Είναι κοινή διαπίστωση, μα και λυπηρά δυστυχώς, στις ημέρες μας αντιστραφήκανε οι όροι. Οι όροι της λογικής, της τάξεως και της ευπρέπειας. Τα κάτω, τα μικρά, τα ανάξια λόγου τα βάλαμε στα επάνω σκαλοπάτια της κλίμακος των αξιών και τα μεγάλα στα χαμηλά. Σεβόμαστε, αναγνωρίζουμε και ηρωποιούμε τους μικρούς, τους ανάξιους, αντί τους μεγάλους και τους άξιους. Τους μεγάλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, τους κορυφαίους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, τους ήρωες της πίστεως και της πατρίδας τους περιφρονούμε, δεν τους αναγνωρίζουμε.
Είμαι βέβαιος ότι, οι περισσότεροι, της νέας γενιάς, γνωρίζουν πιο πολλά για τους διάφορους ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, ποδοσφαιριστές, παρά για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για τον Θεμιστοκλή και τον Αλκιβιάδη, για τον Κολοκοτρώνη και τον Μακρυγιάννη και τους άλλους ήρωες της πατρίδας μας, που όμως ένεκα της θυσίας τους απολαμβάνουμε εμείς τώρα την ελευθερία μας.
Για τον άγιο Αθανάσιο που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αγωνιστές της πίστεώς μας, της Ορθοδόξου πίστεώς μας, πολύ λίγοι και λίγα γνωρίζουμε. Αλήθεια τι γνωρίζουμε για τη ζωή, τους αγώνες και τα βάσανα του; Και όμως, η ιστορία, τον θεωρεί, τον αναγνωρίζει ως τον ηρωικότερο των αγίων και των αγιώτερο των ηρώων.
Και επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η κατάσταση της ανατροπής των πάντων, στην κλίμακα των αξιών, επειδή τα αληθινά μεγάλα και τους πραγματικά μεγάλους τους βάζουμε στα κατώτερα σκαλοπάτια των αξιών και βάλαμε τα μικρά και τους μικρούς ψηλά και αγωνιζόμαστε, για τούτο, πιο πολύ να τα αποκτήσουμε και να τους μοιάσουμε, αυτούς τους αναξίους, για τούτο και εμείς, υπηρέτες του αγαθού, του ορθού και του λογικού, και σαν άνθρωποι του Θεού που θέλουμε την αλήθεια του Θεού, την τάξη και την ορθότητα και που έχουμε καθήκον και υποχρέωση να καθοδηγούμε τους ανθρώπους στα σωστά και τα πρέποντα, θα σας παρουσιάσω τη μεγάλη προσωπικότητα, που όχι μόνο υπήρξε ο ηρωικότερος των αγίων και ο αγιότερος των ηρώων, αλλά και ο πατέρας της Ορθοδοξίας. Και αυτός δεν είναι άλλος παρά ο άγιος Αθανάσιος, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, αυτός που πήρε και τον τίτλο Μέγας.
Είναι πατέρας της Ορθοδοξίας, γιατί αυτός γέννησε με το μυαλό του, το φωτισμένο από το Θεό, όλα εκείνα, τους όρους και τα διδάγματα, που μας ξεκαθαρίσανε το έδαφος της πίστεως μας από τις διάφορες αιρετικές διδασκαλίες. Είναι αυτός που αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος για να διαφυλάξει την Ορθοδοξίαν άσπιλον και αμόλυντο και να την έχουμε και μεις σήμερα καύχημα μας.
Ακόμη κάτι. Πήρε τον τίτλο Μέγας και για δύο λόγους και για τους αγώνες του, μα και για την πρακτική ζωή του, για την αγιότητα του. Δεν είναι το αξίωμα του μονάχα που του έδωσε τον τίτλο του μεγάλου, είναι και η αρετή του.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σε εγκωμιαστικόν του λόγο γι' αυτόν, τον ταυτίζει με την ιδίαν την αρετήν. Λέγει δε, « Αθανάσιον επαίνων αρετήν επαινέσομαι. Ταυτόν γαρ εκείνο τε ειπείν και επαινέσαι». (Επαινώντας τον Αθανάσιον θα επαινέσω την αρετήν. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι εις αυτόν επαινώ την αρετήν). (Γρηγ. του Θεολόγου Λόγος Κ.Α.' Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 59, σελ. 148).
Λοιπόν, αγαπητοί μου, και εγώ για όλα αυτά, θα σας πω για τον βίον και την δράσιν του Αγ. Αθανασίου. Και θα δείτε πραγματικά ότι, τα όσα σας είπα είναι όχι μόνο αληθινά, μα και πόσον στερούνται, από την πραγματικότητα. Γιατί ο Αθανάσιος βρίσκεται πέραν πάσης περιγραφής.
Και ύστερα πάλι, που τώρα στους καιρούς μας, ιδιαίτερα οι αιρέσεις και οι αιρετικοί οργιάζουν κυριολεκτικά, πολύ θα διδαχθείτε, πολύ θα ωφεληθείτε από τη ζωή του, τους αγώνες και το παράδειγμα του Μ. Αθανασίου, που τον γιορτάζουμε στις 18 Ιανουαρίου μαζί με ένα άλλο εξέχοντα ιεράρχη τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, που μακάρι να έχουμε τις ευχές και τις ευλογίες τους.
Τα παιδικα του χρόνια
Τους γονείς του Μ. Αθανασίου ακριβώς δεν τους γνωρίζουμε. Δεν έχουμε πληροφορίες για αυτούς. Μα φαίνεται ότι ήσαν ευσεβείς άνθρωποι, γιατί την ευσέβεια διδάξανε στο παιδί τους. Από μικρό παιδί, τον ποτίσανε με τα νάματα τής χριστιανικής θρησκείας, από μικρό τον θρέψανε με το μάννα τής θεϊκής τροφής.
Και τούτο το καταλαβαίνουμε, γιατί βρίσκουμε τον Αθανάσιο από μικρό παιδί να ζει με τον Θεό, με τα του Θεού. Και έζησε όχι μονάχα έτσι αφηρημένα και γενικά τα του Θεού, μα έμπρακτα και εφηρμοσμένα και στην αρετή και στα μυστήρια τής Εκκλησίας μας. Δεν έπαιζε άλλα παιχνίδια, τα παιχνίδια του ήταν θρησκευτικά. Παίζανε με τα άλλα συνομήλικα παιδιά του, αναπαράσταση τής Θ. Λειτουργίας και των άλλων μυστηρίων της Εκκλησίας μας.
Μια φορά μάλιστα, κάποια μέρα, που οι χριστιανοί της Αλεξανδρείας, είχαν μεγάλη γιορτή εις μνήμην του επισκόπου Πέτρου, που μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου, ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά διάφορα εκκλησιαστικά παιχνίδια. Εκεί κοντά βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχου Αλεξάνδρου, Αλεξανδρείας. Ο Πατριάρχης εκείνη την ήμερα είχε καλέσει και μερικούς άλλους κληρικούς να φάνε μαζί του το μεσημέρι. Εκεί λοιπόν που τους περίμενε, κοιτάζει για μια στιγμή από το παράθυρο και βλέπει τα παιδιά να παίζουν ένα παιχνίδι. Του τράβηξε την προσοχή ιδιαίτερα τούτο το παιχνίδι. Παρατηρεί, ότι τα παιδιά έπαιρνε το κάθε ένα και ένα ρόλο, θα έλεγε κανείς, των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Το ένα ήταν αναγνώστης, το άλλο διάκονος, άλλο ιερέας και το άλλο επίσκοπος.
Τον Αθανάσιο τον χειροτονήσανε Πατριάρχη και στο τέλος παρατηρεί με κατάπληξη, μα και με ιερή συγκίνηση, ότι βαφτίζανε ένα παιδάκι. Η έκπληξη και η χαρά του Πατριάρχη ήταν απερίγραπτη. Τα παιδιά κάνανε τη βάπτιση ακριβώς κατά την τάξιν της Εκκλησίας. Όλα τα παιδιά βοηθήσανε, προΐστατο δε ο Αθανάσιος.
Αυτός καθοδηγούσε όλα τα άλλα τα παιδάκια πώς και τι να κάνουν. Κατασυγκινημένος ο Πατριάρχης Αλέξανδρος, κάλεσε τα παιδάκια και ήλθανε κοντά του. Τα αγκάλιασε, τα ασπάσθηκε, τα ευλόγησε, τους έδωσε τις ευχές του. Η παράδοση λέγει ότι ύστερα, όταν ο Πατριάρχης έμαθε, ότι το παιδάκι που βαπτίσανε, ο Αθανάσιος και οι περί αυτόν, ήταν αβάπτιστο πραγματικά, ανεγνώρισε την βάπτιση που έκανε ο Αθανάσιος και τα άλλα παιδιά. Απλώς όμως συμπλήρωσε ο ίδιος, με το μυστήριο του Χρίσματος που γίνεται πάντα μετά το βάπτισμα. Εν πάση περίπτωση ο Πατριάρχης, φωτισμένος και από τον Θεό, πρόσεξε ιδιαίτερα τον Αθανάσιο. Κάλεσε τους γονείς του, τους παίνεψε για το παιδί τους και για την ανατροφή που του δώσανε και τους συμβούλεψε για το πως να το καθοδηγήσουν στον δρόμο του Θεού, πως να διαφυλαχθεί ανέγκιχτο από τις παγίδες του σατανά, πως να διατηρηθεί αγνό και αμόλυντο από την απατηλή και προκλητική γλυκύτητα της αμαρτίας. Τους είπε ακόμη, ότι έπρεπε να μορφώσουν τον Αθανάσιο, να μάθει γράμματα, και πιο πολύ εκείνα, που είναι αναγκαία και απαραίτητα για να γνωρίσει πιο καλά τον Θεό και τα του Θεού. Και έτσι να εφαρμόζει το άγιο θέλημα Του και να ζήσει πιο ενάρετα και πιο άγια.
Ο Πατριάρχης διείδε στη ψυχή, στην παιδική ψυχή του Αθανασίου, ότι αυτός προωριζότανε να γίνει μεγάλος μεγάλος. Μεγάλος για τη δόξα του Χριστού, για την πίστη των Χριστιανών. Για τούτο, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Αθανάσιο. Τον παρακολουθούσε στο μεγάλωμα και στην ανάπτυξή του. Είπε μάλιστα στους γονείς του, σαν γίνει δεκαοκτώ χρονών, να τον φέρουνε κοντά του. Και έτσι έγινε.
Για την μόρφωση που πήρε ο άγιος δεν γνωρίζουμε και πάλι πολλά πράγματα. Τότε στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν φημισμένες σχολές ανωτέρας μορφώσεως και ξακουστοί διδάσκαλοι. Ο Αθανάσιος, σίγουρα, θα παρακολούθησε τέτοιες σχολές, θα πήρε τέτοια μαθήματα, όχι όμως πολλά. Δεν ενέσκυψε στη βαθειά φιλολογία, φιλοσοφία, νομική κτλ. σαν τον Άγιο Βασίλειο ή τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο Θεός όμως τον φώτισε και σπούδασε, μελέτησε όλα εκείνα που του ήσαν ύστερα απαραίτητα και αναγκαία για το μεγάλο του έργο. Για την υποστήριξη και σταθεροποίηση της Ορθοδοξίας. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος στο εγκώμιο του, που σας ανέφερα και προηγουμένως, ότι «ολίγα των εγκυκλίων εφιλοσόφησεν του μη δοκείν πάντα πάσι των τοιούτων των απείρως έχειν» (Φιλοσόφησε λίγο από τα εγκυκλοπαιδικά και τούτο για να μη φαίνεται σ' αυτά ότι δεν έχει καμμίαν πείραν, καμμίαν γνώσιν) (ΡG 35 1088 Β).
Εκεί πού ενέσκυψε πιό πλατειά και πιό βαθειά ήταν στην Αγ. Γραφή, την Π. και Κ. Διαθήκην. Αυτήν την έμαθε απ' έξω. Και για τούτο συνδιάζοντας την των δύο ειδών μόρφωσιν διέπρεψε στην όλη ενάρετον ζωήν του, όπως επίσης και στους αγώνες του, υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως. Με τα παρακάτω πάλι λόγια, ο άγιος Γρηγόριος τον χαρακτηρίζει «όρον μεν επισκοπής είναι τον εκείνου βίον και τρόπον, νόμον δε Ορθοδοξίας τα εκείνου δόγματα» (Ο βίος του ήτανε όρος, δόγμα και τρόπος, παράδειγμα για την επισκοπική ζωή κάθε ιεράρχου και νόμος οι εντολές και οι αποφάσεις του) (ΡG 103 420 Β). Λοιπόν, ο Αθανάσιος πατέρας της Ορθοδοξίας, στύλος της Ορθοδοξίας. Παράδειγμα προς μίμησιν, από κάθε ορθόδοξον χριστιανόν, μα προ πάντων, κάθε κληρικού και μάλιστα αυτού που κατέχει τον ανώτατον βαθμόν του Επισκόπου, πρότυπον ή μάλλον «τύπον Χριστού», όπως θέλει κάθε επίσκοπον και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
Ο Άγιος στο Πατριαρχείο
Όταν έγινε δεκαοκτώ χρονών οι γονείς τον Αθανασίου τον πήγανε στον Πατριάρχη, όπως εκείνος τους είχε ζητήσει, τότε που τους κάλεσε και τους μίλησε για τον Αθανάσιο, τότε που ήτανε παιδί και που με τα άλλα παιδιά κάνανε εκείνη τη βάπτιση.
