Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, επικαλούμενος και Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι άγιος και προφήτης του Χριστιανισμού. Ήταν σύγχρονος του Ιησού Χριστού και θεωρείται ότι με την διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχτεί τον Μεσσία Ιησού, εξ’ ού και ο χαρακτηρισμός "Πρόδρομος". Η διδασκαλία του υπήρξε καυστική ιδιαίτερα προς τις ανηθικότητες της εξουσίας, γεγονός που εξανάγκασε τελικά τον τότε τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη τον Αντύπα αρχικά να τον φυλακίσει και στη συνέχεια να τον θανατώσει με αποκεφαλισμό.
Ως βιβλικό πρόσωπο θεωρείται ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Στην Παλαιά θεωρείται ως "Προφήτης" ενώ στην Καινή ως "Πρόδρομος". Ο ερχομός του προφητεύτηκε από τους προφήτες Ησαΐα και Μαλαχία (Ησαΐας 40,3. Μαλαχίας 3,1. Ματθαίος 3,3 και 11,13-14). Ο Ιωάννης αναφέρεται και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές. Το όνομα Ιωάννης είναι εβραϊκό και σημαίνει τη "χάρη και την εύνοια του Θεού".
Ο Βίος του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιωάννης ήταν γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ που ήταν συγγενής της Θεοτόκου. Οι γονείς του ανήκαν σε ιερατικές οικογένειες. Ο πατέρας του ήταν από την ιερατική τάξη του Αβιά, ενώ η μητέρα του ήταν απόγονος του Ααρών (Λουκάς 1,5). Αν και η Ελισάβετ φερόταν στείρα ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαμήνυσε στον Ζαχαρία ότι τελικά η γυναίκα του θα γεννήσει αγόρι και να του δώσει το όνομα Ιωάννης. Στην αρχή ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε τα λόγια του Γαβριήλ και ως τιμωρία για την απιστία του έχασε την ομιλία του, όπου και παρέμεινε άλαλος έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Έτσι και έγινε. Οκτώ ημέρες μετά την γέννηση του μωρού, όταν ζητήθηκε από τον ίδιο να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μια πινακίδα το όνομα "Ιωάννης" και αμέσως επανήλθε η ομιλία του (Λουκάς 1,5-25 και 1,57-80).
Πατρίδα του Ιωάννη κατά μία παράδοση φέρεται η Χεβρών, κατ΄ άλλη όμως γνώμη φέρεται η πόλη Ιούττα. Μέχρι τα 30 του χρόνια έζησε ζωή ασκητική στην έρημο, η οποία ήταν αφιερωμένη στην προσευχή και την πνευματική ολοκλήρωση. Περί της νεανικής ζωής του Ιωάννη και του ιδιωτικού του βίου καμία πληροφορία δεν υπάρχει εκτός της πολύ λιτής αναφοράς του ίδιου του Ευαγγελιστή ότι: "το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι και ήν εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ" (Λουκάς 1,80). Με τη λέξη "ερήμοις" χαρακτηρίζονται τα διάφορα μέρη της ίδιας της ερήμου της Ιουδαίας οι οποίες έφεραν διάφορες επιμέρους ονομασίες. Στις ερήμους αυτές φαίνεται να κατέφυγε ο Ιωάννης, για προπαρασκευή του έργου του όπως παλαιότερα είχαν ομοίως καταφύγει ο Μωϋσής και ο προφήτης Ηλίας.
Σύμφωνα με αναφορά του Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιωάννης εμφανίζεται πλέον σε ηλικία 30 ετών, κατά θεία εντολή, στην έρημο της Ιουδαίας, στον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί κήρυσσε στα πλήθη και βάπτιζε όσους προσέρχονταν προς αυτόν (κατά Ματθαίον). Η διδασκαλία του, που συνοψίζεται στη γνωστή φράση "Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών", ήταν ουσιαστικά η προετοιμασία της έλευσης του Ιησού Χριστού.
Παράλληλα με τα κηρύγματά του ήταν και η εμφάνισή του καθώς ο ασκητικός βίος και διατροφή του. Φορούσε μάλλινο ένδυμα από τρίχες καμήλας και και στη μέση του φορούσε δερμάτινη ζώνη. Η διατροφή του ήταν άγριο μέλι και ακρίδες (Ματθαίος 3,1-5). Φαίνεται πως δεν παρέμενε συνέχεια στο ίδιο μέρος αλλά περιέρχονταν σε όλη την περιοχή του Ιορδάνη κηρύσσοντας βάπτισμα μετανοίας (Ματθαίος 3,1. Μάρκος 1,4. Λουκάς 3,3). Βάπτιζε τους μαθητές του και γενικά όσους δέχονταν το κήρυγμα της μετανοίας. Επίσης κήρυττε πως θα εμφανιζόταν κάποιος που θα λύτρωνε το λαό Ισραήλ. Παρόλο που ο Ιωάννης δεν έκανε κανένα θαύμα, εν τούτοις πολλοί πίστεψαν στα λόγια του (Ιωάννης 10, 41).
Τόσο η εμφάνιση όσο και ο ασκητικός βίος του Ιωάννη παράλληλα με τα κηρύγματα και τις βαπτίσεις μετάνοιας που προέβαινε ήταν επόμενο να προκαλέσει πλήθος ακροατών αλλά και πολλών θαυμαστών του απ' όλη τη Παλαιστίνη που έσπευδαν να τον ακούσουν, μεταξύ των οποίων και στρατιώτες και Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι τους οποίους όλους στη συνέχεια βάπτιζε στον Ιορδάνη ποταμό. Έτσι δεν άργησε αυτή η δράση του να προκαλέσει και τη προσοχή του Μεγάλου Συνεδρίου των Εβραίων που έστειλε αντιπροσωπεία για να ελέγξει τι συνέβαινε και να μάθει περί αυτού, από την οποία και έλαβε ως απάντηση σχετική προφητική ρήση του Προφήτη Ησαΐα "φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου" (κατά Ιωάννη).
Στον Ιορδάνη ποταμό πήγε και ο Ιησούς Χριστός και του ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Άγιος Ιωάννης κατάλαβε αμέσως ποιον έχει μπροστά του και του είπε πως δεν είναι άξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς τότε του είπε πως έτσι πρέπει να γίνει κι ο Ιωάννης τον βάφτισε στα νερά του Ιορδάνη ποταμού (Ματθαίος 3, 13-15. Ιωάννης 1, 29-34). Κατόπιν βάπτισε τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό, βλέποντας το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω Του, και μια φωνή να ακούγεται από τα ουράνια που έλεγε "Αυτός είναι ο Υιός, Αυτός είναι ο εκλεκτός Μου" (Ματθαίος 3,16-17. Μάρκος 1,9-11. Λουκάς 3,21-22).
Μετά από αυτό ο Άγιος δείχνοντας τον Ιησού, λέει ότι Αυτός είναι ο "αμνός του Θεού" που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. "Ιδέ ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου". Δύο από τους μαθητές του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ανδρέας και ο Ιωάννης, αργότερα έγιναν μαθητές του Ιησού (Ιωάννης 1,35-41). Η διακονία του συνεχίστηκε με το βάπτισμα που έκανε στον ποταμό Αινών, κοντά στο Σαλείμ (Ιωάννης 3,23), ελέγχοντας καθέναν που καταπατούσε το νόμο του Θεού. Οι μαθητές του νήστευαν και έκαναν προσευχές (Ματθαίος 9,14. Λουκάς 5,33).
Τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων και καυτηρίαζε την αλαζονική έπαρση και την ψυχική σκληρότητα. Ακόμη τα λόγια του ενοχλούσαν και τον τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα, όταν τον έλεγξε για την παράνομη συμβίωσή του με την σύζυγο του ζώντος αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου, την Ηρωδιάδα (Μάρκος 6,18. Λουκάς 3,19). Ο Ηρώδης παρόλο που τον εκτιμούσε και τον θεωρούσε δίκαιο και άγιο άνθρωπο (Μάρκος 6,20), αναγκάστηκε να τον φυλακίσει (Ματθαίος 14,3. Μάρκος 6,17). Σε κάποια γιορτή των γενεθλίων του, ο Ηρώδης ζήτησε από την κόρη του Σαλώμη να του χορέψει και της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ότι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα, η μητέρα της, που μισούσε τον Ιωάννη, βρήκε τότε την ευκαιρία που αναζητούσε όπου προέτρεψε τότε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του προφήτου Ιωάννη μέσα σ’ ένα πινάκιο (πιάτο) (Ματθαίος 14,3-11. Μάρκος 6,17-29). Έτσι ακολούθησε ο αποκεφαλισμός.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε μαρτυρικό θάνατο και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Το σώμα του ενταφιάστηκε από τους μαθητές του (Ματθαίος 14,12. Μάρκος 6,29), ενώ πήγαν να αναγγείλουν το θλιβερό γεγονός στον Ιησού (Ματθαίος 14,12). Η κεφαλή του μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα, όπου βρέθηκε από δύο μοναχούς που είδαν τον Άγιο στο όνειρό τους. Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννη χάθηκε άλλες δύο φορές και όταν βρέθηκε μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος συγκαταλέχθηκε στην χορεία των μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας μας και η εκκλησία μας τιμάει τη μνήμη του στις 7 Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως στις δεήσεις και στις προσευχές, η εκκλησία αναφέρει πάντα το όνομα του Αγίου μετά την Παναγία και βρίσκεται πάνω από κάθε άλλο Άγιο της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου "Αλήθεια σας λέω δεν έχει εγερθεί μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες μεγαλύτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή" (Ματθ. 11,11). Αναγνωρίζεται ως ό μεγαλύτερος των Προφητών όπως αναφέρεται στο Απολυτίκιο του. Ονομάστηκε Βαπτιστής του λαού και του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Υπήρξε Μάρτυρας γιατί αποκεφαλίστηκε επισφραγίζοντας το έργο του με το αίμα του. Υπήρξε μέγας ασκητής τής ερήμου, τρεφόμενος με ακρίδες και μέλι άγριο, σαν να ήταν πουλί. Γι’ αυτό σε πολλές εικόνες τής βυζαντινής αγιογραφίας ο Άγιος εικονίζεται με δυο φτερά φυτρωμένα στους ώμους του και την επιγραφή "το πτηνόν της ερήμου". Εικονίζεται στα εικονοστάσια των Ναών (τέμπλο) κατά κανόνα αριστερά του Κυρίου. Η Εκκλησία βγάζει ειδική μερίδα στην Αγία Πρόθεση στο όνομα του. Κάθε Τρίτη είναι υμνολογικά αφιερωμένη στη μνήμη του.
Οι Γιορτές του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομά του μετά την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις. Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είναι αφιερωμένες έξι ημέρες του χρόνου:
(1) 7 Ιανουαρίου (Σύναξις Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου), η αρχαιότερη εορτή,
(2) 24 Φεβρουαρίου (1η & 2η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του),
(3) 25 Μαΐου (3η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του),
(4) 24 Ιουνίου (Γενέθλιον του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου), ορίσθηκε μετά τον καθορισμό των Χριστουγέννων (4ος αιώνας),
(5) 29 Αυγούστου (Αποτομή της Τίμιας Κεφαλής του), καθορίστηκε ομοίως τον 4ο αιώνα, και,
(6) 23 Σεπτεμβρίου (Η σύλληψή του από την μητέρα του Αγία Ελισάβετ).
Λόγος στον πάνσεπτο του Χριστού Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη
Του Οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά,
Αν ο θάνατος των οσίων είναι αξιοτίμητος και συνεπώς, αν η μνήμη του ανθρώπου, που σε όλη του τη ζωή έκανε με συνέπεια το θέλημα του Θεού, πανηγυρίζεται με εγκωμιαστικούς λόγους, πόσο περισσότερο έχουμε εμείς υποχρέωση να γιορτάζουμε με εγκώμια τη μνήμη του Ιωάννη, που βρίσκεται στην πιο ψηλή κορφή, πάνω απ όλους τους οσίους και τους δικαίους; του Ιωάννη που σκίρτησε προφητικά για τη σάρκωση του Θεού Λόγου - ενόσω ακόμα βρισκόταν στη μητρική κοιλιά! Pου γεννήθηκε και κήρυξε πριν από Εκείνον και με τα κηρύγματά του ετοίμασε την έλευσή Του στον κόσμο; του Ιωάννη που από Αυτόν το Θεό Λόγο επίσης ανακηρύχθηκε και ομολογήθηκε δημόσια ως ανώτερος απ όλους τους προφήτες, τους δικαίους και τους οσίους όλων των αιώνων;
Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυρισθούμε ότι, επειδή η ζωή του ξεπερνάει τα ανθρώπινα λόγια ή ότι επειδή ομολογήθηκε από τον ίδιο το Μονογενή Λόγο του Θεού και τιμήθηκε δημόσια, δεν έχει ανάγκη και από το δικό μας εγκώμιο, και με αυτή την πρόφαση να σιωπήσουμε και ν αφήσουμε να περάσει η ημέρα της μνήμης του χωρίς εγκωμιαστικούς λόγους, αυτούς που οι δυνάμεις μας επιτρέπουν να εκφωνήσουμε, με σκοπό να τιμήσουμε αυτόν που, κατά τις γραφές, υπήρξε η φωνή του Θεού Λόγου.
Ίσα-ίσα, επειδή τόσο μεγάλος ανακηρύχθηκε και ομολογήθηκε δημόσια από τον ίδιο το Δεσπότη των όλων Ιησού Χριστό, κάθε γλώσσα πιστού χριστιανού ας κινηθεί για να τον υμνήσει μ όλη της τη δύναμη. Όχι βέβαια γιατί θα καταφέρουμε να προσθέσουμε ένα ακόμη στολίδι στη δόξα του - πώς είναι δυνατόν; - αλλά για να εκπληρώσουμε το χρέος μας καθένας χωριστά και όλοι μαζί, εξιστορώντας και υμνώντας όλα τα αξιοθαύμαστα που σχετίζονται με την αγία μορφή του. Γιατί ολόκληρη η ζωή του μεγαλύτερου απ όλους όσους ποτέ γεννήθηκαν πάνω στη γη, ξεπερνάει κάθε θαύμα. Και μάλιστα, όχι μόνο ολόκληρη η ζωή εκείνου που προφήτευσε, πριν ακόμα γεννηθεί και που αργότερα ξεπέρασε κάθε προφήτη, αλλά και όσα συνέβηκαν πολύ πριν από τη γέννησή του και μετά την οσιακή ζωή του και έχουν σχέση μ αυτόν, υπερβαίνουν κάθε θαύμα.
Θείες γι αυτόν λαλιές θεοφώτιστων προφητών τον ονόμασαν, πριν απ τη γέννησή του, άγγελο και όχι άνθρωπο, λυχνάρι του ουράνιου φωτός που σαν άλλος ολόλαμπρος αυγερινός ανέτειλε πριν από τον Ήλιο της δικαιοσύνης και που υπήρξε - αφού προηγήθηκε από το Χριστό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης -φωνή του Ίδιου του Θεού Λόγου. Γιατί τι είναι κοντινότερο ή πιο συγγενικό με το Θεό Λόγο από την ίδια τη φωνή Του;
Όταν έγγιζε ο καιρός της συλλήψεως του Ιωάννη, αφού κατέβηκε από τον ουρανό άγγελος και όχι άνθρωπος, έλυσε τη στείρωση του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, μηνύοντας ότι οι μέχρι τότε άγονοι σύζυγοι θα αποκτούσαν στα βαθιά γεράματά τους παιδί και προεξαγγέλλοντας ότι η γέννησή του θα ήταν για όλους αφορμή χαράς και σωτηρίας. Όπως λέει η Αγ. Γραφή «θα αναδειχθεί μεγάλος ενώπιον του Θεού. Δεν θα δοκιμάσει ποτέ του κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά και θα είναι γεμάτος από Πνεύμα Άγιο, ενώ ακόμα θα βρίσκεται στη μητρική κοιλιά. Θα βοηθήσει ακόμα να επιστρέψουν στο Θεό με τη μετάνοια πολλοί Ισραηλίτες. Και θα έρθει πριν από Εκείνον με το Πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία» (Λουκ. 1,15). Γιατί και ο Τίμιος Πρόδρομος θα είναι παρθένος όπως και ο προφήτης Ηλίας και θρέμμα της ερήμου περισσότερο απ εκείνον. Και ακόμα θα είναι ελεγκτής βασιλιάδων και βασιλισσών που έπεσαν στην παρανομία. Ό,τι αναφέρεται στο πρόσωπο του Ηλία τό χει εκείνος πιότερο εκτελέσει, γιατί υπήρξε πάνω απ όλα πρόδρομος του Ίδιου του Θεού. Γιατί λέει η Αγ. Γραφή: «θα έρθει πριν ακόμα Εκείνος σαρκωθεί».
Επειδή σ όλα αυτά ο Ζαχαρίας θεώρησε σκόπιμο να μη δώσει ανεπιφύλακτα την πίστη του, έχασε τη λαλιά του. Αφού αρνήθηκε να κηρύξει με τη θέλησή του, κράζει χωρίς να το θέλει με τη σιωπή του και διαλαλεί την παράξενη σύλληψη του παιδιού, μέχρι να γεννηθεί αυτός που θα έρθει στον κόσμο, πριν από το Θεό Λόγο σαν φωνή του Λόγου.
Αφού συνελήφθηκε μετά από τέτοιες και τόσο μεγάλες επαγγελίες, χρίεται προφήτης πριν ακόμα γεννηθεί και μεταδίδει θαυματουργικά στη μητέρα του την προφητική χάρη. Και όπως λέει ο προφήτης Hσαΐας «Ντύνεται σωτηριώδες ιμάτιο και χιτώνα ευφροσύνης» (Ησ. 61,10). Όπως ακόμα έκανε ο προφήτης Ηλίας στον Ελισσαίο, έτσι και αυτός χρίει στη θέση του προφήτη τον πατέρα του. Και όντας ακόμα έμβρυο φθάνει και ξεπερνάει και των δυο προφητών την τελειότητα, αποκαλύπτοντας την προφητική του δύναμη, με το ιδιαίτερο σκίρτημά του κατά την παρουσία του Κυρίου. Και ήταν προφητικό το σκίρτημά του, επειδή ακριβώς το έμβρυο μετά τη διάπλαση των μελών του μπορεί να κινείται μέσα στη μητρική κοιλιά, αλλά δεν μπορεί να μιλάει, γιατί η κυοφορία του το εμποδίζει να έρθει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παράγει και να μεταδίδει ήχους.
Έφθασε λοιπόν στο πατρικό του η Παρθένος Μαριάμ, φέρνοντας στα σπλάχνα της τον Ίδιο το Θεό. Ο Ιωάννης, ενώ ακόμη βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του, δεν άφησε να περάσει απαρατήρητη η θεία παρουσία και η οικονομία Του για τον άνθρωπο, αλλά χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της μητέρας του και θεολογώντας ανυμνεί από εκεί την Αειπάρθενο Θεοτόκο.
Τί αξιοθαύμαστο αλήθεια πράγμα! Σκιρτάει και ευφραίνεται, όντας στα μητρικά σπλάχνα, αφού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δέχθηκε στη μητρική κοιλιά την τελειότητα του «μέλλοντα αιώνα». Γιατί ακριβώς και ο μεγάλος απόστολος Παύλος, προκαταγγέλλοντας το μυστήριο της αιώνιας ζωής, λέει: «Σπέρνεται σώμα υλικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό» (Α Κορινθ. 15,44), δηλαδή σώμα που θα ζει και θα κινείται με την υπερφυσική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, στην αιώνια μακαριότητα. Έτσι και ο Ιωάννης συνελήφθηκε και συγκροτήθηκε ως φυσικό σώμα στη μητρική κοιλιά, με την παράδοξη όμως χαρισματική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αναδείχθηκε σώμα πνευματικό. Και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, σκιρτώντας γεμάτος αγαλλίαση, αξίωσε τη μητέρα που τον κυοφορούσε, να μιλήσει προφητικά.
Έτσι με δυνατή φωνή, χρησιμοποιώντας τη μητρική γλώσσα, ευλογούσε το Θεό και κήρυξε λαμπρόφωνα την Παρθένο, που κυοφορούσε, Μητέρα του Κυρίου και Εκείνον που βρισκόταν στα σπλάχνα της, καρπό της κοιλιάς της, γνωρίζοντάς την έτσι σ όλους έγκυο συγχρόνως και παρθένο. Έτσι ο Ιωάννης όχι μόνο, όπως λέει η Αγ. Γραφή (Ησαΐα, 7,15-16), πριν ακόμα γνωρίσει το κακό διάλεξε το αγαθό, αλλά και πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, όντας έμβρυο, ήταν πάνω από τα εγκόσμια πράγματα. Μετά δε τη γέννησή του γέμισε όλους με χαρά και έκπληξη για τα θαυμάσια και πρωτόγνωρα που συνέβηκαν γύρω απ το πρόσωπό του. «Ήταν το χέρι του Θεού επάνω του», όπως λέει η Αγ. Γραφή, επιτελώντας και πάλι, όπως και πριν από τη γέννησή του, πράγματα θαυμαστά. Το στόμα του πατέρα του που είχε κλειστεί, επειδή δεν πίστεψε τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως του παιδιού, ανοίχτηκε και γέμισε Πνεύμα Άγιο και προφήτεψε πολλά και για διάφορα άλλα θέματα, αλλά και για το ίδιο το παιδί του, και είπε: «Και συ παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τη σάρκωσή Του, για να ετοιμάσεις στις ψυχές των ανθρώπων το δρόμο του ερχομού Του και να γνωρίσεις στο λαό Του τη σωτηρία, που Αυτός έρχεται να χαρίσει» (Λουκ. 1,76).
Όπως λοιπόν κατά τη σύλληψή του το θείο αυτό παιδί, έμβρυο όντας, ήταν ζωντανό όργανο της Χάρης του Θεού και με τη χάρη Του σκιρτούσε και μέσα στην πληρότητα του Αγίου Πνεύματος αγαλλόταν, έτσι και μετά τη γέννησή του μεγάλωνε και δυνάμωνε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και επειδή ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον κρατάει στους κόλπους του, παρέμεινε από μικρός, σ όλη του τη ζωή στην έρημο, περνώντας τις ημέρες του χωρίς μέριμνα, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς καμιά απολύτως υλική φροντίδα. Η ψυχή του δεν γνώρισε τη λύπη που φέρνει η ανθρώπινη εμπάθεια, δεν έδωσε τόπο μέσα του σε διεστραμμένα πάθη και δείχθηκε ανώτερος από κάθε εφήμερη υλική ηδονή, που κολακεύει το σώμα και τις σωματικές αισθήσεις. Για το Θεό μόνο ζούσε, το Θεό μόνο έβλεπε, το Θεό μόνο είχε απόλαυση και χαρά του. Ζούσε σαν ένα αποκομμένο από τη γη κομμάτι και όπως λέει η Αγία Γραφή «ζούσε στην έρημο, μέχρι την ημέρα που έγινε γνωστός στους Ισραηλίτες». Και ποια ήταν αυτή η ημέρα; «Όταν έφτασε ο καιρός του Βαπτίσματος του Κυρίου», για τον οποίο καιρό έλεγε κάποιος ψαλμός: «Δεν υπάρχει πια κανένας συνετός, κανένας που να αποζητάει το Θεό. Όλοι ξεστράτισαν από το δρόμο Του, όλοι αλλοιώθηκαν μέσα στη φθορά της αμαρτίας» (Ψαλμ. 13,2-3).
Όπως ακριβώς λοιπόν ο Κύριος, ενώ όλοι μας είμαστε ασεβείς, κατέβηκε από τους ουρανούς από ανέκφραστη αγάπη για τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιωάννης τότε άφησε την έρημο για χάρη μας, για να υπηρετήσει τη θεία βουλή Εκείνου, σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί έπρεπε να είναι, τόσο μεγάλη και υπερβολική η αρετή αυτού ο οποίος θα υπηρετούσε την σωτηρία του ανθρώπου, όσο μεγάλη υπήρχε η κακία των ανθρώπων και όσο ασύλληπτη και αφάνταστη ήταν η συγκατάβαση της φιλανθρωπίας του Θεού. Μ αυτόν τον τρόπο θα προσέλκυε όσους τον έβλεπαν, όπως ακριβώς και έγινε, επειδή τους έφερε κοντά του ο θαυμασμός που ένιωθαν γι αυτόν, γιατί ζούσε ζωή υπερφυσική και αγιασμένη και ξεχώριζε τελείως από τους άλλους ανθρώπους. Ακόμα και το κήρυγμά του ταίριαζε απόλυτα με τη ζωή του. Γιατί έφερνε το μήνυμα της Βασιλείας των ουρανών και απειλούσε με φωτιά άσβεστη. Ακόμα φανέρωσε σ όλους το βασιλέα των ουρανών, δηλαδή το Χριστό που, όπως ο ίδιος λέει στο ιερό ευαγγέλιο, «κρατάει στα χέρια Του το φτυάρι και θα καθαρίσει ολόγυρα τ αλώνι Του και θα μαζέψει στην αποθήκη Του το στάρι. Το άχυρο όμως θα το κάψει σ άσβεστη φωτιά» (Λουκ. 3, 17-18).
Και όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα φανέρωσε τον Ιησού σε όλους, βαπτίζοντάς Τον, δείχνοντάς Τον στο λαό, συστήνοντάς Τον στους μαθητές του και γενικά με κάθε τρόπο μαρτυρώντας ότι Αυτός είναι ο Υιός του Ουράνιου Πατέρα, ο «Αμνός» του Θεού, ο Νυμφίος κάθε ψυχής που θα τον πλησίαζε και θα πίστευε σ Αυτόν. Αυτόν που σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου, που καθαρίζει τους ανθρώπους από κάθε μολυσμό και τους δωρίζει τον αγιασμό της ψυχής και του σώματος. Αφού λοιπόν, όπως είχε προφητέψει ο Ζαχαρίας, προετοίμασε το δρόμο του ερχομού του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων, με το κήρυγμα της μετάνοιας και αφού συμπλήρωσε όλο το έργο του, για το οποίο και στάλθηκε στη γη, πριν από το Χριστό και έγινε βαπτιστής Του στον Ιορδάνη, αποσύρεται στην έρημο για χάρη του Χριστού, απ όπου με παρρησία δίδασκε τα συγκεντρωμένα πλήθη του λαού και απομακρύνεται από το λαό, παραδίνοντάς τον στον Κύριο.
Ο Ηρώδης όμως, ο γιος εκείνου του Ηρώδη που σκότωσε τα νήπια της Βηθλεέμ, μολονότι δεν κληρονόμησε όλο το βασίλειο του πατέρα του, αλλά διοικούσε μόνο το ένα τέταρτο απ αυτό, είχε κακία πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα του. Ζούσε μέσα στην ακολασία και έδινε με τον τρόπο αυτό της ζωής του βδελυκτό παράδειγμα κάθε είδους κακίας στους Ιουδαίους υπηκόους του. Μπροστά σ αυτή την άνομη ζωή δεν ήταν δυνατόν ο Ιωάννης να σιωπήσει και να την ανεχθεί. Πώς μπορούσε να μη μιλήσει εκείνος που ήταν η φωνή της Αλήθειας; Έτσι τον έλεγχε για καθετί κακό που έκανε, αλλά κυρίως για τη σχέση του με την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδερφού του, που την είχε αρπάξει απ αυτόν και συζούσε μαζί της παράνομα. Και του έλεγε: «Δεν σου επιτρέπεται να συζείς με τη γυναίκα του αδερφού σου του Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). Ο Ηρώδης όμως, μη υποφέροντας τον έλεγχο ή καλύτερα τους ελέγχους, έκανε άλλο ένα πονηρό «ανδραγάθημα», έκλεισε δηλαδή τον Ιωάννη στη φυλακή.
Ο Φίλιππος, ο αδερφός του Ηρώδη, ήταν και αυτός γιος του Ηρώδη του βρεφοκτόνου και διοικητής ενός άλλου τμήματος από τα τέσσερα πού ήταν χωρισμένο το βασίλειο. Γιατί όταν ο πατέρας τους Ηρώδης - μετά από τη σκληρή και αλόγιαστη σφαγή των βρεφών της Βηθλεέμ - αφού έπεσε σε αφόρητες και αγιάτρευτες αρρώστιες και συμφορές αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να υποφέρει τον πολύ πόνο και τη λύπη, τότε παρουσιάστηκε ο άγγελος στον Ιωσήφ, που βρισκόταν στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω και πάρε το παιδί με τη μητέρα του και γύρισε πίσω στη γη του Ισραήλ, Γιατί δεν ζουν πια αυτοί που ζητούσαν να σκοτώσουν το παιδί» (Ματθ. 2,13).
Αφού λοιπόν ο Ηρώδης με τέτοιο φρικτό τρόπο έφυγε από τη ζωή, ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χώρισε το βασίλειό του σε τέσσερα μέρη. Τα δυο τμήματα απ αυτά τα μοίρασε σε δυο άλλους, έξω από την οικογένεια του Ηρώδη, και στα υπόλοιπα δύο έβαλε διοικητές τους δυο γιους του Ηρώδη, το Φίλιππο και τον Ηρώδη, που λεγόταν Αντίπας, τον οποίο και έλεγχε ο Ιωάννης. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι ο Ηρώδης ήταν διοικητής στο ένα τέταρτο του βασιλείου, δηλαδή στην περιοχή της Ιουδαίας. Ο αδερφός του ο Φίλιππος ήταν διοικητής στο άλλο τέταρτο, όπου υπάγονταν οι περιοχές της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας, τότε που στον lορδάνη βρισκόταν ο Ιωάννης και κήρυττε το βάπτισμα της μετάνοιας. Αυτός λοιπόν, ο νέος Ηρώδης, συνέλαβε τον Ιωάννη και τον έκλεισε δέσμιο στη φυλακή, καθώς μας λένε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος, γιατί τον έλεγχε για την παράνομη σχέση του με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδερφού του και του την πήρε. Ακόμα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι ο Ιωάννης τον έλεγχε όχι μόνο για την Ηρωδιάδα, αλλά και για όλες τις άλλες παρανομίες του. Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει αυτό το «για όλα τα άλλα τον έκλεισε στη φυλακή»; (Λουκ. 3,19-20). Και γιατί οι άλλοι Ευαγγελιστές μνημονεύουν μόνο το γεγονός του ελέγχου για την υπόθεση της Ηρωδιάδας;
Επειδή η φυλάκιση του Ιωάννη και πολλά άλλα αίτια είχε, περισσότερο όμως το ότι δεν υπέφερε ο αμαρτωλός βασιλιάς τον έλεγχο, που με θάρρος του ασκούσε ο Ιωάννης, για όλα τα πονηρά έργα του. Για την αποτομή όμως της τίμιας κεφαλής του, η μόνη αιτία ήταν η μοιχαλίδα, η οποία χρησιμοποιώντας σκευωρίες και πονηρές πλεκτάνες, τελικά κατάφερε να πετύχει το έργο της αποκεφαλίσεως. Όταν ο Ιωάννης έλεγχε και προσπαθούσε να αποτραβήξει τον Ηρώδη από την παράνομη σχέση του, αυτή έβραζε μέσα της από μίσος για τον Ιωάννη και ήθελε να τον θανατώσει, επειδή, όπως νόμιζε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κατασιγάσει τον έλεγχο που της έκανε. Γιατί δεν ήταν μια ούτε δυο οι βρώμικες πράξεις της, αλλά πολλές. Ήταν βέβαια το αμάρτημα της μοιχείας - το χειρότερο απ όλα τα αμαρτήματά της - που δεν γινόταν με ξένο, αλλά με τον αδερφό του νόμιμου συζύγου της, με τον οποίο σύζυγο είχε οικογένεια και παιδιά και μάλιστα μια κόρη που ήταν ακόμα στη ζωή. Και εφόσον είχε παιδί, έστω και αν εκείνος είχε πεθάνει, ο Μωσαϊκός νόμος δεν του επέτρεπε να την παντρευτεί. Αυτός όμως, και ενόσω ακόμα ζούσε ο αδερφός του και είχε και θυγατέρα, του πρόσβαλε την οικογενειακή του τιμή. Δεν ασελγούσε δε μαζί της κρυφά, από ντροπή για την παρανομία, αλλά φανερά και χωρίς συστολή διέπραττε το ανόμημα. Έτσι δίνοντας όλη του την προαίρεση στο κακό δεν μπόρεσε να σηκώσει τον έλεγχο και έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Αλλ όμως η ίδια η φυλακή του ήταν μεγαλύτερος έλεγχος. Γιατί όσοι οπαδοί του Ιωάννη άκουγαν ότι είναι φυλακισμένος, έτρεχαν να τον δουν στη φυλακή και πλήθη σύχναζαν εκεί για χάρη του.
