃ τήν ζωήν αὐτῶν εἰς ζωήν πνευματικῆς χαρᾶς. Διαφέρει  τῶν δικανικῶν ρητόρων, διότι προκαλεῖ τήν χαράν τήν προερχομένην ἐκ τῶν ἠθικῶν  κα αἰωνίων πνευματικῶν ἀγαθῶν, καί  μετριάζει ἤ  ἐξαλείφει τήν ἐκ τῶν ἐπιγείων φθαρτῶν καί εὐφήμερων ἀγαθῶν προερχομένην χαράν.

  Παρουσιάζει  μέ τά  λαμπρότερα χρώματα τήν άξίαν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τάς ἀμοιβάς τῶν ἀρετῶν καί τῶν καλῶν πράξεων, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐγκράτείας, καί ἀντίθετα περιγράφει μέ τά μελανώτερα χρώματα τήν ματαιότητα τοῦ πλούτου, τῶν ἀξιωμάτων, τῶν ἡδονῶν καί τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν. Μέ πολλήν  τέχνην καί δύναμιν προσπαθεῖ νά ἀποδείξῃ κατά τάς περιστάσεις τῶν ἐπερχομένων δεινῶν καί θλίψεων τῆς ζωῆς τήν προερχομένην ἐξ αὐτῶν  πνευματικήν ὠφέλειαν. Συγκρίνοντας τήν ἀξίαν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν μέ τήν μάταιότητα τῶν ὑλικῶν  προκαλεῖ τήν χαράν καί τό θάρρος εἰς τούς δεινοπαθοῦντας. Τοῦτο τό βλέπομεν εἰς τάς 21 ὁμιλίας του εἰς τούς ἀνδριάντας[219] ἔνθα ἐκ τῆς θλίψεως, τῆς ἀγωνίας καί τῆς συμφορᾶς τῶν Ἀντιοχέων, τῶν ἀναμενόντων ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμήν τό θάνατον, ἐξάγει τό συναίσθημα τῆς χαρᾶς διά τῆς διαβεβαιώσεως ὅτι ταῦτα πάντα πρός ὠφέλειαν πνευματικήν ἐπῆλθον. Ἀλλά καί ἀλλαχοῦ διά τῆς παθοποιίας μεταβάλλει τήν θλίψιν εἰς χαράν, τόν πόνον εἰς βάλσαμον. Μεταγγίζει διά τῆς παθοποιϊας τά συναιασθήματα του εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν[220].

             Ὁ λόγος του καθίστατο ἀγωγός, ὁ ὁποῖος μετέφερε διά τῆς παθοποιίας  τόν εὐγενῆ κόσμον τῆς ψυχῆς του  εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀκροομένων. Ἀληθές μυστήριον εἶναι ἡ  πνευματική ἀπήχησις τοῦ λόγου τοῦ ἱ. Πατρός εἰς τόσας χιλιάδας ψυχάς ποικίλου ἀκροατηρίου!  Αὐτός μέν πάντοτε ἦτο πηγή ὕδατος, αἰ δέ ψυχαί τῶν ἀκροατῶν ἀγρός ξηρός, ὅστις εἶχε ἀνάγκην τοιούτου λόγου ὡς εἴδους βροχῆς.

            β)Ἡ πρόκλησις τοῦ συναισθήματος τῆς χαρᾶς ἄνευ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλότητος τῶν ἀκροατῶν δέν ἦτο δυνατόν νά εἶχε θετικά ἀποτελέσματα μετανοίας καί πνευματικῆς οἰκοδομῆς. Τοῦτο κατανοῶν ὁ ἱ. Πατήρ κατέφευγε εἰς τό συναίσθημα τῆς λύπης, προκαλῶν αὐτό διά τῆς περιγραφῆς τῆς ἁμαρτωλοῦ καταστάσεως τῶν ἀκροατῶν  καί τῆς συνεπείας  αὐτῶν ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει. Τό συναίσθημα τῆς λύπης περιορίζετο ἐντός τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων, ἄνευ ὑπερβολῆς, διά νά μήν φθάσουν εἰς σημεῖον ἀπογοητεύσεως. Προυκάλει  τόσον τό συναίσθημα τῆς λύπης  ὄσον ἀπαιτεῖτο νά παρωθήσῃ τά ψυχάς αὐτῶν  εἱς εἰλικρινῆ μετάνοιαν καί οὐχί εἰς ἀπόγνωσιν. Ὅπως προυκάλει  τήν χαράν ἀναφερόμενος εἰς τήν ἀπόκτησιν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ἔτσι προεκάλει καί τήν λύπην ἀναφερόμενος εἰς τήν ἀπώλειαν τούτων τῶν ἀγαθῶν καί οὐχί εἰς τήν ἀπώλειαν τῶν ἐπιγείων καί ἐφημέρων. π.χ. <<Ἐπί μέν ζημίᾳ χρημάτων, καί ἀρρωστείᾳ καί θανάτῳ καί τοῖς ἄλλοις τοῖς συμπίπτουσι ἡμῖν δεινοῖς ἀλγοῦντες καί ἀθυμοῦντες οὐ μόνον ἀπό τῆς λύπης καρπούμεθα παραμυθίαν,  ἀλλά καί ἐπιτείνομεν τά δεινά, ἐπί δέ τῶν ἁμαρτημάτων ἄν ἀλγήσωμεν καί λυπηθῶμεν ὑποτεμνώμεθα τῆς ἁμαρτίας τόν ὄγκον καί μικράν τήν μεγάλην ποιῶμεν, πολλάκις δέ καί τέλεον αὐτήν ἐξαλείφομεν ἅπασαν>>[221] Παρόμοιον λόγον προκλήσεως λύπης   διά τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πτώσεως τοῦ ἀκροατοῦ ἥ τοῦ ἀναγνώστου ἔχομεν εἰς τόν πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα πρῶτον λόγον.[222]

            γ)Εἰς τάς ΙΑ`, ΙΕ`, ΙΣΤ` ὁμιλίας εἰς τούς ἀνδριάντας[223],  καί εἰς τήν Α` ὁμιλία  τῆς Β` Τιμοθέου ἐπιστολῆς[224] παραμυθεῖ τούς ἀκροατάς δια τά ἐπερχόμενα δεινά καί διαγείρει τό συναίσθημα τοῦ θάρρουςδια να ἐργάζωνται  τήν ἀρετήν καί νά ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτίαν. Ἀφιερώνει πολλάς ὁμιλίας διά νά ἐνθαρρύνῃ τούς ἀκροατάς πρός ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν τονίζοντας <<οὐ δύσκολα τά τοῦ Χριστοῦ προστάγματα>> καί <<εὔκολος ἡ ἀρετή>>[225].

            δ)Προκαλεῖ συγχρόως καί τό αἴσθημα τῆς ἐλπίδος,τῆς ἀρετῆς ἐκείνης ἄνευ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος θά ἀπελπίζετο καί θά κατέθετε τά ὅπλα τοῦ ἀγῶνος κατά τῆς ἁμαρτίας καί θά ἔφθανεν εἰς ἀπόγνωσιν, Ἡ χριστιανική  ἐλπίς ὡς ἄλλη ἄγκυρα συγκρατεῖ τόν πιστόν ὅταν κτυπᾶται εἰς τό πέλαγος τῆς ζωῆς ὑπό τῶν κυμάτων καί τῶν ἀλλεπαλλήλων συμφορῶν αὐτῆς. Αὐτήν τήν ἐλπίδα εἰς τήν ἄπειρον πρόννοιαν τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐσπλαχνίαν Αὐτοῦ προυκάλει τακτικά ὁ ἱ. Πατήρ.

            ε)Δέν παρέλειψεν ὅμως νά χρησιμοποιήσῃ ὡς μέσον τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος καί τό αἴσθημα τοῦ φόβου.Κατ'ἀρχάς βεβαίως δέον νά τονισθῇ ὅτι οἱ λόγοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δέν εἶναι λόγοι προκαλοῦντες φόβον καί τρόμον, ἀλλά λόγοι παρηγορίας, παραμυθίας  καί παρακλήσεως, λόγοι πού προκαλοῦν σεβασμόν πρός τό Θεόν. Μόνον ὅταν ἀπῃτουν οἱ περιστάσεις τότε διήγειρε τόν φόβον, τοῦ ὁποίου τήν εὐεργετικήν ἐπίδρασιν θεωρεῖ  ἀνωτέραν καί αὐτοῦ τοῦ λόγου,<<Οὐ γάρ τοσοῦτον ἐργασεσθαι δυνήσεται ὁ λόγος ὅσον ἐργάζεται ὁ φόβος . .  .  .ὁ γάρ τῆς γεένης φόβος τόν τῆς βασιλείας κομίζει στέφανον>>[226].

Ὡς ἐκ τούτου εἰς πολλάς ὁμιλίας προσπαθεῖ διά τῆς ὑπομνήσεως τῆς μελλούσης κρίσεως  καί τῆς γεένης τοῦ πυρός  καί τῆς κολάσεως νά προκαλέσῃ τόν φόβον εἰς τούς ἀκροατάς Τό αἴσθημα τοῦ φόβου χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον ἐπιτυχίας τοῦ σκοποῦ τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος,<<ἄγω τόν φόβον ἵνα κατασκεύσω τήν σωτηρίαν, σιδήρου τομωτέραν ἐργασαμένην τήν διδασκαλίαν ἵνα ἕκαστος ὑμῶν σηπεδῶνα ἔχων ἀπόθηται.>>[227].Ὅταν ὅμως οἱ ἀκροαταί κατελαμβάνοντο ὑπό ὑπερβολικοῦ φόβου, ὡς συνέβη κατά τήν στάσιν τῆς Ἀντιοχείας, ὅταν οἱ Ἀντιοχεῖς  ἀπό στιγμῆς  εἰς στιγμήν ἀνέμενον  τήν καταστροφήν τῆς πόλεως τότε ὁ ἱ. Πατήρ προσπαθεῖ νά παραμυθήσῃ αὐτούς λέγων:<<Μῆ τοίνυν ἀλγῶμεν ὑπέρ τῆς ἀθυμίας ταύτης ἀλλά καί εὐχαριστῶμεν τῷ Θεῷ· πολύ γάρ ἀπό τῆς θλίψεως τό κέρδος>>[228].

            στ)Ἐπωφελεῖται ἐπίσης τῆς θλίψεως καί τῆς συμφορᾶς τῆς ζωῆς διαφόρων ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν εὑρισκομένων εἰς ἀθλίαν κατάστασιν  ὀρφανῶν, πτωχῶν καί δυστυχισμένων τῆς κοινωνίας ἵνα διά τῆς περιγραφῆς τῆς καταστάσεως αὐτῶν διαγείρῃ τό αἴσθημα τοῦ οἴκτου. Περιγράφει μέ τά πλέον μελανώτερα χρώματα τήν κατάστασιν τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἰς τάς σχετικάς αὐτοῦ πέντε ὁμιλίας[229]. Ἐπισης τό πάθος τοῦ Κυρίου[230], τά βασανηστήρια τῶν πρώτων μαρτύρων, διά τῶν ὁποίων προκαλεῖ τήν συμπάθειαν καί τό οἶκτον. Διαγείρει προπάντων τόν οἶκτον πρός τούς πτωχούς τῆς ἐποχῆς του καί παροτρύνει πάντας εἰς τό καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης πρός αὐτούς. Ἀλλά καί πρός τήν ἀθλίαν κατάστασιν τῶν ἁμαρτωλῶν προκαλεῖ τόν οἷκτον καί τήν συμπάθειαν, ὅπως π.χ. πρός τόν τρέμοντα ὡς φθινοπωρινόν φύλλον Εὐτρόπιον εἰς τήν σχετικήν αὐτοῦ ὁμιλίαν[231]. Οἶκτον βεβαίως πρός τό θῦμα, ἐνῷ μῖσος πρός αὐτήν τήν ἁμαρτίαν, ἵνα τοιουτοτρόπως βοηθήσουν μέν πρός σωτηρίαν τόν ἁμαρτωλόν, ἀποφύγουν δέ αὐτοί οἱ ἴδιοι τήν ἁμαρτίαν αὐτοῦ.

            ζ)Περιγράφει τήν ἀθλίαν κατάστασιν τῶν δούλων τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πλεονέκτου, τοῦ μεθύσου, τοῦ γαστριμάργου, τοῦ μνησικάκου καί ἄλλων ἵνα προκαλέσῃ τόν οἶκτον μέν πρός τό θῦμα,ἀλλά καί τό αἴσθημα τῆς ἀγανάκτησεως  καί τοῦ μίσους κατά τῆς ἁμαρτίας.

 Ἄγανάκτησις δικαιολογημένη παρατηρεῖται διά τήν τοιαύτην κατάστασιν καί τήν τόσην πόρρωσιν τῶν ἁμαρτωλῶν  στήν 21ην ὁμιλία εἰς τήν Α` πρός Κορυνθίους ἐπιστολήν ὅπου λέγει << Τίς ἡ μανία αὔτη ; μανία γάρ καί παροπληξία σαφής τά μέν κυβώτια  μεστά ἱματίων ποιεῖ, τόν δέ κατ' εἰκόνα Θεοῦ γενόμενον καί  καθ' ὁμοίωσιν γυμνόν καί τρέμοντα ὑπό τοῦ κρυμνοῦ περιορᾶν καί μόλις ὀρθούμενον. >>

            θ)Περιγράφει μέν τήν κακίαν ἵνα προκαλέσῃ τήν ἀγανάκτησιν κατ'αυτῆς, ἀλλ' ἐκ παραλλήλου περιγράφει καί τάς καλάς πράξεις τῶν εὐσεβῶν καί ἐναρέτων ἵνα διαγείρῃ τόν ζῆλονπρός ἐκπλήρωσιν αὐτῶν. Διαγείρει τόν ζῆλον οὐχί πρός ἀπόκτησιν ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἀλλά πρός ἀπόκτησιν οὐρανίων. Γνωστόν καί φανερόν εἶναι ὅτι τά οὐράνια ἀγαθά δέν ἀποκτῶνται διά τῆς κλοπῆς ἤ δι'ἄλλου ὑπούλου τρόπου, ἀλλά μόνον δι'εὐγενοῦς ἀγῶνος κατά τῆς ἁμαρτίας, ἑπομένως ἡ διέγερσις τοιούτου ζήλου ἐξησφάλιζε ἐκ τῶν προτέρων τήν ἔντιμον ἐνέργειαν τῶν ἀκροατῶν. Πρός διέγερσιν τοῦ ζήλου ἀναφέρει ὁ ἱ. Πατήρ τάς εὐγενεῖς  πράξεις τῶν ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς  καί τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅπως π.χ. τοῦ Μωυσέως , τοῦ Ἰώβ, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Δαυίδ, τῶν τριῶν παίδων ἐν καμίνῳ, τῶν Ἀποστόλων καί ἰδίως τοῦ Παύλου, τέλος δέ πρόσωπα ἐκ τοῦ πανθέου τῶν  μαρτύρων καί ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτω π.χ. εἰς τήν ΙΓ` ὁμιλίαν εἰς Ἐφεσίους ἀναφέρει τήν αὐταπάρνησιν τῶν παρθένων αἵτινες χάριν τῆς σωτηρίας αὐτῶν ἐγκατέλειψαν τά ἐγκόσμια καί ὑπεβλήθησαν εἰς τόσας στερήσεις καί κακουχίας, εἰς δέ τήν ΙΒ` ὁμιλίαν εἰς Φιλιππισίους φέρει ὡς πρότυπον παράδειγμα τάς πράξεις τῶν Ἀποστόλων[232].

            Ἐν κατακλείδι λέγομεν ὅτι ὁ ἱ. πατήρ δια τῆς παθοποιϊας ἐπετύγχανε τά μέγιστα  εἰς τό Ἐκκλ. κήρυγμα, διότι εἶναι ὁ κατ'ἐξοχήν ρήτωρ τῆς ἐντέχνου παθοποιίας.

7. Ἐπωφελής χρησιμοποίησις τῶν περιστάσεων.

 

          Ἀναφέραμεν ἀνωτέρω ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀναλόγως τῶν περιστάσεων,τῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως καί ψυχοσυνθέσεως τῶν ἀκροατῶν ἐρρύθμιζε τό ὕφος, τήν γλῶσσαν καί τόν χαρακτῆρα τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος, δηλαδή ἐπωφελείτο  πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκροατῶν πᾶσαν εὐκαιρίαν καί περίστασιν. Ὅπως ὁ γεωργός σπέρνει ἕκαστον προϊόν αὐτοῦ ἀναλόγως τῆς ἐποχῆς καί τῶν συνθηκῶν τοῦ ἀγροῦ, οὕτω καί ὁ ἱ. Πατήρ  ἔρριπτε τόν κατάλληλον θεῖον σπόρον εἰς τάς ψυχάς τῶν πιστῶν ὅταν αὖται ἦσαν  κατάλληλα προετοιμασμέναι ἐκ τινος προσφάτου γεγονότος. Ἐξ οἱασδήποτε  περιστάσεως καί οἱουδήποτε γεγονότος καλοῦ ἤ κακοῦ ἀποστραγγίζει τό καλόν καί τό προσφέρει εἰς τούς ἀκροατάς πρός οἰκοδομήν. Καί αὐτήν τήν θλίψιν τήν θεωρεῖ ὡς μέσον ἐπιτυχίας τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος, διότι ὡς λέγει χρησιμοποιεῖ αὐτήν ὡς ἄροτρον ἵνα καλλιεργήσῃ τάς ψυχάς<<Οὕτω καί ὑμᾶς ἀναγκαῖον ποιεῖν καί καθάπερ ἀρότρῳ τῇ θλίψῃ καταχρησαμένους ἀναρῆξαι τῆς καρδίας τό βάθος>>[233].

            α)Ὅταν τά πράγματα ὡμίλουν αὐτά καθ' ἑαυτάκαί ἤρχοντο εἰς ἐπιβεβαἰωσιν τῶν ὑπό τοῦ ἱ .Πατρός λεγομένων τότε ὁ ἱ. Πατήρ ἐδίδασκε  ἐποπτικῶς, π.χ. περί τῆς ματαιότητος τοῦ πλούτου, τῶν ἀξιωμάτων καί τῶν ἐγκοσμίων, τότε ὡμίλησε μετά μεγαλυτέρας ἐπιτυχίας, ὅταν ὁ ἄλλοτε παντοδύναμος καί πάμπλουτος Εὐτρόπιος τρέμων κατέφυγε εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἵνα σωθῇ ἐκ τοῦ βεβαίου θανάτου[234] κρυπτόμενος κάτω ἀπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ  Σοφίας. Ἐκ τῶν πραγμάτων ὡμιλησε καί ὅταν οἱ ἄλλοτε ἀδιάφοροι Ἀντιοχεῖς ἔτρεμον ἀναμένοντες κατά τήν γενομένην στάσιν ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν τήν σφαγήν αὐτῶν καί τήν καταστροφήν τῆς πόλεως[235].

            β)Ἐπωφελεῖτο ὡς μέσον ἐπιτυχίας  τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἀτυχημάτωνὄπως π.χ, τόν σεισμόν κ.λ.π. Εἰς τοιαύτας περιστάσεις οἱ ἄνθρωποι  ἀπεμακρύνοντο πρός στιγμήν μέν τοῦ συνήθους ἡδηπαθοῦς βίου καί τῶν διασκεδάσεων, ἀλλά ἐπειδή μετ'ὀλίγον  θά ἐπανήρχοντο εἰς τήν προτέραν αὐτῶν ζωήν διά τοῦτο ὁ ἱ. Πατήρ ἐδράττετο τῆς εὐκαιρίας  καί ἐπετίθετο κατ' αὐτῶν  διά τῆς παθοποιίας ἵνα τούς συγκρατήσῃ τοῦ λοιποῦ εἰς τήν ἀρετήν, ὅπως π.χ. εἰς τόν σεισμόν τῆς Κων/πόλεως[236], εἰς τήν στάσιν τοῦ Γαϊνᾶ[237] καί εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις. Ὁ Θεός δίκαιος ὤν δία τῶν ἐπερχομένων συμφορῶν ἐξύπνησε αὐτούς ἀπό τόν λήθαργον τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης,ὁ δέ ἱ. Πατήρ προσεπάθη νά συγκρατήσῃ αὐτούς εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐγρηγόρσεως. Αἱ ψυχαί των ἦσαν πρός στγμήν κατάλληλοι διά σποράν. Δέν ἔπρεπε νά χάσῃ μίαν τοιαύτην εὐκαιρίαν καί ὡς ἐκ τούτου ἤρχετο μετά πατρικῆς ἀγάπης νά βοηθήσῃ αὐτούς εἰς τήν νέαν ζωήν νά  στερεωθοῦν  κατά τό δυνατόν εἰς τήν ἀρετήν.

Ἐπωφελούμενος  λοιπόν τάς περιστάσεις ἐπετύγχανε τά μέγιστα εἰς τόν σκοπόν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

 

 

8.  Πρόκλησις ἑνδιαφέροντος καί προσοχῆς.

          Πάντοτε ὅμως δέν ἦσαν προετοιμασμέναι κατάλληλα αἱ ψυχαί τῶν ἀκροατῶν πρός εὐμενῆ ὑποδοχήν τῶν κηρυττομένων. Αἱ περιστάσεις δέν ἦταν πάντοτε ἀρωγοί τοῦ κηρύγματος καί ἔπρεπε νά βρεθῇ τρόπος καί μέσον προσελκύσεως  τῆς προσοχῆς καί τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀκροατῶν πρός καλυτέραν ἐπιτυχίαν τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος.

Ὅπως ὁ πομπός εἶναι δυνατόν νά ἐκπέμπῃ ἠχητικά κύματα ἄνευ ἀποτελέσματος, ὅταν ὁ δέκτης δέν εἶναι ρυθμισμένος καλῶς ἵνα συλλάβῃ τά ἠχητικά  κύματα ἐκείνου, ἔτσι καί ὁ ἱεροκήρυξ πιθανόν νά ὁμιλῇ, νά ἁναπτύσῃ ὑψηλόν θεσπέσιον μακροσκελές θέμα, ἀλλ'ἐάν δέν διαγείρῃ καί δέν προκαλέσῃ  τό ἐνδιαφέρον  καί τήν προσοχήν τῶν ἀκροατῶν ἀσφαλῶς ἐλάχιστα θά ἐπιτύχῃ εἰς τό ἐκκλ. κήρυγμα αὐτοῦ, διότι ὁ νοῦς τῶν ἀκροατῶν θά εἶναι στραμέμμένος ἀλλοῦ.

Πρέπει λοιπόν νά ρυθμίσῃ ὡς ἄλλους δέκτας τόν ψυχικόν κόσμον τῶν ἐκροατῶν  ἵνα εὐκόλως συλλαμβάνῃ καί δέχεται τά ὑπ'αὐτοῦ λεγόμενα. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά ἐπιδιώξῃ τοῦτο παντοιοτρόπως.

Εἰς τήν πρόκλησιν τοῦ ἐνδιαφέροντος διαπρέπει ὁ ἱ .Χρυσόσομος,  διότι εἰς τήν ἀρχήν ἑκάστης ὁμιλίας ἐπιδιώκει νά προσελκύσῃ τήν προσοχήν καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν, εἴτε δι'ἐπαίνων εἴτε διά πατρικῶν συγκινητικῶν λόγων, εἴτε διά τῆς ἐκδηλώσεως τῆς ἀπείρου αὐτοῦ πατρικῆς ἀγάπης.

            α)Διά τῶν λογικῶν πραγματικῶν ἐπαίνωνἐπεδίωκε νά διαγείρῃ τό φιλότιμον τῶν ἀκροατῶν καί νά παρωθήσῃ αὐτούς ἐνθαρρύνων εἰς τήν συνέχισιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Παρομοιάζει αὐτούς μέ ἔφορον γῆν, ἥτις ἐντός ὀλίγου ἐκαρποφόρησε καί ἔδωκε ἑκατονταπλασίονα καρπόν, ἄλλοτε πάλιν ἐπαινεῖ αὐτούς διά τάς ἀρετάς των ἵνα ἐν συνεχείᾳ τοῦ λόγου ἀποδείξῃ τάς ἐλλείψεις αὐτῶν π.χ<<Λαμπρόν ἡμῖν σήμερον τό θέατρον, καί φαιδρός ὁ σύλλογος τί ποτέ ἄρα τό αἴτιον; Τῶν χθές σπερμάτων καρπός σήμερον θερισμός. Χθές ἐφυτεύσαμεν καί σήμερον τρυγῶμεν . .>>[238]. Ὁμοίως ἐπαινεῖ τούς Ἀντιοχεῖς εἰς τήν Θ`  ὁμιλία εἰς τούς ἀνδιάντας λέγων:<< ὅτι  οὐκ εἰς πέτρας ἐσπείραμεν οὐδέ εἰς ἀκάνθας κατεβάλομεν τά σπέρματα, οὐδέ πολλού χρόνου καί πολλῆς ἐδεήθημεν ἀναβολῆς ὥστε θερίσαι τά λήια (τά σπαρτά)>>.[239] Πολύ περισσότερον γίνεται ὁ ἔπαινος εἰς τήν ὁμιλίαν<<Ὅτε τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἰς μεγάλην Ἐκκλησίαν προσελθούσης>>[240].

            Οὐδέις κατά ταῦτα δύναται νά παραβληθῇ πρός τόν ἱ. Χρυσόστομον ὡς πρός τήν χρῆσιν τοῦ ψυχολογικοῦ καί παιδαγωγικοῦ τούτου ἐπαίνου, διά τοῦ ὁποίου χωρίς νά κολακεύῃ οὐδένα ἐπιτυγχάνει τήν προσέλκυσιν τοῦ ἐνδιαφέροντος ἐπί τοῦ θέματος, ἀλλά ἐνίοτε ἐπί προσώπου ἠ πράγματος τινός, ὅπως π.χ.  κάμνει εἰς ἀνδριάντας προκειμένου νά ἑλκύσῃ τήν εὔνοιαν τῶν ἀκροατῶν ὑπέρ τοῦ ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ ὅστις ἀνεχώρησε χάριν τῆς σωτηρίας τῶν Ἀντιοχέων εἰς τήν Κων/πολιν.

            β) Διά τῆς ἐκδηλώσεως τῆς πατρικής αὐτοῦ στοργῆς  καί ἀγάπηςπροσείλκύε περισσότερον τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν, διότι οὐδείς καλύτερος τρόπος καί μέσον ὑπάρχει ἀπό τό νά πεισθοῦν οἱ ἀκροαταί ὅτι ὁ ὁμιλῶν ὡς πατερας ἐνδιαφέρεται δι'αὐτούς. <<Οὐδέν γάρ  οὕτω συμβάλλεται πρός τό πεῖσαι τόν ἀκούοντα καί δέξασθαι τά λεγόμενα, ὡς τό μαθεῖν μετά πολλής ἀγάπης  λέγεται>>[241]. Πρἀγματι τήν εἰλικρινῆ ἀγάπην χρησιμοιεῖ πάντοτε ὡς μέσον τῆς ἐπιτυχίας τοῦ Ἐκκλ, κηρύγματος ὁ ἱ, Πατήρ. Ποῖος ἄλλος θά ἐδείκνυε τόσην ἀγάπην ὡς ὁ ἱ,Χρυσόστομος λέγων:<<Οὐδέ γάρ ἕτερός μοι βίος τίς ἐστίν ἀλλ' ἤ ὑμεῖς καί τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ἡ φροντίς>> Ἡ μεγάλη ἀγάπη αὐτοῦ ἐκδηλώνεται συχνά εἰς τάς ὀμιλίας του [242]. Εἶναι κήρυξ τῆς ἀγάπης, διότι εἶχε ἀπερίγραπτον περίσευμα  πατρικῆς ἀγάπης πρός τό ποίμνιόν  του.

            γ) Διά τῆς χρήσεως συγκινητικῶν λόγων, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμιζον τραγικάς στιγμάς τοῦ παρελθόντος,ὅπως π.χ. εἰς τήν ΙΓ` ὁμιλίαν εἰς Ἀνδριάντας ἀναφέρει τά φοβεράς στιγμάς τῆς ἀναμονῆς τῆς σφαγῆς, ἵνα καταμαλάξῃ τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν καί οὕτω δεχθοῦν εὐμενῶς τήν συνέχειαν τοῦ λόγου, <<Τάχα ἱκανῶς ὑμῖν κατεμάλαξε τήν καρδίαν ἡ τραγωδία τῶν εἰρημένων, ἀλλά μή δυσχεράνατε. Καί γάρ ἐπειδή μέλλω λεπτοτέρων κατατολμᾶ νοημάτων, καί ἀπαλοτέρας δέομαι  ἐπίτηδες τοῦτο ἐποίησα, ὥστε τῷ φόβῳ τοῦ διηγήματος  τήν διάνοιαν ὑμῶν πᾶσαν ἀποτειναξαμένην ραθυμίαν, τῆς ψυχῆς παραπέμψαι τῶν λεγομένων τήν δύναμιν>>[243] Οὕτω λοιπόν χρησιμοποιῶν ὡς μέσον προσελκύσεως τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆς προσοχῆς τῶν ἀκροατῶν, τόν παιδαγωγικό ἔπαινον, τήν εἰλικρινή ἀγάπην, τούς συγκινητικούς λόγους καί τάς ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος ἐπετύγχανε ἄριστα ἀποτελέσματα.

 

9. Τά κατάλληλα διά τόν ἐκκλησιαστικόν ἄμβωνα θέματα.

 α) Ἐκλογή  καταλλήλων  θεμάτων.

          Μέσα πρός ἐπιτυχίαν τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος  δέν εἶναι μόνον ἡ προσωπικότης τοῦ ἱεροκήρυκος, ἡ γλῶσσα, τό ὕφος τῶν χαρακτήρων, ὀ τρόπος τῆς προσελκύσεως τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀκροατῶν, ἀλλά καί τό θέμα τό ὁποῖον θά ἐκλέξῃ ὁ ἱεροκήρυξ ἵνα παρουσιάσῃ ἀπό τοῦ ἄμβωνος. Γνωστόν εἶναι ὅτι διά τόν ἐκκλ. ἄμβωνα δέν ἐπιτρέπονται οἱαδήποτε θέματα, διότι τόσον ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας,ὅσον καί ὁ σκοπός τοῦ ἐκκλ, κηρύγματος καί τό πάσης τάξεως καί μορφώσεως ἀκροατήριον ἐπιβάλλουν τήν ἐκλογήν ὁρισμένων θεμάτων, ἀποβλεπόντων  καθαρῶς εἰς τήν γνῶσιν τῆς πίστεως, εἰς τήν πνευματικήν οἰκοδομήν καί εἰς τήν ψυχικήν ὠφέλειαν τῶν ἀκροατῶν. Πρός καλυτέραν ἐπιτυχίαν τοῦ ἐκκλ. κηρύγματος κατά τόν ἱ.Χρυσόστομον  δέον νά ἐκλέγωνται θέματα ἐποικοδομητικά καί ἀναλόγως τῆς φύσεως καί τῆς ἀνάγκης αὐτῶν νά ἐπαναλαμβάνωνται ἵνα οὕτω καλύτερον κατανοηθοῦν ὑφ'ὅλων καί μείνουν ἀλησμόνητα. Τά δέ δογματικά καί λοιπά θέματα δέον νά ἀναπτύσωνται καί ταῦτα συστηματικῶς ὅταν καί ὅποτε ἐπιβάλλουν αἱ ἀνάγκαι.

 Ὁ ἰ, Χρυσστομος εἶναι  ἰεροκήρυξ ὄλων τῶν θεμάτων ἀλλά ἐπιμένει ἰδιαίτερα εἰς τήν πνευματικήν ἠθικήν οἰκοδομήν τῶν ἀκροατῶν. Ἐκ τῶν θεωρητικῶν θεμάτων προσφιλῆ δογματικά θέματα εἰς τά ὁποῖα συχνάκις ἀναφέρεται κατά πρῶτον εἶναι τό θέμα τής Ἐκκλησίας στενῶς συνδεδεμένον μέ τό θέμα τῆς ἀπολυτρώσεως, ὡς λέγει σύγχρονος θεολόγος αἰδεσιμότατος Φλορόφσκη Γ [244].

