Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης
+ 12 Ιουλίου 1994
Πώς κλείνεται το "EΓΩ";
" .... Προσωπική εμπειρία με τον γέροντα Παίσιο, αρχές της δεκαετίας του 80... - Βρε παιδί μου μού λέει, δεν πάμε καλά γιατί κλείνουμε λάθος το ΕΓΩ.- Δηλαδή γέροντα;- Να, εμείς το κλείνουμε ΕΓΩ, ΕΣΥ, ΑΥΤΟΣ, ενώ το σωστό είναι ΑΥΤΟΣ, ΕΣΥ, ΕΓΩ ! Και θαύμασα τότε ..."φιλολογικώς", την ευφυολογία του - πολλοί από εμάς πού τον βλέπαμε τότε αρκετές φορές τον χρόνο, γιατί πεταγόμαστε ένα 24ωρο στο Άγιο Όρος, -1979 κι αργότερα, δεν είχαμε καταλάβει συνειδητά την Αγιότητα του, και το διηγούμουν σε όλους τούς φίλους μου, πολλά χρόνια όμως αργότερα, - ευτυχώς ζούσε, αν και άρρωστος ακόμη, κατάλαβα, "παιδαγωγικώ τω τρόπω " γιατί το είπε σε εμένα [ ή και σε μένα] αυτό.. Μεγάλος προορατικός και διακριτικός Γέροντας ! Την ευχή του να έχουμε..." (http://agioritis.pblogs.gr/2010/05/pws-kleinetai-to-rhma-egw-p-paisios.html)
Σύντομος Βίος του Γέροντος
Νεανική ηλικία
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομάζονταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων και η μητέρα του Ευλαμπία, ενώ είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι κάτοικοι των Φαράσων φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαπτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το όνομά του "για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του", όπως χαρακτηριστικά είχε πει. Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά και εν συνεχεία πήγε στην Κέρκυρα, όπου και διέμεινε για ενάμιση χρόνο στο Κάστρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο μικρός Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του "με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο". Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι από αυτή την ηλικία επεδείκνυε ιδιαίτερη κλίση προς το μοναχισμό, που διακαώς επιθυμούσε.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος εργάστηκε σαν ξυλουργός και εν συνεχεία, το 1945 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Το 1949 απολύθηκε.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στον κοσμικό βίο για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του και τότε ουσιαστικά εισήχθη στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν η Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές και εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει. Λίγο αργότερα αποχωρεί από τη μονή και κατευθύνεται στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Εκεί του διαβάστηκε η τελετή της ρασοευχής και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Ο Αβέρκιος, όπως ονομαζόταν πλέον, ξεχώρισε αμέσως για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του και τη ταπεινοφροσύνη, θεωρώντας εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς και ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή Φιλόθεου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετείται Σταυροφόρος, παίρνει το Μικρό Σχήμα και μετονομάζεται Παΐσιος χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο το Β΄. Το 1958 ύστερα από "εσωτερική πληροφόρηση" φεύγει για το Στόμιο Κονίτσης, όπου πραγματοποιεί σημαντικό αντιαιρετικό, ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο, στηρίζοντας τον τοπικό λαό στη δύσκολη εποχή που διένυε, με αιχμή το λόγο του ευαγγελίου. 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Φεύγοντας, μετακινήθηκε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Εκεί εργάστηκε ως ξυλουργός και επέδειξε υψηλό φρόνημα ελεημοσύνης, αφού ότι κέρδιζε από το διακόνημά του τα έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως δε, τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισηχθεί στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του αυτή την εποχή έχει αρχίσει να γίνεται γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τυχώνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τυχώνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τυχώνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρχηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με ομόλογο, όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν, ενώ γινόταν και αποδέκτης πολλών επιστολών. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες (ψυχικές ή σωματικές). Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα του συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Συνέχισε πάντα να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει ανθρώπους, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν ένα σκεύος εκλογής και αγιότητος, ένα άνθρωπο να μοιραστούν τα βάρη της ζωής.
Οι ασθένειες του Γέροντα και η κοίμησή του
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας παθαίνει ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του αφήνει μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Αργότερα, κάποια στιγμή όταν βρισκόταν στη φάση της πρέσας έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνείται να νοσηλευτεί και υπομένει την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε την σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες, για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται. Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
ΠΗΓΗ :
http://el.orthodoxwiki.org/%CE%93%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BD_%CE%A0%CE%B1%CE%90%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82