Δὲν ὑπάρχει χειρότερο καὶ φρικτότερο θέαμα ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο νὰ βασανίζεται καὶ νὰ σπαράσσει ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Ὅσοι ἔχουν γνωρίσει τέτοιου εἴδους καταστάσεις δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὶς σκέπτονται. Καὶ δικαίως, ἀφοῦ τὸ πανέμορφο δημιούργημα, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καταντᾶ ἕνα σωματικὸ καὶ ψυχικὸ ἐρείπιο στὸ ἄσπονδο μίσος τοῦ διαβόλου.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὴν ἕκτη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ μᾶς περιγράφει μὲ τὸν τέλειο ἑλληνικό του λόγο ὁ θεόπνευστος Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Πράγματι ὁ δαιμονισμένος ἄνδρας τῶν Γαδαρηνῶν εἶχε καταστεῖ ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ἀλλὰ καὶ ὁ ἀποτροπιασμὸς τῶν κατοίκων ὁλοκλήρου τῆς περιοχῆς. Ἡ περιγραφὴ του συγκλονίζει: “Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους” (Λουκ. Η' 29). Δηλ. ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε κυριεύσει τὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο καὶ τοῦ δημιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι' αὐτὸ τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ μὲ....
σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια καὶ τὸν φύλαγαν γιὰ νὰ μὴν κάνει κανένα κακὸ ἢ βλάψει κανέναν. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ συρόταν βίαια ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές.
Φυσικὰ οὐδεμία ἀρνητικὴ δύναμις καὶ οὐδένα ἀκάθαρτο δαιμόνιο μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπρὸς στὴ μορφὴ τοῦ Θεανθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε στὴν λεγεώνα τῶν δαιμονίων νὰ εἰσέλθει στὴν ἀγέλη τῶν παράνομων χοίρων, ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώθηκε καὶ ἡ μανία τῶν δαιμόνων ξέσπασε στὰ ζωντανά τα ὁποῖα γκρέμισαν καὶ κατέπνιξαν μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης.
Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἐλευθερώθηκε. Μιὰ νέα ὕπαρξις ἐμφανίζεται ποὺ ὄχι ἁπλῶς δοξάζει τὸν Θεό, ἀλλὰ “ἐδέετο, εἶναι σὺν αὐτώ”. Παρακαλοῦσε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀνείπωτη χαρὰ νὰ βρίσκεται πάντοτε κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴν συνέχεια εἶναι τὸ ἑξῆς. Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἔσπευσαν νὰ δοῦν τὸ γεγονὸς “ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' οὐ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἰματισμένον καὶ σωφρονούντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησού”.
Μετὰ ἀπὸ τὸ σπαρακτικὸ θέαμα τῆς δαιμονοπληξίας καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ αὐτὸ προξενεῖ, μὲ πόση τώρα ἠρεμία, ἡσυχία καὶ χάρη παρακολουθοῦμε τὴν ὄμορφη σκηνὴ ποὺ ἀκολουθεῖ. “Ιματισμένος καὶ σωφρονών” ὁ ἄνθρωπος. Εὑρισκόμενη ἡ ὕπαρξις μέσα στὸ κλίμα τῆς χάριτος καὶ τοποθετημένη ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸ βάθρο ποὺ τῆς ἀξίζει. Στὴν κορυφὴ τῆς Θεοκοινωνίας, γιὰ τὴν ὁποία καὶ ἐξ' ἀρχῆς δημιουργήθηκε. Καὶ ὅπως ὅλοι κατανοοῦμε, μόνο τυχαῖες δὲν εἶναι οἱ δύο λέξεις “ἰματισμένον καὶ σωφρονούντα” ποὺ ἐπιλέγει νὰ γράψει ὁ θεόπνευστος εὐαγγελιστής.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ὄμορφη περιγραφὴ ποὺ ἀναπαύει τὸν φυσιολογικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν συνειδητὸ πιστό, ταυτοχρόνως μεταφέρει τόσο στὴν κοινωνία μας ὅσο καὶ στὸν χῶρο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἕναν ἔλεγχο. Ἕναν ἀφυπνιστικὸ βεβαίως ἔλεγχο ποὺ ἀποκόπτει στὴν ἐφαρμογὴ του ὁποιοδήποτε καρκίνωμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Μάλιστα, μὲ τὴν ἐμφάνιση, καθ' ὅσον “εἶναι δυνατὸν νὰ ἴδης πολλοὺς τέτοιους κατοίκους τῶν μνημείων τῆς ἁμαρτίας, τὴν μανίαν τῶν ὁποίων δὲν συγκρατεῖ... οὔτε πλῆθος ἀνθρώπων, οὔτε νουθεσία, οὔτε φόβος, οὔτε ἀπειλῆ... Ὅταν μάλιστα, ἕνας εἶναι ἀνήθικος καὶ ἀκόλαστος, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν δαιμονιζόμενον, ἀλλὰ περιέρχεται γυμνός, ὅπως ἐκείνος”, θὰ τονίσει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ὄντως, θὰ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι δυστυχῶς ἡ κοινωνία μας κατάντησε στὴν περιγραφὴ αὐτὴ τοῦ ἱεροῦ πατρός. Καὶ τοῦτο διότι ἡ περιρέουσα ἀτμόσφαιρα, καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους, ἰδίως ὅμως τοὺς θερινοὺς μῆνες, κάνει “τοῖς νοῦν ἔχουσιν” νὰ ντρέπονται καὶ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Σὲ ὅσους δὲ ὁ “ἡγεμόνας νους” ἔχει τυφλωθεῖ, ἑκουσίως μεταβάλλονται σὲ σάρκες “κτηνώδεις καὶ δαιμονιώδεις”. Ὅμως, ἃς μὴ σταθοῦμε σὲ περιγραφὲς ποὺ θὰ μολύνουν τὴν ἱερὰ εὐαγγελικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ ποὺ θὰ δώσουν πάτημα στὸν πειρασμό. Ἃς ἀπομακρυνθοῦμε εὐθὺς ἀμέσως ὡς ἄλλος Λὼτ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἁμαρτίας ποὺ παροργίζει τὸν Θεὸ καὶ ἃς περάσουμε στὸν χῶρο τῆς ἁγιότητος ὥστε νὰ μελετήσουμε βαθύτερά το θέμα τῆς ἐνδυμασίας καὶ τῆς ἐν γένει χριστιανοπρεποὺς συμπεριφορᾶς.
Ἡ ἐξέτασις λοιπὸν ἔγινε καὶ ἡ διαπίστωσις τῆς κοινωνικῆς ἀσθένειας καὶ στὸν τομέα αὐτὸ εἶναι καταλυτική. Δὲν μένει τώρα παρὰ νὰ ξεκινήσει ἡ θεραπεία. Ἡ θεραπεία ποὺ προσφέρεται στὸ μεγάλο πνευματικὸ ἰατρεῖο ποὺ ὀνομάζεται Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἀλλ' ἐδῶ ἀνακύπτει ἕνα θέμα ποὺ ἕως καὶ πρὶν λίγα ἔτη δὲν ὑφίστατο. Καὶ τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς: “Μὲ βάση τὸ ζήτημα ποὺ ἐξετάζουμε, μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος εἰσερχόμενος μέσα σὲ ἕνα ναὸ νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ προσευχηθεῖ;” Λυπούμεθα γιὰ τὰ ὅσα θὰ ἀναφέρουμε. Δυστυχῶς οἱ ποιμένες μας, σήμερα, ὄχι βεβαίως ὅλοι, ἔπαυσαν δυστυχῶς νὰ προσέχουν καὶ νὰ μεριμνοῦν. Ἔπαυσαν νὰ δίνουν καὶ τὴν δέουσα προσοχὴ στὸ θέμα τῆς ἐνδυμασίας τῶν εἰσερχομένων. Τὸ θέμα ἐν πολλοῖς καταντᾶ σκανδαλῶδες καὶ ἀποκρουστικό, ἕως καὶ ἄκρως ἐκνευριστικό. Ἐὰν μάλιστα προστεθεῖ καὶ ὁ μεικτὸς ἐκκλησιασμὸς ποὺ δυστυχῶς σὲ πολλές των περιπτώσεων καθιερώθηκε, σὺν τὰ κοσμικὰ ἀρώματα ποὺ τείνουν νὰ καλύψουν καὶ αὐτὴ τὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος ἐντός του Ἱεροῦ ναοῦ, τότε κατανοεῖ κανεὶς ὅτι ὄχι πνευματικὴ θεραπεία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσει κανείς, ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ ἠθικὴ δυσωδία τῶν “βρωμερῶν χοίρων τῶν Γεργεσηνών”, περνᾶ ἀπὸ τοῦ “παραπετάσματος” τοῦ ναοῦ εἰς αὐτὰ “τὰ ἅγια των ἁγίων”.
