Στο περιοδικό «¶γιοι Κολλυβάδες»1 εδημοσιεύθη άρθρο του π. Νικολάου
Δημαρά, δια του οποίου κατηγορείται η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου για την
στάση της έναντι του Οικουμενισμού και του Ζηλωτισμού.
Αφορμή για την σύνταξη του άρθρου αυτού έδωσε η προ έτους αποχώρησή μου
από τους Ζηλωτές πατέρες του Αγίου Όρους και η εγκαταβίωσή μου στην εν
λόγω ιερά Μονή. Αιτία της πράξεώς μου αυτής ήταν η εντελώς εσφαλμένη
εκκλησιολογική γραμμή που έχουν υιοθετήσει οι Ζηλωτές και λοιποί Γ.Ο.Χ.
Παλαιοημερολογίτες. Μεταξύ των πολλών επιχειρημάτων μου για την ανωτέρω
απόφαση ήταν και η στάση του αγίου Σωφρονίου έναντι των αιρετικών
Μονοθελητών.
Ο π. Νικόλαος ασχολείται στο άρθρο του κυρίως με την στάση αυτή του αγίου
Σωφρονίου. Κατηγορούνται επίσης οι επίσκοποι της Εκκλησίας, ότι κηρύττουν
την αίρεση του Οικουμενισμού δια της αλλαγής του ημερολογίου, των
διαλόγων, συμπροσευχών και άλλων καινοτομιών. Συγχρόνως κατηγορείται και η
ιερά Μονή μας, επειδή δεν διακόπτουμε την εκκλησιαστική επικοινωνία με
τους επισκόπους μας, παρά την (δήθεν) ρητή επιταγή των αγίων Πατέρων και
την υποχρέωση του ιε΄ κανόνος της Α΄ και Β΄ συνόδου (861).2
Έζησα από κοντά, τους κατά τα άλλα αγαπητούς και εναρέτους Ζηλωτές πατέρες
και εξετίμησα την ευλάβειά τους, την αγάπη τους για τον μοναχισμό και την
αγωνιστικότητά τους. Διεπίστωσα όμως ότι συντηρούν ένα αντικανονικό σχίσμα
και παρερμηνεύουν την διδασκαλία των αγίων Πατέρων και την εκκλησιαστική
Ιστορία. Προς το παρόν, με την ευλογία του σεβαστού γέροντός μου πατρός
Γεωργίου, απαντώ εν συντομία στις κατηγορίες του άρθρου, για να αποδείξω
ότι η στάση μας είναι απολύτως σύμφωνη με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.
Βασικό κριτήριο για την απάντηση αυτή θα αποτελέση η πατερική διδασκαλία
έναντι των αιρετικών και των αντικανονικώς ενεργούντων επισκόπων.
Α. Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
1. Για τους καταδικασμένους αιρετικούς
Η στάση των αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών ήταν πάντοτε η ίδια. Ο
άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως λέγει ότι «κατ’ ουδέν τους πατέρας
ευρίσκομεν διαφωνούντας, αλλ’ ως του αυτού πνεύματος όντες, πάντες το αυτό
κηρύττουσι και διδάσκουσιν».3 Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει
ότι πρέπει να αποστρεφώμεθα τους αιρετικούς ως αλλοτρίους της καθολικής
Εκκλησίας.4 Οι αιρετικοί, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, είναι λύκοι και
πρόδρομοι του Αντιχρίστου,5 ενώ, κατά τον Μέγα Βασίλειο, χειρότεροι και
από τον Ιούδα.6 Ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παραγγέλλει να μη δίνουμε
μετάληψη στους αιρετικούς, ούτε να λαμβάνουμε την δική τους,7 επειδή, κατά
τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, η μετάληψη των αιρετικών είναι φάρμακο
μελαίνον και σκοτίζον την ψυχή.8
Το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου είναι μολυσμός,9 ενώ κατά τον άγιο
Συμεών Θεσσαλονίκης, απαγορεύεται και ο συνεκκλησιασμός με τους
αιρετικούς.10 Οι ¶γιοι προτρέπουν τους αιρετικούς να εγκαταλείψουν την
αίρεση και να προσέλθουν στην καθολική Εκκλησία, διαφορετικά δεν
ωφελούνται από τα καλά τους έργα,11 ούτε μπορούν να κληρονομήσουν την
βασιλεία του Θεού.12
2. Για όσους ενώνονται με καταδικασμένους αιρετικούς
Συμφώνως προς τους κανόνες α΄ και β΄ της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου,13 όσοι
προσχωρούν στους αιρετικούς εκπίπτουν της εκκλησιαστικής κοινωνίας και της
ιερωσύνης. Ως εκ τούτου, οι άγιοι Σάββας και Θεοδόσιος με όλους τους
μοναχούς της Παλαιστίνης εδήλωναν, ότι είναι πρόθυμοι να χύσουν το αίμα
τους, παρά να δεχθούν ένωση με τους Μονοφυσίτες.14
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσθησαν και οι ενώσεις με τους αμετανοήτους
Λατίνους τα έτη 1274 και 1439. Οι Πατέρες δηλαδή διέκοψαν την
εκκλησιαστική κοινωνία με όσους απεδέχοντο την ένωση της Λυών (1274).
Προετίμησαν μάλιστα τα βασανιστήρια και τον θάνατο, ως οι αγιορείτες
οσιομάρτυρες15 και οι όσιοι Μελέτιος και Γαλακτίων.16 Ο άγιος Μάρκος ο
Ευγενικός επίσης συνιστούσε στους Ορθόδοξους να μη επικοινωνούν με όσους
απεδέχοντο την ψευδένωση της Φλωρεντίας (1439) και έλεγε: «Φευκτέον
αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως».17
3. Για όσους κηρύττουν αίρεση
Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ερμηνεύων ωραιότατα την Ορθόδοξη
Εκκλησιολογία, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία αντιμετωπίζει
αυτούς που κηρύττουν εντός αυτής αιρετικά δόγματα: «Την αίρεση την
αναφύουσαν, εάν εξαπλωθή, κρίνει και κατακρίνει η Οικουμενική σύνοδος».18
Μετά δε την σύνοδο οι αμετανόητοι αιρετικοί απεκόπτοντο παντελώς της
εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Σε μερικές περιπτώσεις η εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω διεκόπτετο
και προ συνοδικής κρίσεως.19 Ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου, επιτρέπει
την πράξη αυτή, εφόσον γίνεται με σκοπό να ελευθερωθή η Εκκλησία από το
σχίσμα και την αίρεση των επισκόπων αυτών.20 Επειδή όμως το εκκλησιαστικό
σχίσμα δεν είναι κάτι το απλό, η τελική κρίση και η αποκοπή των αιρετικών
από την Εκκλησία, ως προανεφέραμε, ανετέθη στις Οικουμενικές συνόδους.
Αυτό έγινε, διότι οι αιρέσεις δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθούν αμέσως
από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επίσης δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται
αιρετικοί, προ της τελικής αποφάσεως της Οικουμενικής συνόδου, όσοι
εκοινωνούσαν από άγνοια, για Οικονομία ή για κάποια άλλη αιτία με τους
επισκόπους που εκήρυττον αιρετικές δοξασίες. Γι’ αυτό κανείς ιερός κανών ή
άγιος πατήρ δεν επέβαλε ποτέ στο Ορθόδοξο πλήρωμα την διακοπή της
εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Επίσης
κανείς κληρικός δεν ετιμωρήθη ποτέ γι’ αυτό, σε αντίθεση βεβαίως με αυτούς
που συνέχιζαν την επικοινωνία μετά την συνοδική καταδίκη.
Αρκετά παραδείγματα από την εκκλησιαστική Ιστορία αποδεικνύουν, ότι από
την εμφάνιση της αιρετικής διδασκαλίας μέχρι την τελική καταδίκη της
μεσολαβούσε ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Στην περίοδο αυτή η Εκκλησία
προσπαθούσε δια των εκπροσώπων της να φέρη σε μετάνοια τους "καινούς"
διδασκάλους, εφαρμόζουσα την ανεγνωρισμένη από όλους τους αγίους Πατέρες
γραμμή της Οικονομίας. Έτσι, π.χ., ενώ ο Μονοθελητισμός άρχισε να
κηρύττεται το 615, οι κύριοι πολέμιοί του, άγιοι Σωφρόνιος και Μάξιμος,
δεν φαίνεται να έχουν διακόψει την επικοινωνία με τους αιρετικούς προ των
συνόδων της Δύσεως (640 - 649), που τους ανεθεμάτισαν.
Η Οικονομία συναντάται και στην περίπτωση της στάσεως έναντι των Λατίνων.
Στο ανωτέρω συμπέρασμα καταλήγουμε και αν ακόμη δεχθούμε την ακραία
περίπτωση, ότι οι πάπες εκήρυξαν επισήμως την αίρεση του Φιλόκβε από το
1009 και όχι ότι την διέδιδον ανυποστόλως από τον ι΄ αιώνα.21 Οι Ζηλωτές
προφασίζονται ότι ο χωρισμός έγινε πάραυτα, καθώς ο Κωνσταντινουπόλεως
Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα το 1009.22 Φέρνουν
μάλιστα και σχετική μαρτυρία από τον ιερό Δοσίθεο. Προκαλεί μεγάλη
εντύπωση η παραποίηση της Ιστορίας και η απόκρυψη των επομένων λόγων του
ιερού πατρός.
