Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο αποκαλούμενος και δίκαιος, είναι άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έζησε κατά την αποστολική εποχή και υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Για την θαυμαστή πολιτεία του και τις πολλές αρετές του, ονομαζόταν από όλους δίκαιος. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν ένας από τους γιους του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα, οπότε ήταν ετεροθαλής αδερφός του Κυρίου (Μάρκος 6,3. Γαλάτες 1,19). Μέσα στα ευαγγέλια αναφέρεται πάντοτε ως πρώτος από τους αδελφούς του Ιησού (Ματθ. 13,55. Μάρκος 6,3) κάτι που δείχνει πως πιθανώς ήταν ο πρεσβύτερος. Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος είναι αυτός που έγραψε και την πρώτη Θεία Λειτουργία της χριστιανικής Εκκλησίας. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την Ανάσταση και έδωσε μαρτυρικώς τη ζωή του, όταν καταδικάστηκε από το συνέδριο των Σαδδουκαίων.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ο Ιάκωβος δεν είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας Του. Ο Απόστολος Παύλος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή του στον Ιάκωβο και εν συνεχεία στους Αποστόλους (Α' Κορινθ. 15,7), δείχνοντάς μας έτσι πως κλήθηκε με ιδιαίτερο τρόπο στο αποστολικό αξίωμα, όπως και ο ίδιος. Κατέλαβε ηγετική θέση στην αρχαία χριστιανική εκκλησία και ανέλαβε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. (Ματθ. 13, 55. Μαρκ. 6,3. Α' Κορινθίους 15,7. Πράξεις 1, 14. 12,17 και 15,6-29. Γαλάτες 2,9).
Η εξαίρετη θέση μάλιστα που κατείχε στη συνείδηση των μελών της αρχαίας εκκλησίας διαφαίνεται από την προσφώνηση του Αποστόλου Παύλου, ως «στύλου» (Γαλ. 2,9) και Αποστόλου (Γαλ. 1,19). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει πως όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο, κατευθύνθηκε στο σπίτι της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου, όπου ζήτησε να απαγγείλουν τα γενόμενα και στον Ιάκωβο (Πράξεις 12,17), ενώ όταν υποχρεώθηκε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα, αφού κινδύνευε να συλληφθεί και πάλι από τον Ηρώδη Αγρίππα, παρήγγειλε να διηγηθούν τα συμβάντα στον Ιάκωβο και τους αδελφούς του (Πράξεις 12,17).
Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνά την ονομασία Αδελφόθεος, είτε για τον Ιάκωβο, είτε για τον Ιούδα, τον Ιωσή, κ.α. Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για αυτή την ονομασία είναι δύο:
Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο όρος πρέπει να κατανοηθεί ως εξάδελφοι του Χριστού, ενώ κατά το Επιφάνιο, οι Αδελφόθεοι ήταν παιδιά του Μνήστορος Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του. Η πλέον σωστή είναι του Επιφανίου. Πέραν αυτού, είναι γνωστό πως η μητέρα του Ιησού δεν είχε άλλα δικά της παιδιά, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση ο Ιησούς δε θα χρειαζόταν να αφήσει τον Ιωάννη να φροντίζει τη μητέρα του, σαν γιος της, όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε από το Σταυρό (Ιωαν. κ΄ 4).
Αλλά εκτός αυτού ονομάζεται Αδελφόθεος για τους εξής λόγους:
«Πρώτον, για την θαυμαστή πολιτεία του και τις πολλές αρετές του, εξ αιτίας των οποίων ονομαζόταν από όλους δίκαιος. Δεύτερον, επειδή δεν ήταν συγκαταριθμημένος στον χορό των δώδεκα Αποστόλων και δεν είχε το προνόμιο να ονομάζεται Απόστολος, του δόθηκε το προνόμιο να ονομάζεται Αδελφόθεος και τρίτον, επειδή έκανε τον Χριστό συγκληρονόμο στο μερίδιο της πατρικής περιουσίας, ενώ οι άλλοι τρεις αδελφοί του αρνήθηκαν να πράξουν το ίδιο».