Δὲν εἶναι τῆς παρούσης ἀναπτύξεως νὰ ἀναλύσουμε διεξοδικῶς γιὰ ποίους λόγους φθάσαμε σὲ αὐτὸ τὸ κατάντημα μέσα στοὺς ναούς μας. Ὄχι, δὲν θὰ τονίζουμε τώρα ὅτι ὁ κλῆρος συμβιβάστηκε μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ κληρικοὶ ἀποβάλλουν τὴν τιμημένη ἐνδυμασία τοῦ ράσου καὶ τοῦτο γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν λαϊκὴ ρήση: “παπὰς ἀράσωτος, ἄρα ἄσωτος”. Οὔτε θὰ ἀγγίξουμε σήμερα τὰ ἄλλα ἐνδιαφέροντα καὶ τοὺς “φόβους” ἀρκετῶν ἐκ τῶν συγχρόνων ποιμένων, συμπεριφορὲς δηλαδὴ ποὺ παραπέμπουν στὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτη Ἠλία τοῦ Θεσβίτη. Θὰ τονίζουμε ὅμως τὸν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: “Εἰ οὒν τὸ φῶς τὸ ἐν σοῖ σκότος ἐστι, τὸ σκότος πόσον;” (Ματθ. ΣΤ' 23). Δηλαδὴ ἐὰν ἐκεῖνο πού σου δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς (ὁ ποιμένας, ὁ ναὸς κ.τ.λ.) γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθισθεῖς;
Δυστυχῶς τὸ ἐπίπεδό τῆς κοινωνίας μας ἔχει πέσει σὲ ἀφάνταστο βαθμὸ καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις τρανωτάτη ἀπόδειξις τούτου ἀποτελεῖ ἡ ἐνδυμασία τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα, ὅσο παράδοξος καὶ ἀκραῖος ἐὰν ἀκούγεται ὁ λόγος, σὲ λίγο καιρὸ ὅσοι θέλουν νὰ ἐνδύονται σεμνῶς, καὶ ὅσοι κληρικοὶ θὰ ἐπιμένουν μὲ πατερικὸ φρόνημα νὰ ἐνδύονται τὸ τιμημένο ράσο τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ πληρώνουν εἰδικὸ φόρο! Ὅπως δηλαδὴ συνέβη καὶ ἐπὶ Μ. Πέτρου. Ὅσοι Ρῶσοι ἤθελαν νὰ κρατοῦν τὰ γένια τους, ἔπρεπε νὰ πληρώνουν στὸ κράτος εἰδικὴ φορολογία. (Τὸ τί γινόταν ἐπὶ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στὸν τομέα αὐτό, εἶναι γνωστὸ τοῖς πάσι). Τὸ δὲ παράδοξο στὴν ὅλη κατάσταση, καὶ τὸ ἀδυσώπητο ἐρώτημα ποὺ ἀνακύπτει εἶναι τὸ ἑξῆς: Πῶς οἱ γονεῖς ἀνέχονται τέτοιες φαιδρότητες, ξετσιπωσιὲς καὶ προκλητικὲς αἰσχρότητες στὰ τέκνα τους; Ἢ μήπως ἀλλοίμονο ἀποτελεῖ ἀλήθεια, αὐτὸ ποῦ ὑποστήριξε σύγχρονος γέροντας, ὅτι τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν οἱ γονεῖς εἶναι χειρότεροί των τέκνων τους;
Ὅπως καὶ νὰ 'χει τὸ πράγμα θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι μιὰ κοινωνία ὅπως ἡ δική μας ἤδη ἔχει ξεκινήσει τὸ δρόμο τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ ἄρα αὐτοῦ τοῦ ἀφανισμοῦ.
Ἀλλὰ καὶ πάλι μπροστὰ μας παρουσιάζεται ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος. Ἕως τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν Ἰησοῦ, γύριζε ὁλόγυμνος καὶ ἐσπάρασσε. Μετὰ τὴν θεραπεία ὅμως καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος, ἐμφανίζεται “ἰματισμένος καὶ σωφρονών” πράγμα δηλαδὴ ἀπολύτως ἀναγκαῖο γιὰ νὰ καθίσει κανεὶς “παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησού”.
Φίλοι μου, ἃς προσέξουμε καὶ τοῦτο τὸ τραγικὸ τέλος, ποὺ ἀφορᾶ τοὺς κατοίκους τῶν Γαδαρηνῶν. Ὅταν διαπίστωσαν τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ συμπατριώτου τους, ὄχι μόνο δὲν μετανόησαν, ἀλλὰ παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ “ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτών”.
Καὶ αὐτοὶ μὲν ἤσαν οἱ Γαδαρηνοί. Ἃς προσέξει ὅμως ἡ κοινωνία, ἡ πολιτεία, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία (οἱ ποιμένες), μήπως παρὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐμπειρία τῶν Πατέρων, τὴν πράξη τῆς ἁγιότητος, μήπως ἐπιμένουμε νὰ συνεχίζουμε ἀνερυθρίαστα στὸ κατρακύλημα. Στὸ βάραθρο ποὺ ἤδη γκρεμιζόμαστε μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδειχθοῦμε ὄχι Γαδαρηνοί, ἀλλὰ “γαϊδαρινοί”, καὶ “χοιροβοσκοὶ” τῆς ἀνηθικότητας καὶ τῆς αἰσχρῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας.
Ὅμως, ἃς κλείσουμε μὲ τὴν προτροπὴ καὶ διδασκαλία τῆς Γραφῆς: “στολισμὸς ἀνδρὸς καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀνθρώπου, ἀναγγέλλει τὰ περὶ αὐτοῦ” (Σοφ. Σειρ. Θ' 30). Καὶ ἐπίσης “τὰς γυναίκας ἐν καταστολὴ κοσμίω, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρύσω ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεῖ, ἀλλ' ὁ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δὶ΄ ἔργων ἀγαθών” (Α' Τιμ. Β' 9-10), διότι ἐπιτέλους αὐτὸ ποὺ δίνει ἀξία στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ “ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἀνθρωπος” (Α' Πετρ. Γ' 3-5) ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται διὰ τῆς σεμνῆς ἐνδυμασίας καὶ τῆς ταπεινῆς συμπεριφορᾶς.
Ἀμήν.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό