Ό άγιος Αυγουστίνος γεννήθηκε τό 354 στήν Ταγάστη, μικρή πόλη της Νουμιδίας (σημ.. Σοϋκ ‘Αράς, στήν Αλγερία). Ό πατέρας του, Πατρίκιος, μικρός γαιοκτήμονας πού άνηκε στους επιφανείς της πόλης, παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι λίγο πριν τον θάνατο του, αλλά ή μητέρα του, αγία Μόνικα [4 Μαίου], ήταν μία ένθερμη χριστιανή πού τον ενέγραψε, από παιδί ακόμη, στους κατηχουμένους και τον έπαιρνε τακτικά μαζί της στην εκκλησία για να τον καταρτίσει στα μυστήρια της Πίστεως. Ή βάπτιση, ωστόσο, όπως ήταν τό έθος τότε, αναβλήθηκε για αργότερα και το παιδί, όντας πολύ ζωηρό και απείθαρχο στις επιτιμήσεις της μητέρας του, απομακρύνθηκε από την Πίστη.
Προικισμένο με λαμπρή ευφυΐα, απέκτησε γρήγορα μεγάλη ευχέρεια στήν λατινική γλώσσα, άλλά επέδειξε επίμονη άρνηση νά μάθει τήν ελληνική και ή έλλειψη αυτή θά παρέμενε ένα κενό στήν θεολογική σκέψη του. Δεκαεπτά ετών εστάλη στήν Καρχηδόνα, τήν μητρόπολη της Αφρικής, νά παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής. Οι πειρασμοί της πόλης και οι κακές συναναστροφές τόν οδήγησαν σε άστατο βίο, ενώ συνδέθηκε με μία χριστιανή ή οποία του χάρισε έναν γιό, τόν Άδεοδάτο (372). Χάρις στήν ανάγνωση του Κικέρωνα, απομακρύνθηκε από τις μάταιες σπουδές νομικής και ρητορικής γιά νά στραφεί στήν αναζήτηση της Αληθείας και τής σοφίας- απογοητευμένος όμως από τήν φαινομενική ξηρότητα τής Βίβλου, έδειξε μεγαλύτερη συμπάθεια γιά τήν διδασκαλία των μανιχαίων, πού φάνηκε σε αυτόν νά συμφιλιώνει τόν Χριστό με τήν επιθυμία του νά αποκτήσει τήν σοφία αποκλειστικά μέσω του λογικού. “Εμελλε νά παραμείνει εννέα χρόνια αιχμάλωτος στά δίχτυα αυτής τής τόσο χονδροειδούς αίρέσως.
Μετά από σύντομη παραμονή στήν Ταγάστη, όπου δίδασκε γραμματική, αναχώρησε πάλι γιά τήν Καρχηδόνα, με σκοπό νά ανοίξει μία σχολή ρητορικής. Σύντομα όμως ή κακή συμπεριφορά των μαθητών του τόν έκανε νά αηδιάσει με τό επάγγελμα αυτό και άφοΰ έχασε τις ψευδαισθήσεις πού έτρεφε σχετικά με τόν μανιχαϊσμό, μετά από μία συζήτηση πού εΐχε με έναν από τους επισκόπους τους, τόν Φαύστο, με τό πνεύμα ανήσυχο και διψασμένο γιά αληθινή σοφία, πήρε τό πλοίο γιά τήν Ρώμη, όπου άνοιξε άλλη σχολή, ή οποία κι αυτή με τήν σειρά της δεν είχε επιτυχία. Μετά τήν ανάρρωση του από βαρειά ασθένεια, απέκτησε θέση δημόσιου ρήτορα στο Μιλάνο, όπου και εγκαταστάθηκε όνειρευόμενος ακόμη μία λαμπρή σταδιοδρομία στήν διοίκηση (384). Εκεί γνωρίσθηκε με τόν επίσκοπο άγιο Αμβρόσιο [7 Δεκ.], ό όποιος τόν κατέκτησε με τήν πραότητα και τήν χάρη του, κυρίως όμως με τήν λαμπρή εύγλωττία του και τις πνευματικές ερμηνείες τής Αγίας Γραφής πού άνοιξαν τήν καρδιά του στο βάθος του Λόγου του Θεού. Ή Μόνικα πού είχε έλθει νά τόν βρει, τόν έπεισε να εγκαταλείψει τήν παλλακίδα του και μάταια προσπάθησε να του εξασφαλίσει έναν καλό γάμο.
