– Γέροντα, μερικοὶ θεωροῦν φαρισαϊσμὸ τὸ νὰ πηγαίνη κανεὶς στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ὑστερῆ στὴν ἀγάπη καὶ τὴν θυσία.
– Ἔ, ποῦ τὸ ξέρουν; Εἶναι σίγουροι γι᾿ αὐτό;
– Ἔτσι κρίνουν.
– Ὁ Χριστὸς τί εἶπε; «Νὰ κρίνετε»[1]; Ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ μὴ δίνη στὸν τσιγγάνο, γιατὶ ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του ἕναν ἄρρωστο ποὺ ἔχει μεγάλη ἀνάγκη καὶ θὰ βοηθήση ἐκεῖνον. Τὸν τσιγγάνο κάποιος περαστικὸς θὰ βρεθῆ νὰ τοῦ δώση κάτι, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν θὰ τοῦ δώση κανένας. Πῶς βγάζουν συμπεράσματα, χωρὶς νὰ ξέρουν; Φαρισαϊσμὸς εἶναι, ὅταν κάποιος κάνη τὴν καλωσύνη φανερά, γιὰ νὰ τὸν ἐπαινέσουν.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν τὸ 1957 στὸ Ἰδιόρρυθμο[2], ἔδιναν γιὰ κάθε διακόνημα, ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο δύσκολο ἦταν, μιὰ εὐλογία. Ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχε στὰ μοναστήρια λειψανδρία, ἦταν μερικοὶ Πατέρες ποὺ εἶχαν δυνάμεις καὶ ἀναλάμβαναν πολλὰ διακονήματα καὶ ἔπαιρναν περισσότερες εὐλογίες, ἀλλὰ τὶς ἔδιναν. Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν «σπάγκο», γιατὶ δὲν ἔδινε. Ὅταν πέθανε αὐτὸς ὁ μοναχός, μαζεύτηκαν στὴν κηδεία του ταλαίπωροι ἄνθρωποι ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ τὴν Χαλκιδική, ἀπὸ τὴν Μεγάλη Παναγία, ἀπὸ τὸ Παλαιοχώρι, τὸ Νεοχώρι, καὶ τὸν ἔκλαιγαν. Αὐτοὶ εἶχαν βόδια καὶ κουβαλοῦσαν τὴν ξυλεία, τοὺς γρεντέδες, γιατὶ τότε ἡ μεταφορὰ γινόταν μὲ τὰ βόδια – μὴ βλέπης τώρα ποὺ γίνεται μὲ αὐτοκίνητα, μὲ τριαξονικά! Τί ἔκανε αὐτὸς ὁ καημένος; Μάζευε–μάζευε τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔδιναν γιὰ τὰ διακονήματα ποὺ ἔκανε καί, ὅταν ἔβλεπε ἕναν οἰκογενειάρχη ποὺ εἶχε μόνον ἕνα βόδι ἢ ψοφοῦσε τὸ βόδι του, τοῦ ἀγόραζε ἕνα βόδι. Καὶ τότε τὸ νὰ ἀγοράσης ἕνα βόδι ἦταν μεγάλο πράγμα· στοίχιζε πέντε χιλιάδες δραχμές, ἀλλὰ τὰ χρήματα ἦταν γερά. Οἱ ἄλλοι Πατέρες ἔδιναν πέντε δραχμὲς στὸν ἕναν φτωχό, δέκα στὸν ἄλλον, κανένα εἰκοσάρικο στὸν ἄλλον, ἔκαναν δηλαδὴ τέτοιες καλωσύνες καὶ φαίνονταν. Ἐκεῖνος καθόλου δὲν φαινόταν, γιατὶ δὲν ἔδινε ὅπως ἔδιναν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ τὰ μάζευε καὶ βοηθοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἔλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» καὶ πῆρε τὸ ὄνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή! Καὶ τελικά, ὅταν πέθανε, μαζεύτηκαν οἱ καημένοι καὶ ἔκλαιγαν. «Μὲ ἔσωσε!», ἔλεγε ὁ ἕνας, «μὲ ἔσωσε!», ἔλεγε ὁ ἄλλος. Γιατὶ τότε, ἅμα εἶχε ἕνα βόδι κανείς, μετέφερε τὴν ξυλεία καὶ ἔτρεφε τὴν οἰκογένειά του. Τὰ ἔχασαν οἱ Πατέρες! Γι᾿ αὐτὸ λέω, ποῦ ξέρεις τί κάνει ὁ ἄλλος;
– Γέροντα, ὅταν κάνη ἐλεημοσύνη κανείς, ἀλλὰ νιώθη ἕνα κενό, τί φταίει;
– Νὰ προσέξη μήπως κινεῖται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια. Ὅταν ἔχη καθαρὰ κίνητρα, αἰσθάνεται χαρά. Σὲ μιὰ πόλη ξέρετε τί ἔκαναν μιὰ φορά; Μοῦ τὸ ἔλεγε ἕνας γνωστός μου εὐλαβὴς δικηγόρος. Πλησίαζαν Χριστούγεννα καὶ εἶπαν μερικοὶ Χριστιανοὶ νὰ μαζέψουν διάφορα πράγματα, νὰ τὰ κάνουν δέματα καὶ νὰ τὰ μοιράσουν στὴν πλατεία στοὺς φτωχοὺς – ἦταν τότε μετὰ τὴν Κατοχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀνάγκη.
Τοὺς λέει ὁ δικηγόρος: «Ἀφοῦ ξέρουμε ποιοί εἶναι οἱ φτωχοί, καλύτερα νὰ τὰ δώσουμε ἀθόρυβα». «Ὄχι, τοῦ λένε, νὰ τὰ μοιράσουμε στὴν πλατεία εἰς δόξαν Θεοῦ, γιὰ νὰ δοῦν ὅτι ἐνδιαφερόμαστε». «Μὰ δὲν κάνει, τοὺς ξαναλέει αὐτός. Ποῦ τὸ βρήκατε γραμμένο νὰ γίνεται ἔτσι ἡ ἐλεημοσύνη;». Τὸ δικό τους ἐκεῖνοι· «εἰς δόξαν Θεοῦ...». Μὲ κανέναν τρόπο δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πείση. Ἀφοῦ εἶδε καὶ ἀπόκαμε, τοὺς ἄφησε.
Συγκέντρωσαν λοιπὸν τὰ δέματα στὴν μεγάλη πλατεία τῆς πόλεως καὶ ἀνακοίνωσαν κιόλας ὅτι ἐκεῖ θὰ μοιράσουν δέματα. Τὸ ἔμαθαν ὅλοι καὶ ὅρμησαν κάτι ἄνθρωποι μπαμπάτσικοι, σὰν γορίλλες, καὶ μάζευαν–μάζευαν, τὰ ἅρπαξαν ὅλα. Καὶ ἔτσι πῆραν τὰ δέματα ὅσοι ἦταν βάρβαροι καὶ δὲν εἶχαν οὔτε ἀνάγκη, καὶ οἱ καημένοι οἱ φτωχοὶ ἔμειναν μὲ ἄδεια χέρια. Μόλις πῆγαν οἱ ὑπεύθυνοι νὰ ἀντιδράσουν, τοὺς ἔδωσαν καὶ ἕνα ξύλο γερὸ «εἰς... δόξαν Θεοῦ!». Βλέπετε πῶς λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι! Σὲ ἕναν κοσμικὸ δικαιολογεῖται καὶ νὰ ὑπερηφανευθῆ καὶ νὰ κάνη διαφήμιση, ἀλλὰ στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ δικαιολογηθῆ;
– Γέροντα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν, ἀλλὰ εἶναι πονόψυχοι καὶ κάνουν καλωσύνες.
– Ὅταν ἕνας κοσμικὸς δίνη ἀπὸ καθαρὴ διάθεση καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, τότε ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἀφήση, ἀλλὰ κάποτε θὰ μιλήση στὴν καρδιά του. Μοῦ διηγήθηκε μιὰ φορὰ ἕνας γνωστός μου ποὺ ζοῦσε στὴν Ἑλβετία τὸ ἑξῆς περιστατικό: Μιὰ πλούσια ἄθεη κυρία ἦταν τόσο πονόψυχη, ποὺ εἶχε φθάσει σὲ σημεῖο νὰ μοιράση ὅλη τὴν περιουσία της σὲ φτωχοὺς καὶ πονεμένους, καὶ στὸ τέλος ἔμεινε πάμφτωχη. Τότε, ὅσοι εἶχαν βοηθηθῆ, φρόντισαν νὰ μπῆ στὸ καλύτερο Γηροκομεῖο.
Παρόλο ὅμως ποὺ ἔκανε τόσες καλωσύνες, παρέμενε ἄθεη. Πήγαιναν νὰ τῆς μιλήσουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν δεχόταν συζήτηση. Ἔλεγε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, ἕνας κοινωνικὸς ἐργάτης, καὶ ἄλλες τέτοιες θεωρίες. Ἴσως καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ εἶχε γνωρίσει νὰ μὴν τὴν εἶχαν βοηθήσει, γιὰ νὰ συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ζωή τους. «Κάνε προσευχὴ γι᾿ αὐτὴν τὴν ψυχή», μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου. Πάντως ἔκανε πολλὴ προσευχὴ καὶ ἐκεῖνος γιὰ τὴν μεταστροφή της. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου: «Μιὰ μέρα ποὺ πῆγα νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ στὸ Γηροκομεῖο, τὴν βρῆκα ὁλότελα ἀλλαγμένη. "Πιστεύω, πιστεύω", φώναζε». Τῆς εἶχε συμβῆ ἕνα γεγονὸς ποὺ τὴν ἀλλοίωσε· ζήτησε μετὰ νὰ βαπτισθῆ.
______________________________________
[1] Βλ. Ματθ. 7, 1· Λουκ. 6, 37 καὶ Ἰω. 7, 24.
[2] Μονή, ὅπου οἱ μοναχοὶ συμβιώνουν χωρὶς κοινὸ ἡγούμενο καὶ ἀκολουθοῦν προσωπικὸ πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καὶ διατροφῆς.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»), Εθνέγερσις