Ετιμάτο περισσότερο από όλα τα αδέλφια του και αυτό φαίνεται και από τα όσα λέγει ο ιερός Χρυσόστομος για τους συγγενείς του Χριστού κατά σάρκα. Ότι, δηλαδή, ονομάζονταν από όλους τους πιστούς Δεσπόσυνοι, αλλά ο άγιος Ιάκωβος «εθεωρείτο ο πρώτος των Δεσποσύνων απάντων».
Ο Απ. Παύλος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε μετά την ανάσταση στον Ιάκωβο και εν συνεχεία στους αποστόλους (Α΄ Κορ. ιε΄ 7), δείχνοντάς μας έτσι πως κλήθηκε με ιδιαίτερο τρόπο στο αποστολικό αξίωμα, όπως και ο ίδιος. Η σημαντική θέση μάλιστα που κατείχε στη συνείδηση των μελών της αρχαίας εκκλησίας διαφαίνεται και από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος χαρακτηρίζει τον Ιάκωβο ως «στύλο» (Γαλ. β΄ 9) και «αποστόλο» (Γαλ. α΄ 19). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων πως όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο, κατευθύνθηκε στο σπίτι της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου του Ευαγγελιστού, όπου τελικά ζήτησε να απαγγείλουν τα γενόμενα και στον Ιάκωβο (Πράξεις ιβ΄ 17), ενώ όταν υποχρεώθηκε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα, προ του κινδύνου να συλληφθεί ξανά από τον Ηρώδη Αγρίππα, παρήγγειλε να διηγηθούν τα συμβάντα στον Ιάκωβο και τους αδελφούς του (Πράξεις ιβ΄ 17). Κορυφαίοι θεολόγοι εκτιμούν πως τέτοιες κινήσεις εκλαμβάνονται ως η απαρχή της ανάληψης των ηνίων της εκκλησίας των Ιεροσολύμων από τον Ιάκωβο.
Στην Αποστολική σύνοδο (Πράξεις 15, 4-29) ο Ιάκωβος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο. Ο ίδιος μάλιστα μέσα από την αποστολική περιγραφή διαφαίνεται ως επικεφαλής της συνόδου. Έτσι λαμβάνει θέση ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα με τους εξ εθνών Χριστιανούς, τασσόμενος υπέρ της άποψης να μην επιβαρύνονται με την περιτομή, αλλά να δοθεί ιδιαίτερη μνεία για την ηθική πορεία του βίου τους και την αποχή από τα έθιμα των ειδωλολατρών (Πρ. 15, 19-20). Μετά την τρίτη περιοδεία του ο Παύλος φτάνοντας στα Ιεροσόλυμα, παρουσιάστηκε στο Ιάκωβο για να διηγηθεί τα συμβάντα (Πρ. 21, 18-19). Ο Ιάκωβος τελικά φαίνεται πως δεν εγκατέλειψε τα Ιεροσόλυμα, περιορίζοντας την αποστολική του δράση στους Ιουδαίους (Γαλ. 2,9), χωρίς όμως να αντιτίθεται το άνοιγμα στον εθνικό χώρο (Γαλ. 2, 6-10). Οι πληροφορίες από το σημείο αυτό και μετά μέσα στην Καινή Διαθήκη για τον Ιάκωβο σταματούν.
ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ
Οι Ιουδαίοι, επειδή απελπίστηκαν για το σχέδιό που κατέστρωσαν εναντίον του Αποστόλου Παύλου, γιατί αυτός επικαλέστηκε τον Καίσαρα και στάλθηκε στη Ρώμη από τον Φήστο, στρέφονται ενάντια στον Άγιο Ιάκωβο, τον αδελφόθεο, στον οποίο είχε ανατεθεί από τους αποστόλους ο θρόνος της επισκοπής των Ιεροσολύμων. Και εναντίον του, τολμούν το εξής.