Λέγει λοιπόν ο ιερός Δοσίθεος, ότι οι υπόλοιποι πατριάρχες δεν διέγραψαν
το όνομα του πάπα από τα Δίπτυχα το 1009, αλλ’ έπειτα από σαρανταπέντε έτη
(1054). Εννοείται βεβαίως ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ενωμένη με τα
ανωτέρω πατριαρχεία καθ’ όλο αυτό το διάστημα. Η Οικονομία αυτή έναντι των
Λατίνων έγινε επειδή «οι Πατριάρχαι κατά το αρχαίον εκκλησιαστικόν έθος,
μάλλον του Κηρουλαρίου ενεργούντες το κανονικόν δίκαιον, εξεδέχοντο την
διόρθωσιν της ρωμαϊκής Εκκλησίας, όθεν και εμακροθύμουν».23 «Οι Ανατολικοί
(δηλαδή) οικονομικώς, σεσιγήκασιν επί πολύν καιρόν, οιόμενοι τους Ιταλούς
προς τα κρείττω μετακινήσαι τας καινοτομίας αυτών, μείναντας δε εν τη
οικεία πεισμονή, απέβαλον αυτούς της εκκλησιαστικής ενώσεως».24
Όταν επίσης ο άγιος Γρηγόριος (πατήρ του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου)
υπέγραψε από απλότητα ένα ημιαρειανικό σύμβολο (361), οι μοναχοί διέκοψαν
την επικοινωνία μαζί του.25 Ο άγιος Γρηγόριος όμως και άλλοι δεν τον
εχώρισαν. Αυτό το αποκρύπτουν συνήθως οι Ζηλωτές καθώς και τις κρίσεις του
ιερού πατρός για τους μοναχούς.26 Η ένωση επετεύχθη, αφού ο υιός Γρηγόριος
έπεισε τον πατέρα του να εκφωνήση δημοσίως ένα Ορθόδοξο Σύμβολο (364).27
Επί πλέον δε στον α΄ Ειρηνικό του λόγο, επί τη ενώσει των διεστώτων, ο
μέγας Θεολόγος ελέγχει εμμέσως τους μοναχούς για ανταρσία, ταχύτητα και
αυθάδεια. Τους συμβουλεύει να μη επιστρέψουν στον «ίδιον έμετον», καθώς
και το ότι είναι προτιμότερο να μένουμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας, όταν
δεν είμεθα τελείως σίγουροι.28
4. Για όσους παρανομούν έναντι των ιερών κανόνων
Η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν (περισσότερο ή λιγότερο) τους ιερούς
κανόνες, χωρίς να θίγουν τα δόγματα, είναι τελείως διαφορετική. Οι κανόνες
ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της Α΄ και Β΄ συνόδου (επί αγίου Φωτίου) απαγορεύουν
αυστηρώς την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους, που
υπέπεσαν σε οποιοδήποτε «έγκλημα», προ συνοδικής κρίσεως. Οι άγιοι
Απόστολοι επέτρεπαν την διακοπή της κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και
δικαιοσύνης».29 Η λέξη «δικαιοσύνη» μπορούσε ευκόλως να παρερμηνευθή, με
αποτέλεσμα να συμβούν διάφορα σχίσματα που κατεδικάσθησαν από την
Εκκλησία. Τα αλλεπάλληλα σχίσματα, κυρίως των Στουδιτών, που συνεχίζοντο
και επί των ημερών του αγίου Φωτίου, έδωσαν αφορμή στον ¶γιο και την
σύνοδό του να νομοθετήσουν τους κανόνες αυτούς.
Επίσης δεκαπέντε περίπου έτη προ της συνόδου του αγίου Φωτίου «ο άγιος
Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα κατά των του Στουδίου μοναχών των από
της Εκκλησίας εαυτούς αποσχισάντων, διότι αντείχοντο των κατά Ταρασίου και
Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου».30 Η τακτική του αγίου
Μεθοδίου να αποδέχεται οικονομικώς τις χειροτονίες των Εικονομάχων
προεκάλεσε σχίσματα. Ο όσιος Ιωαννίκιος κατέκρινε πολυτρόπως τα σχίσματα
αυτά και υπεστήριζε ότι η Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη, εφόσον δεν
υπάρχουν λόγοι πίστεως.31
Αλλά και τα παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
για τις Οικονομίες των αγίων πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου, «ου μικρόν
πτώμα τοις Πατράσιν έδοξε· αλλ’ όμως πάλιν διωρθώσατο».32 Ακόμη και ο
βιογράφος του, Μιχαήλ ο Στουδίτης, δεν τολμά να υποστηρίξη την πράξη του
οσίου Θεοδώρου.33 Τα σχίσματα αυτά κατέκριναν μεταξύ άλλων οι ιεροί
Μεθόδιος34 και Δοσίθεος.35 Επίσης δεν τα ακολούθησαν άλλοι μοναχοί εκείνης
της εποχής, οι οποίοι ανεδείχθησαν μεγάλοι άγιοι. Τέτοιος ήταν ο μέγας
ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στην «Χρονογραφία» του αναφέρει την απόσχιση
του αγίου Θεοδώρου από την «αγία Εκκλησία» και τον «αγιώτατο πατριάρχη»36
Νικηφόρο. Η αιτία της κατακρίσεώς τους ήταν ότι δεν υπήρχε ζήτημα πίστεως,
αλλά απόκλιση από τους ιερούς κανόνες. Βεβαίως ο άγιος Θεόδωρος είναι
μέγας ομολογητής και αποτελεί πρότυπο ένεκα των ηρωικών αγώνων του έναντι
της εικονομαχικής αιρέσεως. Μόνο τα προσωρινά σχίσματά του για τις ανωτέρω
Οικονομίες δεν μπορεί να αποτελέσουν κανόνα για την Εκκλησία.
Δυστυχώς οι Ζηλωτές διαφημίζουν τα σχίσματα αυτά κατά κόρον και τα
παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικό νόμο και κανόνα απαράβατο, επειδή ακριβώς
και αυτοί δεν έχουν λόγους πίστεως για τα σχίσματά τους. Αποκαλούν μάλιστα
"Μοιχειανούς" τους αντιπάλους του Στουδίτου -όπως δηλαδή και αυτός για
λίγο διάστημα τους ωνόμαζε- και τις περισσότερες φορές αποκρύπτουν τα
ονόματά τους, ή δεν τους αποκαλούν αγίους!37 Πρόκειται για τους αγίους και
ομολογητές Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Ευθύμιο Σάρδεων,
Αιμιλιανό Κυζίκου, Θεοφύλακτο Νικομηδείας και άλλους μεγάλους Πατέρες.
Επίσης ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης εκαλούσε σε μετάνοια όσους μοναχούς
εχωρίζοντο από την Εκκλησία άνευ λόγων πίστεως. Τους συνιστούσε δε ότι
«ουκ ακινδύνως εαυτούς χωρίζομεν της αγίας ημών μητρός».38
Γενικότερα δε, όλα τα σχίσματα που έγιναν προφάσει ακριβολογίας, δεν
εξέφρασαν ποτέ αυθεντικώς την Εκκλησία. Ούτε εθεωρήθησαν βεβαίως εκτός
Εκκλησίας όσοι δεν συμμετείχαν σ’ αυτά.
Β. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ
1. Η λανθασμένη εκτίμηση των Ζηλωτών περί του Οικουμενισμού
Τον τελευταίο αιώνα άρχισε να λαμβάνη συγκεκριμένη μορφή στους κόλπους της
Εκκλησίας μία νεωτεριστική τάση (στοιχεία της οποίας παρετηρούντο και
παλαιότερα) και μία έντονη προσπάθεια προσεγγίσεως διαφόρων αιρετικών. Μια
από τις πολλές παραφωνίες που εσημειώθησαν ήταν και η διόρθωση του
ημερολογίου (1923 - 1924), η οποία απετέλεσε και την αφορμή της αποσχίσεως
των Ζηλωτών από την Εκκλησία. Θα ήταν βεβαίως ευχής έργο να είχε μείνει
αναλλοίωτο το ημερολόγιο και όλοι οι Ορθόδοξοι να εορτάζαμε ενωμένοι.
Τρεις μεγάλες σύνοδοι κατέκριναν στο τέλος του ιστ΄ αιώνος το γρηγοριανό
ημερολόγιο. Ο ιστορικός Φ. Βαφείδης ομιλεί περί «της κατά το έτος εκείνο
(1583) συγκροτηθείσης εν Κωνσταντινουπόλει συνόδου, ήτις κυρίως
καταδικάζει το γρηγοριανόν ημερολόγιον, διότι κατ’ αυτό συμβαίνει να
εορτάζωμεν τοις Ιουδαίοις, όπερ εναντίον τη εν Νικαία συνόδω».39 Οι
Ζηλωτές, όταν αναφέρουν την ανωτέρω φράση, τοποθετούν την τελεία στην λέξη
"ημερολόγιο" και παραλείπουν τα υπόλοιπα!40 Έτσι όμως φαίνεται ότι κύριο
έργο της συνόδου ήταν η καταδίκη του γρηγοριανού ημερολογίου.