Ή φιλοσοφία, όπως και οι κοσμικές απολαύσεις, είχαν απογοητεύσει τόσο τον Αυγουστίνο, ώστε με οδύνη και αγωνία αναζητούσε τήν πηγή της αληθινής ευδαιμονίας. Ή ανάγνωση των νεοπλατωνικών φιλοσόφων τον έκανε να εγκαταλείψει τελεσίδικα τον μανιχαϊσμό και του επέτρεψε να στραφεί σε μια εσωτερική αναζήτηση του πνευματικού βίου. Σε αντιδιαστολή, ωστόσο, με τους φιλόσοφους αυτούς, αυτή ή εσωστρέφεια δεν ήταν γι’ αυτόν μία μάταιη θεωρητική αναζήτηση, άλλα έπαιρνε τήν μορφή μίας διάπυρης ζήτησης του σαρκωθέντος Θεού, τον όποιο αποδεχόταν διανοητικά, άλλα τον όποιο ή καρδιά του δεν ένιωθε ακόμη. Τότε άκουσε να γίνεται λόγος για τον βίο του άγιου Αντωνίου του Μεγάλου, τον οποίο συνέγραψε ο άγιος Αθανάσιος κατά τήν εξορία του στήν Δύση και ο όποιος στάθηκε αφορμή γιά ηχηρές μεταστροφές μεταξύ τών ευγενών. Αίγο αργότερα, ενώ βρισκόταν σε εναν κήπο με τόν φίλο του Αλύπιο, κλαίγοντας παράμερα γιά τόν βίο του, άκουσε μία παιδική φωνή από ένα γειτονικό σπίτι νά τραγουδά: «Αάβε και άνάγνωθε, πάρε, διάβασε!» Άνοιξε τό βιβλίο με τις Επιστολές του Παύλου πού ήταν εκεί πρόχειρο και έπεσε στο έξης εδάφιο: μή κώμοις και μέθαις, μή κοίταις και ασελγείαις, μή έριδι και ζήλω• άλλ’ ένδύσασθε τόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μή ποιείστε εις έπιθυμίας (Ρωμ. 13, 13-4).
Τά σκοτάδια της αμφιβολίας διαλύθηκαν αμέσως και ένα γλυκό φώς έλουσε τήν καρδιά του με χαρά. Τήν στιγμή εκείνη είχε γίνει άλλος άνθρωπος, πού στο έξης θά ζούσε μόνο γιά τόν Χριστό και τήν Εκκλησία Του. Όταν έκμυστηρεύθηκε τήν αποκάλυψη αυτή στήν μητέρα του, εκείνη ένιωσε μεγάλη αγαλλίαση. Αφού εγκατέλειψε γιά πάντα τό επάγγελμα του «λογοπράτου», πέρασε λίγους μήνες αποσυρμένος σέ εξοχικό κτήμα με τήν μητέρα του, συγγενείς και κάποιους φίλους αναλαμβάνοντας από μία ασθένεια τήν οποία είχε επιδεινώσει ή συγκίνηση της μεταστροφής του. Σέ αυτό τό εμβρυώδες μοναστήρι, δπου επιθυμούσε νά διάγει βίο παρόμοιο με εκείνο της αποστολικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, ο Αυγουστίνος συνδύασε τήν προσευχή, τήν μελέτη τών Γραφών και τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Επιστρέφοντας στο Μιλάνο ακολούθησε αυστηρή και άποτραβηγμένη βιοτή πριν βαπτισθεί από τόν άγιο Αμβρόσιο στις 24 Απριλίου 387, μαζι με τόν Αλύπιο και τόν γιό του Αδεοδάτο.
Κατόπιν μετέβη στήν Όστια, με τήν αγία Μόνικα, με σκοπό νά επιστρέψει στήν Αφρική γιά νά ασπασθεί τήν μοναχική πολιτεία. “Ενα βράδυ, ενώ συζητούσαν με τους άγχωνες ακουμπισμένους σέ ένα παράθυρο, συνεπαρμένοι αίφνης από τήν ορμή των γεμάτων ευλάβεια λόγων τους και ανοίγοντας άπληστα τό στόμα τής καρδιάς τους στά νερά τής ουράνιας Πηγής, βρέθηκαν μεταρσιωμένοι σέ ένα είδος έκστασης, υπεράνω των ορατών και αοράτων κτισμάτων, ερχόμενοι σέ κοινωνία με τήν αιώνια Σοφία, στιγμή πνευματικής θεωρίας πού τους φάνηκε νά είναι μία πρόσκληση νά γευτούν εδώ κάτω τήν αιώνια ζωή, κατά τόν ευαγγελικό λόγο: εί’σελΰε εις τήν χαράν τον κνρίον σον (Ματθ•. 25, 21). Ή άγια Μόνικα έκοιμήθη λίγο αργότερα και ό Αυγουστίνος, αναβάλλοντας τά σχέδια του, παρέμεινε γιά κάποιο διάστημα ακόμη στήν Ιταλία γιά νά γράψει απολογητικά έργα κατά τών μανιχαίων.
Τόν Σεπτέμβριο του 388 επέστρεψε στήν Ταγάστη μαζι με τόν Αλύπιο και τόν Αδεοδάτο, ο όποιος σέ λίγο πέθανε. Ό Αυγουστίνος πούλησε όλα τά υπάρχοντα του γιά νά μοιράσει τό αντίτιμο στους φτωχούς και επί τρία χρόνια αφιερώθηκε στήν οργάνωση μιάς μονής μαζί με τους φίλους και μαθητές του. Στήν νηστεία και τήν προσευχή συνήψε τήν μελέτη του Νόμου του Θεού, νυχθημερόν και ό,τι ό Κύριος τόν έκανε νά κατανοεί, τό μετέδιδε με τις συζητήσεις σέ όσους ήσαν παρόντες και στους απόντες με επιστολές. Μία ήμερα πού είχε μεταβεί στήν Ιππώνα κατόπιν αιτήματος ενός αυτοκρατορικού λειτουργού πού επιθυμούσε νά τόν ακούσει πριν μεταστραφεί, ό γέροντας επίσκοπος Ούαλέριος τόν παρουσίασε στο εκκλησίασμα.
Και ενώ ο ιεράρχης εξέφρασε τήν ανάγκη πού υπήρχε νά χειροτονηθεί ένας ιερέας ό όποιος νά τόν βοηθά στο κήρυγμα στά λατινικά, διότι ό ίδιος ήταν ελληνόφωνος, οι πιστοί άρπαξαν κυριολεκτικά μέσα σέ επευφημίες τόν Αυγουστίνο και τόν ανάγκασαν νά δεχθεί. με πολλά δάκρυα μπροστά στον κίνδυνο πού παρουσιάζει τό ποιμαντορικό λειτούργημα, δέχθηκε τελικά νά «έγκατελείψει τόν Θεό χάριν του Θεού», δηλαδή νά απαρνηθεί τήν γλυκεία έρημία του μοναστηρίου γιά νά υπηρετήσει τό Σώμα του Χριστού. Πέτυχε ωστόσο μιά αναβολή μερικών μηνών, ώστε νά προετοιμασθεί γιά τό λειτούργημα του με τήν μελέτη τής Γραφής, και μετά τήν χειροτονία του ο επίσκοπος του παραχώρησε ένα κομμάτι γής κοντά στήν εκκλησία γιά νά ιδρύσει εκεί ένα νέο μοναστήρι, τήν «Μονή του Κήπου», άπ’ όπου εξήλθαν δέκα περίπου επίσκοποι.
