Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
23 Νοεμβρίου 2024

mhtropoliths manhs xrysostomos 02


Τήν 8η Νοεμβρίου, ἑορτή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί ὅλων τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων ἀσωμάτων, κοιμήθηκε ὁ Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη Μητροπολίτης ἐπί Ἀρχιεπισκοπείας Σεραφείμ καί μάλιστα ἦταν ἡ τελευταία ἐκλογή τοῦ μακαριστοῦ ἐκείνου Ἀρχιεπισκόπου.

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κορακίτης, πρίν γίνει Μητροπολίτης, ἦταν γνωστός σέ ὅλους μας, διότι ἐφημέρευε στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Εἰρήνης ὁδοῦ Αἰόλου, πού ΄ἦταν ὁ πρῶτος Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἀθηνῶν, καί ὑπηρετοῦσε ὡς Γραμματεύς στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Γνωρίζαμε ὅλοι τήν εὐλάβειά του, τό ταπεινό του φρόνημα, τήν εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα του, τόν ἀρχοντικό τρόπο ἐκφράσεώς του, ἀλλά καί τόν ἐκπληκτικό τρόπο μέ τόν ὁποῖον χειριζόταν τήν ἑλληνική γλώσσα, πού ὁμοίαζε μέ τήν γλώσσα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.

Προσωπικά ἐκτιμοῦσα τόν τότε Ἀρχιμ. Χρυσόστομο Κορακίτη, ὅταν ὑπηρετοῦσα στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν ὡς Ἱεροκήρυξ καί Διευθυντής Νεότητος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί συνεργαζόμασταν γιά διάφορα ποιμαντικά θέματα τῆς ἁρμοδιότητός μου.

Ὅταν γίναμε καί οἱ δύο Ἀρχιερεῖς, σέ μιά συνοδική περίοδο συμπέσαμε ὡς Συνοδικοί Σύνεδροι καί ἔβλεπα τά χαρίσματά του, καθώς ἐπίσης τόν ὡραῖο τρόπο μέ τόν ὁποῖον διατύπωνε τίς ἀπόψεις του, μέ τήν χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, πού τό ἔκανε ἀνεπιτήδευτα. Στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή μᾶς χώριζε μόνον ἕνας χρόνος ἐκλογῆς καί χειροτονίας μερικές φορές ἤμασταν πολύ κοντά στά συνοδικά ἕδρανα καί χαιρόμουν τόν τρόπο καί τόν λόγο μέ τόν ὁποῖον σχολίαζε τά θέματα πού συζητούσαμε. Εἶχε βαθειά πίστη καί εὔστοχη κρίση.

Ὡς Μητροπολίτης ἐργάσθηκε ἀθόρυβα στήν μικρή του Μητρόπολη, ἀπέφευγε συστηματικά τίς ἄσκοπες ἐπισκέψεις σέ ἄλλες Μητροπόλεις γιά ἀρχιερατικά Συλλείτουργα, κρατώντας ἔτσι τήν παλαιά παράδοση τῶν Ἱεραρχῶν.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἔκανε σέ πολλούς ἐντύπωση ἦταν ὁ τρόπος τῆς κοιμήσεώς του. Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, ἐνῶ ἦταν ἐνδεδυμένος τά ἀρχιερατικά του ἄμφια, κατά τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς, μετά τήν ἐκφώνηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «λάβετε φάγετε...», «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...», γονατιστός μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Ὅλα αὐτά εἶναι ἄκρως συμβολικά.

Μέ τόν τρόπο αὐτό πέρασε στήν οὐράνια θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ ἡ θεία Λειτουργία πού τελοῦσε στούς Ναούς ἦταν ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς του, σέ αὐτήν τήν στάση ἡ ψυχή του πέρασε στόν ἄλλο τρόπο ζωῆς, πρός τό οὐράνιο Συλλείτουργο. Εἶδα πολλές φορές τήν συγκεκριμένη στιγμή πού γονάτισε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί αἰσθάνθηκα βαθειά συγκίνηση.

Τό πλέον ἐντυπωσιακό ἦταν ὅτι πρίν κοιμηθῆ ἔδωσε τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Εἶπε μέ τόν ἰδιαίτερο τρόπο τῆς φωνῆς του καί στεντορείᾳ τῇ φωνῇ τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως» «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν...», πού εἶναι ἀπόφαση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α' καί Β', τονίζοντας μερικές χαρακτηριστικές φράσεις του.

Στήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο, ὅπως γίνεται καί σέ κάθε χειροτονία Ἐπισκόπου, ἔδωσε τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, καί ἀνέγνωσε τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Αὐτό εἶναι τεκμήριο ὀρθοδοξίας κάθε Ἐπισκόπου καί διαβεβαιώση ἐνώπιον Κλήρου καί λαοῦ ὅτι θά ποιμάνη τό ποίμνιό του μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική. Ὁ μακαριστός Ἱεράρχης Χρυσόστομος ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά κάνη τό ἴδιο καί κατά τήν τελευταία θεία Λειτουργία τῆς ζωῆς του καί ἀμέσως μετά τήν ὁμολογία αὐτή «πέταξε» ἡ ψυχή του στόν οὐρανό. Ἄρχισε τήν ἀρχιερατική διακονία του μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τήν περάτωσε μέ αὐτήν. Τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του τέλεσε γιά πρώτη φορά τήν θεία Λειτουργία καί ἐκοιμήθη κατά τήν ὥρα τῆς τελευταίας Λειτουργίας του.

Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔδειξε ὅτι τήρησε ὅσα ὑποσχέθηκε κατά τήν χειροτονία του, δέν «ἔπαιζε» μέ τά ἱερά καί ὅσια τῆς Ἀρχιερωσύνης. Γιατί δέν χειροτονεῖται ὁ Ἐπίσκοπος - Ἀρχιερέας γιά νά εἶναι ἕνα θρησκευτικό σύμβολο, οὔτε γιά νά συμβάλη μέ τούς πολιτικούς ἄρχοντες στήν διατήρηση τῆς ἑνότητας τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, οὔτε βέβαια γιά νά ὑπηρετήση κοινωνικά καί πολιτιστικά τήν κοινωνία, ἀλλά γιά νά ὁμολογῆ τήν πίστη του στό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό μυστήριο τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Τό ἀκόμη πιό ἐκπληκτικό ἦταν ὅτι ἐνῶ συνήθιζε νά ὁμιλῆ κατά τήν διάρκεια τοῦ «κοινωνικοῦ», ἐκείνη τήν ἡμέρα, κατά ἰδιαίτερο τρόπο, θέλησε πρίν τήν ἐκφώνηση τοῦ «Πιστεύω» νά διατρανώση τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική ὁμολογία του γιά νά τήν ἀφήση, χωρίς βέβαια νά τό γνωρίζη, ὡς παρακαταθήκη στό ποίμνιό του, σέ μᾶς τούς Ἐπισκόπους, τούς Κληρικούς καί σέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε τά ἑξῆς:

«Ἐπειδή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τούτους τούς καιρούς πολλά παράδοξα καί περίεργα παρουσιάζονται ἀπό τήν new age, τήν νέαν τάξιν πραγμάτων, τήν παγκοσμιοποίησιν, ὅπως βλέπετε ὁδεύομεν –καί σχετικά συνέδρια ἔχουν γίνει– καί πρός τήν πανθρησκείαν. Προσπαθοῦν οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους καί τίς θρησκεῖες νά τίς κάνουν ἕναν ἀχταρμά, ἕνα κουρκούτι, μιά ρώσικη σαλάτα, πῶς νά τό πῆ κανείς;

Ἀλλά ποιός τούς ἔχει πεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Χριστιανισμός εἶναι θρησκεία; Καί ἐμεῖς πού τό λέμε καμμιά φορά, «ἡ θρησκεία μου», κάνουμε λάθος. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε θρησκεία, τίς θρησκεῖες τίς φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι: ὁ Μωάμεθ, ὁ Βούδας, ὁ Ζωροάστρης, ὁ Ζαρατούστρας, ὁ Κομφούκιος, ὁ Σαλαμούστρας καί δέν ξέρω ποιός. Ἐμᾶς εἶναι ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς καί μᾶς ἀπεκάλυψε τήν ἀλήθεια περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Οὔτε κἄν μέ τίς ἄλλες δύο μονοθεϊστικές, πού τίς λένε, θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμόν καί τόν Μουσουλμανισμόν, δέν συγγενεύομεν, διότι αὐτοί δέν παραδέχονται τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ οὔτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἰδικός μας Θεός, λοιπόν, εἶναι Τριαδικός, ὁ Θεός Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα. Ἄρα ὑπάρχει διαφορά. Ὡσαύτως καί ὁ Μουσουλμανισμός τό ἴδιο κάθε ἄλλο, παρά παραδέχεται τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς διαφέρει ἡ ἰδική μας πίστις.

Θά παρακαλέσω, λοιπόν, τό κάνουμε σέ ὅλους τούς ναούς, ἐδῶ εἰς τήν Μάνην μας, ἡ ὁποία πάντοτε βροντοφωνοῦσε τήν ἀλήθειαν. Αὐτό βλέπω πάλι σήμερα διά πολλοστήν φοράν καί αὐτός ὁ Ναός ἐδῶ τῆς Ἀρεοπόλεως ἔχει μίαν ἰδιαιτέραν μυστικοπάθειαν καί χάριν, ἴσως γιά ὅλα αὐτά τά φοβερά τά ὁποῖα τελεσιουργήθηκαν. Πού ἀπό δῶ, ὅπως ξέρετε οἱ πατέρες μας –καί προχθές ὁ Δήμαρχός μας ἦταν εἰς τήν Κρήτην– καί ἐκεῖ ὑπάρχουν λείψανα καί κόκκαλα Μανιατῶν, γιατί δέν ἔλειψαν ἀπό κανένα πόλεμον, ὁ ὁποῖος διεξήχθη καθ’ ἅπασαν τήν Ἑλλάδα, ἔτρεχαν πρῶτοι νά δώσουν τό «παρών» καί ἐνεψύχωναν καί τούς ἄλλους. Σήμερα μοῦ τά διηγεῖτο ὁ κ. Κυριάκος ὁ ἱεροψάλτης πού εἶχε πάει μαζί ἀκολουθώντας καί μοῦ ἔλεγε ἐκεῖ καί μέ πῆραν τά δάκρυα ἀπό αὐτά πού μοῦ ἐδιηγεῖτο, ὅτι σώζονται τά λείψανα τῶν πολεμιστῶν μας. Γι’ αὐτό αὐτός ὁ ναός ἔχει μίαν ἰδιαιτέραν χάριν, διότι ἐδῶ ἦρθαν καί κάνανε τήν δοξολογία καί ἀπό ἐδῶ ξεκίνησαν καί τόν κάναν τόν Ἰμπραήμ κι ἀκόμα τρέχει καί ἀπό κεῖ πού βρίσκεται, ὅπου καί νά βρίσκεται.

Λοιπόν, θέλω καί τό ἔχω εἰσαγάγει καί τό λέμε ὅλοι καί τό βροντοφωνοῦμε, ὅλοι μαζί τό Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας: "Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν..."».

Δέν χρειάζεται ἰδιαίτερος κόπος γιά νά ἀποκωδικοποιήση κανείς τά ἰδιαίτερα σημεῖα τῶν σκέψεών του.

Ἀπό τά λόγια αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ μακαριστός Ἱεράρχης ἤθελε νά στιγματίση τό φαινόμενο τῆς παγκοσμιοποίησης στήν θρησκεία, νά καυτηριάση τήν «πανθρησκεία», ἀλλά καί νά κρίνη τήν προσπάθεια ἀποδυνάμωσης τῶν παραδόσεων τοῦ γένους μας. Ἐπί πλέον ἤθελε νά ὁμολογήση τήν πίστη του στόν Τριαδικό Θεό, στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως καταγράφεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν μέλλουσα ζωή.

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἐνέταξε καί τήν ἀναφορά του στούς ἀγῶνες τῶν Ὀρθοδόξων Μανιατῶν. Γι' αὐτό προέτρεψε νά «βροντοφωνάξουν» ὅλοι μαζί στόν ἱστορικό ἐκεῖνο Ναό τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως».

Προφανῶς στόν νοῦ του ἐκείνη τήν ὥρα, ἐπειδή ἦταν ὄντως παραδοσιακός Ἱεράρχης, ὑπῆρχαν οἱ ἐνέργειες Κληρικῶν καί Θεολόγων πού ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑποβιβάζεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο μιᾶς θρησκείας ἤ στό ἐπίπεδο μιᾶς Χριστιανικῆς Ὁμολογίας, κατά ἕνα συγκρητιστικό τρόπο, μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ σχετικισμοῦ.

Ὁ λόγος του αὐτός ἀσφαλῶς ἦταν μιά ἀντίδραση στίς προσπάθειες «τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους», κατά τόν λόγο του, νά ἀποδυναμώσουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζονται μέ «σχετικά συνέδρια», μέ τήν πορεία «πρός τήν Πανθρησκείαν», ἀφοῦ ὅλες «τίς θρησκεῖες τίς κάνουν ἕναν ἀχταρμᾶ, ἕνα κουρκούτι, μιά ρωσική σαλάτα». Προφανῶς μεταξύ τῶν ἄλλων εἶχε ὑπ' ὄψη του καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως διδάσκεται ἀπό φέτος στά Σχολεῖα.

Καί ἀφοῦ ἔκανε αὐτήν τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ὕστερα ἀπό ἐλάχιστα λεπτά κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ, γονατιστός μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Χριστό, τόν ὁποῖον ἀγάπησε στήν ζωή του.

Θεωρῶ ὅτι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του καί τήν κοίμησή του μέσα στόν Ναό, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, δίδαξε ὅλους μας, κυρίως ἐμᾶς τούς Ἐπισκόπους, νά δίνουμε μέ σθένος τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἔχει καταγραφῆ ἀπό τούς Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ὅπως τήν ὁμολογήσαμε πρό τῆς χειροτονίας μας σέ Ἐπίσκοπο.

Ἐπίσης, ἡ ἀναφορά του στό ὅτι μερικοί –«δυνάμεις τοῦ σκότους»– προσπαθοῦν νά κάνουν τίς θρησκεῖες «ἕνα ἀχταρμά, ἕνα κουρκούτι, μιά ρωσική σαλάτα», πρέπει νά μᾶς προβληματίση σοβαρά γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πού διδάσκεται στά Σχολεῖα, τό ὁποῖο εἶναι ὄντως ἕνα συγκρητιστικό καί τελικά καί ἀντισυνταγματικό μάθημα. Ἡ Ἱεραρχία θά ἔπρεπε νά παραμείνη στήν πρώτη ἀπόφασή της (Μάρτιο 2016) γιά τό θέμα αὐτό καί νά μή φανῆ ὅτι συμφώνησε μέ ἕνα τέτοιου εἴδους μάθημα Θρησκευτικῶν.

Ὁ μακαριστός Ἱεράρχης μᾶς δίδαξε νά ἀποφεύγουμε τούς βερμπαλισμούς, τίς διπλωματίες σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα, καί νά ὁμολογοῦμε αὐτό πού εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεώς μας καί περιλαμβάνεται στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», ζώντας ὅμως μέ τό κενωτικό ἦθος στό ὁποῖο μᾶς μυεῖ ἡ θεία Εὐχαριστία.

Τελικά ἐκεῖνο πού μᾶς ἔδειξε εἶναι ὅτι «δέν μποροῦμε νά παίζουμε μέ τήν αἰωνιότητα».

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ, παραδοσιακοῦ καί ὁμολογητοῦ Μητροπολίτου Μάνης κυροῦ Χρυσοστόμου.

 

Πηγή: Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

agios symewn o neos theologos 01


Εὐχαριστῶ σοι, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καί γῆς, ὁ ἐκ μή ὄντος εἰς τό εἶναι πρό καταβολῆς κόσμου γενέσθαι με προορίσας. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι πρό τοῦ φθάσαι τήν ἡμέραν καί ὥραν, ἐν ᾗ ἐκέλευσας παραχθῆναί με, αὐτός ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, κετελθών ἐξ ὕψους ἁγίου σου, τῶν κόλπων τῶν πατρικῶν μή ἐκστάς καί ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου Μαρίας σαρκωθείς καί γεννηθείς, προανέπλασας καί προεζώωσας καί τοῦ προπατορικοῦ με πτώματος ἠλευθέρωσας καί τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον προηυτρέπισας. Εἶτα καί παραχθέντα με καί κατά (449) μικρόν αὐξάνοντα, αὐτός καί τῷ τῆς ἀναπλάσεως ἁγίῳ βαπτίσματί σου ἐξανεκαίνισας, καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι κατεκόσμησας, καί ἄγγελον φωτός φύλακά μοι κατέστησας, καί ἀπό τῶν ἐναντίων ἔργων καί τῶν τοῦ ἐχθροῦ παγίδων μέχρι τελείας ἡλικίας με ἄτρωτον διεφύλαξας.

Ἐπεί δέ οὐ βίᾳ ἡμᾶς, ἀλλ᾿ αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ σῴζεσθαι ἐδικαίωσας, εἴασας κἀμέ τῷ αὐτεξουσίῳ τιμᾶσθαι καί τήν πρός σέ ἀγάπην ἐκ τῆς τῶν ἐντολῶν σου φυλακῆς αὐτοπροαίρετον ἐπιδείκνυσθαι, ἐγώ δέ ὁ ἀγνώμων καί καταφρονητής, ὥσπερ ἵππος ἀπολυθείς ἐκ δεσμῶν, οὕτω τήν ἀξίαν τῆς αὐτεξουσιότητος λογισάμενος, εἰς κρημνόν ἐμαυτόν, τῆς σῆς δεσποτείας ἀποσκιρτήσας, ἀπέρριψα. Κἀκεῖ με κείμενον καί ἀναισθήτως ἐγκυλιόμενον καί ἐπί πλεῖον συντριβόμενον, οὐκ ἀπεστράφης, οὐκ εἴασας κεῖσθαι καί τῷ βορβόρῳ μολύνεσθαι, ἀλλά διά σπλάγχνα ἐλέους σου ἐξαπέστειλας κἀκεῖθέν με ἀνήγαγες καί λαμπρότερον ἐτίμησας, καί ἀπό βασιλέων καί ἀρχόντων, ὡς σκεῦος ἄτιμον βουληθέντων μοι χρήσασθαι εἰς λειτουργίαν τῶν θελημάτων αὐτῶν, ἀρρήτοις σου κρίμασιν ἀπελύτρωσας· δῶρα χρυσίου καί ἀργυρίου, καίτοι φιλαργύρου μου ὄντος, λαβεῖν με οὐκ εἴασας, δόξαν καί περιφάνειαν βίου, διδομένην μοι εἰς ἀπεμπόλησιν τοῦ ἁγιασμοῦ σου, ὡς βδέλυγμα ταύτην λογίσασθαι ἐδωρήσω μοι. Ἀλλά ταῦτα πάντα, ἐξομολογοῦμαί σοι, Κύριε ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, εἰς οὐδέν πάλιν θέμενος, εἰς λάκκον καί ἰλύν βυθοῦ αἰσχρῶν ἐννοιῶν τε καί (450) πράξεων ἐμαυτόν ὁ ἄθλιος ἐναπέρριψα, κἀκεῖ κατελθών τοῖς ἐγκεκρυμμένοις ἐν τῷ σκότει περιέπεσον, ἐξ ὧν οὐκ ἐμαυτόν ἐγώ μόνον, ἀλλ᾿ οὐδέ ὁ σύμπας κόσμος εἰς ἕν ἀθροισθείς ἐκεῖθεν ἀναγαγεῖν με καί τῶν χειρῶν αὐτῶν ἐξελέσθαι ἠδύνατο.

Ὅμως ἐκεῖσε κρατούμενόν με ἐλεεινῶς καί ἀθλίως περισυρόμενον καί συμπνιγόμενον καί καταπαιζόμενον παρ᾿ αὐτῶν, ὁ εὔσπλαχνος σύ καί φιλάνθρωπος Δεσπότης, οὐ παρεῖδές με, οὐκ ἐμνησικάκησας, οὐκ ἀπεστράφης μου τήν ἀγνώμονα γνώμην, οὐκ ἐπί πολύ ἀφῆκας ὑπό τῶν ληστῶν ἐθελοντί τυραννεῖσθαί με. Ἀλλ᾿ εἰ καί ἐγώ ἀναισθήτως συναπαγόμενος αὐτοῖς ἔχαιρον, σύ ἀσχημόνως ὁρᾶν με περιαγόμενον καί συρόμενον οὐκ ἔφερες, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἐσπλαχνίσθης, ἀλλά ἠλέησας καί οὐκ ἄγγελον, οὐδέ ἄνθρωπον πρός μέ τόν ἁμαρτωλόν καί ἄθλιον ἐξαπέστειλας, ἀλλ᾿ αὐτός σύ ὑπό τῶν τῆς ἀγαθότητός σου σπλάγχνων κινούμενος, τῷ βαθυτάτῳ λάκκῳ ἐκείνῳ ἐπικλιθείς καί ἐν τῷ βάθει τοῦ βορβόρου κάτω που συγκεχωσμένῳ καί καθημένῳ τήν ἄχραντόν σου ὑφηπλώσας χεῖρα, κἀμοῦ μή ὁρῶντός σε – ποῦ γάρ καί εἶχον ἤ πῶς ἀναβλέψαι ὅλως ἴσχυσα ἄν, ὑπό τοῦ βορβόρου συγκεκαλυμμένος καί συμπνιγόμενος; - τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς μου ἐκράτησας κἀκθεῖθέν με βιαίως σύρων ἀνέσπασας, ἐμοῦ τῶν μέν πόνων καί τῆς πρός τά ἄνω ἀθρόας φορᾶς αἰσθανομένου καί ὅπως ἀνέρχομαι, ἀγνοοῦντος δέ ὑπό τίνος ὅλως ἀνάγομαι ἤ τίς ποτέ ἐστιν ὁ κρατῶν καί ἀνάγων με. Ἀλλ΄ ἀναγαγών καί στήσας με ἐπί τήν γῆν, δούλῳ σου καί μαθητῇ παραδέδωκας, ὅλον ὄντα με ῥυπαρόν καί ὑπό τοῦ βορβόρου τούς ὀφθαλμούς, τά ὦτα καί τό στόμα ἐμπεφραγμένον, (451) καί μηδέ οὕτω βλέποντα ὅστις εἶ, εἰ μή μόνον γνόντα ὁποῖός τίς ποτε ἀγαθός καί φιλάνθρωπος ὑπάρχεις, τοῦ βαθυτάτου με λάκκου ἐκείνου καί βορβόρου ἐξήγαγες. Εἰπών οὖν μοι· “Κράτησον καί τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ κολληθείς ἀκολούθησον· οὖτος γάρ σε ἀπαγαγών ἀπολούσειε”, πίστιν τε βεβαίαν εἰς τοῦτόν μοι χαρισάμενος, ὑπεχώρησας. Ποῦ οὖν γεγονώς ᾖς, ἀγνοῶ.

Τῷ γοῦν ὑποδειχθέντι μοι παρά σοῦ, πανάγιε Δέσποτα, κατά τό πρόσταγμά σου ἀμεταστρεπτί ἠκολούθησα, κἀκείνου πρός τάς βρύσεις καί τάς πηγάς κόπῳ πολλῷ ἀγαγόντος με, τυφλόν ὄντα καί ὄπισθεν ἐφελκόμενον ἐκείνου τῇ παρά σοῦ μοι δοθείσῃ χειρί τῆς πίστεως καί ἀκολουθεῖν ἀναγκαζόμενον, ἔνθα βλέπων ἐκεῖνος καλῶς τούς πόδας ἀνελάμβανε καί διά τῶν λίθων καί βοθύνων καί σκανδάλων διήρχετο ἁπάντων ὑπεραλλόμενος, ἐμέ εἰς ταῦτα προσκρούειν καί ἐμπίπτειν συνέβαινε, καί πολλούς πόνους καί πολλάς κακώσεις καί θλίψεις ὑπέμεινα. Ἀλλά γάρ ἐκεῖνος μέν ἐν πάσῃ πηγῇ καί βρύσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καθ᾿ ὥραν ἐνίπτετο καί ἐλούετο, ἐγώ δέ μή βλέπων παρηρχόμην τάς πλείω. Εἰ μή γάρ ἐκεῖνος τῆς χειρός ἐκράτησέ μου καί πρός τῇ πηγῇ ἔστησε καί τάς χεῖρας ὡδήγησέ μου τοῦ νοός, οὐδ᾿ ὅπου ποτέ οὖσαν ἠδυνάμην εὑρεῖν τήν βρύσιν τοῦ ὕδατος. Ὑποδείξαντος δέ καί πολλάκις ἐάσαντός με τοῦ νίψασθαι, σύν τῷ καθαρῷ ὕδατι καί πηλόν που προσπαρακείμενον τῇ πηγῇ καί βόρβορον ἴσως ἐν ταῖς παλάμαις συνανελάμβανον καί τό πρόσωπόν μου ἐμόλυνον, ἀλλά καί τήν βρύσιν πολλάκις ψηλαφῶν τοῦ ὕδατος εὑρεῖν συγκατέσπων τόν χοῦν καί τόν βόρβορον ἀνετάρασσον καί μή βλέπων ὅλως, μολύνων τῷ βορβόρῳ τό πρόσωπον ὥσπερ ἐν ὕδατι, καθαρῶς ἐνόμιζον ἀποπλύνεσθαι.

(452) Πῶς δέ τήν ἐκ τούτου πάλιν ἀνάγκην καί βίαν ἐκδιηγήσομαι; Οὐ μόνον δέ ἀλλά καί τῶν πολλάκις διαμαρτυρουμένων καί ὑποτιθεμένων καί καθ᾿ ἑκάστην λεγόντων μοι· “Τί ματαιοπονεῖς, ἀφρόνως ποιῶν, καί τῷ ἐμπαίκτῃ τούτῳ καί πλάνῳ ἀκολουθεῖς, ἀναβλέψαι ματαίως καί ἀνωφελῶς προσδοκῶν; Οὐδέ γάρ νῦν δυνατόν. Τί καί τούς πόδας προσκρούων καί αἱμάσσων ἀκολουθεῖς; Τί δέ μή μᾶλλον ἐλεήμοσι προσέρχῃ, παρακαλοῦσι τοῦ ἀναπαύειν καί διατρέφειν καί καλῶς θεραπεύειν σε; Οὐ γάρ ἐνδέχεταί σε τῆς λέπρας ἀπαλλαγῆναι τῆς ψυχικῆς, οὐδέ νῦν ἀναβλέψαι ποτέ. Πόθεν γάρ ὁ ἐμπαίκτης αὐτός ἀνεφάνη ἄρτι θαυματουργός, ὑπισχνούμενός σοι τά παρά πᾶσιν ἀνθρώποις τῆς νῦν γενεᾶς ὄντα ἀδύνατα; Οὐαί σοι, ὅτι καί τήν διδομένην σοι θεραπείαν παρά τῶν φιλοχρίστων καί φιλαδέλφων καί συμπαθῶν ἀνδρῶν ἀπολέσεις καί τάς κακώσεις καί θλίψεις, ἅς ὑφίστασαι ἐπί ματαίαις ἐλπίσιν, ὑπομενεῖς καί τῶν ἐπαγγελλομένων σοι ὑπό τοῦ ἀπατεῶνος καί πλάνου αὐτοῦ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐκπέσῃς. Τί γάρ καί ἰσχύει ὅλως; Καί ἡμῶν δίχα σύ οὐ συλλογίζῃ ἐν σεαυτῷ, οὐδέ φρονεῖς; Τί δαί; Οὐχί καί ἡμεῖς πάντες βλέπομεν; Ἤ τυφλοί, ὡς ὁ πεπλανημένος αὐτός σοι λέγει, ὑπάρχομεν; Ὄντως βλέπομεν ἅπαντες, καί οὐκ ἔστιν ἄλλη μείζων ταύτης, μή ἀπατῶ, ἀνάβλεψις”. Ἀλλά τούτων με πάντων, σύ ὁ ἐλεήμων καί εὔσπλαχνος, τῶν ὄντως ἀπατεώνων καί πλάνων, τῶν ἀνατροπήν θολεράν τόν πλησίον ποτιζόντων, ἐρρύσω με διά τῆς χαρισθείσης μοι παρά σοῦ πίστεως καί ἐλπίδος, δι᾿ ἧς καί τά ῥηθέντα καί ἄλλα πλείονα ἐνίσχυσας, ὑπομεῖναί με.

(453) Ἀλλά γάρ ἐν ἅπασι τούτοις καρτερήσαντι καί μή ἀφισταμένῳ μοι, οὕτω πως τεθολωμένους καί ψηλαφητῶς καθ᾿ ἑκάστην ἀπονιπτομένῳ καί τῷ δοκεῖν ἀπολουομένῳ, ὡς ὁ ἀπόστολός σου καί μαθητής με ἐδίδασκε, ποτέ περιπατοῦντι καί πρός τήν πηγήν τρέχοντι, αὐτός σύ πάλιν, ὁ καί πρῴην ἐκ τοῦ βορβόρου ἐκσπάσας με, ἐν τῇ ὁδῷ προσυπήντησας. Καί τότε πρῶτον τῇ τοῦ προσώπου σου ἀχράντῳ αἴγλῃ τά ἀσθενῆ μου περιήστραψας ὄμματα, καί ὅ ἔχειν ἐδόκουν φῶς κἀκεῖνο ἀπώλεσα, γνωρίσαι σε μή δυνηθείς. Καί πῶς ἀν ἠδυνήθην, οὗτινος οὐδέ τήν τοῦ προσώπου αἴγλην ἰδεῖν, οὐδέ καταμαθεῖν ἤ κατανοῆσαι ἐξίσχυσα, σέ αὐτόν ἰδεῖν ἤ γνῶναι, ὅστις ποτέ ᾖς; Ἔκτοτε οὖν συχνοτέρως καί πρός αὐτῇ τῇ πηγῇ ἱσταμένου μου, ὁ ἀνυπερήφανος οὐκ ἀπηξίους κατέρχεσθαι, ἀλλά παραγινόμενος καί κρατῶν μου πρῶτον τήν κεφαλήν, ἐνέβαπτες αὐτήν ἐν τοῖς ὕδασι καί καθαρώτερον ἐποίεις ὁρᾶν με τό φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθύς δέ ἀφίπτασο, μή διδούς ἐννοεῖν με ὅστις αὐτός ᾖς, ὁ ταῦτα ποιῶν, ἤ ὅθεν τε ἦλθες ἤ ποῦ ἀφίκεσαι, οὐδέ γάρ ἔτι τοῦτο ἐδίδως μοι. Οὕτω δέ ἐρχομένου ἐπί χρόνον και ἀπιόντος σου, κατ᾿ ὀλίγον ἐφαίνου πλέον καί πλέον κἀμέ περιήντλεις τοῖς ὕδασι καί καθαρώτερον ὁρᾶν καί πλέον φῶς ἐχαρίζω μοι.

Τοῦτο δέ ἐγχρονίσας ποιῶν, φρικτόν με πρᾶγμα καί μυστήριον ἰδεῖν κατηξίωσας. Σοῦ γάρ παραγινομένου καί τῷ δοκεῖν με τοῖς ὕδασι πλύνοντος καί περιαντλοῦντος καί ἐν αὐτοῖς πολλάκις ἐμβάπτοντος, τάς ἀστραπάς τάς περιλαμπούσας με καί τάς ἀκτῖνας τοῦ προσώπου σου ἀναμιγείσας ἐθεασάμην τοῖς ὕδασι καί ἐξέστην, ὁρῶν φωτοειδεῖ με ὕδατι ἐκπλυνόμενον. (454) Καί ποῦ ποθεν ἦν τίς ὁ τούτου πάροχος, οὐκ ἐγίνωσκον, μόνον δέ λουόμενος ἔχαιρον τῇ πίστει αὐξάνων, τῇ ἐλπίδι πτερούμενος καί ἕως οὐρανοῦ ἀνερχόμενος, τούς δέ πλάνους ἐκείνους, τούς τά ῥήματα τῆς ἀπάτης καί τοῦ ψεύδους ὑποτιθεμένους μοι, σφόδρα μισῶν καί τῆς πλάνης κατελεῶν, οὐδέ πρός συντυχίαν ἤ ὁμιλίαν ὅλως αὐτοῖς συνηρχόμην, ἀλλά καί τῆς θέας αὐτῶν τήν βλάβην ἐξέφευγον, τόν δέ συνεργόν καί βοηθόν μου, τόν ἅγιόν σου λέγω μαθητήν καί ἀπόστολον, ὡς αὐτόν σέ τόν ἐμέ πλάσαντα, ἐσεβόμην, ἐτίμων, ἠγάπων ἀπό ψυχῆς, προσπίπτων αὐτοῦ τοῖς ποσί νυκτός καί ἡμέρας καί “Εἴ τι δύνασαι, βοήθει μοι” αὐτόν ἐξαιτούμενος, πληροφορίας ἔχων ὅτι ὅσα καί βούλεται, δύναται παρά σοί.

Οὕτως οὖν ἐφ᾿ ἱκανόν χρόνον τῇ χάριτί σου διατελῶν, ἄλλο πάλιν εἶδον φρικτόν μυστήριον. Λαβόμενος γάρ με, εἰς οὐρανούς ἀνελθών, συνανήγαγες, εἴτε ἐν σώματι, οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, σύ μόνον οἶδας, ὁ καί τοῦτο ποιήσας. Ἀλλά γάρ ὥραν ἐκεῖσε μετά σοῦ με ποιήσαντα, καί τῆς δόξης – τίνος δέ ἀγνοῶ καί οὗτινος – τό μέγεθος, ἐκπλαγείς καί τῷ ἀμετρήτῳ ὕψει ἐκθαμβηθείς, ὅλος ἔφριξα. Πάλιν δέ με μόνον ἀφῆκας ἐν γῇ, ἐν ᾗ καί ἱστάμην τό πρότερον, καί εὑρέθην θρηνῶν καί τήν παλαιπωρίαν μου ἐκθαμβούμενος. Εἶτα κάτω μετ᾿ οὐ πολύ ὄντος μου, ἄνω εἰς οὐρανούς, διανοιχθέντων αὐτῶν, τό πρόσωπόν σου, ὡς ἥλιον ἄμορφον, κατηξιώσας ὑποδεῖξαί μοι. Καί ὅστις ποτέ ᾖς, οὐδ᾿ οὕτω μοι γνῶναι δέδωκας – πῶς γάρ, μή λαλήσας μοι; - ἀλλ᾿ ἐκρύβης εὐθύς κἀγώ περιῄν ζητῶν σε, ὅν οὐκ ἐγίνωσκον, καί μορφήν σου ἰδεῖν καί γνωστῶς γνῶναι (455) ὅστις ᾖς ἐπεπόθουν. Διό καί ἀπό τῆς πολλῆς βίας καί τοῦ πυρός τῆς ἀγάπης σου διαπαντός ἔκλαιον, μή εἰδώς αὐτόν σέ ὅστις εἶ, τόν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παραγαγόντα με καί ἐκ τοῦ βορβόρου ἐξαγαγόντα καί τά εἰρημένα ἅπαντα γεγονότα μοι.

Ὡς οὖν οὕτω πάλιν πολλάκις ὤφθης καί πολλάκις πάλιν μή λαλήσας ἐκρύβης μοι μηδόλως ὁρώμενος, τάς ἀστραπάς δέ καί τήν αἴγλην τήν τοῦ προσώπου σου ὁρῶν, ὥσπερ πρότερον ἐν τοῖς ὕδασι, πάλιν καί πολλάκις περικυκλούσας με, κρατεῖν δέ ταύτας ὅλως ἀμηχανῶν, ἐμιμνησκόμην ὅπου ποτέ ἄνω εἶδόν σε, καί ἄλλον εἶναι ἀφρόνως ὑπονοούμενος πάλιν ἐζήτουν μετά δακρύων ἰδέσθαι σε. Οὕτως οὖν ἐν πολλῇ λύπῃ καί θλίψει καί στενοχωρίᾳ ἐμαυτόν ἐκπιέζων καί ἐμαυτοῦ ἐπιλανθανόμενος καί ὅλου ὅλως τοῦ κόσμου καί τῶν ἐν κόσμῳ, καί μηδέ σκιάν, μηδέ ὁτιοῦν ἤ ὅτι ἐστί τί ποτε τό ὁρώμενον ἐννοῶν, αὐτός ὁ πάσιν ἀόρατος, ὁ ἀναφής καί ἄληπτος, ἔφανας καί ἐδόκεις μοι τόν ἐμόν νοῦν καθαίρων καί πλατύνων τό τῆς ψυχῆς ὀπτικόν καί ἐπί πλεῖον παρέχων ὁρᾶν τήν δόξαν σου, καί ὅτι μᾶλλον αὐξάνεις αὐτός καί λάμπων πλέον πλατύνῃ, καί τῇ τοῦ σκότους ὑποχωρήσει αὐτόν σε πλησιάζοντα καί ἐρχόμενον κατεμάνθανον, καθά πολλάκις καί ἐν τοῖς αἰσθητοῖς πάσχομεν. Σελήνης γάρ φαινούσης καί περιπατούντων οἱονεί τῶν νεφῶν, ἡ σελήνη ὁρᾶται καί δοκεῖ τρέχειν ταχύτατα, μηδέν τῷ συνήθει προστιθεῖσα δρόμῳ ἤ τήν ἐξ ἀρχῆς ὑπαλλάσσουσα πορείαν. Οὕτως οὖν, Δέσποτα, ἐδόκεις ἔρχεσθαι ὁ ἀκίνητος καί ὁ ἀναλλοίωτος μεγεθύνεσθαι καί μορφοῦσθαι ὁ ἄμορφος.

(456) Ὥσπερ γάρ ἐπί τυφλοῦ κατά μικρόν ἀναβλέποντος καί τόν χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου κατανοοῦντος καί οἷός ἐστιν ἐκ τοῦ κατ᾿ ὀλίγον ἀνιστοροῦντος, οὐχ ὁ χαρακτήρ πρός τήν ὅρασιν μεταποιεῖται ἤ μεταπλάττεται, ἀλλά τό ὀπτικόν μᾶλλον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἀποκαθαιρόμενον, τόν χαρακτῆρα, οἷός ἐστιν, ὁρᾷ, ἐντυπουμένης οἱονεί τῆς ἐμφερείας αὐτοῦ ὅλης τῷ ὀπτικῷ καί διά τούτου διϊκνουμένης καί ἀπομασσομένης καί ὡς ἐν πίνακι ἐγχαραττομένης τῷ νοερῷ τε καί μνημονευτικῷ τῆς ψυχῆς, οὕτω καί αὐτός ὡράθης, τῷ φωτί τρανῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκαθάρας μου τόν νοῦν ὁλικῶς. Κἀκείνου τρανότερον καί καθαρώτερον βλέποντος, αὐτός μοί ποθεν ἐδόκεις ἐξέρχεσθαι καί λαμπρότερος φαίνεσθαι, καί χαρακτῆρα μορφῆς ἀμόρφου ὁρᾶν ἐμπαρεῖχές μοι, καί ἔξω με τοῦ κόσμου τότε πεποίηκας – δοκῶ εἰπεῖν καί τοῦ σώματος, τοῦτο γάρ ἀκριβῶς γνῶναι οὐκ ἔδωκας - , ὑπερηύγασας δ᾿ οὖν καί τῷ δοκεῖν ὅλως ὅλῳ καλῶς βέποντι ὤφθης μοι, καί “Ὦ Δέσποτα” λέγοντά με, “τίς ποτε ᾖς;”, τότε φωνῆς με πρῶτον τόν ἄσωτον κατηξίωσας καί οὑτωσί προσηνῶς προσεφθέγξω μοι, ἐξανισταμένῳ καί θαμβουμένῳ καί τρέμοντι καί ἐν ἐμαυτῷ ποσῶς ἐννοοῦντι καί λέγοντι· “Τί ποτε ἄρα ἡ δόξα αὕτη καί τό τῆς λαμπρότητος ταύτης μέγεθος βούλεται; Πῶς δέ ἤ πόθεν ἐγώ τοιούτων ἀγαθῶν κατηξίωμαι;” – “Ἐγώ, φησίν, εἰμί ὁ Θεός ὁ διά σέ γεγονώς ἄνθρωπος, καί ὅτι με ἐξ ὅλης ψυχῆς ἐπεζήτησας, ἰδού ὑπάρξεις ἀπό τοῦ νῦν ἀδελφός μου καί συγκληρονόμος μου καί φίλος μου”. Ἐπί τούτοις οὖν καταπλαγέντος (457) μου καί τῇ ψυχῇ ἐκχυθέντος καί τήν ἰσχύν διασκορπισθέντος καί “Τίς εἰμι”ἀνταποκριθέντος “ἐγώ ἤ τί πεποιήκα ὁ ἄθλιος, Δέσποτα, καί ταλαίπωρος, ἵνα με τοιούτων ἀγαθῶν ἄξιον καταστήσῃς καί τοιαύτης δόξης συμμέτοχον καί συγκληρονόμον ποιήσῃς;” – λογισαμένου μου δέ ταύτην ὑπέρ νοῦν εἶναι τήν δόξαν καί τήν χαράν, ὁ Δεσπότης πάλιν σύ, οἱονεί φίλος φίλῳ διαλεγόμενος διά τοῦ ἐν ἐμοί λαλοῦντος σου Πνεύματος, εἶπάς μοι· “Ταῦτα διά μόνην τήν πρόθεσιν καί προαίρεσιν καί πίστιν σου ἐδωρησάμην σοι καί ἔτι δωρήσομαι. Τί γάρ ἔχεις ἄλλο ἤ ἔσχες ποτέ σόν, γυμνός παρ᾿ ἐμοῦ παραχθείς, ἵνα ἐκεῖνο λαβών ἀντ᾿ ἐκείνου ταῦτά σοι δώσοιμι; Ἐάν γάρ μή λυθῇς τῆς σαρκός, τό τέλειον οὐ θεάσῃ, οὐδέ ἐπαπολαῦσαι ὅλου αὐτοῦ ἰσχύσεις καλῶς”. Ἐμοῦ δέ εἰπόντος· “Καί τί τούτου μεῖζον εἴτε λαμπρότερον; Ἐμοί τέως ἀρκεῖ τό οὕτως εἶναι καί μετά θάνατον” – “Ὡς λίαν εἶ σύ μικρόψυχος, εἶπας, τοῖς τοιούτοις ἀρκούμενος. Ταῦτα γάρ πρός τά μέλλοντα ἴσον εἰσιν ἱστορηθέντος ἐν χάρτῃ οὐρανοῦ καί ταῖς χερσί κρατουμένου· ὅσῳ γάρ οὗτος τοῦ ἀληθινοῦ οὐρανοῦ ἀπολείπεται, τοσούτῳ πλέον ἀσυγκρίτως ἡ μέλλουσα δόξα ὑπέρ τήν νῦν ὁρωμένην σοι ἀποκαλυφθήσεται”.

Ταῦτα εἰπών ἐσιώπησας καί μικρόν μικρόν ὁ γλυκύς καί καλός Δεσπότης ἐκρύβης ἐξ ὀφθαλμῶν μου, εἴτε ἐμοῦ μακρύναντος ἀπό σοῦ, εἴτε σοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀπελθόντος, οὐκ οἶδα. Τέως δ᾿ οὖν ἐγενόμην πάλιν ὅλος ἐν ἐμαυτῷ, ποθέν νομίσας ἐλθεῖν, καί εἰσῆλθον ἐν τῷ πρώτῳ σκηνώματι. Ὅθεν μιμνησκόμενος τοῦ κάλλους τῆς δόξης καί τῶν ῥημάτων σου, (458) περιπατῶν, καθεζόμενος, ἐσθίων, πίνων καί προσευχόμενος, ἔκλαιον καί ἐν χαρᾷ διῆγον ἀνεκφράστῳ γνωρίσας σε, τόν Ποιητήν τῶν ἁπάντων. Πῶς γάρ καί μή ἔχαιρον; Ἀλλά γάρ πάλιν λυπούμενος καί οὕτως αὖθις ἰδεῖν σε ἐπιποθῶν, ὡς ἀπῆλθόν ποτε πρός τό τήν ἄχραντον εἰκόνα τῆς σέ Τεκούσης ἀσπάσασθαι καί ταύτῃ προσέπεσα, αὐτός πρό τοῦ ἀναστῆναί με, ἐντός τῆς ταλαιπώρου καρδίας μου, ὡς φῶς ἀποτελέσας αὐτήν, ὡράθης μοι, καί τότε ἔγνων ὅτι ἐν ἐμοί σε γνωστῶς ἔχω. Ἀπό οὖν τότε οὐχί μνημονεύων σου καί τῶν περί σέ ἠγάπων σε ἀπό τῆς τῶν τοιούτων μνήμης, ἀλλ᾿ ἐν ἐμοί σέ, τήν ἐνυπόστατον ἀγάπην, ἔχειν ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπίστευσα. Ἡ γάρ ὄντως ἀγάπη σύ εἶ, ὁ Θεός.

Τῇ οὖν πίστει ἡ ἐλπίς ἐμφυτευθεῖσα καί ἐν αὐτῇ ὑπό τῆς μετανοίας καί τῶν δακρύων ποτισθεῖσα, ἔπειτα καί ὑπό τοῦ σοῦ φωτός ἐλλαμφθεῖσα, ἐρριζώθη καί ηὐξήθη καλῶς. Εἶτα σύ αὐτός, ὁ καλός τεχνίτης καί δημιουργός, παραγεγονώς διά τῆς τῶν πειρασμῶν μαχαίρας, φημί δή τῆς ταπεινώσεως, τούς εἰς πολύ ὕψος ἀναχθέντας περιττούς κλῶνας τῶν λογισμῶν ἀφελών, τῇ ἐλπίδι μόνῃ, ὡς ἐν μιᾷ ῥίζῃ δένδρου, τήν σήν ἁγίαν ἀγάπην ἐνεκέντρισας. Ταύτην οὖν ὁρῶν ὁσημέραι αὐξάνουσαν καί ἀεί ὁμιλοῦσάν μοι, μᾶλλον δέ διά ταύτης σύ καί διδάσκων καί περιλάμπων με, ὡς ἤδη ὑπέρ πᾶσαν πίστιν γεγονώς καί ἐλπίδα, οὕτω χαίρων διάκειμαι, καθά καί Παῦλος βοᾷ λέγων· “Ὅ γάρ τις βλέπει, τί καί ἐλπίζει;”. Εἰ οὖν ἐγώ σέ ἔχω, τί πλέον ἐλπίσω; “Ἄκουσον τι” πάλιν ἔφησας, Δέσποτα· “ὥσπερ τόν ἥλιον ὁρᾷς ἐν τοῖς ὕδασιν, (459) ἐκεῖνον δέ αὐτόν οὐδόλως τότε μᾶλλον κάτω νεύων ὁρᾷς, οὕτω καί τό ἐν σοί γινόμενον νόει μοι καί ἀσφαλίζου σεαυτόν καί σπούδαζε ἀεί ἐντός σοῦ καθαρῶς καί τρανῶς, ὡς τόν ἥλιον ἐν τοῖς καθαροῖς ὕδασι, καθορᾶν με· καί εἶθ᾿ οὕτως ἰδεῖν με, ὥσπερ εἶπόν σοι, καταξιωθήσῃ καί μετά θάνατον. Εἰ δέ μή, ὁ κύκλος ὅλος τῶν ἔργων καί κόπων καί λόγων σου τούτων ὠφελήσουσί σε οὐδέν, μᾶλλον μέν οὖν καί μειζόνως κατακρινοῦσι καί πλείονα θλῖψίν σοι προξενήσουσιν, ἐπειδήπερ, ὡς ἀκούεις, “δυνατοί δυνατῶς ἐτασθήσονται”. Καί γάρ οὐχ οὕτω πένητι ἐκ γενετῆς αἰσχύνης αἰτία γίνεται ἡ πενία, οὐδέ ἡ ἐκ ταύτης λύπη ἐπί τοσοῦτον λυπεῖ, ὡς τῷ πλουτήσαντι καί δοξασθέντι καί ὑψωθέντι καί τῷ ἐπί γῆς βασιλεῖ οἰκειωθέντι, εἶτα πάντων ἐκπεσόντι ἐκείνων καί εἰς παντελῆ πτωχείαν κατενεχθέντι, καίτοι μή οὐχ οὕτως ὄντων τῶν πραγμάτων ἐν τοῖς ἐπιγείοις καί ὁρωμένοις καί ἐν αὐτοῖς τοῖς πνευματικοῖς πράγμασι καί ἀοράτοις. Τοῖς μέν γάρ ἐκπεσοῦσι τῆς φιλίας καί δουλείας τοῦ ἐπιγείου βασιλέως ἔκ τινος αἰτίας, τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς κυρίους εἶναι καί ἐπαπολαύειν αὐτῶν καί ζῆν ἔξεστιν, ἐμοῦ δέ τῆς ἀγάπης καί φιλίας εἰ ἐκπέσειέ τις, ζῆν ὅλως οὐ δύναται - ἡ ζωή γάρ αὐτοῦ ἐγώ εἰμι -, ἀλλ᾿ εὐθύς ἁπάντων γυμνοῦται καί τοῖς ἐχθροῖς ἐμοῦ τε καί αὐτοῦ αἰχμάλωτος παραδίδοται, ὅν ἐκεῖνοι λαβόντες ὑπέρ τῆς προτέρας αὐτοῦ εὐνοίας καί ἀγάπης, ἧς πρός μέ ἐκέκτητο, μανιωδέστερον αὐτῷ ἐπεμβαίνουσι, τιμωροῦντες, καταγελῶντες καί καταπαίζοντες”.

Ναί ὄντως, πανάγιε Βασιλεῦ, οὕτως εἶναι κἀγώ πιστεύω σοι τῷ Θεῷ μου καί προσπίπτων καθικετεύτω σε, φύλαξόν με τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον ὅν (460) ἠλέησας, καί τό φυτόν τῆς ἀγάπης σου, ὅπερ ἐνεκέντρισας ἐν τῷ δένδρῳ τῆς ἐλπίδος μου, τῇ δυνάμει σου στήριξον. Μή ὑπό ἀνέμων σεισθῇ, μή ὑπό καταιγίδος θραυσθῇ, μή ὑπό ἐχθροῦ τινος ἐκσπασθῇ, μή ὑπό ἀμελείας καύσωνος φλεχθῇ, μή ὑπό ῥᾴθυμίας καί μετεωρισμῶν ξηρανθῇ, μή ὑπό φιλοδοξίας τέλεον ἐξαφανισθῇ. Σύ γάρ οἶδας, ὁ τοῦτο καί χαρισάμενος καί κατεργασάμενος ἐν ἐμοί, ὅτι ἕνεκεν τούτου ἀπό παντός ἀνθρώπου εἰμί ἀβοήθητος, τόν γάρ συνεργόν μου καί βοηθόν, σόν δέ ἀπόστολον, ὡς αὐτός ἠβουλήθης ἀπ᾿ ἐμοῦ σωματικῶς ἀπεχώρισας. Σύ γινώσκεις μου τήν ἀσθένειαν, σύ ἐπίστασαι τήν ταλαιπωρίαν καί τήν εἰς ἅπαν ἀδυναμίαν μου. Τοιγαροῦν διά τοῦτο σπλαγχνίθητι ἐπί πλεῖον ἀπό τοῦ νῦν ἐπ᾿ ἐμοί ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος. Προσπίπτω σοι ἀπό καρδίας, ἵνα μή ἐάσῃς με εἰς τό θέλημά μου, ὁ ποιήσας τοσαῦτα καλά μετ᾿ ἐμοῦ, ἀλλά ἐν τῇ σῇ ἀγάπῃ ἵδρυσόν μου τήν ψυχήν καί ἐν ταύτῃ ῥιζῶσαι τήν σήν ἀγάπην ποίησον ἀσφαλῶς, ἵνα κατά τήν ἄχραντον καί ἁγίαν καί ἀψευδῆ σου ἐπαγγελίαν σύ ᾖς ἐν ἐμοί κἀγώ ὑπάρχω ἐν σοί, καί σκέπομαι ὑπ᾿ αὐτῆς κἀγώ σκέπω καί φυλάττω αὐτήν ἐν ἐμοί, καί σύ μέν βλέπεις με, Δέσποτα, ἐν αὐτῇ κἀγώ δέ ὁρᾶν σε καταξιοῦμαι δι᾿ αὐτῆς, νῦν μέν ὡς ἐν ἐσόπτρῳ, καθώς εἶπας, καί ἐν αἰνίγματι, τότε δέ ἐν ὅλῃ τῇ ἀγάπῃ ὅλον σε, τόν ἀγάπην ὄντα καί οὕτω καλεῖσθαι καταξιώσαντα, ὅτι σοί πρέπει πᾶσα εὐχαριστία, κράτος, τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

agios symewn o neos theologos 01


Εὐχαριστῶ καί προσκυνῶ καί προσπίπτω σοι, Κύριε τοῦ παντός καί πανάγιε Βασιλεῦ, ὅτι ἐλέησας ἀνάξιον ὄντα με καί ἐτίμησας καί ἐδάξασας, ὡς αὐτός ἠθέλησας ἄνωθεν, ἐπειδή καί πρό τοῦ τόν κόσμον γενέσθαι παρά σοῦ, ὅλον ἔχων με ἐν ἑαυτῷ, λόγῳ καί εἰκόνι με τῇ σῇ δοξάσας ἐτίμησας. Οὐδέ γάρ δι᾿ ἄλλο τι ἤ δι᾿ ἐμέ τόν κατ᾿ εἰκόνα σύν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν πάντα ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγες, βασιλέα με τῶν ἐπιγείων πάντων πεποιηκώς εἰς δόξαν τῆς σῆς μεγαλουργίας καί ἀγαθότητος. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι πᾶσάν μου τήν αἴτησιν καί ἐπιθυμίαν εἰς ἀγαθόν ἐξεπλήρωσας κατά τάς πρός ἡμᾶς τούς δούλους σου ὑποσχέσεις, καί ὑπέρ ἅ ἤλπιζον καί ἐπεθύμουν ἐχαρίσω μᾶλλον τῷ ἀναξίῳ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Εἶπας γάρ· “Πᾶν ὅ ἐάν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου (438) πιστεύοντες λήψεσθε”. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕνα τῶν ἁγίων σου ἐπιποθήσαντά με ἰδεῖν καί δι᾿ αὐτοῦ πιστεύσαντα εὑρεῖν ἔλεος παρά σοι, αὐτός οὐ μόνον τοῦτο πεποίηκας, ἀγαθέ, καί δοῦλόν σου γνήσιον, τόν μακάριον λέγω καί ἅγιον Συμεών, καθυπέδειξας καί παρ᾿ ἐκείνου με ἀγαπηθῆναι ηὐδόκησας, ἀλλά καί μυρία ἄλλα, ἅ οὐκ ἤλπιζον, ἐδωρήσω μοι ἀγαθά.

Πόθεν γάρ που ἐγίνωσκον ὁ τάλας ἐγώ ὅτι τοιοῦτος ὑπάρχεις ὁ καλός Δεσπότης ἡμῶν, ἵνα ἐπιθυμίαν λάβω τήν περί σοῦ; Πόθεν που ᾔδειν ὅτι φανεροῖς σεαυτόν τοῖς ἐρχομένοις πρός σέ ἐν τῷ κόσμῳ ἔτι διάγουσιν, ἵνα καί θεάσασθαί σε ἐξεζήτησα; Πόθεν που ἐγίνωσκον ὅτι χαρᾶς τοιαύτης καί ἀνέσεως καταξιοῦνται οἱ τῆς χάριτός σου τό φῶς ἐν ἑαυτοῖς εἰσδεχόμενοι; Πόθεν δέ ἤ πῶς ὁ τάλας ἐγίνωσκον ὅτι τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον οἱ σέ πεπιστευκότες λαμβάνουσι; Πιστεύειν γάρ τελείως εἰς σέ ἐνόμιζον καί πάντα ἔχειν ἐδόκουν ὅσα χαρίζῃ τοῖς φοβουμένοις σε, μηδέν ὅλως ἔχων, ὡς ὕστερον ἔργῳ τοῦτο μεμάθηκα. Πόθεν που ἐγίνωσκον, Δέσποτα, ὅτι σύ ἀόρατος ὤν καί ἀχώρητος, ὁρᾶσαι καί χωρῆσαι ἐντός ἡμῶν; Πόθεν που εἶχόν ποτε λογίσασθαι ὅτι ὁ κτίσας Δεσπότης τά σύμπαντα ἀνθρώποις ἑνοῦσαι, οὕς αὐτός ἔπλασας, καί θεοφόρους τούτους ἐργάζῃ καί υἱούς σου ποιεῖς, ἵνα καί εἰς πόθον τούτων ἦλθον καί ταῦτα λαβεῖν ἐζήτησα παρά σοί; Πόθεν δέ ᾔδειν, Κύριε, ὅτι τοιοῦτον ἔχω Θεόν, τοιοῦτον Δεσπότην, τοιοῦτον προστάτην, πατέρα καί ἀδελφόν καί βασιλέα, σέ τόν πτωχεύσαντα δι᾿ ἐμέ καί μορφήν δούλου λαβόντα;

(439) Ὄντως, Δέσποτά μου φιλάνθρωπε, οὐδέν οὐδαμῶς τούτων ἁπάντων ἐγίνωσκον. Εἰ γάρ καί ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἅς οἱ ἅγιοί σου ἐξέθεντο, ἐγκύψας ἀνέγνων περί τούτων ποτέ, ἀλλ᾿ ὡς περί ἄλλων τινῶν ἤ πρός τινας ἄλλους λεγομένων ἤκουον καί ἀναισθήτως πρός πάντα διεκείμην τά γεγραμμένα, μηδέ ἔννοιάν ποτε περί τούτων δυνηθείς λαβεῖν. Ἀκούων γάρ τοῦ κήρυκός σου Παύλου βοῶντος καί λέγοντος· “Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτον”, ἀδύνατον εἶναι ἐπειθόμην τοῦ ἐν σαρκί ὄντα τινά ἐκείνων ἐν θεωρίᾳ γενέσθαι. Ἐνόμιζον δέ ὅτι ἐκείνῳ μόνῳ κατά φιλοτιμίαν ταῦτα ὑπέδειξας καί οὐκ ᾔδειν ὁ ἄθλιος ὅτι καί ἐπί πάντας τούς ἀγαπῶντάς σε τοῦτο γίνεται παρά σοῦ. Πόθεν δέ ἤ πῶς ἠδυνάμην εἰδέναι ὅτι πᾶς ὁ πιστεύων εἰς σέ μέλος σόν γίνεται, χάριτι ἀπαστράπτων Θεότητα – τίς δέ τοῦτο πιστεύσει; - καί μακάριος γένηται, μακαρίου Θεοῦ μακάριον μέλος γενόμενος; Πόθεν που ἐγίνωσκον ὅτι σύ ἀντί τροφῆς αἰσθητῆς ἀθάνατος καί ἄφθαρτος ἄρτος τοῖς διά σέ πεινῶσιν ἀκόρεστος γίνῃ καί πηγή τοῖς διψῶσιν ἀθάνατος καί χιτών ἀπαστράπτων τοῖς εὐτελῆ διά σέ περιβεβλημένοις ἱμάτια; Ταῦτα γάρ ἀκούων διά τῶν σῶν κηρύκων λεγόμενα, ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι καί μετά τήν ἀνάστασιν μόνον ὑπελάμβανον γίνεσθαι καί οὐκ ᾔδειν ὅτι καί νῦν μᾶλλον ἐπιτελοῦνται, ὅτε καί τούτων ἐν χρείᾳ πλείονι καθεστήκαμεν.

Ταῦτα οὔτε ᾔδειν, πανάγιε Βασιλεῦ, οὔτε ἐν ἐπιθυμίᾳ τούτων ποτέ γέγονα, οὔτε ᾐτησάμην τι ἐκ τούτων λαβεῖν παρά σοῦ, (440) ἀλλ᾿ ἤ τῶν ἁμαρτιῶν μου μιμνησκόμενος, τήν ἐκείνων συγχώρησιν μόνον ἐζήτουν μεσίτην καί πρεσβευτήν εὑρεῖν, ὡς ἄνωθεν εἶπον, Δέσποτα, ἐπεθύμησα, ἵνα διά τῆς ἐκείνου ἐντεύξεως καί τῆς πρός ἐκεῖνόν μου δουλώσεως κἄν ἐν τῷ μέλλοντι εὕροιμι τῶν πολλῶν μου ἁμαρτημάτων τήν ἄφεσιν. Ὡς δέ ἤκουον ὁμοθυμαδόν ἅπαντας λέγοντας μή εἶναι τοιοῦτον ἐπί τῆς ἄρτι ἅγιον, εἰς πλείονα λύπην ἔπιπτον. Πλήν ὅμως οὐδέποτε τοῦτο ἐπίστευσα, ἀλλά πρός τούς τοιούτους ἀπεκρινάμην, Δέσποτα Χριστέ, καθώς οἶδας, καί ἔλεγον· “Κύριέ μου, ἐλέησον. Καί τοσοῦτον ὁ διάβολος τοῦ Δεσπότου Θεοῦ ἐγένετο δυνατώτερος, ἵνα πάντας ἐφελκύσῃ πρός ἑαυτόν καί εἰς τήν αὐτοῦ μερίδα ποιήσηται, ὥστε μή καταληφθῆναί τινα εἰς τό μέρος τοῦ Θεοῦ;”.

Διά τοῦτο, ὡς οἶμαι, φιλάνθρωπε βασιλεῦ, ἐν τῷ τοῦ βίου σκότει καί ἐν μέσῳ τῶν κακῶν καθημένῳ μοι τό φῶς σου τό ἅγιον ἔλαμψας καί ἐν αὐτῷ τόν σόν μοι καθυπέδειξας ἅγιον. Καί ὅν τρόπον ἐπί τοῦ δούλου σου Παύλου ἐποίησας, διώκοντά σε καλέσας αὐτόν διά τῆς θεϊκῆς ἐμφανείας σου – καί γάρ ἐκείνου θεασαμένου σε καί εἰπόντος· “Τίς εἶ;” οὐκ εἶπας· “Ἐγώ εἰμι ὁ ποιήσας τόν οὐρανόν καί τήν γῆν. Ἐγώ εἰμι ὁ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι τά πάντα παραγαγών”, οὐδέ εἶπας· “Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν, ἤ· ὁ Θεός Σαβαώθ, ἤ· ὁ Θεός τῶν πατέρων σου”, οὐδέ ἕτερόν τι ἐκ τῶν τῆς δόξης σου προσηγοριῶν, ἀλλ᾿ ἤ τοῦτο μόνον πρός αὐτόν εἴρηκας· “Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὅν σύ διώκεις”, ἵνα γνῷ σαφῶς ὅτι σύ ὑπάρχεις (441) ὁ σαρκωθείς Θεός δι᾿ ἡμᾶς, ὅν ἐκεῖνος ἐδίωκεν -, οὕτω καί ἐπ᾿ ἐμοί ἐποίησας, Δέσποτα, ὅτε μοι τόν ἅγιόν σου Συμεών καθυποδεῖξαι εὐδόκησας.

Τοῦ φωτός σου γάρ τοῦ θεϊκοῦ τά πάντα κἀμέ τόν τάλανα καταφωτίσαντος καί τήν νύκτα ὡς ἡμέραν φαεινοτάτην ποιήσαντος, ἐν αὐτῷ με τῷ ὕψει τῆς σῆς Θεότητος ὡς ἐν οὐρανῷ φρικτῶς ἰδεῖν αὐτόν κατηξίωσας, τῆς θεϊκῆς σου δόξης πλησίον ἱστάμενον, οὐ στεφάνῳ τινί, οὐκ ἐνδύματι φαεινῷ, οὐκ ἐνηλλαγμένη θεωρίᾳ κοσμήσας αὐτόν, ἀλλ᾿ οἷος ἦν συνδιάγων ἡμῖν καί ὁρώμενος καθ᾿ ἑκάστην ἐπί τῆς γῆς, τοιοῦτόν μοι αὐτόν καθυπέδειξας ἐν τῷ οὐρανῷ. Τίνα τρόπον; Ἵνα μή ἕτερον εἶναι τοῦτον, τόν σύν ἡμῖν, καί ἄλλον τόν ἐκεῖ μοι ὀφθέντα λογίσωμαι καί ἀποπλανηθείς τοῦ καλοῦ ποιμένος ἀστοχήσω, τό ἀπολωλός ἐγώ πρόβατον.

Ἀλλά γάρ οὐδέ ἐν τούτῳ τῷ γεγονότι θαύματι συνῆκα ὁ ἄθλιος, ῥᾳθυμίᾳ δέ καί ὀλιγωρίᾳ κατ᾿ ὀλίγον κλαπείς, τοῖς προτέροις κακοῖς ἤ καί χείροσι περιέπεσον. Σύ δέ, Βασιλεῦ εὔσπλαχνε καί μακρόθυμε, οὐδέ οὔτω με ἀπεστράφης, ἀλλά δι᾿ αὐτοῦ με τοῦ ἁγίου ἐπέστρεψας καί εἰς τούς ἁγίους αὐτοῦ προσπεσεῖν πόδας με κατηξίωσας, τῇ κραταιᾷ σου χειρί καί τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ ἐξάξας ἀπό τοῦ πλάνου κόσμου καί τῶν τοῦ κόσμου πραγμάτων καί ἡδονῶν καί ἀποχωρήσας με πάντων σωματικῶς τε ἅμα καί ψυχικῶς, ὤ τοῦ θαύματος, ὤ τῆς πρός ἡμᾶς ἀγάπης καί συμπαθείας σου τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ἔστησας ἐν τῇ τάξει τῶν δουλευόντων σοι. Μετά ταῦτα οὖν, Δέσποτα, οὐ μόνον τῶν ἀμυθήτων (442) μου κακῶν τήν συγχώρησιν, ἀλλά καί τά προειρημένα ἅπαντα ἀγαθά ταῖς τοῦ ἁγίου σου πρεσβείαις μοι δέδωκας, μᾶλλον δέ αὐτός πάντα μοι γέγονας.

Προσκηνώσαντός σου γάρ ἐν ἐκείνῳ καί τῷ φωτί τῆς θεϊκῆς δόξης ἐκλάμποντος, πλησιάσας αὐτῷ ἐν μετανοίᾳ καί πίστει τούς ἐκείνου πόδας κρατήσας, ἐγώ εὐθύς θείας ᾐσθόμην θερμότητος, εἶτα μικρᾶς αὐγαζούσης λαμπρότητος, εἶτα θείου ἀπό τῶν ἐκείνου λόγων ἐμφυσήματος, εἶτα πυρός ἐκ τούτου ἐγκαρδίου διά δακρύων βλύζοντος ῥεῖθρα ἀένναα, εἶτα ἀκτῖνος ἐν τῷ νοΐ μου λεπτῆς ταχύτερον ἀστραπῆς διελθούσης, εἶτα ὡς φῶς ἐν νυκτί καί ὡς νεφέλη ἐφάνη μοι μικρά καί φλογοειδής ἐπί τῆς κεφαλῆς μου καθίσασα, κειμένου μου ἐπί πρόσωπον καί ποιουμένου τήν δέησιν. Εἶτα ἀπέπτη καί μετ᾿ οὐ πολύ ὤφθη μοι ἐν τῷ οὐρανῷ.

Εἶτα ἀναλογιζόμενος τό ὁρώμενον εἶναι, ἕτερόν τι ὑπέρ ταῦτα πάντα παραδοξότερον γίνεται. Κατά τούς ὕπνους γάρ ὑπό τῶν πονηρῶν δαιμόνων πειραζομένου μου καί πρός πάθος ῥεύσεως διά μηχανῆς ἑλκομένου μου καί ἀνθισταμένου μου εἰς βοήθειαν, ἔξυπνος γέγονα, τῶν πειραζόντων τάς χεῖρας ἀβλαβής ἐκφυγών. Ὡς δέ καθ᾿ ἑαυτόν τήν ἔνστασιν καί τήν ἀνδρείαν, μᾶλλον δέ τήν ἀκινησίαν μου πρός τό πάθος ἐθαύμαζον, καί “Πόθεν τοῦτο ἀσυνήθως”μοῦ λογιζομένου, “τό τρόπαιον γέγονεν, ἵνα καί κοιμώμενος ἀντιμάχωμαι καί ἰσχυρότερος τῶν ἀντιπάλων καί ἐχθρῶν μου γίνωμαι καί κατά κράτος αὐτούς νίκην νικῶ παραδόξως διά Χριστοῦ; “- ὤ τοῦ θαύματος, εὐθύς ὅν ἐν τῷ οὐρανῷ εἶναι ἐνόμιζον ἐντός μου τοῦτον εἶδον, σέ λέγω τόν ἐμόν Δημιουργόν καί Βασιλέα Χριστόν, (443) καί τότε ἔγνων εἶναι σήν τήν νίκην, ἥν με νενικηκέναι ἐποίησας τόν διάβολον.

Ἀλλ᾿ ὅμως οὔπω ἐγίνωσκον, Δέσποτα, ὅτι σύ ᾖς, ὁ ἀπό πηλοῦ πλάσας με, ταῦτά μοι πάντα χαρισάμενος τά καλά. Οὔπω ἔγνων ὅτι αὐτός σύ ὑπῆρχες ὁ ἀνυπερήφανος Θεός μου καί Κύριος. Οὔπω γάρ φωνῆς σου ἠξιώθην ἀκοῦσαι, ἵνα γνωρίσω σε, οὔπω ᾖς εἰπών μοι μυστικῶς ὅτι “Ἐγώ εἰμι”. Ἀνάξιος γάρ ἐτύγχανον καί ἀκάθαρτος, ἔτι τά ὦτα τῆς ψυχῆς ἐμπεφραγμένα τῷ τῆς ἁμαρτίας ἔχων πηλῷ καί τούς ὀφθαλμούς μου κεκρατημένους ὑπό ἀπιστίας καί ἀγνοίας καί τῆς τῶν παθῶν αἰσθήσεως καί ἀχλύος. Καί σέ μέν οὕτω τόν Θεόν μου ἑώρων· μή εἰδώς δέ μηδέ προπεπιστευκώς ὅτι Θεός, καθ᾿ ὅσον οἷόν τε ὁρᾶσθαι, ὁρᾶταί τινι, οὐκ ἐνενόουν ὅτι Θεός ἤ Θεοῦ δόξα ἐστί τό ποτέ μεν οὕτω μοι ποτέ δέ ἄλλως δεικνύμενον, ἀλλά τό μέν ἀσύνηθες κατέπληττέ με τοῦ θαύματος, χαρᾶς δέ ὅλην μου τήν ψυχήν ἐπλήρου καί τήν καρδίαν, ὡς καί αὐτό μου οἴεσθαί με τό σῶμα μεταλαμβάνειν τῆς χάριτος τῆς ἀφάτου ἐκείνης. Οὔπω δέ τό τίς ᾖς ὁ ὁρώμενος τρανῶς τότε ἐγίνωσκον. Τέως ἑώρων συχνότερον φῶς, ποτέ μέν ἔνδον, ὅτε γαλήνης καί εἰρήνης ἡ ψυχή μου ἀπήλαυε, ποτέ δέ ἔξω που μακράν ἐφαίνετο ἤ καί τελείως ἐκρύπτετο καί κρυπτόμενον θλῖψίν μοι ἐνεποίει ἀφόρητον, λογιζομένου μου ὡς οὐκέτι πάντως φανήσεται. Ἀλλά μοι πάλιν θρηνοῦντι καί κλαίοντι καί πᾶσαν ἐνδεικνυμένῳ ξενιτείαν καί ὑπακοήν καί ταπείνωσιν ἐπεφαίνετο ὥσπερ ὁ ἥλιος, τό πάχος τοῦ νέφους διατέμνων καί κατά μικρόν προσηνής καί σφαιροειδής ἐνδεικνύμενος. Οὕτως οὖν ὁ ἄφραστος σύ, ὁ ἀόρατος, (444) ὁ ἀναφής, ὁ ἀκίνητος, ὁ πανταχοῦ ἀεί καί ἐν πᾶσι παρών καί τά πάντα πληρῶν, καθ᾿ ὥραν, ἵν᾿ εἴπω, ἐν ἡμέρᾳ τε καί νυκτί ὁρώμενος καί κρυπτόμενος, ἀπιών καί ἐρχόμενος, γινόμενος ἀφανής καί αἴφνης φαινόμενος, κατά μικρόν μικρόν τό σκότος ἐν ἐμοί ἀπεδίωξας, τό νέφος ἀπήλασας, τό πάχος ἐλέπτυνας, τήν λήμην τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν ἀπεκάθηρας, τά ὦτα τῆς διανοίας ἀπέφραξας καί διήνοιξας, τῆς ἀναισθησίας περιῆρας τό κάλυμμα, σύν τούτοις πᾶν πάθος και πᾶσαν σαρκικήν ἡδονήν κατεκοίμησας καί τέλεον ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐξώρισας. Τοιγαροῦν καί τοιοῦτόν με ἀπεργασάμενος, τόν οὐρανόν παντός νέφους ἐκάθηρας· οὐρανόν δέ λέγω τήν καθαρθεῖσαν ψυχήν ἐν ᾗ ἀοράτως, οὐκ οἶδ᾿ ὅπως ἤ πόθεν ἐρχόμενος, ὁ πανταχοῦ παρών αἴφνης εὑρίσκῃ καί ὡς ἄλλος ἥλιος ἀναδείκνυσαι. Βαβαί τῆς ἀφράστου συγκαταβάσεως!

Ταῦτα πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ τά θαυμάσια, ἀδελφοί! Ἀνερχομένων δέ ἡμῶν ἐπί τό τελεώτερον, οὐκέτι ὡς τό πρότερον ἄμορφος ἤ ἀνείδεος ὁ ἄμορφος καί ἀνείδεος ἔρχεται ἤ τήν παρουσίαν καί ἄφιξιν τοῦ φωτός αὐτοῦ σιωπῇ πρός ἡμᾶς ἀπεργάζεται. Ἀλλά πῶς; Ἐν μορφῇ τινι, πλήν Θεοῦ· Θεός δέ οὐκ ἐν σχήματι ἤ ἐκτυπώματι, ἀλλ᾿ ἐν ἀκατανοήτῳ καί ἀμηχάνῳ καί ἀμόρφῳ μεμορφωμένος φωτί ἁπλοῦς δείκνυται – οὐδέν γάρ πλέον εἰπεῖν ἤ ἐκφράσαι δυνάμεθα -, τέως ἐμφανῶς δείκνυται καί γνωρίζεται πάνυ γνωστῶς καί λίαν ὁρᾶται τρανῶς ὁ ἀόρατος, ἀοράτως λαλεῖ καί ἀκούει καί, ὡς εἴ τις φίλος πρός φίλον ἐνώπιος ἐνωπίῳ, προσομιλεῖ ὁ φύσει Θεός τοῖς κατά χάριν ἐξ αὐτοῦ γεννηθεῖσι θεοῖς, καί ὡς πατήρ ἀγαπᾷ καί παρά τῶν υἱῶν φιλεῖται ἄγαν θερμῶς καί γίνεται (445) τούτοις ξένον θέαμα καί φρικτότερον ἄκουσμα, μήτε λαλεῖσθαι παρ᾿ αὐτῶν ἀξίως δυνάμενον, μήτε σιωπῇ συγκαλύπτεσθαι ἀνεχόμενον· οὗ τῷ πόθῳ ἀεί ἀναπτόμενοι καί μυστικῶς παρ᾿ αὐτοῦ ἐνηχούμενοι, ποτέ μέν περί τῶν ἀλλοτρίων παθῶν ἀποδυρόμενοι γράφουσι, ποτέ δέ τά ἑαυτῶν θριαμβεύουσι πταίσματα. Καί ποτέ μέν, τάς εἰς αὐτούς γενομένας εὐεργεσίας καί ἐνεργείας τῆς χάριτος εὐχαρίστως ἐκδιηγούμενοι, θεολογικῶς ἀνυμνοῦσι τόν θεουργικῶς αὐτούς ἀλλοιώσαντα· ποτέ δέ, εἴ τι ἐναντίως καί ἐσφαλμένως λεγόμενον περί τῆς ψυχικῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀκούσωσι, κατά τό δοθέν αὐτοῖς μέτρον τῆς γνώσεως διορθούμενοι, τοῦτο γράφουσι, τάς μαρτυρίας ἀπό τῶν θείων παριστῶντες Γραφῶν καί ἠρεμεῖν ὅλως ἤ κόρον τῆς διηγήσεως λαβεῖν οὐκ ἰσχύουσι. Τίνα τρόπον; Ἐπειδή οὐκέτι ἑαυτῶν, ἀλλά τοῦ ἐν αὐτοῖς εἰσι Πνεύματος, οὕς καί κινεῖ καί ὑπ᾿ αὐτῶν πάλιν κινεῖται αὐτό, καί γίνεται ἐν αὐτοῖς πάντα ὅσα ἐν ταῖς θείαις ἀκούεις Γραφαῖς περί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν λεγόμενα, μαργαρίτης, κόκκος σινάπεως, ζύμη, ὕδωρ, πῦρ, ἄρτος, πόμα ζωῆς, πηγή ζῶσά τε καί ἁλλομένη, ποταμούς ῥέουσα λόγων πνευματικῶν, λόγων θείας ζωῆς, - λαμπάς, κλίνη, παστάς, νυμφῶν,νυμφίος, φίλος, (446) ἀδελφός καί πατήρ. Καί τί πολλά λέγων πειρῶμαι τά πάντα διεξελθεῖν καί ἰδού εἰσιν ἀναρίθμητα; Ἅ γάρ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, πῶς γλῶσσα μετρήσασα ταῦτα λόγῳ ἐκδιηγήσεται; Ὄντως οὐδαμῶς. Εἰ γάρ καί ἐντός ἡμῶν πάντα διά τό τόν πάροχον τούτων Θεόν περιφέρειν κεκτήμεθα, ἀλλ᾿ οὔτε νοΐ ἐκμετρῆσαι, οὔτε λόγῳ ἐξηγήσασθαι ταῦτα ὅλως δυνάμεθα.

Ταῦτα τοίνυν ἐγράψαμεν, ὦ πατέρες καί ἀδελφοί, οὐκ ἐνδείξεως χάριν, μή γένοιτο – τί γάρ καί ἔχομεν ἡμέτερον ἐνδείξασθαι, εἰ μή ἐκ κοιλίας μητρός ἡμῶν ἁμαρτίας καί ἀκαθαρσίας καί ἀνομίας πολλάς, αἷς ὡς οἶμαι οὐδέ ἡ θαλαττία ψάμμος τῷ πλήθει συνεξισάζεται; - ἀλλά τοῦ Θεοῦ τά θαυμάσια φανεροῦμεν καί παρατιθέμεθα ὑμῖν, εἰ καί μή ἀξίως, ἀλλ᾿ οὖν κατά γε τήν ἡμετέραν δύναμιν· πρός τούτοις καί ἵνα τούς οἰομένους Πνεῦμα Ἅγιον ἀγνώστως ἔχειν ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος διά ταύτης τῆς ἐξηγήσεως ὠφελήσωμεν. Διδάσκει γάρ ὁ λόγος ἡμᾶς τήν ἐνοῦσαν ἐν πρώτοις ἡμῖν παντελῆ σκότωσίν τε καί ζόφωσιν ἤγουν τήν ἀλλοτρίωσιν τοῦ θείου φωτός, ὅτε δηλαδή καί τήν περί Θεοῦ ἄγνοιαν σαφῶς διεξέρχεται, ἔπειτα τόν ἐκ τῆς συνειδήσεως γινόμενον ἔλεγχον, εἶτα τό φόβον, εἶτα τήν ἐπιθυμίαν τῆς ἀφέσεως τῶν χρεῶν - ὅτε καί μεσίτην ὁ ἄνθρωπος ἐπιζητεῖ πρός τοῦτο καί βοηθόν, ὡς μή δυνάμενος δηλονότι μόνος ἀναιδῶς προσελθεῖν διά τό καταβαρεῖσθαι αὐτόν ὑπό πολλῶν τῆς αἰσχύνης ἁμαρτιῶν -, εἶτα τήν ἐπιτυχίαν τοῦ μεσίτου καί ποιμένος καί πρεσβευτοῦ· (447) καί πῶς τῇ νοερᾷ ἐλλάμψει τοῦ Πνεύματος καί τοῦτον τεθέαται, ὅ καί ἀρχήν γενομένην ἐλλάμψεως δείκνυσιν, ἧς πρῴην ὑπῆρχεν ἀμύητος, πῶς τε μετά τό γενέσθαι τήν ἀποκάλυψιν πάλιν ἡ θεωρία παρῆλθε τοῦ Πνεύματος καί, στερηθείς ταύτης, πάλιν ἐν σκότει ἁμαρτιῶν πολλῶν περιέπεσε. Μετά δέ ταῦτα καί τήν διά τοῦ ποιμένος δευτέραν κλῆσιν ἐδήλωσεν, εἶτα τήν ὑπακοήν, τήν πίστιν, τήν ταπείνωσιν, τήν ὑποταγήν, ἐκ δέ τούτων τήν κατά μικρόν ἐν γνώσει καί θεωρίᾳ γινομένην ἐν ἡμῖν ἐναργεστάτην ἀλλοίωσιν, ἥν ὁ μή ἐπεγνωκώς ἐν ἑαυτῷ γενομένην κατά τήν τοῦ λόγου ἐξήγησιν, οὐ δυνατόν ἔχειν Πνεῦμα Ἅγιον τόν τοιοῦτον κατοικοῦν ἐν αὐτῷ. Ἀλλά ταῦτα μέν ὁ λόγος, καθώς μοι ἄνωθεν εἴρηται, διεξοδικώτερον διερχόμενος, οὐ καυχωμένους ἡμᾶς ἀποδεικνύει, ἀλλά διηγουμένους τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ἅ ἐν τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτόν ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας φιλαγάθως ἐργάζεται, ὡς ἄν πᾶσα πρόφασις καί παρακοήν ἔνδικον ἀπολήψεται τήν μισθαποδοσίαν ἐν ἡμέρᾳ ᾗ κρινεῖ ὁ Θεός τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

moda 01


Από τη Δύση βγήκε η Μόδα, αυτό το ανεξήγητο και ακατανόητο τέρας, που δεν αντιστέκεται στις προσταγές του κανένας άνθρωπος.

Ένα φόρεμα, ή ένα οποιοδήποτε πράγμα, που ήτανε όμορφο την περασμένη εβδομάδα, σήμερα δεν είναι πια όμορφο, γιατί τέτοια διαταγή ήρθε από το Παρίσι, από την Λόντρα ή από την Αμερική. Αυτή η αλλαγή δίνει μεγάλη κίνηση στο εμπόριο, στο αλισβερίσι.
 
Στην Δύση λοιπόν, όλα γίνονται λεφτά. Πώς να μην έχουμε σε μεγάλη υπόληψη ό,τι κάνει, ό,τι μας στέλνει, ακόμα και τα πιο τρελά πράγματα; Πλήθος εργοστάσια δουλεύουνε και γεμίζουν τον κόσμο γυαλιά, στυλό, αναπτήρες (όλο πιο τέλεια και όλο πιο τελειοποιημένα), μηχανές φωτογραφικές, ραδιόφωνα της τσέπης, ρολόγια ίσαμε ένα κουμπί, που για να δεις την ώρα πρέπει να έχεις φακό, κι άλλα κι άλλα. Δεν έμεινε άνθρωπος που να μην έχει ένα και δύο στυλό, δύο – τρία ζευγάρια γυαλιά, μια μηχανή , ένα ραδιόφωνο σαν ταμπακιέρα.

Η μάγισσα Κίρκη πίνει το αίμα τους, ρουφά τον παρά τους και αυτοί ορκίζονται στο όνομα της. Η αλήθεια είναι πως τους δίνει ένα σωρό χρειαζούμενα πράγματα, τους φορτώνει όμως και ένα σωρό αδιαφόρετα , κι αλίμονο σ’ όποιον δεν συμμορφωθεί με τις προσταγές της να τα φορτωθεί!

Οι Έλληνες είναι οι πιο πιστοί προσκυνητές  της. Μόλις μαθευτεί πως η Μάγισσα έβγαλε κάτι «καινούργιο», ή στη μόδα της φορεσιάς, ή στην τέχνη καμιά καινούργια «τεχνοτροπία», ή κάποια νέα θεωρία, ή κανέναν καινούργιο αναπτήρα , ή κάποιο άλλο «θαύμα» τέλος πάντων, τρέχουν ποιος να πρωτοφτάσει να το πάρει ή να το μιμηθεί. «Είναι ευρωπαϊκό!» που θα πει: «Βασιλικιά διαταγή και τα σκυλιά δεμένα».

Εξ άλλου , όπως είπαμε, ευρωπαϊκό θα πει πάντα «το τερπνό μετά του ωφελίμου». Τζίρος!

 

Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη» του Φώτη Κόντογλου, Συντάκτης π. Σπυρίδων Σκουτής), Παναγία Ιεροσολυμίτισσα

agios symewn o neos theologos 01


Ἀδελφοί καί πατέρες καί τέκνα ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ, τί πρός τά κατηχηθέντα παρ᾿ ἡμῶν ἐν διαφόροις πολλάκις λόγοις ὑπενοήσατε; Τί κατά τοῦ ταῦτα παρρησίᾳ λαλήσαντος ἐν ἑαυτοῖς ἀπεφήνασθε; Μή τι τῶν θείων ἔξω Γραφῶν εἰπεῖν ἡμᾶς ὑπελάβετε; Μή τι λεληθότως ἡμᾶς κατεμέμψασθε, ὡς ὑπέρογκα λελεχότας; Μή τι κατεκρίνατε, ὡς μεγαλορρημονοῦντας ἡμᾶς; Εἰ οὖν οὕτω πρός τά ῥηθέντα διετέθητε, ἵλεως ὑμῖν γένοιτο ὁ Χριστός, ἐγώ δέ παρακαλῶ τήν ἀγάπην ὑμῶν ἵνα μηδείς τῷ τοιούτῳ κρίματι ἐπιμείνῃ. Οὐ γάρ ἐνδείξεως χάριν ταῦτα γεγράφαμεν, μή τοῦτο συγχωρήσῃ ὁ ἐλεήσας καί ἀγαγών ἡμᾶς εἰς ταῦτα Θεός, ἀλλά μεμνημένοι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀπ᾿ ἀρχῆς βίου καί μέχρι τοῦ παρόντος πεποίηκε μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἀναξίων, εὐχαριστοῦντες (422) ἀνυμνοῦμεν αὐτόν, ὡς εὔσπλαχνον Δεσπότην καί εὐεργέτην ἡμῶν Κύριον, καί τό ἐπιδοθέν ἡμῖν παρ᾿ αὐτοῦ τάλαντον εὐγνωμόνως πᾶσιν ὑμῖν καταβάλλομεν. Ποῦ γάρ καί δυνάμεθα τό τοσοῦτον μέγεθος τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ σιωπᾶν ἤ ἀγνωμόνως ὡς ἀμνήμονες καί κακοί δοῦλοι κατορύττειν τό δοθέν ἡμῖν τάλαντον; Τοῦτο γάρ ποιεῖν μή δυνάμενοι, ἀνακηρύττομεν τόν αὐτοῦ ἔλεον, ὁμολογοῦμεν τήν χάριν, πᾶσι δεικνύομεν τήν πρός ἡμᾶς αὐτοῦ ἀγαθότητα καί παρακαλοῦμεν καί ὑμᾶς διά τῆς διδασκαλίας τοῦ λόγου ἀγωνίσασθαι μετασχεῖν τῶν αὐτοῦ δωρεῶν καί ἀπολαῦσαι, ὧν καί ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι διά τῆς ἀφάτου αὐτοῦ ἀγαθότητος ἀπηλαύσαμεν. Οὐδέν γάρ ὑμᾶς ἐν τούτῳ ἀδικοῦμεν ἤ ἠδικήσαμεν, ἀλλά μεταδοῦναι ποθοῦμεν ἐξ ὧν εἰλήφαμεν τοῖς συνδούλοις ἡμῶν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς, οἱ Χριστοῦ λαός καί ποίμνιον ἱερόν καί βασίλειον ἱεράτευμα ἀκούειν καί καλεῖσθαι ἠξιωμένοι.

Ὥσπερ γάρ πτωχός τις φιλάδελφος παρά τινος φιλοχρίστου καί ἐλεήμονος αἰτήσας καί λαβών νομίσματα, ἀποτρέχει πρός τούς συμπένητας αὐτοῦ ἐν χαρᾷ καί καταμηνύει λέγων ἐν μυστηρίῳ αὐτοῖς· “Δράμετε σπουδῇ καί ὑμεῖς, ἵνα λάβητε”, δακτυλοδεικτῶν καί ὑποδεικνύων αὐτοῖς τόν τό νόμισμα αὐτῷ ἐπιδόντα, εἰ δέ καί διαπιστοῦσιν, ἐπί τῆς παλάμης ἀπογυμνώσας δείκνυσι καί αὐτό, ἵνα πιστεύσαντες σπουδῇ χρήσωνται καί τόν ἐλεήμονα ἐκεῖνον ἄνδρα ταχύ καταλάβωσιν, οὕτω δή καί ὁ ταπεινός ἐγώ, ὁ πτωχός καί γυμνός ἀγαθοῦ καί δοῦλος τῆς ἁγιωσύνης πάντων ὑμῶν, πεῖραν τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας καί συμπαθείας λαβών, ὡς διά μετανοίας (423) αὐτῷ προσελθών καί διά τῆς τοῦ ἁγίου Συμεών μεσιτείας, τοῦ πατρός μου καί πατρός ὑμῶν, τήν χάριν ἀπειληφώς ὁ ἀνάξιος πάσης χάριτος, οὐ φέρω μόνος ταύτην κρύπτειν ἐν κόλπῳ ψυχῆς, ἀλλά πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς ὑμῖν λέγω καί πατράσι μου τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ καί ὁποῖόν ἐστι τό δοθέν μοι τάλαντον, ὅσον τό ἐπ᾿ ἐμοί, φανερῷ ὑμῖν καί διά τοῦ λόγου ὡς ἐπί παλάμης ἀπογυμνῶ τοῦτο, καί λέγω οὐχ ὡς ἐν παραβύστῳ καί μυστηρίῳ, ἀλλά μεγάλῃ βοῶν τῇ φωνῇ· “Δράμετε, ἀδελφοί, δράμετε”, καί οὐ βοῶ μόνον, ἀλλά καί ὑποδεικνύω τόν διδόντα Δεσπότην, τόν λόγον πάλιν ἀντί δακτύλου ὑμῖν προβαλλόμενος. Ἄνθρωπος μέν γάρ ἐάν ὀβολόν πτωχῷ τινι δῷ, εἶτα ἐκεῖνος πρός τό καί ἑτέροις δοῦναι τοῦτον καταμηνύσειεν, ὀργίζεται καί πρός τό δοῦναι μᾶλλον σκληρύνεται, ὁ δέ Θεός οὐχ οὕτως, ἀλλά τοὐναντίον ἅπαν ποιεῖ. Ἐάν γάρ τινι δῷ πνευματικόν χάρισμα ἤγουν τάλαντον καί οὐ κηρύξῃ τοῖς πᾶσι καί δημοσιεύσῃ αὐτό, “Προσέλθετε”, λέγων, “πρός τόν ἁπλῶς διδόντα Δεσπότην καί μηδένα κενόν ἀποστρέφοντα”, ἀλλά λαβών κρύψειε κατορύξας αὐτό, τότε μᾶλλον ὀργίζεται κατά τοῦ λαβόντος ὡς φθονεροῦ καί μή θέλοντος τούς ἑαυτοῦ ἀδελφούς λαβεῖν, ὡς αὐτός ἔλαβε.

Διά τοῦτο οὖν, ἅ εἶδον καί ἅ ἔργῳ καί πείρᾳ Θεοῦ θαυμάσια ἔγνωκα, μή λαλεῖν οὐκ ἀνέχομαι, ἀλλά καί τοῖς λοιποῖς ἅπασιν ὡς ἐνώπιον Θεοῦ προμαρτύρομαι, λέγων μεγάλῃ τῇ φωνῇ· “Δράμετε πάντες πρό τοῦ κλεισθῆναι διά θανάτου τήν τῆς μετανοίας θύραν ὑμῖν, δράμετε ἵνα πρό τῆς ἐξόδου καταλάβητε, σπεύσατε ἵνα λάβητε, κρούσατε ἵνα πρό τῆς τελευτῆς (424) τάς τοῦ παραδείσου πύλας ὁ Δεσπότης ὑμῖν ἀνοίξειε καί ἑαυτόν ὑμῖν ἐμφανίσειε, σπουδάσατε τήν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν ἐντός ὑμῶν καί γνωστῶς κτήσασθαι καί μή κενοί ταύτης ἐντεῦθεν ἀποδημήσητε, καί μάλιστα οἱ ταύτην ἀγνώστως ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς οἰόμενοι, μηδέν δέ διά τήν οἴησιν ἔχοντες”.

Πῶς οὖν, εἰπέ μοι, τόν τοῦ Χριστοῦ Πατέρα θεάσηται, ὁ νοῦν Χριστοῦ μή κτησάμενος; Ὁ δέ ἐκεῖνον μή βλέπων λαλοῦντα ἐντός αὐτοῦ, διά τίνος ἤ πῶς εἴπῃ· “Ἀββᾶ ὁ Πατήρ”; Ὁ μή ἐντός αὐτοῦ τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν γνωστῶς κτησάμενος, πῶς ἐν αὐτῇ μετά θάνατον εἰσελεύσεται; Ὁ μή μένοντα ἐν αὐτῷ διά τοῦ Πνεύματος τόν Υἱόν σύν τῷ Πατρί θεασάμενος, πῶς μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ μέλλοντι ἔσεται, καθώς ὁ Κύριος εἶπε· “Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ”, καί πάλιν· “Οὐ περί τούτων δέ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλά καί περί πάντων τῶν πιστευόντων διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσι. Κἀγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν καί ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας”.

Οὗτος τοίνυν ὁ τρόπος, ἀδελφοί, τῆς ἐμῆς, ὥς τινες οἴονται, μεγαλορρημοσύνης. Οὕτω με ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κινεῖ πρός ὑμᾶς τούς ἐμούς πατέρας καί (425) ἀδελφούς ἀποκαλύψαι τήν ἄφατον πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα καί ἀγάπην, δι᾿ ἥν οὕτω καί ἐν τηλικούτοις δοξάζει τούς εἰς αὐτόν ἠλπικότας ἀνεπιφθόνως.

Ἀλλ᾿ ἐρωτῶντι ἀποκρίθητέ μοι, παρακαλῶ· “Τί οὖν; Ὁ Πατήρ ἀγνώστως ἀγαπᾷ τόν Υἱόν καί ὁ Υἱός ἀγνώστως καί ἀοράτως σύνεστι τῷ Πατρί;” – “Οὔ”, πάντως εἴποιτε. Εἰ γάρ τοῦτο δῶμεν καί ἀγνοεῖν ἀλλήλους τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν δογματίσομεν, οἴχεται ἡ πίστις ἡμῶν καί ἀπόλωλεν· ἀγνοούντων γάρ ἐκείνων ἀλλήλους ἀνάγκη πᾶσα καί ἡμᾶς παντελῶς ἀγνοεῖν αὐτούς· εἰ δέ τοῦτο, ἄρα ἄθεοί ἐσμεν, Θεοῦ γνῶσιν μή ἐσχηκότες. Εἰ δέ “καθώς ἐκεῖνος γινώσκει, φησίν, ὁ Πατήρ τόν Υἱόν, καί ὁ Υἱός γινώσκει τόν Πατέρα” καί ὡς Θεός σύνεστι τῷ Θεῷ καί Πατρί καί ὁ Πατήρ ὁμοίως σύνεστι τῷ Υἱῷ, ὡς ὅταν λέγῃ· “Καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, οὕτω καί αὐτοί ἐν ἐμοί ὦσι κἀγώ ἐν αὐτοῖς”, τό ἴσον πάντως δηλοῖ τῆς μετ᾿ ἀλλήλων ἑνώσεως. Πλήν τοῦ μέν Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα ἡ ἕνωσις φυσική ἐστι καί συνάναρχος, ἡ δέ ἡμετέρα πρός τόν Υἱόν θέσει καί χάριτι, ὅμως εἰς τό αὐτό οἱ πάντες ἐσμέν ἡνωμένοι Θεῷ καί ἀχώριστοι, ὡς αὐτός πάλιν φησίν· “Ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, - διατί; ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς, καθώς ἐμέ ἠγάπησας”, καί ὁ Παῦλος· “Ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός”.

Ταῦτα τοιγαροῦν ἀκούσατε οἱ δοκοῦντες εἶναι (426) πνευματικοί καί τῷ λαλοῦντι πιστεύσατε, ἐμέ δέ τόν λέγοντα ὑμῖν ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος τάς δωρεάς, ἅς λαμβάνουσι ἀπό Θεοῦ οἱ ἐν πίστει θερμῇ προστρέχοντες αὐτῷ καί ποιοῦντες αὐτοῦ τάς ἐντολάς, λειτουργοῦντα τῷ ἄνωθεν ἐνηχοῦντι Πνεύματι, πάσης ἀπολύσατε μέμψεως. Τίς δέ ὁ λαλῶν, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἀκούσατε λέγοντος· “Οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ λαλοῦν ἐν ὑμῖν”. Ὁρᾶτε ὡς οὐκ ἐγώ τά ὑπερφυῆ καί μεγάλα πρός τήν ὑμετέραν ἀγάπην λαλῶ, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό λαλοῦν ἐν ἡμῖν. Τοῦτο δέ καί Πέτρος ὁ κορυφαῖος ἐπιμαρτυρεῖ λέγων· “Οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι”· Εἰ δέ ἡμεῖς εὐτελεῖς ὄντες καί ἀνάξιοι μακράν ἐσμεν πάσης ἁγιωσύνης καί τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι τήν δωρεάν τήν δοθεῖσαν ἡμῖν ἀπό Θεοῦ, ὡς δέ ὑπόχρεοι τῆς αὐτοῦ χάριτος διακονοῦμεν ὑμῖν τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί ἀνακαλύπτομεν τό τάλαντον ὅ ἐδόθη ἡμῖν καί τό χάρισμα διά προφητείας μετά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ ἀρχιερέως, τοῦ εἰς τήν ἱερωσύνην ἡμᾶς τελειώσαντος, καθώς αὐτός οὗτος ὁ κορυφαιότατος ἡμῖν τῶν ἀποστόλων ἐντέλλεται, φησί γάρ· “Ἕκαστος καθώς ἔλαβε χάρισμα, εἰς ἑαυτούς αὐτό διακονοῦντες ὡς καλοί οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος Θεοῦ. Εἴ τις λαλεῖ, ὡς λόγια Θεοῦ, εἴ τις διακονεῖ, ὡς ἐξ ἰσχύος ὡς χορηγεῖ ὁ Θεός”.

(427) Τοιγαροῦν τό Πνεῦμα ἐστι τό λαλοῦν, ἀδελφοί, οὐκ ἐγώ, ὡς ὁ Κύριος καί ὁ τούτου πιστός μαθητής ἡμᾶς ἐβεβαίωσαν. Εἰ δέ ψεύδομαι, ποῦ φεύξομαι τό τῆς δίκης ἄφυκτον, τό τούς ψευδομένους εἰς ἀπώλειαν παραπέμπον; “Ἀπολεῖς γάρ, φησί, πάντας τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος”. Ὥσπερ δέ ὁ τῷ λαλοῦντι διά τοῦ Πνεύματος ἀπιστῶν, εἰς τό Πνεῦμα τό λαλοῦν ἐξαμαρτάνει καί βλασφημεῖ, οὕτω πάλιν ὁ τῆς ἄνωθεν χάριτος ἐστερημένος τοῦ Πνεύματος, ἐάν τολμήσῃ εἰπεῖν ὅτι “Ἐν Ἁγίῳ φθέγγομαι Πνεύματι ”, ὡς Σίμων ὁ Μάγος καί οἱ ἐκείνου σύμφρονες ἔσται ἀλλότριος τοῦ Θεοῦ καί ἀντίθετος. Ὁ γάρ τοῖς λόγοις ἀντιπίπτων τοῦ Πνεύματος πάντως ἀντίθεος. Θεός γάρ ἀχώριστος ἐστι καί ἀδιαίρετος· τό γάρ Ἅγιον Πνεῦμα τῆς τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀϊδιότητός τε καί βασιλείας ἀχώριστον.

Μή οὖν θεομάχοι καί ἀντίθεοι γενέσθαι θελήσητε, ἀδελφοί, ἀλλά δεῦτε προσκυνήσατε καί προσπέσατε σύν ἡμῖν καί μή ἀναστῆτε ἐκεῖθεν μέχρις ἄν λάβητε τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, ὡς καί ἡμεῖς ἐλάβομεν οἱ ἀνάξιοι ταύτην τῇ αὐτοῦ χάριτι. Οὐδέν ἐναντίον λέγομεν πρός ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἀλλά τήν ἀγάπην ἡμῶν δεικνύομεν πλουσίαν πρός πάντας ὑμᾶς. Εἰ οὖν ἐλέγομεν ὅτι ἡμεῖς μέν ἐλάβομεν χάριν δωρεάν παρά τοῦ Πατρός τῶν φώτων ὅθεν πᾶν δώρημα τέλειον, ὑμᾶς δέ λαβεῖν οὐ βουλόμεθα, δικαίως ἄν καί ἐκ Θεοῦ καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἐμισούμεθα· νυνί δέ τήν ἀλήθειαν ἀπό τῆς θείας Γραφῆς καί ἀπό τῆς πείρας αὐτῆς παριστῶντες καί τήν βασιλικήν ὑποδεικνύοντες ὑμῖν ὁδόν, τί ὑμᾶς ἀδικοῦμεν; Εἰ δέ ὡς ἀνώνυμόν με (428) καί ἀφανῆ καί ἐλάχιστον λογιζόμενι οὐ καταδέχεσθε παρ᾿ ἐμοῦ ἐκδιδάσκεσθαι, γνῶτε καί μάθετε ὅτι τά μωρά τοῦ κόσμου ὁ Θεός ἐξελέξατο, ἵνα καταισχύνῃ τούς σοφούς καί τά ἀσθενῆ καί ἀπερριμένα, ἵνα καταισχύνῃ τά ἔνδοξα καί ἰσχυρά.

Ἀλλ᾿ ἴσως παρελθών τις εἰς μέσον εἴποι· “Μεγάλα καί ὑπερβολικά καί ὑπέρ ἀνθρωπίνην δύναμιν τά λεγόμενα”. Κἀγώ σοι λέγω· “Μεγάλα τῷ ὄντι καί ὑπέρ φύσιν εἰσί, Θεοῦ γάρ εἰσι λόγοι, καθώς εἴρηται”- “Καί πῶς οὐδείς, φησί, τῶν μεγάλων πατέρων οὕτως ἀναφανδόν περί ἑαυτοῦ ἀπεφήνατο ἤ τοιούτους λόγους λελάληκεν, οἵους λαλεῖς σύ, περί ἑαυτοῦ;”- “Λέληθας σεαυτόν, ὦ ἄνθρωπε. Μᾶλλον μέν οὖν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες συνᾴδοντά μου τοῖς λόγοις καί ὑπερβαίνοντα λελαλήκασιν, ἀλλά τό ἀξιόπιστον τῶν λεγόντων εὐπαράδεκτα καί πιστά ποιεῖ τά λεγόμενα, ἡ δέ ἡμετέρα εὐτέλεια καί τά πᾶσιν ὡμολογημένα ὡς ψευδῆ καί βδελυκτά ὑμῖν ποιεῖ καταφαίνεσθαι”.

Ὅμως ἔχω καί ἄλλην αἰτίαν εἰπεῖν, δι᾿ ἥν ταῦτα καί μή βουλόμενος ἐξεκάλυψα. Τίς δέ αὕτη ἐστίν; Ἡ τῶν λεγόντων μή εἶναι τά νῦν τοιοῦτον ἐπί τῆς γῆς καί ἐν μέσῳ ἡμῶν ἄρτι ἄνθρωπον ψευδής καί παράλογος ἄνοια καί ὑπόληψις. Καί ὅρα μοι τήν κακίαν, ὅπως ἐστί πολυμήχανος. Μή φανερῶς γάρ λεγόντων ἡμῶν, ἀλλ᾿ ὑποκρύβειν σπευδόντων τό χάρισμα, ἀληθεύειν ἐκεῖνοι νομίζουσιν· ἐάν δέ ἡμεῖς ἐκκαλύψαντες τήν ἀλήθειαν εἴπωμεν, ὡς ὑπερηφάνων ἡμῶν αὐτίκα καταγινώσκουσιν, ἀγνοοῦντες τάς τῶν ἁγίων ἀποστόλων φωνάς. Ποίας δή ταύτας, τό “Ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν”. Ἆρα ὑπερβολήν κρίνετε, πρός αὐτούς ἄν εἴποιμι, τοῦτο ὑπερηφανίας; (429) τό “Ἐκ τούτου γινώσκομεν ὅτι ἐν ἡμῖν ἐστιν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὐ δέδωκεν ἡμῖν”; Τοῦτο δέ πῶς ἐκλάβοιτε κατά τοῦ λέγοντος; Ἀλλά καί τό “Ἤ δοκιμήν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοί λαλοῦντος Χριστοῦ”, καί τό “Δοκῶ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν “, καί τό “Ἡμεῖς δέ οὐκ ἐλάβομεν πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλά Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· Ἀββᾶ ὁ Πατήρ”, καί τό “Ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν “; Ταῦτα οὖν πάντα ὑπερηφανίας ὑμῖν λογισθήσονται ῥήματα; Ὤ τῆς εὐηθείας!

Εἰ δέ καί τόν τῆς ἐλλάμψεως τρόπον βούλῃ μαθεῖν, τόν ἐγγινόμενον τοῖς ἀγαπῶσι τόν Κύριον, ἄκουε αὐτοῦ τοῦ Παύλου λέγοντος· “Ἔχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν”, εἴτ᾿ οὖν σώμασιν. “Εἰ δέ μή ἔστι, φησί, τοιοῦτος τά νῦν, τί;”. Διατί οὐκ ἔστιν, εἰπέ; “Ὅτι καί θέλοντά τινα, φησί, μή δύνασθαι οἴομαι γενέσθαι τοιοῦτον τά νῦν, ὡς καί μή θέλοντα, μηδέ γίνεσθαι”. Εἰ τοίνυν καί θέλοντα λέγεις μή δύνασθαι, ποῦ θήσομεν τό “Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι”, καί το “Εἰ θέλετε, θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες, καί τό “Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι”; Εἰ δέ καί μή θέλοντα μηδέ γίνεσθαι, ἴδε ὅτι σύ σεαυτόν κατεδίκασας, μή θέλων μηδέ προαιρούμενος γενέσθαι· εἰ γάρ θέλεις γενέσθαι, δύνασαι.

Εἰ δέ σύ μή τοιοῦτος, ἀλλ᾿ ἕτεροι πλεῖστοι, Θεοῦ βουλομένου, οὕς αὐτός ἀγνοεῖς. Εἰ γάρ ἐπί τοῦ Ἠλιοῦ ἑπτακισχιλίους εἶχεν ὁ Θεός τούς μή κάμψαντας γόνυ τῇ Βαάλ, (430) πολλῷ μᾶλλον νῦν, ὅτε τό Πνεῦμα αὐτοῦ τό Ἅγιον πλουσίως ἐξέχεεν ἐφ᾿ ἡμᾶς. Εἰ δέ μή ἀποδύεταί τις πάντα καί γυμνός προσέρχεται καί ζητεῖ τοῦ λαβεῖν, τοῦ μή βουλομένου τό αἴτιον, οὐ τοῦ Θεοῦ. Ὥσπερ γάρ τό πῦρ προθύμως τῆς ὕλης, ἵν᾿ εἴπω, καί φυσικῶς ταύτης ἐπιλαμβάνεται, οὕτω και ἡ χάρις τοῦ Παναγίου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος τῶν ἡμετέρων ψυχῶν ζητεῖ ἅψασθαι, ἵνα καί τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ λάμψῃ καί κατευθύνῃ δι᾿ ὧν λάμπει τά τῶν πολλῶν δαβήματα, ὡς ἄν καλῶς ὁδεύοντες καί αὐτοί πλησιάσωσι τῷ πυρί καί εἷς καθ᾿ εἷς ἤ καί πάντες, εἰ οἷόν τε, ὁμοῦ, ἀναφθῶσι καί ὡς θεοί λάμψωσιν ἐν μέσῳ ἡμῶν, ἵνα ἐπευλογῆται καί πληθύνηται τό σπέρμα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ καί μή ἐκλείψῃ θεοειδής ἄνθρωπος, λάμπων ὡς φῶς ἐπί γῆς.

Ἐγώ μέν οὖν οὕτως οἴομαι τήν ἀλήθειαν ἔχειν καί εἶναι τό βούλημα τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕς αὐτός ἔπλασε καί ἐτίμησε καί ἐδόξασε πάλαι τῇ δόξῃ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ· ὑμεῖς δέ ἴδετε καί δοκιμάσατε τά λεγόμενα παρ᾿ ἡμῶν. Καί εἰ μή τά αὐτά τοῖς ἀποστόλοις καί τοῖς ἁγίοις καί θεοφόροις πατράσι φρονοῦμεν καί λέγομεν κατά τά εἰρημένα, καί τά τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων ῥηθέντα παρά τοῦ Θεοῦ καί ἡμεῖς δευτεροῦμεν, εἰ μή τήν ἐν αὐτοῖς οὖσαν, κακῶς δέ ἀποσβεσθεῖσαν ὑπό συλλογισμῶν ἀσυνέτων, ὅσον τό ἐπ᾿ αὐτοῖς, ζωοποιόν ἐνέργειάν τε καί δωρεάν διά ἀποδείξεων ἐν πᾶσι τρανῶς ἀνάπτομεν καί τό φῶς ἤδη λάμπον ὑποδεικνύομεν, ἐξ αὐτῶν δηλονότι τῶν ἁγίων Γραφῶν πάντα καί συνιστῶντες καί λέγοντες, (431) ἔστω μέν ἐμοί ἀνάθεμα ἀπό Κυρίου Θεοῦ καί Ἰησοῦ Χριστοῦ διά Πνεύματος Ἁγίου, ὡς διδάσκοντι παρ᾿ ὅ οἱ θεῖοι ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καί εὐηγγελίσαντο, ὑμεῖς δέ μή μόνον τά ὦτα πρός τήν ἀκρόασιν ἀποφράξητε, ἀλλά κἀμέ λίθοις βαλόντες ὡς ἀσεβῆ καί ἄθεον ἀποκτείνατε. Εἰ δέ τά Δεσποτικά καί ἀποστολικά δόγματα, διαστρεφόμενα παρά τινων, ἀνορθοῦμεν, ἐξ αὐτῶν τῶν θείων πάλιν Γραφῶν τά ὑποστηρίζοντα καί διορθοῦντα τήν ἐκείνων καί τῶν πειθομένων αὐτοῖς διάνοιαν συλλεγόμενοι, τήν ἀνάστασίν τε καί τήν ἄφθαρσίαν καί τήν ζωήν καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καί αὐτά τά αἰώνια ἀγαθά μή ἐν ἐλπίσιν αὐτοῖς ἅπαντα προσδοκᾶν παραινοῦμεν, ἀλλά τά μέν προκείμενα καί ἀποκαλυπτόμενα, φαινόμενά τε καί ὁρώμενα καί ὡς ἀρραβῶνας τοῖς ἐκλεκτοῖς καί σωθῆναι μέλλουσιν ἀπεντεῦθεν ἤδη διδόμενα ἐκδιδάσκομεν, τά δέ μετά θάνατον καί τήν ἀνάστασιν εἰς αὐτούς προτιθέμενα ἀποδεῖξαι καί βεβαιῶσαι προτεθυμήμεθα, οὐχί μᾶλλον ἀποδεκτοί αὐτοῖς καί πᾶσιν εἶναι ὀφείλομεν καί λίαν ἀγαπητοί, ὡς τῆς τελείας ἀγάπης ἔργον ἐπιδεικνύμενοι;

Ὥσπερ γάρ ὁ κεκρυμμένον εὑρών θησαυρόν καί ἑαυτῷ μόνῳ τηρήσας αὐτόν, ψεκτός παρά πάντων καί ὡς φιλάργυρος κατακρίνεται, ὁ δέ μή ἑαυτῷ κρύπτων, ἀλλά τοῖς πᾶσιν ὑποκεικνύων καί φανερῶν καί ἀφιείς ἕκαστον λαβεῖν ὅσον βούλεται, πάντως ἐπαινετός καί Θεῷ καί ἀνθρώποις ἀποδεκτέος, οὕτω κἀγώ ἐν τοῖς πνευματικοῖς ἔσομαι παραφρονῶν, λαλῶν Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ θησαυρόν ἀποκεκρυμμένον (432) ὑπό τῶν θείων Γραφῶν ὄντα, μηνυθέντα μοι ὑπό ἁγίου ἀνδρός ἐν τόπῳ τινί, οὐ κατώκνησα διεγερθῆναι καί τοῦτον ἐρευνῆσαι καί ἰδεῖν, ἀλλά κἀκεῖνόν μοι βοηθόν γενέσθαι ἐξαιτησάμενον καί συνεργόν καί λαβών, πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν καί πρᾶξιν τοῦ βίου καταλιπών καί τῷ τόπῳ, ἐν ᾧ μοι εἶναι τόν θησαυρόν ὁ ἀγαθός ἐκεῖνος ἀνήρ διά γραμμάτων ἐδήλωσεν, ἐπιστάς, κόπῳ πολλῷ καί μόχθῳ νυκτός καί ἡμέρας ὀρρύσειν, σκάπτειν, τόν χοῦν ἔξω βάλλειν καί εἰς βάθος ποιεῖν οὐκ ἐπαυσάμην τό ὄρυγμα, ἕως ὁ θησαυρός διαυγάζειν σύν τῷ χοΐ ἄνωθεν ἤρξατο. Ἐπί πολύ οὖν κοπιάσας ἐξορύττων καί τόν χοῦν ἀπορρίπτων, ὅλον τόν κάτω που κείμενον θησαυρόν ἔνωθεν, ὡς οἴομαι, πάσης τῆς γῆς καί ἀμιγῆ καί παντός ῥύπου καθαρόν ἐφηπλωμένον τεθέαμαι, καί ὁρῶν ἀεί κράζω καί οὕτω τοῖς διαπιστοῦσι καί κοπιᾶν καί ὀρύσσειν μή θέλουσιν ἐκβοῶ· “Δεῦτε ἴδετε πάντες οἱ τάς θείας διαπιστοῦντες Γραφάς”. Τοῦτο δέ ποιῶ τῷ Σολομῶντι πάντως πειθόμενος λέγοντι· “Ἀδόλως τε ἔμαθον, ἀφθόνως τε μεταδίδωμι”, διό δή τοῦτο οὕτω βοῶ τοῖς πᾶσιν, ὡς εἴρηται· “Δεῦτε μάθετε ὅτι οὐκ ἐν τῷ μέλλοντι μόνον, ἀλλ᾿ ἤδη που πρόκειται πρό τῶν ὀφθαλμῶν καί χειρῶν καί ποδῶν ὑμῶν ὁ ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας ἀνεκλάλητος θησαυρός. Δεῦτε πιστώθητε ὅτι τό φῶς τοῦ κόσμου ὁ θησαυρός οὗτος, ὅν ὑμῖν λέγω, ἐστί”.

Καί οὐκ ἐγώ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ τοῦτο λαλῶ, ἀλλ᾿ αὐτός εἶπε καί λέγει ὁ θησαυρός· “Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή, ἐγώ εἰμι ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως ὁ κατακρυπτόμενος ἐν τῇ γῇ, ἐγώ εἰμι ὁ μαργαρίτης ὁ ὠνούμενος, (433) ὑπό τῶν πιστῶν, ἐγώ εἰμι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἡ ἐν μέσῳ ὑμῶν κρυπτομένη, καί καθώς ὁρῶμαι ὑπό τῶν ζητησάντων καί εὑρόντων με νῦν, οὕτω λάμψω καί ἐν αὐτοῖς καί ἐπάνω πάντων αὐτῶν, ὡς νῦν εἰμι λάμπων - ἀποκεκρυμμένος ὤν - ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν. Ἐγώ καί ἐνταῦθα, ὁ ἀχώρητος κατά φύσιν, ἐν ὑμῖν κατά χάριν γίνομαι χωρητός καί ὁ ἀόρατος ὁρατός, οὐχ ὅσος εἰμί δεικνύμενος, εἰ καί ὅλος μένω ὁρώμενος, ἀλλ᾿ ὅσον ἡ τῶν ὁρώντων με φύσις καί δύναμις ἐπιδέχεται. Ἐγώ εἰ μι ἡ ζύμη, ἥν λαβοῦσα ψυχή καί βάλουσα ἐν τῷ τριμερεῖ αὐτῆς, ἀναζυμοῦται καί ὅλῃ ἐμοί ὁμοία καθίσταται· οἵα γάρ ἡ ζύμη, τοιοῦτος γίνεται καί ὁ ταύτῃ ἀναφυρόμενος σύν τῷ ὕδατι καί τῷ ἅλατι ἄλευρος· σύν ἐμοί γάρ, φησί, τῷ Υἱῷ ὑπάρχων ὁ ὁμοφυής μου Πατήρ καί ὁ τούτου Παράκλητος, αὐτοί ἀντί ὕδατος καί ἁλός πεφύκασι γίνεσθαι. Ἐγώ εἰμι ὁ ἀντί τοῦ αἰσθητοῦ παραδείσου νοητός τοῖς ἐμοῖς δούλοις παράδεισος γεγονώς, ἐν ᾧ τιθῶ πάντας τούς πιστεύοντας εἰς ἐμέ καί ἀναγεννωμένους διά τοῦ Πνεύματος, οἵ οὐκέτι δύνανται ἁμαρτάνειν, οὐδέ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων ἰσχύει τι κατ᾿ αὐτῶν· ἐγώ εἰμι ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί καί νικῶσι τόν κόσμον, διά τό εἶναι αὐτούς ἔξω τοῦ κόσμου καί τόν ἰσχυρότερον πάντων ἐμέ μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχειν. Ἐγώ εἰμι ἡ φωτοειδής πηγή τοῦ ἀθανάτου ῥείθρου καί ποταμοῦ, ἐν ᾗ οὐ μετά θάνατον, ἀλλά καθ᾿ ὥραν οἱ ἐμέ φιλοῦντες ἀπό ψυχῆς λούονται (434) τῷ ἀπορρέοντι ὕδατι ἐξ ἐμοῦ καί παντός ῥύπου καθαίρονται τό σῶμα καί τήν ψυχήν καί ἀπαστράπτουσιν ὅλοι, ὥσπερ λαμπάς καί ὡς εἶδος ἀκτῖνος ἡλιακῆς. Ἐγώ εἰμι ὁ ἀντανίσχων καθ᾿ ὥραν ἐν τούτοις ὡς ἐν πρωΐ καί ὁρώμενος ἥλιος νοερῶς, καθώς καί πρῴην ἐν τοῖς προφήταις ἐνεφάνιζον ἐμαυτόν καί αὐτοί ὁρῶντες ἀνύμνουν, ἐπικαλούμενοί με ἀεί· “Τό πρωΐ γάρ, φησίν ὁ Δαυίδ, εἰσάκουσόν μου, τό πρωΐ παραστήσομαί σοι καί ἐπόψει με”, καί ἕτερος· “Τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου ταχύ ἀνατελεῖ”, ὅτε δηλονότι καί σύ τάς ἐντολάς μου τηρήσεις”.

Καί τί πάντα λέγειν πρός τήν ὑμετέραν ἀγάπην οὕτω καταναγκάζομαι, ὅσα ὁ Θεός διψῶν τήν σωτηρίαν ἡμῶν πρός ἡμᾶς φθέγγεται, ἀλλ᾿ ἤ πάντως, ἵνα διά πάντων μαθόντες πεισθήσησθε ὅτι οἱ καθήμενοι ἐν σκότει τό μέγα φῶς λάμπον βλέπειν ὀφείλουσιν, εἴπερ ὅλως ἐμβλέπουσι, καί ἵνα μή τινες ἐξ ὑμῶν λογίζωνται ὅτι ἔλαμψε μέν, ἀδύνατον δέ τούς ἔτι ὄντας ἀνθρώπους ἐν σώματι καθορᾶν αὐτό. Εἰ γάρ μή ἦν δυνατόν, τί καί ἔλαμψε καί λάμπει μή καθορώμενον ὑπ᾿ αὐτῶν; Μᾶλλον δέ τό μέν φῶς ἀεί ἦν καί ἀεί ἔλαμπε καί λάμπει ἐν τοῖς κεκαθαρμένοις, καί ἐν τῷ σκότει ἔφαινε καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβε, καί νῦν λάμπει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ καταλαμβάνει εἴτ᾿ οὖν οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ. Τό δέ ῾νῦν᾿ εἰπεῖν, ὅτι ἀνέτειλε τῷ ἐν σκότει καθημένῳ λαῷ, τό ἄρτι εὐδοκῆσαι ἀποκαλυφθῆναί ἐστιν εἰς οὕς καί ἐμφανίζεται· οἱ γάρ ἄλλοι ἐν τῇ σκοτίᾳ ὄντες οὐ καταλαμβάνουσιν αὐτό. (435) Ὁ γάρ ἀόρατος ὤφθη, τό μέν διά τοῦ σώματος τοῖς αἰσθητοῖς ὀφθαλμοῖς πᾶσι τοῖς θεασαμένοις αὐτόν ἀπίστοις τε καί πιστοῖς, ἐγνώσθη δέ καί τό φῶς αὐτοῦ τῆς Θεότητος ἀπεκαλύφθη μόνοις ἐκείνοις τοῖς διά τῶν ἔργων πιστοῖς, οἵτινες καί ἔλεγον πρός αὐτόν· “Ἰδού ἡμεῖς, Κύριε, ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι”· τῷ δέ εἰπεῖν ῾πάντα᾿ συνέκλεισε τά τε κτήματα καί χρήματα καί θελήματα καί τό καταφρονῆσαι καί αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς καί βδελύξασθαι ταύτην διά τό γεύσασθαι αὐτῆς ἐκείνης τῆς ἐνυποστάτου καί αἰωνίου ζωῆς, τό γάρ ἡδύτερόν ἐστι πάντως καί προτιμότερον, ὅπερ ἐστίν αὐτός ὁ Θεός.

Ἀλλά παρακαλῶ πάντας ὑμᾶς, ὦ πατέρες καί ἀδελφοί, σπουδάσαι μετασχεῖν τῆς τοιαύτης ζωῆς ἥτις τό φῶς ἐστι τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό τούς μετέχοντας αὐτοῦ ἁγιάζον καί θεούς τῇ θέσει ἀπεργαζόμενον. Καί τῶν τοσούτων λόγων, ὧν λελάληκα πρός ὑμᾶς, μή ἐπιλάθησθε, ἀλλά πρῶτον μέν αὐτοί μάθετε πράσσειν ἀεί τό καλόν καί οὕτω διδάξατε ἄλλους τοῦτο ποιεῖν, ἵνα ὅ λόγος τῆς διδασκαλίας ὑμῶν ἔμπρακτος ὑπάρχῃ καί εὐπαράδεκτος τοῖς ἀκούουσιν. Εἰ δ᾿ οὖν, ἐγώ ἀθῷος ἐκ πάντων ὑμῶν εἰμι, οὐ γάρ ὑπεστειλάμην τοῦ μή ἀναγγεῖλαι ὑμῖν τά λαληθέντα μοι καί γνωρισθέντα καί προσταχθέντα ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τοῦ προσκυνητοῦ καί ἁγίου αὐτοῦ Πνεύματος περί τῶν ὑψηλῶν δωρεῶν καί χαρισμάτων τοῦ συνανάρχου (536) Θεοῦ καί Πατρός αὐτοῦ, ὧν τοῖς ἐμπόνως ζητοῦσι τήν μέθεξιν διά πίστεως δίδωσιν ἀεί καί μέχρι τοῦ νῦν ὁ αὐτός ἀγαθός καί εὐεργέτης Θεός ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

mhtropolh peiraiws logo 01

mhtropolh peiraiws header 01

Είναι πλέον κοινός τόπος ότι εποχή μας χαρακτηρίζεται ως εποχή πρωτοφανούς αποστασίας, και έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εσχάτων χρόνων, όπως αυτά έχουν προφητευθεί από το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας, από τους ιερούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής και από αγίους και χαρισματούχους Γέροντες, που ομίλησαν προφητικά για τα έσχατα. Σύμφωνα με τον αποκαλυπτικό λόγο των βιβλικών κειμένων, στους έσχατους χρόνους θα επέλθει μια απίστευτη διπλή αποστασία: Αποστασία από τον Θεό και από κάθε παραδεδομένο ηθικό κώδικα.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 26η  Οκτωβρίου  2017

Η ΟΛΕΘΡΙΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ!

Είναι πλέον κοινός τόπος ότι εποχή μας χαρακτηρίζεται ως εποχή πρωτοφανούς αποστασίας, και έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εσχάτων χρόνων, όπως αυτά έχουν προφητευθεί από το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας, από τους ιερούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής και από αγίους και χαρισματούχους Γέροντες, που ομίλησαν προφητικά για τα έσχατα. Σύμφωνα με τον αποκαλυπτικό λόγο των βιβλικών κειμένων, στους έσχατους χρόνους θα επέλθει μια απίστευτη διπλή αποστασία: Αποστασία από τον Θεό και από κάθε παραδεδομένο ηθικό κώδικα.

Ο άνθρωπος των εσχάτων θα αρνηθεί με βδελυγμία την πίστη στον αληθινό Θεό και θα λατρεύσει τον αντίδικό Του, τον διάβολο: «και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του Θεού του έχοντος εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας, και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν», (Αποκ.16,9). Έτσι θα πραγματοποιήσει το προαιώνιο σχέδιο του εκπεσόντος Εωσφόρου, να πάρει τη θέση του Θεού και να λατρευτεί ως Θεός (Ησ.14,14). Παράλληλα η ηθική αποστασία θα φτάσει στο αποκορύφωμά της, σύμφωνα με τον προφητικό λόγο του αποστόλου: «Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι,  άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον, η φιλόθεοι» (Β΄ Τιμ.3,1-4). Πράγματι, αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε ότι οι παρά πάνω προφητικοί λόγοι του αποστόλου επαληθεύονται πλήρως. Η σύγχρονη ηθική αποστασία δεν έχει σύγκριση με καμιά άλλη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας. Ολόκληρη η γη έχει πλημμυρίσει από το «βδέλυγμα της ερημώσεως», (Ματθ.24,15). Η αμαρτία έχει γίνει τρόπος ζωής και η ηθική συκοφαντείται ως «αφύσικη ζωή». Τα πάντα κινούνται γύρω από τις ηδονικές απολαύσεις και μάλιστα μέσα από τις σεξουαλικές διαστροφές. Η αιδώς και η σωφροσύνη έχουν αφανιστεί και κυριαρχούν η αναίδεια και η αισχρότητα. Τα κοινοβούλια των λαών συναγωνίζονται, ποιο θα ψηφίσει νόμους, οι οποίοι θα νομιμοποιούν την διαστροφή και την ανωμαλία. Οι πνευματικές ηγεσίες των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, διαβρωμένες από το δηλητήριο του Οικουμενισμού, έχουν περιπέσει σε πνευματικό λήθαργο και αδιαφορία, τα πνευματικά τους αντανακλαστικά δεν λειτουργούν, και είτε μένουν απαθείς μπροστά στον ηθικό ξεπεσμό, είτε τον σιγοντάρουν, είτε εξωθούν τους πιστούς στο θρησκευτικό συγκρητισμό και στην πανθρησκεία.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συμφιλιωθεί με το διάβολο και τον έθεσε στη θέση του Θεού, Τον οποίο εκθρόνισε από την καρδιά του και την ψυχή του. Η λατρεία του φαίνεται καθαρά από όλες τις εκφάνσεις και πτυχές της ζωής του. Το δείχνει με τον τρόπο που θρησκεύει, με τον τρόπο που σκέφτεται, με τον τρόπο που ζει. Ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο ο Σατανάς λατρεύεται δημόσια και με την προστασία του νόμου. Στην Αμερική του στήνουν αγάλματα σε δημόσιους χώρους και καλούν «ιερείς» του σε δημαρχεία και τοπικά κοινοβούλια για να προσευχηθούν για την …ευόδωση των εργασιών τους! Η Αμερική είναι η κοιτίδα της οργανωμένης σατανολατρείας, με την νόμιμη λειτουργία της «Εκκλησίας του Σατανά», η οποία ιδρύθηκε από τον διαβόητο μάγο και σατανιστή Άντον Λάβεϋ το 1966. Η λατρεία του Σατανά προωθείται κυρίως μέσω της τέχνης και της μουσικής.  Τα μουσικά συγκροτήματα rock, have metal, κλπ είναι οι καλλίτεροι «ιεραπόστολοι» του σατανισμού. Το ίδιο και οι ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπου ανεβάζουν παραστάσεις και ταινίες, οι οποίες μυούν τους θεατές τους στο σατανισμό.

Μια τέτοια βλάσφημη και απαίσια θεατρική παράσταση ανέβηκε σε θέατρο της Θεσσαλονίκης εδώ και μερικές ημέρες και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από πιστούς της πόλεως. Πρόκειται για την παράσταση: «Η ώρα του διαβόλου», όπου, σύμφωνα με έγκυρα δημοσιεύματα, είναι ξεκάθαρη σατανιστική τελετουργία, την οποία δεν μπορούμε να περιγράψουμε από φρίκη και αηδία, για να μη μολύνουμε τη σκέψη των αναγνωστών μας. Σύμφωνα πάντα με σχετικά δημοσιεύματα, η βλάσφημη αυτή παράσταση, στηρίζεται σε σύγγραμμα ενός διαβόητου αποκρυφιστή, του Πορτογάλου συγγραφέα  Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος έζησε τον περασμένο αιώνα και θήτευσε σε διάφορες αποκρυφιστικές ομάδες και είχε προσωπική φιλία με τον διαβόητο άγγλο μάγο και θεμελιωτή του νεοσατανισμού, Άλιστερ Κρόουλυ.

Το περίεργο είναι ότι, όταν οι συντελεστές της βλάσφημης παράστασης διεκδικούν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, οι λογίς «κουλτουριάρηδες» υπερασπιστές τους, αρνούνται το δικαίωμα στους πιστούς να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτή, αφού αποδεδειγμένα βλασφημούνται σε αυτή τα Θεία και ιερά Πρόσωπα της πίστεώς μας, αλλά και η ίδια η παράσταση είναι σαφώς σατανιστική τελετουργία. Εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους και τηλεοπτικά κανάλια  επιτίθενται κατά των διαμαρτυρομένων, χαρακτηρίζοντάς τους ως «σκοταδιστές», «ταλιμπάν», «φανατικούς» κλπ. Είναι το γνωστό «τροπάριο», η πιο πρόσφορη «ρετσινιά» κατά των πιστών, αφού δεν μπορούν να τους αντιμετωπίσουν με σοβαρά επιχειρήματα και δε μπορούν να διανοηθούν, ότι έχουν και αυτοί δικαιώματα και λόγο δημόσιο!

Οι ηθοποιοί, σε συνέντευξη τύπου, προσπάθησαν να πείσουν πως το έργο έχει δήθεν «μεγάλη σημασία» και «περιέχει υψηλά  νοήματα», τα οποία δεν μπορούν κάποιοι «ανόητοι και φτωχοί στο πνεύμα» να καταλάβουν! Ο πρωταγωνιστής της παράστασης δήλωσε: «Είναι πρωτοφανές για θεατρικά χρονικά να κατηγορούμαστε άμεσα εμείς, εγώ η Ευγενία Σαμαρά και ο σκηνοθέτης μας Γρηγόρης Αποστολίδης, και εμμέσως ο Πεσσόα, για σατανισμό. Είναι αστείο. Εγώ έχω γελάσει πολύ. Και ελπίζω να μείνω στο γέλιο, γιατί θέλω να γίνει η παράσταση, επειδή άκουσα σχόλια, πως δεν θα μας επιτρέψουν να γίνει η παράσταση. Εμείς λοιπόν δεν θα επιτρέψουμε να μην γίνει η παράσταση». Στην ερώτηση δημοσιογράφου: «Έχετε πει πως ο Διάβολος είναι ο πιο γοητευτικός αρσενικός χαρακτήρας που έχετε διαβάσει στην λογοτεχνία. Γιατί;» Απάντησε: «Γιατί εμπεριέχει τα πάντα, όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές: είναι ερωτικός, είρωνας, ανασφαλής, ανήμπορος προς το τέλος του έργου, έξυπνος, θα μπορούσε να είναι εν δυνάμει οικογενειάρχης, χρωματιστός σε περιπτώσεις, σκοτεινός σε άλλες, μοναχικός, όμορφος, έντονος, άσχημος μερικές φορές…. Είναι γενικά πολύπλοκος και αυτή η πολυπλοκότητά του τον κάνει να είναι τόσο εξανθρωπισμένος. Θα έλεγα πως είναι περισσότερο εμπνευσμένος από τους Ολύμπιους θεούς και όχι από τον χριστιανικό Θεό γιατί ακριβώς οι πρώτοι έχουν αυτά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Φαντάζομαι το ίδιο έργο θα έπαιζα αν λέγονταν “Η ώρα του Θεού” γιατί για τον Πεσσόα, θεός και διάβολος είναι αδέρφια που δεν μαλώνουν, απλώς κουβεντιάζουν και στο τέλος παραδέχονται την ανημποριά τους να υπερασπιστούν το σύμπαν, πράγμα που καθιστά το έργο σύγχρονο» (Ιστ. http://parallaximag.gr)! Νομίζουμε πως πιο ξεκάθαρη ομολογία, ότι η παράσταση αποτελεί μύηση στο σατανισμό και εξοικείωση και συμφιλίωση με το διάβολο, δεν υπάρχει, από την απάντηση του ηθοποιού!

Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχη μας κ. Σεραφείμ για την βλάσφημη παράσταση: «Επειδή γίνεται μεγάλος θόρυβος με την θεατρική παράσταση που παίζεται στην Θεσσαλονίκη “Η ώρα του διαβόλου” του Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα (Fernando Antonio Nogueira De SeadroPessoa), ο οποίος γεννήθηκε το 1888 και πέθανε το 1935 διαλυμένος από τον αλκοολισμό σε ηλικία 47 ετών, αναφέρομε ότι υπήρξε ενθουσιώδης με τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό, τον ερμητισμό, την αριθμολογία και την αλχημεία. Υπήρξε λάτρης του νεοπαγανισμού, της θεοσοφίας και του ροσιτρουσιανισμού και άμεσος συνεργός του γνωστού σατανιστή και αποκρυφιστή Aleister Crowley, ο οποίος κατεδικάσθη στην Ιταλία για τελετουργικές δολοφονίες γυναικών. Ο Πεσσόα μετέφρασε στα πορτογαλικά το ποίημα του Crowley “Hymno Pan”. Είναι γνωστό ότι ο σατανιστής Aleister Crowley ανήκε στο ερμητικό τάγμα “Χρυσή Αυγή” του οποίου ιδρυτικό στέλεχος ήταν ο Ιρλανδός ποιητής W. B. Yeats, το οποίον αναφέρει ο Γ. Γ. του Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή κ. Ν. Μιχαλολιάκος στον πρόλογο του βιβλίου του Οδυσσέως Πατεράκη, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις 1982, “Το αστραφτερό σκοτάδι του εωσφόρου - Εθνική των Ελλήνων Θρησκεία”. Ιδιαιτέρας μνείας πρέπει να τύχη το γεγονός ότι ο ίδιος ο κ. Ν. Μιχαλολιάκος στην ποιητική του συλλογή “Η εξομολόγησις ενός εθνικού”, εκδ. Νέα Σπάρτη, που ανετυπώθη το 2008, έχει και αυτός ύμνο στον Πάνα, όπως ακριβώς ο Aleister Crowley, του οποίου τον ύμνο μετέφρασε στα πορτογαλικά ο Πεσσόα.  Τα συμπεράσματα στους εκλεκτούς αναγνώστες και για το θεατρικό έργο και για τον συγγραφέα του». Δε χρειάζεται καμιά περαιτέρω ανάλυση. Ο Σεβασμιώτατος τα λέει όλα, με τόσο λίγα λόγια! Καθίσταται σαφές ότι οι συντελεστές της παράστασης προωθώντας τη σκέψη του Πεσσόα, προωθούν το ιδεολόγημα του Ερμητικού Τάγματος «Χρυσή Αυγή» και δι’ αυτού, το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο (αποκρυφισμό) του σημερινού κομματικού σχηματισμού «Χρυσή Αυγή», όπως αποδεικνύεται από τα κείμενα του αρχηγού της.

Περαίνοντας, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη λύπη μας και την ανησυχία μας, βλέποντας συνανθρώπους μας, που είναι πλάσματα και εικόνες του Θεού, να συμβιβάζονται και να συμφιλιώνονται με τον «ανθρωποκτόνο απ’ αρχής», (Ιωάν.8,44), διάβολο, τον πιο μεγάλο εχθρό και ολετήρα του ανθρωπίνου γένους. Και το χειρότερο: να γίνονται κήρυκές του και να παρασύρουν και άλλους στην έμμεση, ή άμεση λατρεία του!  Ο σύγχρονος αποστατημένος άνθρωπος είναι η πλέον τραγική ύπαρξη σε όλους τους κόσμους, όπως έλεγε και έγραφε ο αγιασμένος και θεοφώτιστος νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Διότι, όπως ο άνθρωπος, μπορεί να γίνει θεός κατά χάριν, το ίδιο μπορεί να γίνει και διάβολος. Με την ουσιώδη διαφορά ότι για να γίνει θεός απαιτείται αγώνας, ενώ για να γίνει διάβολος είναι πανεύκολο! Καλούμε λοιπόν τους αγαπητούς μας πιστούς να προσεύχονται και να επαγρυπνούν, διότι αν οι ημέρες ήταν πονηρές στα χρόνια του Κυρίου, στους καιρούς μας είναι τραγικές και δραματικές. Ο διάβολος, επειδή αντιλαμβάνεται ότι ελάχιστος χρόνος απομένει στην κυριαρχία του, καθ’ ότι «ολίγον αυτόν δει μείναι … και εις απώλειαν υπάγει» (Αποκ.17,10-11), «ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ.5,8)! Αλίμονο, λοιπόν, σ’ αυτούς που θα του δώσουν το δικαίωμα να τους κατασπαράξει! Στώμεν καλώς!  

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

agios symewn o neos theologos 01


Ἀδελφοί καί πατέρες, πῦρ ἐστιν ὁ Θεός καί τοῦτο παρά πάσης θεοπνεύστου Γραφῆς ὀνομάζεται, ἡ δέ ψυχή ἑκάστου ἡμῶν λυχνία. Ὥσπερ οὖν ἡ λυχνία, κἄν ἐλαίου πεπλήρωται κἄν στυππείου κἄν ἄλλην ὕλην ἔχῃ εὐάναπτον, πρό τοῦ μετασχεῖν τοῦ πυρός καί ἀναφθῆναι ὅλη ἐσκοτισμένη ἐστίν, οὕτω καί ἡ ψυχή, κἄν πάσαις τό δοκεῖν κοσμῆται ταῖς ἀρεταῖς, τοῦ δέ πυρός οὐ μετέσχεν, εἴτ᾿ οὖν οὐσίας θείας καί φωτός οὐ μετέλαβεν, ἔστιν ἔτι ἐσβεσμένη καί ἐσκοτισμένη καί τά ἔργα αὐτῆς ἀβέβαια. Πάντα γάρ ὑπό τοῦ φωτός ἐλεγχθῆναι δεῖ καί φανερωθεῖναι.

(412) Ὁ οὖν οὕτως ἔχων ἔτι τήν λυχνίαν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ - ἀμέτοχον δηλονότι τοῦ θείου πυρός -, ὁδηγοῦ δέεται μᾶλλον καί λύχνου φαίνοντος ἅμα καί διακρίνοντος τάς πράξεις αὐτοῦ καί τά δι᾿ ἐξαγορεύσεως συμπαθοῦντος αὐτῷ σφάλματα καί τά στρεβλῶς ὑπ᾿ αὐτοῦ καθ᾿ ὥραν διαπραττόμενα ἐπανορθοῦντος. Ὡς γάρ οὐκ ἐνδέχεται μή προσκόπτειν τόν περιπατοῦντα νυκτός, οὕτως οὐκ ἐνδέχεται μή πταίειν τόν μήπω καθορῶντα τό θεῖον φῶς, καθώς φησιν ὁ Χριστός· “Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τό φῶς τοῦτο βλέπει. Ἐάν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τό φῶς οὐκ ἔχει ἐν ἑαυτῷ”. – “Ἐν ἑαυτῷ” δέ εἰπών, τό θεῖον ἐδήλωσε καί ἄϋλον φῶς· ἐν ἑαυτῷ γάρ τό αἰσθητόν οὐδείς δύναται κτήσασθαι.

Ὥσπερ οὖν οὐδέν ὠφελεῖται ὁ ἐν σκότει περιπατῶν, ἐάν λαμπάδας κατέχῃ ἐσβεσμένας πολλάς καί περικαλλεῖς – οὔτε γάρ ἑαυτόν οὔτε ἕτερόν τινα ὡς ἐκ τούτων ὁρᾷ - , οὕτως οὐδέ ὁ τάς ἀρετάς πάσας, εἰ οἷόν τε, δοκῶν ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, μή ἔχων τό φῶς ἐν ἑαυτῷ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐδέ τάς αὐτοῦ πράξεις καλῶς ἰδεῖν, οὐδέ εἰ πρός ἀρέσκειαν Θεοῦ εἰσι, τελείως πεπληροφόρηται. Ἀλλ᾿ οὐδέ ἄλλους ὁδηγῆσαι ἤ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διδάξαι δύναται, οὐδέ λογισμούς ἀλλοτρίους ἐστίν ἀναδέχεσθαι ἄξιος, εἰ καί πατριάρχης ἐξ ἀνθρώπων γενήσεται, ἕως ἄν τό φῶς ἐν ἑαυτῷ φαῖνον κτήσηται. Φησί γάρ ὁ Χριστός· “Περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ, καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει"” Εἰ οὖν ἐκεῖνος οἶδε ποῦ ὑπάγει, (413) πῶς τήν ὁδόν ἄλλοις ὑποδείξει; Τί οὖν ὄφελος, ἐάν λύχνον ἐσβεσμένον ἐπί ἑτέρᾳ λυχνίᾳ τις ἐπιθείη, πυρός καιομένου ἐστερημένῃ καί φαίνοντος. Οὐ γάρ οὕτω δεῖ ποιεῖν! Ἀλλά πῶς; Ὡς αὐτός ὁ ἐπί πάντων Θεός διωρίσατο, φησί γάρ· “Οὐδείς λύχνον ἅψας εἰς κρύπτην τίθησιν, οὐδέ ὑπό τόν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπί τήν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τό φέγγος βλέπωσι”. Τοῦτο οὖν εἰπών προστίθησι καί τά γνωρίσματα τοῦ ὁδηγουμένου λύχνου καί ἔχοντος μεθ᾿ ἑαυτοῦ τό φῶς, οὕτω λέγων· “Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστι ὁ ὀφθαλμός”. Τίνα τοίνυν λέγει διά τούτου τόν ὀφθαλμόν ἤ πάντως τόν νοῦν, ὅς οὐδέποτε ἄν γένηται ἁπλοῦς, εἰ μή ὅτε τό ἁπλοῦν θεάσηται φῶς; Φῶς δέ ἁπλοῦν ὁ Χριστός. Ὁ γοῦν ἀεί ἔχων τό φῶς αὐτοῦ λάμπον ἐν διανοίᾳ, νοῦν Χριστοῦ ἔχειν λέγεται. Ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου οὕτως ἁπλοῦς ᾖ, καί ὅλον τό ἀσώματον σῶμά σου τῆς ψυχῆς φωτεινόν ἔσται· ἐπάν δέ πονηρός ᾖ ὁ νοῦς, τουτέστιν ἐσκοτισμένος καί ἐσβεσμένος, καί τό σῶμά σου τοῦτο σκοτεινόν ἔσται. Σκόπει οὖν μή τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί· “Βλέπε, φησί, μή δοκεῖς ἔχειν ὅπερ οὐ κέκτησαι”. Ὁρᾶτε πῶς καί αὐτός ὁ Δεσπότης ἴσως ἡμῖν τοῖς αὐτοῦ δούλοις πρός ὑμᾶς διαλέγεται, “Σκόπει” λέγων, “μή λάθῃς σεαυτόν καί ἐν σοί φῶς εἶναι οἰομένου σου, αὐτό οὐκ ἔστι φῶς ἀλλά σκότος”. Ὁρᾶτε ὅτι τά αὐτά καί ἡμεῖς τῷ Δεσπότῃ πρός τούς ὁμοδούλους ὑμᾶς φθεγγόμεθα καί οὐδέν διεστραμμένον ἤ φαῦλον λέγομεν.

(414) Λέγομεν γάρ· βλέπετε, ἀδελφοί, μήποτε δοκοῦντες εἶναι ἐν τῷ Θεῷ καί κοινωνίαν ἔχειν οἰόμενοι μετ᾿ αὐτοῦ, ἔξω εὑρεθείητε τούτου καί κεχωρισμένοι διά τό μή θεωρεῖν ὑμᾶς ἤδη τό φῶς αὐτοῦ. Εἰ γάρ ἥψατο τῶν λαμπάδων ὑμῶν - ἤγουν τῶν ψυχῶν -, ἔλαμψεν ἄν τρανῶς ἐν ὑμῖν, καθώς αὐτός ὁ Θεός καί Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔφη· “Εἰ οὖν τό σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μέρος τι μή ἔχον σκοτεινόν, ἔσται φωτεινόν ὅλον, ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ φωτίζει σε”. Ποίαν οὖν μαρτυρίαν ἄλλην μείζονα τούτου πρός πληροφορίαν σοι παρεισάξομεν; εἰ δέ τῷ Δεσπότῃ διαπιστήσεις, πῶς, εἰπέ μοι, τῷ συνδούλῳ πιστεύσεις;

Ἀλλά τί εἴπω πρός τούς ἀγαπῶντας ὀνομαστούς εἶναι καί ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί ἡγουμένους καθίστασθαι, καί λογισμούς ἀλλοτρίους ἀναδέχεσθαι θέλοντας, καί ἑαυτούς εἶναι λέγοντας ἀξίους τῆς τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἐγχειρήσεως; Ὄταν μηδέν τῶν ἀναγκαίων καί θείων πραγμάτων αὐτούς ἐπισταμένους ὁρῶ, μήτε ταῦτα ἑτέρους διδάσκοντας ἤ εἰς φῶς ἐνάγοντας γνώσεως, τί ἕτερον ἤ ὅ φησι Χριστός τοῖς φαρισαίοις καί νομικοῖς· “Οὐαί ὑμῖν τοῖς νομικοῖς, ὅτι ἤρατε τήν κλεῖδα τῆς γνώσεως. Αὐτοί οὐκ εἰσήλθετε καί τούς εἰσελθεῖν βουλομένους ἐκωλύσατε”. Τί γάρ ἄλλο ἡ κλείς ἐστι τῆς γνώσεως, εἰ μή ἡ διά πίστεως διδομένη χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ τήν γνῶσιν ὡς ἀληθῶς καί ἐπίγνωσιν διά φωτισμοῦ ἐμποιοῦσα καί διανοίγουσα τόν κεκλεισμένον καί κεκαλυμμένον ἡμῶν νοῦν, καθώς πολλάκις διά πολλῶν παραβολῶν καί αἰνιγμάτων, (415) ἔτι δέ καί φανερῶν ἀποδείξεων, εἶπον ὑμῖν καί πάλιν ἐρῶ· ἡ θύρα ὁ Υἱός – “Ἐγώ εἰμι, φησίν, ἡ θύρα”-, ἡ κλείς δέ τῆς θύρας τό Πνεῦμα τό Ἅγιόν ἐστι – “Λάβετε, φησί, Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται”-, οἰκία δέ ὁ Πατήρ – “Ἐν γάρ τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου πολλαί μοναί εἰσι”- . Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς τῇ θεωρίᾳ τοῦ λόγου. Εἰ μή οὖν ἡ κλείς ἀνοίξει – “Τούτῳ γάρ, φησίν, ὁ θυρωρός ἀνοίγει” -, ἡ θύρα οὐκ ἀνοίγεται· ἄν δέ μή ἡ θύρα διανοιχθῇ, οὐδείς εἰς τήν οἰκίαν εἰσέρχεται τοῦ Πατρός, καθώς φησιν ὁ Χριστός· “Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ”.

Ὅτι δέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πρότερον διανοίγει τόν νοῦν ἡμῶν καί διδάσκει ἡμᾶς τά περί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, αὐτός πάλιν ἔφη· “Ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ καί ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν”, - ὁρᾷς πῶς διά τοῦ Πνεύματος, μᾶλλον δέ ἐν τῷ Πνεύματι, ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός ἀχωρίστως ἐπιγινώσκονται; - καί πάλιν· “Ἐάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος, φησίν, οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς. Ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναμνήσει ὑμᾶς πάντα” καί πάλιν· “Ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσετε, καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας” καί μετ᾿ ὀλίγον· “Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ - ὅτε δηλονότι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐλεύσεται πρός (416) ὑμᾶς – γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί μου καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν” καί πάλιν· “Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ”, καί εἰκότως· εἰ μή γάρ ἐν Ἁγίῳ βαπτισθῇ τις Πνεύματι, οὔτε υἱός Θεοῦ οὔτε συγκληρονόμος Χριστοῦ γίνεται. Ἀλλά καί τῷ Πέτρῳ φησί· “Σοί δώσω τάς κλείς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν”, οὐ κλεῖς πάντως χαλκᾶς ἤ σιδηρᾶς, ἀλλά κλεῖς ἀξίας τῆς οἰκίας ἐκείνης. Ποταπή δέ ἐστιν ἡ οἰκία ἐκείνη, ἄκουε Παύλου λέγοντος ἐν τῇ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῇ· “Παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ζωοποιοῦντος τά πάντα, καί Χριστοῦ Ἰησοῦ”, καί μετ᾿ ὀλίγα· “Ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον”. Εἰ γάρ ὁ οἶκος, φησίν, ἐστίν ἀπρόσιτος, δηλονότι καί ἡ τοῦ οἴκου θύρα φῶς καί αὕτη καί ἀπρόσιτός ἐστιν. Εἰ δέ τό μέν προσιτόν εἴπῃς, τό δέ ἀπρόσιτον, τό προσιτόν ὑπό τοῦ ἀπροσίτου ἀναλωθήσεται καί οὐκ ἄν ποτε ἡ κλείς ἀνοῖξαι ἰσχύσει, εἰ μή καί αὐτή ἀπρόσιτος ᾖ καί τῆς αὐτῆς φύσεως, ἀλλ᾿ ὑπό τῆς θύρας κατακαήσεται ἤ καί ἡ θύρα ὑπό τοῦ οἴκου, καί ἴσως τοῖς πᾶσι γενήσεται ἄβατος. Μᾶλλον δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν καταλυθήσεται, τῆς Ἁγίας Τριάδος διαιρουμένης εἰς προσιτόν καί ἀπρόσιτον καί μεῖζον καί ἔλασσον.

Ὁρᾶτε δέ μή ταῦτα ὑμεῖς ἀκούοντες, ἀπό τῶν αἰσθητῶν οἰκιῶν ὁμοῦ καί θυρῶν τάς εἰκόνας λαμβάνοντες, σωματικόν τι σχῆμα τῷ νοΐ ὑμῶν προεντυπωθῇ, καί εἰς ἀμφιβολίαν καί βλασφημίαν περιπέσῃ ὑμῶν ἡ ψυχή. Ἀλλά θεοπρεπῶς ἅπαντα καί καλῶς, (417) εἴγε δύνασθε, κατά τόν τῆς θεωρίας λόγον καί νόμον ἐν ἑαυτοῖς ἀναλογιζόμενοι, εὑρήσετε ὀρθῶς ἅπαντα διερμηνευόμενα. Εἰ δέ μή δύνασθε ταῦτα θεοπρεπῶς οὕτω νοεῖν, πίστει ταῦτα δέχεσθε μόνῃ καί μή πολυπραγμονεῖν ὅλως θελήσητε. Κλείς μέν γάρ τό Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ καί ἐν αὐτῷ πρῶτον τόν νοῦν ἐλλαμπόμεθα καί καθαιρόμενοι φωτιζόμεθα φῶς γνώσεως, βαπτιζόμεθά τε ἄνωθεν καί ἀναγεννώμεθα καί τέκνα Θεοῦ χρηματίζομεν, καθώς ὁ Παῦλός φησιν· “Αὐτό τό Πνεῦμα ἐντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις”, καί πάλιν· “Ἔδωκεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν κρᾶζον· Ἀββά ὁ Πατήρ”. Τοῦτο τοιγαροῦν δεικνύει τήν θύραν ἡμῖν ὅτι ἐστί φῶς, ἡ δέ θύρα διδάσκει ἡμᾶς ὅτι ὁ ἐνοικῶν τῇ οἰκίᾳ καί αὐτός φῶς ἀπρόσιτον ἐστιν. Οὐκ ἄλλος δέ ὁ οἰκῶν Θεός καί ἕτερον φῶς ἡ οἰκία αὐτοῦ, ὥσπερ οὐδέ ἄλλο φῶς τό τῆς Θεότητος καί ἄλλο Θεός. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτός εἷς ἐστιν, οἰκία καί ἔνοικος, καθώς καί φῶς ἐστιν ὁ αὐτός καί Θεός. Θεολογικῶς δέ οἰκία καί ὁ Υἱός καλεῖται, ὥσπερ καί ὁ Πατήρ – φησί γάρ· “Σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ, Πάτερ ἐν σοί, ἵνα ἕν ὦμεν”, καί τό Πνεῦμα ὡσαύτως· “Ἐνοικήσω, φησίν, ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω. Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν”, διά τοῦ Πνεύματος δηλονότι, ὡς ὁ Παῦλος φησι· “Τό γάρ Πνεῦμα ὁ Κύριος ἐστιν”. Εἰ οὖν ὁ Κύριος τό Πνεῦμα ἐστι καί ὁ Πατήρ ἐν αὐτῷ καί αὐτό ἐν ἡμῖν, ὡσαύτως δέ πάλιν ἡμεῖς ἐν αὐτῷ, καί αὐτό μετά Θεοῦ καί Πατρός καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.

(418) Καί εἰ χρή ἀκριβέστερόν τι εἰπεῖν, ὅπερ τό ἕν ἐστι, τοῦτο καί τά δύο. Τά τρία γάρ ἐν τῷ αὐτῷ εἰσι καί εἰς μίαν νοοῦνται οὐσίαν καί φύσιν καί βασιλείαν. Εἴ τι οὖν τό ἕν ὀνομάζεται, τοῦτο κατά φύσιν καί εἰς τά λοιπά θεωρεῖται, χωρίς τοῦ “Πατήρ” δηλαδή καί “Υἱός” καί “Ἅγιον Πνεῦμα”, ἤτοι τοῦ “γεννᾶν” ἐκτός καί “γεννᾶσθαι” καί “ἐκπορεύεσθαι”· μόνα γάρ ταῦτα τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι φυσικῶς τε καί κατ᾿ ἰδιότητα ἀναντιρρήτως παρέπεται. Ἀλλοίωσιν δέ ἤ ἀναποδισμόν ἤ τήν τῶν ὀνομάτων ἐναλλαγήν ἐν τούτοις οὐκ ἔστιν ἐννοῆσαι ἡμᾶς ἤ εἰπεῖν. Διά τούτων γάρ τά τρία πρόσωπα γνώριμα καθεστήκασι καί οὐδέ τόν Υἱόν ἐν τούτῳ προτάξαι τοῦ Πατρός ἐστι δυνατόν, οὐδέ τοῦ Υἱοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά ἅμα οὕτως εἰπεῖν· “Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα”, μή διακοπῆς τινος ἐν τούτοις ἀπό χρόνου ἤ στιγμῆς τό λεπτότατον γινομένης, ἀλλά σύν τῷ Πατρί ἅμα καί ὁ Υἱός ἐστι γεγεννημένος καί τό Πνεῦμα ἐκπορευόμενον· ἐν δέ τοῖς ἄλλοις πᾶσι τό ἕν ὄνομα ἤ παράδειγμα καί καθ᾿ ἕν ἀναθεωρεῖται καί ἐν τρισίν· οἷον “φῶς” ἐάν εἴπῃς, καί καθ᾿ ἕκαστον τούτων φῶς καί τά τρία ἕν φῶς ἐστι· “ζωή αἰώνιος”, καί καθ᾿ ἕν ὡσαύτως τούτων ὁ Υἱός ἐστι καί τό Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ, τά τρία μία ζωή. Πνεῦμα οὖν ὁ Θεός καί Πατήρ καί τό Πνεῦμα ὁ Κύριος ἐστι καί Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Θεός ταῦτα καθ᾿ ἕν καί ἅμα τά τρία Θεός· εἷς Κύριος ἕκαστον καί τά τρία Κύριος· εἷς ὁ ἐπί πάντων Θεός, Κτίστης τῶν ἁπάντων, καθ᾿ ἕν, καί εἷς ταῦτα Δημιουργός τῶν ὅλων Θεός. Φησί δέ καί τό παλαιόν· (419) “Ἐν ἀρχῇ ἐποίησε ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, καί εἶπεν ὁ Θεός· ῾ Γενηθήτω φῶς᾿ καί ἐγένετο φῶς”, τοῦτο περί τοῦ Πατρός ὁ λόγος ἐννοεῖν δίδωσι, καί ὁ Δαυίδ· “Τῷ Λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν’, τοῦτο περί τοῦ Υἱοῦ δηλούμενον ἔγνωμεν, “καί τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν”, περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦτο ὑπολαμβανόμενον. Ἀλλά καί Ἰωάννης, ὁ υἱός τῆς βροντῆς, ἐν Εὐαγγελίοις φησίν· “Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν” τόν Πατέρα δηλαδή, “καί Θεός ἦν ὁ Λόγος” ὁ Υἱός δηλονότι. “ Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέν ὅ γέγονεν”.

Μάθετε οὖν ταῦτα, οἱ τέκνα ἐπονομαζόμενοι τοῦ Θεοῦ, ἀξιῶ, καί οἱ δοκοῦντες εἶναι χριστιανοί, οἱ διδάσκοντες ἄλλους διακενῆς λόγους καί οἱ ἄρχειν οἰόμενοι – πλήν ψευδῶς - ἱερεῖς καί μονάζοντες! Ἐρωτήσατε τούς πρεσβυτέρους καί ἀρχιερεῖς ὑμῶν, συναθροίσθητε ἅμα ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ· καί πρῶτον ζητήσατε ἔργῳ ταῦτα μαθεῖν καί παθεῖν, ἔτι δέ καί ἰδεῖν ποτε βουλήθητε καί τῇ πείρᾳ θεοειδεῖς γενέσθαι. Ἀλλά μή τῇ σκηνῇ μόνῃ καί τῇ περιβολῇ προθυμήθητε καί τηνικαῦτα τῶν ἀποστολικῶν ἀξιωμάτων ἐπιβῆτε, ἵνα μή ἀκούσητε, οἱ πρό τῆς γνώσεως τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἀτελῶς ἐπιτρέχοντες ταῖς τῶν ἄλλων ἀρχαῖς· “Οὐαί οἱ φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς καί ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες! Οὐαί οἱ τιθέντες τό φῶς σκότος καί τό σκότος φῶς”.

Παρακαλῶ οὖν πάντας ὑμᾶς, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, θεῖναι πρῶτον θεμέλιον ἐν τῇ οἰκοδομῇ τῶν ἀρετῶν ἀγαθόν ταπεινώσεως· (420) εἶτα δι᾿ ἀγώνων εὐσεβείας ἐγεῖραι τόν οἶκον τῆς γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί ὑπό τοῦ θείου καταλαμφθῆναι φωτός καί ἰδεῖν ὄμματι καρδίας κεκαθαρμένῳ Θεόν, ὡς δυνατόν ἡμῖν ἀνθρώποις οὖσι, κἀκεῖθεν μυσταγωγηθῆναι τά τελεώτερα τῶν μυστηρίων τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί οὕτως ἀπό τῆς γνώσεως ταύτης, τῆς ἄνωθεν διδομένης παρά τοῦ Πατρός τῶν φώτων, ἐπί τόν λόγον τῆς διδασκαλίας ἐλθεῖν καί διδάξαι τούς πλησίον ἡμῶν, τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθόν καί τέλειον καί εὐάρεστον, καί διά τῆς διδασκαλίας ἡμῶν προσάξαι τῷ Θεῷ λαόν περιούσιον, τῷ διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου εἰς διδασκάλους προχειρισαμένῳ ἡμᾶς τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ, ἵνα μή ὡς καταφρονηταί καί γυμνοί τοῦ ἐνδύματος τοῦ γάμου ἔξω ῥιφῶμεν τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὡς φρόνιμοι μᾶλλον οἰκονόμοι, καλῶς τά τοῦ λόγου τῆς διδασκαλίας οἰκονομήσαντες ἐν τοῖς συνδούλοις ἡμῶν καί πρό γε τούτου τά τοῦ βίου ἡμῶν, εἰσέλθωμεν εἰς αὐτόν ἀκωλύτως ἐν λαμπρότητι βίου καί γνώσεως οὐρανίου, φωτοειδεῖς καί Πνεύματος Ἁγίου πεπληρωμένοι, καί συμβασιλεύσωμεν Χριστῷ, τά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί Πατρός συγκληρονομοῦντες αὐτῷ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τῇ ἀειζώῳ καί ἀθανάτῳ πηγῇ καί ζωῇ, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα τιμή καί προσκύνησις νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες

fwths kontogloy 01


Οι παλαιοί ζωγράφοι, που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, καιι από τις δυο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους.

Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός,που μέσα σ' αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί,που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων.

Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι.

Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να 'ναι χαρτί,κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές.Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα.

Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους. Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της. Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας. Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε,και το φεγγάρι έσβησε. Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη.

Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού. Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιο τιποτένιος, ο πιο καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο.

Τούτος είναι ο «Ελάχιστος», που ανοίξανε οι πόρτες τ' ουρανού για να μπει μέσα στον Παράδεισο!

 

Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα, Άγιος Δημήτιος Κουβαρά

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...