Αυτό το γεγονός έδινε μεγάλη ενόχληση στην Ηρωδιάδα, που έτρεφε άγριο μίσος εναντίον του Ιωάννη και ζητούσε να τον θανατώσει, μα δεν της ήταν μπορετό. Γιατί «ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή τον ήξερε για άνθρωπο δίκαιο και άγιο» (Μάρκ. 6,20). Φοβόταν ο Ηρώδης τον Ιωάννη για την μεγάλη του αρετή, αλλά δε φοβόταν το Θεό, από τον οποίο δίνεται στους ανθρώπους η αρετή. Και δεν φοβόταν τον Ιωάννη για την αγιότητά του, αν και ήξερε ότι ήταν άγιος και δίκαιος άνθρωπος, αλλά τον φοβόταν εξαιτίας του λαού που τιμούσε τον Ιωάννη και τον θεωρούσε προφήτη, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος λέει ότι όχι μόνον η Ηρωδιάδα, αλλά και ο ίδιος ο Ηρώδης, ήθελε να θανατώσει τον Ιωάννη, αλλά φοβόταν το λαό. Εκείνο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Ηρώδη (Μάρκ. 6,20), ότι δηλαδή άκουγε με ευχαρίστηση τον Ιωάννη, σημαίνει τούτο: Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φάρμακα, που αν και αισθανόμαστε πίνοντάς τα την πικράδα τους, όμως τα παίρνουμε αδιαμαρτύρητα, γιατί ξέρουμε τις θεραπευτικές ιδιότητές τους, το ίδιο ακριβώς αλλά αντίστροφα συμβαίνει και με τα πνευματικά διδάγματα. Μ αυτά δηλαδή ευχαριστιούνται πολύ οι άνθρωποι, γιατί από φυσικού τους προξενούν ευφροσύνη. Εκείνοι όμως που δεν πείθονται σ αυτά, δεν συμμορφώνουν και τις πράξεις τους με αυτά, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι τελείως αντίθετα από την πονηρή και αμαρτωλή ζωή τους.
Ίσως ακόμα ο Ηρώδης άκουγε τον Ιωάννη στην αρχή ευχάριστα γι αυτό και δεν τον είχε θανατώσει. Και ακούγοντάς τον, ίσως έκανε πολλά απ όσα αυτός έλεγε. Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, οι κακοί μισούν αυτούς που τους ελέγχουν, ο Ηρώδης μίσησε τον Ιωάννη για τον έλεγχο που του έκανε και αφού ξέχασε όλα εκείνα, τα οποία άκουγε ευχάριστα από τον Ιωάννη, συμφώνησε με την εγκληματική γνώμη της μοιχαλίδας και όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήθελε πλέον και αυτός να τον σκοτώσει αλλά φοβόταν το λαό (Ματθ. 14,5). Όχι βέβαια γιατί φοβόταν επανάσταση από μέρος του λαού, αλλά μόνο και μόνο την αποδοκιμασία που θα του έκαναν, γιατί όλοι είχαν τον Ιωάννη για προφήτη. Ήξερε πολύ καλά ότι από κανένα δεν έμεινε απαρατήρητη η μεγάλη αρετή και η χάρη του Ιωάννη. Επειδή λοιπόν ακριβώς στο φρόνημα του λαού ήταν πολύ κατώτερος από τον Ιωάννη, φοβόταν την κατηγορία που θα του απέδιδαν. Προσπαθώντας έτσι να κερδίσει τον έπαινο του λαού, προσποιόταν ακόμη περισσότερο ότι υπάκουε και ευλαβείτο τον Ιωάννη.
Η Ηρωδιάδα όμως, που ήταν σοφή στην τέχνη της κακοπραγίας, του απομάκρυνε και αυτόν ακόμα το φόβο και τον έσπρωξε στο φόνο έτσι όπως ήθελε, με το να τον πείσει ότι δεν κάνει κανένα έγκλημα. Μ αυτό λοιπόν το φονικό μίσος στην καρδιά της, ζητούσε την κατάλληλη περίσταση για να κρύψει το ανόμημά της και να κάνει έργο τη μανία της κατά του Βαπτιστή και προφήτη Ιωάννη, χωρίς να προκαλέσει το δυσμενή σχολιασμό όσο το δυνατόν των περισσότερων υπηκόων.
Έτσι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να μπει σε ενέργεια το φονικό σχέδιο, κατά τη διάρκεια της γιορτής που γινόταν, με αφορμή τα γενέθλια του Ηρώδη, ενώ ήταν μαζεμένος όλος ο λαός και όλοι οι επίσημοι, μπήκε ανάμεσά τους και η κόρη της Ηρωδιάδας, που την έμπασε η ίδια η μάνα της, έχοντας βάλει σε ενέργεια το πονηρό σχέδιό της. Χόρεψε λοιπόν η νεαρή κόρη μπροστά σ όλους και άρεσε πολύ και στους άλλους θεατές και στον Ηρώδη. Γιατί πώς ήταν δυνατόν κόρη δική της, δασκαλεμένη απ αυτή, να μη χορέψει τολμηρά και να μην αρέσει και στον Ηρώδη; Τόσο πολύ μάλιστα μέθυσε την ψυχή του Ηρώδη - που συμπαθούσε ιδιαίτερα τα ξέφρενα παιχνιδίσματα και τ άσεμνα χωρατά - ο αδιάντροπος αυτός χορός, ώστε να φθάσει στο σημείο να πει στην κόρη: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και εγώ θα στο δώσω». Και της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω, μέχρι το μισό βασίλειό μου» (Ματθ. 14, 7). Βγήκε λοιπόν η ξετσίπωτη κόρη και πήγε στη μητέρα της, τη δασκάλα της στους άσεμνους χορούς και στα καμώματα, της λέει τον όρκο που έκανε μπροστά της ο Ηρώδης και της ζητάει να της υποδείξει τι να του ζητήσει. Eκείνη τη δασκαλεύει κατάλληλα. Η κόρη αμέσως πείθεται με προθυμία και ξαναγυρίζει ολοταχώς στο βασιλιά και του φανερώνει αδιάντροπα το αίτημα: «Θέλω», λέει, «να μου φέρεις αμέσως, αυτή τη στιγμή, στο πιάτο, το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή» (Μάρκ. 6, 25). Αυτά ζήτησε χωρίς ίχνος ντροπής η κόρη, η δε μοιχαλίδα μάνα προσπαθούσε με το νου της να ανασκευάσει την κατηγορία για το φόνο του προφήτη και Βαπτιστή, λέγοντας στο βασιλιά τα παρακάτω:
Θα φανείς ότι έκανες το φόνο, όχι από μίσος για το δίκαιο άνθρωπο, αλλά για να κρατήσεις το λόγο σου. Και «γέμισε λύπη ο βασιλιάς, αλλά επειδή είχε ορκισθεί και επειδή ντρεπόταν τους καλεσμένους, αν δεν δειχνόταν συνεπής στους όρκους, δεν ήθελε να της αρνηθεί» (Μάρκ. 6,26). Γι αυτό έστειλε στη φυλακή και αποκεφάλισε τον Ιωάννη και έφεραν την κεφαλή και την προσφέρανε στην κόρη.
Αλίμονο! Πόσα κακά φέρνει η μανιασμένη φιλοδοξία! Δεν μπορούσε ο Ηρώδης να τον θανατώσει, Γιατί φοβόταν το λαό και όμως τον θανάτωσε για μια χούφτα προσκαλεσμένους. Γέμισε η ψυχή του λύπη, όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί νόμισε ότι θα έχανε τη δόξα που είχε από τα πλήθη. Δυσκολέψανε λοιπόν για το βασιλιά από παντού τα πράγματα. Αν μεν φόνευε το δίκαιο Ιωάννη, θα τον κατηγορούσαν για το φόνο και αν δεν τον φόνευε, θα ρεζιλευόταν δημόσια, γιατί δεν θα ήταν σε θέση να κρατήσει τον όρκο του. Ορκίστηκε από την ακόρεστη επιθυμία να τον τιμούν και φοβήθηκε να παραβεί τον όρκο από τη φιλοδοξία. Έτσι έκανε το φόνο, υποχρεωμένος να τηρήσει τον όρκο του, αλλά συγχρόνως ικανοποιούσε την κούφια φιλοδοξία του.
Αυτό το συμπόσιο είχε ολόκληρο συγκροτηθεί για χάρη κοσμικής δόξας και φαντασίας. Μήπως έτσι δεν μας λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη σε μένα, αφού δεχόσαστε τιμές ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε την τιμή που προέρχεται από το Θεό, που είναι η μόνη πηγή της δόξας και της τιμής;» (Ιωάνν. 5,44). Αυτή την ανθρώπινη δόξα αποζητώντας οι Ιουδαίοι, αθέτησαν την πίστη προς το Θεό. Αυτό δε που τους βαραίνει περισσότερο είναι το ότι αποκεφάλισαν όλους τους προφήτες και τελευταίο σταύρωσαν το Χριστό, που είναι το «πλήρωμα» όλων των Προφητών. Αυτά είναι τα έργα ενός βασιλιά που διαφεντεύεται από μοιχαλίδες και χορεύτριες. αυτά είναι εκείνα που τον θέλγουν, στα οποία αρέσκεται και για τα οποία δεν λογαριάζει και προδίδει το βασιλικό του αξίωμα και τελικά φτάνει σ αυτό το έγκλημα.
Κάτι παρόμοιο, αδερφοί μου, παθαίνει και ο νους μας. Ενώ είναι από το Θεό φτιαγμένος να είναι βασιλιάς και κυβερνήτης στα πάθη, όταν παρασυρθεί από αυτό ξεπέφτει στη διάπραξη κακών και δουλώνεται στην αμαρτία. Έτσι όλοι οι δουλωμένοι στην αμαρτία και στα πάθη, ενώ η συνείδησή τους τους ελέγχει, τους βαραίνει και τους εμποδίζει, στην αρχή κατά κάποιο τρόπο την αποστομώνουν - όπως ο Ηρώδης τον Ιωάννη - γιατί δεν θέλουν να την ακούνε. Ακόμα δεν ανέχονται να ακούνε ούτε και τις γραφές που παρακινούν στην απομάκρυνση από την αμαρτία και την στροφή προς την κατόρθωση της αρετής. Τελικά όταν κατακυριευθούν από τον διεστραμμένο λογισμό, που συντροφεύει πια τον άνθρωπο παράνoμα, όπως η Ηρωδιάδα τον Ηρώδη, τότε και τον έμφυτο λόγο που η Χάρη έχει χαράξει στην ψυχή - εννοώ τη συνείδηση - την εξουδετερώνουν, βουβαίνοντάς την τελείως. Συνέπεια αυτού είναι να γίνονται άπιστοι και να έρχονται σε αντίθεση με όσα λέει η θεόπνευστη Γραφή, φτάνοντας στο σημείο της τέλειας ασυνειδησίας και της εναντιώσεως στο λόγο του Θεού, όπως ακριβώς ο Ηρώδης στον Ιωάννη.
Αλλά και εκείνοι που αντιλέγουν στην δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, πάσχουν από την ίδια πάθηση ή καλύτερα κάνουν τα ίδια με τους προηγούμενους. Γιατί, αυτοί όταν ελέγχονται από τις γραπτές μαρτυρίες των προφητών, των αποστόλων και των πατέρων της Εκκλησίας που εμείς τους προβάλλουμε, στην αρχή μεν σαν να τις φυλακίζουν αυτές τις μαρτυρίες μέσα στα βιβλία, μας λένε: Αφήστε τις αυτές να βρίσκονται εκεί πέρα και μην τις χρησιμοποιείτε, ούτε να τις προβάλλετε σε μας. Δηλαδή δεν θέλουν να δεχθούν ούτε τα λόγια του Κυρίου που λέει: «Να ερευνάτε τις Γραφές και μέσα σ αυτές θα βρείτε ζωή αιώνια» (Iωάν. 5,39). Στη συνέχεια λοιπόν, από τη διεστραμμένη αντιληψή τους, που λειτουργεί σαν άλλη Ηρωδιάδα, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο, καταντούν να προσφέρουν αυτούς τους λόγους μέσα στα συγγράμματά τους διεστραμμένους, σαν να προσφέρουν κομμένα κεφάλια στην πιατέλα, για να ευχαριστούν και να οδηγούν στην απώλεια αυτούς που συμφωνούν μαζί τους.
Έτσι ο μεν Ηρώδης έγινε υπόδειγμα για κάθε κακία και ασέβεια, ο δε Ιωάννης έγινε οδηγητική στήλη για κάθε αρετή και ευσέβεια. Ο Ηρώδης είναι ο κακός, με όλη τη σημασία της λέξεως, άνθρωπος. Αυτός που συγκεντρώνει μέσα του όλη τη δύναμη της ασέβειας και γίνεται όργανο για την επιτέλεση αισχρών πράξεων. Σάρκα σκέτη, χωρίς ίχνος πνεύματος, δούλος της σάρκας και άνθρωπος με ολότελα σαρκικό φρόνιμα. Ο δε Ιωάννης είναι ο αγιότερος απ όλους τους θεοφόρους άντρες που έζησαν ποτέ στη γη. Η εξαίσια ψυχή που είχε μέσα της συγκεντρωμένα όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που και το ίδιο το όνομά του ακόμα σημαίνει τη θεία χάρη που φέρνει μέσα του. Το κατοικητήριο κάθε αρετής και ευσέβειας.
Δύο εντελώς αντίθετες εικόνες προβάλλουν σήμερα μπροστά στα μάτια μας. Απ αυτές η μια για λίγο και περιορισμένα, φαίνεται αρχικά να ευφραίνει και να τιμάει όσους θέλουν να συμμορφώσουν τη ζωή τους μ αυτή, αργότερα όμως τους παραδίδει σε αφόρητη και ατέλειωτη ατιμία και θλίψη. Η άλλη στην αρχή προσφέρει κόπο σ αυτούς που την ακολουθούν, μετά όμως τους χαρίζει θεία δόξα και απόλαυση μυστική, αληθινή, αιώνια. Αν λοιπόν ζούμε σύμφωνα με όσα μας υπαγορεύει το σαρκικό φρόνημα, θα πεθάνουμε, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,l3), σαν το δουλωμένο στη σάρκα Ηρώδη. Aν όμως, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ποθήσουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Ιωάννη και αντιστεκόμαστε στις πονηρές επιθυμίες και απαιτήσεις της σάρκας, θα ζήσουμε αιώνια. Γιατί η ζωή αυτών που ζουν σύμφωνα με τις επιταγές του Αγίου Πνεύματος δεν έχει τέλος, αλλά βρίσκεται από τώρα μυστικά ενωμένη με το Θεό, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Κολασ. 3,3). Και γι αυτό δεν είναι σε όλους φανερή. Όταν όμως ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού, έχοντας αξιωθεί να κερδίσουμε τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά, «τα οποία δεν είδε μέχρι σήμερα μάτι και αφτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν φαντάστηκε» (Α Κορ. 2,9), γιατί υπερβαίνουν κάθε άκουσμα, θέαμα και λογισμό. Και αυτά που θα γευτούν και θα απολαύσουν όσοι ζουν σαρκικά, δεν θα είναι μόνο θνητά και πρόσκαιρα. Αλλά και η ευχαρίστηση που θα προέλθει απ αυτά θα είναι ασήμαντη και τιποτένια, σαν κάτι ξυλοκέρατα που είναι κατάλληλα μόνο για τροφή των χοίρων.
Και αν λοιπόν ακόμα αυτά τα ξυλοκέρατα ήταν αιώνια, πάλι τα άλλα, τα πνευματικά, θα έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί, έξω από κάθε σύγκριση, είναι ανώτερα. Και αν ακόμα ήταν αυτά τα ξυλοκέρατα τόσο μεγάλα και θαυμαστά, όπως τα πνευματικά, και μόνο για το λόγο ότι αυτά είναι πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια, και πάλι τα πνευματικά έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί θα παραμείνουν αιώνια.
Αφού λοιπόν, αδελφοί μου, εκείνα τα αγαθά είναι αιώνια και ασύγκριτα, αυτά δε ευτελή και πρόσκαιρα, ας προτιμήσουμε τα μόνιμα και μυστικά και ουράνια, γιατί τα γήινα διασκορπίζονται και φθείρονται. Ας προσπεράσουμε, όπως τους αξίζει, τα πρόσκαιρα, και αν ακόμα για πολύ λίγο διάστημα προσφέρουν ευχαρίστηση στις αισθήσεις. Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά, γιατί αυτά είναι αιώνια και άφθαρτα. Ας αποφεύγουμε να μοιάσουμε του Ηρώδη. Ας φροντίζουμε με επιμέλεια, βάζοντας όλες μας τις δυνάμεις, να μοιάσουμε με τον Πρόδρομο, που έζησε μέσα στη Χάρη του Θεού.
Και περισσότερο απ όλους τους άλλους ανθρώπους ας προσπαθήσουμε εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή, η οποία είναι αποχωρισμένη από τα κοσμικά ήθη και πράγματα και μοιάζει λίγο με την ερημική και ξέμακρη από τον κόσμο ζωή του Προφήτη και Βαπτιστή. Ο Τίμιος Πρόδρομος προγνωρίζοντας - ως προφήτης που ήταν - και τούτο, ότι δηλαδή αυτό θα είναι το μοναδικό τάγμα που θα μπορέσει, έστω και σε μικρό βαθμό, να ακολουθήσει τον τρόπο της ζωής του, δεν αποκεφαλίστηκε πέφτοντας στον αγώνα για θέματα δογματικής πίστεως, αλλά για θέματα ηθικής ζωής. Και αυτό για να είμαστε και εμείς οι μοναχοί έτοιμοι να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας, γνωρίζοντας ότι θα λάβει στεφάνι μαρτυρίου αυτός που με όπλο την αρετή θα νικήσει τα πάθη. Γιατί όσο πιο μικρό κακό είναι η αμαρτία σε σχέση με την αίρεση, τόσο κατά συνέπεια πιο μεγάλο καλό είναι το να δώσει κανείς τη ζωή του και μόνο για την αρετή παρά για την καταπολέμηση της αίρεσης.
Γιατί πώς δεν θά δινε τη ζωή του και για κείνο το μεγαλύτερο, δηλαδή για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού, αν υπήρχε ανάγκη, αυτός που θυσιάζει την ψυχή του για το μικρότερο, δηλαδή για τη συνέπεια στην ηθική ζωή; Γι αυτό το λόγο και αυτός που υπήρξε ο επιφανέστερος απ όλους τους ανθρώπους, ο κήρυκας της μετάνοιας, ο πρόδρομος και Βαπτιστής του Σωτήρος, αποκεφαλίστηκε, πέφτοντας έτσι στον αγώνα για τη συνέπεια στην ηθική ζωή. Αυτός, αδελφοί μου, δεν υπήρξε μόνο πρόδρομος του Χριστού, αλλά και της Εκκλησίας Του και της δικής μας, της μοναχικής πολιτείας. Αυτός γεννήθηκε από τη στείρα Ελισάβετ και εμείς από την Εκκλησία των εθνών, για την οποία έχει γραφεί: «Γέμισε από χαρά και αγαλλίαση στείρα, που δεν γεννάς παιδιά. Ξεφώνισε απ τη χαρά σου και κράξε με παρρησία, συ που μέχρι τώρα δεν γεύτηκες τις ωδίνες του τοκετού, γιατί θα είναι πολύ περισσότερα τα παιδιά της ερήμου, από εκείνης που είχε τον άνδρα» (Ησ. 54, 1 - Γαλ. 4,27).
Εκείνον, μετά τη γέννησή του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης με άγριο μίσος κατεδίωκε για να τον σκοτώσει. Και τον καταπολεμούσε γιατί είχε έχθρα προς τον Ίδιο το Χριστό. Ο Ιωάννης όμως βρήκε καταφύγιό του την έρημο, την προτίμησε από τον κόσμο και κατοίκησε σ αυτή. Επιτίθεται και σε μας ο νoητός Ηρώδης, δηλαδή ο διάβολος, μετά την πνευματική μας γέννηση, πολεμώντας τον Ίδιο τον Χριστό μέσα στη ζωή μας. Αυτό κάνει και μας να φεύγουμε από τον κόσμο και να καταφεύγουμε στα μοναστήρια, σ αυτά τα αφιερωμένα στο Θεό εκπαιδευτήρια. Έτσι ξεφεύγουμε από τους άσπλαχνους εκείνους και οπλισμένους εναντίον μας υπηρέτες του, δηλαδή από τα πάθη, τα οποία χρησιμοποιεί σαν προσάναμμα για τη διάπραξη της αμαρτίας και με τα οποία μας νεκρώνει πνευματικά και μας χωρίζει από το Θεό. Αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος που μπαίνει μέσα μας από τα παράθυρα, δηλαδή από τις αισθήσεις μας (Ιερ. 9,21). Μέσα από αυτά πέρασε στην αρχή και γκρέμισε το ανθρώπινο γένος από την ουράνια δόξα και στέρησε από την αθανασία τους προπάτορες. Υπάκουσε η Εύα στην κακόβουλη και πονηρή συμβουλή. Γνώρισε, έπαθε, έφαγε, πέθανε πνευματικά, έθελξε τον άνδρα και του μετέδωσε και την τροφή και την απαγορευμένη αμαρτία. Εκείνοι δεν μπόρεσαν ν αντισταθούν στην πρώτη και μόνη δοκιμασία, έδωσαν με μιας προσοχή σ ένα δόλιο λόγο. Νικήθηκαν από ένα ωραίο θέαμα, αν και δεν ήταν εμπαθείς, αλλά απαθείς και ζούσαν σ ένα περιβάλλον που δεν το κυβερνούσαν τα πάθη.
