Τὸ φαινόμενο εἶναι γνωστό. Ζοῦμε σὲ ἕνα πανδαιμόνιο θορύβων, σὲ μιὰ πολύβουη πόλη, ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν οἱ ἐκκωφαντικοί ἥχοι καὶ τὸ πολύγλωσσο τῶν ἀπόψεων. Δὲν ἀποτελεῖ πιὰ γεγονός ἀξιοπρόσεκτο, τὸ θέαμα ἀνθρώπων ποὺ κονταροχτυπιοῦνται λεκτικά στὰ στάδια, στὶς κερκίδες, στὰ καφενεῖα, στὰ τηλεοπτικά κανάλια, ἀκόμα καὶ στὸ διάλειμμα τῶν σχολείων. Μάθαμε πιὰ νὰ διατυπώνουμε τὶς θέσεις μας μὲ φωνές καὶ μὲ χειρονομίες. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο διδάσκουμε τὰ παιδιά μας.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ στάση ἐκείνων ποὺ πεισματικά σιωποῦν δημιουργεῖ τουλάχιστον ὑποψίες. Γιατί, σιωποῦν συνήθως ὅσοι δὲν ξέρουν πῶς νὰ ἐκφρασθοῦν, ἢ ὅσοι, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἄγνοιάς τους σὲ ἕνα συγκεκριμένο θέμα, προτιμοῦν νὰ κρατήσουν τὸ στόμα τους κλειστό. Ὅπως ἐπίσης παραμένουν σιωπηλοί καὶ αὐτοί ποὺ περιμένουν ὑπομονετικά νὰ ἀκούσουν τοὺς ἄλλους πρὶν ἐκφράσουν τὴ δική τους ἄποψη.
Στὶς μέρες μας, ποὺ ὁ λόγος ἔχει ἐκτραπεῖ σὲ κάθε εἴδους χυδαιολογία, ψεῦδος, βρισιά καὶ κατάρα, ἡ σιωπή ἔχει κάτι νὰ πεῖ. Τὴν ἴδια ὥρα, ποὺ ἀναλωνόμαστε στὴν κολακεία καὶ στὸ κουτσομπολιό, μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε νέες δυνάμεις ἀπό τὴν διακριτική καὶ ὠφέλιμη σιωπή. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ διάλεξαν τὴν ἀπομόνωση καὶ τὸν ἡσυχασμό, ἡ σιωπή δηλώνει τὴν ταπείνωση τοῦ νοῦ, τὴν ὅραση τῆς καρδιᾶς, τὴν εὐχαριστία τῆς ψυχῆς. Γιατί, ἡ σιωπή γεννᾶ τὸν καθαρό, ὡραῖο καὶ μεστό λόγο.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ συνηθίσαμε νὰ παρομοιάζουμε τὴν σιωπή μὲ τὸν χρυσό. Γιατί, ὅταν στὴν πρόκληση ἀπαντᾶ κανείς μὲ τὴν ἐπιλεγμένη σιωπή, χαμηλώνει τὴν ἔνταση, διακόπτει τὴ συνέχεια, ταπεινώνει τὴν ὁργή, σβήνει τὸν θυμό καὶ καταλαγιάζει τὰ πάθη. Καὶ δὲν πρέπει αὐτό νὰ παρερμηνεύεται ὡς ἀδυναμία. Χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη νὰ σιωπήσεις σὲ καταστάσεις ἔντασης, παρά νὰ ξεστομίσεις αὐθάδη καὶ θρασύ λόγο. «Ἂν μπορεῖς, ὅταν σὲ βρίζουν, νὰ μὴ βγάζεις τσιμουδιά (γράφει ὁ Κίπλινγκ), θὰ μπορέσεις ν’ ἀπολαύσεις ὅπως πρέπει τὴν ζωή σου».
Μία παλιά παροιμία προσδιόριζε σὲ 5 τὰ διαδοχικά σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦν στὴ μάθηση. Τὸ πρῶτο σκαλί εἶναι ἡ ἰκανότητα νὰ ἀκοῦς (ἢ μᾶλλον νὰ ἀφουγκράζεσαι) τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν διδασκάλων σου. Τὸ δεύτερο, νὰ ἔχεις τὴν δύναμη νὰ σιωπᾶς καὶ νὰ μὴ παριστάνεις τὸν πολύξερο σὲ πεδία γνώσης ποὺ δὲν κατέχεις. Τὸ τρίτο, νὰ μελετᾶς ἀδιάκοπα καὶ νὰ στέκεσαι στὴν λεπτομέρεια, ὑπογραμμίζοντας τὶς σημειώσεις. Τὸ τέταρτο, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἐφαρμόσεις στὴν πράξη ὅλα ὅσα ἄκουσες καὶ διάβασες. Τὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο σκαλί τῆς μάθησης εἶναι νὰ ἐπιδιώκεις νὰ διδάσκεις στοὺς νεώτερους ὅσα κέρδισες ἀπό τὰ προηγούμενα.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι τόπος δακρύων καὶ «κοιλάδα κλαυθμῶνος». Ὅπου καὶ νὰ στρέψεις τὸ βλέμμα ἀντικρίζεις πόνο, θλίψη, ἀδικία, θάνατο. Σὲ ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενο, ὁ μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος τοποθετεῖται εὐθαρσῶς: «Κάθε σκέψη ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ προξενεῖ αἴσθηση κενοῦ, βαθιά ἀπογοήτευση, ἔλλειψη σκοποῦ, ἀσάφεια προορισμοῦ, ἀνυπαρξία λόγου καὶ ἀδυναμία προσδιορισμοῦ τῆς βαθύτερης αἰτίας τῆς ὕπαρξης». Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο γράφει: «Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν ὁ Θεός εἶναι παρών, ἀλλά πότε Αὐτός μᾶς ἐμφανίζεται καὶ πότε καὶ πῶς ἐμεῖς Τὸν βλέπουμε καὶ ὁ καθένας μας Τὸν αἰσθάνεται».
