Με το πρώτο αυτό αίτημα παρακαλούμε τον Κύριο να μην επιτρέψει και μας καταλάβει διάθεση φυγοπονίας. Να μη μένουμε άπραγοι, ανενεργοί, χωρίς εργασία, οκνηροί.
Αλλά θα ρωτήσετε· είναι τόσο κακό να μένει ο άνθρωπος χωρίς να ασχολείται με κάτι; Τι κακό κάνει, όταν δεν κάνει κάτι; Αλλά ακριβώς αυτό είναι το κακό. Το ότι δεν κάνει ο,τι οφείλει να κάνει. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με προσόντα σπουδαία. Τον δημιούργησε «κατ’ εικόνα» του και τον τοποθέτησε στον Παράδεισο «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσειν»(Γεν. β΄15). Και από τότε η εργασία είναι συνυφασμένη με την ζωή του ανθρώπου και αποτελεί υποχρέωση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και είναι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, προικισμένος από τον Θεό με τάλαντα και δυνατότητες να παράγει έργο δημιουργικό. Έργο ωφελείας του εαυτού του και εξυπηρετήσεως του πλησίον. Σε περίπτωση κατά την οποίαν παραβαίνει το καθήκον – εντολή αυτή του Θεού, θα τιμωρηθεί ως δούλος, ο οποίος έκρυψε το τάλαντό του στην γη και δέχτηκε από τον Κύριό του το γνωστό κατηγορητήριο· «πονηρέ δούλε και οκνηρέ…» και στην συνέχεια την δίκαιη τιμωρία· «…τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός τον οδόντων» (Ματθ. κε΄ 24-30).
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας διαφωτίζει στο σημείο αυτό και λέει· «Όταν ο άνθρωπος μένει αργός, και το κακό να μη κάνει, μόνο με το ότι μένει αργός, αυτό είναι κακό. Διότι η αργία είναι ένα τμήμα της κακίας. Πολύ περισσότερο, είναι αυτό υπόθεση και ρίζα πονηριάς. Διότι η αργία γίνεται δάσκαλος κακίας. Διότι το να μη κάνεις το αγαθό, ισούται με το να κάνεις το κακό».
Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα, οι οποίοι, όχι δεν μπορούν, αλλά δεν θέλουν να εργαστούν. Και γυρίζουν μέρα και νύχτα από σπίτι σε σπίτι, από καφετέρια σε καφετέρια και από κέντρο σε κέντρο. Και υπενθυμίζουν του αποστόλου Παύλου το λόγο – για τις αργές γυναίκες τον έγραψε: «…και αργαί μανθάνουσι περιερχόμεναι τας οικίας, ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα»(Α΄ Τιμ. ε΄ 13).
Η αργία επιπροσθέτως γεμίζει την ψυχή και την ζωή του ανθρώπου με ελαττώματα και τον κάνει να μοιάζει με παραμελημένο χωράφι, χέρσο, στο οποίο φυτρώνουν αγκάθια και ζιζάνια. Αυτό σημειώνει και ο ιερός Χρυσόστομος: «Όλα καταστρέφονται με την αργία. Διότι και το νερό, όταν μένει στάσιμο, σαπίζει… Και ο σίδηρος, όταν μένει αχρησιμοποίητος, κατατρώγεται από την σκουριά. Και το χωράφι, όταν μένει ακαλλιέργητο, παράγει αγκάθια και τριβόλια» .
Ακόμη η αργία εκθέτει τον άνθρωπο σε ποικίλους πειρασμούς. Είναι και αυτό πείρα των αιώνων και διδασκαλία της Αγίας Γραφής. «Εν επιθυμίαις εστί πας αεργός», βεβαιώνει ο σοφός Παροιμιαστής (Παρ. ιγ΄ 4). Δηλαδή, ο οκνηρός και άεργος γεμίζει την ζωή του με κάθε είδους κακές, αμαρτωλές επιθυμίες. Η διάνοια του ανθρώπου, η οποία επιμελώς ρέπει επί τα πονηρά, τον παρασύρει σε ψεύδη και κλοπές, σε αδικίες και ασωτίες, σε αμαρτήματα θανάσιμα. Να γιατί ο μεν Μέγας Βασίλειος σημειώνει ότι είναι «η αργία κακουργίας αρχή», ο δε ιερός Παρομοιαστής πάλι: «Επιθυμίαι (κακαί) οκνηρόν αποκτείνουσιν» (Παρ. κα΄25)· δηλαδή τον σκοτώνουν σωματικώς και πνευματικώς.