Αφού τον οδήγησαν στη μέση, του ζητούσαν να αρνηθεί την πίστη στο Χριστό μπροστά σε όλο το λαό. Επειδή όμως αυτός, αντίθετα με τη γνώμη όλων, μίλησε μπροστά στο πλήθος με ελευθερία και παρρησία, την οποία δεν περίμεναν, και ομολόγησε ότι ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, αυτοί δε μπορούσαν πλέον να ανεχτούν τη μαρτυρία του, καθώς άλλωστε πιστεύονταν από όλους τους ανθρώπους ότι ήταν πάρα πολύ δίκαιος εξ' αιτίας της ανωτερότητας της φιλοσοφίας και της θεοσέβειας που έδειχνε στη ζωή του, τον σκοτώνουν, παίρνοντας ως ευκαιρία την έλλειψη εξουσίας, καθώς λόγω του θανάτου του Φήστου αυτή την εποχή στην Ιουδαία, η τοπική διοίκηση είχε μείνει χωρίς άρχοντα και επίτροπο.
Και τον τρόπο του θανάτου του Ιακώβου έχουν ήδη φανερώσει και οι λόγοι του Κλήμεντος που παρατέθηκαν προηγουμένως, ο οποίος ιστορεί ότι τον έριξαν από το αέτωμα του ναού και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Και με μεγάλη ακρίβεια ιστορεί τα σχετικά μ' αυτόν ο Ηγήσιππος, ο οποίος ανήκει στην πρώτη διαδοχή των αποστόλων, αναφέροντας στο πέμπτο του Υπόμνημα τα εξής:
«Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εκκλησίας μαζί με τους αποστόλους ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο οποίος ονομάστηκε από όλους δίκαιος, από τα χρόνια του Κυρίου ως τις μέρες μας, επειδή πολλοί είχαν το όνομα Ιάκωβος, αυτός από την κοιλιά της μητέρας του ήταν άγιος∙ Κρασί και οινόπνευμα δεν ήπιε, ούτε κρέας έφαγε, ξυράφι στο κεφάλι του δε χρησιμοποίησε, με λάδι δεν αλείφθηκε και στα δημόσια λουτρά δε λούστηκε».
Μόνο σ' αυτόν επιτρεπόταν να μπει στα άγια∙ γιατί δε φορούσε μάλλινα άλλα λινά. Και έμπαινε στο ναό μόνος και βρίσκονταν γονατισμένος να ζητά συγχώρεση για το λαό, μέχρι το σημείο να έχουν σκληρύνει τα γόνατά του σαν της καμήλας, επειδή πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τον Θεό και ζητώντας συγχώρεση για το λαό.
Και για την υπεροχή του στη δικαιοσύνη ονομαζόταν ο δίκαιος και «ωβλίας», το οποίο στα ελληνικά σημαίνει «περιοχή του λαού» και «δικαιοσύνη», όπως και οι προφήτες μαρτυρούν για αυτόν.
Κάποιοι λοιπόν από τις επτά μερίδες του λαού, όπως τις έχω προαναφέρει στα Υπομνήματα, τον ρωτούσαν ποια είναι η θύρα του Ιησού, και απαντούσε ότι είναι ο ίδιος ο σωτήρας. Από αυτά κάποιοι πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός.
Και οι μερίδες που προαναφέρθηκαν δεν πίστευαν ούτε στην ανάσταση, ούτε ότι θα έρθει και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Και όσοι πίστεψαν, το έκαναν εξαιτίας του Αγίου Ιακώβου.
«Κι επειδή λοιπόν πίστευαν και πολλοί άρχοντες, θορυβήθηκαν οι Ιουδαίοι και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος όλος ο λαός να προσδοκά τον Ιησού. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν, έλεγαν στον Ιάκωβο ∙ σε παρακαλούμε, συγκράτησε το λαό, γιατί πλανήθηκε για τον Ιησού, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός. Σε παρακαλούμε, πείσε όλους, όσοι ήρθαν για την ημέρα του Πάσχα, για τον Ιησού∙ γιατί όλοι πειθόμαστε σε σένα. Πράγματι, εμείς και όλος ο λαός αναγνωρίζουμε ότι είσαι δίκαιος και δεν προσωποληπτείς.
Πείσε κι εσύ λοιπόν τον όχλο να μην πλανάται για τον Ιησού. Και βέβαια όλος ο λαός και όλοι πειθόμαστε σε σένα. Στάσου λοιπόν πάνω στο αέτωμα του ναού, για να φαίνεσαι καλύτερα από ψηλά και να ακούει όλος ο λαός καλύτερα τα λόγια σου. Γιατί για το Πάσχα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές μαζί με τους εθνικούς.
Έστησαν λοιπόν οι προαναφερθέντες γραμματείς και Φαρισαίοι τον Ιάκωβο πάνω στο αέτωμα του ναού και του φώναξαν και είπαν∙ «δίκαιε, που όλοι οφείλουμε να πειθόμαστε σε σένα, επειδή ο λαός πλανάται ακολουθώντας τον σταυρωμένο Ιησού, πες μας, ποια είναι η θύρα του Ιησού».
Και απάντησε με δυνατή φωνή:
«Τι με ρωτάτε για τον υιό του ανθρώπου, κι αυτός κάθεται στον ουρανό, στα δεξιά της μεγάλης δύναμης, και πρόκειται να έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού;».
Κι επειδή πολλοί πείσθηκαν και δόξαζαν για τη μαρτυρία του Αγίου Ιακώβου και έλεγαν, «ωσαννά στον υιό του Δαυίδ», τότε πάλι οι ίδιοι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν μεταξύ τους∙ «λάθος κάναμε και προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στον Ιησού∙ αλλά ας ανεβούμε και ας τον πετάξουμε κάτω για να φοβηθούν και να μην τον πιστέψουν».
Και φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε και ο δίκαιος», και εκπλήρωσαν τη γραφή που βρίσκεται στον Ησαϊα, «ας σκοτώσουμε τον δίκαιο, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε∙ λοιπόν, θα γευτούν τους καρπούς των πράξεών τους».
Αφού ανέβηκαν λοιπόν, έριξαν κάτω τον δίκαιο. Και έλεγαν μεταξύ τους∙ «ας λιθοβολήσουμε τον Ιάκωβο τον δίκαιο», και άρχισαν να τον λιθοβολούν, γιατί παρά την πτώση δεν πέθανε∙ αλλά γύρισε και γονάτισε λέγοντας:
«Σε παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πατέρα, συγχώρεσέ τους∙ γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Κι ενώ λοιπόν έτσι τον λιθοβολούσαν, ένας από τους ιερείς, τους γιους του Ρηχάβ, του γιου του Ραχαβείμ, που αναφέρονται από τον Ιερεμία τον προφήτη, φώναζε λέγοντας∙ «σταματήστε∙ τι κάνετε; για σας προσεύχεται ο δίκαιος».
Και κάποιος απ' αυτούς, ένας που κατεργαζόταν υφάσματα, πήρε το ξύλο με το οποίο χτυπά τα υφάσματα και κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι του δίκαιου, και έτσι μαρτύρησε. Και τον έθαψαν στον τόπο δίπλα στο ναό, και η στήλη του ακόμα βρίσκεται δίπλα στο ναό. Αυτός έχει γίνει αληθινός μάρτυρας για τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Και αμέσως ο Βεσπασιανός αρχίζει να τους πολιορκεί.
Αυτά εκτεταμένα τα αφηγείται και ο Ηγήσιππος συμφωνώντας με τον Κλήμεντα. Τόσο λοιπόν θαυμαστός ήταν ο Ιάκωβος και τόσο φημίζονταν για τη δικαιοσύνη του απ' τους άλλους όλους, ώστε και οι σώφρονες Ιουδαίοι να νομίζουν ότι αυτή είναι η αιτία που αμέσως μετά το μαρτύριό του πολιορκήθηκε η Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίο δεν τους συνέβη για κανέναν άλλο λόγο, παρά για το ανοσιούργημα που τόλμησαν εναντίον του.
Και φυσικά ο Ιώσηπος δεν δίστασε να το επιβεβαιώσει εγγράφως με τα εξής λόγια:
«Αυτά λοιπόν συνέβησαν στους Ιουδαίους σαν εκδίκηση για τον Ιάκωβο τον δίκαιο, επειδή ακριβώς τον σκότωσαν οι Ιουδαίοι, αν και ήταν πάρα πολύ δίκαιος».
