Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ
(Διά τόν σύνδεσμον τής εναρέτου τριάδος τών αρετών, τής αγάπης, τής ελπίδος καί τής πίστεως)
1.Νυνί δε λοιπόν - ύστερα από όλα τα προηγούμενα - μένει τα τρία ταύτα – τά οποία σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων – πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), διότι και ο Θεός αγάπη ονομάζεται (πρβλ. Α΄ Ιωάν. δ΄ 16). Εγώ όμως την μία την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την Τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σαν ένα φωτεινό απαύγασμα και μία και την αυτήν λαμπρότητα. Η μία, η πίστις, δύναται να επιτελέση τα πάντα. Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα. Και η Τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμό της ούτε επιτρέπει σ΄ αυτόν που επλήγωσε με τα βέλη της να ηρεμήση από την «μακαρίαν μανίαν» που του επροξένησε.
2. Αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή για τον ίδιο τον Θεόν. Η ανάπτυξις όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν. Για την αγάπη γνωρίζουν να ομιλούν οι Άγγελοι, αλλά και αυτοί ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθεί να δώση ορισμό του Θεού ομοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.
3. Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
4. Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψις κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ΄ όσον «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σ΄ αυτές. Όσο ποσόν αγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου υπάρχει. Διότι όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.
5. Δεν είναι απρεπές εάν από τα ανθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα για τον πόθο και τον φόβο και την επιμέλεια και τον ζήλο και την δουλεία και τον έρωτα του Θεού.
Μακάριος εκείνος πού απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεόν, ωσάν αυτόν πού έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.
Μακάριος εκείνος πού εφοβήθηκε τον Κύριον, όσο οι υπόδικοι τον δικαστή.
Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση επιμέλεια και φροντίδα στα πνευματικά, όσο οι ευγνώμονες δούλοι στον κύριό τους.
Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση ζηλοτυπία για τις αρετές, όση οι σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τις γυναίκες τους.
Μακάριος εκείνος πού την ώρα της προσευχής ίσταται εμπρός στον Κύριον όπως οι υπηρέτες εμπρός στον βασιλέα.
Μακάριος εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιήται και να αναπαύη τον Κύριον όπως έτυχε να περιποιηθή και να αναπαύση (σεβαστούς) ανθρώπους.
Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της αγάπης στον Κύριον.
6. Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νού του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάση, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ΄ αυτούς πού αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα).
7. Κάποιος που εκτυπήθηκε από αυτό το βέλος έλεγε για τον εαυτό του - πράγμα πού με κάνει να θαυμάζω - : «Εγώ καθεύδω» από την ανάγκη της φύσεως, «η δε καρδία μου αγρυπνεί» από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα ε΄ 2).
8. Πρέπει να σημειώσης και τούτο, ως αφωσιωμένε φίλε, ότι αφού η ψυχή σαν άλλη έλαφος εξοντώση τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών, τότε «επιποθεί και εκλείπει προς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), διότι πληγώνεται σαν με δηλητήριο από το πύρ της αγάπης [1].
9. Εκείνο που προξενεί η πείνα είναι κάτι πού δεν φαίνεται και δεν εκδηλώνεται. Εκείνο όμως πού προξενεί η δίψα είναι κάτι το έντονο και φανερό πού κάνει έκδηλο σε όλους τον εσωτερικό φλογισμό. Γι΄αυτό και εκείνος πού επόθει τον Θεόν έλεγε: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα» (Ψαλμ. μα΄ 3).
10. Εάν το πρόσωπο πού αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλη εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνη φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενή άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;
11. Ο φόβος, όταν εισχωρήση πραγματικά σε μία ψυχή, λυώνει και κατατρώγει τα ρυπαρά πάθη της σαρκός. «Καθήλωσον έκ του φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικά ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη΄ 120). Ενώ η οσία αγάπη, άλλους συνηθίζει να τους κατατρώγη, όπως είπε ο σοφός: «Εκαρδίωσας ημάς, εκαρδίωσας»∙ δηλαδή «μας επλήγωσες στην καρδιά» (Άσμα δ΄ 9). Άλλους τους κάνει ωρισμένες φορές να αγάλλωνται και να λάμπουν από χαρά, όπως πάλι αναφέρεται στην Γραφή: «Επ΄ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ΄ 7). Και∙ «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε΄ 13).
Όταν λοιπόν ολόκληρος ο άνθρωπος συγχωνευθή κάπως με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά στο σώμα του σαν σε καθρέπτη δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο εδοξάσθη και εκείνος ο θεόπτης, ο Μωϋσής. Όσοι κατέκτησαν την ισάγγελη αυτή βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές την σωματική τροφή. Και νομίζω ότι δεν την επιθυμούν και τόσο συχνά, πράγμα όχι απίστευτο, αφού συμβαίνει και ο μη κατά Θεόν πόθος να κόβη πολλές φορές την επιθυμία του φαγητού.
Αυτών πού έφθασαν πλέον σε τέτοια αφθαρσία νομίζω ότι και το σώμα τους δεν θα ασθενή τόσο εύκολα. Διότι κατά κάποιον τρόπο εξαγνίσθηκε πλέον και αφθαρτοποιήθηκε. Η φλόγα δηλαδή της αγνότητος έσβησε την φλόγα των σαρκικών παθών και ασθενειών. Νομίζω ακόμη ότι και το φαγητό πού τρώγουν δεν τους προξενεί καμμία ευχαρίστησι. Διότι όπως οι υπόγειες φλέβες του νερού ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών, έτσι και τις ψυχές αυτών των ανθρώπων τις τρέφει μυστικά το ουράνιο πύρ.
12. Η αύξησις του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προϋπόθεσις της θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή κανείς [2].
13. Ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού Πατρός, σε εκείνον πού θα κατοικήση, θα χαρίση τελεία αγνότητα και καθαρότητα, νεκρώνοντας τον θάνατο, (δηλαδή τα πάθη πού νεκρώνουν την ψυχή). Μετά από την νέκρωσι αυτή, ο μαθητής του Χριστού φωτίζεται και γίνεται γνώστης της θεολογίας. (Ο αγνός γνωρίζει τον Αγνόν), εφ΄ όσον «ο Λόγος Κυρίου, δηλαδή ο Υιός του Κυρίου και Θεού, αγνός (εστί) διαμένων είς αιώνα αιώνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια΄ 7, ιη΄ 10). Και όποιος δεν εγνώρισε κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον Θεόν, ομιλεί περί Θεού «στοχαστικώς».
14. Η αγνεία ανέδειξε θεολόγο τον μαθητή [3], ο οποίος με την αγνεία του αυτή αξιώθηκε να κηρύξη και να στερεώση τα δόγματα της Αγίας Τριάδος.
15. Εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους πού καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος πού λέγει ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με εκείνον πού τρέχει στον ύπνο του!
16. Η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένομε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίς είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», (δηλαδή πλούτος ενός πλούτου πού δεν φαίνεται). Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτησις θησαυρού πρίν από την απόκτησί του. Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφισις από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωσι. Αυτή εικονίζει εμπρός μας τα πράγματα που ευρίσκονται μακρυά. Έλλειψις της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ΄ αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ΄ αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού.
17. Ο εύελπις μοναχός είναι σφάκτης της ακηδίας, την οποία κατανικά με την μάχαιρα της ελπίδος. Η ελπίς γεννάται από την γεύσι και την εμπειρία των δώρων του Κυρίου. Διότι αυτός πού δεν τα εγεύθηκε, έχει δισταγμούς. Την ελπίδα την εξαφανίζει ο θυμός, διότι όπως λέγει η Γραφή, «η ελπίς ού καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), ενώ «ανήρ θυμώδης ούκ ευσχήμων» (Παρμ. ια΄ 25).
18. Η αγάπη χορηγεί την χάρι της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμι της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός – όσο περισσότερο πύρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάσις και η εδραίωσις των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.
«Ανάγγειλέ μας, ώ σύ η ωραία ανάμεσα στις αρετές, πού βόσκεις τα πρόβατά σου; Πού κατασκηνώνεις το μεσημέρι;» (πρβλ. Άσμα α΄ 7). «Φώτισον ημάς, πότισον ημάς, οδήγησον ημάς, χειραγώγησον ημάς». Επιθυμούμε πια να ανεβούμε κοντά σου. Διότι εσύ κυριαρχείς σε όλα. Τώρα μου επλήγωσες την καρδία και δεν μπορώ να ανθέξω στην φλόγα σου. Γι΄αυτό θα σε υμνήσω και θα προχωρήσω: Εσύ κυριαρχείς επάνω στην δύναμι της θαλάσσης, εσύ καταπραΰνεις και νεκρώνεις την ταραχή των κυμάτων της. Εσύ ταπεινώνεις και καταρρίπτεις ως τραυματία τον υπερήφανο λογισμό. Με τον ισχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τους εχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 10-11) και αναδεικνύεις ανικήτους τους ιδικούς σου εραστάς.
» Και βιάζομαι να μάθω πώς σε είδε ο Ιακώβ επάνω στην κορυφή της κλίμακος. Ερωτώ να μάθω γι΄αυτήν την ανάβασι. Πές μου, πώς ήταν ο τρόπος και η σύνθεσις στην διάταξι των βαθμίδων; Των βαθμίδων της αναβάσεως εκείνης, την οποία έβαλε στον νου και στην καρδία του να επιχειρήση ο εραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 6). Διψώ ακόμη να μάθω, ποιος ήταν ο αριθμός των βαθμίδων, και πόσος χρόνος εχρειαζόταν για την ανάβασι. Διότι τους μέν χειραγωγούς της αναβάσεως, (τους Αγγέλους δηλαδή), τους ανήγγειλε αυτός που σε είδε και επάλαιψε μαζί σου [4], αλλά για τίποτε άλλο δεν θέλησε ή μάλλον δεν κατώρθωσε να μας διαφωτίση».
Εκείνη δε -αν και θεωρώ καλύτερο να ειπώ Εκείνος [5]- η βασίλισσα, σαν να έσκυψε από τον ουρανό, έλεγε στα αυτιά της ψυχής μου:
«Εάν, ώ εραστά, δεν λυθής από την παχύτητα του σώματος, δεν θα μπορέσης να γνωρίσης το κάλλος του προσώπου μου. Η κλίμαξ ας σε διδάσκη την πνευματική σύνθεσι των επί μέρους αρετών. Στην κορυφή δε αυτής της κλίμακος είμαι στηριγμένη εγώ, καθώς το είπε ο μεγάλος μύστης μου, (ο Απόστολος Παύλος): «Νυνί δε μένει τά τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13).
Ι.Μ.Παρακλήτου
[1] Για την κατανόησι της φράσεως αυτής πρέπει να σημειωθή, ότι σύμφωνα με μία λανθασμένη αντίληψι των αρχαίων (βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ΄) η έλαφος κατατρώγει τους όφεις, το δε δηλητήριό τους μέσα στον οργανισμό της δημιουργεί φλόγωσι και αφόρητη δίψα, ώστε να επιποθή «επί τάς πηγάς των υδάτων». Εδώ χαρακτηρίζεται ως έλαφος η ψυχή που ανέβηκε στις βαθμίδες της ταπεινοφροσύνης και της απαθείας και προχωρεί τώρα γεμάτη δίψα και θείο πόθο προς την κορυφή της αγάπης.
[2] Εάν δηλαδή ο άνθρωπος δεν καταστή ηγιασμένο δοχείο της Χάριτος, δεν μπορεί να γίνη θεολόγος. «Πάσα προσπάθεια του ανθρώπου - παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος – όπως γίνη μέτοχος της θεολογίας αυτοδυνάμως, έν τη αυταρκεία της εκπεσούσης αυτού φύσεως και των διεσπασμένων και φύσει άλλωστε περιωρισμένων αυτού δυνατοτήτων είναι ανέφικτος… [Και αντί θεολογίας έχομεν τότε] τον περί Θεού θνητόν ανθρώπινον λόγον, εντός του οποίου κυοφορείται εν πολλοίς το σκάνδαλον μιας αμαρτανούσης θεολογίας, η οποία αντί της ζωής είναι φορεύς του θανάτου» (Κ. Μουρατίδης, «Κοινωνία» ΙΖ΄ 2, σελ. 59).
[3] Εννοεί τον άγιο Ιωάννη τον ευαγγελιστή.
[4] Πρόκειται για τον πατριάρχη Ιακώβ. Το περιστατικό της πάλης του με τον Θεόν περιγράφεται στην Γένεσι, (λβ΄ 24-31).
[5] «Εκείνος», δηλαδή ο Θεός, εφ΄ όσον «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 16).
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Τοιγαροῦν καί γνόντες ἀλλήλους ἐτέκνωσαν καί ἐποίησαν υἱούς καί θυγατέρας καί "ἐκάλεσεν Ἀδάμ Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ Ζωήν, ὅτι αὕτη ἦν μήτηρ πάντων τῶν ζώντων". Ἀλλά γάρ πληθυνθέντων τῶν ἀνθρώπων καί εἰς βάθος ἐμπεσόντων κακῶν καί εἰς πλῆθος ἁμαρτημάτων πολύ, μέλλων ὕδατι κατακλύσαι τόν κόσμον ὁ Θεός καί ἀπαλεῖψαι τόν ἄνθρωπον ἐκ τῆς γῆς, τήν μερίδα καί αὖθις οὐκ ἐγκατέλιπεν, ἀλλά τόν Νῶε καί τούς υἱούς αὐτοῦ καί τάς θυγατέρας αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ διεσώσατο. Ἡ δέ κιβωτός πάλιν τῆς Θεοτόκου καί ὁ Νῶε τοῦ Χριστοῦ τύπος ἦν, οἱ δέ σύν τῷ Νῶε ἄνθρωποι τοῦ ἐξ Ἰουδαίων λήμματος ἀπαρχή, αὐτῶν τῶν εἰς Χριστόν μελλόντων πιστεύειν, τά δή θηρία καί πάντα τά κτήνη καί τά πετεινά καί ἑρπετά τύπος ὑπῆρχον τῶν ἐθνῶν. Ἔνθεν τοι καί ἡ κιβωτός μετά τόν κατακλυσμόν εἶχε τόν Νῶε, ἡ θεοτόκος δέ Μαριάμ τόν σαρκωθέντα Θεόν καί ἄνθρωπον· ἀλλ᾿ ἐκεῖνον μέν μόνον σύν τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ ἡ κιβωτός διεσώσατο, οὗτος δέ καί τήν κιβωτόν καί πάντα τόν κόσμον τοῦ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας καί τῆς τοῦ νόμου δουλείας καί τοῦ θανάτου ἐρρύσατο.
Ἀλλά γάρ μετά τόν κατακλυσμόν εἰς ἀγνωσίαν καί αὖθις Θεοῦ κατενεχθέντες οἱ ἄνθρωποι καί ὡσαύτως πάλιν τραχηλιάσαντες διά τό εἶναι αὐτούς χεῖλος ἕν, ἤτοι γλῶσσαν καί φωνήν μίαν, πύργον οἰκοδομεῖν ἤρξαντο καί εἰς οὐρανούς ἀνελθεῖν ἐπεχείρουν, ἰσοθεΐαν καί αὖθις ἐν ἑαυτοῖς φαντασθέντες. Τοίνυν καί συγχέειν μέλλων ὁ Θεός (132) τάς γλώσσας αὐτῶν κἀκ τούτου διαμερίσαι καί διασπεῖραι αὐτούς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ὡς πολλά μέλη ἐκ τῆς τοῦ Ἀδάμ πλευρᾶς γεγονότα καί εἰς ἕν σῶμα τῇ μιᾷ διαλέκτῳ ὄντας, πάλιν ἐκ τούτων ἔλαβε τήν μερίδα αὐτοῦ, ἤτοι τήν πλευράν, καί τό λοιπόν σῶμα εἰς πολλάς ποιήσας μελῶν μερίδας διέσπειρε· καί ἐκάλεσεν αὐτούς ἔθνη, ἄγνοιαν Θεοῦ παντελῶς ἔχοντας. Τήν γοῦν μερίδα ταύτην ὠνόμασεν Ἰσραήλ, τουτέστιν ὁρῶντα Θεόν· αὕτη δέ ἦν ὁ Ἀβραάμ ἐν ᾧ κατά διαδοχήν ὑπῆρχεν ἄνωθεν τό τῆς πίστεως καί τῆς θεογνωσίας σπέρμα διασωθέν, ᾧ καί ὤφθη λέγων· "Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω· ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα" ᾧ καί δέδωκε τήν περιτομήν, οἱονεί σύσσημον καί σφραγῖδα γνωρίσας αὐτῷ ταύτην· καί ὤμοσεν αὐτῷ πληθῦναι τό σπέρμα αὐτοῦ ὡς τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί ὡς τήν ἄμμον τήν παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης. Μετά ταῦτα δέ ὤφθη πάλιν αὐτῷ ὁ Θεός καί φησί· "Γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται τό σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ", τήν εἰς Αἴγυπτον κάθοδον τοῦ Ἰωσήφ καί Ἰακώβ τοῦ πατρός αὐτοῦ καί τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ προμηνύων αὐτῷ· ἐξ ὧν καί ἐπληθύνθη ἐκεῖ ἡ μερίς αὕτη καί ἐγένετο εἰς ἔθνος μέγα, οὕς καί διά Μωσέως ἐκεῖθεν ἐξήγαγε, τόν ἀμνόν πρότερον αὐτοῖς τόν τοῦ ἀληθινοῦ ἀντίτυπον ἑστιάσας. Εἶτα καί διασχίσας τήν θάλασσαν καί διαβιβάσας αὐτούς καί εἰς τήν ἔρημον ἀναγαγών καί διαθρέψας αὐτούς ἐκεῖ τεσσαράκοντα ἔτη, ἐγενήθη "μερίς Κυρίου, λαός αὐτοῦ Ἰακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ.
Εἶχον οὖν οὗτοι τήν περιτομήν ὡς σφραγῖδα καί πάντες (133) περιετέμνοντο καί ἦν ἐκ τούτου ἡ μερίς Κυρίου, ὡς εἴρηται, γνώριμος καθαπερεί προβάτων ἀγέλη βασιλικῶν, ἕκαστον αὐτῶν σφραγῖδα τήν περιτομήν ἐν τῷ κρυπτῷ μορίῳ ἐπιφερόμενον· καί τοῦτο πρός τό μή συμμίγνυσθαι τοῖς λοιποῖς προβάτοις, ἤγουν τοῖς ἔθνεσι, τοῖς εἰς θηρίων καί ἀλόγων τάξιν ὑπό τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγνωσίας κατενεχθεῖσι, σοφῶς ᾠκονομήθη ἀπό Θεοῦ. Διά τί δέ οὐκ ἐν ἄλλῳ μέρει τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ἐν αὐτῷ τήν σφραγῖδα ὑπέθετο γίνεσθαι; Ἐπειδή ἐξ αὐτοῦ ἡ σπορά προέρχεται καί ἡ κατά σάρκα γένεσις τοῦ ὅλου ἀνθρώπου γίνεται. Ἄλλως τε δέ καί ὡς ὅλον ἄνθρωπον τήν σάρκα ἀποδυόμενον διά τούτου ἡμῖν ὑποζωγραφεῖ, ὡς ἄν ἐκ ταύτης κἀκεῖνοι ὡς τῆς σαρκός τέκνα γνώριμοι ὦσι καί τύπος γένηται τῆς πενυματικῆς περιτομῆς τῶν δίχα ῥεύσεως καί συνουσίας καί φθορᾶς ἀναγεννᾶσθαι μελλόντων ὕστερον τέκνων πνευματικῶν, ἵν᾿ ὅταν ἐκείνη φανῇ, αὐτή τηνικαῦτα παυθῇ καί ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ τῆς σαρκός ἕκαστον τῶν προβάτων ἀντ᾿ αὐτῆς τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ σφραγισθῇ, ἐν τῇ ἀχειροποιήτῳ περιτομῇ δηλονότι κατά τόν Παῦλον καί τῇ ἀπεκδύσει τῆς σαρκός, αὐτοῦ φημι τοῦ γηΐνου φρονήματος, περιτεμνομένων ἡμῶν μυστικῶς μέν, ἐν αἰσθήσει δέ ψυχῆς καί γνώσει γινομένων αὐτῆς.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
H υπομονή σας πρέπει να είναι τέλεια και να κρατήσει ως το τέλος. Και πότε είναι τέλεια η υπομονή;
Όταν σηκώνει κανείς τις δοκιμασίες όχι μόνο καρτερικά, αγόγγυστα, αλλά και με χαρά, ευγνωμονώντας το Θεό για ό,τι παραχωρεί, όσο βαρύ κι αν είναι, όπως θα Τον ευγνωμονούσε για μια μεγάλη ευεργεσία. Πιστέψτε ακράδαντα -γιατί αυτή είναι η αλήθεια- πως, υπομένοντας την άδικη κατηγορία, αξιώνεστε να συμπεριληφθείτε στη χορεία των μαρτύρων. Δεν πρέπει να χαίρεστε γι’ αυτό; Απεναντίας, αφήνοντας την καρδιά σας να κυριεύεται από τη λύπη και το παράπονο, εκμηδενίζετε την άξια και την ωφέλεια του θείου δώρου.
Όλοι οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Κύριο στη δευτέρα παρουσία Του. Οι δίκαιοι, όμως, θα παρασταθούν στο θεϊκό Κριτήριο με αγαλλίαση ανέκφραστη, καθώς θα οδηγηθούν στην αγκαλιά του Θεού και στην αιώνια χαρά. «Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. 25:21), θ’ ακούσει τότε κάθε γνήσιος δούλος του Χριστού, όποιος δηλαδή έχει πίστη ορθή και ζωή θεάρεστη. Πίστη και ζωή, βλέπετε, είναι οι δύο απαραίτητες προύποθέσεις της σωτηρίας. Όπως είπε ο ίδιος ο Ιησούς, «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7:21).
«Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10:36). Η σοφή συμβουλή δεν είναι δική μου, αλλά του αποστόλου Παύλου. Να υπομείνετε, λοιπόν. Με την υπομονή κερδίζεται η σωτηρία της ψυχής, ή μάλλον αγοράζεται σαν ακριβό εμπόρευμα.
Υπομονή! Υπομονή και γενναιοψυχία! Πιστέψτε πως όλα από το Θεό προέρχονται και όλα για το καλό σας παραχωρούνται, έστω κι αν δεν μπορείτε να το δείτε καθαρά. Άλλωστε, η πίστη χρειάζεται σ’ εκείνα που δεν βλέπουμε και δεν καταλαβαίνουμε. Τα ορατά και κατανοητά δεν απαιτούν πίστη. Γι΄ αυτό λέει ο απόστολος: «Έστι πίστις… πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ, 11:1).
Ο Κύριος ας σας ελεήσει και ας σας ανακουφίσει, όπως Εκείνος ξέρει, με τις πρεσβείες της πολυεύσπλαχνης Παναγίας Μητέρας Του και του ακοίμητου φύλακα αγγέλου σας. Να σκέφτεστε όσους υποφέρουν, όσους καταδιώκονται, όσους βασανίζονται, όσους καταπιέζονται… και να παίρνετε κουράγιο από την υπομονή τους.
Η υπέρβαση της δυσκολίας τί σημαίνει; Ότι υπομένετε. Υπομένοντας, φυσικά, πονάτε. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς.
Είστε, είναι αλήθεια, πολύ ευαίσθητη και πληγώνεστε βαθιά από την τραγική κατάσταση που αντιμετωπίζετε. Βέβαια, για την ψυχοσύνθεσή σας δεν έχετε καμιά ευθύνη. Ευθύνη, όμως, έχετε για την πιθανή υποταγή σας σε εμπαθή αισθήματα. Αν οργίζεστε, μαλώνετε, κατηγορείτε, βαρυγγωμάτε, τότε αμαρτάνετε ενώπιον του Θεού. Αν μονάχα πονάτε, αλλά υπομένετε δίχως γογγυσμό, δεν αμαρτάνετε.
Πάνω απ’ όλα ασκηθείτε στην αγάπη. Το αίσθημα της αγάπης ας κυριαρχεί στην καρδιά σας. Τα έργα της αγάπης ας κυριαρχούν στη ζωή σας. Αγάπη να νιώθετε για όλους και να δείχνετε σε όλους, ακόμα κι εκείνους που σας πικραίνουν.
Να λέτε: Δόξα τω Θεω για όλα! Δόξα τω Θεώ, που μου στέλνει κάτι για να υπομένω! Δόξα τω Θεώ, που μου δίνει μια ακόμα ευκαιρία για να μπω στη βασιλεία Του, τη βασιλεία που ανήκει σ’ όσους υπομείνουν ως το τέλος: «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ, 24:13). Εμείς βάζουμε την υπομονή. Και ο Θεός τη σωτηρία.
Πηγή: (Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή», Ι. Μ. Παρακλήτου), Η άλλη όψη
Τοιγαροῦν ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς, ἵνα πάλιν ἐξετάσωμεν τά ἐγκεκρυμμένα νοήματα τῆς θείας Γραφῆς, καί εἶθ᾿ οὕτως ἔπλασε τόν κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν ἄνθρωπον, αὐτόν δηλαδή μόνον τόν Ἀδάμ. Ἐν ἕξ ἡμέραις ἐποίησε ταῦτα πάντα καί ἐν τῇ ἑβδόμῃ κατέπαυσε, μηδέν ἐν αὐτῇ ἐργασάμενος μήτε μήν ὀγδόην ὀνομάσας ἡμέραν τήν πρώτην, ὡς ἄν μή ὀκτώ ἀλλ᾿ ἑπτά μόναι λέγωνται αἱ τῆς ἑβδομάδος ἡμέραι καί οὕτως ἀνακυκλούμεναι τόν (128) ἀριθμόν τῶν ἑβδομάδων ἀποτελῶσιν. Ἐν γάρ ταύταις ταῖς ἡμέραις τούς ἑπτά αἰῶνας ὁ Δημιουργός προϋποτυπώσας ὁρᾶται. Τοιγαροῦν καί ταῦτα οὕτω ποιήσας ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης, ἐπεί, ὡς ἅτε Θεός ὤν, προῄδει ὅτι μέλλει ὁ ἄνθρωπος παραβῆναι τήν αὐτοῦ ἐντολήν καί ἀμετανόητος μεῖναι, τόν δέ μή μετανοοῦντα ἀνάγκη πᾶσα καί τιμωρεῖσθαι τοῦτον καί κατακρίνεσθαι, οὐκ εἴασεν αὐτόν ἐν τούτῳ τῷ κόσμῳ τῷ ἐν ταῖς ἕξ ἡμέραις σύν αὐτῷ ἐκείνῳ τῷ Ἀδάμ κτισθέντι· ἀλλά μετά τό καταπαῦσαι ἐν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ καί πληρωθῆναι αὐτήν, τότε ὕστερον ἐφύτευσε τόν παράδεισον κατά ἀνατολάς.
Τίνα τρόπον καί διά τί; Ἵνα ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ὡς ἐν παλατίῳ τινί καί πόλει περιφανεστάτη, οἷα δή βασιλεύς, ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ εἰσαχθῇ, ὁπόταν δέ τήν τοῦ Θεοῦ παραβῇ ἐντολήν καί διά τοῦτο ἐκπεσεῖν μέλλῃ τῆς βασιλείας καί τῶν βασιλείων οἴκων ἐξορισθῆναι καί ἀπορριφῆναι, ἐν τούτῳ πάλιν τῷ κόσμῳ διάγειν ἐπ᾿ ἐλπίδι κατακριθῇ. Εἰ γάρ μή ταῦτα οὕτως ἐποίησεν ὁ Θεός, ἀλλά μόνον τόν κόσμον ἀφῆκε καί ἐν αὐτῷ τόν ἄνθρωπον ἔθετο, παραβαίνοντα καί μή ἐξομολογούμενον μηδέ μετανοοῦντα, ποῦ εἶχεν αὐτόν ἐξῶσαι; Ποῦ δέ καί βιοῦν καί ἀποθνῄσκειν αὐτόν ἐχρῆν καί πάλιν ἐπιστρέφειν εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη, μετά τήν καταδίκην; Πάντως οὐδαμοῦ, ἀλλ᾿ ἤ ἐν ᾅδῃ ζῶντα ἔδει κατακριθῆναι αὐτόν, μηδεμίαν ἔκτοτε ἀνάκλησιν σωτηρίας ἔχοντα· καί λοιπόν οὔτε γένεσις οὔτε κόσμου αὔξησις εἰς πλῆθος, καί ἀπώλετο τό τοιοῦτον καί τηλικοῦτον σοφίας Θεοῦ ἔργον ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπεί δέ πρό τῶν αἰώνων ἐγίνωσκεν ὁ Θεός ὅτι παραβῆναι μέλλει καί τήν ἐκ παλιγγενεσίας αὐτοῦ ἀνάπλασιν προωρίσατο, διά τοῦτο καί τούς τῆς ἀναπλάσεως ἀρραβῶνας, μετά τό κτίσαι αὐτόν πάντα καί καταπαῦσαι καί τούς καιρούς καί τούς αἰῶνας ἐν ταῖς ἑπτά ἡμέραις μυστικῶς προσημᾶναι, (129) οἱονεί ζύμην καί σπόρον καί μερίδα ἀφ᾿ ἑνός ἑκάστου τῶν ἔργων αὐτοῦ ὕστερον ἔλαβεν, ἵνα τάς ἐκ τῶν ἔργων μερίδας τῶν κτισθέντων ἐν ταῖς ἑπτά ἡμέραις μή ἐν αὐταῖς αὐτάς ἀλλ᾿ ἐν τῇ ὀγδόῃ λαβών, τόν μέλλοντα αἰῶνα διά τῆς ἐν αὐτῇ δημιουργίας προϋπογράψῃ, μή ἀριθμήσας ταύτην ταῖς ἑπτά μηδέ δήλην αὐτήν ποιήσας, ἀλλ᾿ ἀγνοουμένην μέν εἴασε κεῖσθαι αὐτήν ὅλως τοῖς πρό τοῦ νόμου, δηλωθεῖσα δέ τοῖς ἐν νόμῳ προφήταις ἀμυδρῶς πως καί ἀπαγγελθεῖσαν πεποίηκε, φανερωθεῖσαν δέ ἡμῖν τοῖς πιστοῖς καί διαυγάσασαν ὡς ἐν πρωΐαν, καθά δή καί προσδοκῶμεν τόν ἄδυτον τῆς δικαιοσύνης ἥλιον ὅσον οὔπω ἐξανατεῖλαι. Μερίδας δέ εἶπον λαβεῖν αὐτόν ἐκ μέν τῆς γῆς ἁπάσης ὡς χωρίον ἕν ἐν ᾧ ἐφύτευσε τόν παράδεισον, ἐκ δέ τοῦ ὅλου σώματος τοῦ Ἀδάμ μίαν πλευράν ἤτοι μέλος ἕν, ἐκ δέ τῶν ἡμερῶν οὐδέν. Τίνα τρόπον; Ἐπειδή αἱ μέν μερίδες αὗται ἐλήφθησαν ὡς ἀνακαινισθῆναι δι᾿ αὐτῶν τά συγγενῆ καί συμφυῆ καί τοῖς οὐρανίοις συναφθῆναι ὀφείλοντα, αἱ δέ ἡμέραι, οὐκ ἀνακαινισθῆναι ἀλλά τελείως παυθήσεσθαι μέλλουσαι ὑπό τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἐάθησαν, καί τούτου ἕνεκεν μερίδα ἀνακαινισμοῦ οὐκ ἔλαβεν ἐξ αὐτῶν ὁ Θεός, ἀπό τῶν αἰώνων δέ ἔλαβε. Πῶς; Ἄκουσον.
Ἑπτά ὤφειλον πληρωθῆναι αἰῶνες κατά τόν ἀριθμόν τῶν ἑπτά ἡμερῶν. Οἱ μέν οὖν ἕξ ἤδη παρῆλθον, ὁ δέ γε ἕβδομος οὐ τελειοῦται, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτοῦ λαμβάνει τήν μερίδα καί ἐπισυνάπτει τῷ ἀϊδίῳ καί μή ἔχοντι τέλος αἰῶνι. Τό δέ, πόσον προώρισε λαβεῖν, ἤ πότε τό τέλος τῶν ἡμερῶν τούτων μέλλει γενέσθαι, οὐδείς οἶδεν εἰ μή μόνη ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ μία καί ἀδιαίρετος θεότης. Τό γάρ παρά τοῦ Σωτῆρος ῥηθέν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι οὐδέ ὁ Υἱός ταύτην οἶδε τήν ἡμέραν καί ὥραν, κατά τήν τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ φύσιν εἶπεν ἀγνοεῖν οὐ κατά τήν τῆς θεότητος. (130) Τίνος οὖν ἕνεκεν ἀπό τῶν ἡμερῶν μερίδα οὐκ ἔλαβεν, ἀπό δέ τῶν αἰώνων λαμβάνει; Ἐπειδή οἱ μέν αἰῶνες οὗτοι ἀπό ἡμερῶν καί ἑβδομάδων μετρούμενοι αἰῶνες καλοῦνται, ὁ δέ μέλλων αἰών καί ἀΐδιος, οὐ μετρητός ὑπό ἡμερῶν, ἀλλ᾿ ἀμέτρητος καί ἔστι καί ἔσται καί ἀτελεύτητος· ἡμερῶν δέ μή μελλουσῶν εἶναι, ἀλλ᾿ αἰῶνος, οὐκ ἐκ τῶν ἡμερῶν μερίδα, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν αἰώνων, τῶ μέλλοντι αἰῶνι λαβών συνάπτει. Ἡ μέντοι μερίς τῆς γῆς, αὐτός δηλαδή ὁ παράδεισος, τύπος τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, φημί δή τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἦν, ἐν ᾧ καί τόν ἄνθρωπον ἔθετο ὁ Θεός, ἵνα ἀπό τοῦ τύπου καί τῆς σκιᾶς ἐπί τήν ἀλήθειαν κατά προκοπήν ἀναχθῇ. Τό δέ ξύλον τῆς ζωῆς τό ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου εἰκών ἦν τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Θεός. Ἡ δέ πλευρά τοῦ Ἀδάμ ἡ εἰς γυναῖκα οἰκοδομηθεῖσα τύπος ὑπῆρχε τῆς Ἐκκλησίας, ἕτερον πάλιν ὄν καί τοῦτο οἰκονομίας μυστήριον, ἵνα, ὁπόταν ἐκπέσῃ ἀπό τῆς εἰκόνος τῆς εἰς τύπον γεγονυίας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅς ἦν ὁ παράδεισος, καί τῆς τοῦ ξύλου <τῆς> ζωῆς, διά τῆς πλευρᾶς τῷ Χριστῷ καί Θεῷ συναφθῇ καί εἰς ἐκεῖνο πάλιν αὐτό τό ἀρχαῖον καί πρῶτον ἀναχθῇ κάλλος.
Ἐπειδή δέ ἡ Εὔα πρώτη ἀπατηθεῖσα τήν ἐντολήν παρέβη καί τοῦ καρποῦ ἀπεγεύσατο, εἶτα δέδωκε τῷ Ἀδάμ κἀκεῖνος ἔφαγε, μετανοῆσαι δέ καί προσπεσεῖν τῷ Δεσπότῃ οὐδαμῶς ἠβουλήθησαν, ἐξορίζονται ἐκεῖθεν καί εἰς τόν κόσμον τοῦτον οἰκεῖν κατεκρίθησαν. Ὅρα δέ καί τῆς ἐπ᾿ αὐτῷ τοῦ Θεοῦ προνοίας τήν ἄφατον ἀγαθότητα. Ἐπειδή γάρ ἅπαξ ὑπό τῆς ἁμαρτίας εἰς φθοράν κατηνέχθη, ἵνα μή πρό καιροῦ φαγών ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς ἀθάνατος γένηται, - καί ἔσται ἄφθαρτος μέν, ἀθάνατος δέ, καί οὕτως ἀθάνατον γένηται τό κακόν -, ἔθετο τήν φλογίνην ῥομφαίαν ὁ Θεός φυλάσσειν τήν εἴδοδον τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
Τίς ἡ ἄμετρος εὐσπλαγνία σου, Σῶτερ; Πῶς ἠξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι, τόν ἀκάθαρτον, τόν ἄσωτον, τόν πόρνον; Πῶς ἐνέδυσας στολήν με λαμπροτάτην ἀπαστράπτουσαν αἴγλην ἀθανασίας καί φῶς ποιοῦσαν ἅπαντά μου τά μέλη; Σῶμα γάρ τό σόν, τό ἄχραντον καί θεῖον, ἀπαστράπτει ὅλον πυρί θεότητός σου ἀναφυραθέν καί συμμιγέν ἀρρήτως˙ τοῦτο οὖν κἀμοί ἐδωρήσω, Θεέ μου. Τό γάρ ῥυπαρόν καί φθαρτόν τοῦτο σκῆνος τῷ παναχράντῳ ἑνωθέν σώματί σου καί μιγέν τό αἷμά μου τῷ αἵματί σου ἡνώθην, οἶδα, καί τῇ θεότητί σου καί γέγονα σόν καθαρώτατον σῶμα, μέλος ἐκλάμπον, μέλος ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές καί διαυγές καί λάμπον. Ὁρῶ τό κάλλος, βλέπω τήν λαμπηδόνα, ἐνοπτρίζομαι τό φῶς τῆς χάριτός σου καί τό ἄρρητον ἐκπλήττομαι τῆς αἴγλης καί ἐξίσταμαι κατανοῶν ἑαυτόν˙ ἐκ ποίου οἷος ἐγενόμην, ὤ θαῦμα! Καί εὐλαβοῦμαι καί ἐμαυτόν αἰδοῦμαι καί, ὡς σέ αὐτόν, καί τιμῶ καί φοβοῦμαι καί ἐξαπορῶ, ἐντρεπόμενος ὅλως, τό ποῦ καθίσω καί τίνι προσεγγίσω καί ποῦ τά μέλη τά σά προσανακλίνω, εἰς ποῖα ἔργα, εἰς ποίας ταῦτα πράξεις ὅλως χρήσωμαι τά φρικτά τε καί θεῖα. Δός μοι καί λαλεῖν καί πράττειν, ἅπερ λέγω, ὦ δημιουργέ καί πλαστά καί Θεέ μου! Εἰ γάρ, ἅ λαλῶ, οὐκ ἐκπληρῶ ἐξ ἔργου, γέγονα χαλκός ἠχῶν μάτην μεγάλα καί ἀναισθητῶν πρός τήν ἠχήν τῶν κτύπων˙ ἀλλά μή ἀφῇς μηδέ ἐγκαταλίπῃς, μηδέ πλανᾶσθαι ἐάσῃς με, Σωτήρ μου, καί ταλαίπωρον, τόν πτωχόν τε καί ξένον, τόν μυρία σοι τάλαντα χρεωστοῦντα, ἀλλ᾿ ὥσπερ πάλαι, καί νῦν πατρῴας πάσης, πατρός, ἀδελφῶν, μητρός, ἰδίων, ξένων καί ἄλλων πάντων συγγενῶν τε καί φίλων ἀπεχώρισας ἁμαρτωλόν με ὄντα καί πάντων τούτων εὐτελέστερον, Σῶτερ, καί προσελάβου σαῖς ἀχράντοις ἀγκάλαις τόν ἀγνώμονα φανέντα τοῖς καλοῖς σου. Οὕτω καί νῦν με ἐλέησον, οἰκτίρμον, οὕτω μᾶλλον δέ μειζόνως, ὦ Θεέ μου, καί σπλαχνίσθητι καί περιφύλαξόν με καί τοῦ θυμοῦ μου πράϋνον τάς κινήσεις καί ἱκάνωσον τοῦ μακροθύμως φέρειν πάντα πειρασμόν καί λύπην τήν τοῦ βίου, ὅσα ἐμαυτῷ προξενῶ κακοφρόνως, ὅσα δαιμόνων πειράζει φθονερά φύσις καί οἱ ἀσθενεῖς τούτων τῶν ἀδελφῶν μου ἔργῳ μοι, λόγῳ προξενοῦσι˙ φεὐ, οἴμοι, ὅτι τά ἐμά μέλη με δαπανῶσι, καί ὀδυνῶμαι δι᾿ αὐτά ταῦτα πάλιν. Ἄγομαι ποσί κεφαλή λαχών εἶναι, καί γυμνοποδῶ καί ἀκάνθαις κεντοῦμαι καί σφόδρα ἀλγῶ τήν ὀδύνην μή φέρων˙ τοῖς ἔμπροσθεν εἷς τῶν ἐμῶν ποδῶν βαίνει καί εἰς τοὐπίσω στρέφεται πάλιν ἄλλος˙ ἔνθεν κἀκεῖθεν σύρουσιν, ἕλκουσί με καί περισκελίζομαι καί πίπτω κάτω. Ἀκολουθεῖν οὖν οὐκ ἰσχύω τοῖς πᾶσι˙ τό κεῖσθαι κακόν καί τό ὁδεύειν οὕτως χεῖρον πέλει τοῦ κεῖσθαι, ὡς δεινόν ὄντως, ὡς πάσας ἄλλας συμφοράς ὑπερβαῖνον. Κύριε, δός μοι κατάνυξιν καί πένθος ἀξίωσον ἐν τῷ σκότει τοῦ βίου, ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τε, τῷ τῆς λύπης χωρίῳ ἐκδουλεῦσαί σοι καί καλῶς θεραπεῦσαι καί τάς ἁγίας ἐντολάς σου φυλάξαι. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ζῆν δέδωκάς μοι καί γινώσκειν σε καί προσκυνεῖν, Θεέ μου˙ τοῦτο γάρ ζωή, τό σέ γινώσκειν μόνον Θεόν, κτίστην τε καί ποιητήν ἁπάντων, ἀγέννητον, ἄκτιστον, ἄναρχον, μόνον, καί τό σόν υἱόν ἀπό σοῦ γεννηθέντα, καί ἐκπορευτόν τό Πανάγιον Πνεῦμα, τήν πανύμνητον τριαδικήν μονάδα, ἥν τό προσκυνεῖν εὐσεβῶς καί λατρεύειν ὑπέρ δόξαν ἅπασαν ἄλλην ὑπάρχει, κἄν ἐπίγειον, κἄν οὐράνιον εἴπῃς. Τί γάρ ἀγγέλων, τί δέ τῶν ἀρχαγγέλων, κυριοτήτων, Χερουβίμ, Σεραφίμ τε καί παςῶν ἄλλων στρατιῶν οὐρανίων ὑπάρχει δόξα ἤ φῶς ἀθανασίας ἤ χαρά ἤ ἔλλαμψις ζωῆς ἀΰλου, εἰ μή τό ἕν φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος διαιρούμενον τρισσῶς ἀδιαιρέτως, ὅ ἕν ὑπάρχει ἐν τρισί χαρακτῆρσι, γινωσκόμενον ἀγνώστως, ὅσον θέλει; Οὐδέ γάρ ἐνδέχεται κτίσμα τόν κτίστην οὕτω γινώσκειν ἤ νοΐ βλέπειν ὅλον, ὡς αὐτός οἶδεν ἑαυτόν κατά φύσιν˙ κατά χάριν δέ βλέπουσι καί νοοῦσιν ἄγγελοι πάντες καί πᾶσα κτιστή φύσις, οὐ καταλαμβάνοντες, ἀλλά νοοῦντες, καθό γνωσθῆναι ἤ φανῆναι θελήσει τοῖς τυφλοῖς τό φῶς ἤ καί βλέπουσι πάντως˙ καί γάρ ὀφθαλμός χωρίς φωτός οὐ βλέπει, ἀλλά καί ὁρᾶν ἐκ τοῦ φωτός λαμβάνει, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ καί ἐδημιουργήθη. Κἄν ἀσώματον, κἄν ἐνσώματον εἴπῃς, εὑρήσεις πάντα Θεόν πεποιηκότα. Τά ἐν οὐρανοῖς εἴ τι δι᾿ ἄν καί ἀκούσῃς, τά ἐπί τῆς γῆς καί τά ἐν ταῖς ἀβύσσοις, καί τούτων πάντων μία ζωή καί δόξα, μία ἔφεσις καί μία βασιλεία, πλοῦτος, χαρά, στέφανος, νῖκος, εἰρήνη καί πᾶσα εὐπρέπεια ὑπάρχει ἄλλη, ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἀρχῆς καί αἰτίας, ὅθεν παρήχθη καί γεγόνασι πάντα. Τοῦτο σύστασις τῶν ἄνω καί τῶν κάτω, τοῦτο ἡ τάξις πάντων τῶν νοουμένων, τοῦτο δούλωσις πάντων τῶν ὁρωμένων, τοῦτο ἔσχον ἄγγελοι στάσιν βεβαίαν προσλαβόμενοι γνῶσιν καί φόβον πλείω, ὅτει πίπτοντα τόν Σατανᾶν ἑώρων καί τούς σύν αὐτῷ ὑπαχθέντας οἰήσει˙ ὅσοι γάρ μόνον ἐπελάθοντο τούτου καί κατέπεσον ἐπάρσει δουλωθέντες, ὅσοι δέ τοῦτο πάλιν εἶχον εἰς γνῶσιν, ἐκουφίζοντο φόβῳ καί τῇ ἀγάπῃ, προσκολλώμενοι τῷ ἑαυτῶν Δεσπότῃ. Ὅθεν ἡ ἐπίγνωσις τῆς δεσποτείας καί τήν προσθήκην τῆς ἀγάπης ἐποίει, ὅτι καί πλείω τήν ἀστράπτουσαν αἴγλην καί τρανοτέραν ἑώρων τῆς Τριάδος, καί τοῦτο πάλιν πᾶσαν ἔννοιαν ἄλλην ἀπεκρούετο καί ἀτρέπτους ἐποίει τούς τρεπτήν φύσιν τό κατ᾿ ἀρχάς λαβόντας, ἐν τῷ ὕψει μένοντας τῶν οὐρανίων.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
2018-04-20 12:00:00 |
Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου». (Β’ Κόρ. 6, 16).
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!
Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...
Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετᾶστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...
Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ’ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.
Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γί’ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τη συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...
Πηγή: (Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.), Ορθόδοξοι Πατέρες
Ἔστι μέν οὖν ἐκ τοῦ προχείρου καί ταῦτα σαφῆ τε καί βέβαια. Ἀλλά δέον καί τόν σκοπόν τῶν εἰρημένων καί τό βάθος τῆς γνώσεως τῶν ἀποστολικῶν ῥημάτων καί νοημάτων εἰπεῖν, ἵνα μάθῃς ἐντεῦθεν ὅτι πάντες οἱ εἰς Χριστόν πεπιστευκότες, μοναχοί τε καί λαϊκοί, προεγνωσμένοι καί προωρισμένοι εἰσί καί σύμμορφοι γίνονται τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί πάντες οὗτοι, (121) ὡς προωρισμένοι, καί κεκλημένοι εἰσίν· ὡς κεκλημένοι δέ, καί δεδικαιωμένοι· ὡς δεδικαιωμένοι, καί δεδοξασμένοι ὑπάρχουσιν. Οἱ γάρ μετά τό βαπτισθῆναι καί πιστεῦσαι εἰς τόν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί γενέσθαι σύμμορφοι τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μή τηροῦντες ἑαυτούς εἰς τοῦτο ἀπόλλυνται· οἱ δέ μένοντες ἅπαντες σῴζονται. Ἀλλ᾿ ἐντεῦθεν τῆς ὑποθέσεως ἄρξομαι, ἄρξομαι δέ ἄνωθεν καί ὅθεν ἄμεινον ἄρξασθαι.
"Ὅτε" φησί "διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, οὕς διέσπειρεν υἱούς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατά ἀριθμόν ἀγγέλων Θεοῦ· καί ἐγεννήθη μερίς Κυρίου καί λαός αὐτοῦ καί σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ". Ὅ δέ λέγει τοιοῦτόν ἐστι. Διαμερίσας ὁ Θεός τά ἔθνη ἅπαντα, ποῖα δή ταῦτα; Τούς Υἱούς αὐτούς τοῦ Ἀδάμ. Εἰ οὖν υἱοί Ἀδάμ εἰσιν ἅπαντες, πῶς αὐτούς ἔθνη καλεῖ; Ἐπειδή, ὥσπερ ὁ Ἀδάμ πρό τοῦ παραβῆναι την ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἀθάνατος, ἄφθαρτος καί ἀγγέλων συμπολίτης καί συνόμιλος ἦν, τόν παράδεισον κατοικῶν, ἀφ᾿ οὗ δέ παρέβη τήν ἐντολήν αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν μέν ἀγαθῶν τούτων ἁπάντων ἐξέπεσε καί φθαρτός καί θνητός γεγονώς τοῦ παραδείσου ἐκβέβληται, οὕτω δή καί πάντες οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντες. Ἐπειδή γάρ ἐπληθύνθησαν καί εἰς ἀγνωσίαν Θεοῦ ἐμπεσόντες ὁμοίως τῷ εἰπόντι· "Ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ θήσω τόν θρόνον μου καί ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ " καί αὐτοί κακῶς λογισάμενοι πύργον οἰκοδομεῖν ἤρξαντο καί ἀνελθεῖν εἰς οὐρανούς ἐπεχείρουν, τούτου χάριν ἀντί κατάρας καί τιμωρίας συνέχεεν αὐτῶν τάς γλώσσας, τήν ἐπί κακῷ ὁμόνοιαν αὐτῶν διακόψας· οἱονεί δέ μέλη ἀπό τοῦ σώματος τοῦ Ἀδάμ ἐκκόψας καί ἐξ αὐτοῦ και ἀπ᾿ ἀλλήλων διαχωρίσας καί διασπείρας, ἑνί ἑκάστῳ μέλει ξένην διάλεκτον δέδωκεν, ἵνα μηκέτι δύνωνται (122) συναφθῆναι. Τούτου γάρ ἕνεκεν οὐκ ἀνθρώπους αὐτούς ἀλλ᾿ ἔθνη ἐκάλεσε.
Διαμερίσας δέ αὐτούς εἰς πᾶσαν τήν γῆν, ἐφ᾿ ἑκάστῃ μερίδι ἄγγελον δέδωκε φύλακα. Καί ὅρα μοι ἀκριβῶς πῶς ἀπ᾿ ἀρχῆς κόσμου καί τῶν αἰώνων τά πάντα προεγνωσμένα καί προωρισμένα εἰσί τῷ Θεῷ. Ἐπεί γάρ προώρισε τήν ἐκ παλιγγενεσίας αὐτῶν ἀνάπλασιν ὁ Θεός, ὡς ἐκ σώματος ἑνός τοῦ Ἀδάμ μερίδα μίαν <ἔλαβε> τήν πλευράν, οἱνοεί καί τήν μερίδα ἥν ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ, καί ἀνεπλήρωσε μέν ἀντ᾿ αὐτῆς σάρκα, τήν δέ πλευράν ἀνῳκοδόμησεν εἰς γυναῖκα, οὕτως ὡς ἐκ τοῦ ἀδαμιαίου μέν ταύτην δανεισάμενος σώματος, ἑτέραν δέ ἀντ᾿ αὐτῆς αὐτῷ χαρισάμενος, τό ὅπερ ἐδανείσατο μερίς αὐτοῦ ἦν καί οὐχ ὡς τοῦ ἀδαμιαίου σώματος ἐλογίζετο, ἀλλά μερίς Κυρίου εὑρίσκετο, ἐκτός τοῦ σώματος ὄν τοῦ Ἀδάμ, εἰ καί ἐξ αὐτοῦ ἐλήφθη καί συγγενές ὑπῆρχεν αὐτοῦ. Διά δή τοῦτο οὐδέ ἄγγελος φύλαξ τῆς μερίδος ἀποκατέστη, ἀλλά παιδαγωγός ὥσπερ υἱοῦ, ἤ καί δημαγωγός ὥσπερ λαοῦ καί στρατοῦ, ἐδόθη αὐτοῖς ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ· Θεός δέ φύλαξ αὐτῶν καί σκεπαστής ἦν, διό καί Ἰσραήλ τοῦτον ἐκάλεσε νοῦν ὁρῶντα Θεόν. Ἐντεῦθεν καί ὁ Χριστός ἐκ τῆς θυγατρός Ἀδάμ καί Δαβίδ γεννηθῆναι λέγεται διά γάρ τοῦτο καί ἡ μερίς αὕτη, ἡ ἐκ τοῦ σώματός φημι τοῦ Ἀδάμ, ὑπό τοῦ ἀποστόλου Ματθαίου γενεαλογεῖται καί οὐχ ὅλον τό σῶμα, ὡς ἀπορραγέν δηλονότι τό ὅλον ἀπό τῆς μερίδος, καθά δή καί τῆς θεϊκῆς δόξης ὅλος ἐξέπεσεν ὁ Ἀδάμ.
Τίνα τρόπον καί διά τι; Ἵνα, καθώς ἐκ τοῦ ὅλου σώματος τοῦ Ἀδάμ ἡ μερίς ληφθεῖσα ᾠκοδομήθη εἰς γυναῖκα, οὕτω πάλιν ἐκ τῆς γυναικός ἡ αὐτή ληφθεῖσα μερίς ἀνοικοδομηθῇ εἰς ἄνδρα καί γένηται νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος (123) ἡμῶν Ἰησοῦ ὁ Χριστός, ἥν κατ᾿ ἐκλογήν Παῦλος ὁ θεῖος ἐκάλεσε· καί καθάπερ ἐκ τοῦ λήμματος, ἤγουν τῆς μερίδος, αὐτῆς δηλονότι τῆς γυναικός, ἡ ἀφορμή τῆς κατάρας ἐπί τό ὅλον σῶμα, ἤγουν τό γένος, διέβη, οὕτω πάλιν διά τοῦ αὐτοῦ λήμματος, ἤγουν τοῦ δεσποτικοῦ σώματος, ἐπί τήν ἀνθρωπότητα πᾶσαν ἡ εὐλογία διαδοθῇ. Διά γάρ τοῦτο καί ἐν τῷ ᾅδῃ κατῆλθεν, ἵνα καί ἐπί τούς ἁγίους τούς πρό τῆς παρουσίας αὐτοῦ ἡ σωτηρία καί ἐπιφάνεια αὐτοῦ γενομένη συνάψῃ πάντας τούς ἀπ᾿ αἰῶνος κεκοιμημένους κατά τῶν ἕως τῆς συντελείας μελλόντων γενέσθαι ἁγίων· οὕτω καί ἐν μνημείῳ ἐτέθη, ἵνα καί τά προκεκοιμημένα σώματα διά τῆς νεκρότητος τοῦ σώματος αὐτοῦ ζωῆς συμμέτοχα καί ἀναστάσεως αἰωνίου ποιήσῃ. Τοιγαροῦν καί κλῆρον γεγονότα Θεοῦ τόν Ἰσραήλ καί μερίδα αὐτοῦ χρηματίσαντα, ἀμπελῶνα τοῦτον εἰκότως ἐκάλεσε καί φραγμόν αὐτῷ περιέθηκεν, οἷον ἄλλῳ τινί νέῳ παραδείσῳ ἀφ᾿ οὗ πάλιν ὁ Ἀδάμ ἐξεβλήθη, ἤγουν τό γένος τοῦ σώματος αὐτοῦ, φημί δή τά ἔθνη. Καί ὁ μέν ἄγγελος ἦν ἀντί τῆς φλογίνης ῥομφαίας φυλάσσων τήν ἄμπελον ταύτην τοῦ μή εἰσελθεῖν ἐν αὐτῇ τά ἔθνη, ὁ δέ γεωργός ἦν αὐτῆς ὁ Θεός.
Καθάπερ οὖν ἡ Εὔα πρώτη, αὐτή ἡ μερίς τοῦ ὅλου ἀδαμιαίου σώματος, τῷ ὄφει ὡμίλησε καί πρώτη τά ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐνταλθέντα αὕτη αὐτῷ ἀπεκάλυψε καί πρώτη τά ὑπό τοῦ ὄφεως ἐνσπαρέντα ἐδέξατο καί τήν ἐντολήν παρέβη ἀπό τοῦ ξύλου φαγοῦσα, τοῦ Ἀδάμ μή παρόντος, ὕστερον δέ καί διάκονος αὕτη τούτῳ ἐγένετο, δοῦσα καί αὐτῷ ἀπό τοῦ ξύλου φαγεῖν, οὕτω μετά ταῦτα καί ἐν τῷ Ἰσραήλ γέγονεν. Ἀθετήσας γάρ και αὐτός, ὥσπερ ἐκείνη, τήν πίστιν καί τήν ἀγάπην τοῦ ἐκλεξαμένου αὐτόν Θεοῦ (124) παρά πάντα τά ἔθνη, τῆς πρός αὐτόν λατρείας ἀποστάς, εἰδώλοις θυσίαν καί σπονδάς προσῆξεν· ἤσθιέ τε καί ἔπινεν ἐν αὐτοῖς. Τοῦτο οὖν προειδώς ὁ Θεός, ἅτε Θεός ὤν καί τά πάντα εἰδώς, πάλιν ἐκ τούτων αὐτῶν τήν μερίδα, τόν κλῆρον, αὐτό τό λῆμμα, τό τῆς πλευρᾶς φημι τοῦ Ἀδάμ, ἐκ τῆς τοῦ Ἰούδα φυλῆς λαβών ἑαυτῷ συνετήρησεν. Ἐπεί δέ εἰς ἀπιστίαν ἅπαντες οἱ λοιποί συνεκλείσθησαν, ἐκ μέν τούτων τό λῆμμα λαβών ὅ ᾠκοδόμησεν εἰς γυναῖκα, ἤγουν Μαρίαν τήν ὑπεράμωμον, ἐξ αὐτῆς δέ τῆς ἁγίας θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας τήν προσληφθεῖσαν σάρκα σπέρμα τῆς εἰς Θεόν πίστεως ἐν ἑαυτῷ ἔχων, ἀνῳκοδόμησεν εἰς ναόν ἑαυτῷ ἅγιον ὁ ὑπεράγιος Θεός, ἀνήρ θεάνθρωπος γεγονώς. Ἀλλά γάρ ἐπεί καί αὐτή ἡ προσληφθεῖσα σάρξ ἐξ αὐτῆς τῆς ἁγνῆς Θεοτόκου οὐκ ἐκ τῆς γυναικός ἦν ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Ἀδάμ εἰς γυναῖκα οἰκοδομηθεῖσα, τόν Ἀδάμ φορέσαι λέγεται ὁ Χριστός καί δεύτερος Ἀδάμ ἐκ τοῦ πρώτου γεγονέναι καί καλεῖσθαι γέγραπται, υἱός ὤν τοῦ Θεοῦ καί υἱός οὐ τῆς γυναικός ἀλλά τοῦ Ἀδάμ. Τοῦτο δέ ποῦ γέγραπται; Ἐν τῷ κατά Λουκᾶν εὐαγγελίῳ φησί· καί, εἰ δοκεῖ, ἐρεύνησον καί εὑρήσεις γενεαλογούμενον αὐτόν οὕτως. Εἰπών γάρ περί αὐτοῦ ὅτι ἐνομίζετο υἱός Ἰωσήφ, ἐπάγει· "τοῦ Ἠλί, τοῦ Ματθᾶν" καί καθεξῆς γενεαλογῶν τό λῆμμα καί διελθών, ὕστερόν φησι· "τοῦ Ἐνώς, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ". Ἀπό τοῦ Ἰωσήφ κατά ἀναποδισμόν εἰς τόν Ἀδάμ ἀνελθών, τῆς γυναικός ὅλως μή μνημονεύσας, καί τοῦτο εἴασεν ὅλως ἐν μυστηρίῳ κεῖσθαι.
Τό λῆμμα οὖν, ὡς ἔχον ἐν ἑαυτῷ τό τῆς πίστεως σπέρμα, λαβών, ὥσπερ εἴρηται, ὁ Θεός ἄνθρωπος γέγονεν. Ὅλον τόν Ἀδάμ, ἤτοι τό γένος ἅπαν αὐτοῦ τό ἐκ τοῦ λήμματος ἀποβληθέν καί ὡς ἐκ τοῦ νέου παραδείσου καί τῆς μερίδος καί τοῦ ἀμπελῶνος ἔξω βληθέν, διά τοῦ (125) τῆς πίστεως σπέρματος ἐν πίστει καί αὖθις τῇ πρός αὐτόν ἔκρινε δικαιῶσαι, καθάπερ καί τῷ Ἀβραάμ τοῦτο ὑπέσχετο, οὐ τότε τοῦτο ἐνθυμηθείς ὁ Θεός, ὡς ἄν τις οἰηθείη τῶν λίαν γνωστικῶν, ὅτε καί τήν πίστιν ὁ Ἀβραάμ ἐπεδείξατο θύσας τόν Ἰσαάκ, ἀλλ᾿ ὡς πρό καταβολῆς κόσμου τοῦτο γινώσκων καί προορίσας διά πίστεως τό λῆμμα καί διά τῆς κατά πρόθεσιν ἐν τῷ λήμματι πίστεως πάντας τούς ἐκ τούτου τοῦ λήμματος πρότερον χωρισθέντας σωθήσεσθαι, ὕστερον οἱονεί τῷ πιστῷ εὑρεθέντι Ἀβραάμ τήν πάλαι προορισθεῖσαν αὐτοῦ βουλήν ἐν ἑαυτῷ ἐφανέρωσεν· ἥν ἀκούοντες ἡμεῖς, λογιζόμεθα ὅτι, ἐπειδή ἐπίστευσεν ὁ Ἀβραάμ τῷ Θεῷ, διά τοῦτο τήν εὐλογίαν ταύτην καί τήν διά πίστεως υἱοθεσίαν ἐλάβομεν, εἰπόντι πρός αὐτόν ὅτι "ἐν σοί ἐνευλογήσονται πάντα τά ἔθνη", οἱονεί ἀντίχαριν τῆς τοῦ Ἀβραάμ πίστεως δοθεῖσαν ἡμῖν τήν ἐπαγγελίαν ταύτην κακῶς ὑποπτεύοντες, καί οὐχί μᾶλλον διά τῆς προορισθείσης πρό τῶν αἰώνων ἀπορρήτου οἰκονομίας, τῆς ἐν τῷ Ἀβραάμ διά τῆς πίστεως ἐπαγγελθείσης καί φανερωθείσης ἡμῖν. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι τοῦτο, οὐκ ἔστι. Τό γάρ λῆμμα τοῦτο ἐν τῷ διαμερισμῷ τῶν υἱῶν Ἀδάμ, αὐτῶν τῶν ἐθνῶν, γενόμενον εἰς μερίδα Κυρίου κατά τό λόγιον, ὡς ἄλλον τινά δεύτερον παράδεισον ἐφύτευσε, μέσον τό τῆς ζωῆς ξύλον ἔχοντα ἑαυτοῦ, ἤγουν τήν πίστιν τήν εἰς Θεόν καί τό Πνεῦμα τό ἐκ Θεοῦ. Ἐπεί δέ τό λῆμμα τοῦτο ἐκ τῆς πλευρᾶς ἦν τοῦ Ἀδάμ, ὅ καί εἰς γυναῖκα ἐκτίσθη, ἡ δέ γυνή παρέβη πρώτη, προεγίνωσκε δέ ὁ Θεός ὅτι καί τοῦτο πάλιν τό λῆμμα οὐ μή φυλάξῃ τήν πίστιν τήν εἰς αὐτόν, ὅτε τοῦτο προέγνω πρό τῶν αἰώνων, τότε καί τά ἔθνη πάντα τά ἐκβληθέντα, (126) ἤτοι τά ἀποικισθέντα καί ἀπαλλοτριωθέντα τούτου τοῦ λήμματος, ἀνακληθῆναι καί ἀντεισαχθῆναι καί τῷ ἐκ τοῦ λήμματος λήμματι προστεθῆναι καί ἑνωθῆναι εὐδόκησεν.
Ἀλλά τοῖς λεγομένοις πρόσεχε νουνεχῶς, ἐπειδή δυσνόητόν ἐστι τό ἐν τούτοις νόημα. Ὅταν οὖν ὁ ἰουδαϊκός λαός ὁ καί Ἰσραήλ κληθείς (οὗτος γάρ ἐστιν ἡ μερίς ἡ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνδρός) τήν δοθεῖσαν αὐτῷ παρά τοῦ Θεοῦ ἐντολήν παραβῇ (ἄκουε γάρ, φησίν, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου Κύριος εἷς ἐστιν) , ὅτε ταύτην παραβῇ δαιμονίοις λατρεύσει καί εἰδώλοις προσκυνήσει καί ἐκ τῶν σπονδῶν τῶν θυσιῶν αὐτῶν φάγῃ, τότε ἐξ αὐτῆς πάλιν, οἱονεί ἐξ ἑνός σώματος τοῦ ἐκ ταύτης ἐκ πολλῶν μελῶν εἰς ἕνα λαόν οἰκοδομηθέντος, τήν ἑαυτοῦ μερίδα λαβών ὁ Θεός ἀκέραιον ἑαυτῷ ταύτην διατηρήσει· τό δέ λοιπόν σῶμα, ἤτοι τό ἐκ τῆς μερίδος ταύτης ἀποσπασθέν μέρος καί εἰς εἰδωλολατρείαν ἐκκλῖναν, ἐκ τοῦ παραδείσου τούτου, τοῦ ἀμπελῶνος δηλονότι τῆς μερίδος αὐτοῦ, ἀπώσεται καί ἐξώσει αὐτό· ἀπό δέ τῆς κατ᾿ ἐκλογήν πίστεως καί μερίδος αὐτοῦ, τῆς οὔσης ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ, ὡς ὀλίγου τινός προσλαβόμενος σπέρματος, ὁ Θεός Λόγος γένηται ἄνθρωπος, ἤγουν, ἵνα πάλιν εἴπω, Ἀδάμ δεύτερος τοῦ πρώτου υἱός ὡς ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ δίχα συνουσίας καί ῥεύσεως γεννηθῇ καί τηνικαῦτα εὐλογηθῇ ὅλον τό σῶμα καί τά μέλη τοῦ πρώτου Ἀδάμ, αὐτός δηλαδή ὁ ἐξωσθείς λαός τῶν ἐθνῶν, διά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ τοῦ θεανθρώπου ἀνδρός ἑνωθείς ἐκ πίστεως τῷ λήμματι τῷ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ.
Τοῦτο οὖν ἐστιν ὅ καί Παῦλος ὁ θεῖος πρό αἰώνων ὁρισθέν καί προγνωσθέν λέγει ἀπό τοῦ τά πάντα προειδότος Θεοῦ, ἵνα πάντα τά ἔθνη ἀπό ἀνατολῶν καί μέχρι δυσμῶν προσκληθῶσι καί ὅσοι μέν πιστεύσουσι κολληθῶσι (127) τῷ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ πατρός αὐτῶν σαρκωθέντι Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ καί υἱῷ τοῦ Ἀδάμ· καί οὕτως γενήσονται οἱ ἀμφότεροι ἕν, σύσσωμοι δηλονότι καί συμμέτοχοι καί ἀδελφοί καί συγκληρονόμοι Χριστοῦ, αὐτός ὁ Χριστός, καί τά μακράν ἀποικισθέντα καί διασπαρέντα ἔθνη· ὅσοι δέ ἀπιστήσουσι, μείνωσιν ἔξω μετά τῶν ἐκ τοῦ λήμματος τῆς πίστεως, αὐτῶν δή τῶν Ἰουδαίων φημί, τῶν διά ἀπιστίαν ἐκβληθέντων καί ἀπωσθέντων. Καί τοῦτο ἐκ τῶν εὐαγγελικῶν ῥημάτων δῆλόν ἐστι τοῖς ἀκούουσι· φησί γάρ ὁ Κύριος πρός τούς αὐτοῦ μαθητάς· "Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς. Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας· ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται ".
Ἀλλ᾿ ἀναλαβόντες τόν λόγον ὡς ἐν ἐπιτόμῳ τά ἀνωτέρω ῥηθέντα αὖθις διηγησόμεθα, ὡς ἄν εὐσύνοπτα μᾶλλον ἄρτι τοῖς πᾶσι γένωνται.
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2018
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
* * * * * *
Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί
Τὸ Νέον Ἔτος ἦλθεν.
Μία ἀκόμη ἀλλαγή στήν ἀριθμητική μέτρηση τοῦ χρόνου.
Μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον νά συνθέτουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου.Ἀπό τό παρελθόν στό μέλλον, ὅπως ὁρίζει ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη.
Αὐτά τά δύο μέρη τοῦ ἀνθρώπινου χρόνου πού βρίσκονται ἀλληλένδετα εἶναι ὁ ἱστορικός χρόνος, ἀφενός τό παρελθόν, ὅ,τι ἔζησε, γνώρισε, συναισθάνθηκε ὁ ἄνθρωπος καί ἔγινε ἕνα πεδίο ἐμπειρίας καί γνώσης, ἀφετέρου τό ἀνεπίγνωστο μέλλον, τό πεδίο πού ἀνοίγεται ἐμπρός στήν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά συνεχίσει τήν ὑλική καί πνευματική ζωή του.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ὑπάρχει καί ζεῖ μέσα στήν ἱστορία, στόν χῶρο καί τόν χρόνο καί εἶναι συνδεδεμένος μαζί τους. Ὑπάρχει καί ζεῖ ὡς χῶρος καί ὡς χρόνος. Τό σῶμα καί ἡ ψυχή του εἶναι καί ἔχει χῶρο καί χρόνο. Γι’ αὐτό καί ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας του ὁ ἄνθρωπος ἀσχολήθηκε καί προσπάθησε νά ὀργανώσει καί τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό του χρόνο. Ἔψαχνε τὸ νόημα ποὺ ἔχει γιά ἐκεῖνον ἀλλά καί γιά τήν κοινωνία του, στενότερη ἤ εὐρύτερη, καί κατέληγε στόν λατρευτικό χῶρο καί στόν λατρευτικό χρόνο, στό θρησκευτικό ἱερό ἤ στήν οἰκογενειακή ἑστία. Αὐτή ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τελικῶς δίψα γιά νά προσεγγίσει τό «θεῖο». Γιά αὐτό καί ὁριστικῶς καί καταληκτικῶς μίλησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἄρειο Πάγο στούς Ἀθηναίους «ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγώ καταγγέλλω ὑμῖν». «Αὐτόν λοιπόν τόν ὁποῖον σέβεσθε χωρίς νά τόν γνωρίζετε, αὐτόν ἐγώ κηρύττω σέ ἐσᾶς.»
Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἀγαπητοί μου, πιστεύουμε καί τό μαρτυροῦμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος βρῆκαν τό νόημά τους. Στήν Ἐκκλησία ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος ἀλλά καί τό νόημά τους εἶναι ἕνα πρόσωπο. Εἶναι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος. Ὁ Χριστός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός ὡς ἱστορία καί ἡ Ἐκκλησία ὡς χρόνος καί χῶρος αὐτοῦ τοῦ Προσώπου. Ὁ Χριστός «ἐνεχωροχρονήθη» γιά νά ξαναδώσει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα γιά τόν χαμένο χωροχρόνο του στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό περιγράφει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας πώς διά τοῦ Ἐνσαρκωμένου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ «ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα», ὁδηγούμαστε καί πλησιάζουμε καί οἱ δύο, Ἰουδαῖοι καί Ἐθνικοί, πρός τόν Θεό Πατέρα μέ τό αὐτό Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, λέγει, ἔχετε κτισθεῖ ἐπάνω στό πνευματικό θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν σέ μιὰ πνευματική οἰκοδομή, τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀκρογωνιαῖος καί θεμελιακός λίθος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ·» δηλαδή, ἐπάνω στόν Χριστό ὅλη ἡ οἰκοδομή συναρμολογεῖται καί αὐξάνεται κατά τρόπον ἁρμονικό, ὥστε νά γίνει Ναός ἅγιος, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἄν ἀναλογισθοῦμε, ἀγαπητοί μου, τόν προσωπικό μας ἐσωτερικό χρόνο, τόν ὁποῖο αἰσθανόμαστε, τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, θά δοῦμε ὅτι τό πιό χαρακτηριστικό στοιχεῖο του εἶναι ἡ κίνηση. Πάντοτε ὑπάρχει μιά κίνηση, μιά τάση πρός κάτι, μιά πάλη. Εἶναι μιά πάλη, ἕνας ἀγώνας πού μᾶς κάνει νά προχωροῦμε πιό πέρα καί πιό πάνω, νά ψάχνουμε νά γεμίσουμε μέ ἕνα νόημα τόν χῶρο καί τόν χρόνο μας. Αὐτό πού νοηματοδοτεῖ καί δίνει μιά ζωτική δύναμη κι ἕναν σκοπό σέ αὐτήν τήν κίνηση εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ἔχουν ἕνα κέντρο, τό πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Χριστοῦ, τό ὁποῖο νοηματοδοτεῖ καί τόν χῶρο καί τόν χρόνο καί τήν κίνηση καί τόν ἄνθρωπο καί τήν προοπτική του. Εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ ἀκρογωνιαῖος καί θεμελιακός λίθος ἐπάνω στόν Ὁποῖο αὐξάνεται ὅλη ἡ οἰκοδομή ὥστε νά γίνει «ναός ἅγιος». Μέσα στήν Ἐκκλησία βεβαίως, αὐτή ἡ ἀναζήτηση, ἡ ροπή, ἡ κίνηση, ἡ πάλη, «συνοικοδομεῖται» ἀπό κοινοῦ μέ ὅλους τούς πιστούς, γιά νά γίνει κατοικία ὅλων πρός σωτηρία, «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι». Ἄλλωστε ὁ Χριστός ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος, τῶν μελῶν της, τῆς Οἰκογένειάς Του, εἶναι καί «μυριοϋπόστατος», «ὁ Πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς». Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν καί ἐνώπιον τοῦ Πρωτοτόκου Χριστοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κουβαλοῦν καί ἀποθέτουν τόν χρόνο καί τόν χῶρο τους. Εἶναι σημαντικό νά κατανοήσουμε ὅτι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, λογική χριστόμορφη εἰκόνα, καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά τή φύση του καί τόν προορισμό του χριστολογικός καί χριστοκεντρικός. Αὐτή εἶναι καί ἡ καλή ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο γιά τήν ἱστορικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Χριστός εἰσῆλθε στήν καρδιά ὅλης τῆς κτίσεως, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί ἁγίασε τόν χρόνο καί τόν χῶρο μας, τήν ἱστορία καί τόν κόσμο. Γι’ αὐτό ἀκοῦμε στά λειτουργικά κείμενα τῶν ἡμερῶν νά ἀποκαλεῖται ὁ Κύριος «ἄχρονος Υἱός» στόν Ὁποῖο ἡ Παναγία ἔδωσε χρόνο καί χῶρο. «Ὁ ἄναρχος ἄρχεται καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται».
Βλέπουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο μας, τόν χωροχρόνο μας, μέσα στή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν Οἶκο τοῦ Πατέρα μας, οἶκο στόν ὁποῖο ὅμως ὁ Θεός εἶναι ἔνοικος. Κατά τόν Ἅγιο Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη ὁ ἀληθινός χριστιανός εἶναι ὁ «οἶκον ἔχων τόν Θεόν ἔνοικον», δηλαδή ὁ ζωντανός οἶκος τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ἔνοικο τόν Θεό. Ἡ ἱστορία μας λοιπόν διαπερνᾶται ἀπό τόν Θεό καθώς ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται. Αὐτή ἡ εἰσχώρηση καί ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τοῦ ἀνθρώπου τήν κάνει μιά ἀπό τίς μεγάλες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ στήν Ἱστορία εἶναι μιά ἐπιβεβαίωση τῆς Ἱστορίας, ἡ ὁποία ὅμως συμπληρώνεται ἀπό τήν ἐσχατολογική πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασης. Διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐλευθερώνει καί ἀπό τά δεσμά ἑνός ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἔστω ἐκείνου πού πάντα κινεῖται πρός τά ἐμπρός, πού πάντα ἐξελίσσεται. Δίχως τήν Ἐσχατολογία, ἡ Ἱστορία θά ἦταν ἁπλῶς μιά διαδοχή γεγονότων, τά ὁποῖα δέν θά εἶχαν οὔτε νόημα οὔτε κατάληξη. Καί ἐδῶ δέν ἀμφισβητεῖται καθόλου ἡ σημασία καί ἡ σπουδαιότητα τῆς Ἱστορίας ἀλλά δέν εἶναι αὐτή τό τέλος. Ἄν ἐπέστρεφε ὁ ἄσωτος υἱός καί δέν ἔβγαινε ὁ πατέρας του νά τόν προϋπαντήσει, τότε ἡ ἐπιστροφή θά ἦταν μάταιη. Αὐτός εἶναι, θά λέγαμε, ὁ ρεαλισμός τοῦ Χριστιανοῦ. Νά γνωρίζει τόν χρόνο καί τόν χῶρο ὄπου ζεῖ, καί νά ζεῖ στόν χρόνο καί στόν χῶρο, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί χωρίς νά παραδέχεται τόν χρόνο καί τόν χῶρο ὡς τήν τελική του πατρίδα, ὡς τόν οἶκο του. Εἶμαι στόν Οἶκο τοῦ Πατέρα μου ἀλλά θέλω πρωτίστως τόν Πατέρα καί ὄχι τόν οἶκο του καί τά πλούτη του μόνο. Ξοδεύω τά ὑπάρχοντά μου, καί ἔχω δικαίωμα νά τά ξοδέψω, ἀλλά πολλές φορές ξοδεύω καί τόν ἑαυτό μου. Ὅταν συνέρχομαι «εἰς ἑαυτόν» ὅπως ὁ ἄσωτος, τότε βλέπω νά ἔρχεται ἀπό τά ἔσχατα γιά νά μέ συναντήσει ὁ Πατέρας μου. Ἀκόμη δέ περισσότερο καθ’ ὅλον τόν χρόνο τῆς ζωῆς, σέ ὅλη τήν ἱστορία μου, ὁ Θεός ἦταν καί εἶναι Παρών μέ τίς ἐνέργειές Του, μέ τούς νόμους Του, μέ τήν πρόνοια καί τήν Ἀγάπη Του.
Ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος λοιπόν εἶναι ἔργο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τή συνάντηση μέ τήν Ἀγάπη Του, εἶναι τό πεδίο ἑνός παρελθόντος καί ἑνός μέλλοντος πού νοηματοδοτοῦνται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί γίνονται ἐσχατολογικός χρόνος. Ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο πού λέγει ὅτι τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁ Ὤν, ὀ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος». Αὐτό τό Ὄνομα εἶναι καί ἡ ἐλπίδα γιά σωτηρία ἀλλά καί ὁ πόθος γιά συνάντηση τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ Ἐρχόμενος εἶναι ἡ ἐσχατολογική παρουσία τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται ὄχι μόνο ἀπό τό ἱστορικό παρελθόν οὔτε ἀπό τό προσεχές παρόν ἀλλά ἀπό τά Ἔσχατα, τόν ἐσχατολογικό χρόνο τῆς Παρουσίας τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ πού νοηματοδοτεῖ καί φωτίζει κάθε ἴχνος χώρου καί κάθε ἀπειροελάχιστο χρόνο ἀπό τό «μετά» τό τέλος τοῦ ἱστορικοῦ μας χρόνου. Αὐτή εἶναι καί ἡ προοπτική τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Εἶναι τό Νέον Ἔτος τοῦ Νέου Ἀδάμ πρός σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Καλό καί εὐλογημένο νέον ἔτος!
Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Θα σου πάει καλά όλη η χρονιά, όχι αν μεθάς την πρώτη του μηνός, αλλά αν και την πρώτη του μηνός και κάθε μέρα κάνεις αυτά που αρέσουν στον Θεό. Διότι η ημέρα γίνεται κακή ή καλή όχι από τη δική της φύση, αφού δεν διαφέρει η μια μέρα από την άλλη, αλλά από τη δική μας επιμέλεια ή ραθυμία.
Αν κάνεις την αρετή, σου έγινε καλή η μέρα. Αν κάνεις την αμαρτία, έγινε κακή και γεμάτη κόλαση. Αν εμβαθύνεις σ’ αυτά κι έχεις αυτές τις διαθέσεις, θα ‘χεις καλή όλη τη χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ελεημοσύνες. Αν όμως αμελείς την προσωπική σου αρετή κι εμπιστεύεσαι την ευφροσύνη της ψυχής σου στις αρχές των μηνών και στους αριθμούς των ημερών, θα ερημωθείς απ’ όλα τα αγαθά σου. Αυτό, λοιπόν, επειδή το αντιλήφθηκε ο διάβολος κι επειδή φροντίζει να καταλύσει τους κόπους μας για την αρετή και να σβήσει την προθυμία της ψυχής, μας έμαθε να βάζουμε στις μέρες την ετικέτα της ευτυχίας ή της δυστυχίας. Ένας που έπεισε τον εαυτό του ότι η ημέρα είναι κακή ή καλή, ούτε στην κακή θα φροντίσει για καλά έργα, διότι τάχα άδικα τα κάνει όλα και χωρίς σε τίποτα να ωφελήσει, εξαιτίας της κακορρίζικης ημέρας· ούτε στην καλή πάλι θα το κάνει αυτό, διότι τάχα σε τίποτα δεν τον εμποδίζει η προσωπική του ραθυμία, εξαιτίας της καλορρίζικης ημέρας, κι έτσι και από τις δύο πλευρές θα προδώσει τη σωτηρία του. Κι άλλοτε μεν διότι δήθεν ανώφελα κοπιάζει, άλλοτε διότι δήθεν περιττά, θα ζήσει μέσα στην αργία και την πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό πρέπει να αποφεύγουμε τις μεθοδείες του διαβόλου και να βγάλουμε από το νου μας αυτήν την ιδέα και να μη προσέχουμε τις μέρες ούτε να μισούμε τη μια και ν’ αγαπούμε την άλλη… Ο χριστιανός δεν πρέπει να γιορτάζει μόνο μήνες ούτε πρωτομηνιές ούτε Κυριακές, αλλά σ’ όλη του τη ζωή να έχει τη γιορτή που του πρέπει. Και ποιά γιορτή του πρέπει; Ας ακούσουμε τον Παύλο που λέει· «Ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας» (Α’ Κο. 5, 8). Όταν λοιπόν έχεις καθαρή τη συνείδηση, έχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι με καλές ελπίδες και εντρυφάς στην προσδοκία των μελλόντων αγαθών· όπως, όταν δεν έχεις παρρησία κι έχεις πέσει σε πολλά αμαρτήματα, ακόμη κι αν είναι μύριες γιορτές και πανηγύρια δεν θα ‘σαι σε καθόλου καλύτερη θέση από εκείνους που πενθούν. Διότι, τί όφελος έχω εγώ από τη λαμπρή μέρα, όταν την ψυχή μου τη σκοτίζει η συνείδηση; Αν λοιπόν θέλεις να ‘χεις και κάποιο κέρδος από την πρωτομηνιά, κάνε το εξής. Όταν βλέπεις ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος, ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι σε έβαλε σ’ αυτήν την περίοδο των ετών. Δημιούργησε κατάνυξη στην καρδιά σου, ξαναλογάριασε τον χρόνο της ζωής σου, πες στον εαυτό σου· Οι μέρες τρέχουν και περνούν, τα χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος του δρόμου προχωρήσαμε. Άραγε τι καλό κάναμε; Μήπως άραγε φύγουμε από δω άδειοι κι απογυμνωμένοι από κάθε αρετή; Το δικαστήριο είναι κοντά, η ζωή μας τρέχει προς το γήρας.
Πηγή: (Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος εν ταις Καλάνδαις, PG 48, 955-956), Η άλλη όψη
Μὲ ρωτᾶς , ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ποὺ προέρχεται ἡ σημερινὴ κρίση , καὶ τί σημαίνει αὐτὴ . Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ μὲ ρωτᾶς γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο μυστικὸ ;” Μίλα ὅταν ἔχεις κάτι καλύτερο ἀπὸ τὴ σιωπὴ ” , λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὅμως παρόλο ποὺ θεωρῶ, ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι ὥρα καλύτερη ἀπὸ κάθε ὁμιλία , καὶ ὅμως λόγω ἀγάπης πρὸς ἐσένα , θὰ σοὺ ἐκθέσω ἐκεῖνα ποὺ σκέπτομαι περὶ αὐτοῦ ποὺ ρώτησες.Ἡ κρίση εἶναι ἑλληνικὴ λέξη , καὶ σημαίνει δίκη. Στὴν Ἁγία Γραφὴ αὐτὴ ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλὲς φορὲς . Ἔτσι ὁ ψαλμωδὸς λέει : “διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει ” (Ψάλμ. 1,5). Σὲ ἄλλο μέρος πάλι λέει : ” ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαι σοὶ , Κύριε ” (Ψάλμ. 100,1) .Ἀντικατάστησε τὴ λέξη “κρίση” μὲ τὴ λέξη “δίκη” καὶ διάβασε : “διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν δίκη “.Ἕως τώρα οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴ λέξη “δίκη” ἀντὶ γιὰ τὴ λέξη “κρίση” ὅποτε καὶ νὰ τοὺς ἔβρισκε κάποια συμφορά. Τώρα ἡ καινούρια λέξη ἀντικατέστησε τὴν παλιὰ , καὶ τὸ κατανοητὸ ἔγινε ἀκατανόητο . Ὅταν γινόταν ξηρασία , πλημμύρα , πόλεμος , ἢ ἔπεφτε ἐπιδημία , ὅταν ἔριχνε χαλάζι , γίνονταν σεισμοὶ , πνιγμοὶ καὶ ἄλλες συμφορὲς , λέγανε «Θεία δίκη!» .Καὶ αὐτὸ σημαίνει : κρίση μέσα ἀπὸ ξηρασίες , κρίση μέσα ἀπὸ πλημμύρες , μέσα ἀπὸ πολέμους , μέσα ἀπὸ ἐπιδημίες κ.λπ. Καὶ τὴ σημερινὴ χρηματο-οἰκονομικὴ δυσκολία ὁ λαὸς τὴν θεωρεῖ ὡς Θεία δίκη , ὅμως δὲν λέει ἡ δίκη ἀλλὰ ἡ κρίση.Ἔτσι ὥστε ἡ δυσκολία νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἀκατανόητη! Ἐφόσον ὅσο ὀνομαζόταν μὲ τὴν κατανοητὴ λέξη «δίκη» , ἦταν γνωστὴ καὶ ἡ αἰτία , λόγω τῆς ὁποίας ἦρθε ἡ δυσκολία , ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ Δικαστὴς , ὁ Ὁποῖος ἐπέτρεψε τὴν δυσκολία , ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐπιτρεπόμενης δυσκολίας. Μόλις ὅμως χρησιμοποιήθηκε ἡ λέξη «κρίση» , λέξη ἀκαταλαβίστικη σὲ ὅλους , κανεὶς δὲν ξέρει πιὰ νὰ ἐξηγήσει οὔτε γιὰ ποιὸ λόγο, οὔτε ἀπὸ Ποιὸν , οὔτε ὡς πρὸς τί ; Μόνο σ’αὐτὸ διαφέρει ἡ τωρινὴ κρίση ἀπὸ τὶς κρίσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ξηρασία ἢ τὴν πλημμύρα ἢ τὸν πόλεμο ἢ τὴν ἐπιδημία ἢ τοὺς πνιγμοὺς ἢ κάποιους ἄλλους πειρασμούς.Μὲ ρωτᾶς γιὰ τὴν αἰτία τῆς τωρινῆς κρίσης , ἢ τῆς τωρινῆς Θείας δίκης ! Ἡ αἰτία εἶναι πάντα ἡ ἴδια . Ἡ αἰτία γιὰ τὶς ξηρασίες , τὶς πλημμύρες , τὶς ἐπιδημίες καὶ ἄλλα μαστιγώματα τῆς γενιᾶς τῶν ἀνθρώπων , εἶναι ἡ αἰτία καὶ γιὰ τὴν τωρινὴ κρίση. Ἡ ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεὸ . Μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς Θεὸ-ἀποστασίας οἱ ἄνθρωποι προκάλεσαν αὐτὴ τὴν κρίση , καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε , ὥστε νὰ ξυπνήσει τοὺς ἀνθρώπους , νὰ τοὺς κάνει εὐσυνείδητους , πνευματικοὺς καὶ νὰ τοὺς γυρίσει πρὸς Ἐκεῖνον . Στὶς μοντέρνες ἁμαρτίες -μοντέρνα καὶ ἡ κρίση. Καὶ ὄντως ὁ Θεὸς χρησιμοποιῆσε μοντέρνα μέσα ὥστε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουν οἱ μοντέρνοι ἄνθρωποι: χτύπησε τὶς τράπεζες, τὰ χρηματιστηρία, τὶς οἰκονομίες, τὸ συνάλλαγμα τῶν χρημάτων. Ἀνακάτωσε τὰ τραπέζια στὶς συναλλαγὲς σ’ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως κάποτε στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Προξένησε πρωτόγνωρο πανικὸ μεταξὺ ἐμπόρων καὶ αὐτῶν ποὺ ἀνταλλάσσουν τὸ χρῆμα. Προκάλεσε σύγχυση καὶ φόβο.Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ξυπνήσουν τὰ ὑπερήφανα κεφαλάκια τῶν σοφῶν της Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς , γιὰ νὰ ἔλθουν εἰς ἑαυτοὺς καὶ νὰ πνευματικοποιηθοῦν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄνεση καὶ τὸ ἀγκυροβόλημα στὰ λιμάνια τῆς ὑλικῆς σιγουριᾶς νὰ θυμηθοῦμε τὶς ψυχές μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς ἀνομίες μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὸν ὕψιστο Θεὸ , τὸν ζωντανὸ Θεό.Μέχρι πότε θὰ διαρκέσει ἡ κρίση ; Ὅσο τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων μένει δίχως ἀλλαγή. Ὥσπου οἱ ὑπερήφανοι ὑπαίτιοι αὐτῆς τῆς κρίσης νὰ παραιτηθοῦν μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο . Ὥσπου οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ νὰ θυμηθοῦν , τὴν ἀκαταλαβίστικη λέξη «κρίση» , νὰ τὴν μεταφράσουν στὴν γλώσσα τους , ὥστε μὲ ἀναστεναγμὸ καὶ μετάνοια νὰ φωνάξουν : «Θεία δίκη!». Πὲς καὶ ἐσὺ τίμιε πατέρα , ἡ Θεία δίκη , ἀντὶ ἡ κρίση , καὶ ὅλα θὰ σοὺ γίνουν ξεκάθαρα.Χαιρετισμοὺς καὶ Εἰρήνη.
Πηγή: (Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς ἀπὸ τὸ βιβλίο “Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται – Ἱεραποστολικὲς Ἐπιστολὲς Α’), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...