Βεβαίως δεν μιλάμε για τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, προχωρημένοι στην ηλικία ή ασθενείς, δεν είναι σε θέση να κινηθούν και να εργασθούν. Παρά ταύτα και αυτοί, όταν είναι άνθρωποι του Θεού, δεν θα μείνουν αργοί. Ο ευσεβής Χριστιανός και από το κρεβάτι ακόμη του νοσοκομείου θα βρει τρόπους και τα χαρίσματά του να αξιοποιήσει και ωφέλιμος να αποδειχτεί. Η όλη του αναστροφή, οι σκέψεις του, οι λόγοι του είναι εποικοδομητικοί και προτρεπτικοί για το καλό.
Ας σημειώσουμε όμως και κάτι ακόμη· ότι η αργία στερεί τον άνθρωπο από τη χαράς και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Όσοι εργάζονται, είτε σε έργα χειρωνακτικά και τεχνικά, είτε διανοητικά και πνευματικά, επιστημονικά, έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν αγαθά αποτελέσματα των έργων τους: Ο κτίστης, ο γλύπτης, ο γιατρός, ο εκπαιδευτικός, ο συγγραφέας… Και αυτός ακόμη, ο οποίος ανοίγει το κατάστημά του και περιμένει τους πελάτες να τους εξυπηρετήσει, εκτός της υλικής αμοιβής, απολαμβάνει και τη χαρά να βλέπει τους ανθρώπους που εξυπηρέτησε, να είναι ικανοποιημένοι και ωφελημένοι. Έτσι εξηγείται πως και άνθρωποι συνταξιούχοι και περασμένης ηλικίας δεν αδρανούν, δεν αργούν και δεν παύουν να βρίσκουν τρόπους δραστηριότητας, όχι τόσο για υλική ικανοποίηση του εαυτού τους, όσο για να χαίρονται την προσφορά τους σε έργα εξυπηρέτησης, αγάπης, φιλανθρωπίας και ιεραποστολής. Να περνά η ημέρα δημιουργική, θεάρεστη. Το συνιστά άλλωστε και ο απόστολος Παύλος. «Το καλόν ποιούντες μη εκκακώμεν· καιρώ γαρ ιδίω θερίσομεν»(Γαλ. ς΄ 9).
Θα ήταν παράληψη, αν δεν σημειώναμε ακόμη ότι η «αργία» κατακρίνεται, όταν πολύ περισσότερο αναφέρετε σε θέματα της πνευματικής μας ζωής. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος παραμελεί καθήκοντα του πνευματικά, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την μελέτη του θείου λόγου. Όταν παραμελεί τη μυστηριακή του ζωή, τον πνευματικό του αγώνα εναντίον των πειρασμών και της αμαρτίας. Τότε η ψυχή του γίνεται πράγματι χωράφι ακαλλιέργητο, γεμάτο κακίες και πάθη. Τουναντίον πρέπει να δραστηριοποιήται σ’ αυτά με ενδιαφέρον και ζήλο κατά το αποστολικό λόγιο· «δοκιμάζοντες (=εξετάζοντες) τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω»(Εφεσ. ε΄ 10).
Συμπερασματικώς ο ιερός Χρυσόστομος πάλη σημειώνει: «Καθάπερ η αργία το σώμα βλάπτει, ούτω και την ψυχήν η αργία των αγαθών υπτιωτέραν των αγαθών (= πιο αμελή για τα αγαθά) εργάζεται και ασθενή».
Από όσα σημειώθηκαν, φαίνεται καθαρά και το κακό της αργίας και η ευλογία της εργασίας. Γι’ αυτό και εκ βάθους ψυχής και με θερμότητα να ικετεύσουμε τον Κύριο: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας… μη μοι δως…».
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο “Του Οσίου η ευχή” του αρχ. Θεοδώρου Μπεράτη), Χαρούμενοι Αγωνιστές, Άγιος Δημήτριος Κουβαρά