Ο ιστορικός βεβαίως δεν λέγει αυτό. Λέγει, ότι κύριος λόγος της καταδίκης
του γρηγοριανού ημερολογίου ήταν ο συνεορτασμός με τους Ιουδαίους, δηλαδή
η τροποποίηση του Πασχαλίου, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε και ελπίζουμε ότι
ποτέ δεν θα γίνη. Το νόημα της ολοκληρωμένης φράσεως αφαιρεί από τους
Ζηλωτές το έρεισμα του σχίσματος, εφόσον η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν
θίγει τον δογματικό όρο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου41 και επομένως δεν
αποτελεί αίρεση.
Βάσει λοιπόν των αυστηροτάτων κανόνων της Α΄ και Β΄ συνόδου, και ιδίως του
ιε΄ που οι Ζηλωτές διαρκώς επικαλούνται, το ημερολογιακό σχίσμα ήταν
τελείως αντικανονικό. Οι περισσότεροι μάλιστα Ζηλωτές εκήρυττον ότι όλοι
όσοι εδέχθησαν το νέο ημερολόγιο, η επικοινωνούν με τους νεοημερολογίτες,
εξήλθον της Εκκλησίας και έχασαν την θεία χάρη! Βεβαίως οι Ζηλωτές δεν
ήταν και τόσο αφελείς, όσο τουλάχιστον τους παρουσίαζε η αλλόκοτη
εκκλησιολογία τους. Εγνώριζαν ότι δεν είχαν δογματικό έρεισμα και έπρεπε
πάση θυσία να ευρεθή.
Σ’ αυτό δυστυχώς τους εβοήθησαν όσοι προώθησαν τον λεγόμενο συγκρητιστικό
Οικουμενισμό μέσω των οικουμενιστικών διαλόγων, του υπερβολικού πόθου για
ένωση με τους αιρετικούς, των μεταδόσεων μυστηρίων σ’ αυτούς, των
μεμονωμένων περιπτώσεων αναγνωρίσεως ως εγκύρων των μυστηρίων τους, της
παραδοχής εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις ομολογίες τους, των συμπροσευχών
και άλλων κανονικών παραβάσεων.
Οι Ζηλωτές, λοιπόν, ωνόμασαν τους υπευθύνους των ανωτέρω ενεργειών
αιρετικούς, και έτσι ευρέθη το ποθητό έρεισμα, έστω και καθυστερημένως.
Γι’ αυτούς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το σχίσμα έγινε μερικές
δεκαετίες ενωρίτερα. Το σημαντικό είναι ότι ευρέθη το έρεισμα! Χαίρονται
επίσης που απηλλάχθησαν και μία ώρα ενωρίτερα από τους Οικουμενιστές.
Πάντως, οι άγιοι Πατέρες εφήρμοσαν πολλές φορές ακόμη και σε εποχές
κηρυττομένης αιρέσεως την επαινετή Οικονομία προς τους αιρετικούς για να
τους βοηθήσουν να αλλάξουν φρονήματα· δεν έκαναν όμως ποτέ σχίσματα εκ
διορατικής ικανότητος.
Δυστυχώς για τους Ζηλωτές, πρέπει να τονισθή ότι οι ανωτέρω κανονικές
παραβάσεις, όπως π.χ. οι συμπροσευχές, όσο και αν είναι θλιβερές και
ανησυχητικές, δεν αποτελούν αυτές καθαυτές αίρεση. Συνιστούν «εγκλήματα»
κατά τους κανόνες της Α΄ και Β΄ συνόδου και παραβάσεις των ιερών κανόνων,
αλλά όχι αίρεση. Αίρεση είναι «το έντινι παρεκκλίναι των κειμένων ημίν
δογμάτων, περί της ορθής ημών πίστεως»,42 και η αποξένωση από την πίστη.43
Αλλά και οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ ουδεμίας συνοδικής
αναγνωρίσεως κακόδοξες δηλώσεις, συμφωνίες η θεωρίες μεμονωμένων
Οικουμενιστών δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση επίσημη διακήρυξη αιρέσεως.
¶λλωστε ακόμη και οι πιο ακραιφνείς Ζηλωτές διδάσκουν ότι οι σποραδικές
διακηρύξεις της αιρέσεως του Φιλόκβε (το οποίο εκηρύσσετο επί αιώνες και
σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό44 από την προτεσταντική θεωρία των κλάδων) δεν
απετέλεσαν αφορμή σχίσματος.45 Εφόσον λοιπόν οι ετεροδιδασκαλίες αυτές δεν
έχουν αναγνωρισθή η παγιωθή, δεν αποτελούν αιτία σχίσματος. Επιβάλλεται
βεβαίως διαρκής και μεγάλος αγών της Εκκλησίας για την εξάλειψη η
περιορισμό τους, ώστε τελικώς να παύση και η εξ αυτών προερχομένη
Οικουμενιστική πρακτική.
Ακόμη και η άρση των αναθεμάτων του 1054 κατά των παπικών από το
πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, (η οποία κατεκρίθη από πολλούς
Ορθοδόξους ως μέγιστο "κατόρθωμα" των Οικουμενιστών), ήταν μία τυπική
«χειρονομία αγάπης», χωρίς καμία σχέση προς τις θεολογικές θέσεις
Ορθοδόξων και Παπικών. Δεν σήμαινε δε την άρση του υφισταμένου Σχίσματος,
ούτε καμία μεταβολή στην διδασκαλία, κανονική τάξη, θεία λατρεία και
εκκλησιαστικό βίο, ούτε την αποκατάσταση μυστηριακής κοινωνίας.46
2. Παρόμοια φαινόμενα παλαιοτέρων εποχών
Παρόμοιες άλλωστε κανονικές παραβάσεις και άμεσες η έμμεσες παρεκκλίσεις
από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία συνέβαιναν και παλαιότερα και ιδίως στις
γεωγραφικές περιοχές που επλεόναζαν οι ετερόδοξοι, χωρίς όμως να γίνωνται
σχίσματα στην Εκκλησία. Η διασπορά των Ορθοδόξων τον τελευταίο καιρό σε
τέτοιες περιοχές επέφερε δυστυχώς την αύξηση των ανησυχητικών και
απαράδεκτων αυτών φαινομένων.
Στην συνέχεια αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις Οικονομιών, κανονικών
παραβάσεων και ανεπισήμων (αμέσων η εμμέσων) εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων,
ένεκεν των οποίων όμως οι άγιοι Πατέρες δεν διέκοπταν την εκκλησιαστική
κοινωνία με όσους είχαν την ευθύνη γι’ αυτές. Οι περιπτώσεις αυτές
εννοείται ήταν πολύ ηπιότερες από την επίσημη διακήρυξη του Φιλιόκβε στο
Σύμβολο της πίστεως, ή την τεράστια εξάπλωση της αιρέσεως του
Μονοθελητισμού. Παρά ταύτα, ως προαναφέραμε, οι Πατέρες εφήρμοσαν και στις
περιπτώσεις αυτές μακροχρονίως την ανεγνωρισμένη γραμμή της Οικονομίας.
α. Οι Πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου κατεδίκασαν τον Νεστόριο. Δεν
ανεθεμάτισαν όμως τον «πατέρα»47 και διδάσκαλό του Θεόδωρο Μοψουεστίας,
που είχε ήδη αποθάνει, «ίνα μη τινές τη υπολήψει του ανδρός προσεσχηκότες
αποβάλωσιν εαυτούς των Εκκλησιών. Η δε εν τούτοις οικονομία άριστόν τι
χρήμα και σοφόν» κατά τον άγιο Κύριλλο.48
Αργότερα, όταν εκινήθη ζήτημα αναθεματισμού του αιρετικού Θεοδώρου, ο
ιερός Κύριλλος έγραψε προς τον άγιο Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως και του
συνιστούσε χάριν «οικονομίας»49 «ώστε μη συγχωρήσαι αναθεματισθήναι αυτόν,
ως αίτιον τούτο ταραχής γινόμενον».50 Ως λέγει δε ο άγιος Θεόδωρος ο
Στουδίτης «ο θείος Κύριλλος (ω)κονόμει μη αποσχίζεσθαι των της Εώας (κατ’
οικονομία επικοινωνούσε μετά των) εν διπτύχοις αναφερόντων τον Θεόδωρον
τον Μοψουεστίας αιρετικόν όντα». 51
β. Ο 95ος κανών της Πενθέκτης συνόδου ορίζει να γίνωνται δεκτοί κατ’
οικονομία από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι επί αιώνες αναθεματισμένοι
Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες με απλό λίβελλο.52 Τον ανωτέρω κανόνα εφήρμοζε
ο όσιος Θεόδωρος και για τους Εικονομάχους.53 Οι Οικονομίες αυτές έγιναν
αποδεκτές από την Ορθοδοξία χωρίς σχίσματα. Οι σημερινοί όμως
"υπερστουδίτες" δέχονται τους νεοημερολογίτες με αναμύρωση. Λέγουν
μάλιστα, ότι ενεργούν "κατ’ άκραν Οικονομίαν" και ότι κανονικώς θα έπρεπε
να τους αναβαπτίζουν (ωσάν να επρόκειτο περί Μανιχαίων!).