Άραγε, θα μπορέσουμε εμείς, που σ όλη μας τη ζωή τρεφόμαστε από το κοσμικό φρόνημα, από τις πολύμορφες όψεις των παθών, από τις πολυλογίες, από τα άπρεπα λόγια που ακούμε και τις ασύμφορες συναναστροφές, να μη μολυνθούμε από το κακό ή να μην τραυματιστούμε ψυχικά και να μη διατεθεί πονηρά ο εσωτερικός μας κόσμος; Δεν είναι δυνατόν. Όχι, δεν μπορεί να μη γίνει αυτό. Γι αυτό ακριβώς και οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τιμίου Προδρόμου, εγκατέλειψαν τον κόσμο, αποφεύγοντας έτσι τη συνοίκηση με εκείνους που έχουν κοσμικό φρόνημα και κοσμική ζωή. Άλλοι κατοίκησαν στην έρημο και έλκυσαν προς αυτήν πολλούς μεταγενέστερους. Άλλοι πάλι ασκήτεψαν στα μοναστήρια και συγκρότησαν πνευματικές αδελφότητες, στις οποίες ο καθένας μας, σύμφωνα με τις δικές του προϋποθέσεις, ενσωματώνεται και μιμείται το ζήλο εκείνων, ζώντας όλοι μας μέσα σ αυτά τα ιερά μαντριά.
Δεν πρέπει όμως μόνο να κατοικούμε σ αυτά, αλλά και να ζούμε όπως έζησαν και οι Πατέρες που τα δημιούργησαν. Γιατί δεν λείπει από τους άλλους αυτούς θεϊκούς παραδείσους, δηλαδή τα μοναστήρια, το γνωστό ξύλο του καλού και του κακού, ούτε ο διάβολος παύει να είναι σύμβουλος. Έχοντας πια αποκτήσει πείρα από το παλιό παράδειγμα του Αδάμ και της Εύας, ας έχουμε στραμμένη την προσοχή μας μόνο στον σοφό και αγαθό σύμβουλο, δηλαδή το Χριστό μας.
Ας ακολουθούμε αυτούς που και παλιότερα τον υπάκουσαν και τώρα πειθαρχούνε στο νόμο Του, ομοιώνoντας τη ζωή μας με τη ζωή τους, κατά το υπόδειγμα και τους λόγους του αποστόλου Παύλου που λέει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α Κορινθ. 4,16), γιατί πραγματικά μετά από τόσες δοκιμασίες που πέρασαν η ζωή τους είναι αυθεντική.
Αλλά όπως ακριβώς στην έρημο, έτσι και στα ιερά αυτά μοναστήρια υπάρχουν θηρία και κτήνη. Πρέπει λοιπόν πολύ να προσέξουμε, μήπως - αν δεν μιμηθούμε ο καθένας μας, σύμφωνα με τη δύναμή του, το βίο του Ιωάννη - εξισωθούμε με τα ανόητα κτήνη και μοιάσουμε σ αυτά (Ψαλμ. 48,13).
Λοιπόν τί πρέπει να κάνουμε; Ο Τίμιος Πρόδρομος ήταν πάντα ασκεπής, δείγμα της αδιάλειπτης προσευχής και της παρρησίας του προς το Θεό. Γιατί σύμφωνα μ αυτό που λέει ο Απόστολος, ο «άνδρας πρέπει να προσεύχεται ασκεπής, ώστε έχοντας ακάλυπτο το πρόσωπό του, να αντανακλά τη δόξα του Θεού» (Β Κορινθ. 3,18). Ας καλύψουν λοιπόν την κεφαλή τους, δηλαδή ας προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να ασφαλιστούν αυτοί που ζουν μέσα στον κόσμο και σχετίζονται μ αυτόν, ώστε να προφυλαχθούν από τις ζημιές και τα σκάνδαλα, που τόσο φυσικά παρουσιάζονται στη ζωή τους, αν και δεν νομίζω ότι αυτό μπορούν να το κάνουν πάντοτε.
Εμείς όμως, κάνοντας πολύ καλά, αναχωρήσαμε από τον κόσμο. Ας απομακρυνθούμε απ αυτόν και με τη διάνοιά μας, ενώνoντας το νου μας με το Χριστό, ψέλνοντας και υμνώντας Τον με πνευματικές υμνωδίες και προσευχές. Ακόμα κάνοντας, με την προσευχή, τους εαυτούς μας ναό του σωτηρίου Ονόματος Του, έχοντας Αυτόν διαρκώς στη μνήμη μας, για χάρη του Οποίου εγκαταλείψαμε τον κόσμο. Γιατί εκείνος που άφησε γι Αυτόν τον κόσμο και όσα καλά είχε εκεί, ποθεί οπωσδήποτε να ενωθεί μαζί με το Χριστό. Η ένωση αυτή κατορθώνεται με τη διαρκή μνήμη του Ονόματος Του, η οποία καθαρίζει το νου. Ας καθαρίσουμε λοιπόν τα μάτια της ψυχής μας με το να αναζητάμε το Θεό μέσα στα έργα μας, στα λόγια μας και στους λογισμούς μας. Δεν θα έχουμε κανένα εμπόδιο, μόνο να θελήσουμε να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας, όσο μας είναι μπορετό, στο βίο του Αγίου Ιωάννη. Εκείνος ήταν στην έρημο άστεγος, εμείς ας αρκεστούμε στη μικρή μας στέγη. Ας είμαστε ευχαριστημένοι με το μικρό κελλί, που μας έχει παραχωρήσει ο προεστώτας, φέρνοντας στο νου μας εκείνον που σε όλη του τη ζωή δεν είχε καθόλου κατοικία.
Εκείνον που του ήταν αρκετά για τροφή τα ακρόδρυα και ο μελέαγρος. Ο μελέαγρος ήταν χόρτο που φύτρωνε μόνο του, χωρίς καλλιέργεια στην έρημο και του οποίου τις ρίζες χρησιμοποιούσαν για τροφή και οι μετά τον Ιωάννη ερημίτες Πατέρες. Ακρόδρυα ονομάζουν τους καρπούς. Με καρπούς λοιπόν και ρίζες χόρτων ζούσε εκείνος ή με μέλι άγριο. Φορούσε ένα μόνο χιτώνα, ζωσμένος δερμάτινη ζώνη, δείχνοντας έτσι και με τα δύο αυτά σύμβολα τη νέκρωση των παθών που έφερε πάνω στο σώμα του (Β Κορ. 4,10). Ακόμα, έχοντας ο ίδιος το αγαθό της ακτημοσύνης, το διδάσκει και σε μας με τη ζωή του. Εμείς πόσο τα έχουμε όλα πλούσια! Τρόφιμα και ρούχα, κελλάρια και αποθήκες γεμάτες από στάρι και κρασί, ζυμωτήρια και χώρους για να κόβουμε το ψωμί και με λίγα λόγια έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε.
Ας ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό που μας τα χορηγεί και τον Τίμιο Πρόδρομο, προς Τιμή του οποίου όλα αυτά άκοπα συγκεντρώνονται, σαν να τρέχουν από κάποια πηγή και ας τα προσφέρουμε για τη δόξα του, ανταποδίδοντάς του την ευχαριστία μας με έργα. Γιατί αν είμαστε ευχαριστημένοι με τα κοινά αυτά αγαθά της Μονής, δεν απέχουμε από την ακτημοσύνη και την εγκράτεια του Ιωάννη. Αν και εμείς δεν μπορούμε να παραβληθούμε σε τίποτα μαζί του, όμως όπως εκείνος τρεφόταν από το Θεό, έτσι και εμείς τρεφόμαστε από τα ταμεία του, δηλαδή από τα ταμεία του Μοναστηριού, που είναι αφιερωμένα στο Θεό. Αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι να έχουμε δικά μας ταμεία και κτήματα. Αυτό μας χωρίζει από την κοινωνία των Αγίων. Εκείνος που έφυγε από τον κόσμο και έχει δικά του πράγματα, είτε γιατί τα έφερε μαζί του από τον κόσμο, είτε γιατί τα απέκτησε όντας μοναχός, σέρνει μαζί του τον κόσμο και ποτέ δεν τον εγκαταλείπει, ακόμα και αν βρίσκεται σ αυτό το Άγιο Όρος, ακόμα και αν ζει μέσα σ αυτές τις ιερές Μονές που εικονίζουν τον ουρανό. Αυτός μολύνει και τον τόπο ακόμα που κάθεται και τον μετατρέπει σ ένα κομμάτι του κόσμου. Αυτός οπωσδήποτε θα κατακριθεί, γιατί νόμισε τον ιερό τόπο του Θεού, σαν τόπο κοσμικό.
Μήπως όμως άφησε ο Βαπτιστής του Κυρίου και Πρόδρομος Ιωάννης την ηρεμία και την ερημιά εκείνη; Βέβαια την άφησε. Πότε όμως; Όταν στάλθηκε από Εκείνον για να γνωρίσει το δρόμο της σωτηρίας στο λαό Του και να ελέγξει όσους δεν υπάκουαν στις εντολές Του. Γι αυτό τον έλεγχο αποκεφαλίστηκε απ αυτούς, γεγονός το οποίο σήμερα γιορτάζουμε. Δεν έπρεπε αυτός να πεθάνει με «φυσικό» τρόπο. Γιατί αυτός ο «φυσικός» θάνατος είναι καταδίκη για την παράβαση του Αδάμ, για την οποία δεν ήταν οφειλέτης ο Ιωάννης, που υπήρξε υπηρέτης και διάκονος του θείου θελήματος και Τον υπάκουσε από τότε που βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας του. Οι δίκαιοι, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, οφείλουν να θυσιάζονται τόσο για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού όσο και για την ακεραιότητα της ηθικής ζωής. Και γι αυτό το λόγο είναι πιο κατάλληλος γι αυτούς, ο βίαιος θάνατος για χάρη του καλού.
Γι αυτό και ο Κύριος τέτοιο θάνατο γεύτηκε. Έπρεπε λοιπόν και ο θάνατος του Ιωάννη, να είναι όχι μόνο πρόδρομος αλλά και όμοιος με το θάνατο του Χριστού, για να προπορευτεί - σύμφωνα με την προφητεία του πατέρα του Ζαχαρία - πριν από την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη, και να γνωρίσει σ αυτούς, που ήταν στο σκοτάδι και στη μαυρίλα του Άδη, την οδό της σωτηρίας, δηλαδή τη μετάνοια, ώστε να τρέξουν και εκείνοι κοντά στο Χριστό και να απολαύσουν τη μακάρια και αθάνατη αυτή ζωή, που Αυτός χαρίζει. Αυτή τη ζωή ας ευχηθούμε και εμείς να πετύχουμε με τις πρεσβείες εκείνου, που την απόλαυσε από την κοιλιά ακόμα της μάνας του, που την κήρυξε στον κόσμο και στον Άδη και προς την οποία καθοδήγησε και καθοδηγεί όλους με το λόγο και τη ζωή του και τις ικεσίες του προς το Θεό, με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Σ’ Αυτόν μόνο πρέπει η αιώνια δοξολογία.
Aμήν.
Άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος
Φώτη Κόντογλου,
Σήμερα που γράφω, μέρα Tετάρτη, 29 Aυγούστου, είναι η μνήμη του αγίου Iωάννου του Προδρόμου. Xθες το βράδυ ψάλαμε τον Eσπερινό κατανυκτικά σ' ένα παρεκκλήσι, κ' ήτανε μοναχά λίγες γυναίκες και δυο-τρεις άνδρες. Σήμερα το πρωί ψάλαμε τη λειτουργία του πάλι με λίγους προσκυνητές. Tα μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όλοι δουλεύανε σαν να μην ήτανε η γιορτή του πιο μεγάλου αγίου της θρησκείας μας. Aληθινά λέγει το τροπάρι του "Mνήμη δικαίου μετ' εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Kυρίου, Πρόδρομε". Mε εγκώμια και με ευλάβεια γιορτάζανε άλλη φορά οι ορθόδοξοι χριστιανοί τον Πρόδρομο, αλλά τώρα του φτάνει η μαρτυρία του Kυρίου. Aυτή η μαρτυρία θ' απομείνει στον αιώνα, είτε τον γιορτάζουνε είτε δεν τον γιορτάζουνε οι άνθρωποι, είτε τον θυμούνται είτε τον ξεχάσουνε. K' η μαρτυρία είναι τούτη: πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος είναι "ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων" δηλ. "ο πιο μεγάλος απ' όσους γεννηθήκανε από γυναίκα" κατά τα λόγια του ίδιου του Xριστού. Γι' αυτό κ' η Eκκλησία μας ώρισε να μπαίνει το εικόνισμά του πλάγι στην εικόνα του Xριστού στο εικονοστάσιο της κάθε ορθόδοξης εκκλησιάς.
O ιερός Λουκάς αρχίζει το Eυαγγέλιό του με την ιστορία του Προδρόμου και λέγει "Eγένετο εν ταις ημέραις Hρώδου του βασιλέως της Iουδαίας ιερεύς τις ονόματι Zαχαρίας εξ εφημερίας Aβιά": "Στις μέρες του Hρώδη του βασιλιά της Iουδαίας ήτανε ένας ιερέας Zαχαρίας από την εφημερία του Aβιά, κ' η γυναίκα του ήτανε από τις θυγατέρες του Aαρών και τη λέγανε Eλισσάβετ· κ' ήτανε δίκαιοι κ' οι δυο ενώπιον του Θεού, γιατί πορευόντανε με όλες τις εντολές και με τα δικαιώματα του Kυρίου, αψεγάδιαστοι. Kαι δεν είχανε παιδί, γιατί η Eλισσάβετ ήτανε στείρα, κ' ήτανε κ' οι δυο περασμένοι στην ηλικία. Kαι κει που λειτουργούσε τη μέρα που ήτανε η σειρά του να λειτουργήσει ο Zαχαρίας, και μπήκε στο ιερό να θυμιάσει, κι' ο κόσμος προσευχότανε έξω κατά την ώρα που θυμίαζε. Kαι φανερώθηκε στον Zαχαρία ένας άγγελος Kυρίου και στεκότανε δεξιά από το θυσιαστήριο. Kαι ταράχθηκε ο Zαχαρίας σαν τον είδε, κ' έπεσε φόβος απάνω του. Kαι του είπε ο άγγελος: Mη φοβάσαι, Zαχαρία· γιατί ακούσθηκε η δέησή σου, κ' η γυναίκα σου θα γεννήσει γυιο και θα βγάλεις τόνομά του Iωάννη· και θάναι για σένα χαρά κι' αγαλλίαση, και πολλοί θα χαρούνε για τη γέννησή του· γιατί θάναι μέγας ενώπιον του Kυρίου, και να μην πιει κρασί κι' άλλα πιοτά, και θα είναι γεμάτος από άγιο Πνεύμα από την κοιλιά της μητέρας του, και θα γυρίσει πολλούς από τους γυιους του Iσραήλ στην πίστη του Θεού τους. Kι' αυτός θα έλθει μπροστά απ' αυτόν με το πνεύμα και με τη δύναμη του Hλία, για να γυρίσει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά τους κι' ανθρώπους ανυπάκουους στη φρονιμάδα, και για να ετοιμάσει για τον Kύριο λαό διαλεγμένον. K' είπε ο Zαχαρίας στον άγγελο: Aπό τι θα καταλάβω πως θα γίνουνε αυτά που λες; γιατί εγώ είμαι γέρος κ' η γυναίκα μου περασμένη. Kαι του αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε: Eγώ είμαι ο Γαβριήλ που παραστέκουμαι μπροστά στο Θεό, και στάλθηκα να σου μιλήσω και να σου φέρω την καλή είδηση. Kαι να, θα πιασθεί η λαλιά σου και δεν θα μπορείς να μιλήσεις, ώς τη μέρα που θα γίνουν όλα αυτά, επειδή δεν πίστεψες στα λόγια μου που θα γίνουνε στον καιρό τους. Kι' ο λαός περίμενε νάβγει από το ιερό. Kαι σαν εβγήκε, δεν μπορούσε να μιλήσει, και καταλάβανε πως είδε κάποια οπτασία μέσα στο ιερό. K' εκείνος τους έγνεφε κ' ήτανε κουφός".
Kι' αληθινά γενήκανε όλα όπως τα είχε πει ο άγγελος στον Zαχαρία, κ' ένοιωσε πως απόμεινε βαρεμένη η Eλισσάβετ, κ' έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες. Kαι σαν ήρθε ο καιρός να γεννήσει, γέννησε αρσενικό. Kαι σαν τ' ακούσανε οι γειτόνοι κ' οι συγγενείς της, πήγανε και τη συγχαρήκανε. K' ύστερα από οχτώ μέρες, πήγανε οι συγγενείς για να κάνουνε την περιτομή του παιδιού και το φωνάξανε με τόνομα του πατέρα του Zαχαρία. K' η μητέρα του είπε: Όχι, θα το βγάλουμε Iωάννη. K' οι άλλοι της είπανε πως κανένας στο σόγι σας δεν έχει αυτό τόνομα. Pωτούσανε και τον πατέρα του με νοήματα τι θέλει να το βγάλουνε το παιδί. Kαι κείνος ζήτησε πινακίδι κ' έγραψε: Iωάννης είναι τόνομά του. Kι' όλοι θαυμάσανε. Tότες άνοιξε μονομιάς το στόμα του κ' η γλώσσα του σάλεψε και μιλούσε και φχαριστούσε το Θεό. Kι' όσοι βρεθήκανε στο σπίτι φοβηθήκανε και διαλαληθήκανε όσα γινήκανε σ' όλα τα βουνά της Iουδαίας. Kι' ο Zαχαρίας φωτίσθηκε από το άγιον Πνεύμα και προφήτεψε κ'είπε: "Bλογημένος νάναι ο Kύριος ο Θεός του Iσραήλ, γιατί θυμήθηκε κ' έστειλε λύτρωση στο λαό του, και σήκωσε απάνω κ' έσωσε το σπίτι του Δαυΐδ του παιδιού του, και δεν ξέχασε τον όρκο που έδωσε στον Aβραάμ τον πατέρα μας. K' εσύ, παιδί μου, θα γίνεις προφήτης του Yψίστου, και θα περπατήξεις μπροστά από τον Kύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του και να δώσεις στο λαό του γνώση και σωτηρία, επειδή τον σπλαχνίσθηκε ο Θεός μας και συγχώρησε τις αμαρτίες του, κ' ήρθε απάνω μας ανατολή από ψηλά, για να φωτίσει εκείνους που κάθουνται στο σκοτάδι και στον ίσκιο του θανάτου, και να οδηγήσει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης". Kαι το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε το πνεύμα του, και ζούσε στις ερημιές, ως τη μέρα που φανερώθηκε και κήρυχνε στους Iσραηλίτες (Λουκ. α΄, 5-80).
Στα δεκαπέντε χρόνια από τη μέρα που βασίλεψε στη Pώμη ο Tιβέριος, τον καιρό που ήτανε ηγεμόνας της Iουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος κ' ήτανε τετράρχης της Γαλιλαίας ο Hρώδης, γίνηκε λόγος του Θεού στον Iωάννη το γυιο του Zαχαρία, που ζούσε στην έρημο, και πήγε στα περίχωρα του Iορδάνη κηρύχνοντας να μετανοούνε και να βαφτίζουνται για να συγχωρηθούνε οι αμαρτίες τους. K' έλεγε σε κείνους που πηγαίνανε να βαφτισθούνε: "Γεννήματα της οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από την οργή που έρχεται καταπάνω σας; Kάνετε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μην πιάνετε και λέτε: εμείς έχουμε πατέρα τον Aβραάμ. Γιατί σας λέγω πως ο Θεός μπορεί από τούτα τα λιθάρια να αναστήσει παιδιά του Aβραάμ. Kαι το τσεκούρι είναι κιόλας κοντά στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο που δεν κάνει καρπό καλό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά". Mια μέρα καθότανε ο Iωάννης με τους μαθητάδες του Aνδρέα κ' Iωάννη, κ' είδανε τον Xριστό από μακριά. Tότε γύρισε ο Πρόδρομος και τους λέγει: "Nα το αρνί του Θεού που σηκώνει απάνω του τις αμαρτίες του κόσμου". K' οι δυο μαθητές του ακολουθήσανε τον Xριστό.
Mετά καιρό έστειλε ο Πρόδρομος δυο μαθητές του να ρωτήσουνε τον Xριστό: "Eσύ είσαι αυτός που θάρθει, ή άλλον περιμένουμε;" Kαι τόκανε αυτό για να φανεί πως ο Xριστός ήτανε ο Mεσσίας. Tην ώρα που πήγανε, ο Xριστός είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους. Kαι σαν τον ρωτήσανε αν είναι αυτός ο Mεσσίας ή περιμένουνε άλλον, τους αποκρίθηκε: "Πηγαίνετε και πέστε στον Iωάννη όσα είδατε κι' όσα ακούσατε· τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατούνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούνε, νεκροί αναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ελπίδα. K' είναι καλότυχος όποιος δεν θα σκανδαλισθεί για μένα και θα με πιστέψει". Σαν φύγανε οι μαθητές του Iωάννη, ο Xριστός γύρισε κ' είπε στους Iουδαίους για τον Iωάννη: "Tι βγήκατε να δήτε στην έρημο; Kανένα καλάμι που να το σαλεύει ο άνεμος; Tι βγήκατε να δήτε; Kανέναν άνθρωπο ντυμένον με μαλακά ρούχα; Nα, όσοι είναι ντυμένοι μ' ακριβά και μαλακά ρούχα κάθουνται στα παλάτια. Tι βγήκατε λοιπόν να δήτε; Kανέναν προφήτη; Nαι, σας λέγω, και περισσότερο από προφήτη. Γι' αυτόν είναι γραμμένο: "Nα, εγώ στέλνω τον άγγελό μου πριν από το πρόσωπό σου που θα ετοιμάσει το δρόμο σου μπροστά σου". Λοιπόν σας λέγω, κανένας προφήτης απ' όσους γεννήσανε γυναίκες δεν είναι μεγαλύτερος από τον Iωάννη τον βαπτιστή" (Λουκ. γ΄, 1-9 και ζ΄, 18-28).
Έναν τέτοιον άγιο δεν έχουμε καιρό να γιορτάσουμε. Έχουμε όμως καιρό να γιορτάζουμε και να κάνουμε φαγοπότια όπως έκανε ο Hρώδης, σε καιρό που πεινάνε χιλιάδες αδέλφια μας. Aπάνω σ' ένα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ο Πρόδρομος, κι' αυτή την ιστορία την ξέρουνε όλοι. Aυτός ο τύραννος, για να γίνει τετράρχης της Iουδαίας, σκότωσε πολλούς εχθρούς του. Στον καιρό του ο κόσμος είχε γεμίσει από σκοτωμό και σκληροκάρδια. Oι λεγεώνες της Pώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. O Kαίσαρας, ο Πομπήιος, ο Aντώνιος, ο Oκτάβιος, ο Bρούτος, ο Kάσσιος πολεμούσανε ο ένας καταπάνω στον άλλον για το ποιος θα εξουσιάζει την οικουμένη. Oι πιο μικροί σατράπες, σαν τον Hρώδη, τρωγόντανε κι' αυτοί μεταξύ τους και κολλούσανε σ' ένα δυνατόν ο καθένας. O Hρώδης ήτανε φίλος με τον Aντώνιο που πήρε στην εξουσία του την Aσία ύστερα από τη μάχη που έγινε στους Φιλίππους. Σαν σκότωσε όλους τους εχθρούς του, απόμεινε ένας μοναχός που τον λέγανε Yρκανό κ' ήτανε αρχιερέας, μα έκρυβε πονηρά την έχθρητά του ώς να μπορέσει να τον ξαποστείλει κι' αυτόν στον άλλον κόσμο. Στην πονηριά ήτανε τέτοιος, που ο Xριστός τον έλεγε πονηρή αλεπού. Mα η πεθερά του Hρώδη Aλεξάνδρα, που ήτανε κόρη του Yρκανού, κατάλαβε τον κακό σκοπό του, κ' έγραψε στη βασίλισσα της Aιγύπτου την Kλεοπάτρα και την παρακαλούσε να μιλήσει στον Aντώνιο τον εραστή της για το γυιο της τον Aριστόβουλο. Kείνες τις μέρες πήγε στην Iερουσαλήμ ένας φίλος του Aντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Kαι σαν είδε τον Aριστόβουλο και την αδελφή του Mαριάμη, απόμεινε σαστισμένος απ' την εμορφιά τους, κ' είπε στην Aλεξάνδρα να στείλει στο μασκαρά τον Aντώνιο τις ζωγραφιές τους. Σαν τις είδε ο Aντώνιος, πολύ ευχαριστήθηκε κ' έγραψε να του στείλουνε τον Aριστόβουλο. Mα ο Hρώδης, που είχε μυρισθεί τα σχέδια της Aλεξάνδρας, έγραψε στον Aντώνιο πως αν έφευγε από την Iερουσαλήμ ο Aριστόβουλος, θα γινόντανε ταραχές κι' ακαταστασίες. Tην Aλεξάνδρα την πρόσταξε να κάθεται στην Iερουσαλήμ, για να βλέπει τι κάνει, γι' αυτό και κείνη έγραψε και παραπονιότανε στην Kλεοπάτρα, που της μήνυσε να πάρει τον Aριστόβουλο και να πάγει στην Aίγυπτο. Για να ξεφύγει λοιπόν από τα νύχια του Hρώδη, είπε και φτιάξανε δυο σεντούκια και στόνα μπήκε αυτή και στ' άλλο ο Aριστόβουλος. Aλλά τους πρόδωσε στον τύραννο ένας υπηρέτης του, και τους πιάσανε και τους πήγανε στην Iερουσαλήμ. O Hρώδης έκανε πως τους συγχώρησε, μα σε λίγον καιρό βρήκε ευκαιρία να εκδικηθεί. Mια βραδιά η Aλεξάνδρα τον προσκάλεσε σ' ένα συμπόσιο που έκανε στην Iεριχώ, κι' αυτός προσκάλεσε τους φίλους του να κολυμπήσουνε στις θαυμαστές γούρνες που είχε κανωμένες για να διασκεδάζει, κι' αυτοί εκεί που κολυμπούσανε και παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε το δυστυχισμένο τον Aριστόβουλο. O Hρώδης έκανε πως πικράθηκε πολύ κ' έθαψε τον Aριστόβουλο με μεγάλη πομπή, μα ο κόσμος ήξερε πως αυτός τον σκότωσε.
Όλη η ζωή του στάθηκε γεμάτη από φονικά και ραδιουργίες. Στο τέλος αρρώστησε και σκουλήκιασε το κορμί του, και πέθανε ύστερα από μεγάλη αγωνία στο 2 μ.X. Aνάμεσα στα τερατουργήματα που έκανε ήτανε κ' η σφαγή των 14.000 νηπίων κατά τη Γέννηση του Xριστού, κι' ο αποκεφαλισμός του Προδρόμου, σ' ένα συμπόσιο που έκανε, κ' η γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, Hρωδιάδα, έβαλε την κόρη της Σαλώμη και χόρεψε μπροστά του γυμνή. Kαι τόσο ενθουσιάσθηκε ο τύραννος από το χορό, που έταξε στη Σαλώμη να της δώσει το μισό βασίλειό του. Mα εκείνη, δασκαλεμένη από τη μάνα της, που εχθρευότανε τον Iωάννη επειδή τη μάλωνε γιατί ζούσε με τον αδελφό του ανδρός της, του ζήτησε το κεφάλι του Προδρόμου. O Hρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι' αυτό το θηρίο σεβότανε τον Iωάννη για άγιο, και μαζί μ' αυτό φοβότανε και τον κόσμο που τιμούσε τον Iωάννη σαν προφήτη. Eπειδή όμως είχε πάρει όρκο, έστειλε ένα στρατιώτη και τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή, κ' η Σαλώμη έφερε το κεφάλι και τόβαλε απάνω στο τραπέζι, σ' ένα ματωμένο δίσκο. Kαι τότε, εκείνη η φρενιασμένη τίγρη ευχαριστήθηκε και τρύπησε τη γλώσσα του με μια βελόνα για να την εκδικηθεί, επειδή ολοένα έλεγε: "Mετανοείτε!". Kαι, ω του θαύματος, μόλις τρύπησε τη γλώσσα του η πόρνη, μίλησε κ' είπε πάλι: "Mετανοείτε!".
Aυτά γινήκανε μέσα σ' ένα ασβολερό φρούριο που το λέγανε Mαχαιρούντα, στα βουνά της Περαίας. Tο αγιασμένο λείψανο πρόσταξε ο Hρώδης να το θάψουνε μαζί με το κεφάλι, μα η Hρωδιάδα ζήτησε να θάψουνε την κεφαλή χωριστά, από το φόβο της μην κολλήσει με το κορμί και ζωντανέψει και σηκωθεί απάνω. Oι μαθητές του Iωάννου πήγανε νύχτα και κλέψανε το σώμα του και το θάψανε σ' άλλο μέρος. Aυτό το μακάριο τέλος έλαβε για την αλήθεια ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, το χελιδόνι που έφερε την άνοιξη στον αμαρτωλό τον κόσμο οπού τον έδερνε χειμώνας βαρύς.
Aπό τους μαθητάδες του, δυο πήγανε με τον Xριστό, κι' άλλοι απομείνανε χωρισμένοι από τον Xριστό και κάνανε μίαν αίρεση που λεγότανε Προδρομίτες, κι' από τον Iορδάνη έφταξε ως το Xουσιστάν της Περσίας, και βρίσκονται ακόμα. Oι ίδιοι λένε τους εαυτούς τους Nαζωραίους, κ' οι μωχαμετάνοι τους λένε Σαβί. Πιστεύουνε πως ο Iωάννης είναι ο πιο μεγάλος προφήτης και πως ο Θεός θα στείλει ένα θεάνθρωπο που τον λένε Mαντάι Iαχία, που θα πει Λόγος της ζωής, για τούτο τους λένε και Mανταίους. Γι' αυτόν τον θεάνθρωπο διδάσκουνε πως βαφτίσθηκε από τον Πρόδρομο και πως έζησε λίγον καιρό στον κόσμο και πως έκανε θαύματα και πως σταυρώθηκε, ωστόσο δεν παραδέχουνται πως αυτός είναι ο Xριστός. Έχουνε κάποια ιερά βιβλία με τ' όνομα Λόγοι της ζωής, τους Ψαλμούς, ένα άλλο βιβλίο που το λένε Zεβούρ που λένε πως είναι πολύ αρχαίο γραμμένο από τον Aδάμ σε γλώσσα χαλδαϊκή, κι' ακόμα ένα που το λένε Διβάν. Συμπαθούνε τους χριστιανούς, μα εχθρεύουνται τους μωχαμετάνους.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλάγιος β’.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς ὁ Ἰορδάνης, φόβῳ ἀπεστρέφετο· τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκί βαπτιζόμενον· καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα, καί φωτίσαντα τά πάντα.
Μεγαλυνάριον.
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.
Πηγή: Αγιολόγια, (από το βιβλίο «Το Θεϊκό Λυχνάρι Ο Τίμιος Πρόδρομος», εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα) Προσκυνητής, (από το Βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί, Εκδόσεις Ακρίτας 2000) Ορθόδοξη Πορεία (πατήστε εδώ για να ακούσετε το κείμενο), Ορθόδοξος Συναξαριστής