Ο Πατριάρχης ήτανε ένας πολύ καλός και άγιος ποιμενάρχης. Είχε πολλές καλωσύνες και αρετές. Ήτανε «φιλόθεος, φιλάνθρωπος, φιλόπτωχος, καταδεκτικός, πράος, επιεικής», μα και αυστηρός στην αλήθεια και την αγιότητα. Ήτανε ένας άγιος.
Βρήκε λοιπόν εκεί και καλό παράδειγμα ο Αθανάσιος. Ακόμη, εκεί στο Πατριαρχείο έβλεπε να περνάνε λαϊκοί, κληρικοί και επίσκοποι επίσης, που πολλοί φέρανε στο σώμα τους, τα στίγματα των παθημάτων του Χριστού, από τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια που υφίσταντο κατά τους διωγμούς. Είδε άλλους να κουτσαίνουν, άλλους να μην βλέπουνε, άλλους να τους λείπει ένα χέρι, ένα αυτί ή και τα δύο, ή γενικά κάτι από τα μέλη του σώματος τους. Ναι, πολλοί ήσαν οι ακρωτηριασμένοι, οι άρρωστοι, οι ταλαιπωρημένοι από τις φυλακίσεις, τα φρικτά βασανιστήρια, από τις κακουχίες γενικά, που υπέστησαν για την χάριν και την δόξαν του Χριστού μας. Με ένα λόγο ο Αθανάσιος μπορούσε να δει και να διδαχθεί τα μέγιστα, από το παράδειγμα των αγωνιστών και των ηρώων της πίστεως μας. Και πραγματικά αυτοί, όχι μονάχα του εμπνεύσανε την αγωνιστικότητα και το ηρωικό φρόνημα στην ψυχήν, μα και του την γεμίσανε, του την πληρώσανε μέχρις επάνω. Και έτσι, όπως είπαμε και πιο πάνω, ξεπέρασε όλους τους άλλους και ανεδείχθει «ο ηρωικότερος των αγίων και ο αγιότερος των ηρώων». Τον βοήθησε τα μέγιστα και ο Πατριάρχης. Και με τις συμβουλές και με το παράδειγμα του.
Λίγο αργότερα ο Αθανάσιος, έτσι νεαρός στην ηλικία, επισκέφθηκε και ήλθε σε στενή επαφή με τους μοναχούς της ερήμου της Αιγύπτου. Τότε η διψώσα έρημος εποτίζετο, τότε η άγονος έρημος εκαρποφορούσε. Την ποτίζανε οι μοναχοί με τα δάκρυα της μετανοίας τους, οι ίδιοι την καρποφορούσανε με τους αγώνες και τις αγωνίες τους, με την εις την βάθος καλλιέργειαν της ψυχής τους. Ναι, οι μοναχοί τότε φθάσανε σε ύψη αρετής, σε σφαίρες αγιότητος, θαυματουργούσανε, επιτελούντες θαύματα μεγάλα και εξαίσια.
Όλα τα είδε, τα άκουσε, τα έζησε ο Αθανάσιος. Συνεδέθη με μεγάλους ασκητές της ερήμου, με τον καθηγητή της ερήμου τον άγιο Αντώνιο. Και από αυτούς πήρε ιδιαίτερα μαθήματα. Μαθήματα αγωνιστικότητας, μαθήματα νηστείας, αγρυπνίας, προσευχής, μαθήματα αρετής και αγιότητας. Και για τούτο αργότερα δεν υστέρησε καθόλου από αυτούς. Αντίθετα και πολλούς τους ξεπέρασε. Και για τούτο υπήρξε Μέγας. Σε όλα Μέγας.
Η χειροτονια του
Πατριάρχης, βλέποντας όλα αυτά τα προσόντα και τα χαρίσματα, μα και τις αρετές του Αθανασίου, τον έκρινε άξιο για κληρικό. Και το έτος 312 τον χειροτόνησε αναγνώστη και τον προσέλαβε για γραμματέα του. Ύστερα από επτά χρόνια τον χειροτόνησε διάκονό του.
Και ενώ ήτανε διάκονος ο Αθανάσιος είχε καταστεί σύμβουλος του Πατριάρχου Αλεξάνδρου. Ο Πατριάρχης τον πήρε μαζί του στη Νίκαια και έλαβε μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 325 μ.Χ. Εδώ ο Αθανάσιος θριάμβευσε, ανεδείχθει ανώτερος όχι μονάχα του πατριάρχου του, μα και όλων των άλλων που λάβανε μέρος στην μεγάλη αυτήν Σύνοδον. Για την δράσιν του, για την δραστηριότητά του και για τις ιδέες του στη Σύνοδο αυτή, θα τα πούμε πιο κάτω.
Ο Αθανάσιος τούτα τα χρόνια εξέδωσε και τα πρώτα συγγράματά του, «Λόγος κατά Ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου». Με το πρώτο έδωσε απάντηση στους ειδωλολάτρες που υποστήριζαν την πολυθεΐαν. Τους απέδειξε με τούτη τη μελέτη του, ότι ένας είναι ο Θεός. Συγκεκριμένα εκείνοι υποστήριζαν ότι υπάρχει και θεός του κακού. Μα ο Αθανάσιος τους απέδειξε, ότι ένας και μοναδικός είναι ο Θεός. Το κακό υπάρχει ανεξάρτητα από τον Θεό. Γιατί, τι Θεός θα ήταν, αν αυτός ο Θεός θέλησε και έφτιαξε το κακό; Σίγουρα, Θεός δεν θα μπορούσε να είναι. Δαίμονας ναι, όχι όμως Θεός, Θεός αγαθός αληθινός. Έτσι όπως το λέγει και η Αγ. Γραφή, «Κύριος ο Θεός ένας είναι».
Ο Αρειος και η Α' Οικουμενικη Συνοδος
Μα σαν άρχισε ο Αθανάσιος και συνεχιζόταν ο πόλεμος κατά της ειδωλολατρείας, ξέσπασε στους κόλπους της Εκκλησίας ένα μεγάλο κακό.
Ο Άρειος που καταγώτανε από τή Λιβύη και πού χειροτονήθηκε στην Αλεξάνδρεια σαν ιερέας και αργότερα πήρε και το οφφίκιο του πρωθιερέα, θέλησε να ανατρέψει την τάξη της Εκκλησίας που είχε και πίστευε μέχρι τότε. Με την ύπουλη και κατά τα άλλα γλυκειά του διδασκαλία, θέλησε να νοθέψει την πίστη μας, να καταστρέψει την Ορθοδοξία μας. Αφού άφησε και μπήκε μέσα του ο σατανάς, αυτός του υπέβαλλε ιδέες λανθασμένες και αμαρτωλές για τον Χριστό μας. Τον πήρε ο εγωισμός, ότι αυτός τα ήξερε όλα καλύτερα, και από τους πατριάρχας και από τους μάρτυρας και ομολογητάς της Εκκλησίας μας. Ακόμη και από τους οσίους και ασκητές της ερήμου, που με την αγιασμένη τους ζωή θαυματουργούσανε κιόλας. Παραδεχόταν και δίδασκε πράγματα αιρετικά, βλάσφημα για τον Χριστό μας. Ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, αλλά το πρώτον κτίσμα, δημιούργημα του Θεού. Ότι δεν είναι ίσιος με τον Θεό Πατέρα, μα είναι δεύτερο και κατώτερο δημιούργημα του, πλάσμα του Θεού. Και μάλιστα έλεγε «ην ποτέ ότε ουκ ην». Ήταν κάποτε, υπήρξε καιρός προηγουμένως που δεν ήταν ο Χριστός. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος δεν ήταν, δεν υπήρχε.
Με την ύπουλη, είπαμε, αυτή του διδασκαλία και με την γλαφυρότητα της γλώσσας του, μα και με κάποια ποιήματα του, δίδασκε την λανθασμένη αυτή διδασκαλία του. Και επειδή φαινόταν εξωτερικά πως ήταν και ευσεβής, τον ακολούθησαν πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν γνώριζαν την αλήθεια και την ορθότητα της πίστεώς μας.
Ανάμεσα σ' αυτούς και 700 νεαρές παρθένες και μερικοί κληρικοί που είχαν μεγάλη θέση και φαινόντουσαν σοβαροί και μυαλωμένοι. Έτσι άρχισε το κακό. Ο Πατριάρχης έβλεπε την ανάπτυξή του και ανησυχούσε. Για τούτο και ευθύς αμέσως παίρνει μέτρα για την καταστολή του.
Τώρα, γιατί ήταν τόσο μεγάλο κακό τούτα που δίδασκε ο Άρειος, θα σας εξηγήσω ευθύς αμέσως. Πρέπει να το ξέρετε, γιατί στους σημερινούς καιρούς μας πάλι εξουσιάζει ο σατανάς, υπάρχουν και διδάσκονται πολλές τέτοιες αιρέσεις. Και μάλιστα η παναίρεσις του χιλιασμού.
Λοιπόν αγαπητοί μου, σας λέγω πρώτα για την κάθε αίρεση. Ο Χριστός μας είπε: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». (Εγώ είμαι ο σωστός ο δρόμος, εγώ είμαι η αληθινή Αλήθεια, εγώ είμαι η πραγματική ζωή). (Ιωάν. ιδ' 6) Είναι λοιπόν η αλήθεια ο Χριστός.
Ο Ίδιος πάλι είπε ότι θα Ιδρύσει την Εκκλησία του. Και ο απ. Παύλος δήλωσε ότι η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της Αληθείας». (Η Εκκλησία είναι το στήριγμα πού κρατά και σταθεροποιεί την Αλήθεια). (Α' Τιμ. γ' 15)
Λοιπόν οι αιρετικοί, ναι όλοι οι αιρετικοί, είναι έξω της Εκκλησίας. Και εφ' όσον είναι έξω της Εκκλησίας είναι έξω της Αλήθειας. Άρα δεν κατέχουν ασινή και αλώβητον ανόθευτον την Αλήθειαν.
Ναι, νοθέψανε την Αλήθεια. Σμίξανε Χριστόν και σατανά. Αλήθεια και ψέμα.
Θα πει κάποιος μπορεί να είναι λίγο το ψέμα, μικρό το λάθος. Αγαπητοί μου, λίγο ή πολύ το ψέμα είναι του σατανά. Και πίστη στον σατανά λίγη ή πολλή δεν επιτρέπεται. Ο Χριστός θέλει όλη την πίστη μας θερμουργόν και ζέουσαν. Δεν δέχεται με κανένα τρόπο να ενωθεί με τον σατανά.
Πιο απλά. Λίγο πετρέλαιο στο προζύμη βρωμίζει όλο το ζυμάρι, καταστρέφει όλα τα ψωμιά. Λίγο δηλητήριο στην κατσαρόλα, δηλητηριάζει όλο το φαγητό. Και σας λέγω και σας το τονίζω, άλλωστε καμμιά αίρεση είναι με λίγο ψέμα, αλλά με πολύ όλες, άρα δηλητηριάζει τις σχέσεις μας με το Θεό, με την αλήθεια, δηλαδή με τον Χριστό. Αποκοπτώμαστε από Αυτόν, άρα χανώμαστε. Δεν υπάρχει σωτηρία εφ' όσον είμαστε αιρετικοί. Γιατί; Διότι:
1). Αν ο Χριστός δεν ήταν Θεός δεν θα υπήρχε σωτηρία του ανθρώπου, όλων των ανθρώπων. Ήταν και είναι τόσες πολλές και μεγάλες οι αμαρτίες που κανένας άνθρωπος, ή άγγελος ακόμη, δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος και το φορτίο τους.
2). Ακόμη, ο σατανάς ήταν και είναι πολύ δυνατός. Και μάλιστα μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, η δύναμη του εξιψώθηκε με την αδυναμία που ήλθε στους ανθρώπους. Ποιος λοιπόν, άνθρωπος η άγγελος θα νικούσε τον σατανά; Κανένας. Μόνο ο Θεός θα το μπορούσε τούτο. Χρειαζόταν λοιπόν για την σωτηρία μας ο Θεός. Ένας Θεός. Μα πολλοί Θεοί δεν υπάρχουν. Και για τούτο το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος ο Ιησούς, Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού σαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος καθ' όλα όμοιος σαν και μας, εκτός αμαρτίας, και έσωσε τον άνθρωπο, το ανθρώπινο γένος. Δηλαδή αυτός που ήλθε, ο Ιησούς Χριστός, ήταν έτσι. Έτσι έπρεπε να ήταν. Θεός και άνθρωπος μαζί, Θεάνθρωπος. Διαφορετικά σωτηρία δεν υπήρχε. Δηλαδή, έτσι νικήθηκε ο σατανάς και οι δυνάμεις του.
3). Με το τίμιο και άπειρο σε αξία αίμα του Κυρίου μας πληρώθηκε και το λύτρο, το τίμημα για να αποκτήσει ο άνθρωπος την ελευθερία του, από την εξουσία του διαβόλου, από τα δεσμά της αμαρτίας.
Να λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί ο Λυτρωτής έπρεπε να είναι Θεός και άνθρωπος μαζί. Να γιατί, ή διδασκαλία του Αρείου ήταν λανθασμένη. Και σαν λανθασμένη, σαν ψεύτικη, δεν θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο. Όμως ο αρχηγός της Άρειος και οι ομόφρονές του επέμεναν στην πλάνη τους και παράσυραν και πολλούς άλλους. Μεγάλο λοιπόν κακό ξέσπασε, μεγάλη σύγχυσις δημιουργήθηκε, μεγάλος σκανδαλισμός επεκράτησε. Η ειρήνη διώχθηκε και από την Εκκλησία και από την πολιτεία.
Ο πατριάρχης Αλέξανδρος, δεν χάνει καιρό. Λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα. Καλεί όλους τους επισκόπους της Αλεξάνδρειας και της Μαρεώτιδος και τους δίνει να υπογράψουν επιστολή με την οποία ο πατριάρχης καλούσε τον Άρειο και τους ομόφρονές του να μετανοήσουν και να αποκηρύξουν την αίρεση τους.
Εν τω μεταξύ, κάλεσε Σύνοδο των επισκόπων της δικαιοδοσίας του, το 321 μ.Χ. Στη Σύνοδο έρχονται 100 περίπου επίσκοποι. Αφού μελέτησαν το θέμα, αναθεμάτισαν τον Άρειο, την αίρεση του και τους οπαδούς της.
Ο Άρειος έπειτα φεύγει για την Παλαιστίνη και εκεί συνεχίζει το ανόσιο έργο του.
Ο Αθανάσιος κοντά στον επίσκοπο του είναι όχι μονάχα το δεξί του χέρι, μα ακόμη και περισσότερο. Αυτός πιο πολύ σκέπτεται, μελετά και εργάζεται για το σταμάτημα του μεγάλου αυτού κακού.
Εν τω μεταξύ, είπαμε και προηγουμένως, επέρχεται σύγχυσις, ταραχή και τα πνεύματα όλο και εξάπτονται πιο πολύ. Ο Μ. Κωνσταντίνος που αντελήφθη ότι, αν άφηνε έτσι τα πράγματα μόνα τους σύντομα θα ξέσπαγε θύελλα, ανέλαβε πρωτοβουλίες. Συνεκάλεσε στη Νίκαια της Βυθηνίας Σύνοδο. Ήταν ή Α' Οικουμενική Σύνοδος.
Σε αυτήν πήραν μέρος έξοχοι ιεράρχες και μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας μας. Όπως ο άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο όσιος Κορδούης, ο άγιος Σπυρίδωνας, Τριμυθούντος της Κύπρου, ο όσιος Πανφούτιος, ο Μάρκελλος Αγγύρας κ.ά. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν και μάρτυρες και ομολογητές της Εκκλησίας μας. Όπως και πιο μπροστά είπαμε, πολλοί φέρνανε και τα σημάδια του μαρτυρίου πάνω τους.
Αυτή η Α' Οικουμενική Σύνοδος, είπαμε, έλαβε χώραν τον Ιούλιον του 325 μ.Χ. Μαζεύτηκαν περί τους 318 θεοφόροι Πατέρες. Στην πρώτη συνεδρίαση τους πήρε μέρος και ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος. Με το χαιρετισμό του εξέφρασε και την ευχή του για ειρήνευση της Εκκλησίας.
Άρχισε η συζήτηση. Αναπτύχθηκε γιατί είναι αίρεση η διδασκαλία του Αρείου. Ύστερα κλήθηκε ο Άρειος να απαντήσει. Μα στα ερωτήματα που του τέθηκαν, εκείνος δεν απάντησε. Απλώς ξαναεπανέλαβε την αίρεση του. Ενώ δε, έλεγε τις βλάσφημες δοξασίες του, πολλοί άγιοι πατέρες τόσο στεναχωρήθηκαν που έκλεισαν τα αυτιά τους για να μην τον ακούνε. Λέγεται ότι ο άγιος Νικόλαος, τόσο στεναχωρήθηκε πού σηκώθηκε από τη θέση του και ράπισε τον Άρειο. Μίλησαν πολλοί και διάφοροι άγιοι πατέρες. Ο άγιος Σπυρίδωνας έκανε και το θαύμα του. Πήρε ένα κεραμίδι και στάθηκε στο μέσον. Το κράτησε στη χούφτα του, το ψήλωσε λιγάκι για να το βλέπουν όλοι και είπε: «Εις το όνομα του Πατρός» και βλέπουν όλοι ότι φωτιά έφυγε τότε από το κεραμίδι προς τα πάνω. Ύστερα συνέχισε: «Και του Υιού» και ευθύς νερό έτρεξε στη γη. Και μετά είπε: «Και του Αγίου Πνεύματος» και είδαν όλοι ότι στο χέρι του έμεινε χώμα. Και έτσι με το θαύμα αυτό κατη-σχύνθησαν οι αιρετικοί. Απεδείχθη το δόγμα τής Αγίας Τριάδος.
Στο τέλος, καταδικάστηκε ο Άρειος με την αίρεση του και τους οπαδούς του. Τα ονόματα τους διαγράφτηκαν από τα δίπτυχα τής Εκκλησίας. Ψηφίστηκαν τότε και τα επτά άρθρα του συμβόλου τής πίστεως. Ακόμη, δογμάτισε η Σύνοδος ότι, ο Χριστός είναι Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, ομοούσιος με τον Πατέρα. Στη Σύνοδο ανεδείχθη, θριάμβευσε ο τότε διάκονος Αθανάσιος. Αυτός με τις σκέψεις του, με τα δυνατά του λόγια, με τα ακαταμάχητα επιχειρήματα του κατετρόπωσε τον Άρειο και τους οπαδούς του. Έκανε τους ορθόδοξους να κατανοήσουν καλύτερα και πιο ξεκάθαρα τις αλήθειες τής πίστεως μας και να αποφανθούν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήταν όχι μονάχα άνθρωπος, αλλά και Θεός μαζί. Θεάνθρωπος.
Ο Άρειος, μετά την καταδίκη του, ανεχώρησε στα μέρη της Παλαιστίνης όπου είχε ισχυρούς προστάτες. Πρώτος και καλύτερος ο Ευσέβιος Νικομήδειας πού μάλιστα συνδεόταν και με τον αυτοκράτορα.
Επιστροφή στην Αλεξάνδρεια
Ο Αλέξανδρος και ο Αθανάσιος γύρισαν ύστερα στην Αλεξάνδρεια και εργάζονται. Εργάζονται πυρετωδώς και ακούραστα για το ποίμνιον. Ο Αθανάσιος και εδώ αναδεικνύεται κορυφαίος. Ο Πατριάρχης τον αναγνωρίζει και πιο πολύ τον αγαπά. Μα περισσότερο ο Διάκονος Αθανάσιος κερδίζει την εκτίμηση και την αγάπη του λαού του Θεού. Κλήρος και λαός τον σέβεται και τον εκτιμά.
Εκτός της ορθοδόξου διδασκαλίας του, ο Αθανάσιος είχε την αληθινή ορθόδοξο ζωή. Είχε αγιότητα βίου. Δεν φάνηκε σκληρός απέναντι του Αρείου. Αυστηρός υπήρξε απέναντι στη διδασκαλία του Αιρεσιάρχη.
Ο Θάνατος του Αλέξανδρου › Εκλογή του Αθανασίου
Τον επόμενο χρόνο, τον Φεβρουάριο του 326, ο Πατριάρχης Αλέξανδρος αρρωστά. Είναι και ηλικιωμένος. Κατάλαβε ότι θα φύγει από τον κόσμο αυτό. Ο Αθανάσιος απομακρύνεται από τον Πατριάρχη. Δεν θέλει να ανακατευθεί στη διαδοχή. Μα ο πατριάρχης καταλαβαίνει γιατί έφυγε ο Αθανάσιος και του διαμηνύει: «Αθανάσιε νομίζεις ότι θα ξεφύγεις από του να γίνεις Πατριάρχης. Όμως δεν θα μπορέσεις».
Ο Πατριάρχης πέθανε στα τέλη του μηνός. Και ζητάνε τώρα πατριάρχη. Οι επίσκοποι συνέρχονται, συσκέπτονται και συζητούν. Μα δεν καταλήγουν σε απόφαση. Η απόφαση όμως του λαού είναι εκπεφρασμένη. Μόνος υποψήφιος, μόνος εκλεγμένος είναι ο Αθανάσιος. Με χίλιες δυό εκδηλώσεις εκφράζει ο λαός την αγάπη του και την απόφαση του για τον Αθανάσιο. Αυτός να γίνει πατριάρχης.
Έτσι και γίνεται. Χειροτονείται πατριάρχης. Λέγει δια την εκλογή του Αθανασίου ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «ούτω μεν και δια ταύτα ψηφώ του λαού παντός ου κατά τον ύστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον ουδέ φονικώς τε και τυραννικώς, άλλ' άποστολικώς τε και πνευματικώς επί τον Μάρκου θρόνον ανάγεται». (Έτσι λοιπόν και δι' όλα αυτά, με ψήφον όλου του λαού, όχι κατά τον μετέπειτα πονηρόν τρόπον, ούτε με φόνους και τυρρανικόν τρόπον, αλλά με αποστολικόν και πνευματικόν τρόπον αναβιβάζεται στον θρόνον του Αγ. Μάρκου). Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 59 σελ. 151).
Εργάζεται με αγάπη περισσή, με δραστηριότητα άφθαστη
Τώρα γίνεται πιο αυστηρός στη πνευματικήν ζωήν του, στα όσα αφορούν τον ίδιον. Τώρα γίνεται περισσότερο χειροπιαστή η αγάπη του για το ποίμνιό του και πιο πυρακτωμένη για τον Θεόν. Όλους τους αγκαλιάζει, όλους τους εξυπηρετεί. Και όλοι μαζί προχωρούνε στην κατά Χριστόν ζωή, στα χριστιανικά βιώματα. Αγωνίζεται, ακόμη πιο πολύ τώρα, για την Ορθοδοξία. Και γίνεται για όλους θυσία, ολοκαύτωμα για το Θεό και για τα πνευματικά παιδιά του. Είναι ο βοηθός, ο υπερασπιστής, ο προστάτης και ο καθοδηγητής.
Τα πρώτα βάσανα του
Μα είναι και ο σατανάς, ο φθονερός κακούργος, που τώρα με την ήττα του αγρίεψε ακόμη πιο πολύ. Βρυχάται πιο δυνατά και απαίσια, επιτίθεται με μεγαλύτερο πάθος και ορμή κατά του Αθανασίου που είναι ο πρωταίτιος της ήττας και της καταισχύνης του. Που επεκράτησε η Ορθοδοξία και όχι ο Άρειος.
Και αρχίζουν οι συκοφαντίες για τον Αθανάσιο. Προσέξατε παρακαλώ, και αληθινά θα φρίξετε για τη μανία και για τα ψεύδη του σατανά και των οπαδών του αιρετικών.
Είπαμε ότι ο Ευσέβιος Νικομήδειας ήτανε φίλος του Αρείου και εχθρός του Αθανασίου. Ακόμη φίλος του αυτοκράτορα. Ετοίμασαν λοιπόν τις κατηγορίες τους κατά του Αθανασίου.
Τον κατηγόρησαν ότι «ανάξια και παράνομα», κατέλαβε το θρόνο του Πατριάρχη, ότι δήθεν φορολογεί τους κληρικούς, ότι είναι εχθρός του βασιλέως, ότι είναι φιλοχρήματος και άδικος. (Αρχιμ. Χαρ. Βασιλόπουλου, Βίοι Αγίων, ο Μέγας Αθανάσιος, Αθήναι 1988, σελ. 22).
Βρήκανε όργανα για να μεταφέρουν και να διαδόσουν τις κατηγορίες από την Αλεξάνδρεια. Μάλιστα τους τις δώσανε γραπτές.
Οι κατηγορίες › συκοφαντίες
Τις πήρε κάποιος ψευδοϊερέας που ονομαζόταν Ισχύρας. Είπα ψευδοϊερέας γιατί στην πραγματικότητα δεν χειροτονήθηκε από κανένα επίσκοπο. Αυτοχειροτονήθηκε. Παρουσιάσθηκε σαν ιερέας. Πήγε λοιπόν ο Ισχύρας στη Νικομήδεια. Ο Αθανάσιος όμως έστειλε ένα δικό του ιερέα, τον Μακάριο, να πάει εκεί και να διαπίστωση αν χειροτονήθηκε πραγματικά ο Ισχύρας. Ο Μακάριος διεπίστωσε ότι, καθόλου δεν ήταν χειροτονημένος ο Ισχύρας.
Αυτός λοιπόν ο ψευδοϊερέας διέδωσε την συκοφαντία, κοντά στα άλλα, ότι ο Μακάριος, ο φίλος του Αθανασίου του άρπαξε την Θ. Κοινωνία, από το χέρι, την έρριψε κάτω στο πάτωμα και την ποδοπάτησε. Αυτές οι συκοφαντίες φθάσανε και στον Ευσέβειο. Και ο Ευσέβειος τις μετέφερε στον Αυτοκράτορα. Και ζήτησε μάλιστα την απομάκρυνση του Πατριάρχη από τον θρόνο του.
Ο Αυτοκράτορας, μία μέρα τυχαία, συνάντησε τον Πατριάρχη που και αυτός είχε έλθει εδώ για να πάρει μέρος σε μια σύνοδο και να ακούσει και τις συκοφαντίες πού εξετοξεύοντο εναντίον του. Ο Πατριάρχης είπε στον Αυτοκράτορα, ότι όλες οι κατηγορίες είναι ψεύτικες και του εξήγησε και ποιος ήταν ο Ισχύρας. Ο Αυτοκράτορας κατάλαβε και έστειλε πίσω τον Αθανάσιο στην Αλεξάνδρεια με συνοδευτική επιστολή του.
Στη σύνοδο πού έγινε ο Μακάριος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος. Μα όμως ξεσκέπασε τον ψευδοϊερέα. Κανένας δεν απάντησε στο ερώτημα του Μακαρίου, ποιος χειροτόνησε τον Ισχύρα. Ο Μακάριος αθωώθηκε και ελευθερώθηκε.
Ο σατανάς όμως μπορεί να ησυχάσει; Όχι. Και οι οπαδοί του το ίδιο.
Νέα συκοφαντία χαλκεύεται κατά του Αθανασίου. Λέγουν τώρα οι συκοφαντίες και διαδίδουν, ότι ο Άγιος έκοψε το χέρι κάποιου Αρσενίου και με αυτό έκαμνε μάγια. Ο Αρσένιος ήταν ένας αναγνώστης, πού θέλησε να ανέβει στα εκκλησιαστικά αξιώματα.
Προηγούμενα όμως διέπραξε μια αισχρότητα και εξαφανίστηκε. Ήταν φυγόδικος. Οι του Αρείου νομίζοντες ότι δεν θα ξαναεμφανισθεί ο Αρσένιος εκμεταλλεύτηκαν την περίπτωση. Λοιπόν, κατηγόρησαν τον πατριάρχη Αθανάσιο και ζητούσαν και την καταδίκη του. Στο τέλος έφτιαξαν και μια θήκη και έβαλαν μέσα ένα χέρι και το παρουσίαζαν για να αποδείξουν την κατηγορία τους.
Έγινε πάλι σύγχυση. Η συκοφαντία έφθασε και στον Αυτοκράτορα. Και ο Αυτοκράτορας ανάθεσε στον αδελφό του Κήνσορα Δαλμάτιο να εξιχνιάσει την υπόθεση.
Εν τω μεταξύ συγκαλείται Σύνοδος στην Τύρο για να καταδικάσει τον Άγιο.
Ο Αθανάσιος έρχεται στην Τύρο. Και να εδώ τώρα είναι και ο Αρσένιος. Και ο Θεός βοηθός. Τα έμαθε ο Αρσένιος και δεν ήθελε να καταδικαστεί ένας αθώος. Για τούτο πηγαίνει στον Άγιο, το βράδυ, και του λέγει: «Το ξέρω πώς είμαι αμαρτωλός. Μα δεν θέλω να καταδικαστείς εσύ ο αθώος». Και ο Άγιος του είπε: «Μη φανερωθείς σε κανέναν. Μη μιλήσεις τίποτε. Να έλθεις αύριο, έξω από τη Σύνοδο, και όταν θα σου φωνάξω να μπεις μέσα».Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα άρχισαν οι κατήγοροι να μιλούν ατή Σύνοδο και να δείχνουν κιόλας το κομμένο χέρι του Αρσενίου. Ύστερα πήρε το λόγο ο Αθανάσιος. Τους ρώτησε: «Είστε βέβαιοι ότι έκοψα το χέρι του Αρσενίου;» «Βεβαιότατοι» απαντούν εκείνοι.
«Γνωρίζετε τον ίδιον;» τους ρωτά. «Ναι -του λένε με μία φωνή› τον γνωρίζουμε καλά». «Και το χέρι στη θήκη είναι σίγουρα του Αρσενίου;» «Ναι, βεβαιότατα» του απαντούν.
Τότε ο Πατριάρχης κάλεσε μέσα τον Αρσένιο. Αυτός ήλθε. Και ρωτά ο Άγιος: «Αυτός είναι ο Αρσένιος;» «Ναι» του λέγουν. Και λέγει ο Πατριάρχης στον Αρσένιο: «Πόσα χέρια έχεις;» «Δύο» απαντά εκείνος. «Για δείξε μας τα» του λέγει ο Άγιος. Και αυτός τα δείχνει. Και ρωτάει ο αρχιερέας του Θεού: «Δύο χέρια έχει ο Αρσένιος, όχι τρία. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με δύο χέρια. Πως εσείς θέλετε τον Αρσένιο με τρία χέρια;» Και καταντροπιάστηκαν όλοι οι εχθροί του Αγίου. Οι αιρετικοί, οι απόστολοι του σατανά. Έτσι ρεζιλεύονται οι εναντίον του Θεού.
Μα παρά την ήττα του και πάλι, δεν κάθεται ήσυχος ο Σατανάς. Εφευρίσκει νέες συκοφαντίες. Άνθρωποί του αιρετικοί κατηγορούν τώρα τον Άγιο ότι διέφθειρε μια γυναίκα. Βρήκαν και πλήρωσαν μια κολασμένη και την έφεραν στη Σύνοδο για να μαρτυρήσει κατά του Πατριάρχη. Κρατά και το μωρό στο χέρι. Μα υπάρχει Θεός.
Ο Άγιος Αθανάσιος έρχεται στη Σύνοδο και με κάποιο γνωστό του ιερέα που ήταν και φίλος του.
Λεγόταν Τιμόθεος ο ιερέας αυτός. Είχε παρουσιαστικό ιεράρχη.
Λοιπόν μπήκε μέσα πρώτος ο Τιμόθεος και εκείνη τη στιγμή φωτισμένος απ' το Θεό ρώτησε τη γυναίκα: «Εγώ αμάρτησα μαζί σου;» Και αυτή απάντησε: «Ναι, εσύ είσαι που με κατέστρεψες». Και απευθυνόμενη προς τους άλλους φώναζε ακόμα πιο δυνατά. Τούτος, άγιοι αρχιερείς είναι ο βρωμερός Αθανάσιος, που διέπραξε μαζί μου την αμαρτία. Δεν είναι άξιος να είναι αρχιερέας.
Ο Θεός και πάλι νίκησε. Προστάτεψε το δικό του, τον εκλεκτό του, το παιδί του, τον Αθανάσιο. Ο Θεός και πάλι ντρόπιασε τους αιρετικούς. Μα είναι δυνατόν όταν ένας πάρει τον κατήφορο να σταματήσει; Όχι. Έτσι και οι αιρετικοί. Θέλουν να παρασύρουν και άλλους στο βάραθρό τους. Νέα λοιπόν κατηγορία κατά του Αθανασίου. Ότι σχεδίαζε να εμποδίσει την αποστολή σιταριού από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας πείσθηκε από τον ραδιούργο Ευσέβειο Νικομήδειας και εξώρισε τον Άγιο στην Γαλλία το 336. Μετά από τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, την 21η Μαΐου 337, επανήλθε ο άγιος στην έδρα του. Η επάνοδός του ήταν θριαμβευτική. Κλήρος και λαός τον υποδέχθηκαν με παραλληρήματα ενθουσιασμού και αγάπης.
Το τέλος του Αρείου
Εν τω μεταξύ, σημειώσατε, ότι ο Άρειος, όπως είπαμε, βρίσκεται στην Παλαιστίνη κοντά στους υποστηρικτές του και ιδιαίτερα υποστηρικτής του αναφέραμε, είναι ο Ευσέβειος Νικομήδειας. Επίσης, ο Νικομήδειας, συνδέετο με τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο.
Ενώ λοιπόν ο Άγιος ευρίσκετο στην εξορία, ο Νικομήδειας ενήργησε και ύστερα από υποκριτική ομολογία του Αρείου προς τον Αυτοκράτορα, κατόρθωσε να πάρει συγχώρεση και άδεια να λειτουργήσει σε Ορθόδοξο Ναό και με ορθόδοξο ιερέα.
Πολύ στενοχωρήθηκε ο τότε Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως και προσευχήθηκε στο Θεό. Και ο Θεός επενέβη. Ο Άρειος το πρωί της Κυριακής που επρόκειτο να λειτουργήσει, που πήγε για σωματικήν του ανάγκη, υπέστη αιμορραγία και πέθανε. Ο Θεός δεν επέτρεψε στον αιρεσιάρχη να λειτουργήσει. Να βεβηλώσει την Θ. Λειτουργία.
Νέες ραδιουργίες
Λίγος καιρός όμως πέρασε και να, νέες ραδιουργίες από τους εχθρούς τού Πατριάρχη. Οι περί τον Ευσέβειο τον κατηγορούν ότι παίρνει χρήματα από το κρατικό συτάρι. Αντί να το διανέμει δωρεάν, το πουλάει, στη Λιβύη και στην Αίγυπτο. Ότι γίνεται αιτία πολλών συμπλοκών και φόνων και εξορίας κληρικών.
Ο αυτοκράτωρας τώρα Κωνσταντίνος, δυστυχώς πιστεύει και εξορίζει τον Άγιο. Ακόμα συγκροτεί σύνοδο, με συγκατάθεση του Κώνσταντος, στην Αντιόχεια και καταδικάζει τον Άγιο. Στο θρόνο του βάζουνε τον ημιαρειανό Ευσέβιο Εμισηνό. Αυτός όμως δεν αποδέχεται και εκλέγεται άλλος. Ο Καπαδόκης Γρηγόριος. Όταν όμως αυτός έφτασε στην Αλεξάνδρεια, ο λαός τον περιφρόνησε. Αυτός οργίζεται και διατάζει να μαστιγωθούν νεαρές παρθένες και ευσεβείς άνθρωποι.
Ο έπαρχος Φιλάγριος παρακινεί τους ειδωλολάτρες και τους Ιουδαίους κατά των Χριστιανών. Και αυτοί καταδικάζουν και φονεύουν τους Χριστιανούς. Πάσχα του 340 και οι Χριστιανοί το γιορτάζουν με αιματηρές σκηνές. Εξωρίζεται και πάλι ο Πατριάρχης. Και μεταβαίνει στη Ρώμη. Επίσκοπος εδώ ήταν τότε ο Ιούλιος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τότε η Εκκλησία της Ρώμης ήταν ενωμένη με την όλη άλλη Εκκλησία. Δεν υπήρχε ακόμα το σχίσμα. Είχε τότε η Ρώμη τιμητικό προβάδισμα γιατί ήταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους. Ύστερα, τότε δεν υπήρχε το πρωτείο, το αλάθητο, το Φιλιόκβε και οι άλλες αξιώσεις του πάπα. Οι πάπες ήταν όπως όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι ιεράρχες.
Δέχθηκαν λοιπόν τον Αθανάσιο μα φιλοφρονήσεις ουκ ολίγες Ο πάπας Ιούλιος συνεκάλεσε σύνοδο το 341 και ανεγνώρισε τον Αθανάσιο, ως τον κανονικό επίσκοπο της Αλεξανδρείας. Τον κήρυξε αθώο από όλες τις κατηγορίες. Ο εξόριστος Πατριάρχης έφερε στη Ρώμη τις ιδέες του μοναχισμού και ιδρύθηκαν τότε τα πρώτα μοναστήρια κατά το ανατολικό πρότυπο.
Ο Άγιος Αντώνιος κατα των Αιρετικών
Την εποχή αυτή και ο Μ. Αντώνιος μπαίνει στον αγώνα για την Ορθοδοξία. Αφήνει τα ασκηταριά του και κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια.
Γράφει και ελέγχει τον ασεβή Βαλάκιο. Του γράφει μάλιστα ότι αν δεν αλλάξει θα τον βρει η οργή του Θεού, πράγμα που γίνεται. Ο Βαλάκιος σαν διάβασε το γράμμα οργίστηκε και το πέταξε στη γη, ύστερα το ποδοπάτησε και το έφτυσε. Όμως έπαθε όπως του προφήτευσε ο άγιος Αντώνιος. Μια μέρα ενώ προχωρούσαν έφιπποι, αυτός και ο Νεκτάριος, έξω από την Αλεξάνδρεια, το άλογο του Νεκταρίου άρπαξε τον Βαλάκιο, τον έριξε κάτω από το άλογο του, τον ποδοπάτησε και τον δάγκωνε. Αιμόφυρτο τον έφεραν στην Αλεξάνδρεια και μετά από τρεις μέρες πέθανε. Το 343 ο Κωνστάντιος πιεζόμενος από τον αδελφό του Κώνστα, συνεκάλεσε σύνοδο στη Σαρδική της Υλλυρίας, (την σημερινή Σόφια). Στη σύνοδο αυτή νίκησε ο Αθανάσιος. Τον κήρυξε αθώο και κανονικό επίσκοπο της Αλεξάνδρειας.
Το 346 γυρίζει στην Αλεξάνδρεια. Η υποδοχή που του γίνεται είναι μεγαλειώδης, θριαμβευτική. Τον δέχεται ο λαός του. Ένα πλήθος έξαλλο έκλαιγε και πανηγύριζε. Η Αλεξάνδρεια ξαναβρήκε τον πνευματικό της πατέρα. Όμως και πάλι για λίγο καιρό κράτησε η γαλήνη. Ο Κωνστάντιος, το 350, όταν έγινε μονοκράτορας και αφού πείστηκε από νέες κατηγορίες από φίλους του Αρείου κατά του Πατριάρχη, καταδικάζει τον πρόμαχο της Ορθοδοξίας. Και με δύο συνόδους στην Αρελάτη, το 353 και στα Μεδιόλανα το 355, καταδικάζουν τον Αθανάσιο. Και το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ενώ τελείωνε αγρυπνία με πλήθος πιστών, ο στρατηλάρχης Συριανός με 5000 στρατιώτες, τους επετέθηκε. Τον παρακαλούσαν να φύγει, μα εκείνος έμεινε μαζί τους. Και μάλιστα στο σπίτι της Αγίας Συγκλητικής. Τον οδήγησαν ύστερα στην έρημο, στα ασκητήρια των μοναχών. Εκεί όταν έφτασε του έκαναν μεγάλη υποδοχή. Μα και οι ασκητές διαπίστωσαν ότι ο άγιος τους ξεπερνούσε στην αρετή και ωφελήθηκαν.