γ. Ο άγιος Φώτιος ανήχετο τα παράνομα έθιμα της Ρώμης, εφόσον ασφαλώς δεν
τα επέβαλλαν και στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Εγνώριζε ότι «ουκ
έστι πίστις το αθετούμενον»54 και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος σχίσματος.
Τέτοια ήταν η νηστεία των Σαββάτων, η κατάλυση αρτυσίμων κατά την α΄
εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η απαγόρευση του γάμου των ιερέων, η
τέλεση του Χρίσματος μόνο από τους επισκόπους,55 η κατάργηση της
απαγορεύσεως του πνικτού και του αίματος. Έτσι, κατά την Η΄ Οικουμενική
σύνοδο (879), η αποκατάσταση των σχέσεων του αγίου Φωτίου με την Ρώμη
έγινε δια της αναγνώσεως του Συμβόλου της πίστεως άνευ της προσθήκης,56
και χωρίς ασφαλώς η Ρώμη να αποβάλη τα ανωτέρω έθιμά της.
δ. Οι άγιοι Πατέρες ανείχοντο την δυτική Εκκλησία του ι΄ αιώνος, η οποία
διήρχετο την εποχή της «πορνοκρατίας».57
ε. Την εποχή της Λατινοκρατίας ο ιερός Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ο νέος
και η σύνοδός του επέτρεψαν κατ’ οικονομία στους Κυπρίους επισκόπους να
αποδεχθούν τις, δι’ αισχροκέρδεια, απαιτήσεις των Λατίνων. Συγκεκριμένως
«να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος
και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητο) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό
ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν».58
στ. Μετά το σχίσμα του 1054 υπήρχε πάντοτε ο πόθος για την ένωση. Κατά
καιρούς αντελλάγησαν πολλές επιστολές και έγιναν διάλογοι (1098, 1113,
1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272,
1333, 1339, 1366, 1438). Το 1253 μάλιστα έγιναν και υποχωρήσεις,59 ενώ το
1136, 1234, προετάθησαν συμβιβαστικές λύσεις από τους Ορθοδόξους, όπως η
ρήτρα «το πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι’ υιού».60 Σχίσματα όμως ένεκεν
των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός μόνο κατά τις ψευδενώσεις του 1274 και
1439. ¶λλωστε τόσο οι σημερινοί αγιορείτες πατέρες όσο και οι ευσεβείς
Χριστιανοί διακηρύττουν ότι ποτέ δεν θα αποδεχθούν ένωση με τους Λατίνους,
Μονοφυσίτες ή άλλους αιρετικούς, εάν δεν αποκηρύξουν τα αιρετικά τους
δόγματα.
Δυστυχώς στα κείμενα των Ζηλωτών παρατηρείται τεράστια σύγχυση.
Ταυτίζονται οι Λατινόφρονες, που απεδέχθησαν την ένωση του 1274, με αυτούς
που σήμερα κάνουν συμπροσευχές, διαλόγους, υπέρ το δέον φιλενωτικές
προσπάθειες η άλλες παρόμοιες ενέργειες. Με όμοιο τρόπο προσαρμόζονται τα
λόγια του αγίου Μάρκου του Ευγενικού εναντίον εκείνων που απεδέχθησαν την
ψευδένωση της Φλωρεντίας, σ’ αυτούς που σήμερα πράττουν τις ανωτέρω
παραφωνίες. Ωσάν να είναι αυτές το ίδιο πράγμα με την ένωση με τους
αιρετικούς! Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά η Ορθοδοξία θα είχε χαθή εδώ και
αιώνες.
ζ. Ο άγιος Μάρκος διαλεγόμενος επί τη προοπτική της αληθούς ενώσεως με
τους Λατίνους τους ωνόμασε όχι αδελφούς αλλά «πατέρες».61 Ο διδάσκαλός του
και μέγας πολέμιος των Λατίνων, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, είχε διαλεχθή
παλαιότερα με Λατίνους για την ένωση Ορθοδόξων και Λατίνων. Έγραψε μάλιστα
συμβουλευτικό λόγο για την μελετώμενη ένωση. Σ’ αυτόν κατέκρινε με
σφοδρότητα τους "Οικουμενιστές" της εποχής του, όσους δηλαδή ήθελαν -κατά
την "θεωρία των κλάδων"- να ενωθούν με τον πάπα, και ενώ το Φιλιόκβε
παρέμενε αδιόρθωτο! Συνιστούσε δε, χωρίς να χωρίζεται από τους υπευθύνους,
ότι η ένωση πρέπει να γίνη με σωστό τρόπο. Να μη υποταχθή δηλαδή η
Εκκλησία μας, για να μη «εκπέσωμεν της προθέσεως»62 (αληθούς εν Χριστώ
ενώσεως).
η. Πολλές παρανομίες ή παρεκκλίσεις (άμεσες και έμμεσες) από το Ορθόδοξο
φρόνημα -παρόμοιες με τις σημερινές- συνέβαιναν εκείνες τις εποχές και
ιδίως στις περιοχές που επλεόναζαν οι Λατίνοι: Πλήθος μαρτυριών στον ιστ΄
και ιζ΄ αιώνα δεικνύουν ως συνηθισμένη τακτική, το να κοινωνούν οι
Ορθόδοξοι στους Λατίνους και το αντίστροφο.
Αναφέρουμε επίσης: Μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, μεμονωμένα
συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες
αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών,63 χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως
και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους. Ακόμη και Μητροπολίτες η
μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους (λόγω των δυσχερών περιστάσεων που
επικρατούσαν στις Τουρκοκρατούμενες και Λατινοκρατούμενες περιοχές),
πράγμα που κατέκρινε με σφοδρότητα ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος -χωρίς όμως
να κάνη σχίσματα.64
Κατά δε τα μέσα του ιζ΄ αιώνος «τα μοναστήρια του ¶θω επανειλημμένως
εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την
πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»!65 Επίσης την ίδια περίοδο «εις
πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν και άλλους τόπους, εις
μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»!66
Κατά τις ίδιες εποχές έγιναν διάλογοι και με τα διάφορα παρακλάδια των
Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τους οποίους συμπαθούσε και υπερήσπιζε
ισχυρή μερίδα. Παρά ταύτα δεν έγιναν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν
και οι Πατέρες ηγωνίζοντο κατά της ενώσεως με τους Λουθηροκαλβίνους.67
θ. Ο όσιος Νικόδημος κατέκρινε τους «λατινόφρονες» της εποχής του ή
«αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», όπως τους ωνόμαζε.68
Το 1755 οι ανατολικοί πατριάρχες είχαν αποφασίσει συνοδικώς να
αναβαπτίζωνται οι εκ των Λατίνων προσερχόμενοι στην Ορθοδοξία, διότι μέχρι
τότε οι Λατίνοι εγίνοντο δεκτοί στην Ορθοδοξία κυρίως με αναμύρωση. Παρά
ταύτα οι λατινόφρονες επολέμησαν την απόφαση αυτή και συνέχιζαν να
δέχωνται τους έχοντες το παπικό ράντισμα Λατίνους με αναμύρωση.
Ο άγιος Νικόδημος εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και
παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον
ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών.[69] Απωδύρετο επίσης και
για δεινές παραβάσεις ιερών κανόνων (στ΄ της Δ΄, ιδ΄, ιθ΄, κγ΄ της ΣΤ΄)
και ιδίως για τους Σιμωνιακούς, οι οποίοι κατά τον άγιο Ταράσιο είναι
χειρότεροι των Πνευματομάχων.70 Έλεγε λοιπόν ο Όσιος, ότι η κατά τον άγιο
Γεννάδιο θεοστυγής αυτή αίρεση έχει γίνει σήμερα αρετή71 και οι
περισσότεροι χειροτονούνται δια χρημάτων.72 Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση και
τους θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά
τους.73
Ο Όσιος και οι λοιποί Κολλυβάδες της εποχής του ηγωνίσθησαν σθεναρώς υπέρ
των ιερών Παραδόσεων, όμως δεν φαίνεται πουθενά να διέκοψαν την
επικοινωνία με τους λατινόφρονες ή τους λοιπούς κακοδόξους. Οι συνετοί
αυτοί ζηλωτές, σε αντίθεση με τους σημερινούς, είχαν την ικανότητα να
διακρίνουν την διαφορά μεταξύ των λατινοφρόνων της εποχής τους και των
λατινοφρόνων που έκαναν τις ενώσεις του 1274 και του 1439.
Ο όσιος Νικόδημος εγνώριζε ότι υπάρχουν «δύο είδη κυβερνήσεως στην
Εκκλησία»74: η Ακρίβεια και η Οικονομία. Αν και ήταν λάτρης της Ακριβείας,
εφήρμοζε την Οικονομία όταν επρόκειτο περί σχισμάτων και εφόσον δεν υπήρχε
επισήμως κηρυττομένη αίρεση. Εδίδασκε ότι όταν οι αρχιερείς ή οι ιερείς
παρανομούν, πρέπει να αγωνιζώμεθα να τους πείσουμε να γίνεται το θέλημα
του Θεού, χωρίς όμως να κάνουμε σχίσματα αφανιστικά των ψυχών μας.75
ι. Η ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με απόφασή της το 1834,
επέτρεψε την τέλεση των (πρότερον ανεπισήμως τελουμένων) γάμων με
αιρετικούς, πράγματα δηλαδή «παράνομα και ενάντια των ιερών κανόνων».76 Ο
Κωνσταντίνος Οικονόμος διηγείται επίσης τις διαλύσεις τετρακοσίων και
πλέον μονών, την έγκριση κεκωλυμένων γαμικών συζυγιών, την ίδρυση
θεολογικής σχολής κατά τα προτεσταντικά πρότυπα και πολλά άλλα δεινά.
Εννοείται βεβαίως ότι οι ανωτέρω κανονικές παρανομίες είναι κατακριτέες.
Εννοείται επίσης ότι όσοι τις εκλαμβάνουν ως υπόδειγμα για τις σχέσεις
τους προς τους ετεροδόξους, δεν μιμούνται τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι
ηγωνίζοντο για την εξάλειψή τους.
3. Ενθαρρυντικές ενέργειες
Από την έρευνα των πηγών, μέρος της οποίας αποτελούν τα ανωτέρω, φαίνεται
ότι οι άγιοι Μάρκος, Νικόδημος, Αθανάσιος ο Πάριος, λοιποί αγιορείτες,
Μελέτιος Γαλησιώτης, Βρυέννιος, Μακάριος ο Πάτμιος ηγωνίσθησαν μεν κατά
των λατινοφρόνων και λοιπών κακοδόξων, αλλά δεν διέκοπταν την μετ’ αυτών
εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό το έπραξαν μόνο εξ αιτίας των δύο ενώσεων
(1274 και 1439), ή σε περιπτώσεις προφανών αιρετικών (π.χ. Ιωάννου
Καλέκα). Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν απολύτως την στάση μας, την στιγμή
μάλιστα που δεν κηρύσσεται επισήμως και ανεγνωρισμένως καμία αίρεση.
Στην απάντησή του προς τους Αγιορείτες (3-7-99) ο Οικουμενικός Πατριάρχης
κ.κ. Βαρθολομαίος ετόνισε μεταξύ άλλων: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κάτοχος
της απολύτου εν Χριστώ και εν αγίω Πνεύματι αληθείας, γι’ αυτό ουδέποτε
ανεγνωρίσαμε λάθη σ’ Αυτήν. Οι μετέχοντες στους διαλόγους Ορθόδοξοι
πιστεύουν ότι Αυτή είναι φορεύς της γνησίας διδασκαλίας του Ιησού Χριστού.
Οι θέσεις του αυτές δεν έγιναν αποδεκτές, αλλ’ ετροποποιήθησαν υπέρ της
Ορθοδοξίας. Αυτό εστενοχώρησε τους Λατίνους, οι οποίοι έχουν εγκαταμίξει
στην διδασκαλία του Θεού νέα δόγματα και καινοτομίες και γι’ αυτό χρήζουν
μετανοίας και αναθεωρήσεως.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε ακόμη ότι δεν μπορούμε να ενωθούμε με τους
Παπικούς, εφόσον εμμένουν στο Φιλιόκβε. Κατέκρινε το παπικό πρωτείο, όσους
ηρνήθησαν την Ορθοδοξία και ανεγνώρισαν εκκλησιαστική υπόσταση στους
Παπικούς ή τους Ουνίτες και όσους υπέγραψαν την ψευδένωση της Φλωρεντίας.
Κατέκρινε επίσης τις συμπροσευχές με αλλοθρήσκους, τονίζων ότι οι διάλογοι
μαζί τους στοχεύουν μόνο στην εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων. Τέλος με
την πρωτοβουλία του Οικουμενικού πατριαρχείου και άλλων απηγορεύθησαν οι
συμπροσευχές των Ορθοδόξων με τους ετεροδόξους, στην συνέλευση του Π.Σ.Ε.
στην Χαράρε.77 Παρά ταύτα το περιοδικό «¶γιος Αγαθάγγελος» έγραφε ότι σε
τίποτε δεν απήντησε ο πατριάρχης!
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλος απηγόρευσε
συνοδικώς τις συμπροσευχές, ετόνισε ότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη Εκκλησία
και ότι ένωση με τους Μονοφυσίτες δεν γίνεται, αν δεν δεχθούν όλες τις
Οικουμενικές συνόδους.78 Το πατριαρχείο Γεωργίας με ομολογιακή επιστολή
κατέκρινε τις συμπροσευχές, την θεωρία των κλάδων και την ένωση με τους
Μονοφυσίτες.79 Απεχώρησε δε και από το Π.Σ.Ε. όπως και το πατριαρχείο της
Βουλγαρίας. Επίσης στις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ελλάδος και Κύπρου
υφίστανται ισχυρές τάσεις προς την ίδια κατεύθυνση.
Τα ανωτέρω είναι πολύ ενθαρρυντικά και δικαιώνουν πλήρως τον αγώνα μας.
Υπάρχουν βεβαίως ακόμη ωρισμένες παραφωνίες, αλλά πιστεύουμε ότι με την
διαρκώς αυξανόμενη αντίδραση ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός πολύ γρήγορα
θα εξαλειφθή. Ήδη έχει περιορισθή κυρίως στις χώρες που πλεονάζουν οι
ετερόδοξοι. Την επαναφορά μάλιστα του ιουλιανού ημερολογίου επιθυμούν και
πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο Μητροπολίτης Αξώμης κ.κ. Πέτρος.80
4. Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός
Πιστεύουμε ότι έγινε σαφής η ασυνέπεια των Ζηλωτών που εξισώνουν την
αλλαγή του ημερολογίου ή τις συμπροσευχές με την φοβερή αίρεση του
Νεστορίου, η οποία ανέτρεπε το «απ’ αιώνος μυστήριο»81 και διέφθειρε την
έννοια της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δεν εναρμονίζεται με την διδασκαλία και πράξη των
αγίων Πατέρων. Ομοιάζει μάλλον με τα στουδιτικά σχίσματα (όχι βεβαίως με
αυτά που έγιναν επαινετώς και με ακραιφνές ομολογιακό φρόνημα εναντίον της
αιρέσεως της Εικονομαχίας). Η ομοιότητα όμως αυτή αποτελεί και την
καταδίκη του, εφόσον και αυτά από κανένα δεν ανεγνωρίσθησαν, αλλά μάλλον
κατεκρίθησαν. Στην πραγματικότητα ούτε με αυτά ομοιάζει ακριβώς, εφόσον
τότε δεν υπήρχαν οι τόσο συχνές αλληλοκαθαιρέσεις και οι πολλές
"Εκκλησίες". Οι καθαιρέσεις και οι "αθωώσεις" των επισκόπων και των ιερέων
των Ζηλωτών γίνονται σε ανύποπτο και αστραπιαίο χρόνο. Όσο και αν ερευνήση
κανείς, είναι αδύνατο να συναντήση όμοια περίπτωση στην Ιστορία.
Οι Ζηλωτές έχουν υποπέσει σε πλήθος αντιφάσεων, από τις οποίες είναι
αδύνατο να ελευθερωθούν, εφόσον εμμένουν στις θέσεις τους. Συγκεκριμένως:
α. Όταν θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για το ημερολόγιο (1924) η
κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα (περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες
δεν υπάρχει αίρεση), επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα (τα οποία
εδικαιολογούσαν σχίσμα και για παραβάσεις κανόνων) ή τον λα΄ αποστολικό
κανόνα (ο οποίος επιτρέπει σχίσμα για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης»),
με το να παρερμηνεύουν την λέξη «δικαιοσύνη».
β. Όταν όμως θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για τον Οικουμενισμό
ή να αποτρέψουν κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα, τότε επικαλούνται
τον ιε΄ κανόνα της Α΄ και Β΄ συνόδου (ο οποίος επιτρέπει το σχίσμα μόνο
για λόγους αιρέσεως).
Βεβαίως η επίκληση τόσο των στουδιτικών σχισμάτων και του λα΄ Αποστολικού,
όσο και του ιε΄ της Α΄ και Β΄ δημιουργεί τεράστια αντίφαση. Και τούτο
διότι ο ιε΄ της Α΄ και Β΄ εθεσμοθετήθη (ως προείπαμε) μόνο και μόνο για να
αποτρέψη τα στουδιτικά σχίσματα και συγχρόνως να ερμηνεύση τον λα΄
Αποστολικό κανόνα.
Οι ανωτέρω αντιφάσεις προκαλούν τον τεμαχισμό των Ζηλωτών: Συνήθεις
δικαιολογίες των Ζηλωτών για τις εννέα Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. και τους πολλούς
ανεξαρτήτους είναι η κακή διοίκηση και τα ανθρώπινα πάθη. Η άποψη αυτή δεν
μας ευρίσκει συμφώνους. Τα σχίσματά τους είναι απόρροια της καθ’
ολοκληρίαν πεπλανημένης και διεστραμμένης εκκλησιολογίας τους. Ο
τεμαχισμός θα διαιωνίζεται εφόσον επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα και
τον λα΄ Αποστολικό κανόνα (περί «ευσεβείας και δικαιοσύνης).
Σχίσματα για την πλήρωση μητροπόλεων,82 για χειροτονίες,83 για
καταστατικά,84 για την έκδοση εγκυκλίου κατά των νέων ταυτοτήτων!85 για
την εικονογραφία86 και άλλες μηδαμινές αιτίες (μέχρι παράταξη "Εξαγωνιτών"
υπάρχει!). Τα άνευ λόγου εσωτερικά σχίσματά τους αποδεικνύουν και το
αβάσιμο του σχίσματός τους από την Εκκλησία. Η άνεση, με την οποία
χαρακτηρίζουν τους λοιπούς Ζηλωτές ως αιρετικούς, φανερώνει ότι έχουν
χάσει προ πολλού την αίσθηση των εννοιών της αιρέσεως και του
εκκλησιαστικού σχίσματος. Ο απλός λαός έχει περιέλθει σε σύγχυση, διότι
διαρκώς ευρίσκεται σε διαφορετική παράταξη χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Η
προεδρική καθέδρα των "Ενισταμένων" εδημιουργήθη με τρία σχίσματα, τα
οποία επέφεραν και ισάριθμες καθαιρέσεις. Θυμίζουν τα σχίσματα των
εγκαταλειμμένων από την θεία Χάρη Μονοφυσιτών, Προτεσταντών και
Παλαιοπίστων.
Κάθε ομάδα πιστεύει ότι είναι η μόνη Εκκλησία του Χριστού, με αποτέλεσμα
να γίνωνται και μεταξύ τους αναμυρώσεις· κατά πληροφορία δε ετελέσθη ακόμη
και αναχειροτονία αρχιεπισκόπου! Οι επίσκοποί τους στην Ελλάδα υπερβαίνουν
τους 50 για μόνο 60-70.000 λαό. Η "ανδρεϊκή" ομάδα είχε προ ετών στην
Ελλάδα 10 επισκόπους και 18 ιερείς. Οι μισές ομάδες είναι χειροτονημένες
από ένα ή από ανυπάρκτους αρχιερείς.
Το 1955 η μία εκ των δύο τότε παρατάξεων έμεινε άνευ επισκόπων. Κατ’
ανάγκη κατέφυγε στους άνευ χάριτος (κατά την δική τους θεωρία, εφόσον
εκοινωνούσαν με τους νεοημερολογίτες) Ρώσους της Διασποράς.87 Ο σκοπός
αγιάζει τα μέσα! Δυστυχώς δεν ημπόρεσαν να καταλάβουν ότι επρόκειτο για
εγκατάλειψη Θεού, που απεκάλυπτε το ζηλωτικό αδιέξοδο.
Οι Ζηλωτές, παρά την πολεμική τους κατά του Οικουμενισμού, παρουσιάζονται
να τον εφαρμόζουν πλήρως. Και τούτο, διότι οι "αιρετικοί" νεοημερολογίτες
γίνονται δεκτοί σε θεία κοινωνία και άλλα μυστήρια. Το μέσο για την
παραπλάνηση και την προσέλκυση οπαδών είναι οι παραποιήσεις της Ιστορίας,
οι οποίες θα πρέπει εν καιρώ να αποκαλυφθούν σε μία λεπτομερή και
συστηματική αναίρεση της ζηλωτικής εκκλησιολογίας.
Δι’ όλα αυτά θεωρούμε, ότι όποιος προσχωρεί στο σχίσμα των Ζηλωτών, για να
πολεμήση τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, διαπράττει σοβαρό σφάλμα ενώπιον
του Θεού, του εαυτού του και ιδίως των υγιώς αγωνιζομένων κατά του
συγκρητιστικού Οικουμενισμού, που έχουν ανάγκη ενισχύσεως. Τους Ζηλωτές
τους αγαπάμε και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίση να ενταχθούν στην
Εκκλησία, η οποία θα τους επιτρέψη να ακολουθούν και το παλαιό ημερολόγιο,
όπως έγινε και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Είμεθα σίγουροι ότι η Εκκλησία
θα εξαντλήση κάθε Οικονομία για την επανένταξή τους και θα μεριμνήση
πρωτίστως γι’ αυτούς, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται περί αιρετικών.
Γ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
Ο π. Νικόλαος με κατηγορεί για τα όσα είπα περί της στάσεως του αγίου
Σωφρονίου κατά την περίοδο του Μονοθελητισμού. Λέγει ότι εξ αυτής έβγαλα
το συμπέρασμα, πως οι Πατέρες δεν διέκοπταν το μνημόσυνο των αιρετικών
πριν γίνει συνοδική διάγνωση. Ποτέ όμως δεν είπα κάτι τέτοιο. Υπεστήριξα
ότι από την στάση του αγίου Σωφρονίου και ιδίως από την προσφώνηση
«συλλειτουργώ»88 προς τον αιρετικό Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως το 634,
αποδεικνύεται εναργώς η ανοχή και η Οικονομία της Εκκλησίας προς τους
κηρύσσοντες επισήμως αίρεση. Εννοείται βεβαίως ότι η Οικονομία αυτή ισχύει
πολύ περισσότερο σήμερα, εποχή κατά την οποία δεν κηρύσσεται επισήμως
καμία παρόμοια αίρεση. Ο π. Νικόλαος εξιστορεί την τότε εκκλησιαστική
κατάσταση και καταλήγει στο ότι το 634 δεν εκηρύσσετο επισήμως αίρεση.
Συνεπώς δεν υπήρχε λόγος διακοπής επικοινωνίας ή περίπτωση Οικονομίας.
Συγκεκριμένως υποστηρίζει τα εξής:
1. Τα γεγονότα μέχρι την αιρετική "Έκθεση" του Σεργίου (638) ήταν
συζητήσεις και προσπάθειες για την επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων, καθώς
μάλιστα η διασάφηση των Όρων της Χαλκηδόνος ήταν από τα δυσκολότερα
θεολογικά προβλήματα.
2. Ο άγιος Σωφρόνιος κατά το έτος 634 αποκαλεί ευλόγως τον Σέργιο
συλλειτουργό, εφόσον η αιρετική δοξασία του Μονοθελητισμού του Σεργίου
διακηρύσσεται επισήμως το 638.
Απαντώ στα ανωτέρω ως εξής:
Ομολογουμένως το α΄ συμπέρασμα προκαλεί έκπληξη. Από την έρευνα σε
συγγράμματα είκοσι και πλέον ιστορικών κατενόησα, ότι δεν υπήρχε τότε
ζήτημα διασαφήσεως του Όρου της Χαλκηδόνος (που είχε γίνει πριν 170 έτη).
Αντιθέτως, εζητείτο μέσο ενώσεως με τους Μονοφυσίτες και ως τέτοιο επελέγη
η έκφραση: «δύο μεν εν Χριστώ φύσεις, αλλά μία ενέργεια και θέλησις».89 Η
ομολογία αυτή αποτελούσε το ελάχιστο όριο του Μονοφυσιτισμού, καθώς όλοι
οι Μονοφυσίτες εδέχοντο μία ενέργεια και θέληση.90
Στο α΄ συμπέρασμα αναφέρεται επίσης ότι κατεβάλλοντο προσπάθειες για
επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων. Αυτό άραγε δεν φανερώνει ότι υπήρχαν και οι
κακόδοξες θέσεις (η αίρεση), έναντι των οποίων έπρεπε να υπερισχύσουν οι
Ορθόδοξες; Συνεπώς οι Ζηλωτές -κατά το συμφέρον- ονομάζουν τις περιόδους
που εκηρύσσετο αίρεση, άλλοτε περιόδους αιρέσεως και άλλοτε περιόδους
αγώνος για την επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων (για να μη φανή ότι πράγματι
εκηρύσσετο αίρεση!). Σε δέκα σημεία του άρθρου άλλωστε ομολογείται ότι ο
Σέργιος είχε αιρετικά φρονήματα, ότι διεπραγματεύθη την ένωση, η οποία και
επετεύχθη, ότι ο άγιος Σωφρόνιος αντέδρασε στην ένωση και κατεδίκασε τον
Μονοενεργητισμό. Τα γεγονότα όμως εξιστορούνται χωρίς τάξη και χρονολογική
σειρά. Αποφεύγονται επίσης οι έννοιες "ένωση με αιρετικούς" και "αίρεση",
με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση. Πρόκειται, κατά το πλείστον, για μια
αντιγραφή της συνοπτικής Ιστορίας του Στεφανίδου.
Η ακριβής εξιστόρηση της τότε εκκλησιαστικής καταστάσεως θα αποδείξη στην
συνέχεια το αβάσιμο και του β΄ συμπεράσματος:
Ο Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος έστειλε στον επίσκοπο Φαράν Θεόδωρο ένα νόθο
λίβελλο του Κωνσταντινουπόλεως Μηνά (+ 552), και του εζήτησε την γνώμη του
για τις μονοενεργητικές και μονοθελητικές θέσεις του λιβέλλου αυτού. Ο
Θεόδωρος τον απεδέχθη. Ο Σέργιος στην συνέχεια έστειλε τον λίβελλο αυτό
και σε κάποιον αιρετικό Παύλο και του εδήλωνε την συγκατάθεση του Θεοδώρου
και την δική του γι’ αυτόν. Τα δύο αυτά γεγονότα, που δεν πρέπει να είναι
τα μοναδικά, αναφέρονται από τον άγιο Μάξιμο στον διάλογό του με τον
Πύρρο.91 Οι ιστορικοί τα τοποθετούν περί το 615-618, καθώς επιβεβαιώνεται
από την συνέχεια του λόγου του αγίου Μαξίμου.
Αναφέρει λοιπόν ο ¶γιος, ότι ο Σέργιος έγραψε και στον Σεβηριανό Γεώργιο
Αρσα και του εζήτησε να του στείλη πατερικά ρητά για την μία ενέργεια. Του
έλεγε μάλιστα ότι βάσει των ρητών αυτών θα πραγματοποιήση την ένωση μαζί
τους. Ο Αλεξανδρείας άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων έγινε γνώστης της επιστολής
αυτής και ηθέλησε να καθαιρέση τον Σέργιο. Τον εμπόδισε όμως η κατ’ εκείνο
το έτος (619) επιδρομή των Περσών.92
Εκείνη την εποχή περίπου ο άγιος Μάξιμος ασπάζεται τον μοναχικό βίο,
απογοητευμένος από την τότε κατάσταση της Εκκλησίας λόγω της επεκτάσεως
του Μονοθελητισμού.93 Στην συνέχεια, καθώς έβλεπε την αίρεση «εις τέλειον
μάλλον εκτεινομένην»,94 αναχωρεί περί το 626 στην Αφρική όπου υπερίσχυε η
Ορθοδοξία.
Ο Σέργιος έγραψε το 626 και στον Φασίδος Κύρο, επιβεβαιώνων την αίρεση.95
Το 629 ενώνεται, δια της αποδοχής μιας ενεργείας και θελήσεως, με τον
μονοφυσίτη επίσκοπο Αθανάσιο, τον οποίο μάλιστα αναγνωρίζει ως πατριάρχη
Αντιοχείας.96 Ο Κύρος ανέρχεται το 630 στον θρόνο της Αλεξανδρείας και
αρχίζει αγώνα για την ένωση με τους Μονοφυσίτες.97 Οι άγιοι Σωφρόνιος και
Μάξιμος προσπαθούν να τον εμποδίσουν χωρίς όμως αποτέλεσμα.98 Ο Κύρος
ηνώθη με τους Μονοφυσίτες (633) βάσει της αιρετικής ομολογίας «μία εν τω
Χριστώ θεανδρική ενέργεια».99
Ο Σέργιος, που είχε ήδη προβάλλει «πολυτρόπως την οικείαν νόσον» και
διαφθείρει «το πλείστον της Εκκλησίας»,100 απεδέχθη την ένωση αυτή. Ηνώθη
μάλιστα το ίδιο έτος και με τους αιρετικούς Αρμενίους βάσει της ιδίας
αιρετικής ομολογίας.101 Ο άγιος Σωφρόνιος επήγε τότε στην Κωνσταντινούπολη
και «με την πρέπουσαν τω σχήματι αυτού ταπεινοφροσύνην»102 παρεκάλεσε τον
Σέργιο να μη ανανεώση την παλαιά αυτή αίρεση. Απογοητευμένος όμως από την
αμετανοησία του Σεργίου, πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα και πληροφορεί τους
πιστούς ότι οι πατριάρχες και ο πάπας είναι αιρετικοί.103
Ο Σέργιος εθορυβήθη από τις Ορθόδοξες αυτές φωνές. Απεφάσισε να
εγκαταλείψη τον Μονοενεργητισμό και να περιορισθή στον ηπιότερο
Μονοθελητισμό.104 Στην "Ψήφο" που εξέδωσε στο τέλος του 633, εκήρυττε την
αίρεση με ηπιότερη μορφή. Ο άγιος Μάξιμος ήλπισε προς στιγμήν ότι θα
απεκηρύσσετο η «καινοτομία»105 που είχε γίνει στην Αλεξάνδρεια. Σε
επιστολή του μάλιστα προς τον ηγούμενο Πύρρο παρωμοίασε τον Σέργιο με τον
Μωυσή.106
Ταυτοχρόνως ο άγιος Σωφρόνιος ανέρχεται το έτος 634 στον θρόνο των
Ιεροσολύμων. Στέλνει την ενθρονιστήρια επιστολή του στον Σέργιο και τους
πατριάρχες και κατακεραυνοβολεί την αίρεση της μιας ενεργείας και
θελήσεως. Αποκαλεί τον Σέργιο: «Δεσπότη πάντων αγιωτάτω, και μακαριωτάτω
αδελφώ και συλλειτουργώ Σεργίω».107 Τον παρακαλεί να δεχθή την δογματική
του επιστολή και να του στείλη τα «ποθούμενα γράμματα», τα οποία θα
εξέφραζαν καθαρώς την ορθή πίστη.108 Δυστυχώς ο Σέργιος δεν άλλαξε και το
638 εκδίδει την επίσης αιρετική "Έκθεση".
Είδαμε λοιπόν, ότι ο άγιος Σωφρόνιος είχε συλλειτουργό τον Σέργιο έως το
634, αν και αυτός εκήρυττε την αίρεση από το 615 περίπου, είχε προκαλέσει
την αγανάκτηση του αγίου Ιωάννου το 619, είχε διαφθείρει το πλείστον της
Εκκλησίας και είχε αποδεχθή τις ενώσεις του 629 και 633. Δεν έχουμε καμία
ιστορική μαρτυρία, ότι ο ιερός Σωφρόνιος διέκοψε την επικοινωνία μέχρι τον
θάνατό του (638).
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει περιτράνως ορθό το επιχείρημα για το οποίο
ωμίλησα· την Οικονομία δηλαδή και την ανοχή της Εκκλησίας απέναντι στους
επισκόπους που τότε εκήρυττον αίρεση. Ελέγχει επίσης ως εντελώς εσφαλμένη
την ερμηνεία των Ζηλωτών, ότι ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου είναι
υποχρεωτικός.109 Στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον των Μονοθελητών
γίνεται εμφανέστατα λόγος για την Οικονομία αυτή. Ο Σέργιος, επίσκοπος των
Κυπρίων, λέγει στον λίβελλό του τα εξής: «Μέχρι γαρ και σήμερον οικονομίαν
τινά πραγματευομένοις εσιγήκαμεν, οιόμενοι προς τα κρείττω μετακινήσαι
αυτούς τα οικεία διδάγματα».110
Θα συμπληρώσω τον λόγο με την ανασκευή ενός ακόμη επιχειρήματος του
άρθρου. Ο π. Νικολάος αναφέρει ότι ο άγιος Μάξιμος δεν απεδέχθη τον
συμβιβαστικό "Τύπο" και διέκοψε την επικοινωνία με τους αιρετικούς. «Τέλος
(συνεχίζει το άρθρο), επειδή εδιώχθη εκ της Κωνσταντινουπόλεως, κατώρθωσε
με την πειστικότητα της διδασκαλίας του να συγκληθούν Τοπικές Σύνοδοι στην
Καρχηδόνα (646) και στην Ρώμη το 641 επί πάπα Ιωάννου Δ΄ και το 649 με τον
άγιον Μαρτίνον, οι οποίες κατεδίκασαν τον Μονοφυσιτισμόν και τις
Μονοφυσιτικές εκφάνσεις του».
Θεωρώ ότι πρόκειται για παραποίηση της Ιστορίας. Χάριν των απλουστέρων
αναγνωστών λέγω τα εξής: Η αμετανοησία του Σεργίου έγινε πλέον ολοφάνερη
το 638.111 Ο άγιος Μάξιμος άρχισε τότε νέους αγώνες για την σύγκληση
συνόδων που κατεδίκασαν τον Μονοθελητισμό (641, 646, 649). Κατά την
περίοδο αυτή ο άγιος πρέπει να διέκοψε και την κοινωνία με τους
αιρετικούς. Ο "Τύπος", που αναφέρει ο π. Νικόλαος, εξεδόθη το 648.112 Ο
άγιος Μάξιμος ωδηγήθη το 653 στην Κωνσταντινούπολη για να δικασθή.113
Εδιώχθη από εκεί το 655 και εστάλη εξορία στην Βιζύη της Θράκης και τέλος
στην Λαζική,114 όπου και απέθανε ως ομολογητής. Το άρθρο λοιπόν διαπράττει
ιστορικό σφάλμα και λέγει: Ο άγιος Μάξιμος, αφού εδιώχθη το 655, κατώρθωσε
την σύγκληση των συνόδων του 641, 646 και 649! Κατά συνέπεια προκύπτει το
προσφιλές στους Ζηλωτές συμπέρασμα: Πρώτα διακοπή επικοινωνίας και έπειτα
συνοδική κρίση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ανακεφαλαιώνοντας αναφέρουμε ότι τόσο ο Ζηλωτισμός όσο και ο
συγκρητιστικός Οικουμενισμός αποτελούν δύο μεγάλες εκκλησιολογικές
παρεκκλίσεις, οι οποίες επέφεραν πολλά δεινά στην Εκκλησία. Ευχόμεθα ο
Θεάνθρωπος Ιησούς να προστατεύση την Εκκλησία Του από τα δύο αυτά άκρα και
να σκορπίση δαψιλώς τον φωτισμό Του, «ίνα το αυτό λέγωμεν πάντες, και μη η
εν ημίν σχίσματα».115
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Φύλλο 27, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1999.