Δέυτερον τό θέμα τῆς  εὐχαριστίας, ἡ ὁποία εἶναι δι'αὐτόν μυστήριον καί θυσία. Ἐκ τῶν ἡθικῶν μονίμων καί προσφιλῶν αὐτοῦ θεμάτων εἶναι τό θέμα τοῦ πλούτου καί τῆς ἀθλιότητος, βάσει τοῦ ὁποίου καταφέρετο ἀφ' ἑνός μέν κατά τῆς φιλαργυρίας, τῆςπλεονεξίας, τῆς χλιδῆς καί τῆς κενοδοξίας, ἀφ' ἑτέρου δέ λόγῳ τῆς  ἐπικρατούσης  οἰκονομικῆς  ἀθλιότητος τῶν πτωχῶν τῆς ἐποχῆς  ἀναπτύσει συχνότατα τά θέματα περί ἐλεημοσύνης, φιλανθρωπίας, ἀγάπης πρός τόν πλησίον, φιλοξενίας καί τά συγγενῆ πρός αὐτά.Τέλος δέν παραλείπει τά θέματα τῆς μετανοίας, τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, τῆς νηστείας τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀρετῆς, τῆς κακίας καί τά παρόμοια πρός αὐτά.

            Τά ἐνδιαφέροντα δι'αὐτόν θέματα  τά παραθέτει εἱς τήν ἐρώτησιν πού κάμνει ὁ ἴδιος πρός τούς ἅπαξ ἤ δίς τοῦ ἐνιαυτοῦ προσερχομένους εἰς τήν Ἐκκλησίαν. <<Τί γάρ εἰπέ μοι διδάξαι σέ τῶν ἀναγκαίων δυνησόμεθα, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἤ δεύτερον παρ'ἡμῖν φοιτῶντα, περί ψυχῆς, περί σώματος, περί ἀθανασίας, περί βασιλείας τῶν οὐρανῶν, περί κολάσεως, περί γεένης, περί μακροθυμίας Θεοῦ , περί συγνώμης, περί μετανοίας,περί βαπτίσματος,  περί ἁμαρτημάτων ἀφέσεως, περί κτίσεως ταύτης τῆς ἄνω καί κάτω, περί ἀνθρώπων φύσεως, περί ἀγγέλων περί τῆς τῶν δαιμόνων κακουργίας, περί μεθοδειῶν τοῦ διαβόλου, περί πολιτείας καί περίδογμάτων, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, περί διεφθαρμένων αἱρέσεων; Ταῦτα γάρ καί πολλῶν πλείονα τόν Χριστιανόν εἰδέναι χρή καί τούτων πάντων ἀποδιδόναι λόγον τοῖς ἐρωτῶσι ὑμᾶς>>[245].

 Βλέπομεν ἀνωτέρω ὅτι καθορίζει τά θέματα τά ὁποῖα δέον νά πραγματεύεται ὁ ἱεροκήρυξ ἀπό τόν  ἐκκλησ.  ἄμβωνα ἵνα πλήρως ἐνημερώνῃ  τό ἀκροατήριον αὐτοῦ ἐφ' ὅλων τῶν ἀναγκαίων πρός γνῶσιν τῆς πίστεως  θεμάτων. Πράγματι μία σύντομος ἀνασκόπησις εἰς τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Πατρός καί μάλιστα εἰς τόν παρακάτω παρατιθέμενο πίνακα θά μᾶς διαβεβαιώσῃ περί τῆς ἀνωτέρω ἀληθείας. Ἐξεταζόμενα δέ τά ὡς ἄνω θέματα βλέπομεν ὅτι πάντα ἀφ'ἑνός μέν εἶναι σεμνά, ἄξια ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆς, ἁρμόζοντα νά λεχθοῦν ἀπό ἐκκλ. ἄμβωνα, ἀφ'ἑτέρου δέ πάντα ἀποβλέπουν εἰς τήν ἠθικήν καί πνευματικήν οἰκοδομήν τῶν ἀκροατῶν καί τήν γνῶσιν τῶν θεμελειωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡμῶν ὥστε νά δύναται ἕκαστος  νά ἀποδώσῃ λόγον περί τῆς πίστεως του  παντί τῷ αἰτοῦντι.

            Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὡς ἁλλος Ἀπ. Παῦλος ἔχει τάς περισσοτέρας  ὁμιλίας αὐτοῦ χριστοκεντρικάς διότι ἀπέβλεπε διά τοῦ κηρύγματός του νά  ὁδηγήσῃ τούς ἀκροατάς εἰς τόν Χριστόν. Αἱ ὁμιλίαι τοῦ ἠθικοῦ περιεχομένου φέρουν ἐπίσηςχριστοκεντρικόν χαρακτῆρα (ἰδιότητα), διότι προβάλλεται πάντοτε εἰς αὐτάς ὁ Χριστός ὡς  πρότυπον ἠθικῆς καί ὑπόδειγμα ἀρετῆς πρός μίμησιν. Ἡ συχνή χρῆσις τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ εἰς ὅλας τάς ὀμιλίας τοῦ Χρυσοστόμου  μᾶς ἐπιβεβαιώνουν  τόν Χριστοκεντρικόν χαρακτῆρα τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματός του.(Υποσημείωσις)

 

β)Ἀφορμαί ἐκλογῆς θέματος.

            Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀφορμήν τῆς ἑκάστοτε ἐκλογῆς τοῦ θέματος παρατηρῶμεν διαφόρους τοιαύτας εἰς τόν ἱ. Χρυσόστομον καί δή συγκεκριμένως τρεῖς:

ι)Ἡἀναγνωσθείσα περικοπή τῆς Ἀγίας Γραφῆς εἰς τήν θείας λειτουργίαν  καί εἰς τάς ἄλλας ἀκολουθίας ἐκ τῆς ὁποίας διερωτᾶται <<Τί τοινυν βούλεσθαι τῶν εἰρημένων ἀγάγωμεν τήμερον;[246] καί ἀλλαχοῦ<<Τί ποτ' οὖν τό τήμερον ἀναγνωσθέν; τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παρήγγειλε μή ὑψηλοφρονεῖν>>[247].

 ιι) Τό ἐπίκαιρον τῆς καταστάσεως καί διαφόρων πολιτικῶν ἤ φυσικῶν γεγονότων ὅπως π.χ. κάμνει εἰς τούς σεισμούς , εἰς τήν ὁμιλίαν τοῦ Εὐτροπίου, εἰς τήν ὁμιλίαν <<Ὅτε Γαϊνᾶς ἐξῆλθε τῆς πόλεως>> καί ἀλλαχοῦ[248].

ιιι) Τό  μή ἐξαντληθέν  θέμα τῆς προηγουμένης ὁμιλίας ἐπέβαλε εἰς αὐτόν ὅπως συνεχίσῃ  καί εἰς τήν ἑπομένην ὁμιλίαν τό αὐτό θέμα, ὅπως π.χ. κάμνει εἰς τήν Γ` και Δ` ὁμιλίαν εἰς ἀνδριάντας, εἰς τούς περί ἀκαταλήπτου λόγους, εἰς τούς ἐννέα κατά Ἰουδαίων  ἐπίσης λόγους καί εἰς πολλάς ἄλλας περιπτώσεις.

 

γ)Ἐπαναληψις τοῦ ἰδίου θέματος.

             Πολλάκις  ἐπαναλαμβάνει τό αὐτό θέμα ὄχι ἐπειδή δέν ἐξηντλήθη, ἀλλ' ἐπειδή τά ὑπ'αὐτοῦ κηρυχθέντα δέν ἐφηρμόσθησαν. π.χ. ἐπί ἀρκετάς ἡμέρας ἐκήρυττε  κατά τοῦ ὅρκου, ἄνευ ὅμως μεγάλου ἀποτελέσματος, διά τοῦτο  εἰς τήν Ε` ὁμιλία εἰς τούς ἀνδριάντας λέγει:<< Τό γάρ συνεχῶς περί τῶν αὐτῶν ὑπομιμνήσκειν,οὐ τοῦ λέγοντος, ἀλλά τῶν ἀκουόντων ἐστί ἔγκλημα διηνεκοῦς  δεομένων διδασκαλίας ὑπέρ ψιλῶν καί εὐκατορθώτων πραγμάτων>>. Διά τοῦτο <<ἕως ἄν ὑμᾶς ἴδω κατορθοῦντας οὐκ ἀφέξομαι>>[249].

            Ἔπειδή πολλάκις ἐπανήρχετο εἰς τό αὐτό θέμα, ὡς ἐπί παραδείγματι εἰς τό περί ἐλεημοσύνης καί φιλανθρωπίας,  διά τοῦτο γνωρίζων ὅτι θά προυκάλει τήν δυσφορίαν τινῶν λέγει:<<Ἴσως ἐρεῖ τις καθ' ἑκάστην ἡμέραν περί ἐλεημοσύνης διαλέγει καί φιλανθρωπίας. >> καί ἀπαντᾶ<< οὐδέ παύσομαι  . . . ὥσπερ ἄν εἶ παιδίον τό ἄλφα στοιχεῖον ἀκούων πολλάκις καί μή μανθάνων ἐγκαλοίη τῷ διδασκάλῳ ὅτι συνεχῶς ὑπέρ τούτου καί διηνεκῶς αὐτό ὑπομιμνήσκει>>[250] Ὅταν διεπίστωνε  ὅτι κάποια πληγή  ἁμαρτίας  διογκώνετο καί πυοροοῦσε ἑπαναλάμβανε τό θέμα μετά πολλῆς δυνάμεως  καί ποικιλίας λόγου χωρίς νά κουράζῃ τό ἀκροατήριο λέγοντας: <<ὅταν τίς χρονία καί σκληρά φλεγμονή τοῖς σώμασιν ἀποσκηρωθεῖσα τύχῃ, πολλοῦ μέν χρόνου κάι πόνου, πολλῆς δέ ἀπό τῶν φαρμάκων  δεῖται σοφίας, ὥστε ἀσφαλῶς αὐτῆς χαλασθῆναι τόν ὄγκον· τοῦτο καί ἐπί τῆς ψυχῆς ἐστιν ἰδεῖν. Ὅταν γάρ ἐρριζωμένον καί πολύν ἐμφιλοχωρῆσαν τῇ ψυχῇ βούληται τις πρόριζον  ἀνελεῖν οὐκ ἀρκεῖ μιᾶς οὐδέ δύο ἡμερῶν πρός τήν διόρθωσιν ταύτην παραίνεσις ἀλλά χρή πολλάκις καί ἐπί πολλάς ἡμέρας περί ταύτης διαλέγεσθαι τῆς ὑποθέσεως, εἴ μή μέλλομεν πρός φιλοτιμίαν καί τέρψιν καί πρός κέρδος καί ὠφέλειαν δημηγορεῖν>>[251].

Ἐπιμένει  καί ἐπαναλαμβάνει  τό αὐτό θέμα ὅσον οὐδείς ἄλλος ἱεροκήρυξ καί τοῦτο διότι ὡς λέγει<<Ταῦτα γάρ λέγω πάλιν, ἵνα ριζώσω ἴνα φυτεύσω,ἵνα εἰς βάθος θήσω>>[252]. Δι'αὐτό εἰς ὅλας σχεδόν τάς ὁμιλίας εἰς τούς ἀνδριάντας ἀναφέρει περί τοῦ ὅρκου. Ἀλλαχοῦ  δέ πάλιν συχνότατα περί ἐλεημοσύνης , περί πλούτου, περί πλεονεξίας, φιλαργυρίας καί τά παρόμοια, τά οποῖα ὄχι μόνον εἰς ὁλοκλήρους ὁμιλίας ἀναπτύσει διά μακρῶν ἀλλά παρεπιπτόντως καί εἰς ἄλλας ὀμιλίας ἄλλων θεμάτων πολλάκις ἀναφέρει  καί περί αὐτῶν τῶν θεμάτων. Ἐπίσης ἐπαναλαμβάνει  συχνά τά θέματα περί μετανοίας   καί περί τῆς ἀναγνώσεως τῶν Ἁγίων Γραφῶν[253] ( Ἴδε σχετικά περί θεμάτων εἰς τόν σχετικόν πίνακα σελ. 66).

            Διά τόν ἱ.Χρυσόστομον ἡ ἐπανάληψις τοῦ αὐτοῦ θέματος δέν καθίσταται πολυλογία, διότι δι' ἄλλων ἐπιχειρημάτων προσπαθεῖ νά πείσῃ τούς ἀκροατάς καί νά  παρωθήσῃ αὐτούς εἰς τήν ἐφαρμογήν τῶν  λεγομένων. Ἡ ἐπιμονή του ἐπί τοῦ αὐτοῦ θέματος ἦτο πράγματι ἀνεξάντλητος, ἐπειδή  πρῶτον  δέν ἠδύνατο νά βλέπῃ  ἀνθρώπους ἐμμένοντας εἰς τήν ἀμαρτίαν καί δεύτερον εἶχε τήν ἀρχήν<<Οὐδέ γάρ ἕτερός μοι βίος τίς ἐστί ,ἀλλ' ὑμεῖς καί τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ἡ φροντίς >> καί ἐφρόντιζε πάσῃ θυσίᾳ διά τῆς ἐπαναλήψεως νά πείσῃ αὐτούς  ὅπως ἔλθουν εἰς τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας.

            Ὡς καλός ποιμήν ἐφρόντιζε νά ἀναπτύσῃ θέματα τά ὁποῖα εἶχον οὐσίαν καί ἱκανοποίουν τήν θρησκευτικήν δίψαν τῶν ἀκροατῶν. Ὁ ἴδιος λέγει ὅτι ὅπως ὁ καλός ποιμήν ὁδηγεῖ τά πρόβατα αὐτοῦ εἰς τόπον χλόης, εἰς ἐκτενῆ λιβάδια, ἔτσι καί αὐτός σάν πνευματικός ποιμένας ὅσάκις εὕρισκεν θέμα μετά πολλῆς ὠφελίμου πνευματικής τροφῆς ἐπέμεινε νά βόσκῃ τό ποίμνιον πνευματικῶς εἰς αὐτό.  Περί αὐτοῦ  λέγει  << οἱ ποιμένες τά πρόβατα ἔνθα ἄν ἴδωσι βαθυτέραν οὖσαν τήν πόαν συνεχῶς ἄγουσι, καί οὐ πρότερον ἐκεῖθεν ἐγείρωσι, ἕως ἄν αὐτήν ἄπασαν ἀποκείρει τά ποίμνια. Τούτοις δέ καί ἡμείς μιμούμενοι,τετάρτην ταύτην ἤδη ἡμέραν εἰς τόν τῆς μετανοίας τόπον βόσκωμεν τοῦτο τό ποίμνιον, καί οὐδέπω σήμερον ἀναστῆσαι παρασκευαζόμεθα. Ὁρῶμεν γάρ οὖσαν ἔτι νομῆς εὐπόριαν καί πολλήν τέρψιν ὁμοῦ καί ὠφέλειαν>>[254].

 Ἀληθές εἶναι ὅτι ἡ συνεχής προτροπή καί ὑπενθύμισις ἀφ' ἑνός μέν καθιστᾷ ἀλησμόνητον τό θέμα, ἁφ'ἑτέρου δέ ἐνισχύει τόν ἀγωνιζόμενον, διότι ὅπως εἰς τό στάδιον παρ'ὅτι ὁ ἀθλητής ἀγωνίζεται καί εὑρίσκεται μεταξύ τῶν πρώτων δέν παύωσι οἱ φίλοι αὐτοῦ νά τόν προτρέπουν καί νᾶ τόν παρωθοῦν ὅπως ἐντείνῃ περοσσότερον τάς δυνάμεις  αὐτοῦ, ἔτσι καί ὁ ἱεροκήρυξ ὑπενθυμίζει εἰς τούς πιστούς καί τούς προτρέπει νά καταβάλουν  μεγαλυτέραν προσπάθειαν. Ἐπιμένει δέ εἰς τό θέμα τῆς ματανοίας  καί τά συγγενῆ  αὐτῆς θέματα διότι ὡς λέγει <<καί ὑμεῖς ἀσφαλέστεροι ἔσεσθαι, οἱ δέ ἐν τῇ νόσῳ ὄντες ταχέως πρός ὑγείαν ἐπανέξουσι.[255] Ὅπως ὁ ἀλιεύς ρίπτει ἐπανειλημένως τό δίκτυον αὐτοῦ εἰς την θάλασσαν ἀνεξαρτήτως ἐάν συνέλαβε ἤ ὄχι ἰχθεῖς ἔτσι καί ὀ ἱεροκήρυξ ἐπαναλαμβάνει τό αὐτό θέμα περί μετανοίας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀλιείας ψυχῶν, διότι ὡς λέγει <<ἐάν οὐκ ἔπεισα σήμερον, ἀλλ'αὔριον ἴσως δυνήσομαι  πεῖσαι . . .ὁ δέ σήμερον καί αὔριον καταφρονήσας μετά πλείους ἴσως ἡμέρας προσέξῃ τοῖς λεγομένοις>>[256]

             Ἡ ἐμονή ὅμως τοῦ ἱ.Πατρός ἐπί του αὐτοῦ θέματος ἔχει τά ὅριά της, διότι ἄν  συνέχίζε τό αὐτό θέμα ἐπί ὁλοκλήρους μῆνας θά ἦτο ἄτοπον, καθόσον τό μέν ἀκροατήριον πέραν ὁρισμένων ἠμερῶν θέλει νέον θέμα, τό δέ ἀποτέλεσμα μᾶλλον βλάβην παρά ὠφέλειαν θά ἐπιφέρει. Ἐξ ἄλλου ὅσοι εἶχον τήν καλήν διάθεσιν ἤκουσαν τό θέμα καί ἐπωφελήθησαν ἐξ αὐτοῦ, οἱ δέ λοιποί ἐφ 'ὅσον ἐπί τόσας ἡμέρας  δέν ἐπωφελήθησαν φαίνεται ὅτι δέν θέλουν. Διά τῆς στάσεως αὐτῆς ἐπιβαρύνουν τήν θέσιν τους.<<Ἥ γάρ συνεχής διδασκαλία τοῖς μέν προσέχουσι σωτήριον καί χρησιμον, τοῖς δέ ραθυμοῦσι βλαβερόν καί ἐπικίνδυνον. Καί γάρ ὅσόπερ ἄν τις πλεονάκις ἀκούσῃ τοσούτῳ μᾶλλον ἐπισπᾶται τήν κόλασιν μή  ποιῶν τά λεγόμενα>>[257].

            Ὅσον ἀφορᾶ τήν συνέχισιν τοῦ  αὐτοῦ  θέματος θεωρεῖ καλόν  νά μήν διακόπτεται εἰς τό μέσον διά παρεμβολῆς δι'ἄλλων θεμάτων.  Εἰς τήν Ζ`  ὁμιλίαν εἰς τούς ἀνδριάντας ἀνέφερε παρεπιπτόντως , διατί ὁ Θεός δέν ἔδωσε ἐνωρίτερον τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλ' εἰς τήν ἐπόμενην ἐπειδή διστάζει νά διακόψῃ τό ὑπό ἀνάπτυξιν θέμα του  καί νά ἀρχίσῃ τό θέμα αὐτό   λέγει<< πρός τό τέλος ἡμῖν τῆς ἑβδομάδος ἀπήντησα καί δέδοικα τῆς ὑποθέσεως ἅψασθαι εἶτα εὐθέως ἐγκόψας τήν διδασκαλίαν. Πολλῶν γάρ ἐφεξῆς ἡμερῶν ἡμῖν ἡ ὑπόθεσις καί συνεχοῦς τῆς μνήμης· διό πάλιν αὐτήν ἀναβαλόμεθα>>[258].

 

          10.Πίνακες θεμάτων

Πρό ἐνημέρωσιν καί ἀνεύρεσιν τῶν θεμάτων τά ὁποῖα ἀνέπτυξε ὁ ἱ. Πατήρ παραθέτομεν   σχετικόν πίνακα τῶν ὀμιλιῶν, ἐξαχθέντα τόσον ἐκ τῆς προσωπικῆς μελέτης αὐτῶν ὅσον καί ἐκ τῆς βοηθείας τῆς Κλειδός τῆς Πατρολογῖας Μίγνι. Εἰς τόν πίνακα αἱ ὀμιλίαι ἀπό τά ἑρμηνευθέντα κείμενα τῶν βιβλίων  τῆς Ἁγίας Γραφῆς  παραπέμπονται μέ τόν αὔξοντα ἀριθμόν αὐτῶν   καί τά ἐκτός αὐτῆς γενικά θέματα εἰς τήν  Ε.Π. Μίγνι.

 

Βιβλ.Ἁ. Γραφ

Ἀρετή.

Ἀγάπη.

Ἀνάσταση.

Περί γυναικ.

Χριστ. βίος

Ἁγ. Γραφή .

Γένεσις.

11,21,29,51

61,67.

52,55,61.

 

 

 

 

Ματθαῖος.

16,38,45.

 

 

89.

 

1,2,3.

Ἰωάννης.

 

15,18,68,72

,76,77,79.

66.

 

1,11,12,14

,32.

1,7,30,53.

Πράξεις Ἀπ.

 

37,40,44.

 

49.

47.

19.

Ρωμαίους.

12,13,20.

27,32.

 

 

10,26.

 

Α Κορινθ.

22,23,31-34.

 

17.

 

6,18.

5.

Β Κορινθ.

 

30.

 

 

 

 

Ἐφεσίους.

4.

7,9.

 

 

 

 

Κολασσαεῖς

 

11.

 

 

 

 

Α.Β Θεσ/κεῖς.

Α9.

Β. 3

Α7.9.

 

Α11.

 

ΑΤιμοθέου.

12.

 

 

 

4.

 

Ἑβραίους.

 

19.

 

20.

 

8.

Εἱς ἀνδριάν.

Γενικά.

 

63,567,753.

 

50,433,-447

 

 

9

51,75.63,657.

 

 

Ἁμαρτία.

Ἀσκητισμός.

Δογματτικά.

Ἐπιείκεια.

Ἱερωσύνη.

Οἰκογένεια.

Γένεσις.

27.

 

 

58.

 

 

Ματθαῖος.

5,38.

8,20, 55,70.

2,13.

 

 

30,59.

ΠράξειςἈπ.

 

 

 

32,39,48.

2.

 

Ρωμαῖους.

 

 

15.

 

 

1.

Α-Β Κορινθ.

Β,28.

 

 

 

 

Α26.

Εφεσίους.

2,7,8,10,18.

13.

 

 

 

21.

Α-Β.Τιμοθ.

 

Α14.

 

 

Β.7,Α.10,11.

 

Τίτου-Φιλήμ.

Τ.1. Φ1,3.

 

 

 

 

 

Ἑβραίους

 

 

 

 

 

 

Γενικά

Μ.63,731.

Μ.47,313,

319,387.

 

 

Μ.48,101-

351.  48,813

843, 942.

 

Μ.48,623-

693.

 

Μ.51,207,

225,363. 63,

768.

Α-Β Τιμοθ.

 

Α6.

Α13.

 

 

 

Ἑβραίους.

 

 

 

 

11,17.

 

Ἀνδριάντας.

 

 

 

20.

 

 

Γενικά

Μ.49,241,

257.

Μ51,261-281-.63,715.48,667

667. 49,291.

 

Μ.49,363

Μίγνι.63,895

48,747.49,38

623-693

 

 

 

 

 

 

                   

 

 

Βιβλ.Ἀγ.Γραφ.    

Περί Δαι μόνων

Περί λεημοσύνης.

Περι

διδασκάλου

ΠερίΘείας Εὐχαριστ..

Περί θ.μυ στηρίων

Περί θλίψεως

Γένεσις

 

3,7,20

 

26.

 

 

Ματθαῖος

 

5,19,35,47,52,66, 85

 

 

7,23,82.

13.

Ἰωάννης

 

13,16,23,25,40,67,

77,81,82

 

4,36

1

 

Πράξεις

 

22,25,40.

 

 

 

15.

Ρωμαίους

 

7,14,15,21.

6,29.

18

Α21

Β26

Κορινθ.Α.Β

 

Α16,21,43.Β16,20

 

 

 

 

Ἐφεσίους

22

 

 

 

 

15

Φιλιππισ.

 

1,4.

9.

2,6.

 

 

Κολασ.

 

7.

 

4,8.

 

 

Θεσ/νίΑ.Β

 

Α11

 

 

Β.5.

Α.3.

Τιμοθ. .Α.Β

 

Α6, Β9.

Α13

 

 

 

Τίτου

 

 

1

 

 

 

Ἑβραίους

 

6

.

 

11,17.

 

Ἀνδρειάντας

 

 

 

20.

 

 

Γενικά

49, 241-257.63,4050

48,667,981.49,291. 51,261-281.63,715

.

 

49,363

48,747.49383. 63,895

 

 

 

Θεάματα.

Θυμός-ὀργή

Μέλ. κρίσις.

Κόλασις.

Κεκοιμημέν.

 

 

Κενοδοξία.

Γένεσις.

 

53.

 

18.

 

22.

Ματθαῖος.

37.

4,17.

12,76.

36.

11,34,43,75.

4,19,3240,41

62,71.

Πράξεις .

 

15,17,31,41.

 

 

 

28.

Ρωμαίους.

 

 

5.

5,31.

 

17.

Β Κορινθ.

 

 

9,10.

 

 

11.

Ἐφεσίους.

17.

15,16.

 

 

 

 

Κολασσαεῖς.

 

 

2.

2.

 

 

Α Θεσ/κεῖς.

 

 

3,8

2.

 

 

ΑΤιμοθέου.

 

 

 

3.

 

 

Γενικά.

 

Μ. 63,685.

Μ. 48,98163,

743.

 

Μ.48,1007.

 63,801.

Μ.63,671.

 

 

Μετάνοια.

Μελ. ζωή.

Μέθη.

Ματαιότητα

Μνησικακία

Νηστεία.

Γένεσις.

24,27.

 

 

 

27.

1,4,7,30,

Ματθαῖος.

10,13,22.

 

 

76.

61,77.

20,30.

Ἰωάννης.

 

 

71.

 

 

 

Πράξεις.

24,27.

 

 

38.

 

 

Κορινθίους.

Α8.

Α39,42.Β4,22

 

 

 

 

Ἐφεσίους.

 

 

 

12.

 

 

Φιλιππισ.

11.

 

 

 

 

 

Κολασαεῖς.

2.

7.

 

 

 

 

Ἑβραίους.

10,12,13,14.

6.

 

 

 

 

Ἀνδριάντας.

 

 

1

 

 

3,18,20.

Γενικά.

Μ.49,277,

323,335,343. 63,

834.

 

Μ.50,43.63,

675.

Μ.52,391.63,

68.

 

Μ.51,171.

Μ.48,843-870

49,305-313

63,595.

 

 

 

 

 

Βιβλ.Ἁ Γραφ.

Πειρασμοί.

Προσευχή.

Πίσστις.

Πλοῦτος.

Πλεονεξία.

Θεία Πρόνοια

Γένεσις.

32,63,

1,42.

34.

 

 

 

Ματθαῖος.

10.

23, 57.

 

9, 43.

39,83,84.

85.

Ἰωάννης.

 

 

17,24,63.

19,42,43,47.

 

 

ΠράξειςἈπ.

54.

26,36.

 

 

 

23.

Ρωμαίους.

 

32.

2.

 

11,13.

 

Α-Β Κορινθ.

 

Β 2.

 

13,38.Β11,18

11,15.

 

Ἐφεσίους

 

 

11

 

 

 

Φιλιππισίους.

 

 

7.

 

 

 

Κολασσαεῖς.ι

9.

 

 

 

 

 

Α-Β Θεσ/κεῖς

Α1, Β5

 

Α3

 

Α10

 

Α-Β Τιμοθ,

 

 

Α1.

 

Β3,5,6.

Β.7,8.

Ἀνδριάντας.

 

 

 

2.

 

 

Γενικκά.

 

Μ.50,775,77.9

63,575.

Μ.47,371.

Μ.50,473-

514.63,637

Μ.63,665.

Μ.63,631.

 

 

Τίμ. Σταυρ.

Ταπεινοφρ.

Τρυφή.

Ὑπερηφάν.

Ὑπομονή.

Φιλία.                     

Γένεσις.

16.

33,34,52.

 

 

 63,65.

 

Ματθαῖος.

54.

3,47,65,72.

43,57.

 

42,87.

 

Ἰωάννης.

 

48.

 

9,16.

 

 

ΠράξειςἉπ.

 

1.

16,27,35.

32.

 

 

Ρωμαίους.

 

20

13.

20

Α16,28.

23

Α-Β Κορινθ.

 

1.

Α.27.

Α40, Β.23.

 

 

Φιλιππισίους.

 

5,7.

 

 

 

 

Κολασσαεῖς.

 

 

 

 

 

1.

Α-Β Θεσ/κεῖς.

 

 

 

 

 

2.

Α-Β Τιμοθ.

 

 

 

 

 

2.

Ἀνδριάντας.

 

 

 

 

4.

 

Γενικά.

Μ.49,399.

Μ.51,143.63,

621.

 

 

Μ.51,165

63,701,879.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φιλαργυρία

Φιλοκέρδεια

Φιλοξενία.

Φιλανθρωπ.

Φθόνος.

Ὅρκος.

Γένεσις.

50.

 

41,42,43.

20.

46,

 

Ματθαῖος.

20,21,28,80.

62,63,80,81

84.

 

54,88.

41.

17.

Ἰωάννης.

8,47,65,84.

40,59,82.

 

27.

 

 

Πράξεις Ἀπ.

 

 

45

 

 

12.

Ρωμαίους.

11,13.

 

21,30.

 

 

 

Α-Β Κορινθ.

23.

 

 

 

Α31,Β24,27.

 

Ἔφεσίους.

10.

 

 

 

 

 

Κολασσαεῖς.

 

 

 

 

11.

 

Α-Β Θεσ/κεῖς.

Α10.

 

 

 

 

 

Α-Β Τιμοθέου.

7,17,18.

 

 

Α.7.

 

 

Τίτου-Φιλήμ.

 

 

 

 

 

 

Φιλιππισίους.

6.

 

 

 

 

 

Ἑβραίους.

15.

 

 

 

 

 

Ἀνδριάντας.

 

 

 

 

 

5,8,9,10,11,

13,14,15,17

20.

Γενικά.

 

 

 

 

Μ.63,731.

Μ.63,768.

               

 

11. Ἑνότης ἐν τῷ θέματι.

Ἀπόλυτος ἑνότης ἑνός  θέματος δέν παρατηρεῖται εἰς ὅλας τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου, διότι δέν διαπραγματεύεται ἀπό τήν ἀρχήν μέχρι  τέλους εἰς κάθε ὁμιλίαν τό αὐτό θέμα. Τό πλεῖστον τῶν ὁμιλιῶν αὐτοῦ βασίζεται ἐπί ἁγιογραφικῶν  περικοπῶν καί διά τοῦτο δέν ἦτο δυνατόν νά ἀσχολῆται μέ ἕν καί μόνον θέμα εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ὁμιλίαν . Συνήθως περιλαμβάνονται πλεῖστα τοῦ ἑνός θέματα καί δή δύο ἤ τρία, καί ἐνίοτε τέσσερα. Εἰς τήν 6ην ὁμιλίαν εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ὁμιλεῖ περί τριῶν θεμάτων ἤτοι  περί ὑπερηφανείας, περί πλούτου καί περί ἐλεημοσύνης[259] ἐνῷ εἰς τήν 57ην ὁμιλίαν εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ περί τεσσάρων θεμάτων ἤτοι περί εὐχῆς, περί νηστείας ἀφ'ἑνός καί κατά τῆς τρυφῆς  καί τῆς μέθης ἀφ'ἑτέρου.[260]. Παρόμοια ἀναπτύσει  τάς ὁμιλίας 54η καί 56η εἰς τό Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καί ἀλλοῦ. Συναντῶμεν ὅμως καί πολλάς ἄλλας ὁμιλίας, π.χ.  τήν  60η, 61η,63η καί 66η  εἰς τό κατά  Ματθαῖον κ.λ.π, εἰς τάς ὁποίας ἀναπτύσεται ἕν  καί μόνον θέμα   ἀπό τήν αρχήν μέχρι τέλους μέ πλήρη ἑνότητα εἰς αὐτό.