Περί τά τέλη του έτους 395, χειροτονήθηκε επίσκοπος και διαδέχθηκε λίγο αργότερα τόν Ούαλέριο στήν έδρα της Ίππώνος. Τοποθετημένος στον θρόνο της μικρής αυτής επισκοπής, άλλα φωτίζοντας όλη τήν Εκκλησία της Αφρικής μέχρι τις εσχατιές του λατινικού κόσμου με τήν διδασκαλία του, ό άγιος Αυγουστίνος υπήρξε επί τριάντα πέντε χρόνια τό υπόδειγμα του καλόν ποιμένος, προσφέροντας τήν ζωή του γιά τό ποίμνιο του και λογίζοντας τόν εαυτό του «δούλο τών δούλων του Θεού». Κήρυττε ακαταπόνητα κάθε ημέρα (σώζονται περί τους οκτακόσιους “λόγους του), θίγοντας όλα τά ζητήματα με απαράμιλλη ζωντάνια και τέχνη και επιδιώκοντας νά μεταδίδει στους ακροατές του τήν αγάπη του Θεοΰ και τών ουρανίων αγαθών. Κατά τήν διάρκεια της ημέρας έλυνε διαφορές, φρόντιζε άγρυπνα γιά τήν διοίκηση της Εκκλησίας, μεριμνούσε γιά τους φτωχούς ενώ τήν νύχτα γινόταν ξανά μοναχός, αφιερωμένος ολόκληρος στήν αγάπη του Νυμφίου. Ζούσε στήν επισκοπή του από κοινού με τόν κλήρο του, γιά τόν όποιο συνέταξε έναν μοναχικό Κανόνα, προσαρμοσμένο στις συνθήκες τους, άλλά απαιτώντας τήν αυστηρή τήρηση της άκτημοσύνης και τών ευαγγελικών εντολών.
Ή φλογερή αγάπη του γιά τήν ενότητα της Εκκλησίας δέν τόν άφηνε αδιάφορο απέναντι σέ καμμία από τις υποθέσεις πού τάρασσαν τήν Χριστιανοσύνη. Συμμετείχε σέ συνόδους και περιόδευε στήν Ρωμαϊκή Αφρική, πού σπαρασσόταν τότε από διαιρέσεις, βάζοντας όλη τήν τέχνη και δεξιότητα του στήν υπηρεσία της Αληθείας. Έγραψε περί τά εκατό συγγράμματα, τά περισσότερα εκ τών όποιων είναι αφιερωμένα στον αγώνα κατά σχισματικών, αιρετικών και εθνικών. Μετά τήν λαμπρή ανασκευή του μανιχαϊσμού, κατηύθυνε τόν αγώνα του κατά τών σχισματικών νοβατιανών, οι όποιοι αξίωναν νά υποτάσσουν τήν εγκυρότητα τών μυστηρίων στήν αρετή του λειτουργού και επί έναν αιώνα έσπερναν ολέθρια ζιζάνια στήν Εκκλησία της Αφρικής έγκαθιστώντας έκεί μία παράλληλη ιεραρχία.
