Βιογραφία
Ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία επί εποχής Ιουστίνου (518 – 527 μ.Χ.), Ελεσβάαν του Χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας και Δουναάν του Εβραίου βασιλιά της Ομηρίτιδος. Όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ελεσβάαν καθυπέταξε τον Εβραίο βασιλιά Δουναάν, εγκατέστησε φρουρά στην πόλη. Τότε ο Εβραίος βασιλιάς επαναστάτησε, φόνευσε τους φύλακες και εκστράτευσε εναντίον της Νεγράς, την οποία και κατέλαβε σφάζοντας πολλούς Χριστιανούς. Μεταξύ αυτών και τον Αρέθα, ο οποίος, παρά τα γεράματα του, στήριζε τους Χριστιανούς και τους προέτρεπε στο μαρτύριο.
Στα χρόνια του ευσεβούς βασιλέως Ιουστίνου (518-527) στην Αξώμη της Αιθιοπίας βασιλεύει ο πιστός και ενάρετος Ελεσβαάν. Στη γειτονική όμως χώρα της ευδαίμονος Αραβίας (βασίλειο Σαβά, σημερινή Υεμένη) την εξουσία την κρατά τυραννικά ο αιμοδιψής Δου-Νοουάς. Επρόκειτο για ένα σκληρό βασιλιά που είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό και είχε το όνομα Γιουσούφ. Ο πονηρός αυτός βασιλιάς κατόρθωσε να συγκεντρώσει πλήθος στρατού. Και με τη δύναμη των όπλων να αιφνιδιάζει τις γειτονικές χριστιανικές πόλεις, με στόχο την εξόντωση των πιστών Χριστιανών «εφ’ όσον δε θα άλλαζαν την πίστη τους και δε θα ποδοπατούσαν τον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό».
Δύσκολες πραγματικά ώρες για τους Χριστιανούς. Καλούνταν όλοι να δώσουν εξετάσεις γνησιότητος αγάπης προς τον Ιησού Χριστό.
Μία από τις πόλεις που αρίστευσε και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων με επικεφαλής το μεγαλομάρτυρα Αρέθα είναι η πόλη Ναζράν (η σημερινή πόλη Νεγράν της βορείου Υεμένης). Μια πόλη με βαθιά χριστιανική Παράδοση από την εποχή του Κωνσταντίου υιού του Μ. Κωνσταντίνου. Προεστώς και υπεύθυνος της πόλης αυτής είναι ο Αρέθας, ένας πολύ σεβάσμιος και ενάρετος ηλικιωμένος με μεγάλο κύρος, αποδεκτός από όλους. Συνέβη λοιπόν τις ημέρες εκείνες ο μισόχριστος βασιλιάς Δου-Νοουάς να επιτεθεί στη χριστιανική πόλη Ναζράν. Ανέπτυξε μάλιστα έξω από τα τείχη της 12.000 στρατό. Και απειλούσε ότι «θα σφαγιασθούν όλοι, εάν δεν αρνηθούν την πίστη τους». Οι Χριστιανοί αντιστάθηκαν γενναία, και με σύνθημα: «ούτε ένας προδότης ανάμεσά μας» ήταν όλοι έτοιμοι για το μαρτύριο…
Βλέποντας όμως αυτή την αντίσταση ο πονηρός βασιλιάς άλλαξε τακτική. Έπεισε με κολακείες τους προύχοντες της πόλης για να τους κάνει μια εθιμοτυπική επίσκεψη. Ο Δου-Νοουάς φόρεσε το προσωπείο της ευγενείας και καλοσύνης και έφτασε στη χριστιανική πόλη, εγκωμίασε τους κατοίκους της για το ήθος τους, θαύμασε τα μνημεία τους, χάρηκε πολύ μαζί τους. Και καθώς αναχωρούσε, ζήτησε ανταπόδοση. Να τον επισκεφθούν και αυτοί στο δικό του στρατόπεδο.
Οι προύχοντες τον άκουσαν. Και μαζί με τον υπεύθυνο – προεστώτα τους Αρέθα εξήλθαν από την πόλη για τη συνάντηση της ανταποδόσεως. Την ώρα όμως εκείνη ξεδιπλώθηκε το άνομο σχέδιο του πονηρού εχθρού βασιλέως. Έγιναν βίαιες συλλήψεις του Αρέθα και των προυχόντων. Ακολούθησε αναστάτωση και σύγχυση στην πόλη. Οι στρατιώτες όρμησαν και λεηλάτησαν με αλλόφρονη μανία τα πάντα. Δε σεβάστηκαν ούτε τα τίμια Λείψανα του αγίου επισκόπου Παύλου, που είχε εκδημήσει πριν από δύο χρόνια. Τα έριξαν στη φωτιά… Μέσα στη μεγάλη αυτή αναταραχή ακούστηκε από παντού η ομολογία των πιστών: Είμαστε έτοιμοι με μια γνώμη «να πάθουμε δια την αγάπη του Χριστού σκληρά και πανώδυνα κολαστήρια». Οι διαταγές του βασιλιέως σκληρές. Τότε λοιπόν κάηκαν ζωντανοί συνολικά 477 ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Μαζί με αυτούς ο συναξαριστής συμπληρώνει ότι μαρτύρησαν επιπλέον «127 λαϊκοί»…
Ήρθε και η σειρά του γενναίου μάρτυρος Αρέθα μαζί με τους 340 συντρόφους του. Τον έφεραν μπροστά στο θρόνο του τυράννου. Εκεί απολογείται με παρρησία… Αισθάνεται ευτυχής, διότι αξιώνεται από το Θεό παρά τη γεροντική του ηλικία των 95 ετών να στηρίζει και να εμπνέει ένα λαό και να – όπως έλεγε –
› Στέλνει στο Χριστό την πολυάριθμη αυτή πόλη και ένα έθνος ολόκληρο
Παρηγορεί και ενθαρρύνει τους συντρόφους του και τους λέει:
› Δεν υπάρχει ενδοξότερος θάνατος από το Μαρτύριο, διότι με αυτό συμμετέχουμε στο πάθος του Χριστού και γινόμαστε κοινωνοί της δόξης του.
Και όλοι μαζί με δάκρυα του απαντούν:
› Έχε θάρρος, τίμιε πάτερ, είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε μαζί σου αυτό το μακάριο τέλος.
Σκηνές μεγαλειώδεις εκτυλίσσονται… Ο τύραννος βασιλεύς δεν αντέχει άλλο.
Διατάσσει οργισμένος το σφαγιασμό τους. Τόπος μαρτυρίου θα είναι ο γειτονικός ποταμός. Εκεί οδηγήθηκαν όλοι. Εκεί προσευχήθηκαν για τελευταία φορά όλοι μαζί. Εκεί έδωσαν ο ένας προς τον άλλο τον τελευταίο τίμιο ασπασμό τους. Ασπασμό αγάπης και ειρήνης. Πρώτος θυσιάστηκε ο Αρέθας. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Αφού προηγουμένως έχρησαν το μέτωπό τους με το αίμα του καθοδηγού Αρέθα. Τα τίμια Λείψανά τους στεφανώθηκαν με δόξα και οι λαμπρές ψυχές τους πέταξαν με συνοδεία αγγέλων στο φως του Παραδείσου. Εκεί αγάλλονται και υμνούν «ασιγήτως» τον πανάγιο Τριαδικό Θεό.
Μητρός και Βρέφους των συν τω Αρέθα Μαρτύρων
Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Aγίου Συμεών του Mεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον. Eπειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Xριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Mία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Mάρτυς Aρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Mάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Eβραίον. Oι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Aγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Tο δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του.
Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, διά την μητέρα του. O δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Tο παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Kαι δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, διά να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσά με εις το μαρτύριον. O δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Tότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Mαρτύριον είναι, το να αποθάνω διά τον Xριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. O τύραννος του λέγει. Kαι ποίος είναι αυτός ο Xριστός; Tο παιδίον απεκρίθη. Eλθέ να υπάγωμεν εις την Eκκλησίαν διά να σου τον δείξω. Tότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, διά να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω διά να φθάσω την μητέρα μου. O τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Kαι εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Tότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Eγώ ελογίαζα πως είσαι Xριστιανός. Kαι διά τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν διά την μητέρα μου. Tώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Eβραίος, λέγω σοι, ότι με Eβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Aλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Mόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου.
Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Aλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Tο γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Kαι καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. O δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα διά να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον.
Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Xριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Kαι να αγαπούν ολοκαρδίως τον Iησούν Xριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Kαι αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Xριστού γλυκύτατον όνομα.
Ο άγιος μεγαλομάρτυς Αρέθας ας καθοδηγεί και το δικό μας έθνος, όλους μας, γονείς και νήπια και παιδιά και εφήβους. Μεγάλους και γέροντες…
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.