            Βεβαίως ἴδιον τῆς ρητορικῆς τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου εἶναι νά ἔχῃ ἑνότητα εἰς τήν ὁμιλίαν αὐτοῦ, ἀλλά ἡ ἀνάγκη ὅπως συστήσῃ κατά τό δυνατόν περισσοτέρας ἀρετάς  εἰς τό ἀκροατήριον , καί ἡ ρύμη τοῦ λόγου πολλάκις τόν παρέσυραν καί τόν  ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ἀπόλυτον ἐνότητα τοῦ θέματός του. Ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὅτι ἐνίοτε <<Καθάπερ ὑπό ρύμης σφοδροτάτης οὕτω τήν γλῶσσαν παρασύρην>>[261]. καί ἀλλαχοῦ ἀπορεῖ πῶς ἔφθασε εἴς τινα σημεῖον τοῦ λόγου εἰς τό ὁποῖον δέν προέβλεπε νά φθάσῃ. <<Ἀλλ'οὐκ οἶδα πῶς πάλιν ὑπό τῆς ρύμης τοῦ λόγου εἰς ταῦτα ἐξενεχθέντες, τῆς ἀκολουθίας ἐξεπέσομεν>>[262]

            Ὁ ἱ. Χρυσόστομος κατά τήν διάρκειαν τοῦ κηρύγματός του πολλάκις μεταπηδᾶ (ὑπό μορφήν παρεκβάσεως) εἰς ἄλλας ὑποθέσεις, ἐκτός τοῦ κεντρικοῦ θέματος.  Δέν εἶναι ὅμως ἄσχεται πρός τό ὅλον θέμα, διότι ὅταν π.χ ὁμιλεῖ περί ἐλεημοσύνης καί στρέφει τόν λόγον  κατά τῆς μέθης καί τῆς τρυφῆς θέλει νά ἀποδείξῃ τό ἀντίθεσιν τῆς διαθέσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τοῦ μέν ἐλεήμονος  θησαυρίζοντος  ἐν οὐρανῷ τοῦ δέ   λαίμαργου καί μεθύσου  ὑποβιβάζοντος ἑαυτόν εἰς  ἀθλίαν κατάστασιν  ἁφήνοντας συγχρόνως  τούς πτωχούς νά πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα. Τοῦτο οὐδέν ἄλλο εἶναι ὡς λέγει ὁ ἀείμνηστος Φιλάρετος ἐπίσκοπος Τσερνιγόβου παρά τόλμη ἐξόχου ρήτορος ἐπιτρέποντος παρεκβάσεις προς ὑποστήριξιν καί ἐνίσχυσιν τοῦ ὑπ ἀνάπτυξιν θέματός του, ἔνδειξις τῆς εὐφυϊας καί τῆς δυνάμεως ἀπαραμίλου ρήτορος[263]. Ἔπειτα αἱ ἑρμηνευτικαί αὐτοῦ ὁμιλίαι ὡς προείπωμεν γενόμεναι βάσει ὁλοκλήρου ἁγιογραφικῆς περικοπῆς  δέν ἦτο δυνατόν κατά τήν ἀνάπτυξιν αὐτῆς νά παροραθοῦν τά σπουδαῖα αὐτῆς σημεῖα χάριν τοῦ ἑνός καί μόνου θέματος. Διά τοῦτο εἰς τάς ὁμιλίας αὐτάς ὅταν συναντᾶ ἀξιοπρόσεκτα σημεῖα δέν  παραλέιπει τήν ἀνάπτυξιν αὐτῶν, ἔστω καί ἄν ἡ ὁμιλία αὐτοῦ ἐπεκτείνετο εἰς δύο καί περισσότερα θέματα.

            Τό θαυμαστόν εἶναι ὅτι κατά τήν χρήσιν πολλῶν θεμάτων εἰς τήν ἰδίαν  ὁμιλίαν δέν  τήν μεταβάλει εἰς μωσαϊκόν, διότι ὑπάρχει συνοχή  καί εἰρμός  σκεψεως εἰς τά ἀναπτυσόμενα θέματα. Δέν ὑπερβαίνει τό ὅριον τῶν   πολλῶν θεμάτων διότι ὁ ἴδιος λέγει ὅτι δέν πρέπει εἰς μίαν καί μόνην ὁμιλίαν νά συστήσωμεν ὅλας τάς ἀρετάς. Ὑπάρχει κίνδυνος νά ἀποτύχωμεν εἰς τήν ἐφαρμογήν αὐτῶν, ἐπειδή εἶναι δύσκολον νά ἐφαρμοσθοῦν συγρόνως ὅλαι. Τοῦτο ἔχων ὑπ' ὄψιν εἰς τήν 3η ὁμιλίαν εἰς τούς ἀνδριάντας προέτρεψε εἰς τούς ἀκροατάς τρία πράγματα, <<τό μηδένα κακῶς λέγειν, τό μηδένα ἐχθρόν ἔχειν καί τό καθόλου πᾶσαν ἐκ τοῦ στόματος ἀπελᾶσαι τήν πονηράν τοῦ ὅρκου συνήθειαν>>, ἀρκεῖται δέ εἰς αὐτά καί λέγει:<<ἔδει μέν γάρ ὑμῖν ὁλόκληρον ἐγχειρίζειν τήν ἀρετήν, ἀλλά τοῦτο ἄριστον ἡγοῦμαι τρόπον διορθώσεως τό κατά μέρος λαμβάνοντας τούς νόμους  κατορθοῦν, καί τότε ἐπί τούς πολλούς ἰέναι>>[264]  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συμπεραίνουμεν ὅτι καθίσταται ἐλαστικός μέν ὡς πρός τήν ἑνότητα τοῦ θέματος ἀλλά πάντοτε περιορίζεται εἰς δύο ἤ τρία καί ἐνίοτε  εἰς τέσσερα θέματα ἐντός τῆς αὐτῆς ὁμιλίας, πλήν ὅμως οὐδέποτε ὑπερβαίνει τοῦ ὁρίου τούτου, διά λόγους  οὕς ἀναφέρομεν ἀνωτέρω.

 

 

ΜΕΡΟ  Β

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ  ΚΑΙ  ΔΙΑΘΕΣΙΣ   ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ  ΛΟΓΟΥ.

 

            Ὅσον ἀφορᾶ τά στοιχεῖα καί τήν διάθρωσιν τοῦ ἐκκλ. ρητορικοῦ λόγου ὑπό τοῦ ἱ Πατρός ἔχομεν νά παρατηρήσωμεν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι ταῦτα πάντα συναντῶνται εἰς πολλάς  ὁμιλίαις αὐτοῦ, διατεταγμένα σύμφωνα μέ τοῦς βασικούς κανόνας τῆς ρητορικής, πλήν ὅμως δέν ἀπαντῶνται συγχρόνως καί πάντοτε εἰς τήν αὐτήν ὁμιλίαν ὅλα ὀμοῦ, διότι ἐπί τινων μέν ὁμιλιῶν ἄλλοτε ἐλείπει τό μέν ἄλλοτε τό δέ ἐξ αὐτῶν. Σπανίως ἀπήγγειλε  λόγους εἰς τήν κυριολεξία ἀλλά ὁμιλίας αἰ ὁποῖαι προσηρμόζοντο εἰς τόν τρόπον τῆς ἑρμηνείας τῆς περικοπῆς  ἥ τοῦ ρητοῦ    τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί συνήθιζεν νά τάς καταλήγῃ  διᾶ τινος ἠθικοῦ συμπεράσματος.

Περί τῶν στοιχείων λοιπόν καί τῆς διαθέσεως αὐτῶν ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ λόγῳ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου ἐξετάζομεν εἰς τό παρόν δεύτερον μέρος.

 

  1. Ρητόν

            Ἡ χρῆσις τοῦ ρητοῦ ἀπό μέρους τοῦ ἱ Χρυσοστόμου δέν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητος εἰς  τό  Ἐκκλ. κήρυγμα . Δέν τό θεωρεῖ ὅμως καί περιττόν διά νά  παραλείπῃ αὐτό τελείως. Τοῦτο  διακρίνεται  ὑπό ἔποψιν μορφῆς  εἰς ὁμιλίας καί λόγους Τό χαρακτηριστικό τοῦ λόγου εἶναι ὅτι  τό ὑλικό διά  τοῦ ὁποίου ἀναπτύσομεν τό θέμα συμπικνώνεται γύρω ἀπό μιά κεντρική θρησκευτική ἤ ἠθική ἄννοια καί ἀλήθεια, τήν ὁποία  προεξαγγέλλομεν εἰς τήν ἀρχήν τοῦ λόγου διά τινος ἁγιογραφικοῦ ρητοῦ. Αὐτό  τό ρητό χρησιμεύει ὡς κεντρική  ἀφετερία καί ὡς κατευθυντήριος  γραμμή  καί ἀρχή εἰς τήν διεξαγωγήν τοῦ  ἀναπτυσομένου  λόγου, διατηρῶντας δι'αυτοῦ τήν συνοχήν  καί τήν ἑνότητα τῶν ἐννοιῶν καί τῶν ἰδέῶν τοῦ θέματος   τοῦ λόγου.

            Τό πλεῖστον τῶν ὁμιλιῶν του, γενόμενον ἐπί τῇ βάσει ὁλοκλήρων περικοπῶν κατά τήν ἑρμηνείαν τῶν Εὐαγγελίων Ματθαίου καί Ἰωάννου,τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου, καθώς καί ὀρισμένων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῆς Γενέσεως, τῶν Ψαλμῶν, τοῦ Ἠσαϊου καί ἄλλων εἶναι συνήθως ἀναλυτικαί  ἑρμηνεῖαι τοῦ κειμένου αὐτῶν. Δέν ἀναπτύσονται ἐπί τῇ βάσει ἑνός καί μόνου  ρητοῦ. Πολλαί ἐκ τῶν λοιπῶν ὁμιλιῶν, τῶν γενομένων ὑπό διαφόρων συνθηκῶν καί περιστάσεων, δέν ἔχουν ὡς βάσιν τῆς ἀναπτύξεως αὐτῶν ὁρισμένον ρητόν.π.χ. <<ὅτε πρεσβύτερος  προεχειρίσθη>>,[265]  <<ὅτε τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἱς μεγάλην Ἐκκλησίαν>>[266], ἐπανελθόντος ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας [267], καί εἰς ὅλας σχεδόν τάς ἐγκωμιαστικάς ὁμιλίας καί εἰς πλείστας ἄλλας δέν ἔχει ρητόν, ἀλλᾶ ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ καθ' ὅλην τήν ἀνάπτυξιν διάφορα Γραφικά χωρία ἄνευ ἀποκλειστικοῦ κεντρικοῦ ρητοῦ[268].

            Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά  ἐκλησ. κηρύγματα τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου  τά ὁποῖα ἀναπτύσσονται ἐπί τῇ βάσει καί μόνον ἑνός ρητοῦ, τό ὁποῖον ἔχουν ὡς ἄξονα καί  πέριξ τοῦ ὁποίου περιστρέφονται.  Ἀπαντῶμεν λόγους τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, ἔνθα εἰς πᾶσαν εὐκαιρίαν ἐπαναλαμβάνεται τό ρητόν μέ τά τοιαύτης δεξιοτεχνίας ὥστε νά θαυμάζωμεν αὐτόν καί νά ἀντιλαμβανώμεθα εἰς πᾶν μέρος τοῦ λόγου ὄτι βάσει τοῦ ἀναφερομένου ρητοῦ ἀναπτύσει αὐτόν, πχ εἰς τήν Ζ` ὁμιλίαν εἰς ἀνδριάντας ἔχει ὡς ρητόν<<ἐν ἀρχῇ ἐποίησε ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν>>[269], εἰς τήν ΣΤ` ὀμιλίαν περί νηστείας ἔχει<<Πᾶς ὁ ἐμβλέψας γυναῖκα πρός τό ἐπιθυμῆσαι ἤδη ἐμοίχευσεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ>>[270], καί εἰς τήν Α` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας<<οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διά τόν στόμαχον καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας>>[271], ἅτινα εἱς τῆν ἀρχήν τοῦ λόγου τά ἀναλύει καί κατόπιν ἀναπτύσει ὁλοκλήρους λόγους μέ ἄξονα αὐτά. Ἐπαναλαμβάνει τό ρητόν ἐις πᾶσαν εὐκαιρίαν , στηρίζει τήν ἀλήθειαν αὐτού ἁγιογραφικῶς καί λογικῶς καί δια παντός ἄλλου ἐπιχειρήματος, καί εἰς τό τέλος ἐξάγει συμπεράσματα ἐξ αὐτοῦ. Ἐνίοτε ὅμως ὅλως ἀπροόπτως εἰς τό μέσον μιᾶς ὁμιλίας προβάλλει κατά τόν ροῦν τοῦ λόγου ἔνα ρητόν καί κατόπιν συνεχίζει τήν ὁμιλίαν βάσει τούτου, π.Χ εἰς τήν Β`  ὁμιλίαν εἰς ἀνδριάντας ἐνῷ ἀνέπτυξεν διά μακρῶν  τά περί τῆς καταστάσεως τῆς Ἀντιοχείας κατά τήν γενομένην γνωστήν στάσιν ἀπό τό μέσον καί ἑξῆς  λαμβάνει τό ρητόν<<τούς πλουσίους ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγειλε μή  ὑψηλοφρονεῖν >>[272], καί συνεχίζει τήν ὁμιλίαν βάσει αὐτοῦ.           Ἐπίσης μέ τό αὐτό ρητόν ἐνίοτε ἀναπτύσει δύο καί περισσοτέρας ὀμιλίας ὅπως π.χ. εἰς τό ρητόν <<ἔχοντες τό αὐτό πνεῦμα τῆς πίστεως κατά τό γεγραμμένον>> ἀπαντῶμεν τρεῖς ὁμιλίας κατά σειράν[273].

 

2. Προίμιον.

  α) Ἡ ἀναγκαιότητης τοῦ προοιμίου.

        Γνωστόν εἰς πάντας τυγχάνει ὅτι τό προοίμιον ἀποτελεῖ τήν θύραν  διά τῆς ὁποίας εἰσάγομεν  τόν ἀκροατήν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς ὁμιλίας ἤ τοῦ λόγου. Ἐπειδή ἐκ τῆς ἐπιτυχίας αὐτοῦ ἐξαρτᾶται ἡ προσέλκυσις τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆς προσοχῆς τῶν ἀκροατῶν διά τοῦτο ὁ ἱ Χρυσόστομος ἐπεμελεῖτο  πάρα πολύ  τά προοίμια.

Ἔλεγε μακροσκελῆ προοίμια, ἐπειδή πολλοί τῶν ἀκροατῶν δέν ἦσαν τακτικοί τῆς ἀκροάσεως τῶν κηρυγμάτων καί  οὐκ ὀλίγοι    δέν ἠδύναντο νά εἰσέλθουν εὐκόλως εἰς τό νόημα τοῦ θέματος λόγῳ τῆς ἁμαθείας των. Παρέτεινε  τά προοίμια  καί δια τήν σύνδεσιν τῆς προηγουμένης ὁμιλίας μετά τῆς ἑπομένης. Τοῦτο  προυκάλεσε παράπονα καί κάποιος  ἐκ τῶν φίλων του  τόν  συνέστησε νά μειώσῃ τό μῆκος τῶν προοιμίων.Ἐξ αὐτῆς τῆς ἀφορμῆς  ἀπολογούμενος ἐξεφώνησεν τήν  ὁμιλίαν  <<Πρός τούς ἐγκαλέσαντας ὑπέρ τοῦ μήκους τῶν προοιμίων .  .>> ὡς ἑξῆς<<ὅτι τοῦ λόγου τά προοίμια πρός μῆκος ἐκτείνομεν. Τίνος ἕνεκα τοῦτο ποιοῦμεν; Πλήθει τοσούτῳ διαλεγόμεθα, ἀνθρώποις γυναῖκας ἔχουσι, οἰκίας προεστηκόσιν, ἐν ἐργασίᾳ καθημερινῇ ζῶσιν, ἐν βιωτικαῖς πράγμασι. Καί οὐ μόνον τοῦτο ἐστι τό δυσχερές ὄτι διηνεκῶς εἰσί ἠσχολημένοι ἀλλ'ὅτι καί ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος αὐτούς ἐνταῦθα λαμβάνομεν. Βουλόμενοι τόσον εὐσύνοπτα κατασκευάζειν αὐτοῖς τά λεγόμενα διά τῶν  προοιμίων σαφεστέραν ποιῆσαι τήν διδασκαλίαν σπουδάζομεν· ὁ μέν γάρ μηδέν ἔργον ἔχων ἀλλ'ἀεί  ταῖς Γραφαῖς προσηλωμένος, οὐ δεῖται προοιμίων οὐδέ κατασκευῆς , ἀλλ'ἀκούσας εὐθέως του λέγοντος δέχεται τῶν λεγομένων  τήν διάνοιαν· ἄνθρωπος τόν μέν   πλείω χρόνον πράγμασι δέ βιωτικοῖς προσδεδεμένος, ὀλίγον δέ καί βραχύ ἐνταῦθα παραγενόμενος, ἄν μή προοιμίων ἀκούσῃ καί κατασκευῆς πλείονος καί πανταχόθεν ἴδῃ καί προηδοποιηθέντα αὐτῷ τόν λόγον, οὐδέν καρδάνας ἀπέρχεται· οὐ τοῦτο μόνον ἡμῖν ἐστί αἴτιον τοῦ μήκους  ἀλλά καί ἕτερον οὐκ ἔλαττον τούτου.Τῶν γάρ πολλῶν τούτων οἱ μέν παραγίνονται οἱ δέ οὐ παραγίνονται πολλάκις. Ἀνάγκην τοίνυν τούς μέν παραγενομένους  μέμψασθαι, ἵνα  ἐκεῖνοι μέν τοῖς ἐπαίνοις σπουδαιότεροι, οὗτοι δέ ἐγκλημάτων  τήν ραθυμίαν ἀποθῶνται. Ἔστι γάρ καί ἑτέρα χρεία προοιμίων. Ὑποθέσεως ἀπτόμεθα μακροτέρας πολλάκις, ἥν οὐ δυνατόν ἐν ἡμέρᾳ μία εἰς τό τέλος ἀγαγεῖν, ἀλλά καί δευτέρας καί τρίτης, καί τετάρτης ἡμῖν ἐστί ὅτε ἐξηγήσεως εἰς τήν αὐτήν ἐδέησε πραγματείαν. Ἀνάγκη καί ταύτῃ τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ τά τέλη τῆς προτέρας διδασκαλίας ἀναλαβεῖν>> [274]  Ἀκροατής ὁ  ὁποῖος γνωρίζει τάς Ἁγ. Γραφάς εἶναι δυνατόν νά εἰσέλθῃ εἰς τό νόημα τοῦ θέματος καί ἄνευ προοιμίου, ἐνῷ αὐτός πού  δέν μελετᾶ καί δέν γνωρίζει τήν Ἁγ. Γραφήν δέν δύναται.  Εἶναι ἀνάγκη νά τόν εἰσαγάγωμεν  εἰς τό θέμα διά τοῦ προοιμίου. Εἰς τό κήρυγμα δέν ἔρχονται ὅλοι τακτικά,  μερικοί ἀπουσιάζουν. Διά τοῦτο τούς μέν παρόντας δέον νά ἐνθαρρύνωμεν καί νά ἐπαινέσωμεν, τούς δέ ἀπόντας νά μέμψωμεν.

Καί τρίτον ἐπειδή πολλάκις ἕν θέμα δέν ἐξατλεῖται εἰς μίαν καί μόνον ὁμιλίαν διά τοῦτο εἰς τήν συνέχειαν τῆς ἄλλης, ἀνάγκη εἶναι ὅπως εἰς τό προοίμιον ἐπαναλάβωμεν ἐν περιλήψει τά τῆς προηγούμενης ὁμιλίας ἵνα συνδέσωμεν αὐτήν καταλλήλως μετά τῆς νέας καί νά ἐνημερώσουμε τούς ἀπουσιάσαντας  ἐκ τῆς προτέρας ὁμιλίας <<ἵνα οὕτως ἁρμοσθέν  τῆ ἀρχῇ τό τε σαφέστερον ποιῇ τοῖς παροῦσι τήν ἐξήγησιν, καί μή τῆς ἀκολουθίας ἀπηρτισμένος ὁ λόγος  ἀφανέστερος ᾖ τοῖς ἀκροαταῖς>>[275].

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγωμεν τριῶν εἰδῶν προοίμια, α)τό προοίμιον ἐπαίνου, τό ὁποῖον διαγείρει τό φιλότιμον τῶν ἀκροατῶν, β) τό προοίμιον ἐκ σπλάχνων, τό ὁποῖον ἀναπτύσσει τάς συνθήκας ὑφ' ἅς ἐλέχθη τό ρητόν , καί ἀναλύει, αὐτό,  καί γ) τό προοίμιον συνδέσεως  τό ὀποῖο  συνέδεει τήν προηγουμένην  ὀμιλία μετά τῆς ἑπομένης ὅταν συνεχίζεται τό ἴδιο θέμα.

 

β)Εἴδη προοιμίων.

 

α)Προοίμιον ἐπαίνου.Ὁ ἱ.Χρυσόστομος  προετοίμαζε  ψυχολογικὰ τοὺς ἀκροατάς διά προοιμίου ἐπαίνου ἵνα διαγείρῃ τὸ φολότιμον, τὴν προσοχὴν  καὶ τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν. Ἐπωφελεῖτο τὰ  προσόντα τους, τὸ  ζῆλον τους, τὴν ἀθρόαν προσέλευσίν τους εἰς τὸν ναόν, τὴν ἀνταπόκρισίν τους εἰς τὸ κήρυγμα  καὶ  ἤρχιζε  πολλάς ὁμιλίας του διά προοιμίου ἐπαίνου ἵνα τοὺς ἐνθαρρύνῃ εἰς τὴν συνέχισιν τοῦ ἀγῶνος. Δι'αὐτοῦ ὁ ὁμιλητής συγχαίρει καί ἐπαινεῖ τούς ἀκροατάς τόσον διά τήν παρουσίαν τους, ὅσον καί διά τήν πνευματικήν αὐτῶν καρποφορίαν, ἐπί παραδείγματι εἰς τήν Ι`  ὁμιλίαν εἰς τούς ἀνδριάντας ἔχει τό ἑξῆς τοιοῦτον προοίμιον.<<Χαίρω καί συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν, ὅτι τήν παραίνεσιν ἡμῶν, ἥν ὑπέρ τῶν μή νηστευόντων καί διά τοῦτο ἀπολιμπανομένων ἐποιησάμεθα πρώην, εἰς ἔργο ὑμεῖς ἐξηνέγκατε. Καί γάρ πολλούς οἶμαι τῶν ἠριστηκότων παρεῖναι τήμερον καί τόν καλόν ἡμῖν σύλλογον τοῦτον πληροῦν·>>[276]Εἰςτὸ  προοίμιοτῆςΑ΄ὁμιλίαςπερὶἀκαταλήπτουἐπαινεῖτὴνπρόθυμον  ἀθρόανπροσεύλευσιντῶνἀκροατῶνεἰςτὸκήρυγμα,  τὴνπειθαρχίανεἰςτὰκηρυττόμενα, τὴντάξιναὐτῶνεἰςτὸνχῶροντῶνσυγκεντρώσεωνἀπόντος τοῦ  προϊσταμένουὡςἑξῆς:  << Τίτοῦτο; ὁποιμήνοὐπάρεστι, καίτάπρόβαταμετάπολλῆςεὐταξίαςἔστηκε. Καί τοῦτο τοῦ ποιμένος τό κατόρθωμα, τό μή μόνον παρόντος, ἀλλά καί ἀπόντος πᾶσαν ἐνδείκνυσθαι σπουδήν τά ποίμνια.>> [277]

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀρχίζει καὶ τὰ προοίμια τῶν   Β ΄, Δ ΄, ΙΓ, ΙΕ΄, ΛΑ κ.λ.π.  ὁμιλιῶν  εἰς τὴν  Γένεσιν, ἐπαινῶντας ὅλας τάς καλάς ἐνεργείας τῶν ἀκροατῶν αἱ ὁποῖαι τοῦ  ἔδιδον χαρὰν , εὐχαρίστησιν καὶ ἔννοιωθε εὐγνωμοσύνην διά τὴν ἀφωσίωσίν τους  καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους  εἰς τὴν πνευματικὴν διδασκαλίαν. [278] Εἰς τὴν ὁμιλίαν  ΄<<Ὅτι  χρήσιμος ἡ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις>>. ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐπαινεῖ τοὺς ἀκροατὲς.[279]

β)Προοίμιον συνδέσεωςἀπαντῶμεν εἰς πολλάς ὁμιλίας, ἔνθα ἐκάστη ὁμιλία συνδέεται  μετά τῆς προηγουμένης διά τῆς συνοψίσεως τῶν κεντρικῶν σημείων τῆς προτέρας ὁμιλίας εἰς τό προοίμιον τῆς ἑπομένης, Κατ'αὐτό ὑπενθυμίζει τά διδαχθέντα καί εἰσάγει τούς ἀκροατάς  εἰς τήν συνέχειαν τοῦ θέματος,:<<ἐπανίωμεν τοίνυν, ἔνθα πρώην κατελείπωμεν τόν λόγον ἵνα ἐκεῖθεν αὐτό ἀνελώμεθα>>[280]Ὅταν τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχει πάρα πολὺ βάθος καὶ πλοῦτον νοημάτων καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαντληθῇ  εἰς μίαν καί μόνον ὁμιλίαν, διότι θὰ κουρασθῇ ἡ μνήμη τῶν ἀκροατῶν, χωρὶς νὰ δυνηθοῦν νὰ κρατήσουν τίποτε, τότε  διαιρεῖ τὸ θέμα εἱς πολλάς ὁμιλίας καὶ τάς συνδέει διά προοιμίων  συνδέσεως. << Διό τῆς αὐτῆς ἀκολουθίας ἂψασθαι βούλομαι καί συνάψαι τοῖς χθές εἰρημένοις καί τά μέλλοντα ρηθήσεσθαι, ἵνα οὕτω πᾶσαν τοῦ ἀναγνώσματος ποιησάμενοι τήν ἐξήγησιν, οὕτω ὑμᾶς ἐντεῦθεν ἀποπέμψωμεν>>[281].  Μὲπροοίμιοσυνδέσεωςἀρχίζειεἰς πολλάςὁμιλίάς  π.χ. ΙΒ`, ΙΖ`, Κ`, ΚΒ`, ΚΓ`, ΚΕ΄,ΚΖ`,ΚΗ΄, ΚΗ΄,ΛΔ΄, ΜΔ`, ΜΣΤ΄, κλπ.  εἱς τὴνΓένεσιν

Ὅταν  τὸθέμαεἶναιεὐρὺκαὶ  δὲνγίνεταιδι'οὐδενόςτρόπουνὰἐξαντληθῇ  εἰς μίανὁμιλίαν, ἀλλὰχρειάζεταιδεύτερη, τρίτηκαὶτετάρτηὁμιλία, τότεεἰς τὴνδευτέρανὁμιλίαν  ἐπαναλαμβάνειὁἱ.Πατήρ εἰς τὸπροοίμιοτὸτέλοςτῆςπροηγούμενηςὁμιλίας.<< Ἀναγκαῖοντοίνυνκαίταύτῃτῇδευτέρᾳἡμέρᾳτάτέλη  τῆςπροτέραςδιδασκαλίαςἀναλαβεῖν, ἵναοὕτωςἁρμοσθέντῇἀρχιῆτότέλος, σαφεστέρανποιῇτοῖςπαροῦσιτήνἐξήγησιν, καίμήτῆςἀκολουθίαςἀπηρτημένοςὁλόγοςἀφανέστερος  ιἦτοῖς  ἀκροαταῖς>> [282].

΄Ὅταντόθέμαδιαιρῆταιεἰς περισσότεραςὁμιλίας  τότεσυνδέεταιἡ  κάθε   ὁμιλία  διά προοιμίου  συνδέσεως, << ἲνασαφέστερος  ὑμῖνὁλόγοςγένηται, μικράτῶνχθέςεἰρημένωνὑπομνήσωμεντήνὑμετέρανἀγάπην. ἵναοὕτωκαθάπερσῶμαἕν, τάσήμερονμέλλονταρηθήσεσθαισυνάψωμεντοῖςχθέςεἰρημένοις>>[283].  Ὑπενθυμίζειὁἱ,Πατήρὀλίγαἀπὸτὴνπροηγούμενηνὁμιλίαν  διάνὰσυνδέσῃαὐτὰτά οποῖα πρόκειταινὰεἰπωθοῦνδι' ἐκείνων τάὁποῖα εἰπώθηκανκαθότι  << Ἀναγκαῖονδέπρότερον  ὑπομνῆσαιτήνὑμετέρανἀγάπην, καίδεῖξαιμέχριτίνοςτότετόνλόγονστήσαντες, οὒτωτήνδιδασκαλίανκαταλύσαμεν>>[284]. Καίἀλλοῦλέγει:<<Ἀλλ᾿ἵναὑμῖνσαφήςὁλόγοςἡμῶνγένηται, ἀναγκαῖονὑμᾶςὑπομνῆσαι, ποῦτότετήνδιδασκαλίανκαταλύσαμεν, ἵναἐκεῖθενἀρξάμενοι, οὕτωτάλοίπονταἀναπληρώσωμεν>>[285].

Ἐὰν  ὅλοιοἱἀκροαταίἤσανεἱς θέσιννὰγνωρίζουντὰὅσαεἰπώθηκανεἰς τάς προηγουμέναςὁμιλίαςκαὶμάλισταεἱςποῖονσημεῖονδιέκοψενὁ  ὁμιλητήςτὴνπροηγούμενηνὁμιλίανκαὶἀπὸποὺπρέπεινὰἀρχίσῃ  τὴνἑπομένην  << εὐθέωςτάπροοίμιαἀπότῆςἀκολουθίαςτῶνπρώηνεἰρημένωνἐποιησάμηνἄν>>  Ἐπειδὴὅμωςπολλοὶἀπὸτοὺςἀκροατάς  ἀπουσίαζαν<< ἀναγκαίαν  ποιεῖγενέσθαιτῶνεἰρημένωνἡμῖντήνἐξήγησιν>>[286].

Τοῦτοεἶναιπρὸςὠφέλειανὅλωντῶνἀκροατῶν, διότιπαγειώνεταιὁθεῖοςλόγοςεἰςτὴνμνήμηντῶν  τακτικὰπαρακολουθούντων,  εἰςτοὺςδὲἀπουσιάσανταςμειώνεταιἡβλάβηδιά τοῦπροοιμίουτῆςσυνδέσεως, ἔνθα γίνεταιἐπανάληψις. Μερικοὶπαρεπονοῦντοδιὰτάςἐπαναλήψειςκαὶπρότειναννὰπεριφρονηθοῦνοἱἀπουσιάζοντεςκαὶνὰὑποστοῦντὴνπνευματικὴν  βλάβην.   Ὁ ἱ. Χρυσόστομος προτιμᾶ τὸ προοίμιον συνδέσεως  ἀπὸ ἄποψη φιλανθρωπίας . Προτρέπει τοὺς παραπάνω ἀντιδρῶντας  ἀκροατάς  νὰ τοὺς συγχωρήσουν, διότι ἀλλιῶς ὁ ζῆλος τους μεταβάλλεται εἰς φθόνον  καὶ ὀργήν.

γ) Προοίμιον ἐκ σπλάχνων.Τήν ἀναγκαιότητα τοῦ τοιούτου προοιμίου τήν ἐπιβάλλει ἡ φύσις τοῦ θέματος καί ἡ ποικιλία τοῦ ἀκροατηρίου, εἰς τό ὁποῖον ὑπάρχουν ἀκροαταί ἀγνοοῦντες τήν Ἁγίαν Γραφήν. Διά νά εἰσέλθουν  αὐτοί εἰς τό θέμα καί κατανοήσουν αὐτό εἶναι ἀνάγκη  εἰς τό προοίμιον νά ἀναλύσωμεν τό ρητόν καί ἀναπτύξωμεν τάς συνθῆκας ὑφ'ἅς ἐλέχθη αὐτό. Ἐάν π.χ εἴπωμεν ξηρῶς τό χωρίον,<<ἐμβλέψας δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σύ εἶ Σίμων ὁ  υἱός Ἰωνᾶ, σύ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὅ ἑρμηνεύεται Πέτρος>> (Ἰωάν 1, 43), ἀσφαλῶς ἐλάχιστοι θά ἐννοήσουν διατί ὁ Κύριος ἐκάλεσσε τοιουτοτρόπως τόν Πέτρον, ἐνῷ ἐάν ἐξηγήσωμεν τήν ὑπόθεσιν  ἀμέσως κατανοοῦν τοῦτο.

 Τό προοίμιον ἐκ σπλάχνων εἶναι τόσον ἀναγκαῖον εἰς τό Ἐκκλ. κήρυγμα ὅσον τοῦ σώματος ἡ κεφαλή, τοῦ ποταμοῦ ἡ πηγή καί τοῦ δένδρου ἡ ρίζα[287]. Προοίμια ἐκ σπλάχνων ἀπαντῶμεν εἱς πολλάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Πατρός π.χ. εἰς τήν Α` ὀμιλία εἰς  τόν τετραήμερον Λάζαρον καί εἰς ἄλλας.

δ)Προοίμιον ἐξ ἐφόδουἐχρησιμοποίειὁ ἱ. Πατήρ ὅταν ὁ ψυχικός αὐτοῦ ἀναβρασμός δέν τοῦ ἐπέτρεπε εἰς τό προοίμιον αὐτοῦ νά ἐπαινέσῃ τούς ἀκροατές, νά τούς εἰσαγάγῃ εἰς τό θέμα ἤ νά συνδέσῃ αὐτό  μετά τῆς προηγουμένης ὁμιλίας, ἀλλ' ἔπρεπε ἀμέσωςνά ἐπέμβῃ, διότι τό μέν θέμα ἦτο γνωστόν ἡ δέ κατάστασις ἀπῃτει ἄμεσον ἐπέμβασιν, π.χ ὅταν εἶδε ὅτι τό περισσότερον ἐκκλησίασμα ἐγκατέλειψε τήν Ἐκκλησίαν καί ηὐτομόλησε πρός τάς ἱπποδρομίας  καί τά θέατρα δέν ἦτο δυνατόν νά κάμῃ εἰσαγωγή εἰς τό θέμα καί ὡς ἐκ τούτου ἤρχισε ἐξ ἐφόδου λέγων:<<Ταῦτα ἀνεκτά, ταῦτα φορητά; Ὑμῖν γάρ αὐτούς  καθ' ὑμῶν  ἐντυχεῖν βούλομαι. Οὕτω ὁ Θεός ἐποίησε τοῖς Ἑβραίοις αὐτοῖς γάρ κατ' αὐτῶν ἐντυχάνων ἔλεγε: Λαός μου τί ἐποίησά σοι καί τί ἐλύπησά  σοι ἠ τί παρενόχλησά σοι; .  .  .>>[288]

ε)Περιστατικόν προοίμιονἐχρησιμοποίει ὅσάκις  τό ἀπῃτουν αἰ περιστάσεις ἵνα περιστραφῇ πέριξ ἀυτῆς τῆς περιστάσεως,π.χ ὅταν τό ἐκκλησίασμα ἦτο ἀναστατωμένον ἔκ τινος ἐκτάτου γεγονότος, ὅταν συμβάν τί ἔδιδε ἀφορμή ἵνα ἐξ αὐτοῦ  ὁρμηθῇ ὁ  ἱ. Πατήρ. Ἐπιλαμβάνετοτότε  τῆςκαταστάσεωςκαίἤρχιζετήνὁμιλίαναὐτοῦμέτόπεριστατικόν  τῆςἡμέρας. π.χὍτανἔγινεσεισμόςεἰςτήνΚων/πολινὁ  ἱ. Πατήρἤρξατοτῆςὁμιλίαςαὐτοῦὡςἑξῆς:<<ΕἴδατεΘεοῦδύναμιν, εἴδατεΘεοῦφιλανθρωπίαν; Δύναμινὅτιἐτίναξετήνοἰκουμένην, φιλανθρωπίανὄτιπίπτουσαναὐτήνἔστησε·μᾶλλονδέἐνἑκατέρῳκαίδύναμινκαίφιλανθρωπίαν.  .  .>>[289]. Μετά περιστατικοῦ προοιμίου ἄρχεται εἰς ὁμιλίας τινάς εἰς ἀνδριάντας, ὅπως π.χ. εἰς τήν Β` καί τήν ΣΤ`, καί εἰς ἄλλας.[290]

στ)Πανηγυρικὸ προοίμιο..Ὁ ἐνθουσιασμὸς μίας μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔδιδε ἀφορμὴ εἰς τὸν ἱ. Χρυσόστομον νὰ ἀρχίζῃ  τήν ὁμιλίαν διά πανηγυρικοῦ προοιμίου, ὅπως π.χ εἰς τήν Γεννέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἐχει ὡς προοίμιο  << ἅ πάλαι πατριάρχαι μέν ὤδινον προφῆται δε προύλεγον, δίκαιοι δέ ἰδεῖν ἐπεθύμουν, ταῦτα ἐξέβη καί τέλος ἔλαβε  σήμερον,  ,<<καί Θεός ἐπί γῆς ὤφθη διά σαρκός, καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη>>(Βαρούχ3,38)[291].

Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν ἀρχίζει <<Πάλιν ἑορτήν καί πάλιν πανήγυρις, καί πάλιν ἡ  Ἐκκλησία τῷ πλήθει τῶν τέκνων κομᾷ, ἡ πολύτεκνος αὔτη καί φιλότεκνος. κ.λ.π>>[292]

Εἰς τόν Σταυρόν τήν Μεγάλην Παρασκευήν  ἀρχίζει:<< Ἑορτήν ἄγομεν σήμερον καί πανήγυριν ἀγαπητοί· ὁ γάρ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος ἐπί τοῦ  σταυροῦ τυγχάνει τοῖς ὕλοις πεπαρμένος. Καί μή ξενισθῇς, εἰ τοῦ πράγματος σκυθρωποῦ τυγχάνοντος ἡμεῖς ἑορτάζομεν· τοιαῦτα γάρ ἅπαντα τά πνευματικά, ἀπεναντίας τῇ συνηθείᾳ τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐστί>>[293].

ζ)Προοίμιο δοξολογίας.  Ἀρχὴ τῆς ζωῆς τοῦ  ἱεροῦ Χρυσοστόμου  ἦτο νὰ ἀποδίδῃ πάντοτε δόξαν εἰς τὸν Θεὸν. << Δόξα πάντων ἒνεκεν >> ἔλεγε. Ἐὰν δὲν ἤρχιζε διά προοιμίου δοξολογίας ὁπωσδήποτε κατέληγε στὴν τελευταία φράση τῆς ὁμιλίας του διά δοξολογίας << δια πάντων τό Θεό δοξάζοντες, ὂτι αὐτιῶ πρέπει δόξα καί τιμή και κράτος>>.Καταλαμβανόμενος ἀπό ἄπειρον εὐγνωμοσύνην πρός τόν Θεόν διά τάς ἀπείρους  εὐεργεσίας καί τάς ἀμέσους καρποφορίας τοῦ κηρύγματος, ἐξεδήλωνε αὐτήν ἀρχόμενος τῆς ὁμιλίας μέ προοίμια δοξολογίας  π.χ.εἰς τήν ΙΒ` ,ΙΓ` καί ΙΔ` ὁμιλίας εἰς ἀνδριάντας,  λέγει:<< Ἀπό τῆς αὐτῆς ἀρχῆς καί τῶν αυτῶν προοιμίων, ὧν χθές καί πρό ἐκείνης ἠρξάμην, καί τήμερον ἄρξομαι· ἐρῶ καί νῦν εὐλογητός ὁ Θεός, οὐ παύσομαι λέγων , εὐλογητός ὁ Θεός ὁ ποιῶν πάντα>>.

η)Προοίμιον ἐκ τῆς ἐντυπώσεωςτοῦ ἱ. Πατρός ἀπαντῶμεν ὅταν οὗτος ἐπηρεάζετο ἀπό τινος θλιβερᾶς παραστάσεως. π.χ.Διερχόμενος τό πρωί  ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἵνα μεταβῇ εἰς τόν ναόν, εἶδε καθ' ὁδόν πλῆθος χωλῶν ἀναπήρων καί πτωχῶν ζητούντων ἐλεημοσύνην. Συνεκινήθη ἡ εὐαίσθητος καρδία  του ὑπό τοῦ ἀξιοδακρύτου ἐκείνου θεάματος καί ἄρχισεν τήν περί ἐλεημοσύνης αὐτοῦ ὁμιλίαν μέ προοίμιον ἐντυπώσεως ὡς ἑξῆς: <<Πρεσβείαν τινά δικαίαν καί λυσιτελῆ καί πρέπουσαν ὑμῖν ἀνέστην ποιησόμενος σήμερον  πρός ὑμᾶς· ἑτέρου μέν οὐδενός, τῶν τήν πόλιν οἰκούντων ῆμῖν πτωχῶν ἐπί ταύτην μέ χειροτονησάντων οὐ ρήμασι καί ψηφίσμασι καί κοινῆς γνῶμης βουλῆς, ἀλλά διά τῶν θεαμάτων τῶν ἐλεεινῶν  καί πικροτάτων.  .  .>>[294].

Ἐπίσης ὅταν ἀντίκρυσε  ἐλάχιστο ἀκροατήριο καὶ  πληροφορήθηκε  ὅτι ἀπουσίαζαν  ἀπὸ τὸ κήρυγμα ἐπειδὴ γινόταν ἡ ὁμιλία μετὰ τὸ φαγητὸ ἄρχισε τὴν  ΣΤ΄ καὶ τὴν Ι΄  ΄ὁμιλία εἰς τὴν Γένεσιν διά  προοιμίου  ἐντυπώσεως.

θ)  Προοίμιον περιγραφῆς ἤ παρομοιώσεως  Ἄρχεται τοῦ κηρύγματος  διά τοιούτου προοιμίου ὅταν εἰκόνες τινές ἔχουν σχέσιν πρός τό θέμα, π.χ. ὅτε ἐπανῆλθε ἐκ τῆς ἐξορίας  ἤρξατο τῆς ὁμιλίας διά τῆς παρομοιώσεως τῆς ἱστορίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , τῆς ἁρπαγῆς τῆς Σάρρας, γυναικός τοῦ Ἀβραάμ, ὑπό τοῦ Φαραώ με τήν ὑπό τοῦ Θεοφίλου ἀναστάτωσιν καί ἁρπαγήν τῆς Ἔκκλησίας Κων/πλεως[295].

Τοιοῦτον προοίμιον ἀπαντῶμεν καί εἰς τήν ὁμιλίαν τήν γενομένην τήν Γ` Κυριακήν τῶν Νηστειῶν καθ' ἥν ἄρχεται ὁμιλῶν περί φάρου καί λιμένος, ἁσφαλῶς εἰκονιζόντων τοῦ μέν λιμένος τήν Ἐκκλησίαν τοῦ δέ φάρου τόν Τίμιον Σταυρό.

ι)Ἐξιλαστικό ἤ ἀπολογητικό προοίμιο.Εὐαίσθητα καί εὐγενικά  φερόμενος ὁ ἱερός Χρυσότομος  ἀπολογεῖτο  εἰς τό ἀκροατήριον του διά πᾶσαν ἀπουσίαν του  καί  τυχοῦσαν παράλειψίν του, ἀρχίζοντας τήν ὁμιλίαν δι' ἐξιλαστικοῦ ἤ ἀπολογητικοῦ προοιμόυ. Ὅταν διέκοψε ἐπί πολλάς ἡμέρας,  διά λόγους ἀσθενείας, τό κήρυγμα ἐπανερχόμενος ἀπελογήθη ἵνα  ἐξηγήσῃ εἰς τό ἀκροατήριον, ὅπερ ἠγάπα καί ἠγαπᾶτο ὑπ' αὐτοῦ πάρα πολύ  διά τοιούτου προοιμίου. < Ὥς ἐκ μακρᾶς ἐπηδημίας ἐπανελθών πρός ὑμᾶς, οὕτω διάκειμαι  σήμερον· τοῖς γάρ φιλοῦσιν, ὅταν δύνανται συγγενέσθαι τοῖς φιλουμένοις,  οὐδέν ὄφελος ἐστί τῆς παρουσίας . Διά τοι τοῦτο  καί ἡμεῖς ἐνδημοῦντες τῶν ἀποδημούντων οὐδέν  ἄμεινον διακείμεθα , ἐπειδή τόν παρελθόντα χρόνον  διαλεχθῆναι πρός ὑμᾶς οὐκ ἰσχύσαμε· ἀλλά σύγνωτε, οὐδέ γάρ ραθυμίας ἀλλά ἀσθενείας ἦν ἡ σιγή>>.[296]

 ια)Ἔπιτιμήσεως προοίμιον.Ὅταν αἱ περιστάσεις τό ἐπέβάλον, λόγῳ σοβαρῶν παραλείψεων  καί παραπτωμάτων τῶν ἀκροατῶν π.χ.   ἀδιαφορίας, μή ἐφαρμογῆς τῶν διδαχθέντων  καί   μετάβάσεώς των  εἰς τά ἱπποδρόμια  καί τά θέατρα  τήν ὥραν τοῦ κηρύγματος τότεἤρχιζε τήν ὁμιλίαν δι' αὐστηροῦ  ἐλέγχου, ἐπίπλήξεως καί ἐπιτιμήσεως . Εἰς τήν ΣΤ` ὁμιλίαν  εἰς τήν Γένεσιν διαμαρτύρεται  καί ἐκφράζει εἰς τό προοίμιο τήν λύπην καί τήν ὀργήν του τήν ὁποίαν τόν προυκάλεσαν  ὅσοι ἐλησμόνησαν τήν διδασκαλιαν καί κατέφυγαν εἰς τό ἱπποδρόμειο καί εἰς τά θεάματα [297].

Δύσκολο εἶναι νά ἀρχίζῃ κανείς διά προοιμίου ἐπιτιμήσεως,  διότι προδιαθέτει δυσμενῶς τούς  ἀκροατάς. Προϋποθέτει ὁμιλητήν  ἀναγνωρισμένης προσωπικότητος,  μεγάλης ἡλικίας , σεβάσμιον μετά πολλοῦ κύρους ,  πολλῆς ἀγάπης , ὅπως  ἦτο ὁ ἱερός Χρυσόστομος .

ιβ) Προοίμιο  ἐκπλήξεως.Εἰς τὴν ὁμιλίαν τήν ὁποίαν  προσεφώνησεν <<ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη >>ἀρχίζει μὲ προοίμιο ἐκπλήξεως ὡς ἑξῆς: << Ἆρα ἀληθῆ τα συμβαίνοντα  περί ἡμᾶς καί γέγονεν ὀντως τά γεγενημένα, καί οὐκ ἐξηπατήμεθα; οὐδέ νύξ τά παρόντα καί ὄναρ, ἀλλ᾿ ἡμέρα  ὄντως ἐστί καί ἐγρηγοροῦμεν ἂπαντες  >>[298]

.3 Πρότασις.

Πρότασιν καθαράν καί σαφῆ δέν ἀπαντῶμεν πάντοτε εἰς τάς ὀμιλίας του ἱ. Χρυσοστόμου, διότι ὡς γνωστόν τό πλεῖστον τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ ἀποτελούμενον ἐξ ὁμιλιῶν  δέν ἀπαιτοῦν ὁπωσδήποτε πρότασιν, ἀλλά καί ἄν ἀπαντῶμεν τοιαύτας φαίνονται ὅτι ἔχουν μᾶλλον θέσιν ἐπιγραφῆς  παρά σαφοῦς προτάσεως.

Ἀπαιτεῖται ἐπισταμένη μελέτη καί προσοχή πρός διάκρισιν αὐτῆς, διότι αὔτη ἄλλοτε μέν εἶναι ἀναμεμειγμένη μετ' ἄλλων νοημάτων καί φαίνεται ὡς ἐπεξήγησις ἐκείνων,ἄλλοτε δέ εἰς τά διάφορα μέρη τῶν τμημάτων ὡς ἀρχή τῆς ἀναπτύξεως αὑτῶν. Παρ' ὅλα αὐτά ἔχομεν  καί σαφῶς διατυπωμένας κυρίας προτάσεις διακρινομένας μετά πολλῆς εὐκολίας,ὡς ἐπί παραδείγματι εἰς τήν νεωτέραν χηρεύουσαν ἔχει τήν κυρίαν πρότασιν ὡς ἑξῆς: <<Βούλομαι πρῶτον δεῖξαι ὅτι οὐ συμφορᾶς ἀλλά τιμῆς ἐστί ὄνομα, ( τό τῆς χηρείας ὄνομα) καί τιμῆς τῆς μεγίστης>>[299]. Ὁμοίως εἰς τήν Α` εἰς ἀνδριάντας ὀμιλίαν  ἔχων ὡς ρητόν αὐτῆς <<Οἴνῳ ὀλίγον χρῶ διά τόν στόμαχόν σου καί τάς πυκνάς σου ἀσθενείας>>  (ΑΤιμοθ.5,23) ἔχει ἀκολούθως ὡς πρότασιν<<φέρε πᾶσαν τήν διάλεξιν εἰς ταύτην τήν ρῆσιν καταναλώσωμεν>>[300]. Ὑπάρχουν βεβαίως ἀρκεταί ὁμιλίαι αἱ ὁποῖαι φέρουν κυρίαν πρότασιν ἀλλά γενικῶς τονίζομεν ὅτι δέν ἀκολουθεῖ πάντοτε τήν ἀρχήν τῆς διατυπώσεως σαφοῦς κυρίας προτάσεως. Εἰς  τάς ἑρμηνευτικάς ὁμιλίας δέν ἠδύνατο νά διατυπωθῇ  σαφῶς ἡ πρότασις ἐπειδή ἡ ἀνάπτυξις τῆς ὁμιλίας ἐγένετο βάσει τῶν ἀπαντωμένων χωρίων μιᾶς μεγάλης ἁγιογραφικῆς  περικοπῆς, ἡ οποία θά περιελάμβανε πολλάκις πλείονα τών δύο θεμάτων. Εἰς δέ τάς λοιπάς ὁμιλίας ἄλλοτε μέν διατυπώνει αὐτήν ἄλλοτε ὅμως τήν παραλείπει, π.χ εἰς τήν ὁμιλίαν <<Ὄτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη>> δέν ἔχει πρότασιν.

4  Διαίρεσις.

Ὅπως τήν κυρίαν πρότασιν οὕτω καί τήν διαίρεσιν δέν τήν θεωρεῖ πάντοτε ἀπαραίτητον εἰς τάς ὁμιλίας του ὁ ἱ. Πατήρ, διότι ὡς γνωστόν ἡ διαίρεσις εἶναι διασάφησις τῆς κυρίας προτάσεως  ἡ ὁποία δηλώνει τί πρῶτον καί τί δεύτερον θά ἀναππτύξῃ ὁ ἐκκλ. ρήτωρ εἰς τήν ὁμιλίαν του.

Συγκαταλέγεται μᾶλλον εἰς τήν τάξιν τῶν ἐχόντων ὑπολανθάνουσαν κυρίαν πρότασιν καί διαίρεσιν καί ὡς ἐκ τούτου μετ' ἐπισταμένης προσοχῆς δύνατται νά τάς διακρίνῃ τίς εἱς μερικάς μόνον ὁμιλίας. Εἰς τήν Β` ὁμιλίαν εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον  διαιρεῖ τήν πρότασιν  ὡς ἑξῆς<<ἀπό τούτου μάθωμεν μή τούς πλουτοῦντας μακαρίζειν , μηδέ τούς πενομένους ταλανίζειν>>[301].

 Δέν εἶναι ἀπαραίτηται ἡ κυρία πρότασις  καί ἡ διαίρεσις εἱς πᾶσαν ὁμιλίαν Ὁ κ. Τρεμπέλας συμφωνεῖ μέ τόν ἱ. Χρυσόστομον καί  γράφει:<<Προκατασκευάζουσι ταῦτα τήν ὁδόν πρός καθορισμόν τοῦ θέματος  καίτοι σπανίως γνωστοποιεῖται τοῦτο δι'ὡρισμένης προτάσεως ἤ σαφῶν διαιρέσεων, τοσοῦτον μάλλον ὅσῳ ὁ ρήτωρ δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην νά ἐμένει αὐστηρῶς εἰς αὐτό>>[302].Πάντως ἐκεῖνο ὅπερ παρατηρεῖται εἰς τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Πατρός παρ' ὅλην τήν ἔλλειψιν τῆς διαιρέσεως προηγεῖται πάντοτε τό μέρος τό ἀναφερόμενον εἰς τήν διάνοιαν καί ἕπεται  τό συναισθηματικόν.

 5. Ἐπίκλησις.

  Πιστός, εὐσεβής καί ταπεινός, μετ' ἐπιγνώσεως τῆς ἀτελείας αὐτοῦ ὁ ἱ, Πατήρ συχνά εἰς τάς ὁμιλίας αὐτοῦ ἐπικαλεῖται τήν ἄνωθεν ἀρωγήν καί τήν χάριν τοῦ Θεοῦ πρός φωτισμόν τῆς διανοίας αὐτοῦ καί πρός καλυτέραν ἀνάπτυξιν καί καρποφορίαν τοῦ κηρύγματός του. Διό λέγει<<Καλέσωμεν οὖν τόν . .ὑφ'ἡμῶν εὐφημούμενον Θεόν καί παρακαλέσωμεν καί τήν γλῶσσαν ἡμῖν πρός πλείονα διαγεῖραι δρόμον καί τήν διάνοιαν ἡμῖν πρός σαφεστέραν διανοῖξαι τῶν λεγομένων ἁνάπτυξιν>>[303].

            Πλήν τῆς ἐπικλήσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ πρός φωτισμόν τῆς ἰδίας αὐτοῦ διανοίας, ἁπαντᾶται πολλάκις καί ἐπίκλησις  τῆς προσοχῆς τῶν ἀκροατῶν ὡς ἑξῆς:<<Ἀλλ' ἐπίδοτέ μοι τήν ψυχήν τήν ὑμετέραν, ἐπίδοτέ μοι μικρόν τήν ἀκοήν, ἀποτινάξασθαι τήν ἀδυναμίαν>>[304]. Ἐκτός  τῆς ἀρχικῆς ἐπικλήσεως τής προσοχῆς τῶν ἀκροατῶν παρατηροῦμεν  ὄτι  εἰς τό μέσον τῆς ὁμιλίας καί εἰς πᾶσαν ἄλλην εὐκαιρίαν  καί πάλιν τήν προσοχήν αὐτῶν ἐπικαλεῖται λέγων:<<Διό συντείνατέ μου ἑαυτούς  μετ' ἀκριβείας ἅπαντες>>

6.  Διήγησις

Μέπόσηνλεπτότητακαίχάρινδιηγεῖταιὁἱ. Πατήρ  εἰςτάςὁμιλίαςαὐτοῦτάδιάφοραγεγονότατόσοντῆςἉγ.Γραφῆςὅσονκαίτῆςἱστορίαςκαίτῆςκαθ'ἡμέρανζωῆς.  Εἶναι τόση ἡ δύναμις καί ἡ γλαφυρότης τῆς διηγήσεώς του ὥστε προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχήν καί τῶν πλέον ἀδιαφόρων . Αἱ διηγήσεις αὐτοῦ ζωνταναί, παραστατικαί, πλήρεις χάριτος καί τέχνης λόγου ἐμπνέουσιν τήν πεποίθεσιν ὅτι μᾶλλον  βλέπει τά διηγούμενα παρά ἁκούει αὐτά ἀπό στόματος ἱεροκήρυκος. Ὅπως ὁ ζωγράφος διά τῶν διαφόρων χρωμάτων προκαλεῖ σκιάς καί φόντο ἔτσι καί ὁ ᾿ Πατήρ διά τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐπικαίρων καί διά τῆς παραλείψεως ἤ συντόμου ἀναπτύξεως τῶν ἐπουσιοδῶν  προκαλεῖ ζωηράν ἀντίθεσιν καί διαγείρει αἰσθήματα εὐχαριστήσεως.

Ὁ ἀείμνηστος Βενιαμήν Ἰωαννίδης συγκαταλέγει τό ἱ. Χρυσόστομον μεταξύ τῶν κατ'ἐξοχήν διαπρεψάντων Πατέρων εἰς τήν ζωντανήν γλαφυράν διήγησιν[305].

Παρατηροῦμεν δύο εἰδῶν διηγήσεις, ἀφ' ἑνός μέν ἁπλῆν περιγραφικήν τοιαύτην, δι' ἧς ἀναπτύσει ἀπό μιᾶς μόνον πλευρᾶς τήν περί ἥν πρόκειται ἀλήθειαν, ἀφ'ἑτέρου δέ σύνθετον ἀποδεικνύουσαν τήν ἀλήθειαν ἐκ διαφόρων ἀπόψεων καί μερῶν ὥστε μετά πολλῆς δυνάμεως καί ἐπιβεβαιώσεως νά στηριχθῇ  αὔτη π.χ. σύνθετον διήγησιν ἀπαντῶμεν εἰς τήν ΙΑ`  ὁμιλίαν εἰς τούς ἀνδριάντας, ἔνθα διηγεῖται τήν ἱστορίαν καί τά ἐπακόλουθα τοῦ ὅρκου τόσον τοῦ Σαούλ ὅσον καί τοῦ Ἰωνάθαν καί τοῦ λαοῦ. Ἡ σύνθετος αὔτη διήγησις μέ τάς τόσας φάσεις ἀποδεικνύει τάς συνεπείας καί πείθει τούς ἀκροατάς ὅπως πάσῃ θυσίᾳ ἁποφεύγουν τόν ὅρκον[306]. Ἀλλά καί ἡ διήγησις τῆς Ἰεζάβελ καί τοῦ Ἀχαάβ, σχετικῶς μέ τήν ἁρπαγήν τῆς ἀμπέλου διά τοῦ φόνου τοῦ Ναβουθέ, εἶναι ἐπίσης γλαφυρά καί ζωντανή[307].

 

7. Ἔλεγχος.

α)Ἡ ἀναγκαιότης τῶν ἐλέγχων.

          Μέγα ἀγαθόν ἀποκαλεῖ τόν ἔλεγχον ὁ ἱ, Πατήρ. <<Μέγα ἀγαθόν ἐλέγχους δύνασθαι φέρειν, μέγα ἀγαθόν δύνασθαι ἐλέγχειν, τοῦτο κηδεμονίας μεγίστης>>[308] Διατί  ἄραγε; Διότι εἶναι ἔνδειξις εἰλικρινοῦς ἁγάπης καί πραγματικῆς φιλίας ὀ ἔλεγχος <<ἀπό γάρ τοῦ σφόδρα φιλεῖν τό ἐγκαλεῖν γίνεται>>,[309] διότι αὐτός ὁ ὁποίος συνέχεια ἐπαινεῖ καί τά καλῶς καί τά κακῶς γενόμενα δέν εἶναι φίλος ἀλλά ἀπατεών καί εἴρων, ἐνῷ ἀντιθέτως  ὁ μετά συνέσεως, τό μέν καλόν ἐπαινῶν ό δέ κακόν ἐλέγχων εἶναι πραγματικός φίλος καί κηδεμών.

            Οἱ ἔλεγχοι τῶν φίλων εἶναι προτιμώτεροι ἀπό τά φιλήματα τῶν ἐχθρῶν, διότι ἐφίλησε μέν ὁ Ἰούδας τόν Κύριον ἀλλά ἐπρόδοσε Αὐτόν, ἐνῷ ὁ Ἰησούς ἤλεγξε μέν τόν Πέτρον διά τήν ἐκ τρίτου ἄρνησίν του ἀλλ'ἔσωσε αὐτόν.Πάντως τοῦ καλοῦ φίλου ὁ ἔλεγχος πάντοτε ὠφέλιμος εἶναι.Ἡ δέ ὠφέλεια τῶν ἐλέγχων εἶναι τόσον μεγάλη, ὅταν γίνεται ὑπό καλοῦ καί συνετοῦ ἀνθρώπου, ὅσον εἶναι τά φάρμακα τά χορηγούμενα εἰς ἀσθενῆ ὑπό καλοῦ καί ἐμπείρου ἰατροῦ. Ὅπως δέ πᾶς ἀσθενής χρήζει φαρμάκων ἔτσι καί πᾶς ἄνθρωπος χρήζει ἐλέγχων εἰς τήν ζωήν αὐτοῦ<<ὅπερ γάρ ἐπί τῶν τραυμάτων ἐστί τά φάρμακα τοῦτο καί ἐπί τῶν ἁμαρτημάτων οἱ ἔλεγχοι>>[310]

Λέγομεν δέ πᾶς ἄνθρωπος, διότι ὄχι μόνον ὁ ὑπολοιπόμενος εἰς τήν ἀρετήν ἔχει τήν ἀνάγκην τῶν ἐλέγχων ἀλλά καί ὁ πλέον συνετός καί ὁ πλέον καλλιεργημένος καί ἀπηρτισμένος, διότι <<κἄν πρός αὐτήν τήν ἄκραν κορυφήν ἔλθῃς τῆς ἀρετῆς χρείαν ἔχεις συμβούλων καί διορθοῦντας καί ἐλέγχοντες>>[311].

Ἀληθές εἶναι ὅτι πατήρ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τά τέκνα αὐτοῦ ὄχι μόνον χαϊδεύει αὐτά, ἀλλά καί ἐπιτιμᾶ  καί ἐλέγχει αὐτά σφοδρῶς ὁσάκις σφάλουν. Διά τοῦτο  καί ή ἀγάπη τοῦ ἱ. Πατρός δέν ἐξεδηλοῦτο μόνον μέ ἐπαίνους καί μέ ἄγρυπνον μέριμναν πρός τό ἀκροατήριον ἀλλά πολύ συχνότατα καί μέ ἐλέγχους. Μάλιστα συνιστᾶ τόν ἔλεγχον καί ὑποδεικνύει εἰς τάς ὁμιλίας του πῶς δέον νά γίνηται αὐτός.

 

 β)Σκοπός τοῦ ἐλέγχου.

            Τὴν ὠφέλειαν  τοῦ  ἐλεγχομένου πάντοτε ἐπιδιώκουμε μὲ τὸν ἔλεγχο. Σκοπὸς  τῆς ἐπιτιμήσεως καὶ τοῦ ἐλέγχου δὲν  εἶναι νὰ ἐπιπλήξωμεν αὐτὸν ὀ ὀποῖος ὑπέπεσε εἰς τὴν ἁμαρτίαν, οὔτε νὰ  ξύσωμεν τάς πληγάς αὐτοῦ καὶ νὰ  καταποντίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ποιήσωμεν ἀσφαλεστέρους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραμένουν ὄρθιοι, νὰ  διατηρήσωμεν  ἀσφαλῆ τὴν ψυχικήν αὐτῶν  ὑγείαν καὶ νὰ  προφυλάξωμεν αὐτούς ἵνα μὴν καταποντισθῶσιν[312]. Εἰς τὴν Α΄ ὁμιλίαν  πρὸς Εὐτρόπιον,  ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐξηγεῖ τὸν σκοπὸν τοῦ ἐλέγχου πρὸς τὸν Εὐτρόπιον ὡς ἑξῆς: << Καί ταῦτα λέγω νῦν, οὐκ ἐπεμβαίνων τῷ κειμένῳ, ,ἀλλά τούς ἐστῶτας ἀσφαλεστέρους ποιῆσαι βουλόμενος· οὐκ ἀναξαίνων τά ἕλκη τοῦ τετρωμένου, ἀλλά τούς μηδέπω τετρωμένους ἐν ὑγείᾳ διατηρῆσαι  ἀσφαλεῖ· οὐ καταποντίζων τόν κλυδωνιζόμενον, ἀλλά τούς ἐξ οὐρίας  πλέοντας παιδεύων, ὢστε μή γενέσθαι ὑποβρυχίους>>.[313]

             Χρησιμοποιοῦμε τὸν ἔλεγχον  ὡς ὅπλον οὐχί ἵνα καταβάλωμεν τοὺς ἀντιπάλους ἀλλὰ  ἵνα ἀναστήσωμεν τοὺς πεσόντας εἰς τήν ἁμαρτίαν.  Ὁ ἔλεγχος δὲν γίνεται διὰ νὰ προκαλῇ τραύματα, ἀλλὰ διὰ νὰ θεραπεύῃ τὰ τραύματα. Εἰς τὸν ἔλεγχον ὁρισμένων παθῶν καὶ ἐλαττωμάτων π.χ.  ἀλκοολισμοῦ , ἄσωτης καὶ φιλήδονης ζωῆς, πλεονεξίας, κ.λ.π. ὁπλίζομεν  τὴν γλῶσσαν  ἐναντίον τῶν παθῶν αὐτῶν  , οὐχί ἵνα ἐντροπιάσωμεν ,  κατηγορήσωμεν καὶ  διαπομπεύσωμεν, τοὺς ἔχοντας αὐτὰ , ἀλλὰ ἵνα ἀπαλλάξωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἐντροπήν,  ἀπὸ τὴν κατηγορίαν καὶ τὴν διαπόμπευσιν καὶ ἵνα ἁρπάξωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου  [314]Δὲν στρεφόμεθα ἐναντίον τῶν προσώπων ἀλλὰ ἐναντίον τῶν παθῶν. << οὐχ ἲνα πλήξωμεν , ἀλλ᾿ ἵνα διορθωσώμεθα, οὐχί τούς ἀνθρώπους μισοῦντες ,ἀλλά τήν πονηρίαν ἀποστρεφόμενοι. Ἐπεί καί ἰατρός τέμνει τό ἕλκος  οὐ τῷ τράυματι μαχόμενος[315]. Ὅ,τι εἶναι ἀκριβῶς διὰ τοὺς ἀρρώστους ἡ ἐγχείρισις τὸ ἴδιο  εἶναι ὁ σωστὸς ἔλεγχος διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ ἱερὸς Πατὴρ παρακαλεῖ τὸ ἀκροατήριον ὅπως δείχνῃ ὑπομονὴν  ὅταν παρουσιάζῃ γυμνὸν  τὸν ἔλεχγχον, διότι σκοπὸς αὐτοῦ εἶνα οὐχί   ἵνα πλήξῃ καὶ  λυπήσῃ    <<αλλ᾿  ἵνα τό  ἀλλότριον  τῆς ἀγέλης ἅπαν περιέλῃ>> Σκοπὸς εἶναι νὰ ἐπαναφέρωμεν τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον εἰς τὴν μάνδραν [316]

              Ὅταν δὲν ἐλέγξωμεν  τὸ κακὸ ἀμέσως λαμβάνει διαστάσεις, τά μικρὰ σφάλματα γίνονται μεγάλα. Ὅπως  συμβαίνῃ εἰς τὰ μικρὰ  τραύματα, ἂν τὰ παραμελήσωμεν κινδυνεύουν νὰ γίνουν μεγάλαι πληγαί, νὰ ἐπιδεινωθοῦν,  νὰ προκαλέσουν ἐπιπλοκάς,    μολύνσεις, πυρετοὺς  καὶ γάγραινα, μέχρι τοῦ σημείου  νὰ ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπον εἰς τὸν θάνατον, ἔτσι  καὶ ἡ ἀμέλεια  διὰ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα  χωρίς ἔλεγχον μπορεῖ νὰ προκαλέσουσιν τὸν θάνατον τῆς ψυχῆς. << ἀλλά καί αὐτό μέν οὖν τοῦτο ἐστι τό πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τό μή καί ὑπέρ τῶν μικρῶν (ἁμαρτημάτων) ἀγανακτεῖν. Διά  τοῦτο τά μείζονα τῶν ἁμαρτημάτων ἐπησῆλθεν ,ὁτι τά ἐλάττονα τῆς προσηκούσης οὐ τυγχάνει διορθώσεως>>[317]

             Ὁ σκοπὸς τοῦ ἐλέγχου  εἶναι νὰ προλάβωμεν  τὸ κακὸ εἰς τὴν ἀρχὴν, πρὶν μεγαλώσει καὶ πάρει διαστάσεις, διότι  << ὂταν γάρ μή ἐγκαλῆται  ὁ πεποιηκώς, νόμος ἀπολογίας γίνεται τό τολμηθέν>>.[318]  Ὅπως διὰ νὰ κατασκευάσωμεν εὔχρηστα χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ σκεύη χρησιμοποιῶμεν σιδηρένιο σφυρὶ ἵνα ἐπεξεργασθῶμεν   αὐτὰ << Οὕτω καί ὁ λόγος  ἡμῶν ὁ βαρύς ρυθμίσαι τήν ψυχήν ἰσχύει. οὐχ ἲνα διακλάσῃ, οὐδ᾿ ἲνα διαθρύψῃ  τήν ψυχήν, καταφέρεται ἡ πληγή, ἀλλ᾿ ἲνα διορθώσηται>>[319].

 Δὲνθὰδιορθώσωμενδιάτοῦἐλέγχουτοὺςμὲνεἱςβάροςτῶνδέ, διασπώνταςτὴνἑνότητατοῦἀκροατηρίου. Σκοπός μας εἶναι  νὰ  θεραπεύσωμεν  ὅλους, ὄχι διὰ νά φατριάζουν οἱ μὲν ἐναντίον τῶν δέ.

Σκοπός τοῦ ἐλέγχου εἶναι ἡ διόρθωσις τοῦ ἁμαρτάνοντος καί ὄχι ῆ επιδείνωσις αὐτοῦ. Ὁ ἀπ' ἄμβωνος ἔλεγχος δέν ἔχει σκοπό νά δημιουργήσῃ τραύματα ἀλλά νά θεραπεύσῃ  τά ὑπάρχοντα τραύματα.

Ὁ ὁμιλητής ὡς ἄλλος στρατηγὸς δέον   νὰ ἑνώνῃ τοὺς διῃρημένους καὶ νὰ κρατᾷ συνδεδεμένους τοὺς ἀκροατάς εἰς  ἕνα σῶμα μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.Σκοπός μας εἶναι  νὰ διορθώσωμεν πνευματικά  τόν ἀδελφόν μας.

 

            γ)Τρόποι ἐλέγχου.

ι)Δι' ἐπαίνου

            Ὁ ἔλεγχος εἶναι εὐαίσθητον μέρος τῆς ὁμιλίας καί χρήζει μεγάλης τέχνης Ἀναφερόμενος ὁ ἱ. Πατήρ εἰς τόν τρόπον τοῦ ἐλέγχου τοῦ συνοικοῦντος μετά παρθένων λέγει πῶς θά ἀρχίσωμεν καί πῶς θά διαπραγματευθῶμεν τοῦτον.<<Εἰπέ μικρόν ἐγκώμιον τοῦ ἀδελφοῦ ἀπό τῶν ἄλλων ὧν ἔχει πλεονεκτημάτων αὐτό συντιθείς καί ὥσπερ ὕδατι θερμῷ περικλείζων τοῖς ἐπαίνοις, οὕτω χάλασον αὐτοῦ τόν ὄγκον τοῦ τραύματος>>[320]. Προκειμένου νά ἐλέγξῃ τίς, ἀνάγκη εἶναι ὅπως προηγουμένως ἑτοιμάσῃ τόν ψυχικόν κόσμον τοῦ ἐλεγχομένου, ἵνα φέρῃ τοῦτον εἰς τό φιλότιμον, ὥστε νά κατανοήσῃ ὅτι ἐξ ἀγάπης προέρχεται ὁ ἔλεχχος καί οὐχί ἐκ κακίας. Ὅπως ὁ ὀρθοπεδικός ἰατρός προκειμένου νά ἐπαναφέρῃ εἰς τήν θέσιν αὐτῆς  ἐξάθρωσιν ἀρθρώσεως τινός τοῦ σώματος πρῶτον θωπεύει τό σημεῖον ἐλαφρῶς δι'ἐλαφρᾶς ἐντριβῆς  καί σιγά σιγά φθάνει εἰς τό σημεῖον τῆς σοβαρᾶς ἐπεμβάσεως, ἔτσι καί ὁ ἱ. Πατήρ προηγουμένως μαλάσει τήν ψυχήν τῶν ἀκροατῶν καί κατόπιν προβαίνει εἰς τό ἔλεγχον.<< Οὕτως γάρ ἄριστος ἰατρείας τρόπος μή μόνον τέμνειν, ἀλλά καί ἐπιδεσμεῖν τά ἕλκη, οὕτως θαυμαστός διδασκαλίας νόμος, μή μόνον ἐπιτιμᾶν ἀλλά καί παρακαλεῖν καί παραμυθεῖσθαι[321]Πρέπει πρῶτα νά ναρκώσῃ τόν ἐγωισμόν τοῦ ἐλεγχομένου ἵνα μήν πονέσῃ πολύ καί  ἀντιδράσῃ  ἀρνητικά, δηλαδή ὅπως ὁ χειροῦργος πρῶτα ἀναισθητοποιεῖ τό σημεῖον τῆς ἐγχειρίσεως  καί μετά  προβαίνει μετά πολλής προσοχῆς  εἰς τήν ἐγχείρισιν τοῦ ἀσθενοῦς ἔτσι καί ὁ πνευματικός ἰατρός πρῶτον πρέπει νά προετοιμάσῃ ψυχολογικά τόν ἐλεγχόμενον  καί μετά νά προβῇ μετά  πολλής προσοχῆς  εἰς οἱονδήποτε ἔλεγχον.

    Ὅπως τό κινίνο τυλίσσεται μέ ἕν στρῶμα γλυκείας οὐσίας ἵνα μή κατά τήν κατάπωσιν προκαλέσῃ πίκραν καί ἀηδίαν εἰς τό στόμα τοῦ λαμβάνοντος αὐτό, ἔτσι  καί ὁ ἱ.Πατήρ περιτυλίσσει τούς ἐλέγχους μέ ἐπαίνους, ἵνα κάλλιον δέχεται τούτους ὁ ἐλεγχόμενος. Ἐξ 'ἄλλου τοῦτο ἀπαιτεῖ καί ἡ εἰλικρίνεια ἑνός καλοῦ χριστιανοῦ, τό μέν καλό νά ἐπαινῇ τό δέ κακόν νά ἐλέγχῃ. Κατ'αὐτόν τόν τρόπον ἀντιλαμβάνεται ὁ ἐλεγχόμενος ὅτι ἐλέγχεται ἐξ ἀγάπης καί οὐχί ἐκ μίσους καί κακίας.     

            ιι)Ἔλεγχος χωρίς ἐπαίνους,Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τάς ὁποίας ἐπιβάλλεται ὁ ἄμεσος δριμύς ἔλεγχος . Δέν εἶναι δυνατόν πάντοτε ὑπό τύπον παραινέσεως νά γίνεται οὗτος, διότι πιθανόν νά κάμνῃ τούς ἐλεγχομένους ραθυμοτέρους, <<οὐ γάρ πάντα τά ἁμαρτήματα παραινέσεως δεῖται καί συμβολῆς ἀλλ' ἔστιν ἅ τομῇ συντόμῳ καί ὀξυτάτῃ διορθοῦσθαι πἐφυκε>>[322]. Ὅπως  ἄλλα μέν τραύματα χρήζουν μαλακτικῶν ἀλοιφῶν καί ἐπιδέσμων, ἄλλα δέ ἄμεσον καυτηριασμόν, ἐγχείρισιν καί ἀποκοπήν , ἔτσι καί τά διάφορα ἁμαρτήματα κακίαι καί ἐλαττώματα, ἄλλα μέν χρήζουν παρεναίσεως ἤ ἐλέγχου μετ' ἐπαίνων καί ἄλλα ἄμεσον σφοδρόν, βίαιον ἔλεγχον. Ἡ τελεία ἀποσιώπησις κάμνει τόν ἁμαρτωλόν ραθυμότερον.

Διό εἶναι ἀνάγκη ἐνίοτε καί μετ'ἀπειλῆς νά ἐλέγξωμεν καί νά ἐπιμένωμεν ἀρκετάς φοράς εἰς τόν ἔλεγχον μέχρις ὅτου ἐπιτύχωμεν τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ τῆς θεραπείας τῶν ἁμαρτωλῶν<<Πυρώσωμεν αὐτήν (τήν ἁμαρτίαν) ὧδε τῷ λόγῳ τῆς διδασκαλίας ἵνα μή ἀναγκασθῶμεν αὐτήν ἐκεῖ πυρῶσαι τῷ πυρί τῆς γεένης.>>

            ιιι) Ὁἄμεσος ἔλεγχοςπρέπει νά γίνηται μετά πολλῆς εὐγενείας καί ἐντός τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων, ἵνα μή ἀντί καλοῦ κακόν προκαλέσωμεν. Ὑπάρχουν ψυχαί αἱ ὁποῖαι διορθοῦνται μετ'εὐγενοῦς τρόπου καί οὐχί μετ'ἀποτόμου, μάλιστα δέ αἱ ψυχαί αἱ ὁποῖαι συγκλονίσθησαν ἀπό τάς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας καί ἔφθασαν εἰς σημεῖον ἀπογνώσεως ἔχουν ἀνάγκην μᾶλλον παρηγορίας παρά αὐστηροῦ ἐλέγχου καί ἐπιτιμήσεως. <<Ψυχή γάρ ταπεινομένην μή προσταράξῃς μηδέ ἐπιτιμῆσαι βουλόμενος, ὁ γάρ νοσῶν παρακλήσεως δεῖται, ἀλλά διορθῶσαι σπουδάζωμεν, μή τῇ φυγῇ τήν σωτηρίαν ὑμῖν ἐγχειρίζομεν>> Ὁ ἔλεγχος πρέπει νά γίνηται  σύμφωνα μέ τήν ἐξατομικευμένη  ἀρχή τῆς παιδαγωγικῆς.

            Πρέπει νά λαμβάνηται ὑπ'ὄψιν μέ σεβασμό ἡ ψυχολογική τοῦ καθενός κατάστασις, διότι ὁ συνεχής   καί μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀπότομος ἔλεγχος γίνεται ἀφορμή  τελείας καταστροφῆς καί ἀποσκιρτήσεως τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐκ  τῆς Ἐκκλησίας, διότι<< οὐ γάρ δυνάμενοι  τό φορτίον τῶν διηνεκῶν ἐλέγχων ἐνεγκεῖν ἀποπηδῶσι εὐθέως>> καί ἀλλαχοῦ <<ἄν διά παντός ἐλέγχωμεν, ἀναισχυντοτέρους τούς ἀνθρώπους  ἐπεργαζόμεθα>>.[323]          Διά τοῦτο λέγει ὁ ἱ, Πατήρ ὅτι  ἡ θεία πρόνοια ἄνθρωπον ἔδωκε ὡς ὑπηρέτην τοῦ θείου λόγου καί οὐχί ἄγγελον <<ἵνα  μετά συμμετρίας ποιῆται τήν ἐπιτίμησιν, ἵνα συγνωμικός γένηται τοῖς ἁμαρτάνουσιν,ἵνα ἀναμιμνησκόμενος τῆς ἰδίας ἀσθενείας μή ἀφόρητον ποιῆται τόν ἔλεγχον>>[324] Τοῦτο ἔχων ὑπ'ὄψιν ὁ ἱ. Πατήρ οὐδέποτε ἠθέλησε διά τοῦ ἐλέγχου νά θίξῃ ἀπ' ἄμβωνος καί νά ἐκδικηθῇ διά λόγου τούς ἀδιορθώτους, ἀλλά πάντοτε ἀπέβλεπε εἰς τό νά προτρέψῃ καί να πείσῃ  αὐτούς ὅπως ἀλλάξουσιν τρόπο ζωῆς καί θεραπευθοῦν ἐκ τῆς ἁμαρτίας, <<οὐχί δίδοσι τραύματα ἁλλ' ἰᾶται τραύματα>>[325].

 δ)Τίς δύναται νά ἐλέγχῃ εἰς τό ἐκκλησιαστικό κήρυγμα;

            Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐλέγξῃ καί νά ἐπιτιμήσῃ οἱοσδήποτε τό ἀκροατήριον, ἀλλά μόνον ὁ ἀνεπίληπτος κατά τόν βίον αὐτοῦ, ὁ ἔχων ἡλικίαν κατάλληλην, δύναμιν λόγου, μόρφωσιν καί  κῦρος σεβαστῆς προσωπικότητος . Μόνον <<ὅταν αὐτός ἀνεπίληπτος ἅπασι γένηται, τότε δυνήσεται μεθ' ὅσης βούλεται ἐξουσίας καί κολάζειν καί ἀνιέναι τούς ὑπ'αὐτοῦ ταττομένους ἅπαντας>>[326].

            Ὅταν ὁ ὁμιλητής ὑστερῇ κατά τόν λόγον καί τήν μόρφωσιν τότε ἀρχόμενος τοῦ ἐλέγχου καί μή δυνάμενος μετ' ἐφραδείας νά ἀνταπεξέλθῃ αὐτόν ἀσφαλῶς θά τύχῃ τῆς ἀποδοκιμασίας  καί τῶν εἰρωνικῶν σκομάτων τῶν ἐλεγχομένων. <<ὅταν γάρ ἀναστάς ἐν τῷ μέσῳ λέγῃ τά τούς ραθύμως ζῶντας ἐπιστῦψαι δυνάμενα, εἶτα προσπταίῃ  καί διακόπτηται καί ὑπό τῆς ἐνδείας ἐρυθριᾶν ἀναγκάζεται, διερρύει τό κέρδος τῶν λεχθέντων εὐθέως. Οἱ γάρ ἐπιτιμηθέντες, ἀλγοῦντες τοῖς εἰρημένοις καί οὐκ  ἔχοντες αὐτῶν ἑτέρως ἀμύνασθαι τοῖς τῆς ἀμαθείας αὐτῶν βάλλουσι σκώμασι, τούτοις οἰόμενοι τά ἑαυτῶν συσκιάζειν ὀνείδη>>[327].

8. Ἐνστάσεις καί λύσεις  αὐτῶν

 

        Οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως ἀνθίστανται πρό τῶν λεγομένων τῶν ἄλλων, καί δή ὅταν αὐτά ἀντιτίθενται εἰς  τάς ὑλικάς αὐτῶν, ἐπιθυμίας, κλίσεις, ροπάς καί εἰς τόν ὀρθολογισμόν αὐτῶν,δημιουργοῦν μέσα τους τρομεράς ἐνστάσεις  Ἐπειδή κατά τήν ὥραν τοῦ κηρύγματος δέν δύνανται νά  τάς προβάλλουν οἱ ἀκροαταί διά τοῦτο πρέπει ὁ ὁμιλητής  νά  τάς προονοήσῃ, νά τάς ἀναφέρῃ  δημοσίως καί ἀμέσως  νά τάς ἀναιρέσῃ κατά τόν καλύτερον τρόπον.

            Πρόβλημα ὅμως τίθεται ἐκ τῶν προτέρων πῶς θά ἀνακαλύψῃ ὁ ὁμιλητής τάς ἐνστάσεις τῶν ἀκροατῶν του ἵνα μή ἀντί ἄλλων ἄλλας ἐνστάσεις προβάλλῃ καί δημιουργήσῃ νέας ἀπορίας εἰς τούς ἀκροατάς. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ἀγρύπνου παρακολουθήσεως τῆς  κοινωνικῆς αὐτῶν ζωῆς, τῶν καθημερινῶν προβληματισμῶν τῆς κοινωνίας ,  τῶν διαδομένων αἱρέσεων καί  ἀντιθρησκευτικῶν θεωριῶν τῶν ἀθέων, τῶν ὑλιστῶν καί ὡς πρός τό ὀρθολογιστικό περιεχόμενον κυκλοφορούντων  περιοδικῶν καί ἐφημερίδων,.Ὁρμώμενος ἐξ ὅλων  αὐτῶν  θά ἀνακαλύπτῃ κατά τό δυνατόν ποίας ἀντιρρήσεις καί ἐνστάσειἔχουνοἱ ἀκροαταί του.     Ὅ ἱ. Πατήρ, ἄριστος ψυχολόγος καί γνώστης τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του εἶχεν τήν δύναμιν νά ἀνακαλύπτῃ αὐτάς, νά τάς προβάλλῃ ἀπό τοῦ ἄμβωνος καί νά  ἀναιρῇ αὐτάς μετά τόσης πειστικότητος καί δυνάμεως ὥστε νά ἐξαλλείφῃ πᾶσαν τοῦ λοιποῦ ἔνστασιν ἐπί τοῦ ἰδίου ζητήματος.

             Κατ' ἀρχάς δέν προβάλλει ἀπό τοῦ ἄμβωνος ἀνυπάρκτους ἐνστάσεις, ἀλλ' οὔτε καί περιορισμένης διαδόσεως, ἀλλά ἐνστάσεις αἱ ὁποῖαι ὑπῆρχον καί ἀπησχόλουν τούς περισσοτέρους τουλάχιστον ἀκροατάς του , π.χ. δέν κάμνει λόγον περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, διότι τοιαύτη ἔνστασις δέν ὑπῆρχε τότε, ἀλλά περί τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ὁμοουσίου Αὐτοῦ πρός τόν Πατέρα, διότι τό χριστολογικό ζήτημα ἀπησχόλει  τούς τότε πιστούς.

Ἐγνώριζε καλά νά ἀναιρῇ αὐτάς χωρίς νά ἀφήνῃ οὐδένα ἀνικανοποίητον.Ὁμιλῶν π.χ. περί ἐλεημοσύνης ἐγνώριζε  ὅτι οἱ πτωχοί θά ἐπρόβαλον τήν ἔνστασιν << καί πῶς ἄν δύναμαι ἐλεεῖν , πένης φησί ὤν;>>[328]. Ἀναιρεῖ αὐτήν δια τοῦ παραδείγματος τῆς πτωχῆς χήρας, ἥτις καίτοι πτωχή οὖσα, ἐκ τοῦ ὑστερήματος  αὐτῆς προσέφερε τό δίλεπτον εἰς τό γαζοφυλάκιον. Ἀλλοῦ πάλιν ὁμιλῶν περί τῆς ἀναγκαιότητος τῆς μελέτης τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἐγνώριζε τάς ἐνστάσεις τῶν  πλουσίων οἱ ὁποῖοι θά ἔλεγον ὅτι δέν ηὐκαίρουν   νά  μελετήσουν αὐτήν καί τῶν πτωχῶν ὅτι δέν ἠδύναντο νά τήν ἀγοράσουν ἕνεκα τῆς πτωχείας αὐτῶν, καί ἀπαντᾶ:  ὅτι οἱ μέν πλούσιοι ἐνῷ ἔχουν εὐκαιρίαν διά παντός εἴδους διασκεδάσεις πῶς δέν ἔχουν διά τήν μελέτην τῆς Ἁγ. Γραφῆς; Οἱ δέ πτωχοί ἐνῷ ἔχουν τήν δύναμιν νά ἀγοράσουν κάθε ἀναγκαῖον ἐργαλεῖον  τοῦ ἐπεγγελματός των πῶς δέν δύνανται νά ἀγοράσουν τήν Ἁγ. Γραφήν;[329]

Ὁμιλῶν περί προσευχῆς καί προτρέπων αὐτούς ὅπως κατά τήν νύκτα ἐγείρωνται ἐκ τῆς κλίνης ἵνα προσεύχωνται, ἐπειδή  θά ἀνθίσταντο λέγοντες ὅτι ἦσαν κουρασμένοι, ἀπαντᾶ: ὅπως πολλοί εἰς τό καθῆκον τους  π.χ. ὁ νυκτοφύλαξ κ.λ.π. ἐνῶ εἶναι κατάκοπος συνεχίζει τό ἔργον αὐτοῦ χάριν τῆς ἀσφαλείας τῶν ἄλλων, ἔτσι ἐσεῖς νά ἐγείρεσθε πρός προσευχήν χάριν τῆς σωτηρίας καί τῆς ψυχικῆς ἀσφαλείας ὑμῶν;[330].

            Ἄλλά καί ἐπί ἄλλων δογματικῶν καί ἠθικῶν ζητημάτων προβάλλει ἐνστάσεις καί λύει αὐτάς ἀμέσως κατά τρόπον θαυμάσιον. π.χ. εἰς τήν 7ην ὁμιλίαν εἰς ἀδριάντας λόγῳ τοῦ κρισίμου τῆς καταστάσεως ἐπειδή πολλοί ἐταλανίζοντο καί ἐσκανδαλίζοντο λέγοντες, διατί ὁ   Θεός ἐπιτρέπει τά δεινά αὐτά, προβάλλει  ὡς ἑξῆς τήν ἔνστασιν,<<Λιμῶν καί αὐχμῶν γιγνομένων καί πολέμων καί ὀργῆς Βασιλικῆς ἐμπιπτούσης καί ἑτέρων τινῶν ἀδοκήτων πραγμάτων, πολλοί τούς ἀφελεστέρους ἀπαντῶντες λέγουσι ὅτι οὐκ ἄξια ταὐτα τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας>> καί ἀναιρεῖ ὡς ἑξῆς τή ἔνστασιν: << Ὅτι κἄν λιμόν, κἄν πόλεμον, κἄν ἄλλο ὁτιοῦν ἐπαγάγει δεινόν , ἀπό φιλανθρωπίας τοῦτο ποιεῖ καί  πολλῆς τῆς  καδεμονίας>>[331]. Συνεχίζων   λέγει   ὅπως ὁ πατήρ ἐπιβάλλει τιμωρίαν εἰς τό τέκνον αὐτοῦ πρός σωφρονισμόν καί διά τό καλόν αὐτοῦ ἔτσι καί ὁ Θεός χάριν τοῦ καλοῦ ἡμῶν ἐπιτρέπει τά δεινά, ἀλλά δέν τά ἐπιβάλλει.

            Συχνότατα ἀπαντῶμεν ἐνστάσεις εἰς τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ Πατρός, τάς ὁποίας δέν παρουσιάζει μετά τινος εἰρωνείας ἵνα θίξῃ τούς ἔχοντας αὐτάς, ἀλλά ἁπλᾶ μέ πατρικόν ὕφος ὡς νά εἶχε αὐτός ὁ ἴδιος τήν ἔνστασιν, τήν ὁποίαν λέγει ῆρέμως καί εὐθύς ἀμέσως λύει αὐτήν μέ τά πλέον πειστικότερα ἐπιχειρήματα, ἄνευ χλευασμών καί ασκόπων ἐπιθέσεων. Ἐξευρίσκει τόν ἁπλούστερον τρόπον διά τοῦ ὁποίου καί ὁ πλέον ἰσχυρογνώμων πείθεται, ὑποχωρεῖ καί δέχεται μεθ' ὅλης τῆς συγκαταθέσεως τήν λύσιν. Εἰς τήν ΚΑ` ὁμιλίαν εἰς τήν Α` προς Κορινθίους ὁμιλῶν περί ἐλεημοσύνης  πρός τούς πτωχούς  ἐγνώριζε ὅτι κάποιος θά ἔλεγε:<<Ἔχει τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας φησί>>.Τοῦ ἀπαντᾶ<< Καί τί τοῦτο πρός σέ, οὐδέ γάρ άν ἐγώ δῶ σύ διεσώθης, οὐδ'ἄν ἡ Ἐκκλησία παράσχῃ, σύ τά ἁμαρτήματα ἐξήλειψας τά σά. Εἰ διά τοῦτο οὖ διδῶς; Ἐπειδή ἡἘκκλησία ὀφείλει δοῦναι τοῖς δεομένοις. Ἐπειδή εὔχονται οἱ ἱερεῖς σύ οὐκ εὔξῃ ποτέ καί ἐπειδή νηστεύουσι ἕτεροι σύ μεθυσθήσῃ διηνεκῶς;. . .>>[332]

 

 

 

 

9)  Πρακτική ἐφαρμογή τῶν διδαχθέντων .

 

          Γνωστόν εἶναι εἰς ὅλους ὅτι ἡ ἐπιτυχία παντός ἔργου καί πάσης ἐνέργειας ἡμῶν  κρίνεται ἐκ τοῦ  ἀποτέλέσματος. <<Πρός γάρ τό τελευταῖον ἐκβάν ἕκαστον τῶν πρίν ὑπαρξάντων κρίνεται>> ἔλεγε ὁ Δημοσθένης[333] Ἐάν ἔτερψε  ὁ ὁμιλητής πρός στιγμήν τούς ἀκροατάς καί εὐχαρίστησε αὐτούς διά τῆς λογοτεχνικῆς ρητορικότητός του ποῖον τό ἀποτέλεσμα; Ταῦτα πάντα μετ'ὀλίγον θά παρέλθουν  καί θά λησμονηθοῦν, ἐνῷ άν ἔπεισε αὐτούς νά μετανοήσουν καί ὑπέδειξε τρόπον ἐφαρμογῆς ὥστε νά προβοῦν εἰς τήν πρᾶξιν οἱ ἀκροαταί τότε ἐπέτυχε τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Ὁ ἱεροκήρυξ οὐδέποτε πρέπει ὡς ἠθποιός ἀπό σκηνῆς νά θέτῃ ὡς σκοπόν τῆς ὁμιλίας του  νά τέρψῃ καί νά εὐχαριστήσῃ ἀκουστικά  καί ὁπτικά  τούς ἀκροατάς, ἀλλά νά συγκινήσῃ τά ψυχάς αὐτῶν  , νά ἐνδυναμώσῃ τήν πίστιν, τήν ἀγάπην καί τήν ἐλπίδα εἰς τόν Θεόν  καί νά τούς παρακινήσῃ εἰς μετάνοιαν καί εἰς ἔργα ἀρετῆς. Ἐάν εἰς τήν ἀρχήν κατόρθωσε νά προσελκύσῃ τήν προσοχήν καί τό ἐνδιαφέρον αὐτῶν καί μετά ἀνέπτυξε τό κύριον θέμα του ὑπέροχα ἀλλά ἄν δέν ἔπείσε τούς ἀκροατάς καί δέν τούς ὑπέδειξε   νά ἐφαρμόσουν τά λεχθέντα ἀπέτυχε τῆς ὁμιλίας του.

            Ὅπως ὁ σιδηρουργός διά νά δώσῃ ἕνα σχῆμα εἰς  τό  σίδηρον τό πυρώνει  πρῶτον καί μετά  προβαίνει εἰς τόν τελικόν αὐτοῦ σκοπόν, ἔτσι καί ὁ ἱ Χρυσόστομος εἰς κέθε ὁμιλίαν θερμαίνει πρῶτα  δια πολλῶν  τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν καί πρός τό τέλος  προβαίνει εἰς τήν πρακτικήν ἐφαρμογήν τῶν διδαχθέντων,  ὑποδεικνύων τά πρακτέα καί τά φευκτέα. Δέν ἐγκαταλείπει αὐτούς μέσα εἰς πλῆθος αμφιβολιῶν καί ἀμηχανίας ἀλλά πάντοτε ὑποδεικνύει μετά πατρικῆς στοργῆς τόν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς  τῶν λεγομένων ὡς ἑξῆς: <<Βούλει μαθεῖν, λέγει, πῶς δυνατόν περιγενέσθαι τοῦ νοσήματος, πῶς δυνατόν ἀπαλλαγῆναι  τῆς πονηρᾶς συνηθείας;Ἐγώ  δέ διδάξω τρόπον τινα ὅν ἄν ποιήσῃς περιέσει πάντων . . >>[334], καί συνεχίζει τόν τρόπον τῆς ἀποκοπῆς τῆς συνήθειας τοῦ ὅρκου.

            Ἄλλοτε πάλιν ὑποδεικνύει τόν τρόπον τῆς καλῆς συμβιώσεως μιᾶς οἰκογενείας[335]. Εἰς τήν Κ` ὁμιλία εἰς Ἐφεσίους ὑποδεικνύει καί τόν τρόπον τῆς συνομιλίας τῶν νεονύμφων προκειμένου νά πείσῃ ὁ νεόνυμφος τήν νύμφη πώς νά ἀπέχῃ τῶν ματαίων ἀπαιτήσεων[336].

Τούς ὑποδεικνύει ἑπαγωγικῶς καί ἑποπτικῶς τόν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς τῶν διδαχθέντων. Ὅπως ὁ μηχανικός δάσκαλος δεικνύει εἰς τόν μαθητήν του  κατά ποῖον τρόπον θά θέσει εἰς κίνησιν μιάν μηχανήν διά να παραγάγῃ ἔργον οὕτω καί ὁ ἶ, Πατήρ ὑποδείκνυε εἰς τούς ἀκροατάς νά θέσουν τούς ἑαυτούς τους εἰς κίνησιν καλῶν ἔργων. Τούς ὑποδείκνυε ἀκόμη καί τό   πρότυπον τῆς  μιμήσεως , τόν Χριστόν  καί τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τήν ΟΘ`  ὁμιλίαν εἰς τόν Ματθαῖον προβάλλει τόν Χριστόν ὡς πρότυπον ἀρετῆς καί ὁμιλεῖ <<ὅπως δεῖ τόν Χριστόν μιμεῖσθαι>>[337]. Διά κάθε ἀρετήν προβάλλει καί ὑπόδειγμα μιμήσεως π.χ.<< εἰ λέγεται πίστιν ὑπομένειν, μιμῆσθαι τόν μακάριον Ἰώβ, τόν αὐτόν τρόπον οἴδατε καί τήν ὑπομονήν ἠκούσατε καί τό τέλος αὐτοῦ οὐκ ἔλαθε ὑμῖν. Εἰ δέ θέλετε σωφροσύνην ὑπομένειν, μιμήσασθαι τόν μακάριον Ἰωσήφ, τόν πραθέντα εἰς Αἴγυπτον, καί λιμῷ τηκομένην Αἴγυπτον ἐλευθερώσαντα>>[338]

 

 

10 Ἐπίλογος

Εἰς τάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου δέν ἀπαντᾶται πάντοτε μακρός ἐπίλογος ἀλλά συνήθως ἡ πρότασις<<Χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος καί ἡ προσκύνησις  καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων  ἀμήν>>. Ἡ πρότασις αὔτη εἶναι τό τέλος τῶν περισσοτέρων ὁμιλιῶν, πλήν ὅμως ὑπάρχουν λόγοι καί ὁμιλίαι οἱ ὁποῖοι φέρουν μακρόν ἐπίλογον καί μάλιστα διαφόρων εἰδῶν ὡς ἐπί παραδείγματι ἀνακαιφαλαιώσεως, ἐπικλήσεως, κ.λ.π.

            α) Περί τοῦ ἐπιλόγου ἀνακεφακαιώσεωςδίδει τόν ὁρισμό αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: <<ἀνακεφαλαίωσις λέγεται καί τά διά μακρῶν λεγμένα εἱς βραχύ συστεῖλαι, καί πάντα τά διά πολλῶν λεγόμενα συντόμως εἰπεῖν>>[339]. Θεωρεῖ τήν ἀνακεφαλαίωσιν ἀπαραίτητον  ὅσακις τό κήρυγμα εἶναι μακρόν καί τά λεχθέντα δέν ἦτο δυνατόν νά συγκρατηθοῦν ὑπό τῶν σκροατῶν .Τότε προκειμένου νά προβῇ εἰς προτροπάς στηριζομένας εἰς τά προλεχθέντα διά τῆς ἀνακεφαλαιώσεως ὑπενθυμίζει ταῦτα καί εὐθύς ἀμέσως προβαίνει εἰς αὐτάς, π.χ. εἰς τήν Γ` ὀμιλίαν εἰς τόν Ἠσαϊαν λέγει εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ἐπιλόγου, <<ἀλλά φέρε λοιπόν τόν λόγον καταπαύσωμεν, ἵνα μή τοῦτο ὅπερ ἐδείσαμεν ἐν ἀρχῇ γένηται νῦν, καί τό πλῆθος λυμήνητε τήν μνήμην ὑμῶν. Διό καί διά βραχέων ἀνακεφαλαιώσασθαι τά εἰρημένα ἀναγκαῖον ἐστί>>[340]. ὅπως ἀκριβῶς καί κάμνει. Ἐπίλογον ἀνακεφαλαιώσεως ἀπαντῶμεν εἰς ἀρκετάς ὁμιλίας ὅπως π.χ. εἰς τήν Πεντηκοστήν[341] καί ἀλλαχοῦ.

            β)Ἀπαντῶμεν ἐπίσης ἐπίλογον μετ'εὐχῆςεἰς ὅν  εὔχεται καί παρακαλεῖ τόν Θεόν περί διαφόρων ζητημάτων, π.χ. εἰς τήν ΙΒ` ὁμιλίαν  εἰς τούς ἀνδριάντας ἔχει τόν ἑξῆς σύντομον μετ' ἐπικλήσεως ἐπίλογον<< κοινῇ πάντες εἴπωμεν· ὁ Θεός ὁ μή θέλων τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι αὐτόν καί ζῆν καί τοῦτον καί τούς λοιπούς νόμους ἄπαντας καταξίωσον ἡμᾶς ἐξανύσαντας,οὕτω παραστῆναι τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ Σου, ἵνα παρρησίας πολλῆς ἀπολαύσαντες, τῆς βασιλείας ἐπιτύχωμεν εἰς δόξαν σήν, ὅτι σοί πρέπει δόξα, ἅμα τῷ μονογενεῖ Σου παιδί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰὡνας τῶν αἰώνων ἀμήν[342].

            γ) Ἀπαντῶμεν προτρεπτικούςἐπιλόγους ὄχι μόνον ὅταν τό θέμα εἶναι ἠθικόν ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη εἶναι δογματικόν καί ἐγκωμιαστικόν π.χ εἰς τό γεννέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἐνῳ εἰς ὁλόκληρον τήν ὁμιλίαν ἀποδεικνύει τήν ἡμερομηνία τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τό τέλος ὡς ἐπίλογον ἔχει περί τῆς προσελεύσεως τῶν πιστῶν εἰς τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας[343]

Πάντοτε εἰς τόν προτρεπτικόν ἐπίλογον προτρέπει τά πρακτέα καί τά φεκτέα. Προτρέπει  ὅπως ἐφαρμόσουν τά λεχθέντα εἰς τόν βίον αὐτῶν.π.χ εἰς τήν Γ` ὁμιλίαν εἰς ἀνδριάντας ἔχει ὡς ἐπίλογον τά ἑξῆς<<Ταῦτα οὖν εἰδότες ἅπαντα ποιησώμεθα τοῦ βίου μεταβολήν καί διάθρωσιν, καί πρό τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς ἐπικειμένης ἀγωνίας ὑπέρ εὐλαβείας καί ἀρετῆς φροντίσωμεν . . .εἰς τρεῖς ἐντολάς ὑμῖν παρακαταθέσθαι βούλομαι, ἵνα ταύτας ἐπί τῆς νηστείας κατορθώσωμεν καί μηδένα κακῶς λέγειν, τό μηδένα ἐχθρόν ἔχειν, τό καθόλου πᾶσαν ἐκ τοῦ στόματος ἀπελᾶσαι τήν πονηράν τοῦ ὅρκου συνήθειαν . .>>[344].

 Ἡ μετάβασις ὅμως εἰς τόν ἐπίλογον αὐτόν δέν εἶναι τόσον σαφής, διότι τοιαύτας μεταβάσεις εἰς προτροπάς κάμνει συνήθως καί εἰς τό μέσον τοῦ λόγου.Νομίζει  κανείς ὅτι ἀπό ἐκεῖ θά ἤρχιζε τόν ἐπιλογο καί θά κατέληγε τόν λόγον. Εἶναι μικρός ὁ προτρεπτικός ἐπίλογος του ἐπειδή  εἰς πολλά μέρη τῆς ὁμιλίας του προηγήθηκαν προτροπαί [345].

            Εἰς τούς ἐγκωμιαστικούς του λόγους, καί εἰς ἄλλας ὁμιλίας,  ἐξάγει ἠθικά συμπεράσματα, τά ὁποῖα συνιστᾶ πρός  ἐφαρμογήν εἰς τόν   προτρεπτικόν του ἐπίλογον.π.χ εἰς τήν  ΚΘ`  ὁμιλίαν εἰς τήν Γένεσιν ἐνῷ καθ' ὅλην τήν ὁμιλίαν ὠμίλει περί τοῦ Κάϊν καί τοῦ Ἄβελ εἰς τόν ἐπίλογον συνάγει τά ἐξαχθέντα συμπεράσματα καί προτρέπει τούς ἀκροατάς νά τά  ἐφαρμόσουν: <<διό παρακαλῶ κἄν γοῦν ἀπό τοῦ νῦν τοῖς ἑτέρων παιδεύμασι σωφρονήσωμεν ἑαυτούς καί τόν βίον τόν ἑαυτόν ἰθύνωμεν πρός τήν τοῦ Κυρίου ὑποταγήν ὑπείκοντες νόμοις . .>>[346]

            Ὅταν ἕνα πάθος ἦτο λίαν διαδεδομένο καί παρ' ὅλας τάς συστάσεις καί προτροπάς συνεχίζετο, τότε ἀντί νά καταλήξῃ τήν ὁμιλίαν αὐτοῦ μέ ἐπίλογον σχετικόν πρός τό θέμα ὅπερ ἀνέπτυξε, ἀντιθέτως  πλήν ἐκείνου τοῦ θέματος ὑπενθυμίζει εἰς αὐτόν καί τό καθῆκον τῆς ἀποκοπῆς τῆς κακῆς συνήθειας τοῦ πάθους, π.χ. τοῦ ὅρκου , τῆς πλεονεξίας κ.λ.π.

 Εἰς τάς ὁμιλίας ἀπό  τήν 4ην μέχρι  15ην εἰς τούς ἀνδριάντας ἐνῷ ὁμιλεῖ περί ἄλλων θεμάτων καταλήγει εἰς τόν ἐπίλογον αὐτῶν εἰς   τήν ὑπόμνησιν τῆς ἀποκοπῆς τῆς συνηθείας τοῦ ὅρκου[347]. Εἰς τόν ἐπιλογον πάλιν   ἄλλων   ὁμιλιῶν ὑπενθυμίζει τό καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης ἐνῷ εἰς τόν περί τοῦ βαπτίσματος λόγον  τήν περί τῆς ἀποχῆς τῶν ἀναξίων ἐκ τῆς θείας Εὐχαριστίας[348].

 

11.  Περί τοῦ μήκους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

 

          Ὅσον ἀφορᾶ τό μῆκος τοῦ Ἐκκλησ. κηρύγματος βλέπομεν ὅτι  ὁ ἱ. Πατήρ εὑρίσκεται πρό δειλήμματος, διότι ἔχων πρό αὐτοῦ ποικίλον ἀκροατήριον, ἐκ τοῦ ὁποίου ἄλλοι μέν ἐστενοχωροῦντο λόγῳ τοῦ μήκους  ἄλλοι δέ δυσηρεστοῦντο λόγῳ τῆς βραχύτητος, δέν ἐγνώριζε, ὡς λέγει ὁ ἴδιος, τί δέον νά πράξῃ <<τό μέν οὖν πλῆθος .  . .ὁρῶν στενοχωρούμενον δέδοικα πρός μῆκος ἐκτεῖναι τόν λόγον·  τόν δέ πόθον λογιζόμενος φοβοῦμαι συστεῖλαι τήν διδασκαλίαν>>[349].

 Ἐκ τῶν ἀκροατῶν ἄλλοι μέν διά πολλούς καί διαφόρους λόγους κορένυνται εὐκόλως καί ζητοῦν τήν λῆξιν τοῦ λόγου, ἐνῷ ἄλλοι διψοῦν ἀκόμη καί ἐπιθυμοῦν τήν συνέχισιν αὐτοῦ. Ὁ ἱ. Πατήρ ἐφήρμοσε ἀμφότερα ὁμιλήσας καί συντόμως καί διά μακρῶν, ἀλλ' εἰς ἀμφοτέρας τάς περιπτώσεις προσέκρουσε εἰς μίαν τῶν ὡς ἄνω τάξεων. Διά τοῦτο διερωτώμενος λέγει <<στενά μοι πάντοθεν τί πάθω>>. Πάντοτε βεβαίως ἐρρύθμιζε τό μῆκος τοῦ λόγου ἀνάλογα μέ τόν τρόπον πού θά ἐκφωνεῖτο ἤ θά ἀναγινώσκετο ὑπό τινος προσώπου ὑπό τύπον διαλέξεως ἥ ἁπλῆς ὁμιλίας   ἑνώπιον στενού ἤ εὐρέως περιβάλλοντος καί μάλιστα ἐν ὥρᾳ τῆς θείας λειτουργίας ἤ ἄλλης ἐκκλ ἀκολουθίας[350].

             Ἐλάμβανε  ὅμως πάντοτε ὑπ'ὅψιν τάς συνθῆκας καί τήν ψυχολογικήν κατάστασιν τοῦ ἀκροατηρίου διότι ὡς λέγει ὁ ἴδιος <<ἀκροατής γάρ ἀνέσεως οὐκ ἀπολαύων, οὐδέ μετά σπουδῆς προσέχειν τοῖς λεγομένοις δύναται>>[351].

Πάντως ὡς βάσιν τοῦ μήκους τῶν ὀμιλιῶν του ἔχει τήν διάθεσιν τῶν ἀκροαῶν του καί διά τοῦτο λέγει<<οὐδέποτε τήν συμμετρίαν ὑπερέβην ἐγώ, τήν γάρ ποσότητα τῆς διδασκαλίας οὐ τῷ πλήθει τῶν λεγομένων , ἀλλά τῇ διαθέσει τῶν ἀκροομένων τηρεῖν ἄν πέφυκα. Ὁ μέν γάρ ναυτιῶντας λαβών ἀκροατάς, κἄν συστεῖλαι τήν διδασκαλίαν παρενοχλεῖν δοκεῖ· ὁ δέ θερμούς καί διηγηρμένους καί νήφοντας, κἄν ἐκτείνῃ πρός τό μῆκος οὐδέ οὕτω ἐπιθυμίαν ἐμπίμπλησι>>[352].

            Στρέφων τήν προσοχήν αὐτοῦ πρός τούς ἔχοντας καλήν διάθεσιν ἀκροατάς συνιστᾶ εἰς τούς δυσανασχετοῦντας ὅπως ἐάν μέν δέν δύνανται νά παρακολουθήσουν τήν συνέχειαν τοῦ λόγου ἔνεκα ἀσθενείας ἤ ἀνυπομονησίας νά ἀναχωρήσουν καί εἰς τό μέσον ἀκόμη τῆς ὁμιλίας, διότι οὐδείς ἐξαναγκάζει αὐτούς νά παραμείνουν καί νά ἀκούσουν πλείονα τῆς οἰκείας δυνάμεώς των. Τοιουτοτρόπως δίδει διέξοδον εἰς τήν δύσκολον αὐτήν θέσιν ὑπέρ τῶν ἐχόντων καλήν διάθεσιν, χωρίς ὅμως νά κάμῃ κατάχρησιν αὐτῆς, διότι λόγοι παιδαγωγικοί ἐπέβαλλον ὅπως τό μῆκος τοῦ λόγου ἵνα μή ὑπερβαίνῃ τά ὅρια. Τοῦτο λαμβάνων ὑπ'ὅψιν ὁ ἱ. Πατήρ εἰς ἄλλας ὀμιλίας τονίζει τήν ἀνάγκην τῆς καταπαύσεως τοῦ λόγου λέγων. <<ἐβουλόμην μέν οὖν μακροτέρῳ προσαγαγεῖν τόν λόγον ἀλλ' ἐπειδή νῦν πρῶτον εἰς ταῦτα κατέβην τά παλαίσματα λυσιτελές ὑμῖν εἶναι νομίζω ἀρκεσθῆναι τέως τοῖς εἰρημένοις, ὥστε μή τό πλῆθος τῶν εἰρημένων ρηθήσεσθαι ἀπελθών πολλῇ τῇ ρύμη παρασύρῃ καί τούτων τή μνήμην>>[353].

            Διά τοῦτο ὅταν τό θέμα εἶναι μακρόν καί ἀνεξάντλητον εἰς μίαν καί μόνον ὁμιλίαν διαμοιράζει αὐτό εἰς περισσοτέρας ὁμιλίας λέγων <<Τό τῆς διδασκαλίας ποτήριον εἰς πολλάς ὑμῖν αὐτό κατακερματίσαμεν ἡμέρας .  . .ἵνα καί τά καταβληθέντα παγῇ μετ'ἀσφαλείας ἐν τῇ διανοίᾳ τῆς ἡμετέρας ἀγάπης  καί τά ρηθήσεσθαι μέλλοντα ἀνειμένη τῇ ἀκμαζούσῃ δέξηται ψυχῇ.>> Ὁ φόβος λοιπόν <<μή πρός πυθμένα κατενεχθείς ὁ λόγος ἀσθενήσῃ πάλιν ἀναδραμεῖν>> εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἑπέβαλε εἰς τόν ἱ. Πατέρα ὅπως συντομεύῃ τό μῆκος τοῦ  λόγου.

Γενικῶς τόσον αἱ ομιλίαι ὅσον καί οἱ λόγοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ποικίλουν ὡς πρός τό μῆκος διότι ὑπάρχουν ὁμιλίαι τριών μόνον στηλών εἰς τήν Ἑλληνικήν Πατρολογίαν τῆς ἐκδόσεως Μιγνι καί ἄλλαι 25 καί πλέον. Τό πρωίνό κήρυγμα διήρκει περίπου  ἡμίσειαν ὥραν ἐνῷ τό ἀπογευματινόν ἦτο μακρύτερον.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 Συμπεράσματα

α) Αἱ ὁμιλίαι καί οἱ λόγοι  τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου  διακρίνονται ἀπό πάσης ἀπόψεως ἤτοι δυνάμεως λόγου, γλαφυρότητος, σαφήνειας, ζωηρότητος, ἁπλότητος καί πρακτικῶν ἐνοιῶν. Θαυμάζονται συγχρόνως δία τήν αἴγλην  τῆς ἐξωτερικῆς ὑφῆς ἥτις περιβάλλει τό ἐσωτερικό αὐτῶν  κάλλος, τό χείμαρρον τῶν ἰδεῶν καί ἐννοιών, αἰ ὁποῖαι ἐκτυλίσσονται μεγαλοπρεπῶς διά τῶν εἰκόνων καί τῶν μεταφορῶν, καί ακτινοβολοῦν  διά τῆς  ποιητικῆς φαντασίας τοῦ μεγάλου συγγραφέως.

 Τά συγγράμματά του εἶναι τό ἀνεξάντλητον  καί ἀπαράμιλλον ταμεῖον μεγάλων διδαγμάτων καί ἠθικῶν παραγγελμάτων. Κατέχουν διαχρονικῶς τῆν πρώτην θέσιν τῆς ρητορικῆς τέχνης καί τής μεθοδικῆς διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου ἀπό τοῦ ἄμβωνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡρμήνευσε τήν Ἁγίαν Γραφήν καί μᾶς παρέδωσε αὐτήν εἰς ἔργον θεἰου κηρύγματος

β)Τά πνευματικά καί ἠθικά προσόντατοῦ ἱ Χρυσοστόμου, ὅπως ἡ ἔμφυτος ρητορικότης, ἡ ἰσχυρά αὐτοῦ διάννοια καί φαντασία, ὁ πλοῦτος τῶν γνώσεών , ἡ εὐρεία ἐπιστημονική καί θρησκευτική  μόρφωσίς του ,  τό πρακτικόν αὐτοῦ πνεῦμα, ἡ ἀκλόνητος πίστις  πρός τόν Χριστόν, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον καί ὁ ἄμεπτος αὐτοῦ ἐνάρετος βίος καί χαρατήρ του,   συνετέλεσαν εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος καί εἰς τήν ἀνάδειξιν αὐτοῦ ὡς τόν κατ'ἐξοχήν ἀνά τούς αἰῶνας ρήτορα καί διδάσκαλον τῆς Ἐκκλησίας. Ἦτο κάτοχος θεολογικῆς μορφώσεως, γνώστης τῆς κοινωνικῆς ζωῆς  καί τῆς ψυχολογίας τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος βροντοφωνῶν ἀπτόητος διετύπωνε πάντοτε τήν ἀλήθειαν καί μόνην τήν ἀλήθειαν χωρίς φόβο καί πάθος.Μετά παρρησίας  ἤλεγχε τούς ἰδιώτας καί τούς ἄρχοντες διά τάς μεγάλας παρεκτροπάς των μέχρι τοῦ σημείου νά ὀδηγηθῇ εἰς τήν ἐξορίαν καί τόν θάνατον. Αὐτά πρέπει νά ἔχῃ κάθε ὀρθόδοξος ἱεροκήρυξ.

γ)Ἡ προσωπικότης τοῦ ἱεροκήρυκοςκατά τόν ἱ, Χρυσόστομον  δέον εἰ δυνατόν  νά εἶναι ἄμεμπτος ἡθικῶς καί ἐπιστημονικῶς πλήρως κατηρτισμένη.

Διά να ἐπιτύχῃ ὁ ἱεροκήρυξ  πρέπει ἡ προσωπικότης αὐτοῦ νά εἶναι πλουσία εἰς ἀρετάς πίστεως, ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, εὐσεβείας, ταπεινοφροσύνης, συνέσεως, παρρησίας, ἐλπίδος, γενναιότητος  ἀφοσιώσεως μετά πολλῆς συναισθήσεως τῆς ὑπευθυνότητος τῆς ἀποστολῆς του  εἰς τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας . Οὐδένα ἄλλο δύναται νά ἐπιδράσῃ τόσον πολύ ἐπί τῶν ψυχῶν τῶν ἀκροατῶν ὅσον τό παράδειγμα τῆς προσωπικότητος τοῦ ἰεροκήρυκος. Ἡ τέχνη τοῦ λόγου δέν ἐπιδρᾶ καί δέν καθιστᾶ τόσον πολύ εὐπρόσδεκτον  καί καρποφόρον τό κήρυγμα, δέν ἔχει τόσην  δύναμιν  πειθοῦς καί ἐπιβολῆς τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ ἱεροκήρυκος  εἰς τό ἀκροατήριον, καί δεν  προσδίδει τόσον κῦρος καί αὐθεντία εἰς τά λεγόμενα αὐτοῦ, ὅσον ὁ ἐνάρετος βίος καί τό ζωντανό παράδειγμα τοῦ βίου  αὐτοῦ.

δ)Σκοπός τοῦ Ἐκκλ.κηρύγματος εἶναι  πάντοτε ἡ πνευματική οἰκοδομή καί ἡ σωτηρία τῶν  ψυχῶν τῶν ἀκροατῶν πρός δόξαν  Θεοῦ καί καύχημα τῆς Ἐκκλησίας.

ε)Πηγαί τοῦ Ἐκκλησ κηρύγματος  εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή ,ἡ ἰερά παράδοσις  καί  τά δόγματα τῆς Ορθοδόξου πίστεως, ἡ πείρα τῆς ζωῆς , ἡ φύσις, ἡ ἱστορία  καί ἐνίοτε ὁ ὀρθός λόγος.

στ)Τό περιεχόμενο τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος δέον νά εἶναι πλούσιον εἰς νοήματα καί γνώμας, εἰς λεκτικά καί διανοίας σχήματα, εἰς εἰκόνας καί παραδείγματα καθώς καί εἰς ἰσχυρά ἐπιχειρήματα πάσης φύσεως.

ζ)Ἡ προσέλκυσις τῆς προσοχῆς καί τοῦ ἐνδιαφέροντοςτῶν ἀκροατῶν δέον νά ἐπιτυγχάνεται διά τοῦ ψυχολογημένου παιδαγωγικοῦ διά τῆς καλλιεπείας, τῆς σαφηνείας, τῆς ζωηρότητος δυνάμεως καί ὀρθοῦ νοήματος  τοῦ λόγου.

θ)Νά διαγείρονται ἀνώτερα συναισθήματαεἰς τάς ψυχάς τὡν ἀκροατῶν κατά τήν διάρκειαν τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος διά τῆς ἁρμοζούσης καί καταλλήλου παθοποιϊας ὑπό τοῦ ἱ ἱεροκήρυκος καί δή τά συναισθήματα τῆς πίστεως  τοῦ σεβασμοῦ    τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος  πρός τόν Θεόν, τῆς συμπαθείας καί εὐσπλαχνίας πρός τόν πλησίον, τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐγνωμοσύνης  διά τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ εἱς ἡμᾶς καί τῆς λύπης διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν , τῆς παραμυθίας, τοῦ ζῆλου πρός ἀπόκτησιν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τῆς ἀποστροφῆς πρός κάθε κακόν  καί τοῦ μίσους  καί τῆς ἀπέχθειας  κατά τῆς ἁμαρτίας.

η)Ὁ χαρακτήρ τοῦ ὕφουςπρός διέγερσιν  ἀνωτέρων  συναισθημάτων δέον νά εἶναι ἀνάλογος  πρός τό θέμα καί τό συναίσθημα τό ὁποῖον θέλομεν νά διαγείρωμεν ἤτοι ὑψηλός ἤ πυκνός, γλαφυρός ἥ ἁπλοῦς, ἥρεμος ἤ σφοδρός, πολλάκις ὅμως καί ἐν συνδιασμῷ αὐτῶν ἀναλόγως τῶν ἐννοιῶν.

θ)Ἡ ἐπωφελής χρησιμοποίησις τῶν περιστάσεων, τῶν συνθηκῶν καί τῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως  τῶν ἀκροατῶν συνδεδιασμένη μετά τοῦ ἀναλόγου χαρακτῆρος καί τῆς ἀνεπιτηδεύτου παθοποιϊας ἔχουν ἄριστα ἀποτελέσματα εἱς τάς ψυχάς τῶν ἀκροατῶν.

ι)Ὡς πρός τήν γλῶσσαχρησιμοποιεῖ  τήν καθαράν ὁμιλουμένην ὑπό   τῶν ἀκροατῶν. Ἐπιδιώκει παντοῦ τήν ἁπλότητα, τήν σαφήνεια διά νά εἶναι βατός καί καταληπτός, Ποικίλει τον λόγον διά  προσφυῶν παρομοιώσεων καί τερπνῶν περιγραφῶν  διά νά εἶναι σύμμετρος  καί ἐπαγωγός. Ἀναλόγως τοῦ εἴδους τοῦ λόγου καί τῶν περιστάσεων χρησιμοποιεῖ κάθε παιδαγωγικόν τρόπον ἵνα κηρύξῃ ἀπροκατάληπτα τήν ἀλήθειαν  καί ἵνα καυτηριάσῃ τάς κοινωνικάς πληγάς. Ἀπαιτεῖται ὅμως ὁ ἱεροκήρυξ διά τῆς ζωηρότητος, τῆς σαφηνείας,τῆς καλλιεπείας  καί τοῦ καταλλήλου θέματος νά προσελκύῃ πάντοτε τήν προσοχήν καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν.

ια)Θέματακατάλληλα διά τό ἐκκλησιαστικόν ἄμβωνα, πλήν τῶν ἀναγκαίων θεωρητικῶν πρός γνῶσιν τῶν δογμάτων καί κατοχύρωσιν τῆς πίστεως τῶν ἀκροατῶν  δέον νά εἶναι τά ἠθικά τοιαῦτα περί τῶν διαφόρων ἀρετῶν καί κακιῶν, τά συντελοῦντα πάντοτε εἰς τήν πνευματικήν οἰκοδομήν, καί ἠθικήν προαγωγήν αὐτῶν. Δυνατόν εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ὁμιλίας νά συμπτυχθοῦν δύο καί περισσότερα θέματα ἔχοντα ὅμως ἄμεσον ἤ ἔμμεσον μεταξύ των σχέσιν εἴτε ἐκ συγγενείας εἴτε ἐξ ἀντιθέσεως.

ιβ)Ἡ διδασκαλία  κατά τό πλεῖστον πρέπει νά εἶναι  ἠθική  καί ἐνίοτε δογματική, ἀλλά  νά ἀναπτύσεται  πρακτικά καί μεθοδικά μετά πολλής τέχνης,   καθιστῶντας τάς ὑψηλάς  δογματικάς καί ἠθικάς ἀληθείας προσιττάς καί καταληπτάς  εἰς πᾶσαν κοινωνικήν τάξιν. Προσαρμόζεται πάντα εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας τῶν ἀκροατῶν καί  παραβλέπει χάριν τῆς μεγαλυτέρας ὡφελείας  αὐτῶν τήν ρητορικήν τέχνην διό λέγει<<οὐ γάρ πάντα ὡς βούλονται οἱ διδάσκαλοι φθέγγονται, ἀλλά ὡς ἡ ἕξις τῶν ἀσθενούντων ἀπαιτεῖ>>[354]

ιγ)Τάστοιχεῖα τοῦ λόγουδύνανται ἐνίοτε ἄλλα μέν  ἐξ αὐτῶν νά παραλείπωνται ἀλλα δέ ὄχι π,χ τό ρητόν, ἡ κύρια πρότασις,ἡ διαίρεσις καί ἐπίλκησις δυνατόν νά παραλείπωνται, ἑνῷ τό προοίμιον, καί τό κύριον μέρος τῆς ὁμιλίας οὐδέποτε εἶναι δυνατόν, διότι εἶναι ἀπαραίτητα εἰς τό Ἐκκλησ. κήρυγμα.

ιδ)Τό προοίμιονπάντοτε ἀποβλέπει εἰς τήν προσέλκυσιν τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀκροατῶν καί εἰς τήν ἐνημέρωσίν του περί οὗ πρόκειται νά ὁμιλήσῃ θέματος. Τό εἶδος τοῦ προοιμίου δύναται νά εἶναι ἀναλόγως τῶν περιστάσεων καί τῆς φύσεως τοῦ θέματος. Ὅσον ἀφορᾶ τό μῆκος αὐτοῦ δυντόν νά καταλαμβάνῃ τό 1/5 τῆς ὁμιλίας ἡ καί περισσότερον.

ιε)Τό κύριον σῶμαδέον νά εἶναι πλούσιον εἰς σχήματα, εἰκόνας, νοήματα καί παντός  εἴδους ἁγιογραφικῶν, κοινωνικῶν, καί λογικῶν ἐπιχειρημάτων ἀποβλεπόντων εἰς τήν ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας.

ιστ)Αἱ ἐνστάσεις καί ἀναιρέσειςαὐτῶν δέον νά γίνωνται ὅταν εἶναι ἀνάγκη καί μάλιστα κατά τόν καλύτερον τρόπον ὥστε νά μήν ἀφήνουνοὐδεμία ἀμφιβολίαν.

ιζ)Αἱ διήγήσειςδέον νά εἶναι γλαφυραί, ζωνταναί, παραστατικαί, πλήρεις δυνάμεως καί καλλιεπείας ὥστε νά προκαλοῦν τό ἐνδιαφέρον ὅλων.

ιη)Οἱ  ἔλεγχοι καί ἐπιτιμήσειςπρέπει πάντοτε νά προέρχονται ἐξ ἀγάπης πρός τό ἀκροατήριον καί νά γίνωνται καταλλήλως ἀφοῦ προηγουμένως μαλαχθοῦν αἱ ψυχαί τῶν ἀκροατῶν, ὥστε εὐμενῶς νά δεχθοῦν τόν ἔλεγχον καί νά λάβουν τήν ἀπόφασιν πρός διόρθωσιν. Συγκερασμός  κατά τό δυνατόν τό αὐστηρόν μετά τοῦ ἐπιεικοῦς. Νά ἀποβλέπουν  εἰς τήν θεραπείαν τῶν κακῶν καί τήν ἀνώρθωσιν τῆς κοινωνίας τό <<μή τέμνειν μόνον,ἀλλά καί ἐπιδεσμεῖν τά ἕλκη, οὕτω διδασκαλίας ἄριστος νόμος μή μόνον ἐπιτιμᾶν, ἀλλά καί παρακαλεῖν καί παραμυθεῖσθαι>>.  Νά οἰκοδομοῦν  εἰς αὐτήν τό  γνήσιο ὀρθόδοξον  χριστιανικόν πνεῦμα.

ιθ)Πρακτικόν χαρακτῆρα,      πλήν τοῦ θεωρητικοῦ  μέρους, δέον νά ἔχῃἑκάστη ὁμιλία, ὑποδεικνύων εἰς τούς ἀκροατάς τόν τρόπον ἐφαρμογῆς  τῶν διδαχθέντων ἵνα μή οὗτοι ἀφήνονται εἰς ἀπόγνωσιν καί ἀμηχανίαν.

κ)Ὁ ἐπίλογοςδυνατόν νά εἶναι μικρός ὅταν τό δεύτερον τμῆμα τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ κυρίου λόγου εἶναι πρακτικόν καί ἔχει ἐξαντλήσει τάς προτροπάς καί τάς ὑποδείξεις τῆς ἐφαρμογῆς. Οὐχί σπανίως εἶναι δυνατόν νά καταλμβάνει τό 1/8 ἤ καί ὀλιγότερον μέρος τῆς ομιλίας, ὅταν ὁ ἐπίλογος εἶναι ἀνακεφαλαιώσεως.

κα)Τό μῆκος τοῦ λόγου  δέον νά ρυθμίζεται πάντοτε συμφώνως τῆς διαθέσεως τῶν ἀκροατῶν, τῆς φύσεως  τοῦ θέματος  καί ἄλλων παραγόντων, χωρίς ὅμως νά γίνηται κατάχρησις  τῆς καλῆς διαθέσεως τῶν ἀκροατῶν  καί τῆς θέσεως τοῦ ἀπ ἄμβωνος ἱεροκήρυκος.

 

Ὠφέλειαι ἐκ τῆς παρούσης ἐργασίας.

 

            Ἐξ ὅλης ταύτης τῆς ἐργασίας ἡ ὠφέλεια εἰς ἐμέ  ὑπῆρξε συμαντική εἰς τήν καλυτέραν εκμάθησιν τῆς γνήσιας Ἑλληνικῆς γλώσσης, τῶν ρητορικῶν λεκτικῶν, καί τῆς διαννοίας σχημάτων, παραδειγμάτων, εἰκόνων καί ἐπιχειρημάτων.

            Ἐγνώρισα καλύτερον τήν Ἁγίαν Γραφήν, τόν τρόπον τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς καί  ἔλυσα πλείστας ὅσας ἀπορίας ἐπί διαφόρων δυσκόλων χωρίων αὐτῆς.

            Ἀπέκτησα ἀρκετήν πείραν εἰς τόν τρόπον τῆς μελέτης ,τῆς ἐμβανθύσεως  καί τῆς κρίσεως ἑνός ἐπιστημονικοῦ θέματος. Ἐξησκήθην εἰς τόν τρόπον ἐργασίας καί ἀπέκτησα εὐχέρειαν εἰς τήν διά καρτελῶν μέθοδον μελέτην  καί ἐπεξεργασίαν αὐτοῦ.

            Κυρίως ὠφελήθην εἰς τόν κλάδον τῆς ρητορικῆς, διότι εἰσέδυσα κατά δύναμιν εἰς τά μυστικά τῆς ἐπιτυχίας τοῦ Ἐκκλ. κηρύγματος.

            Ἐνεβάθυνα εἰς τά ἀπαιτούμενα προσόντα ἑνός ὀρθοδόξου ἱεροκήρυκος ,κατενόησα τήν ἀναγκαιότητα αὐτῶν καί παροτρύνθην νά ἀγωνισθῶ μεθ' ὄλας τάς δυνάμεις μου  διά τήν ἀπόκτησίν των.

            Ἐγνώρισα τόν ἱ. Χρυσόστομον εν τῷ μέτρῳ τοῦ δυνατοῦ καί ἔλυσα οὐκ ὀλίγας ἀπορίας δογματικῆς, λειτουργικῆς, συμβολικῆς καί ἱστορικῆς φύσεως ἐκ τῆς μελέτης τῶν ὁμιλιῶν αὐτοῦ.

            Ἀσύγκριτος ὑπῆρξε ἡ ὠφέλεια εἰς τόν πνευματικόν τομέα διότι  ἐπέδρασαν αἱ ἠθικαί αὐτοῦ ὁμιλίαι εἰς τήν ψυχήν μου  καί μέ παρότρυναν νά γνωρίσω καλύτερον τόν ἑαυτόν μου. Ταῦτα δέ πάντα διότι εἰργάσθην οὐχί μόνον ἵνα φέρω εἰς πέρας τήν παροῦσαν ἐργασίαν ἀλλά καί ἵνα οἰκοδομήσω ἑαυτόν πνευματικῶς.

            Διτή ὑπῆρξε ἡ ὠφέλεια ἐκ τῆς παρούσης ἐργασίας ἀφ'  ἑνός μέν πνευματική  καί ἠθική, ἀφ' ἑτέρου δέ ἐπιστημονική.

 

Σημείωση

 

Ἡ παρούσα διατριβή <<Τό ἔκκλησιαστικό κήρυγμα κατά τόν ἱερό Χρυσόστομον>>  συνεγράφη κατά τά ἔτη 1957-1959 ἀπό τόν τότε φοιτητή  Παπακυριάκο Κυριάκο  στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ  διδάσκοντος τό μάθημα τῆς Ὁμιλητικῆς καθηγητοῦ   κ. Ανααγνωστοπούλου Βασιλείου και ὑποστηρίχθηκε ἐνώπιον τοῦ Συλλόγου τῶν καθηγητῶν τῆς ὡς ἄνω Σχολῆς το 1959.

Παρέμεινε δι' οἰκονομικούς λόγους ἀδημοσίευτη  εἰς τό προσωπικό του ἀρχεῖο τοῦ Παπακυριάκου Κυριάκου  τεσσαράκοντα καί πέντε ἔτη . Ὅταν τήν ἀνέγνωσαν Θεολόγοι ἐπιθεωρητές Μέσης Ἐκπαιδεύσεως  κατά τίς γενόμενες ἐπιθεωρήσεις  τήν ἐκτίμησαν δεόντως καί τήν ἔλαβα ὑπ'ὄψιν  στήν ἔκθεση ποιότητας   Τελευταία τήν μελέτησε ὁ νέος μητροπολίτης Σερρῶν καί Νιγρτης κ. Θεολόγος  καί ἐνθουσιάστηκε ἀπό τό περιεχόμενό της . Πρότεινε νά δημοσιευθεῖ ἀπό τις ἐκδόσεις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

 Ἐνημερώθηκε ὁ κ. Ἀναγνωστόπουλος καί ἐξεδήλωσε  ζωηρά τήν ἐπιθυμία  νά του σταλεῖ  ἕνα βιβλίο τῆς δημοσιευμένης ὡς ἄνω διατριβῆς . Δυστυχῶς παρ'ὅλη τή προσπάθεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Σερρῶν καί Νιγρίτης  δεν κατέστη δυνατόν μετά ἀπό δύο περίπου χρόνια   να δημοσιετεῖ ἡ διατριβή.

Για λόγους βαθυτάτου  σεβασμοῦ, μεγάλης   εκτιμήσεως   καί συνεπείας  τοῦ υποσχεθέντος  πρός τόν γηραιό, σεβαστό του καθηγητή  κ Ἀναγνωστόπουλο,  ἠλθε σε συνενόηση  μέ   ἰδιοκτήτη τυπογραφείου γιά  νά  ἐκδόσει τή διατριβή  με δικές του δαπάνες ἀποκλειστικά πρός τιμήν του ἐπιβλέψαντος   καθηγητοῦ .

 Ἀνέφερε τό θέμα  τῆς δημοσιεύσεως τῆς διατριβῆς, γιά λόγους συναισθηματικούς,   στόν  ὁμογάλακτο ἀδελφό , ἀπόφοιτο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς  τῆς Χάλκης,  Μητροπολίτη Ἱερισοῦ Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου κ.  Νικόδημο, ὁ ὁποῖος ἐμπνεέεται  ἀπό τόν ἴδιο σεβασμό καί ἐκτίμηση  πρός τόν καθηγητήν του  κ Ἀναγνωστοπουλο.  Μέ ἐνθουσιασμό  ἐξέφρασε τή γνώμη   νά σκεφθεῖ  μήπως  ἀναλάβει  τήν ἔκδοση  τοῦ βιβλίου ἡ Μητρόπολή του  καί τήν προώθησή δωρεάν σέ ὅλους τούς ἀποφοίτους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης  πρός τιμήν του καθηγητοῦ  αὐτῶν   καί τοῦ  ἰσοβίου Προέδρου τῆς Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης.  Ἔκτάκτοι λόγοι   οἰκονομικῶν  δυσχεριῶν  κατέστησαν ἀδύνατον  τήν ἔκδοση    μέ χορηγό  τήν Μητρόπολη Ἱερισοῦ ἉγίουὌρους καί Ἀρδαμερίου.

 Μετάἀπόὅλεςαὐτέςτίς  δυσκολίεςκαίτίςἀναβολέςδημοσιεύεταιαπότόνσυγγράψαντααὐτήν   πρόςτιμήν  τοῦκ. Ἀνγνωστόπουλου  Βασίλειου  πού  τοῦσυμπαραστάτθηκε  μέἰδιαίτεροἐνδιαφέρονὡςκαθηγητήςτῆςὉμιλητικῆςτῆςΘεολογικῆςΣχολῆςΧάλκης  στήσυγγραφήαὐτῆς

 

 


[1]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Α` , Μίν. Ε.Π. ,48, 226.

[2]Χρυσόστομος, Μίνι Ε.Π.67,1513.

[3]Παλαδίου , Διάλογος , Μίνι Ε.Π. 47,18γ.

[4]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Α` Μίν..Ε.Π.48,226.

[5]Χρυσόστ. Μίν.Ε.Π. 47,277-598.

[6]Παλαδίου.Διάλογος , 5 . Μίν.Ε.Π.47,19.

[7]Χρυσοστ., ΞΣΤ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον . Μίν.Ε.Π. 58, 383.

[8]Μωραϊτου Δ., Τό κήρυγμα ἐν τῇ Ἀνατολῇ κατά τόν χρυσοῦν αἰῶνα τῆς Εκκλησίας καί μέχρι τῶν χρόνων τοῦ ἱ, Χρυσοστόμου.Επιστημονική Ἐπιτηρίς  τῆς Θεολογικῆς Σχολής Θεσ/νίκης τ. 2 (1957) σελ. 251-287.

[9]Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τόμ.Α`,678. ἴδε καί Παπαδοπούλου Χρυσ., Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὡς ρήτωρρ καί διδάσκαλος( Τεργέστη1898)  σελ29.

[10]Φιλαρέτου ἐπισκ.Τσερνιγόβου. Ἱστορική διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐξελληνισμένη ὑπό Ν.Παγιδᾶ. Ἱεροσόλυμα 1886, τόμ Β.σ.399.

[11]Σωκράτους, ἱστορία  ΣΤ. 4.

[12]Παλάδίου. Διάλογος  5, Μιν.Ε.Π. 47,19.

[13]Χρυσόστομος. Μίν. Ε.Π. 48, 628 β.

[14]Παλάδίου. Διάλογος 5, Μιν.Ε.Π. 47,19.

[15]  Φωτίου, Μυριόβιβλος.203, Μιν Ε.Π..103.

[16]Φωτίου. ἔνθα ἀνωτ.

[17]Θεοδώρου ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, Περί τοῦ βῖου . Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Μίν. Ε..Π..47,21.ΙΧΧΙΙΙ.

[18]Παλαδίου Διάλογος 6,  Μίνι Ε.Π.47, 21-23.

[19]Ἔνθ ἀνωτ. Μίν. 47,23-25.  Σωκράτους, Ἐκκλησ. ἱστορία, ΣΤ`9.

[20]Σωζομένου , Ἐκκλησιαστική ἱστορία Η`14,1-5. καί 17,8. 18,1-3.  21,1.

[21]Χρυσοστόμου,Ἐπιστολή πρός Ἰνοκέντιον, Μίν. Ε. Π.47,9-10.

[22]Παλαδίου, Διάλογος Θ`, Μίν. Ε.Π .47,30 καί Ζώσιμος, Ἱστορία νέα 5,23-24.

[23]Χρυσοστ.,Ὁμιλία ἐπανελθόντος ἐκ τῆς προτέρας  ἐξορίας, Μιν.Ε.Π.52,443-448.

[24]Σωζομένου . Ἐκκλησιαστ. ἱστορία Η`20,1-5.

[25]  Χρυσοστόμου. Ἐπιστολή πρός Ἰνοκέντιον Ρώμης, Μιν. Ε.Π. 52,533-534. 47. ,10-12. Παλαδίου Διάλογος  Θ`, Μίν. Ε.Π. 47,33-34, 72. Σωζόμενος Ἐκκλ. ἰστορ. Η` Ε21,5-8.

[26]Χρυσοστόμου, Ἐπιστολαί πρός Ὀλυμπιάδα,13η-14η, Μίν. Ε.Π. 609-615.

[27]  Παλαδίου Διάλογος ΙΑ`. Μιν.47,38-39.

[28]Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική ἱστορίαΣΤ`3 καί 15,  Ζ`25,Η`16,1.

[29]Παπαδόπουλου Χρ., Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀλεξάνδρεια 1908 Β.

[30]Μπρατσιώτου Π., <<Ἡ διά μέσου τῶν αἰώνων ἐπιβίωσις τῶν τριῶν ἱεραρχῶν>>, Δελτίον τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀριθ. 1 ἔτος 1939.

[31]Μανσι  7, 456 ἑξ. ΧΙ,260,396 ἑξ καίΧΙΙΙ, 8, 9, 467 κλπ.

[32]Ἡ προσωνυμία Χρυσόστομος ἐχρησιμοποιεῖτο  εἰς τήν Ἀνατολήν ἀπό τόν 5ο αἰῶνα. Τήν ἀπαντῶμεν καί  εἰς τούς Λατίνους ἐκκλ. συγγραφεῖς τοῦ ΣΤ` αἰῶνος, ὅπως   εἰς τούς: Φακούδο, Ἑρμιάνη, πάπα Βιργίλιο καί Κασιόδωρο, οἱ ὁποῖοι διατελοῦσαν ὑπό τήν ἐπίδρασιν τῶν Ἑλλήνων πατέρων. Εἰς τή Ἐκκλησ. ἱστορίαν τοῦ  Νικηφόρου Καλλίστου Ιγ, 3ἀναφέρεται ὅτι  <<Τό γε πλῆθος διά τό τῆς διδασκαλίας ἄφθονον καί τήν ἐκεῖθεν πηγάζουσαν ὄνησιν σφόδρα ἐξείχετο τοῦ ἀνδρός ὑπερφυώς ὁρῶντες τῆς γλώττης ὡς καί χρυσοστομον ἀυτόν προσειπεῖν.  Εἰς τόν βίον τοῦ Χρυσοστόμου ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής  ἀναφέρει ὅτι<< Τότε δή τῶν φιλολόγων τινές τῷ μέλιτι τῆς ἐκείνου γλώττης διαφερόντως ἡδόμενοι καί τούς λόγους ὡς μέν ἐπωφελεῖς ὡς δέ ἀληθεῖς ὡς δέ νοημάτων πλήρεις κατανοοῦντες καί ὅπως δέ χάριτος ἔχουσι καί εὐροίας οἵον δή ρυθμοῦ καί συνθήκης οἱ μέν Θεοῦ τε καί Χριστοῦ στόμα, οἱ δέ (ὅ καί μᾶλλον κρατεῖν ἴσχυσε) Χρυσόστομον ἀυτόν ἀπεκάλουν>>

[33]Μπρατσιώτης Π., <<Οἱ τρεῖς ἱεράρχαι ὡς διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>> τόμ. 18, ἔτος 1955, σελ. 3.

[34]Ζαμπέλιος.,Ἰωάννης ὁ  Χρυσόστομος. Περιοδικόν, <<Ἀκτῖνες>> τόμ. ΙΖ σ.109.

[35]  Χρυσόστομος. Μίνι Ε.Π 47.

[36]Ραμνπάουτ Ρ. Π.,  Τράιτ  μοντταρνε ντε  Ντρεντιούτιον (Λυών 1941).

[37]Παπαδοπούλου Α. Χρυσ., Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὡς ρήτωρ καί διδάσκαλος  (κατά τά συγγράμματα αὐτοῦ) . Τεργέστη 1898 σελ. 2

[38]Μπαλάνου Π., ἔνθα ἀνωτ.

[39]  Χρυσόστομος, Μίνι Ε.Π. 67,1513.

[40]Τρεμπέλα Π.,.<<Ἱωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς ἱεροκήρυξ>>. Περιοδικόν <<Ζωή>> ἔτος 1924 σελ.11.

[41]Χρυσόστομος, Μίνι Ε.Π. 62, 146. <<Μείζων αὔτη ἡ διδασκαλία ἡ δια τῶν τρόπων, ἡ διά τῆς πολιτείας >>. Μίνι Ε.Π. 51,179.

[42]Κ Καλλινίκου. Πρακτικαί ὁμιλίαι. Πρόλογος Παπαμιχαήλ Γ., Ἀθῆναι 1916 σελ. κβ` καί κστ`.

[43]Βαφείδου Φιλαρέτου, Ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἡ δρᾶσις αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (Θεσσαλονίκη 1931)Α`.

[44]Χρυσοστόμου. Α` ὁμιλία εἱς τού ἀνδριάντας, Μϊν.Ε.Π. 49, 17γ.

[45]Ἱωαννίδου Β., <<Ὁ Χρυσόστομος τύπος καί μιμητής τοῦ ἀπαστόλου Παύλου>>, Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>> τόμ.ΙΗ,` σελ.54.Ἴδε καί σχετικόν ἄρθρον Φλορόφσκη.<< Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης>>. Περιοδικόν << Ἀκτῖνες>> ἔτος ΙΗ` σελ.5.

[46]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π.60, 42.

[47]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας. Μίν.Ε.Π. 52, 427.

[48]Τρεμπέλας Π.,<<Ἱωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς ἱεροκῆρυξ>>. Περιοδικόν <<Ζωή>>, (Ἀθήνα 1924), ἔτος ΙΔ`, σελ.67.

. [49]Χρυσόστομος.  Μίν.Ε.Π. 48, 649.  62, 539,544.

[50]Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τόμ Η`, 174.

[51]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία, << πρός τούς λέγοντας ὅτι οἱ δαίμονες τά ἀνθρώπινα διοικοῦσιν>>  Μίν. Ε.Π. 49, 241δ.

[52]Χρυσόστομος . Μίν.Ε.Π.48 700-812 καί 843-942.

[53]Χρυσόστομος, Μίνι Ε.Π. 48, 673.

[54]Χρυσόστομος,  ΜίνΕ.Π..49, 38γ, 70δ. 50,653.  48, 994.

[55]Ἰωαννίδης Β., <<Ὁ Χρυσόστομος τύπος  καί μιμητής τοῦ Ἀποστ. Παύλου>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>, (Ἀθῆναι 1955), τόμ ΙΗ` σελ. 59. Β.

[56]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος ΣΤ`. Μίν. Ε.Π. 48,. 680γ.

[57]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης  λόγος Ε`  Μίν.Ε.Π. 48, 676.

[58]Χρυσοστόμου ,Ἅπαντα τόμ. Δ`. σ. 105.

[59]Χρυσοστόμου, ΚΕ` ὁμιλία εἰς Α` Κορ. Μίν.Ε.Π 61, 205.

[60]Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τάς Καλένδας, Μίν.Ε.Π. 48, 957γ.

[61]Ἔνθα ἀνωτ. Μιν.Ε.Π. 48, 962 γ,δ.

[62]  Χρυσόστομου,Ὁμιλία εἰς τόν σεισμόνκαί εἰς πλούσιον Λάζαρον.Μίν. 48, 1042.

[63]Χρυσοστόμου, ΛΖ ὁμιλία εἰς τάς Πράξεις , Μίν.Ε.Π. 60, 272.

[64]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Ε`, Μίν.Ε.Π. 48, 673 α.

[65]Καλλινίκου Κ., Πρακτικαί ὁμιλίαι (Ἀθῆναι1916) Πρόλογος ὑπό τοῦ Παπαμιχαήλ Γ., σελ κε.

[66]ἱ Φώτιος , Μίν.103, 505.

[67]Χρυσοστόμου, Γ` λόγος εἰς Λάζαρον , Μίν.Ε.Π.48, 994 δ.

[68]  Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Ε` εἰς ἀνδριάντας,Μίν.Ε.Π.49. 67.

[69]Χρυσοστόμου, ΙΔ`ὁμιλία  εἰς τήν πρός Ρωμ., Μίν.Ε.Π.60,539.

[70]Χρυσοστόμου, Ζ` ὁμιλία εἰς Ματθ. , Μίν. Ε.Π. 57, 73.

[71]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρός τούς μή ἀπαντήσαντας  εἰς τήν σύναξιν. Μίν. Ε.Π.51.117.

[72]Ἔνθ. ἀνωτ. 173α.

[73]Χρυσοστομου, Ἅπαντα τόμ. Β`, 38

[74]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π. 49, 38γ, 70δ. 50,653. 48,994,778.

[75]Χρισόστομου, Λόγος  εἰς Λάζαρον, Μίν.Ε.Π. 48,993 δ.

ὙποσημείωσιςΟὕτω π.χ. εἰς τάς 21 μόνο ὁμιλίας  εἰς Ἀνδρειάντας ἀναφέρει 361 γραφικά χωρία ὥστε νά ἀντιστοιχοῦν  εἰς ἑκάστην ὁμιλίαν 17 χωρία

[76]Χρυσόστομου. Ὁμιλία πρός ἀνομοίους περί ἀκαταλήπτου. Μίν. Ε.Π. 48,757 δ.

[77]Τρεμπέλας Παν., <<Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος ὡς ἰεροκύρηξ>>. Περιοδικόν <<Ζωη>> Ἀθῆναι 1924) τόμ. ΙΔ σελ.52.

[78]Χρυσοστόμου, Εἰς νεωτέραν χηρεύουσαν παραινετικός, Μίν.Ε.Π.48, 600 β.

[79]Χρυσοστόμου.Ὁμιλία εἰς τό ἀσπάσασθαι Πρίσκιλαν καί Ἀκύλαν, Μίν. Ε.Π. 51, 188

[80]Χρυσοστόμου, ΙΣΤ` ὁμιλία εἰς Ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π. 49,164β.

 ὙποσημείωσιςΟὕτω π.χ. εἰς τάς 21 μόνο ὁμιλίας  εἰς Ἀνδρειάντας ἀναφέρει 361 γραφικά χωρία ὥστε νά ἀντιστοιχοῦν  εἰς ἑκάστην ὁμιλίαν 17 χωρία. Ὁμοίως δέ καί εἰς τούς ἕξ περί ἱερωσύνης λόγους  ἀναφέρει ἄνω τῶν 50 χωρίων  ἐκ τῆς Ἁγία Γραφῆς. Τήν ἀνάγκην τῆς χρήσεως τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων ὁ ἴδιος ἐπιβεβαιοῖ  λέγων <<Ὅ  γάρ λογῳ καί τάς ἀποδείξεις  ὀφείλω παρασχέσθαι, ὥστε μή ἀποφαίνεσθαι μόνον,ἀλλά ἀποδεικνῦναι ἀπό τῶν Γραφῶν , ἵνα ἀσφαλῆς μείνῃ ῆ πληροφορία>> Χρυσοστόμου Η  ὁμιλία περί μετανοίας , Μίν.49,340α

[80]Χρυσόστομου. Ὁμιλία πρός ἀνομοίους περί ἀκαταλήπτου. Μίν. Ε.Π. 48,757 δ.

[80]Τρεμπέλας Παν., <<Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος ὡς ἰεροκύρηξ>>. Περιοδικόν <<Ζωη>> Ἀθῆναι 1924) τόμ. ΙΔ σελ.52..

[81]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Κολασσαεῖς , Μίν. Ε.Π. 62,361 δ.

[82]Χρυσόστομου, Γ` ὁμιλία εἰς Λάζαρον, Μίν.48,991.

[83]Χρυσοστόμου, Ζ` ὁμιλία εἱς Ἁνδρειάντας. Μίν.Ε.Π. 49,946.

[84]Χρυσόστομος.  Β` ὁμιλία εἰς Ἀνδρειάντας, Μίν.49,24.

[85]Παπαδοπούλου Χρυσ.,Ἱστορία τῆς Ἐκκλησ. τῆς Ἀντιοχείας, (Ἀλεξάνδρεια 1951), σελ. 293.

[86]Χρυσοστόμου, Γ` λόγος  εἰς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας. Μίν.Ε.Π. 48, 865δ.

[87]Χρυσιστόμου, Λόγος Ε` κατά Ἰουδαίων ,Μιν.48, 885-886.

Ὑποσημείωσις.  Θεωρεῖ  ἀναγκαίαν τήν χρῆσιν αὐτῆς πρός ἀπόδειξιν ἀληθείας τινός καί ἵνα μή παραξηγηθῇ  ὁσάκις ἀσχολεῖται μέ θέματα ἔξω τῆς Ἁγ. Γραφῆς  λέγει εἰς τήν ΙΑ` ὁμιλίαν εἰς ἀνδριάντας, ὅπου πρός ἀπόδειξιν  τῆς σοφίας  καί τῆς ἰδιαιτέρας προνοίας τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον κατά τήν δημιουργίαν χρησιμοποἐῖ  τήν καθημερινήν ζωήν. <<Καί μή τις ἁλλότριον ἡμῶν εἶναι νομιζέτω τοῦτον τόν λόγον, ὁ γάρ πνευματικός ἀνακρίνει μέν τά πάντα,αὐτός δέ ὑπ'οὐδενός ἀνακρίνεται.Οὕτω καί ὁ Παῦλος γεωργικῶν  ἤψατο θεωρημάτων , περί ἀναστάσεως ἡμῖν διαλεγόμενος, καί φησίν· ἄφρων σύ  ὁ σπείρας οὐ ζωοποιεῖται, ἐάν μή ἀποθάνῃ. Εἰ δε ὁ μακάριος ἐκεῖνος  τούς τῆς γεωργίας  ἐκίνει λόγους ,οὐδέ ἡμῖν μέμψητο τῶν ἰατρικῶν ἁπτόμενος νοημάτων  περί γάρ δημιουργίας  Θεοῦ νῦν ἡμῖν ὁ λόγος · καί ἀναγκαία γένοιτ' ἄν ἡμῖν αὔτη καί νοημάτων ὑπόθεσιν>> Χρυσόστομος, Μίν.49, 113α.

[88]Χρυσοστόμου, Γ` ὁμιλία εἰς Ἀνδριάντας, Μίν.. Ε.Π.49,50 δ.

[89]Χρυσοστόμου,Ἴδε σχετικά Μίν.Ε.Π 48,689-690, 861γ.49,719β. 49, 19, 44 κ. ἄλλα.

[90]Χρυσοστόμου, Β` ὁμιλία εἰς Ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π. 49, 44α.

[91]Χρυσοστόμου , Περί ἱερωσύνης , λόγο Γ` Μιν.Ε.Π. 448, 649.

[92]Χρυσόστομος Μίν.Ε.Π. 57,433. 58,745, 757.

[93]Τρεμπέλα Π., << Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς ἱεροκῆρυξ>>. Περιοδικόν <<Ζωή>>, Ἀθῆναι 1924, ἔτος. ΙΔ σελ.67.

[94]Χρυσοστόμου, Λόγος πρός τούς σκανδαλισθέντας .Μίν.Ε.Π. 52, 493δ-494α.

[95]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς τούς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π. 49.

[96]Χρυσοστόμου , Ι` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49, 101-120.

[97]Χρυσοστόμου,  ΙΒ`ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας. Μίν.Ε.Π. 49,121.

[98]Χρυσοστόμου,  ΙΒ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,133.

[99]  Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρός ἀνομοίους περί ἀκαταλήπτου, Μίν.Ε.Π. 48, 80 δ.

[100]Ἔνθα ἀνωτ. Μίν. Ε.Π.  48, 667.

[101]Ἔνθ.ἀνωτ.

[102]Χρυσόστόμου,  ΜΣΤ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον, Μίν. Ε.Π.58, 479.

[103]Χρυσοαστόμου ΝΣΤ Ματθ. &2 Μιν. Ε.Π 58, 478.

[104]Χρυσοστ.,Εἰς τήν παραβολήν τῶν μυρίων ταλάντων, &2, Μίν.Ε.Π. τ. 51. σ.21.

[105]Χρυσοστ., Εἰς τόν Ἅγιον Παῦλον, ὁμιλ. Δ΄, & 8, Μίν. Ε.Π.  50 σ.493.

[106]Χρυσοστ. , Εἰς τόν Ἅγιον Παῦλον ὁμιλία Δ΄,&8 ,Μίνι Ε.Π.50,493.

[107]Χρυσοστ.,Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν,& 1, Μίν. Ε.Π. 51,353.

[108]Χρυσοστ., Εἰς την παραβολήν τῶν μυρίων ταλάντων & 2 Μίν. Ε.Π.τ,51 σ.21.

[109]Χρυσοστ. , Ἑβραίους  ὁμιλ. Ζ΄,&1, Μίν.Ε.Π. 63, 61.

[110]Χρυσοστ. ,Ὁμιλία εἰς τόν ναόν τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ,&1, Μίνι Ε.Π. 63,486.

[111]Χρυσοστ. , Β` Θεσσαλ. ὁμιλ. Β΄, & 4, Μίν.Ε.Π. 62, σ.488.

[112]Χρυσοστ. , Β΄ Τιμ. ὁμιλ. Δ΄., &2, Μίν.Ε.Π. 62, 621.

[113]Χρυσοστόμου, ΙΣΤ`η ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π. 49,169 γ..

Ὑποσημείωσις: Διακρίνομεν  ἀρκετάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου αἱ ὁποῖαι ὡς κέντρον ἔχουν τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ὡς εἶναι αἱ ὁμιλίαι<<κατά Ἰουδαίων>>, <,κατά Ἀνομίων>>, καί ἄλλων αἱρετικῶν. Ἐπίσης αἱ ὁμιλίαι εἰς τό <<γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος>>, εἰς τήν <<Βάπτισιν>>, εἰς τήν <<Σταύρωσιν, τά πάθη καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καθώς καί ἄλλας παρομοίας  ὁμιλίας. Εἰς δέ τά ἑρμηνευτικάς ὁμιλίας  πάντοτε δοθείσης εὐκαιρίας  ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑρμηνείας σχετικῶν χωρίων δέν παραλείπει νά περιστρέφεται πέριξ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίουκαί νά ἀναπτύσῃ δογματικήν ἤ ἠθικήν ἤ ἀπολογητικήν ὑπέρ  τῆς θεότητας Αὐτοῦ διδασκαλίαν.

[114]Εἰς τον Ἅγιο Παῦλο ὁμιλ. Δ΄, & 8, Μίν.Ε.Π.50,493. Περί ὁμοουσίου λόγος ΙΒ΄, Μίν.Ε.Π. 48,801.

[115]Ὑποσημεῖωσις . Σχετικάς ὁμιλίας περί τῆς προσωπικότητος τοῦ ἱεροκήρυκος εἱς τόν ἱ. Χρυσόστομον ἀπαντῶμεν τάς ἑξῆς.

α)Περί τῶν διδασκάλων ὅτι δεῖ μετά λόγου καί ἀρετῆς  ἐπιμελεῖσθαι.ΣΤ` ὁμιλία εἰς τάς Πράξεις . Μίν.Ε.Π. 60,431.

β) Περί διδασκάλων ὁποίους  χρή  εἶναι, Α` ὁμιλία εἰς τήν πρός Τίτον ἐπιστολήν,Μίν.Ε.Π.62,633.ἀναπτύσει διά πολλῶν σωματολογίαν καί ἀνατομίαν.

γ)Ὁποῖον χρῆ εἶναι τόν διδάσκαλον, ΚΘ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, Μίν. Ε.Π. 60, 653.

δ)Ὅτι δεῖ τόν διδάσκαλον ζέειν ἐν τῷ πνεύματι, βίον ἄληπτον ἔχειν , οἰκονομικόν εἶναι, ΣΤ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους , Μίν.Ε.Π.62,43.

ε)Περί παραραγγελίας καί διδασκαλίας ,ΙΓ`ὁμιλία εἰς Α`Τιμοθέου. Μίν. Ε. Π., 62, 563.

στ)Περί τοῦ μή ζητεῖν παρ'ἀνθρώπων δόξαν καί ἔπαινον καί προτιμᾶν τήν τῶν μαθητῶν σωτηρίαν, ΚΘ`. ὁμιλία εἰς  Β` Κορινθ. Μίν.Ε.Π. 61,595.

ζ) Περί τῆς τῶν Ἀποστόλων διδαχῆς , Δ`. ὁμιλία εἰς τάς Πράξεις. Μίν.Ε.Π.61,27.

η)Ὅτι δεῖ  εἰδέναι ἀκριβῶς τά περί τῆς πίστεως ὥστε δύνασθαι καί πρός τούς ἐρωτῶντας ἀποκρίνεσθαι, ΙΖ` ὀμιλία, εἰς Ἰωάννην, Μίν.Ε.Π.  59, 707.

[116]Ματθ. 18,6. Λουκᾶ17,2

[117]Χρυσοστόμου. ΚΘ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους, Μίν.Ε.Π.60,655β.

[118]Χρυσοστόμου, Η``  ὁμιλία εἰς τάς Πράξεις, Μίν.Ε.Π.60, 75.

[119]Χρυσοστόμου,Ὁμιλία εἰς ἀνομίους περί ἀκαταλήπτου, Μίν. Ε.Π. 48,712.

[120]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία, <<ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη>>, Μίν.Ε.Π. 48,693.

[121]Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τόμ. Θ`, 75.

[122]Φλορόφσκη Γ., Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. <<Ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης>>. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>,(Ἁθῆναι1955) ,τόμος ΙΗ, σ. 5.

[123]Χρυσοστόμου,  Κ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν, Μίν.Ε.Π 62, 146.

[124]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π.49,103α.

[125]Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τόμ.  Β` σελ. 105.

[126]Χρυσοστόμου, ΛΓ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους , Μίν.Ε.Π. 61, 284γ.

[127]Χρυσοστόμου, ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας, Μίν. Ε.Π. 52, 428  β.

[128]Χρυσοστόμου, ΛΓ` ὁμιλία εἰς τόν Ματθαῖον, Μίν.Ε.Π.57,387.

[129]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας Μίν.Ε.Π.49, 103-187. ΛΓ ὁμιλ. εἰς Ματθαῖον Μίν.Ε.Π.57, 387. ΜΔ` ὁμιλ. εἰς Πράξεις, Μίν.Ε.Π. 60, 307,150-190.

[130]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης  λόγος Ε`, Μίν. Ε.Π.48, 676.

[131]Χρυσοστόμου, ΙΖ` ὁμιλία εἰς τήν Α` πρός Τιμ., Μίν.Ε.Π.62,591α.

[132]Ἔνθ. ἀνωτ.

[133]Χρυσοστόμου . Περί ἐλεημοσύνης  λόγος Γ`. Μίν.Ε.Π. 48,650α.

[134]Χρυσοστόμου. Περί Ἱερωσύνης λόγος Δ` , Μίν. Ε.Π. 48, 670.

[135]Χρυσοστόμου Ἅπαντα τόμ.Ι`, 265.

[136]Χρυσοστόμου, ΜΣΤ` ομιλ. εἱς Ματθαῖον, Μίν.Ε.Π.48, 670.

[137]  Ἐνθα ἀνωτ.  58, 480γ.

[138]Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς ρήτωρ καί διδάσκαλος . (Τεργέστη 1898) σ. 16.

[139]  Χρυσοστόμου, Γ` ὁμιλ. εἰς τήν Α  πρός Κορινθ. , Μίν. Ε.Π. 61,29α.

[140]Χρυσιστλομου, ΣΤ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους, Μιν.Ε.Π60,440α.

[141]  Ἔνθα ᾶνωτ.

[142]Χρυσοστόμου , Περί ἱερωσύνης  λόγος Δ` , Μίν.Ε.Π. 48, 672γ.

[143]Χρυσοστόμου , Περί ἱερωσύνης  λόγος Δ`.Μίν. Ε.Π. 48,672.

[144]Ἔνθα ἀνωτ.

[145]Ἔνθ. ἀνωτ.

[146]Χρυσοστόμου , Περί ἱερωσύνης Λόγος Ε`, Μίν.Ε.Π.48,678.

[147]  Ἔνθ. ἀνωτ.

[148]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης Λόγος Ε`, Μίν.Ε.Π. 48,673.

[149]Χρυσοστόμου, ΙΖ` ὁμιλία εἰς Ἰωάννην, Μίν.Ε.Π.59, 112.

[150]Χρυσοστόμου, ΙΖ`ὁμιλία εἰς Ἰωάννην, Μίν.Ε.Π. 59,112.

[151]Χρυσόστομου, Περί ἱρωσύνης Λόγος Δ`, Μιν. Ε.Π.48,666.

[152]  Ἔνθα ἀνωτ.

[153]Χρσοστόμου .Περί ἱερωσύνης λόγος Ε`, ΜίνΕ.Π. 48, 675.

[154]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Ε` , Μίνι Ε.Π. 48,675.

[155]Ἔνθα ἀνωτ.

[156]Χρυσοστόμου. Περί ἱερωσύνης λόγος Δ`, Μίν.Α.Π. 48,668.

[157]  Ἔνθα ἀνωτ.  

[158]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Ε`.Μίν. Ε.Π 48, 673.

[159]Χρυσοστόμου , Περί ἱερωσύνης λόγος Ε`,  Μίν.Ε.Π.48,671-672.

[160]  Ἔνθ. ἀνωτ.

[161]Χρυσόστόμου. Περί ἱερωσύνης λόγος Ε`,  Μίν. Ε.Π.Μίν.48,676.

[162]Χρυσοαστόμου, Λόγος εἰς Καλένδας, Μίν Ε.Π.  48,962γδ.

[163]Χρυσοστόμου,  Περί ἰερωσύνης λόγος Δ`Μίν. Ε.Π. 48. 669γ.

[164]  Ἔνθ. ἀνωτ.

[165]Χρυσοστόμου, ΚΘ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους, Μίν. Ε.Π. 60, 654δ.

[166]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Ε` , Μίνι Ε.Π. 48,675.

[167]Καλλινίκου Κ.,Πρακτικαί ὁμιλίαι, πρόλογ.Παπαμιχαῆλ Γ. Ἀθῆναι 1926, κστ.

[168]Φωτίου βιβλιοθήκη Ἀνάγν  ροβ`.ρογ`.ροδ`.

[169]Χρυσοστόμου, ΙΕ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π. 49, 160.

[170]Χρυσοστόμου, Ὅμιλια εἰς Εὐτρόπιον, Μίν.Ε.Π.51,391.

[171]Χρυσοστόμου . Ὁμιλία περῖ <<ὁμοουσίου>>,Μίν. Ε.Π.48,768.

[172]Χρυσοστόμου. ΚΕ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, Μίν.Ε.Π60,627.

[173]Ὕποσημείωσις:Ὁ ἀείμνηστος Βενιαμήν -Ιωαννίδης εἰς τό ἔργον του <<Ἡ ρητορεία τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων>> χαρακτηρίζει τόν ἱ. Χρυσόστομον ὡς ἀπαράμιλλον τοῦ σφορδροῦ καί ἀναγωνίου χαρακτῆρος, διότι μετά πολλής ἀγανακτήσεως καί παρρησίας κτυπᾶ τήν κακίαν καί ἐπιτίθεται δρυμέως  κατά τῶν αἰσχρῶν συνηθειών καί παθῶν τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχής του (501Ἱεροσόλυμα1869 )σ.501.

[174]Χρυσόστομου, ΙΑ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν. Μίν.  Ε.Π.60,491. Ἴδε καί σχετικά καί εἰς τήν Ζ` ὁμιλία  πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν Μίν, Ε.Π. 62,443, ἔνθα  καταφέρεται κατά τῆς ὑπερπολτέλειας.

[175]Ἐνθα ἀνωτ. σελ.32.

[176]Χρυσοστόμου, ὁμιλια ΛΔ`εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον , Μίν.Ε.Π.59,195.

[177]Χρυσοστόμου,Ὁμιλία περί τῶν ἀγώνων καί ἄθλων τοῦ μακαρίου Ἰώβ. Μίν.Ε.Π. 56, 563.

[178]Χρυσοστόμου, ΝΘ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον. Μίν. Ε.Π. 58,574γ.

[179]Χρυσοστόμου, Η ὁμιλία εἰς Ἐφεσίους. Μίν. Ε.Π. 62, 55.

[180]  Χρισοστόμου, Ὁμιλία ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη .Μίν.48, 699α.

[181]Χρυσόστομου , ΝΘ`η ὁμιλία εἰς Ματθαῖον. Μιν.Ε.Π. 58,574.

[182]  Χρυσόστομου, ὁμιλία ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη .Μίν. Ε.Π.48, 699.

[183]Χρυσοστόμου,  Λόγος εἰς << καλένδας>>. Μίν. Ε.Π.48, 960β.

[184]Ἔνθα ἀνωτ., Μίν.Ε.Π.48,960α.

[185]Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἀπ. Παῦλον, Μίν.Ε.Π. 50, 473

[186]Χρυσοσ..Λόγος Β` ἐπανελθόντος ἐκ τῆς προτέρας ἐξορίας , Μίν.Ε.Π.52, 445α.

[187]  Χρυσοστόμου,  ὁμιλία εἰς τήν Γένεσιν

[188]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τόν σεισμόν,

[189]Χρυσοσ. Β`ὁμιλία ἐπανελθόντος ἐκ τῆς προτέρας ἐξορίας>>Μίν.Ε.Π.52,444δ.

[190]) Χρυσόστομος, Η` ὁμιλία εἱς Ἐφεσίους, Μίν.Ε.Π.62,59δ.

[191]Χρυσοστ. Ὁμιλία ἐπανελθόντος ἐκ τῆς προτέρας ἐξορίας. Μίν.Ε.Π.52,445.

[192]Ἔνθ ἀν.

[193]Χρυσόστομου,Αὁμιλία εἰς τούς ἁγ. Μακκαβαίους καί τήν μητέρα αὐτῶν, Μίν. Ε.Π.50,20δ.

[194]Χρυσιστόμου, ὁμιλία εἰς τήν Α` πρός  Θεσ/νικεῖς, Μιν.Ε.Π.62,391.

[195]Χρυσοστόμου,  Δ` ὁμιλία εἱς ἀνδριάντας, Μιν.Ε.Π. 49,45β.

[196]Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιο εἰς μάρτυρα Βαρλαάμ .Μίν.Ε.Π.50,677α.

[197]Χρυσοστόμου, ΣΤ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,23γ.

[198]Χρυσοστόμου, Ι` ὀμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,111δ.

[199]Χρυσοστόμου,Ὁμιλίας τῆς βασιλίδος μέσον νυκτός εἰς Μεγ. Ἐκκλησ. προσελθούσης. Μίν. Ε.Π.63, 467.

[200]Χρυσόστομου. Ἔγκώμιον εἰς Ἁγίους Πάντας Μίν. Ε.Π.50,709γ.

[201]Χρυσοστόμου, ΛΖ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον, Μίν.Ε.Π. 57, 426α.

[202]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π.48,1-220.

[203]Χρυσόστομου, Λόγος πρός τούς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων, Μίν.Ε.Π.49,364.

[204]Χρυσοστόμου, 35η ὁμιλία εἰς τάς Πράξεις Μίν.Ε.Π. 60,256γ.

[205]Χρυσοστόμου,Ὅμιλία ἐπενελθόντος ἐκ τῆς προτέρας ἐξορίας. Μίν.Ε.Π.52, 446γ.

[206]Χρυσοστόμου, ΛΕ` ὁμιλία εἰς τήν Α` Κορυνθ. Μίν. Ε.Π.61,313δ.

[207]Χρυσοστόμου, Α` ὁμιλία περί ἀκαταλήπτου, Μίν.Ε.Π.48,707α.

[208]Χρυσοστόμου Α` ὁμιλία  κατά Ἰουδαίων Μίν.Ε.Π.48,843.

[209]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τήν Ἀνάληψιν Μίν. Ε.Π.50,444α.

[210]Χρυσοστόμου, Λόγος πρός τοῦς ἀπολιμπάνοντας τῶν θείων συνάξεων.  Μίν. Ε.Π. 49, 364.

[211]Χρυσοστόμου, Ζ` ὁμιλία εἰς τήν πρός Κολασσαεῖς. Μίν.Ε.Π.62,350.

[212]Χρυσοστόμου, Ι`ὁμιλία εἰἘφεσίους ὡς καί εἱς  τόν 6ον λόγον περί ἱερωσύνης.

[213]Χρυσστόμου, Ἐγκώμιον εἰς Μελέτιον, Μίμ. Ε.Π 50,515.

[214]Χρυσοστόμου. Β` ὁμιλία  εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π. 49,37α, ἴδε σχετικά   56,114,καί 49,50δ

[215]Χρυσοστόμου, Δ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π. 49,61γ.

[216]Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος ΣΤ`. Μίν.Ε.Π.48, 689-690.

[217]Χρυσοστόμου,Εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου καί τόν ληστήν,Μίν. Ε.Π.49, 407.

[218]Χρυσοστόμου,Ὁμιλία ὅτε ἐπανελθόντος ἐκ τῆς προτεραίας ἐξορίας.Μίν.Ε.Π. 55,443.

[219]Χρυσοστόμου,  Ὁμιλίαι εἰς τούς ἀνδριάντας. Μίν. Ε.Π.49,15-222.

[220]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία <<ὅτε ἐπανελθόντος ἐκ τῆς  προτεραίας ἐξορίας>>, Μίν. Ε.Π.52, 443.

[221]Χρυσοστόμου, Ζ ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας. Μίν. Ε.Π.49,91γ

[222]Χρυσοστόμου , Λόγος Α` πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα. Μίν. Ε.Π.47,277.

[223]Χρυσοσόμου . Εἰς ἀνδριάντας ὁμιλίαι 11η, 15η, 16η Μίν.Ε.Π.49,153,172.

[224]Χρυσοστόμου, Α` ὁμιλία εἰς τήν . Β Τιμοθ. επιστ..Μίν.Ε.Π.62,599.

[225]Χρυσοστόμου, ΛΘ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον Μίν.Ε.Π.57,433. 58,787.

[226]Χρυσοστόμου, ΙΕ` ὁμιλία  εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,153δ-154α.

[227]Χρυσόστομου, Ε` ὁμιλία εἰς Θεσ/κεῖς, Μίν.62,471. ΟΕ` ομιλία εἰς τόν Ματθαίο, Μίν, Ε.Π.58,685. ΜΓ`ομιλία,57,455.ΜΕ`ὁμιλία εἰς ΙωάννηνΜίν. Ε.Π.55,251 καί 50,719. 57,207,445.

[228]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς ἀνδρειάντας, Μίν. Ε.Π.49,59-60,62-63καί 67.

[229]Χρυσοστόμου,  Ε ὁμιλά εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον, Μίν. Ε.Π.48,963.

[230]Χρυσοστόμου, ὅμιλία εἰς τόν Σταυρόν τοὑ Κυρίου, Μίν.Ε.Π.49,393-416.

[231]Χρυσοστόμου , ὁμιλία εἰς Εὐτρόπιον, Μίν.Ε.Π. 52,391 καί ἑξῆς.

[232]Χρυσοστόμου, ΙΓ`ὁμιλία εἰς Ἐφεσίους, Μίν. Ε.Π.62,97. ΙΒ ὁμιλία εἰς Φιλιππισίους  49,59-67 καί 57, 189.

[233]Χρυσοστόμου, ὁμιλία Δ` εἰς ἀνδρειάντας, Ε.Π.49,60γ.

[234]Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς Εὐτρόπιον, Μίν.Ε.Π52,391.

[235]Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς ἀνδρειάντας, Μίν.Ε.Π.49,15-222.

[236]Χρυσοστόμου, ὁμιλία  εἰς τόν σεισμόν καί εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον, Μίν. Ε.Π. 48,1027.

[237]Χρυσοστόμου, ὁμιλία<<Ὅτε Σαντορῖνος καί Αὐρήλιος ἐξωρίσθησαν  καί Γαϊνᾶς ἐξῆλθε ἔξω τῆς πόλεως>>,Μίν. Ε.Π.53,413.

[238]Χρυσιστλομου, Δ` ὁμιλία εἰς Ἠσαϊαν, Μίν.Ε.Π.56,70.

[239]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς ἀνδρειάντας, Μίν.49,103γ.

[240]Χρυσόστομος . Μίν. Ε.Π.63,467.

[241]Χρυσοστόμου, Κ` ὁμιλία εἰς Ἐφεσίους, Μιν.Ε.Π.62, 146γ.

[242]Χρυσοστόμου, Θ` ὁμιλία εἰς τούς ἀνδρειάντας, Μίν. Ε.Π.49,103.

      Σημείωσις.Μετά πολλῆς ἀγάπης ἐξεδηλοῦτο ὅσάκις  ἐχωρίζετο ἐπ'ἀρκετόν  ἐκ τοῦ ἀκροατηρίου του καί ἐπανήρχετο εἰς τόν ἄμβωνα. Ἴδε σχετικά  λόγον <<Περί μετανοίας, ἐξ ἀγροῦ ἐπανελθόντος>>.Μιν.Ε.Π.49,277.

[243]Χρυσοστόμου ,ΙΓ` ὁμιλία  εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π. 49, 139γ.

[244]Φλορόφσκη Γ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ προφήτης ῆς ἀγάπης. Περιοδικόν <<Ἀκτῖνες>>. (Ἀθῆναι1955) ἔτος ΙΗ σελ.5.

[245]Χρυσοτόμου,Ὁμιλία εἰς ἀπολιμπανομένους τῶν θείων συνάξεων, Μίν. Ε.Π. 49,364δ.

Ὑποσημείωσις: Διακρίνομεν  ἀρκετάς ὁμιλίας τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου αἱ ὁποῖαι ὡς κέντρον ἔχουν τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ὡς εἶναι αἱ ὁμιλίαι<<κατά Ἰουδαίων>>, <,κατά Ἀνομίων>>, καί ἄλλων αἱρετικῶν. Ἐπίσης αἱ ὁμιλίαι εἰς τό <<γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος>>, εἰς τήν <<Βάπτισιν>>, εἰς τήν <<Σταύρωσιν, τά πάθη καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καθώς καί ἄλλας παρομοίας  ὁμιλίας. Εἰς δέ τά ἑρμηνευτικάς ὁμιλίας  πάντοτε δοθείσης εὐκαιρίας  ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑρμηνείας σχετικῶν χωρίων δέν παραλείπει νά περιστρέφεται πέριξ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου καί νά ἀναπτύσῃ δογματικήν ἤ ἠθικήν ἤ ἀπολογητικήν ὑπέρ  τῆς θεότητας Αὐτοῦ διδασκαλίαν.

[246]Χρυσιστόμου,  Α`  ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας. Μίν. Ε.Π. 49,17β.

[247]Χρυσοστόμου, Β` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,39β.

[248]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π.52,391,473.  49,261.

[249]Χρυσοστόμου , Ε` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν. Ε.Π. 49,79α.

[250]Χρυσοστόμου, ΠΗ` ὁμιλία εἰς Ματθαῖον , Μίν. Ε.Π.58,779-780.

[251]Χρυσοστόμου, Ἄπαντα τόμ. Δ` 675 καί Γ`357.

[252]Χρυσοστόμου, Δ` ὁμιλία εἰς Λάζαρον, Μίν. Ε.Π. 48,1042β.

[253]Χρυσοστόμου, περί Μετανοίας ,Μίν. Ε.Π. 49, 263,298. 50,474. 55,527,565,575. 57,193. 60,183,267,681,699, 705, 765. 61,417.  63, 95,101,109,589, 834, 893.

[254]Χρυσοστόμου, Δ` ὁμιλία  περί εὐχῆς καί μετανοίας, Μίν. Ε. Π. 299γ.

[255]Χρυσοστόμου, Ἔνθα ἀν. Περί μετανοίας.

[256]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς καλένδας, Μίν. Ε.Π. 48, 965.

[257]Χρυσοστόμου, ΙΓ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μῖν. Ε.Π. 49,135β.

[258]Χρυσοστόμου, Ζ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας Μίν. Ε.Π.49,135β.

[259]Χρυσοστόμου, Γ` ὁμιλία .εἰς Ἰωάννην, Μίν. Ε.Π.59,101.

[260]Χρυσοστόμου. ΝΖ` ὁμιλία. εἰς Ματθαῖον Μίν. Ε. Π.58, 557.

[261]Χρυσστόμου. Μιν. Ε.Π. 53,90.

[262]Χρυσοστόμου. Μίν. Ε.Π.53,28.

[263]Φιλαρέτου ἐπισκόπουΤσερνιγόβου. Ἱστορική διδασκαλία περί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐξελληνισθεῖσα ὑπό Νεοφύτου Παγιδά (Ἱεροσ1886)σ.453-454).

[264]Χρυσιοστόμου. Μίν.Ε.Π. 49,58γ.

[265]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π.48,693.

[266]Χρυσόστομος.Μίν.Ε.Π.63,467.

[267]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π.52,443.

[268]Χρυσοστόμου ΣΤ` ὁμιλία εἰς ἀδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,81 ἑξ.

[269]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π49,93.

[270]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π.49,313.

[271]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π.49,17.

[272]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π. 49,39 καί ἑξῆς.

[273]Χρυσόστομος. ΜίνΕ.Π.51,271,281,289.

[274]Χρυσόστομος . Μίν.Ε.Π.51,131:

[275]Χρυσόστομος. ΜίνΕ.Π.51, 132.

[276]Χρυσοστόμου, Ι` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας Μίν. Ε.Π. 49, 111.

[277]Χρυσοστόμου, Περὶ ἀκαταλήπτου, ὁμιλία Α, Μίν. Ε.Π. 48, 701. 

[278]Χρυσόστομος. Μίν.Ε.Π. 53, 21,39,105,118,,282.

[279]Χρυσιστόμου, Ὁμιλία,Ὅτι  χρήσιμος ἡ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις.Μίν. Ε.Π.51,87. 

[280]Χρυσοστόμου , ὁμιλία εἰς Λάζαρον, Μίν.Ε.Π.48,779 καί 48,67,96 ἑξ.

[281]Χρυσοστόμου. Γένεσις, ὁμιλ. ΛΖ,΄ &1, Μίν.Ε.Π. 53, 347.

[282]Χρυσιστόμου, Πρός τούς ἐγκαλέσαντας ὑπέρ του μήκους των προοιμίων, &3 Μιν.Ε.Π. 51, 137.

[283]Χρυσοστόμου. Γένεσις,ὁμιλ. Γ, &΄1, Μιν. Ε,Π. 53, 31.

[284]Χρυσοστόμου, Γένεσις, ὁμιλ. ΞΖ,΄&1, Μιν. Ε.Π.54,571.

[285]Χρυσοστόμου. Γένεσις, ὁμιλ.  Ι΄,  &3, Μίν Ε.Π.53,84.

[286]Χρυσοστόμου, Γένεσις, ὁμιλ. Θ΄ &1, Μίν. Ε¯Π. 53,76.

[287]Χρυσοστόμου, ὁμιλία πρός τούς ἐγκααλέσαντας ὑπέρ τοῦ μήκους τῶν προοιμίων Μίν. Ε.Π.51, 137α.

[288]Χρυσοστόμου., Ὁμιλία  πρός τούς ἐγκατλείψαντας τήν ἔκκλησίαν καί αὐτομολήσαντας πρός τάς ἱπποδρομίας καί τά θέατρα,Μίν.Ε.Π.56,263.

[289]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς τόν σεισμόν καί εἰς τό πτωχόν Λάζαρον, Μίν.Ε.Π.48, 1027.

[290]Χρυσόστομος. Μίν . Ε.Π.49,33,161.

[291]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος. Μίν.49,351.

[292]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς τήν Πεντηκοστήν. Μίν. Ε.Π.50,453,463

[293]Χρυσόστομος.,Μίν. Ε.Π. 49,59β 

[294]Χρυσοστόμου, Λόγος περί ἐλεημοσύνης , Μίν.Ε.Π.51,261.

[295]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ἐπανελθ. ἐκ τῆς προτέρας ἐξορίας, Μίν. Ε. Π. 52, 443.

[296]Χρυσοστόμου. Ὁμιλία εἰς τήν παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος. Μίν.Ε.Π.51,17.

[297]Χρυσόστομος Μίν.Ε.Π. 53, 54.

 [298]Χρυσοστόμου.  Ὅτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη &1. Μίν. Ε.Π.48,693.

[299]Χρυσοστόμου,Λόγος εἰς τήν νεωτέραν χηρεύουσαν. Μίν.Ε.Π.48,600δ

[300]Χρυσλοστομος. Μίν.Ε.Π. 49,17.

[301]Χρυσοστόμου, Λόγος Β` εἰς τόν Λάζαρον, Μίν.Ε.Π.48,982.

[302]Τρεμπέλα Π., Ὁμιλητική, (Ἀθῆναι1950) , σελ. 47.

[303]Χρυσοστόμου, Λόγος περί ἀκαταλήπτου. Μίν.48,719γ.

[304]Χρυσοστόμου, Β` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίν.Ε.Π.49,39.

[305]Ἰωαννίδου Βεν.Ρητορία τῶν ἕλλήνων τῆς Ἑκκλησίας Πατέρων. (Ἱεροσόλυμα 1869) σελ. 343.

[306]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π. 49,145-150.

[307]Χρυσοστόμου, Α`ὁμιλία περί μετανοίας, Μίν.Ε.Π.49,284.

[308]Χρυσοστόμου,ὅμιλία πρός τούς ἐγκαλέσαντας ὑπέρ  τοῦ μῆκους τῶν προοιμίων καί ὅτι χρήσιμον φέρειν ἐλέγχους. Μίν.Ε.Π.51,133.

[309]  Ἔνθα ἀνωτ.

[310]  ἔνθα ἀνωτ.

[311]Χρυσοστόμου. ἔνθα ἀνωτ.

[312]Χρυσοστόμου << Καί ἡ ὒβρις καί ἡ ἐπιτίμησις εἰς ἒν ὁράτω μόνον, αὐτοῦ τήν ὠφέλειαν>.               Χρυσοστόμου, Ἑβρ. ὁμιλ. ΚΓ΄,4, Μίν. Ε.Π. 63,159.

[313]Χρυσοστόμου Α΄ὁμιλία << εις Ευτρόπιον>>,&2, Μίν.Ε.Π. 52,391.

[314]Χρυσοστόμου , Λόγος Α΄ εἰς τὸν φτωχὸν Λάζαρον Μίν.  ΕΠ. 48,963.

[315]Χρυσοστμου    ,Ὁμιλία.εἰς τό Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω.., &1, Μίν.Ε.Π.51,31.

[316]Χρυσοστόμου , Α` Τιμ. ὁμιλία 2, Μίν. Ε.Π.62,  510.

[317]  Χρυσοστόμου, Γαλάτας. κεφ. Α΄ &,8,Μίν. Ε.Π 61,  611.   

[318]Χρυσοστόμου,   Ματθ. ὁμιλ.ΛΘ`, &2, Μίν.Ε.Π.57,437..

[319]Χρυσοστόμου , Φιλιππισίους. λόγος Ζ΄, Μίν.Ε.Π.62,529.

[320]Χρυσοστόμου, ΜΔ` ὁμιλία εἰς τήν Α` πρός Κορινθ, Μίν. Ε.Π.61,379.

[321]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π.50,653.

[322]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς τούς νηστεύοντας τήν Ἰουδαϊκήν νηστείαν, Μίν. Ε.Π. 48, 861β.

[323]Χρυσοστόμου , ΣΤ` ὁμιλία εἰς ἀνδριάντας, Μίγν.Ε.Π. 49, 87β.

[324]Χρυσόστιμος, Μίν.Ε.Π. 50, 654.

[325]Χρυσόστομος  Μίν. Ε.Π. 48, 707δ.

[326]Χρυσοστόμου., Περί ἱερωσύνης λόγος Δ, Μίγν. 48, 673δ.

[327]Ἔνθ. ἀνωτ.

[328]Χρυσόστομος , Μίγν. Ε.Π. 48, 770δ.

[329]Χρυσοστόμου, ΙΑ` ὁμιλία εἰς Ἰωάννην, Μιγν. Ε.Π.59,78

[330]Χρυσοστόμου,  ΚΣΤ` ὁμιλία εἰς Πράξεις ,Μίγν. Ε.Π. 60,203γ.

[331]Χρυσόστομος,  Μιν.Ε.Π. 49, 93.

[332]Χρυσόστομος , Μίγν. Ε.Π.61,179 β-γ ἴδε καί 54,669.

[333]Δημοσθένους ,Λόγος Α Ὀλυνθιακός .

[334]Χρυσόστομος, Μίν.Ε.Π. 49,79.

[335]Χρυσοστόμου, ΟΘ` ὁμιλία εἰς Ματθ. , Μν.Ε.Π.58,711.

[336]Χρυσοστόμου., Κ` ὁμιλία Ἐφεσίους, Μίν. Ε.Π.62,137 κ. ἑξ.

[337]Χρυσόστομος, Μίν. Ε.Π. 58, 717.

[338]Χρυσοοστόμου, Ὁμιλία,Ὅτε ἀπήει ἐν τῇ ἐξορίᾳ Μίν.Ε.Π.52, 496 δ.

[339]Χρυσόστομος , Μίν. Ε.Π. 62, 16α.

[340]Χρυσοστόμου, Γ` ὁμιλία εἰς Ἠσαϊαν, Μίν.Ε.Π. 56, 54 .

[341]Χρυσόστομος .Μίν.Ε.Π.50, 463-464 ὁμοίως καί 49, 284.

[342]Χρυσόστομος ,Μίγν. Ε.Π.49, 136γ.

[343]Χρυσόστομος, Μίγν. Ε.Π.49, 351.

[344]Χρυσόστομος, Μίν. Ε.Π. 49, 58γ.

[345]Ἴδε προτρεπτικούς ἐπιλόγους Χρυσοστόμου Μίγν.Ε.Π.49, 47α. 48, 1006. καί 4η ὁμιλία περί μετανοίας καί εὐχῆς, Μίν.49, 306γδ.

[346]Χρυσοστόμου, ΙΘ` ὁμιλία εἰς Γένεσιν, Μίν.Ε.Π.53, 166.

[347]Χρυσόστομος, Μίγν.  Ε.Π.  49, 68, 80, 92, 102, 110, 118, 126, 135, 152, 161.

[348]Χρυσοσ.,Περίβαπτίσματος .ΜίνΕ.Π 49, 369δ-370. Περίἀκαταλήπτου Μίν.Ε.Π.48,726γ-728.

[349]Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρός τούς ἐγκαλοῦντας ὑπέρ τοῦ μήκους τῶν εἰρημένων, Μίν.Ε.Π.51,123.

[350]Υποσημείωσις .Ὅσαι ἐργασίαι του ἔμελλον νά ἀναγνωσθοῦν  εἶναι ὁλόκληραι πραγματεῖαι, ὅπως π. χ. πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα, περί παρθενίας, περί ἱερωσύνης κ.λ.π. Αἱ ἀπαγγελθεῖσα  κατά τάς ἑσπερινάς ὥρας μετά τό δεῖπνον  ὁμιλίαι εἰς τούς ἀνδριάντας, εἶναι  μικροτέρου μήκους, ἀλλά μεγαλύτεραι τῶν γενομένων κατά τήν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας. Δέν εἶναι ἀπόλυτον τοῦτο διότι πολλαί ὁμιλίαι του ὑπερβαίνουν καί αὐτάς τάς μακροσκελεῖς διαλέξεις, ὅπως π.χ. αἱ ὁμιλίαι κατά Ἰουδαίων, περί ἀκαταλύπτου κλπ. Ἡ δέ Ε` ὁμιλία κατά Ἰουδαίων ἦταν  τόσον μακρά,  πού κατελήφθη ὑπό βραχνάδας.

[351]Ἔνθ. ἀνωτ.

[352]Χρυσοστόμου, ὁμιλία εἰς τούς λέγοντας ὅτι οἱ δαίμονες τά ἀνθρώπινα διοικοῦσι, Μίν. Ε.Π. 49, 246α.

[353]Χρυσοστόμου, περί ἀκαταλήπτου,  Μίν. Ε.Π. 48, 707γ.

[354]Χρυσοστόμου, Ἅπαντα τόμ. Η`, 174.

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...