Ο ασεβής Κωνστάντιος τιμωρείται
Πολεμώντας τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, πέθανε το Νοέμβριο τού 361. Ο Ιουλιανός κατ' αρχήν για να φανεί αρεστός στους Χριστιανούς και να στερεώσει το θρόνο του ελευθερώνει όλους τους εξόριστους. Ελευθερώνεται και ο Άγιος. Γυρίζει ξανά στο μαρτυρικό του ποίμνιο. Μα ο Ιουλιανός σαν θέλησε να επιβάλει ξανά την ειδωλολατρία, κηρύσει διωγμό κατά των Χριστιανών. Πρώτος παίρνει διάταγμα εξορίας ο άγιος Αθανάσιος. Η διαταγή στην πραγματικότητα έλεγε για τον θάνατο του Ιεράρχου. Τον έβαλαν σε ένα πλοιάριο και τον πήραν για να τον εκτελέσουν. Βέβαια, δεν είπαν την αλήθεια στον Πατριάρχη, μα και πάλι επεμβαίνει ο Θεός.
Ενώ προχωρούσε το πλοιάριο για την έρημο τής Θηβαΐδος, μόνο του άλλαξε πορεία και γύρισε προς τα πίσω. Οι στρατιώτες που θα τον φόνευαν, ήταν σε άλλο καραβάκι και κόψαν πίσω, μακριά. Σαν συναντήθηκαν τώρα τα πλοιάρια με τον άγιο, δεν τον κατάλαβαν και τους ρώτησαν αν είδαν κανένα πλοιάριο να πηγαίνει μπροστά τους. Και αυτοί τους απάντησαν ότι το πλοιάριο είναι μπροστά τους και προχώρησαν οι στρατιώτες για να το βρουν. Έτσι όμως, κατ' οικονομία Θεού, γλίτωσε ο Άγιος και οι μετ' αυτού. Στο τέλος ήρθαν στην Θηβαΐδα στους μοναχούς. Και αντί να τον παρηγορήσουν, τους παρηγόρησε όλους ο Πατριάρχης. Τους έλεγε: «Μη στενοχωρήσθε, νεφύδριον εστί και θάττον παρελεύσεται». (Συννεφάκι είναι και γρήγορα θα προσπεράσει). Και πέρασε. Στις 26 Ιουνίου 363 Ιουλιανός σκοτώθηκε και μάλιστα λένε ότι, την ώρα πού ξεψυχούσε φώναξε: «Νενικήκας με Γαλιλαίε».
Τον Ιουλιανό διαδέχεται ο Ιωβιανός. Ο στρατός τον διάλεξε για αυτοκράτορα. Και ο Αθανάσιος ξαναγυρίζει στην Αλεξάνδρεια. Δεν παρουσιάστηκε όμως. Και δεν έζησε και πολύ ο Ιωβιανός. Πέθανε ξαφνικά στην Γαλατία. Τον διαδέχθηκε ο Ουλεντιανός. Αυτός κυβέρνησε την Δύση και ο αδελφός του Ουάλης την Ανατολή. Και τούτος τάραξε την εκκλησία. Υποστήριζε τους αιρετικούς. Βγάζει διαταγή και εξορίζονται όλοι οι κληρικοί που εξόρισε ο Κωνστάντιος. Το 365 ο έπαρχος με στρατιώτες έρχονται να συλλάβουν τον Πατριάρχη. Οι ορθόδοξοι φυλάνε τον πνευματικό τους σαν πατέρα τους. Και τον φυγαδεύουν κρυφά. Κλείνεται τώρα και μένει για ένα χρονικό διάστημα στο νεκροταφείο, μέσα στον τάφο του πατέρα του. Ο λαός στασιάζει και τον αναζητά. Και ο Ουάλης φοβάται και τους ελευθερώνει. Και ο Πατριάρχης και πάλι ανάμεσα στο ποίμνιο του, την 1η Φεβρουαρίου 366. Τώρα εργάζεται ειρηνικά μέχρι τον θάνατό του στις 21 Μαΐου 373.
Έγραψε και πολλά σπουδαία συγγράμματα ο Μ. Αθανάσιος. Και δογματικά και διδακτικά.
Έγραψε επίσης και τον βίο του αγίου Αντωνίου.
Τα όσα γράφουμε, νομίζω αγαπητοί μου, αποδεικνύουν του λόγου την αλήθεια. Ότι ο άγιος Αθανάσιος, ο Μέγας υπήρξε «ο ηρωικότερος των αγίων και αγιότερος των ηρώων».
Και πρέπει να ξέρετε ότι τέτοιοι ήρωες χρειάζονται, ιδιαίτερα στις μέρες μας, για να σωθούμε. Ελάτε λοιπόν να του μοιάσουμε για να γλιτώσουμε. Ακούστε τα προμηνύματα. Ας συνετισθούμε.
Ο Μεγας Αθανασιος (ἀγῶνες καὶ περιπέτειες γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδοξίας),
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Νὰ τοῦ πλέξουμε ἐγκώμια, ἀγαπητοί μου; Εἴμαστε πολὺ μικροί. Ἐκεῖνος εἶνε γίγαντας καὶ τὸ ὕψος του προκαλεῖ δέος. Ὅποιος διαβάζει τὸ βίο του αἰσθάνεται ἴλιγγο μπροστὰ στὴ φυσιογνωμία του. Ἐν τούτοις θὰ ψελλίσουμε κ᾿ ἐμεῖς λίγες λέξεις πρὸς τιμήν του.
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὠνομάστηκε μέγας, διότι στὴν ἐποχή του ἀγωνίστηκε μόνος νὰ κρατήσῃ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Κινδύνευε τότε ἡ Ὀρθοδοξία. Παρουσιάστηκε μία αἵρεσις, ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστό, ὅτι «ἦν πὸτε ὅτε οὐκ ἦν»· δηλαδή, ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Αὐτὴ ἦταν βλάσφημη ἰδέα ἐναντίον τῆς θεότητος τοῦ Λόγου καὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτό, τὸ ὅτι «ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ αὐτὸς δὲν ὑπῆρχε», μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό. Διότι δὲν ὑπῆρξε ποτέ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Εἶνε ἄναρχος, αἰώνιος, ὑπεραιώνιος.
Ἐναντίον τοῦ Ἀρείου ἀγωνίστηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καὶ μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴ Γραφὴ τὸν κατετρόπωσε. Διότι τὴ Γραφὴ τὴν ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω. Σήμερα οἱ Χριστιανοί, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, δὲν διαβάζουμε Γραφή, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Νίκησε λοιπὸν λόγῳ τῆς πίστεώς του, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς βαθειᾶς γνώσεως τῆς ἑρμηνείας τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον μιᾶς ἄλλης παρατάξεως. Ποιᾶς παρατάξεως; Ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀρείου ἡ Ἐκκλησία εἶχε διχασθῆ – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ διαίρεσι, ἀπὸ σχίσμα. Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας ξαφνικὰ χωρίστηκε σὲ τρεῖς παρατάξεις. Ἡ μία ἦταν οἱ ὀρθόδοξοι, μὲ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο. Ἡ ἄλλη, μὲ βασιλιᾶδες καὶ αὐτοκράτορες, ἦταν οἱ ἀρειανοί· αὐτοὶ ἔφεραν τὴ διαίρεσι. Καὶ ἡ ἄλλη παράταξι ἦταν οἱ ἡμιαρειανοί. Τί ἔλεγαν αὐτοί; Αὐτοὶ ἦταν οἱ «συμβιβαστικοί». Ἐμεῖς, ἔλεγαν, θέλουμε τὸ μέσον· οἱ ὀρθόδοξοι εἶνε τὸ ἕνα ἄκρο, οἱ ἀρειανοὶ τὸ ἄλλο ἄκρο· ἐμεῖς θὰ τοὺς συμβιβάσουμε.
› Νὰ ὑποχωρήσῃς κ᾿ ἐσύ, ἔλεγαν στὸν Ἀθανάσιο, νὰ ὑποχωρήσουν κι αὐτοί. Νὰ ὑποχωρήσῃς καὶ νὰ δεχθῇς στὸ «Πιστεύω» νὰ προστεθῇ ἕνα γράμμα, μόνο ἕνα μικρὸ γράμμα. Ἐκεῖ ποὺ λέει γιὰ τὸ Χριστὸ «ὁμοούσιον τῷ Πατρί», νὰ προσθέσουμε τὸ γιῶτα («ι») καὶ ἀντὶ «ὁμοούσιον» νὰ γίνῃ «ὁμοιούσιον».
› Ὄχι, εἶπε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Διότι ὅποιος ἀφαιρέσῃ ἢ προσθέσῃ ἔστω κ᾿ ἕνα γράμμα, θὰ εἶνε ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ὁμοούσιον» σημαίνει Θεός, τὸ «ὁμοιούσιον» σημαίνει ἄνθρωπος.
Δὲν ὑποχώρησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν πολέμησαν μὲ λύσσα. Καὶ τί δὲν τὸν κατηγόρησαν! Εἶπαν, ὅτι ἀδικεῖ τοὺς παπᾶδες· ὅτι ἄλλους τοὺς ἔχει εὐνοουμένους καὶ ἄλλους ὄχι, ὅτι τὸν ἕνα τὸν ἔχει κοντά του καὶ τὸν ἄλλο μακριά. Ὅτι εἶνε σκληρός, ὅτι χτυπάει τοὺς παπᾶδες. Ὅτι πίνει. Ὅτι σκότωσε ἕνα παπᾶ. Ὅτι ἔκλεψε χρήματα ἀπὸ ᾿δῶ κι ἀπὸ ᾿κεῖ. Ὅτι εἶχε ἕνα πιθάρι νομίσματα καὶ τὰ ἔδωσε γιὰ ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστὼς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅτι ἐμπόδισε τὰ καράβια ν᾿ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρείας γιὰ νὰ μεταφέρουν σιτάρι στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὅτι…· ὅτι…· ὅτι…· ἱστορία ὁλόκληρη.
Δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε. Δικαιώθηκε ὅμως ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Μόνο δύο περιστατικὰ θὰ σᾶς πῶ.
Τὸν συκοφάντησαν, ὅτι ἔκοψε τὸ χέρι ἑνὸς παπᾶ, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ τὸν εἶχαν κρύψει. Λέει στὰ παιδιά του ὁ Ἀθανάσιος· Τρέξτε νὰ τὸν βρῆτε. Ἔψαξαν, τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἔφεραν στὴ Σύνοδο.
› Ἔκοψες, λένε στὸν Ἀθανάσιο, τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, καὶ μὲ τὸ χέρι αὐτὸ κάνεις μάγια…
› Πόσα χέρια ἔχει κάθε ἄνθρωπος; τοὺς ἐρωτᾷ.
› Δύο, ἀπαντοῦν.
› Μήπως ὑπάρχει ἄνθρωπος μὲ τρία χέρια;
› Ὄχι.
Τότε λέει:
› Φέρτε ἐδῶ τὸν παπᾶ.
Ὅταν παρουσιάστηκε, τοὺς ἐρωτᾷ πάλι:
› Εἶνε αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ κατηγορεῖτε;
› Αὐτός εἶνε.
› Δεῖξε τὰ χέρια σου, τοῦ λέει (εἶχε δύο χέρια). Ἐὰν εἶχε καὶ τρίτο χέρι, λέει στοὺς κριτάς, τότε τοῦ ἔκοψα τὸ χέρι καὶ εἶμαι ἔνοχος.
Ἔτσι ἀποδείχθηκε ἡ συκοφαντία.
Ἄλλη συκοφαντία ἦταν, ὅτι ἀτίμασε μιὰ κοπέλλα – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ ζοῦσε σὰν ἄγγελος. Καὶ βρῆκαν μιὰ γυναῖκα, ἕνα πορνικὸ γύναιο, τὴν πλήρωσαν, καὶ τῆς εἶπαν:
› Ἐσὺ θὰ τὸν κατηγορήσῃς τὸν Ἀθανάσιο…
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα, κοντός. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δικάσουν, πῆρε κοντὰ τὸ διᾶκο του, ποὺ εἶχε ἀνάστημα, φαινόταν σὰν δεσπότης. Τοῦ λέει λοιπόν:
› Στὸ δικαστήριο θὰ παρουσιαστῇς ἐσὺ καὶ θὰ κάνῃς ὅτι εἶσαι ἐγώ, ὁ Ἀθανάσιος.
Ἄρχισε νὰ κλαίῃ τὸ γύναιο καὶ νὰ λέῃ, ὅτι:
› Μιὰ νύχτα μὲ ἀτίμασε ὁ Ἀθανάσιος κ.λπ.
Ἔλεγε ἡμερομηνίες, χρονολογίες – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ ἀπὸ συκοφαντίες γυναίκας. Ὅλοι πίστευαν, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε τὴν ἁμαρτία. Τότε παρουσιάζεται ὁ διᾶκος καὶ τῆς λέει:
› Γιά κοίταξέ με καλά· ἐγὼ σὲ ἀτίμασα;
› Ναί ἐσύ, λέει αὐτή (ποὺ οὔτε κἂν ἤξερε τὸν Ἀθανάσιο, οὔτε τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ ποιός εἶνε).
Ἔτσι πάλι ἀποδείχθηκε ἡ συκοφαντία.
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἦταν, ὅτι ὑπῆρξε ἀδιάλλακτος. Δὲν ὑποχωροῦσε. Μία μέρα στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα ἕνας στρατηγός:
› Ἔχεις γράμμα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει νὰ ἐκτελέσῃς ἀμέσως τὴν ἑξῆς διαταγή. Ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ βάλῃς μέσα τὸν Ἄρειο.
› Ὕπαγε, στρατηγέ, καὶ ἀναπαύου…· θὰ κάνω τὸ καθῆκον μου, τοῦ λέει ὁ Ἀθανάσιος.
Πέρασαν τρεῖς μέρες, δὲν ἄνοιξε τὶς πόρτες·ἄφησε τὸν Ἄρειο ἀπ᾿ ἔξω, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μπῇ. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἄρχισε ἡ μεγάλη περιπέτεια καὶ ἡ ἐξορία του. Διότι δὲν ἐπέτρεπε νὰ μποῦν αἱρετικοὶ στὴν ἐκκλησία· ἀγωνίστηκε γι᾿ αὐτό. Καὶ ὄχι μόνο ἀδιάλλακτος, ἀλλὰ καὶ θαρραλέος καὶ ἀτάραχος ἦταν. Τὸν περικύκλωσαν στὴ μητρόπολί του τάγματα ὅλη νύχτα. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀτάραχος, εἰρηνικός. Τὸ πρωί, ὅταν ἔφευγε γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ οὐρανὸς ἦταν σκεπασμένος ἀπὸ σύννεφα. Τὰ πνευματικά του τέκνα ἔκλαιγαν. Τότε κοιτάζοντας τὰ σύννεφα τοὺς λέει:
› Βλέπετε τὰ σύννεφα; ἔτσι εἶνε καὶ τὰ γεγονότα αὐτά· «νεφύδριόν ἐστι καὶ θᾶττον παρελεύσεται»· συννεφάκι εἶνε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει, σύντομα θὰ περάσῃ καὶ θὰ φύγῃ.
Πέντε φορὲς ἐξωρίστηκε. Ἔζησε μέσα σὲ σπηλιές, σὲ χαράδρες, καὶ σὲ τάφους (μέσα σ᾿ ἕνα τάφο κρυβόταν). Καὶ ἔμεινε μόνος. Μόνος σήκωσε στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία. Λένε στὴ μυθολογία, ὅτι τὴ Γῆ τὴ σήκωνε στοὺς ὤμους του ὁ λεγόμενος Ἄτλας. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε μῦθος. Ἐδῶ εἶνε πραγματικότητα· ὅτι ὁ Ἀθανάσιος κράτησε μόνος στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία ὁλόκληρη.
******
Τώρα ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτά; Μεγάλοι Ἀθανάσιοι νὰ γίνουμε, δὲν μποροῦμε. Ἐμεῖς ὅλοι τὸ νυχάκι τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου δὲν κάνουμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀναδείξῃ νέα ἀναστήματα ποὺ θὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας. Καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε Μεγάλοι Ἀθανάσιοι, ἂς γίνουμε μικροὶ Ἀθανάσιοι. Πολλοὶ μικροὶ Ἀθανάσιοι, ἑνωμένοι, μπορεῖ νὰ φτάσουν στὴν ἐνσάρκωσι τοῦ πνεύματος τῆς ἀντιστάσεως ὑπὲρ τῆς πίστεώς μας.
Σήμερα ζοῦν τὰ ἐγγόνια τοῦ Ἀρείου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἀναστήθηκε στὰ πρόσωπα τῶν χιλιαστῶν. Οἱ χιλιασταὶ δὲν λένε τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ῎Αρειος.
Βάλλεται καὶ κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε φρουροὶ στὰ πνευματικὰ σύνορα. Μικροὶ – μεγάλοι νὰ γίνουμε ἕνας βράχος καὶ νὰ ποῦμε στὰ ἄγρια κύματα τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς: Ἄλτ! Εἴμαστε Ἕλληνες Χριστιανοί, δὲν θὰ περάσετε. Μασόνοι, ἄθεοι, χιλιασταί, φράγκοι, προτεστάντες, δὲν θὰ περάσετε. Ὄχι. Θὰ μείνουμε ἐδῶ ὅλοι, μία ψυχὴ – ἕνας λαός. Καὶ ἐλπίζω ὁ Θεός, ποὺ βοήθησε τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, θὰ βοηθήσῃ κ᾿ ἐμᾶς νὰ μείνουμε μέχρι τέλους πιστοὶ στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 30-12-1973)
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ἡ ἐποχή μας,
Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱερόθεος Βλάχος
Δύο μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ἰωαννίνων καί ἀγάπητε ἀδελφέ Μάξιμε, καί ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑορτάζουμε σήμερα, καί μάλιστα σέ αὐτόν τόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἰωαννίνων, πού φέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικῶν διδασκάλων, δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Βεβαίως ἑορτάζουμε καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Καί οἱ δύο ἦταν Πατριάρχες τῆς Ἀλεξανδρείας.
Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί μεγάλοι ὁμολογητές τῆς πίστεως, μεγάλοι θεολόγοι καί συγχρόνως μεγάλοι Πατέρες. Γιατί ξέρουμε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνδέεται πολύ στενά ἡ θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί τήν πατερική παράδοση. Δηλαδή, ἐκεῖνος πού εἶναι θεολόγος, μέ τήν πατερική ἔννοια, εἶναι καί πνευματικός πατέρας, πού σημαίνει ὅτι καθοδηγεῖ τά πνευματικά του παιδιά στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Καί ἐκεῖνος πού εἶναι πνευματικός πατέρας, προκειμένου νά καθοδηγήση τά πνευματικά του παιδιά πρέπει νά εἶναι καί θεολόγος. Ἔτσι συνδέεται πολύ στενά ἡ θεολογία μέ τήν πνευματική πατρότητα.
Χθές ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Μάξιμος, ἀνέλυσε κατά τρόπο ἄριστο τό ἱστορικό καί δογματικό περιεχόμενο μέσα στό ὁποῖο κινήθηκαν οἱ δύο μεγάλοι αὐτοί φωστῆρες καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγιος Κύριλλος, καί οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι καί Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας.
Θά ἤθελα νά μοῦ ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη σας, κάνοντας ὑπακοή στόν ἀγαπητό ποιμενάρχη σας, νά σταθῶ περισσότερο στόν μεγάλο Πατέρα μας, τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία σήμερα καί πανηγυρίζει αὐτός ὁ ὑπέροχος καί κατανυκτικός Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἰωαννίνων.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μία μεγάλη πατερική φυσιογνωμία. Καί μόνο ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὅλοι οἱ μετέπειτα μεγάλοι Πατέρες, οἱ λεγόμενοι Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, τόν θεωροῦσαν ὡς ἕναν Γέροντά τους στά θέματα τῆς θεολογίας, τότε καταλαβαίνει τήν μεγάλη ἀξία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τόν σέβονταν οἱ Πατέρες καί τόν εἶχαν ὡς πρότυπο ζωῆς καί θεολογίας.
1. Τό θεολογικό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου
Δύο σημεῖα ἀπό τό θεολογικό ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω στήν ἀγάπη σας.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ἐξέφραζε μία ἐμπειρική θεολογία, ὄχι μία στοχαστική θεολογία, ὄχι μία θεολογία πού ἔχει σχέση μέ τήν φιλοσοφία, ὄχι μία θεολογία διανοητική, ἕνα κατασκεύασμα τῆς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μία θεολογία ἐμπειρική.
Στήν ἐποχή του, πράγματι, ὑπῆρχαν δύο θεολογικά ρεύματα. Τό ἕνα ρεῦμα ἦταν τό φιλοσοφικό, καί ὅσοι ἀνῆκαν σέ αὐτό θεολογοῦσαν ἐπί τῇ βάσει τῆς φιλοσοφίας, καί μάλιστα τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη. Τό ἄλλο ρεῦμα ἦταν τό ἀσκητικό, ἐμπειρικό, πατερικό, τό ὁποῖο ἐξέφραζαν οἱ ἀναχωρητές τῆς ἐρήμου, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί φυσικά ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, προερχόταν ἀπό τήν Συρία, διότι ἐκεῖ ἀναπτύχθηκε μία θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς βάση τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανός καί ὁ Ἄρειος πού ἦταν ἐκφραστής τῶν προηγουμένων, ἦταν ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν λογικά τί εἶναι ὁ Χριστός ὡς Θεός, τί σημαίνει Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Εἶχαν ὑπόψη τους τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία καί διαλέγοντο μέ ἀριστοτελικούς φιλοσόφους.
Δέν ἦταν, δηλαδή, ἄνθρωποι που ἔλεγαν ἀνόητα πράγματα, ὅπως, δυστυχῶς, κάνουν πολλοί σήμερα αἱρετικοί οἱ ὁποῖοι φθάνουν στήν αἵρεση ἀπό τίς ἀνοησίες τους, ἀλλά αὐτοί ἔφθασαν στήν αἵρεση ἀπό τήν φιλοσοφία. Διότι ἔλαβαν μερικές ἀρχές ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅπως τήν ἀρχή ὅτι «πᾶν ἐκ φύσεως εἶναι ἐξ ἀνάγκης», δηλαδή κάθε τί τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι καί ἀναγκαστικό, ἄρα δέν ἔχει ἀξία. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἔφθαναν στό σημεῖο, καί ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς καί ὁ Λουκιανός καί φυσικά ὁ μαθητής τους ὁ Ἄρειος, νά ποῦν ὅτι, ἐφόσον κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἐξ ἀνάγκης, ἄρα ὁ Υἱός ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς Του, ἀλλά ἐκ τῆς βουλήσεώς Του. «Ἠβουλήθη», δηλαδή, ὁ Πατήρ νά γεννήση τόν Υἱό.
Ἀλλά ξέρουμε ὅτι ὑπάρχει σαφέστατη διαφορά καί διάκριση μεταξύ τοῦ ἐκ φύσεως καί τοῦ ἐκ βουλήσεως. Τό ἐκ φύσεως εἶναι ὁμοούσιον καί πάντοτε ὑπῆρχε μέ τόν Πατέρα, δηλαδή δέν ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ἐνῶ τό ἐκ βουλήσεως σημαίνει ὅτι μπορεῖ καί νά μήν ἤθελε ὁ Πατήρ νά δημιουργήση τόν Υἱό καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε καί δημιουργήθηκε. Ἔτσι, καταλήγουν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας.
Οἱ Πατέρες ξεκαθάρισαν τά θέματα. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος πρῶτος ἀντιμετώπισε αὐτό καί εἶπε ὅτι δέν ἰσχύει στήν χριστιανική καί τήν θεολογική μας παράδοση ὅτι «πᾶν τό ἐκ φύσεως εἶναι ἐξ ἀνάγκης». Γι’ αὐτό καί ὁ Υἱός ἐγεννήθη ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός πρό πάντων τῶν αἰώνων. Δέν ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε. Στήν πραγματικότητα ὁ Πατήρ μετέδωσε τήν φύση-οὐσία Του στόν Υἱό διά τῆς γεννήσεως. Ἐπίσης, ὁ Πατήρ μετέδωσε τήν φύση-οὐσία Του στό Ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Ἔτσι, δέν ἰσχύει ἡ ἀριστοτελική ἀρχή «πᾶν ἐκ φύσεως εἶναι καί ἐξ ἀνάγκης» καί ἑπομένως ὁ Υἱός δέν εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, πού εἶναι κτίσμα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ Χριστός ὡς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα.
Ἐπικράτησε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ ὅρος ὁμοούσιος καί ὄχι κάποιος ἄλλος ὅρος. Αὐτό προερχόταν ἀπό τήν ἐμπειρία. Γιατί; Διότι οἱ Πατέρες δέν φιλοσοφοῦσαν, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἀλλά θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία τους. Ὅταν φθάνη κανείς σέ μία τέτοια πνευματική κατάσταση, στήν θεοπτία, ὅπως τό βλέπουμε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἀργότερα στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο καί σέ ἄλλους Πατέρες, νά δῆ τόν Θεό, Τόν βλέπει ὡς Φῶς. Καί βλέπει τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι τό ἕνα μέσα στό ἄλλο. Αὐτό τό διατύπωσαν μέ κάποια ὁρολογία τῆς ἐποχῆς.
Ἑπομένως, τήν ἐποχή πού ἔζησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν τά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ἤτοι τό φιλοσοφικό, πού τό ἐκπροσωποῦσαν κατά τά ἄλλα Χριστιανοί θεολόγοι, ἀλλά δέν εἶχαν πνευματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί στοχάζονταν μέ τήν λογική τους, χρησιμοποιώντας ἄλλοτε τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, ἄλλοτε, ὅπως ἔκαναν οἱ νεοπλατωνικοί, τήν πλατωνική φιλοσοφία καί παράδοση, καί τό ἐμπειρικό πού τό ἐκπροσωποῦσαν αὐτοί πού θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τους.
Ὅταν διαβάζουμε τά ἔργα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου παρατηροῦμε ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεολογοῦσε μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου. Γνώριζε στενά τόν Μέγα Ἀντώνιο καί τόν ἐπισκεπτόταν, λάμβανε ἀπό ἐκεῖνον καθοδήγηση καί αἰσθανόταν ἄρρητη χαρά καί εὐλογία στήν ἔρημο, νά ρίχνη νερό γιά νά πλύνη τά πόδια του ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί φοροῦσε ὡς πολύτιμο κειμήλιο τήν μηλωτή του. Ἔγραψε δέ καί τόν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀγαποῦσε τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶχε πνευματικές ἐμπειρίες. Καί ὅταν θεολογοῦσε, δέν θεολογοῦσε μέ βάση τόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά μέ βάση τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς Ἀποστόλους.
Ἐάν διαβάση κανείς προσεκτικά τό πῶς ἀντιμετωπίζει τόν Ἄρειο, θά διαπιστώση ὅτι δέν τόν ἀντιμετωπίζει φιλοσοφικά, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν ἁγίων, γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦσε τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά προφανῶς καί τήν δική του προσωπική ἐμπειρία. Διότι δέν εἶναι εὔκολο νά διαβάζη κανείς καί νά ἑρμηνεύη τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους, ἐάν δέν ἔχη καί ὁ ἴδιος πνευματικά ἑρμηνευτικά κλειδιά.
Ὅπως γιά νά ἀνοίξη κανείς ἕνα σπίτι πρέπει νά ἔχη τό κατάλληλο κλειδί, ἔτσι γιά νά κατανοήση κανείς τά κείμενα τῶν Πατέρων, πρέπει νά ἔχη τό κατάλληλο ἑρμηνευτικό κλειδί. Καί αὐτό εἶναι ἡ ἐμπειρία. Διότι ἕνας ἅγιος καταλαβαίνει ἕναν ἄλλον ἅγιο, ὅπως ἕνας ἐπιστήμονας καταλαβαίνει ἕναν ἄλλον ἐπιστήμονα. Ἕνας καλός γιατρός μπορεῖ νά καταλάβη κάποιον ἄλλον γιατρό, ἄν εἶναι καλός γιατρός. Καί αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τά πειράματα, δηλαδή τήν ἐμπειρία.
Εἶναι αὐτό πού ἀργότερα θά πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἐν τε γνώσει καί δόγμασι τό ταὐτά φρονεῖν, προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσι, πᾶσιν ἁπλῶς, δι’ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ». Δηλαδή αὐτή εἶναι ἡ τέλεια σωτηρία, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, τό νά ὁμολογῆ κανείς καί νά πιστεύη στήν γνώση καί τά δόγματα πού πίστευαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, διά τῶν ὁποίων μαρτυρεῖται ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁμίλησε περί τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων του.
Καί πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά πῆ: ὅτι ἅγιοι εἶναι «οἱ πάσχοντες τήν θέωση καί οὐ διανοούμενοι». Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι πάσχουν τήν θέωση, μετέχουν τοῦ Θεοῦ, καί δέν διανοοῦνται, ἁπλῶς διατυπώνουν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ζοῦν καί βιώνουν μέσα ἀπό τήν λογική καί τήν διάνοια. Δηλαδή, διά τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, ὅπως φαίνεται στόν μακαρισμό «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια μέ τήν δύναμη τῆς λογικῆς, τήν ὁποία ἔχουν, καταγράφουν αὐτήν τήν ἐμπειρία.
Ἑπομένως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἕνας ἐμπειρικός θεολόγος, στηριζόταν στίς ἐμπειρίες τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τίς ὁποῖες ἑρμήνευε μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία. Γι’ αὐτό καί εἶναι διάδοχος τῶν ἁγίων αὐτῶν μεγάλων πνευματικῶν διδασκάλων καί Πατέρων.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι εἶχε μία θεολογική διάκριση, δέν ἦταν φανατικός μέ τήν ἔννοια πού ἐννοοῦμε ἐμεῖς σήμερα τόν φανατισμό. Ἦταν ὁμολογητής τῆς πίστεως χωρίς φανατισμό. Ἤξερε πῶς νά χειρίζεται τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν τήν ἀπόφαση τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό ἀγαθό λογισμό.
Συνήθως ἐμεῖς δίνουμε πολύ μεγάλη βαρύτητα στήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό 325 μ.Χ. Καί φυσικά καί αὐτό ἔχει τήν σημασία του, ἀλλά ἐκεῖ πού ἀναδείχθηκε ἐξόχως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Γιατί ἦταν δύσκολο νά γίνουν ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς φιλοσοφούντας Ἀρειανούς. Πέρασαν περίπου 55 χρόνια, μέ πολλούς θεολογικούς ἀγῶνες, προκειμένου στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 381 μ.Χ., νά γίνη ἀποδεκτή ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος καί νά συμπληρωθῆ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἀκολούθησαν μετά ἄλλοι ἀγῶνες στά χριστολογικά ζητήματα ἀπό ἄλλες μεταγενέστερες Οἰκουμενικές Συνόδους.
Τό διάστημα μεταξύ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πάρα πολύ κρίσιμο γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτα ἐργάσθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καί ἀκολούθησαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά νά μπορέση νά σταθεροποιηθῆ αὐτό τό δόγμα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔκανε ἀγῶνες, ἀλλά ἀγῶνες μετά διακρίσεως καί σοφίας καί συνέσεως, ὄχι μέ φανατισμό.
Καί τί παρατηροῦμε, ὅταν διαβάζουμε τίς ἐπιστολές του τίς ὁποῖες στέλνει μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο σέ διαφόρους, καί τίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν Συνόδων πού ἐκεῖνος τίς καθόριζε;
Παρατηροῦμε ὅτι ὑπῆρχαν δύο ρεύματα πού δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἦταν οἱ φανατικοί Ἀρειανοί, οἱ λεγόμενοι Ἀνόμοιοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποδέχτηκαν τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, γιατί εἶχαν τήν γνωστή θεωρία τήν ὁποία ἀνέφερα προηγουμένως, δηλαδή θεολογοῦσαν φιλοσοφικά καί ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός ἦταν ἑτερούσιος ἀπό τόν Πατέρα. Καί ὑπῆρχε μία τάση τῶν μετριοπαθῶν Ἀρειανῶν, οἱ λεγόμενοι ὁμοιουσιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν καί ἐκεῖνα πού ἔλεγαν οἱ φανατικοί Ἀρειανοί ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑτερούσιος, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ἀποδεχθοῦν καί τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τό ὁμοούσιον, ἐπειδή θεωροῦσαν ὅτι ὁ ὅρος ὁμοούσιος, τόν ὁποῖο χρησιμοποίησαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, δέν εἶναι βιβλικός ὅρος, δέν ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή καί προῆλθε μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία. Ἔτσι ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοιούσιος μέ τόν Πατέρα.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατάλαβε ὅτι μερικοί ἀπό αὐτήν τήν μετριοπαθῆ πλευρά τῶν Θεολόγων μποροῦσε νά παραμείνη στήν Ἐκκλησία μέ διάλογο πού θά γινόταν μέ διάκριση καί σοφία. Γι’ αὐτό ἄρχισε νά γράφη ἐπιστολές.
Ὑποστήριζε ὅτι ἄν δέν μπορεῖ κανείς νά δεχθῆ τά «ρήματα», τοὐλάχιστον θά πρέπει νά δεχθῆ τήν «διάνοια» τῶν ρημάτων, ἀναθεματίζοντας συγχρόνως ἐκείνους πού ἀναθεμάτισε ἡ Σύνοδος. Κάνοντας τήν διάκριση μεταξύ «φύσεως» καί «λέξεων» ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά μᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν ἕλκουσα μεταβάλλει», διότι δέν προηγοῦνται οἱ λέξεις τῶν οὐσιῶν, ἀλλά προηγοῦνται οἱ οὐσίες καί ἀκολουθοῦν οἱ λέξεις.
Ἀκριβῶς, γιά τόν λόγο αὐτόν ἀργότερα οἱ Πατέρες τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν χρησιμοποίησαν τόν ὅρο ὁμοούσιος γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά μή προκαλέσουν νέες ἔριδες, ἀλλά ἀπέδωσαν τήν ὁμοτιμία καί τό ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ἄλλες λέξεις ὅπως «τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον».
Εἶναι αὐτό πού ἀργότερα ἐπεξεργάστηκαν οἱ Πατέρες καί εἶπαν ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀνέβηκε μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ», διηγεῖται ὁ ἴδιος ὅτι ἄκουσε «ἄρρητα ρήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄, 4). Τά ἄρρητα ρήματα εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία. Ὅταν φθάνη κανείς νά μεθέξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθησιν, τότε βλέπει καί μετέχει καί δέν διανοεῖται. Στήν συνέχεια, βέβαια, χρησιμοποιεῖ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, προκειμένου νά παρουσιάση κάπως αὐτά τά ὁποῖα εἶδε. Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής θά τό πῆ αὐτό μέ πολλή σαφήνεια: «Νοῦς ὁρᾶ τά πράγματα, λόγος δέ γεγυμνασμένος ὑπ’ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα».
2. Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα
Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Σημαίνουν, ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶχε πνευματική ἐμπειρία καί σεβόταν τήν ἐμπειρία τῶν ἄλλων θεοπτῶν ἁγίων. Εἶχε μία θεολογία ἡ ὁποία ἦταν καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως δέν ἦταν φανατικός, ἀλλα ὅταν ἔβλεπε ὅτι τό πράγμα μπορεῖ νά ὁδηγηθῆ πρός τήν ἀλήθεια, ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά κάνη κάποιους συμβιβασμούς ὄχι στήν πίστη, ἀλλά στά ὀνόματα, τίς λέξεις καί στούς ὅρους, προκειμένου νά διατηρήση τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτήν τήν ἀρχή ἀκολούθησαν ἀργότερα ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί κράτησαν τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία.
Ὅλα αὐτά πρέπει νά μεταφερθοῦν στήν ἐποχή μας, γιατί καί σήμερα ὑπάρχουν παρόμοια προβλήματα.
Ὅπως εἴδαμε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συζητοῦσε θεολογικά γιά 40-45 χρόνια μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀγωνιζόταν ἀφ’ ἑνός μέν νά γίνη ἀποδεκτή ἡ ἀπόφασή της, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά βρῆ τόν κατάλληλο τρόπο, ὥστε νά παραμείνουν στήν Ἐκκλησία οἱ μετριοπαθεῖς ἐκεῖνοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κάποια προβλήματα μέ τόν ὅρο ὁμοούσιο. Καί αὐτό τό ἔκανε μέ σύνεση καί διάκριση, ἀλλά καί ἀταλάντευτη πίστη στήν ἀλήθεια. Αὐτό χρειάζεται νά γίνη καί σήμερα. Ἡ θεολογική συζήτηση πού γίνεται μέ νηφαλιότητα καί πιστότητα στήν παράδοση δέν βλάπτει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά τήν ὠφελεῖ.
Ἔπειτα, καί σήμερα ὑπάρχουν τά δύο αὐτά μεγάλα θεολογικά ρεύματα πού εἴδαμε προηγουμένως.
Τό πρῶτο εἶναι τό ρεῦμα ἐκεῖνο πού προσπαθεῖ νά δῆ τήν πίστη καί ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τόν Θεό μέσα ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, τήν σύγχρονη θεολογία καί διάφορες ἄλλες φιλοσοφικές ἀπόψεις. Ἔτσι, ἀλλοιώνεται ἡ πίστη καί ἐπικρατεῖ μία ἐκκοσμικευμένη πίστη.
Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη αὐτήν ἡ πατερική περίοδος τελείωσε τόν 8ο αἰώνα. Δηλαδή, ἀπό τόν 8ο αἰώνα, κατά τήν ἄποψη αὐτήν, σταμάτησαν νά ὑπάρχουν Πατέρες. Ὁπότε, ἡ σχολαστική θεολογία πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση θεωρεῖται ὡς ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία, καί χρησιμοποιεῖ τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Πλάτωνα. Ἀργότερα τόν 19ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκε ἡ ρωσική θεολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική καί ἀπό τήν σχολαστική θεολογία.
Βλέπουμε σήμερα αὐτήν τήν θεωρία νά κυριαρχῆ στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, νά προσαεταιρίζεται τήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία, τήν ὑπαρξιακή ψυχολογία καί προσπαθεῖ νά δῆ τά θέματα αὐτά μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική.
Στήν πραγματικότητα τί κάνουν αὐτοί οἱ θεολόγοι; Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μέ τίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ἀργότερα τίς ἄλλες δύο, καθόρισε τά θέματα καί ἔληξε αὐτή ἡ συζήτηση γύρω ἀπό τήν σχέση τῶν Προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, καί τίς δύο φύσεις καί θελήσεις στόν Χριστό, ἔρχονται αὐτοί οἱ δυτικοί Χριστιανοί καί συζητοῦν μετά τίς Συνόδους τά ἴδια λυμένα ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου θέματα.
Αὐτό δέν εἶναι τόσο μεγάλο πρόβλημα, ὅσο τό πρόβλημα πού ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες καί ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν δυτική παράδοση καί τήν δυτική προοπτική καί συνεχίζουν νά συζητοῦν θέματα θεολογικά, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων τά ἔχει ἐπιλύσει. Ἔτσι, βρισκόμαστε σέ αὐτήν τήν μεγάλη προβληματική καί τήν τραγωδία, τραγωδία ὄχι τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἄλλα τραγωδία τῶν συγχρόνων θεολόγων.