2 α.α.137, 1068α-α.
3 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τομ. β΄, σ. 737.
4 Επιστολή ρβ΄, α.α.37, 196α.
5 Πίστις των αγίων Πατέρων των εν Νικαία, α.α.28, 1641α.
6 Επιστολή σμ΄, α.α.32, 897α.
7 Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. ιγ΄ (πστ΄), α.α.94, 1153α.
8 Επιστολή κδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1189α.
9 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή σκ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1669α.
10 Ερμηνεία περί τε του θείου ναού, κεφ. κη΄, α.α.155, 708α.
11 Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας, Οδηγός, κεφ. α΄, α.α.89, 48α.
12 Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, α.α.96, 508α.
13 α.α.137, 349-353.
14 Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, Βίος και πολιτεία του οσίου και θεοφόρου
πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, παρ. μθ΄, α.α.114, 517α.
15 Α. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του σχίσματος, Λειψία, 1867, σ. 70-74.
16 Οσίου Νικοδήμου, Νέον Εκλόγιον, σ. 320-322.
17 Τοις απανταχού της γης Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, παρ. 6, εν Ιω. Καρμίρη,
Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και καθολικής Εκκλησίας,
εν Αθήναις 1960, τομ. α΄, σ. 427.
18 Δωδεκάβιβλος, βιβ. δ΄, κεφ. ι΄, παρ. γ΄.
19 Αγίου Κυρίλλου, επιστολή ια΄, α.α.77, 81αα.
20 Οσίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σ. 358.
21 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρ. 113,1.
22 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου και του σχετικού αυτοίς
ιε΄ ιερού κανόνος της Α΄ και Β΄ αγίας συνόδου, ¶γιον Όρος 1993, σ. 62.
23 Ενθ ανωτ. βιβ. η΄, κεφ. β΄, παρ. στ΄.
24 Ενθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄.
25 Γρηγορίου πρεσβυτέρου, Βίος Αγίου Γρηγορίου, α.α.35, 261α.
26 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 27, σ. 1, 2.
27 Γρηγορίου πρεσβυτέρου, ένθ ανωτ. α.α.35, 261α-264α.
28 Κεφ. ιθ΄-κ΄, α.α.35, 745-748.
29 Κανών λα΄, α.α.137, 96α.
30 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σ. 185.
31 Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, Βιος οσίου πατρός ημών Ιωαννικίου, κεφ.
να΄, νβ΄, α.α.116, 85α-88α.
32 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών, α.α.99, 1853α.
33 α.α.99, 157αα.
34 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών, α.α.99, 1853α.
35 Ενθ ανωτ. βιβ. ζ΄, κεφ. δ΄, παρ. ε΄.
36 α.α.108, 992α.
37 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 34, σ. 1.
38 les saints stylites. Βρυξέλες 1923, σ. 85.
39 Ενθ ανωτ. παρ. 216.
40 Φωνή εξ αγίου Όρους, ήτοι: Απάντησις εις "Ημερολογιακών κατηγοριών
έλεγχος", Αγ. Όρος 1981, σ. 16.
41 Α΄ κανών της εν Αντιοχεία συνόδου, α.α.137, 1276α-1277α.
42 Αγίου Συμεών νέου Θεολόγου, Κατήχηση λβ΄.
43 Μέγα Βασιλείου, Κανονική επιστολή α΄ (ρπη΄), κεφ. α΄, α.α.32 665α.
44 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, παρ. κβ΄, σ.
343-344.
45 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου και του σχετικού αυτοίς
ιε΄ ιερού κανόνος της Α΄ και Β΄ αγίας συνόδου, άγιον Όρος 1993, σ. 62.
46 Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής
Εκκλησίας, GRAZ 1968, τομ. β΄, σ. 1024 (1104).
47 Αγίου Κυρίλλου, Επιστολή ο΄, α.α.77, 341α.
48 Επιστολή οβ΄, α.α.77, 345α.
49 Ενθ ανωτ. α.α.77, 345α.
50 Ενθ ανωτ. α.α.77, 344α.
51 Επιστολή μθ΄, βιβλίο α΄, α.α.99, 1085α.
52 Οσίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σ. 305.
53 Επιστολή μ΄, βιβλίο α΄, α.α.99, 1052α.
54 Αγίου Φωτίου, Επιστολή β΄, βιβλίο α΄, α.α.102, 605α.
55 Αγίου Φωτίου, Επιστολή ιγ΄, βιβλίο α΄, α.α.102, 724-725.
56 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 112,1.
57 Ενθ ανωτ. παρ. 136,1.
58 Σαθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τομ. β΄, σ. πε΄.
59 Β. Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. κγ΄, σ. 384, Β. Φειδά, Εκκλησιαστική
Ιστορία, Αθήναι 1994, τομ. β΄, σ. 588.
60 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 146, 4.
61 Ενθ ανωτ. παρ. 149, 2.
62 Τα ευρεθέντα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 400.
63 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. 51, 52.
64 Ευαγγελική Σάλπιγξ, εν Αθήναις 1867, σ. 327.
65 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, 1972, σ.
35-37.
66 Ενθ ανωτ.
67 Οσίου Νικοδήμου, Χρηστοήθεια, εν Χίω 1887, σ. 377.
68 Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σημείωση στον μστ΄ Αποστολικόν, σ. 56.
69 Ενθ ανωτ. σ. ιβ΄.
70 Ενθ ανωτ. σ. 719.
71 Ενθ ανωτ. ερμηνεία του κβ΄ της ΣΤ΄, σ. 238.
72 Ενθ ανωτ. σημείωση 6, σ. 696.
73 Ενθ ανωτ. σημείωση στον ρκδ΄ της εν Καρθαγένη, σ. 527.
74 Ενθ ανωτ. σημείωση στον μστ΄ Αποστολικόν, σ. 53.
75 Περί της συνεχούς μεταλήψεως, Βόλος 1961, μέρος Γ΄, ένστασις, ιβ΄, σ.
117.
76 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά
συγγράμματα, Αθήναι αωξδ, τομ. β΄, σ. 246.
77 Ορθοδόξος Τυπος, φύλλα 1331-1334.
78 Ορθόδοξη Μαρτυρία, τεύχος 101, σ. 44.
79 Παρακαταθήκη, τεύχος 3, σ. 12-13.
80 Στύλος Ορθοδοξίας, τεύχος 2, σ. 15.
81 Εφ. γ΄, 9.
82 Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, τεύχος 1, σ. 15.
83 Η φωνή της Ορθοδοξίας, φύλλο 880. σ. 10.
84 Εκκλησιαστική παράδοσις, φύλλο 104, σ. 39.
85 Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, τεύχος 1, σ. 24.
86 Κήρυξ γνησίων Ορθοδόξων, τεύχος 214, σ. 264-265.
87 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ. από κανονικής επόψεως, Αθηναι
1997, σ. 19.
88 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.
89 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 74,1.
90 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. ιδ΄, σ. 242.
91 α.α.91, 332α-333α.
92 Ενθ ανωτ.
93 Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, άγιος
Νικόδημος, Αγάπιος, Βίος και άθλησις του οσίου Μαξίμου, α.α.90, 68-110.
94 Βίος και άθλησις του οσίου Μαξίμου, α.α.90, 73α-76α.
95 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.
96 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, σ. 103.
97 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. ε΄, σ. 260.
98 Ένθ ανωτ. σ. 268.
99 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 74,2.
100 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.
101 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τομ. 11, σ. 103.
102 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.
103 Δοσιθέου, ένθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. στ΄, παρ. δ΄.
104 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. ιδ΄, σ. 244.
105 Αγίου Μαξίμου, επιστολή ιθ΄, α.α.91, 592.
106 Ενθ ανωτ.
107 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.
108 Ενθ. ανωτ. α.α.87,3, 3200α.
109 Θεοδωρήτου μοναχού, Ορθοδοξία και αίρεσις, Αθήναι 1982, σ. 63.
110 Δοσιθέου, ένθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄.
111 Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρ. 101.
112 Ενθ ανωτ.
113 Αγίου Μαξίμου, Εξήγησις της κινήσεως επί σεκρέτου, κεφ. α΄, α.α.90,
110α.
114 Αγίου Μαξίμου, Περί των πραχθέντων διαλεχθέντα, κεφ. λγ΄, α.α.90,
172α.
115 Α΄ Κορ. α΄, 10.
---------------------
* Ιστότοπος Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, 11 Μαΐου 2006