Και ο ίδιος συγγραφέας, στο εικοστό βιβλίο της Αρχαιολογίας, περιγράφει το θάνατό του, ως εξής:
«και ο Καίσαρας, όταν έμαθε το θάνατο του Φήστου, στέλνει για έπαρχο της Ιουδαίας τον Αλβίνο. Και ο νεότερος Άνανος, ο οποίος αναφέραμε ότι είχε παραλάβει την αρχιεροσύνη, ήταν θρασύς στο χαρακτήρα και ιδιαίτερα τολμηρός, και ανήκε στην αίρεση των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο σκληροί στις αποφάσεις από όλους τους Ιουδαίους, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει.
Καθώς λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία λόγω του θανάτου του Φήστου κι επειδή ο Αλβίνος ήταν ακόμη στο δρόμο, και συγκαλεί συνέδριο των κριτών και οδηγεί σε αυτό τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, και μερικούς άλλους, και κατηγορώντας τους ότι δήθεν παρανόμησαν, τους παρέδωσε για λιθοβολισμό.
Όσοι όμως θεωρούνταν ότι ήταν οι πιο επιεικείς στην πόλη και τηρούσαν τους νόμους με ακρίβεια, το έφεραν βαρέως, και στέλνουν κρυφά απεσταλμένο στο βασιλιά, παρακαλώντας τον να στείλει επιστολή στον Άνανο να μην κάνει πλέον τέτοιες πράξεις∙ γιατί ούτε προηγουμένως αυτός δεν είχε πράξει σωστά. Και κάποιοι απ' αυτούς προϋπαντούν τον Αλβίνο καθώς οδοιπορούσε από την Αλεξάνδρεια, και του εξηγούν ότι ο Άνανος δεν είχε δικαίωμα να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τη δική του.
Κι ο Αλβίνος πείσθηκε στα λόγια τους και γράφει οργισμένος στον Άνανο απειλώντας τον ότι θα τον τιμωρήσει, και ο βασιλιάς Αγρίππας για αυτό το λόγο του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη, που την κατείχε για τρεις μήνες, και τον αντικατέστησε με τον Ιησού, το γιο του Δαμμαίου».
Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Την μοναδική Επιστολή που συνέγραψε, την πρώτη από τις επτά συνολικά Καθολικές που περιλαμβάνονται στον κανόνα της Κ.αινής Διαθήκης, την απευθύνει όχι προς τους πιστούς μίας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, αλλά προς όλους καθολικώς τους πιστούς, προς όλους τους Ιουδαίους, που πίστευσαν στον Χριστό και ήσαν διεσπαρμένοι σε όλα τα μέρη του κόσμου, και γι’ αυτό ονομάζεται Καθολική Επιστολή. Η επιστολή έχει εγκύκλιο χαρακτηρα και γράφτηκε απευθειας στα ελληνικά γιατί και οι αποδέκτες της μιλούσαν την ελληνική και πολλοί απ'αυτούς δε γνωρίζαν τα Εβραϊκά. Στην Επιστολή συμπεριλαμβάνονται μικρά ανεξαρτητα θέματα που ίσως τα είχε κηρύξει ο ίδιος. Προφανώς υπενθυνίζει τα κηρύγματά του στους παλαιούς ακροατές του.
«Στην επιστολή αυτή διδάσκει, πρώτον, την διαφορά που έχουν οι πειρασμοί. Ποιος πειρασμός γίνεται στον άνθρωπο κατά παραχώρηση του Θεού και ποιος προξενείται από την επιθυμία του ανθρώπου. Δεύτερον, ότι οι Χριστιανοί πρέπει να δείχνουν την πίστη τους όχι μόνον με λόγια αλλά κυρίως με έργα. Τρίτον, παραγγέλλει να μη προτιμώνται στην Εκκλησία οι πλούσιοι περισσότερον από τους πτωχούς, αλλά μάλλον να επιπλήττονται οι πλούσιοι ως υπερήφανοι. Τέταρτον δε και τελευταίο, αφού παρηγορεί ο Άγιος εκείνους που αδικούνται και τους παρακινεί να μακροθυμούν και να υπομένουν μέχρι την Δευτέρα παρουσία του Χριστού, δείχνοντάς τους με το παράδειγμα του Ιώβ το πόσον χρήσιμη είναι η υπομονή, παραγγέλλει στους ασθενείς να προσκαλούν τους ιερείς να τους χρίουν με έλαιο (ως προτύπωση του Ιερού Μυστηρίου του Χρίσματος). Και όλοι οι πιστοί να προσπαθούν να επαναφέρουν στο δρόμο της αλήθειας αυτούς που έχουν πλανηθεί από αυτή, επειδή σε αυτούς δίδεται μισθός από τον Κύριο, η άφεση των αμαρτιών τους».