Τό δεύτερο ρεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού στηρίζεται στήν ἡσυχαστική, φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν ἀληθινή μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ὁποία παράδοση ἔχει κατοχυρωθῆ καί συνοδικῶς μέ τίς Συνόδους ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁπότε, ἐάν θέλουμε, καί φυσικά θέλουμε, νά τιμοῦμε τούς ἁγίους μας, τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Κύριλλο καί ὅλους τους ἁγίους, θά πρέπει νά παραμένουμε στήν διδασκαλία τους, στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τό διατύπωσε καί τό διατυπώνει τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή, ἐμεῖς θεολογοῦμε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
Παραμένουμε στήν θεολογία πού εἶναι καρπός καί ἀπαύγασμα τῆς ἐμπειρίας καί ὄχι τοῦ στοχασμοῦ. Παραμένουμε στήν θεολογία ἡ ὁποία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ξέρει νά θεραπεύη, νά μετατρέπη τήν φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου καί νά τήν κάνη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μεθέξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί νά γίνη καί ἐκεῖνος θεούμενος.
Μία τέτοια θεολογία ἐκφράζουν ὅλα τα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία τέτοια θεολογία ἐκφράζουν ὅλες οἱ εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία τέτοια θεολογία συναντοῦμε στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Καί ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές καί μιμητές τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἰδιαιτέρως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πού σήμερα ἑορτάζουμε, πρέπει νά παραμείνουμε σέ αὐτήν τήν ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἐκφράζουμε καί νά ζοῦμε καί νά ὁμολογοῦμε αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν στοχαστική τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων. Νά εἴμαστε «πάσχοντες τήν θέωση καί οὐ διανοούμενοι». Ἀμήν.
(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἰωαννίνων, 18 Ἰανουαρίου 2017)
Ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας,
Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ιερεμία
1. Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, θά σᾶς πῶ λίγα λόγια γιά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ μεγαλύτερος πατέρας τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Φωτίστηκε πολύ ἀπό τόν Θεό, ὥστε αὐτός, περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους τούς ἄλλους κατανόησε τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τό ἐξέφρασε. Γιά τήν ὑπεράσπιση δέ τῆς ἀλήθειας ὑπέστη διωγμούς καί ἐξορίες, πέντε τόν ἀριθμό. Εἶναι ὁμολογητής καί μάρτυρας. Στό ἀνάστημά του ἦταν κοντός. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τόν εἶπε «Μέγα» καί τόν παρομοίασε μέ Ἄτλαντα. Τόν εἶπε «ἄτλαντα» Ὀρθοδοξίας! Πραγματικά! Στούς ὤμους του, μόνος αὐτός, κράτησε στήν ἐποχή του ὅλη τήν πίστη!
2. Ἀπό μικρός διάβαζε πολύ τήν Ἁγία Γραφή, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, τόσο ὥστε, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ βιογράφοι του, τήν ἔμαθε ἀπέξω. Σπούδασε καί τήν κοσμική σοφία· δέν ἔδωσε ὅμως τήν καρδιά του στά μαθήματα αὐτῆς, ἀλλά τήν ἔδωσε στά θεϊκά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπό τά ὁποῖα εἶχε συναρπασθεῖ. Μεγαλώνοντας γνωρίστηκε μέ ἔξοχο ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἀλεξάνδρειας τόν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἐθαύμασε τήν ἀρετή τοῦ νεαροῦ Ἀθανασίου καί τόν ἀνέλαβε ὑπό τήν πνευματική του προστασία. Μεγάλη σημασία ὅμως γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ Ἀθανασίου εἶχε ἡ γνωριμία του μέ τόν ἅγιο Ἀντώνιο, τόν καθηγητή τῆς ἐρήμου. Ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητής βοήθησε καί στήριζε πολύ τόν Ἀθανάσιο, ὄχι μόνο ὅταν ἦταν νεαρός καί πήγαινε κοντά του στήν ἔρημο, ἀλλά καί ἀργότερα, ὅταν ἔγινε ποιμένας καί ἔδινε μάχες ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
3. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, πού παρακολουθοῦσε τήν πρόοδο τοῦ Ἀθανασίου καί ἤθελε τήν ἀνάδειξή του γιά τήν ὠφέλεια τῆς Ἐκκλησίας, τόν χειροτόνησε διάκονο καί τόν προσέλαβε ἄμεσο βοηθό του. Τήν περίοδο αὐτή ὁ νεαρός διάκονος ὁλοκλήρωσε δύο του βιβλία, τό «Κατά Ἑλλήνων» καί τό «Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου». Στό πρῶτο του βιβλίο μιλάει γιά τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας τῶν Ἑλλήνων, πού τούς ἔκανε νά καταπέσουν τόσο, ὥστε, παρά τήν φιλοσοφία τους, νά μεταχερίζονται τά ὄργανα τοῦ σώματός τους καί τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τους γιά τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ (βλ. Λόγος κατά Ἑλλήνων 5, ΒΕΠ 30,34-35). Στό δεύτερό του βιβλίο ὁ ἅγιος, στό «Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου», μιλάει γι᾽ αὐτό πού γιορτάσαμε τά Χριστούγεννα, γιά τό ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Καί λέγει γιά τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ αὐτόν τόν σύντομο λόγο: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»! Ὁ Θεός δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό! Γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο! Καί ἀφοῦ στήν Κοιλία τῆς Θεοτόκου ἑνώθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ θεία φύση μέ τήν δική μας τήν ἀνθρώπινη φύση, ἄρα καί ἐμεῖς, στήν Κοιλία τῆς Θεοτόκου Ἐκκλησίας, μποροῦμε, διά τῶν θείων Μυστηρίων, νά ἑνωθοῦμε μέ τήν θεία φύση καί νά πετύχουμε τήν θέωση. «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό», εἶπε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος.
4. Τόν Μέγα Ἀθανάσιο τόν περίμεναν μεγάλοι ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν δόξα σ᾽ αὐτόν καί στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνον τόν καιρόν, ἀγαπητοί μου, ἐμφανίστηκε ὁ Ἄρειος. Αὐτός καταγόταν ἀπό τήν Λιβύη, ἀλλά κατοικοῦσε στήν Ἀλεξάνδρεια καί σπούδαζε φιλοσοφία. Φαινόταν ὅτι ζοῦσε ἀσκητικό βίο, ἀλλά ἐπειδή τήν θεολογία τήν ἔκρινε μέ τήν φιλοσοφία, ἀλλά καί κυρίως γιατί ἦταν ὑπερήφανος καί δέν εἶχε λοιπόν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔπεσε σέ μεγάλη βλασφημία. Βλασφήμησε τό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν δεχόταν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν πραγματικός Θεός, ὅμοιος μέ τόν Πατέρα. Δέν Τόν δεχόταν ὅτι ἦταν προαιώνιος Θεός, συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά Τόν κήρυττε ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Τά ἔλεγε δέ αὐτά τά βλάσφημά του ὁ Ἄρειος μέ δύναμη φιλοσοφικοῦ λόγου, γι᾽ αὐτό καί ἔπειθε πολλούς στήν πλάνη του. Ἀκόμη ἔπειθε καί ἱερεῖς καί μάλιστα καί ἀρχιερεῖς. Δημιούργησε κόμμα στήν Ἐκκλησία, ἔκανε «ἀρειανιστές». Τό πράγμα δημιούργησε ταραχή καί στήν Ἐκκλησία καί στήν κοινωνία. Γι᾽ αὐτό ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντῖνος, γιά νά φανεῖ ἡ ἀλήθεια καί γιά τήν εἰρήνευση τῶν ἀνθρώπων, συνεκάλεσε τό 325 στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο. Στήν Σύνοδο αὐτή μετεῖχε καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, διάκονος ὤν. Ἄν καί διάκονος ὁ Ἀθανάσιος, ὅμως, ἐκπροσωπώντας τόν Γέροντα Ἐπίσκοπό του Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, μίλησε, ἐνώπιον τῶν 318 Πατέρων τῆς Συνόδου, μέ δύναμη πολύ καί ἀπέδειξε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερή Παράδοση ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεό Πατέρα. Ὅτι εἶναι συνάναρχος καί συναΐδιος αὐτοῦ. Ὅτι δηλαδή δέν ὑπῆρχε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἄρειος. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπέδειξε ἀπό τίς Γραφές καί διακήρυξε αὐτό τό δόγμα τῆς πίστης μας: «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός»! Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δηλαδή δέν γεννήθηκε «ἐν χρόνῳ», ὅπως ὅλα τά δημιουργήματα, ἀλλά γεννήθηκε «ἀΐδια» (= ἄχρονα) ἀπό τόν Θεό Πατέρα. Ὁ Χριστός δέν εἶναι κτίσμα, ἀλλά εἶναι Θεός ἀληθινός. Εἶναι «ὁμοούσιος» μέ τόν Θεό Πατέρα.
5. Ὁ διάκονος ἅγιος Ἀθανάσιος ἀπέβηκε τό κύριο πρόσωπο τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀλλά αὐτός ὁ Ἄρειος φρόντιζε καί μετά τήν καταδίκη του νά τήν διαδίδει καί νά ἀποκτᾶ περισσότερους ὀπαδούς. Ἔτσι καί ὅταν ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἔγινε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, οἱ ἀρειανοί τοῦ δημιουργοῦσαν πολλές ἐνοχλήσεις. Πετύχαιναν μάλιστα, ἐπηρεάζοντες καί αὐτόν τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, νά τόν ἐκτοπίζουν ἀπό τόν θρόνο του καί νά τόν στέλλουν ἐξορία. Γιά τά ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Νικαίας πέντε φορές, ἀγαπητοί μου, πέντε φορές ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος πῆγε ἐξορία. Ἀλλά ὅλες τίς σωματικές ταλαιπωρίες καί τά ψυχικά του βάσανα τά ὑπέφερε καρτερικώτατα καί δέν ὑπεχώρησε καθόλου στόν ἀγῶνα του γιά τήν πίστη. Δίδαγμα αὐτό καί παράδειγμα αὐτό καί γιά σᾶς τούς λαϊκούς, ἀλλά πρό παντός γιά μᾶς τούς κληρικούς καί μάλιστα γιά μένα τόν ἐπίσκοπο. Παράδειγμα ὅτι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς πίστης μας, χριστιανοί μου, νά εἴμαστε πρόθυμοι καί ἕτοιμοι καί ἐξορίες καί φυλακές καί μαρτύρια, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ὑποστοῦμε. Ἔτσι εἶναι! Ὄχι μόνο νά φέρουμε τά ὀνόματα τῶν ἁγίων καί νά ἑορτάζουμε πανηγυρικά τήν μνήμη τους, ἀλλά νά μιμούμαστε καί τό ἅγιό τους παράδειγμα καί τούς ἀγῶνες τους γιά τήν πίστη. Σᾶς λέγω δέ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅτι καί σήμερα ὑπάρχουν ἀρειανοί, πού δέν πιστεύουν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας. Οἱ λέγόμενοι Χιλιαστές καί ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, γιά παράδειγμα, εἶναι ἐγγόνια τοῦ Ἀρείου, πού ἐπολέμησε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος.
6. Τέλος, στά πνευματικά του τέκνα ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, πού λυποῦνταν γιά τούς διωγμούς του, τούς ἔλεγε σέ κάθε ταλαιπωρία πού τοῦ συνέβαινε αὐτό τό ὡραῖο: «Νεφύδριόν ἐστιν καί θᾶττον παρελεύσεται»! «Σύννεφο» δηλαδή θά εἶναι αὐτό τό κακό πού τοῦ ἔγινε καί σύντομα θά φύγει. Ἐνθυμοῦμαι τώρα, ὅταν ἤμουν φοιτητής, στά κηρύγματα τοῦ πατρός Αὐγουστίνου, τοῦ συγχρόνου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ καί ἀγωνιστοῦ τῆς πίστης μας, ἐρχόταν μία πολύ νεαρά χήρα γυναίκα μέ τό μικρό της τό παιδάκι, 5 ἐτῶν στήν ἡλικία. Γιάννης ἦταν τό ὄνομα τοῦ μικροῦ. Ἡ μητέρα του, ἀπ᾽ αὐτή τήν ἡλικία, τοῦ μάθαινε λογάκια ἀπό τούς ἁγίους πατέρες. Καί ρωτάγαμε ἐμεῖς οἱ φοιτητές τόν μικρό: «Γιαννάκη, τί εἶπε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος;». Καί ὁ μικρούλης μέ τήν χαριτωμένη του φωνοῦλα ἔλεγε: «Συννεφάκι εἶναι καί γρήγορα θά περάσει»!
Ἄς μᾶς εἶναι, ἀγαπητοί μου, παρηγοριά αὐτός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου στά δύσκολα τῆς ζωῆς μας. Καί ἡ κρίση στήν ἀγαπημένη μας πατρίδα «συννεφάκι εἶναι καί γρήγορα θά περάσει»!
ΑΜΗΝ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
(Κυριακάτικο Εγκύκλιο Κήρυγμα Μητροπολίτου, Iερά Μητρόπολις Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Δημητσάνα-Μεγαλόπολις, Κυριακή 18 Ἰανουαρίου 2015)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.
Πηγή: (Ο Μέγας Αθανάσιος: βίος και πολιτεία, έκδοσις Ορθοδόξου Ιδρύματος «Ο Απόστολος Βαρνάβας») Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, (τoυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 30-12-1973) Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, (ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱεροθέου Βλάχου στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἰωαννίνων, 18 Ἰανουαρίου 2017) Αβέρωφ, (Κυριακάτικο Εγκύκλιο Κήρυγμα Μητροπολίτου, Iερά Μητρόπολις Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία, Δημητσάνα-Μεγαλόπολις, Κυριακή 18 Ἰανουαρίου 2015) Ακτίνες