Καθώς όλες οι προσπάθειες και τά επιχειρήματα του άγιου επισκόπου νά τους επαναφέρει στους κόλπους τής Εκκλησίας προσέκρουαν στο αδιάλλακτο μίσος τους, αποφάσισε με βαρειά καρδιά νά προσφύγει στήν κοσμική εξουσία, χωρίς όμως ποτέ νά δικαιώσει τις πράξεις βίας. Καθώς ήταν πολλοί εκείνοι πού απέδιδαν στους χριστιανούς τήν ευθύνη γιά τήν πτώση τής Ρώμης (410), ο Αυγουστίνος συνέγραψε ένα μεγάλο έργο, τήν Πολιτεία τον Θεον, έναν μεγάλης εμβέλειας στοχασμό πάνω στήν ανθρώπινη ιστορία, όπου δείχνει ότι ή Εκκλησία περνώντας μέσα από τις περιπέτειες και μεταπτώσεις του βίου της βρίσκεται καθ’ δδόν προς τήν αιώνια Βασιλεία. Έν συνεχεία υποχρεώθηκε νά αγωνισθεί εναντίον τής αίρέσεως του πελαγιανισμοΰ.
Ή αίρεση αυτή που μείωνε τόν ρόλο τής θείας χάριτος και πρέσβευε ότι ό άνθρωπος μπορούσε νά καταφέρει με τις δικές του δυνάμεις νά μήν άμαρτάνει, αρνούνταν εξάλλου τήν μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος και διακήρυσσε άχρηστο τόν νηπιοβαπτισμό. Ό Αυγουστίνος προσπάθησε νά ανατρέψει τό δόγμα αυτό γιά νά υπερασπίσει τήν Πίστη τής Εκκλησίας• παρασυρόμενος όμως από τις αναγκαιότητες τής αντιπαράθεσης και από τό λάβρο γιά λογικές διασαφήσεις πνεύμα του, εδραίωσε, μεταξύ ανθρωπινής φύσης και θείας χάριτος μία υπερβολικά αυστηρή αντίθεση πού θά επρόκειτο νά έχει αργότερα ολέθριες συνέπειες στήν Δύση. Κατόρθωσε νά καταδικαστούν οι πελαγιανιστές από τις Συνόδους τής Καρχηδόνος (411) και Ρώμης (417), ή αίρεση όμως δεν έξαλείφθηκε.
Όταν οι Βάνδαλοι, προερχόμενοι από τήν Ισπανία, άρχισαν νά εισβάλλουν στήν χριστιανική Αφρική, ερημώνοντας τά πάντα στο πέρασμα τους, ό άγιος επίσκοπος αναλώθηκε δίχως νά λογαριάζει κόπους και ενέργεια προκειμένου νά σώσει ό,τι μπορούσε νά σωθεί ακόμη. Μετά από σαράντα έτη έπισκοπείας και αποστολικών μόχθων, έβλεπε με πόνο νά άναγεννάται ή ειδωλολατρία μέσα στά αιματοβαμμένα ερείπια και νά επιβάλλεται ή αίρεση του αρειανισμού από τους κατακτητές. Ή Ίππώνα πολιορκούνταν ήδη έπί τρεις μήνες, όταν ο Αυγουστίνος προσβλήθηκε από ισχυρό πυρετό. Είχε βάλει νά κρεμάσουν στους τοίχους του δωματίου του τους Ψαλμούς τής μετανοίας, και με τήν θέρμη νεοφύτου παρέδωσε τήν άλκιμη ψυχή του στον Κύριο στις 28 Αυγούστου 427.
‘Αν ή θεολογία του αγίου Αυγουστίνου έδωσε αφορμή γιά παρεκκλίσεις στήν μεσαιωνική Δύση, έν τούτοις δέν μπορεί νά του καταλογισθεί δτι υπήρξε αιρετικός, διότι πάντοτε υπέβαλλε ταπεινά τούς στοχασμούς του στήν κρίση της Εκκλησίας, ένώ στήν κατακλείδα του έργου του Περί Άγιας Τριάδος έγραφε: «Κύριε, Θεέ ένοειδή, Θεέ τριαδικέ, όλα όσα έγραψα στά βιβλία μου προέρχονται από Σένα, κι άν ό,τιδήποτε προέρχεται από μένα, ζητώ συγχώρηση από Σένα και τούς ανθρώπους Σου».
Πηγή: (Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος), Πατερική Θεολογία