Στο δ΄κεφάλαιο σημαντική θέση κατέχουν θέματα όπως:
«Το ἴδιον θέλημα, οι ηδονές και η φιλία του κόσμου που συνιστούν την υπερηφάνεια. Η ανάγκη υποταγής εις τον Θεόν. Η έννοια το ≪εγγίσατε τω Θεώ≫. Η καθαρότητα των χειρών και η αγνότητα των καρδιών. Η Διόρθωση του κακού και η επιστροφή εις τόν Θεόν.Η καταλαλιά εναντίον των αδελφών. Η αυτοπεποίθηση για τα μελλοντικά μας σχέδια. Η επερχομένη ταλαιπωρία των εχόντων τον πλούτο και η εσχατολογική της διάστασις».
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ
Ο άγιος Ιάκωβος συνέγραψε την πρώτη θεία Λειτουργία, η οποία είναι κατανυκτική και διασώζει τον τρόπο λατρείας των Χριστιανών των Αποστολικών χρόνων. Τελείται και σήμερα, την ημέρα της εορτής του, δυστυχώς σε ελάχιστους Ιερούς Ναούς, μεταξύ των οποίων και στον καθεδρικό Ναό της πόλης μας, τον Α. Αχίλλιο, αλλά και την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.
1. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Επτά Καθολικαί Επιστολαί, σελ. 2.
2. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, ο θάνατος του Ιακώβου συνέβη το 62μ.Χ. (Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, XX, 200).
3. Απευθύνεται σε πολλούς αποδέκτες ταυτοχρόνως.
4. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, έ.α., σελ. 2,3.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος δ’.
Ὡς τοῦ Κυρίου Μαθητής, ἀνεδέξω δίκαιε τὸ Εὐαγγέλιον ὡς Μάρτυς ἔχεις τὸ ἀπαράτρεπτον τὴν παρρησίαν ὡς Ἀδελφόθεος τὸ πρεσβεύειν ὡς Ἱεράρχης. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ὁ τοῦ Πατρὸς μονογενὴς Θεὸς Λόγος, ἐπιδημήσας πρὸς ἡμᾶς ἐπ' ἐσχάτων, τῶv ἡμερῶν Ἰάκωβε θεσπέσιε, πρῶτον σε ἀνέδειξε τῶν Ἱεροσολύμων, Ποιμένα καὶ Διδάσκαλον, καὶ πιστὸν οἰκονόμον, τῶν μυστηρίων τῶv πνευματικῶν, ὄθεv σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.
Ὁ Οἶκος
Τὸν γόνον σε τοῦ Ἰωσήφ, καὶ Ἱεροσολύμων τὸν πρῶτον ἱεράρχην, Ἰάκωβε θεόπτα, καὶ τοῦ Κυρίου ἀδελφὸν ὕμνοις ἐγκωμίων ἀνυμνοῦμεν εὐσεβῶς, καὶ πίστει ἀνακράζομεν· Δώρησαι ἡμῖν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, καὶ ἀπέλασον τὴν θλίψιν τὴν ἐπερχομένην καὶ ἐνεστῶσαν ἐκ πλήθους πταισμάτων· ἐπῆραν γὰρ οἱ ἐχθροὶ καθ' ἡμῶν τὴν πτέρναν, καὶ ἐκύκλωσαν ἡμᾶς Ἰσμαηλῖται· ὧν θραῦσον ταχὺ τὰ τόξα ἱεροφάντορ, ἵνα σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.