Τὴν εὔλαλη σιωπή πολλοί ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος τὴν ἐκτίμησαν. Θαύμασαν τὴν σιωπή τοῦ ἁγίου ποὺ τὸν ἔφερνε κοντύτερα στὸν Θεό. Παραδέχτηκαν τὴν κορυφαία σιωπή τοῦ σοφοῦ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε στὴ λύση περίπλοκων προβλημάτων. Ἐγκωμίασαν τὴν ὑπομονετική σιωπή τοῦ ἥρωα, πρὶν τὴν μεγάλη ἀπόφαση αὐτοθυσίας. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἔλεγε: «Μετάνιωσα ποὺ μίλησα, ὄχι ὅμως γιατί σιώπησα». Ἄλλωστε, ἡ ἐγνωσμένη παραίτηση ἀπό τὸν λόγο δηλώνει, ἂν μὴ τι ἄλλο, ἐμπειρία. Σωπαίνει κανείς τόσο στὴ μεγάλη χαρά, ὅσο καὶ στὸν βαθύ πόνο. Δὲν βρίσκει τρόπο νὰ ἐκφρασθεῖ. Χάνει τὰ λόγια του. Λέγει ἕνας σοφός: «Ἔχουμε δύο αὐτιά καὶ ἕνα στόμα. Περισσότερο νὰ ἀκοῦμε καὶ λιγότερο νὰ μιλᾶμε».
Τὴν σιωπή, ὁ καλλιτέχνης τὴν ἀντιλαμβάνεται μὲ τὸν δικό του μοναδικό τρόπο. Καὶ καλεῖ νὰ τὸν κατανοήσουμε καὶ νὰ συμμεριστοῦμε τὴν πρότασή του. Ὁ Πικάσο σπάζει τὴν σιωπή του γιὰ τὸν Ἰσπανικό ἐμφύλιο πόλεμο, ζωγραφίζοντας τὸν περίφημο πίνακα «Γκουέρνικα», μετά τὴ βάρβαρη καταστροφή τῆς ἱερῆς πόλης τῶν Βάσκων. Ὁ Μπετόβεν, βυθισμένος σὲ πλήρη σιωπή, συνθέτει μουσική ἀπομονωμένος ἀπό τὸ περιβάλλον του. Ὁ Ρίτσος γράφει τὰ 18 λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας, ἀπομονωμένος σὲ ἕνα ἕρημο καὶ σιωπηλό μέρος (στὸ Παρθένι τῆς Λέρου), κραυγάζοντας στὴν κυριολεξία κατά τῶν συνταγματαρχῶν τῆς δικτατορίας.
Μεγάλη ἡ πρόκληση τῶν καιρῶν. Καλούμαστε καθημερινά νὰ ἀντιδράσουμε μὲ κραυγές, διαμαρτυρίες, πανό καὶ πλακάτ. Μποροῦμε ὅμως νὰ περιορίσουμε τὴν κοινωνικότητα (ὅταν αὐτή συνεπάγεται ἀτέρμονη φλυαρία), τὶς μέριμνες καὶ τοὺς σχολαστικισμούς, γιὰ νὰ αὐξήσουμε τὴ μελέτη, τὴν περισυλλογή καὶ τὴν ἐνδοσκόπηση.
Μὲ ἀπώτερο, σιωπηλό μας, στόχο τὴν αὐτοσυγκράτηση καὶ τὴν αὐτοπειθαρχία.
Βιβλιογραφία
Μωϋσῆ Μοναχοῦ Ἁγιορεῖτου: Ἡ εὔλαλη σιωπή. Εκδόσεις Ἐν πλῷ. Ἀθήνα 2008.
Κίπλινγκ Ράντγιαρντ: Ἂν. Εκδόσεις Καστανιώτη. Ἀθήνα
Μαρκέα Νικολάου: Ὁ ἀκτινογραφικός ἔλεγχος στὸν ἀναπτυσσόμενο σκελετό. Πόσο ἀξιόπιστος εἶναι; Εκδόσεις Litho Pac. Ἀθήνα 2006.
Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου: Ἐκεῖ ποὺ δὲν φαίνεται ὁ Θεός. Ἐκδόσεις Σταμούλη Α. Ε. Ἀθήνα 2008. 1993.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη