Ο αγαπημένος μακαριστός Γέροντας παπα-Ισαάκ ο Λιβανέζος με τον σημερινό του διάδοχο παπά-Ευθύμιο.
Αν και ποτέ δεν υπήρξε ένα ειδικά αραβόφωνο μοναστήρι ή σκήτη στο Άγιον Όρος, υπήρξαν πολλοί αραβόφωνοι μοναχοί που έχουν πάει στο Άγιον Όρος για να αναζητήσουν τη σωτηρία τους. Στις μέρες μας, ο Ιερομόναχος Ισαάκ ο Αθωνίτης ταξίδεψε από τον Λίβανο στο Άγιον Όρος, όπου έγινε μαθητής του Γέροντα Παϊσίου.
Το άρθρο που ακολουθεί, γράφτηκε στην αραβική γλώσσα από τον Αντώνη Ατάλα αδελφό του Γέροντα Ισαάκ, και συμπληρώθηκε από τον πατέρα Εφραίμ (Κυριάκου) Ηγούμενο της Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Μπασκίντα και νύν Μητροπολίτη Τριπόλεως του Λιβάνου. Η εδώ ελληνική μετάφραση, ωστόσο, έγινε από τη γαλλική μετάφραση του κειμένου αυτού το οποίο δημοσιεύθηκε στο γαλλικό περιοδικό Le Bon Pasteur, του l’Association des Chretiens Orthodoxes d’Antioche et de leurs Amis, τεύχ. 4, March-June 2006. Επίσης την ελληνική μετάφραση διόρθωσε ο άλλος αδελφός του Γέροντα Ισαάκ, ιατρός Ηλίας Ατάλα ο οποίος ζεί στην Ελλάδα.
Ο Γέροντας Ισαάκ γεννήθηκε από τον Νεμέρ και την Μάρθα Ατάλα (Nemer Atallah) στις 12 Απριλίου του 1937 στο Ναμπάϊ (Nabay) ένα χωριό του Λιβάνου στην περιοχή του νομού Ματέν (Maten), 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βηρυτού το οποίο ανήκει στη Μητρόπολη του Όρους Λιβάνου. Στη βάπτιση του δόθηκε το όνομα Φαρές (Fares= Φίλιππος).
Μεγάλωσε σε μία ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια και από τον πατέρα του –ο οποίος ήταν ψάλτης από 12 ετών στο χωριό του, στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ– έμαθε την αγάπη για τον Χριστό και την πίστη στην παράδοση της Εκκλησίας.
Από τα νεανικά του χρόνια ο Φαρές αγαπούσε τη μόνωση και την προσευχή. Συχνά συνέβαινε οι γονείς του να τον χάνουν και τελικά να τον βρίσκουν να προσεύχεται στα μέρη γύρω από το χωριό του, όχι μακριά από το σπίτι που γεννήθηκε. Ήταν διαπίστωση πιά ότι ήδη είχε βρεί την εγγύτητα προς τον Θεό και την Εκκλησία Του.
Μια μέρα, όταν ήταν ακόμα αρκετά νέος 14 χρονών έφυγε από το σπίτι της οικογένειάς του για να πάει στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Σουάτπ (Shwatp), κοντινό μοναστήρι που απέχει από το χωριό του 5 χιλιόμετρα, αλλά ο πατέρας του έστειλε να πάνε να τον βρούν και να τον φέρουν πίσω. Εκείνη την εποχή έλεγαν, ότι δεν ήταν παράδοση των μοναστηριών να δέχονται ως μοναχό τον μεγαλύτερο γιό μιάς οικογένειας, δεδομένου ότι είχε υποχρέωση να αναλάβει την υποστήριξη της οικογένειας. Ο νεαρός Φαρές δεν έφερε αντίσταση και επέστρεψε σπίτι του.
Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο σχολείο του χωριού του, Ναμπάϊ, και στη συνέχεια, εγκατέλειψε τις περαιτέρω σπουδές για να εργαστεί ως μαθητευόμενος ξυλουργός. Στο τέλος της μαθητείας του ως ξυλουργός, πήγε για την πρακτική του στη Βηρυτό.
Εκεί κάθε βράδυ, μετά την εργασία του, έκανε μαθήματα βυζαντινής ψαλμωδίας στη σχολή βυζαντινής μουσικής της Βηρυτού, την οποία διηύθηνε ο Πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Αντιόχειας Δημήτριος Μούρ (Mitri-Al Murr).
Το καλοκαίρι του 1962, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, ο Φαρές πήρε την απόφαση της ζωής του. Σε μία μικρή τσάντα του, τακτοποίησε προσεκτικά τα ρούχα του και αφού ζήτησε την παραίτησή του, άφησε τη δουλειά του στο ξενοδοχείο Γκράντ Φονεσία (Grand Phonecia), το οποίο την εποχή εκείνη ήταν το πρότυπο για την πολυτέλεια στη Βηρυτό, και επέστρεψε στο σπίτι του. Όταν έφτασε στο σπίτι του παρέδωσε στον πατέρα του –γιά τον οποίο είχε τεράστιο σεβασμό και απεριόριστη υπακοή, τις οικονομίες του σ’ ένα τραπεζικό βιβλιάριο με 3.000 λίρες, σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη, λέγοντας «Αυτός ο λογαριασμός ταμιευτηρίου έχει ανοιχθεί στο όνομά σας. Θα ήθελα, να τα διανείμεις εξίσου μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας. Όσο για μένα, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα γιατί πρόκειται να πάω σε μοναστήρι».
Με θλίψη ο πατέρας του τον ρώτησε, «Τί θα μπορούσαμε να σου προσφέρουμε καλύτερο σε αυτόν τον κόσμο, έτσι ώστε να μην γίνεις μοναχός»; Ο Φαρές του απάντησε, «Ακόμα και αν μπορούσατε να μου δώσετε όλον αυτόν τον κόσμο ως αντίτιμο, μπροστά στα μάτια μου δεν έχει καμία αξία! Η ζωή μου δεν είναι εδώ, αλλά στο μοναστήρι». Ο πατέρας του, προσπάθησε με σκληρά λόγια να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχισμού, προβάλλοντας την υποχρέωσή του για την φροντίδα στα άλλα μέλη της οικογένειας, αλλά ήταν μάταιο.
Την ίδια ημέρα, ο Φαρές πήρε την τσάντα του και κατευθύνθηκε με τον αδελφό του Αντώνη προς την μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Βκεφτίν (Bkeftin), στην περιοχή της Κούρας, μια τοποθεσία που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ. Είχε μόνο τη διεύθυνση και το όνομα του ηγουμένου της, Αρχιμανδρίτη Γιουχάνα Μανσούρ (Yuhanna Mansour), του νύν Μητροπολίτη Λαοδικείας στη Συρία.
Ο Φαρές φθάνοντας στο μοναστήρι βγήκε από το ταξί και έπεσε στα γόνατά του, αντικρίζοντας το μοναστήρι καί, σηκώνοντας τα χέρια του, απήγγειλε μία προσευχή δική του «Ευχαριστώ τον Κύριο για το ότι μου έκανε πραγματικότητα την επιθυμία μου.»
Ο Αρχιμανδρίτης Γιουχάνα τους πήρε στο αρχονταρίκι του μοναστηριού για να τους υποδεχθεί. Το μοναστήρι ήταν σε μεγάλο βαθμό ερημωμένο, τα περισσότερα από τα δωμάτιά του ήταν σε άθλια κατάσταση και σχεδόν ακατοίκητα. Μόνο ένας μοναχός ζούσε εκεί εκτός από τον ηγούμενο.
Ο ήλιος έδυε, όταν ο Αντώνης επέστρεψε, αφήνοντας το μεγαλύτερο αδελφό του Φαρές στο μοναστήρι. Στο σπίτι η οικογένεια, περίμενε με αγωνία τα νέα για τον Φαρές. Ο πατέρας μίλησε πρώτος, λέγοντας «Λοιπόν, πού ακριβώς πήγε;». «Στο μοναστήρι της Βκεφτίν στην Κούρα», αποκρίθηκε ο Αντώνης, «αλλά σας διαβεβαιώνω ότι, δεδομένης της κατάστασης στη μονή και δεδομένου ότι ο αδελφός μου εργάστηκε τα τελευταία χρόνια στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο στη Βηρυτό, δεν θα μπορέσει να μείνει εκεί πάνω από δυο ή τρεις ημέρες, προτού να τον δείτε να επιστρέφει στο σπίτι». Ο πατέρας κοίταξε τον Αντώνη στα μάτια και είπε: «Δεν έχει σημασία τί δυσκολίες θα συναντήσει, αλλά να ξέρετε ότι ο αδελφός σας δεν θα επιστρέψει ξανά πίσω».
Η ζωντάνια του πνεύματός του και ο ζήλος που έδειξε ο Φαρές στις σπουδές του σίγουρα ενθάρρυναν τον ηγούμενο Γιουχάνα να του επιτρέψει να συνεχίσει τις σπουδές του, το οποίο και έγινε με την εγγραφή του στη σχολή που ανήκει στην Πατριαρχική Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μπαλαμάντ (Balamand) στην περιφέρεια της Κούρας, στον Βόρειο Λίβανο. Έτσι ο Φίλιππος βρέθηκε, υπό την αιγίδα του επισκόπου Ιγνατίου (Hazim), σημερινού Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιοχείας, που ήταν τότε επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας και έμενε στο μοναστήρι του Μπαλαμάντ.
Το έτος 1963 ο Φαρές χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Φίλιππος σε ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιάκωβο τον Πέρση στο Δέντε (Dedde) της Κούρας, από τον Μητροπολίτη Ηλία (Kourban), της Επισκοπής της Τρίπολης και τον Μητροπολιτη Κούρας στους οποίους υπαγόταν το μοναστήρι του Βκεφτίν, όπου είχε γίνει μοναχός. Ήταν αξιοσημείωτη καθ’ όλη την περίοδο της εκεί παραμονής του η προσήλωσή του στη προσευχή, την άσκηση και στο ότι έκανε με ειρήνη και με πολύ ζήλο ό,τι του είχε ανατεθεί να κάνει, και για την υπακοή του στους προϊσταμένους του.
Η Θεία Πρόνοια, ως συνήθως, χρησιμοποιώντας τις τοπικές συνθήκες το έτος 1968 τον ανάγκασε να φύγει από τη σχολή του Μπαλαμάντ για έλθει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Πάτμο, όπου έλαβε το δίπλωμα του Λυκείου.
Ο Γέροντας τότε εξεδήλωσε την επιθυμία του να εμβαθύνει τις γνώσεις του στη Θεολογία με το να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου απεφοίτησε με άριστα. Στη Θεσσαλονίκη επίσης υπηρέτησε ως διάκονος στον καθεδρικό ναό του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι έγινε γνωστός και για τη πολύ μελωδική φωνή του, η οποία προσέλκυε πολλούς πιστούς να ακούσουν την ψαλτική της αντιοχειανής παράδοσης και να απολαύσουν την Θεία Λειτουργία στα αραβικά και στα ελληνικά.
Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός για τον ίδιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ότι ήρθε σε ουσιαστική επαφή με το Άγιον Όρος, καθώς και με τη μοναστική ζωή που καλλιεργείται στο Περιβόλι της Παναγίας. Εκεί συγκεκριμένα γνώρισε Αυτόν που θα γινόταν ο πνευματικός πατέρας του, δηλαδή τον σύγχρονο χαρισματούχο Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη (+ 12 Ιουλίου του 1994).
Με την επιστροφή του στο Λίβανο, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στο Πατριαρχικό Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαλαμάντ διά της επιθέσεως των χειρών του μακαριστού πατριάρχου Ηλία Δ΄ (Μουαουάντ), με το όνομα Φίλιππος. Στη συνέχεια έζησε στην περίοδο από το 1973 και το 1975 σε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, μετόχι της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου στη Χαματούρα, στην περιοχή της Ζγάρτα (Zgharta) στο Βόρειο Λίβανο, ένα Μετόχι της Ιεράς Αρχιεπισκοπής του Όρους Λιβάνου στην επικράτεια της Αρχιεπισκοπής της Τρίπολης και της Κούρας.
Ο πατήρ Φίλιππος δέχθηκε την τοποθέτησή του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου με πολύ ενθουσιασμό. Αρχισε αμέσως να εργάζεται για την αποκατάσταση της εκκλησίας του μοναστηριού και των μοναχικών κελλιών που περιέβαλαν τη μονή. Επίσης, ενδιαφέρθηκε για τις παραμελημένες εκτάσεις του μοναστηριού, με την εκ νέου φύτευση ελαιόδεντρων και αμπελιών. Η προσωπικότητα του πατρός Φίλιππου και το έργο που έκανε άρχισαν να αποδίδουν καρπούς και το μοναστήρι σιγά σιγά έγινε γνωστό ως τόπος πνευματικής ανανέωσης που προσέλκυε όλο και περισσότερες ψυχές στην χριστιανική ζωή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πατήρ Φίλιππος υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εν λόγω μοναστήρι και την ενορία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο ομώνυμο χωριό κοντά στο Ράς Κίφα (Ras Kifa).
Όμως, κάτω από την πίεση του πολέμου που ξέσπασε τότε στον Λίβανο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι του, που βρίσκεται όπως συνηθίζεται σε μία βουνοκορφή, επειδή η βουνοκορφή αυτή είχε γίνει μία πολύτιμη στρατιωτική θέση στο πόλεμο. Έτσι, αναζήτησε καταφύγιο ακόμη μια φορά στη Θεσσαλονίκη, αφού είχε λάβει το βαθμό του Αρχιμανδρίτη το 1976. Ασκησε την ιερωσύνη του στην ίδια την πόλη, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και είχε αναλάβει την ευθύνη των φοιτητών θεολογίας που είχαν μεταφερθεί από την Πατριαρχική Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Μπαλαμάντ –η οποία έκλεισε λόγω του πολέμου– στη Θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης, με την αμέριστη βοήθεια για τη μεταφορά τους από το μητροπολίτη Παντελεήμονα Ροδόπουλο, καθηγητή στην εν λόγω θεολογική σχολή.
Το 1978, έλαβε την άδεια από το Μητροπολίτη του Όρους του Λιβάνου Γεώργιο (Χόντρ), από τον οποίο εξακολουθούσε να εξαρτάται, να ενταχθεί στην μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους. Πήγε αρχικά στη Ιερά Μονή Σταυρονικήτα όπου έγινε μεγαλόσχημος και έλαβε το όνομα του Αγίου Ισαάκ του Σύρου που τον ευλαβούταν πολύ. Τώρα πιά μπορούσε να παρακολουθεί στενότερα τις διδασκαλίες του πνευματικού του πατέρα, του Γέροντα Παϊσίου, ο οποίο ησύχαζε τότε σε ερημητήριο αφιερωμένο στο Τίμιο Σταυρό και που δεν απέχει πολύ από το μοναστήρι του Σταυρονικήτα.
Λέγεται ότι ένα αξιοσέβαστος μοναχός του Αγίου Όρους είπε προς αυτόν, «Έχετε έρθει εδώ από μία χώρα που έχει τόσους πολλούς Αγίους, όπως τον μεγάλο Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, προκειμένου να μάθετε τη μοναστική ζωή;»
Ο πατήρ Ισαάκ απάντησε, «Ναί, η εμπειρία των Αγίων Πατέρων μας έχει διαφυλαχθεί εδώ στο Άγιον Όρος σε μεγάλο βαθμό και έχω έρθει για να ενισχυθώ σε αυτόν τον Άγιο τόπο.»
Ένα χρόνο μετά την άφιξή του στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα, αναχώρησε στο νέο καταφύγιό του, το ασκητήριο της Αναστάσεως του Κυρίου το οποίο ο ίδιος ανακαίνισε στην περιοχή της Καψάλας, που δεν απέχει πολύ από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Έζησε εκεί μόνος για τέσσερα χρόνια, μια ζωή πολύ σκληρής άσκησης και έντονου πνευματικού αγώνα. Ήρθε αντιμέτωπος με πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες που προσπάθησαν να τον κάνουν να αφήσει τη ασκητική μόνωσή του, ώσπου μία μέρα, όταν, συγκλονισμένος από τους λογισμούς, τη κούραση, και τις δυσκολίες του, ανακάλυψε ένα μικρό τάφο, ενώ περπατούσε σε κάποιο σημείο του κελιού του. Στάθηκε μπροστά του και προσευχήθηκε θερμά, αφήνοντας τον εαυτό του στους κόλπους της μνήμης του θανάτου. Στη συνέχεια, είπε με μία αποφασιστική φωνή, «Εδώ μπορώ να πεθάνω».
Από εκείνη τη στιγμή, οι σκέψεις που τον βασάνιζαν εξαφανίστηκαν εντελώς. Αυτή η μνήμη του θανάτου δεν τον άφησε ποτέ, και σύμφωνα με τη μοναστική παράδοση, έσκαψε με τα χέρια του έναν τάφο του δικού του μεγέθους, μέσα στον κήπο στο ασκητήριό του. Η μνήμη αυτή η τόσο καθοριστική δεν τον άφησε ούτε μία μέρα μέχρι που το σώμα του αναπαύθηκε στον τάφο αυτό την Πέμπτη 16 Ιουλίου 1998.
Παρέμεινε στο Άγιον Όρος από το 1978 μέχρι το 1998, έτος κατά το οποίο κοιμήθηκε, και ήταν γνωστός για την ασκητικότητα και την πνευματική αγωνιστικότητά του. Έγινε, με τη χάρη του Θεού, ένας διάσημος πνευματικός πατέρας στο Άγιον Όρος, αλλά και εκτός Αγίου Όρους, και ένθερμος υποστηρικτής της επιμελούς τηρήσεως του μυστηρίου της Εξομολογήσεως.
Ήταν γνωστό ότι είχε αποκτήσει τη φήμη του αρίστου, έμπειρου και θεοπνεύστου Πνευματικού, κάτι που λίγοι έχουν στο Άγιον Όρος.
Στη διάρκεια της ζωής του, έγινε επίσης μια ζωντανή γέφυρα μεταξύ της Εκκλησίας της Αντιοχείας και του Αγίου Όρους. Συχνά έλεγε, «εκπροσωπώ την Αντιόχεια στο Άγιον Όρος», και ήταν περήφανος για αυτό. Πολλοί χριστιανοί του Λιβάνου, αλλά και αραβόφωνοι χριστιανοί των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, καθώς και άλλοι που ήρθαν από το Νέο Κόσμο ερχόντουσαν να λάβουν την ευλογία του και να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Έκανε επίσης μια σειρά από σύντομα ταξίδια στη χώρα καταγωγής του, το Λίβανο, καθώς και τη Συρία, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Χάρη δε σε αυτόν έχουν δημιουργηθεί στο Λίβανο τέσσερα μοναστήρια τρία ανδρικά και ένα γυναικείο, πολύ πνευματικά και αποτελούν πιά φάρους για την πνευματική αναγέννηση του Λιβάνου.
Επίσης είναι γνωστή η βοήθεια που πρόσφερε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως στη Λέσβο όπου εξομολογούσε επί μία δεκαετία περίπου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναβίωση της αυθεντικής πνευματικότητας της Λέσβου.
Θα επανέλθουμε εν καιρώ στην ευλογία αυτή…
Ας μας ακολουθούν οι προσευχές του στην δύσκολη εποχή αυτή που ζούμε. Αμήν. Γένοιτο!
Πηγή: Τρελογιάννης